Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

ο ξεπεσμενος δερβισης









Τον συναντάς συχνά να περιφέρεται ανήσυχος στο δρόμο μ’ ένα μακρύ χιτώνα να σκεπάζει το μελαμψό του δέρμα, λιπόσαρκος και μ’ ένα πρόσωπο σκυθρωπό και ανέκφραστο.


«Ὑψηλὴ μορφή, μὲ λευκὸν σαρίκι, μὲ μαύρην χλαῖναν καὶ χιτῶνα χρωματιστόν…»


Δεν ξέρεις ποιος είναι, πότε και από πού ήρθε στον Τόπο μας, πόσα χιλιόμετρα διάνυσε, τι πέρασε σ’ αυτή την πολύμηνη και εξουθενωτική πορεία. Δεν ξέρεις για ποιο λόγο έφυγε εγκαταλείποντας οικογένεια, συγγενείς, φίλους, γνωστούς.

«Εἶχεν ἀναφανῆ. 
Πότε; Πρὸ ἡμερῶν, πρὸ ἑβδομάδων. 
Πόθεν; Ἀπὸ τὴν Ρούμελην, ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, ἀπὸ τὴν Σταμπούλ. 
Πῶς; Ἐκ ποίας ἀφορμῆς; 
Ποῖος;»


Να ΄ναι Κούρδος πολιτικός πρόσφυγας, που ζητάει πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα;

Αφγανός κυνηγημένος από τους Ταλιμπάν;

Ορφανός από τις πλημμύρες του Μπάγκλα Ντες ;




«Ἦτο εἰς εὔνοιαν, εἰς δυσμένειαν; Εἶχεν ἀκμάσει, εἶχεν ἐκπέσει, εἶχεν ἐξορισθῇ; 
Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ. 
Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει.»


Μέρες γυρίζει στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας, άνεργος, ταλαιπωρημένος , διωγμένος ακόμη και από το ερειπωμένο σπίτι, που τις πρώτες ημέρες βρήκε να ακουμπήσει το βασανισμένο σώμα του. Τώρα βρήκε στέγη στον Άγιο Παντελεήμονα σε μια εσοχή πίσω από τις κολώνες της εκκλησιάς.

                                

«Ἐκεῖ διενυκτέρευεν ἀπὸ ἡμερῶν. Ἄστεγος, ἀνέστιος, φερέοικος. 
Τὸ μικρὸν καφενεῖον εἶχε τὴν ἄδειαν νὰ μένῃ ἀνοικτὸν ὅλην τὴν νύκτα.»

Μα κι’ εκεί δεν τον άφησαν να μείνει για πολύ. Ήρθε η αστυνομία και τον έδιωξε μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα.


«Δὲν ἐπετράπη εἰς τὸν Δερβίσην, τὸν ἀνέστιον, τὸν πλάνητα, νὰ μείνῃ, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι ἔπαιζε τὸ νάϊ, κ’ ἐμάζωνε κόσμον, καὶ δὲν ἄφηνε τοὺς γείτονας νὰ κοιμηθοῦν.»
Του ζήτησαν να δούνε τα χαρτιά του κι’ αυτός τόσκασε τρέχοντας στη Πατησίων.Αχ να μπορούσε να βρει ένα φίλο, ένα αποκούμπι, λίγη αγάπη, λίγη ζεστασιά.


«Ὁ ἴδιος ὁ Λεπενιώτης ὁ λεοντόκαρδος, ὅσον καὶ ἂν ἔτρεφε φιλέκδικον πάθος διὰ τὸν φόνον τοῦ μεγάλου ἥρωος, τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀνίσως τὸ πνεῦμά του περιεφοίτα ἐκεῖ, καὶ ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τὸν ἄμοιρον Δερβίσην, διωγμένον, ἐξωρισμένον, ἀνέστιον, ριγοῦντα ἀνὰ τὴν στενωπόν, ἕρποντα ἀναμέσον δύο σειρῶν παλαιῶν οἰκίσκων, θὰ τὸν ἐσπλαγχνίζετο.»


Καταδιωγμένος χωρίς να γνωρίζει κανένα ένοιωθε την κούραση να λυγίζει τα πόδια του.

Είχε φθάσει η νύχτα και δεν είχε που ν’ ακουμπήσει για να κλείσει για λίγο τα τρομαγμένα μάτια του. Στα μάτια του η απόγνωση.

                                    


«Ποῦ νὰ ὑπάγῃ;
Ἔκαμεν ὀλίγα βήματα ἀσκόπως, πέριξ τοῦ καφενείου.
«Παρέκει ἦτο ἡ σῆραγξ. Ἐσκάπτετο, ἦτο σκαμμένη.
Ἔκαμνε ψύχραν, νυκτερινὸν ἀπόγειον. Μία μετὰ τὰ μεσάνυκτα.»


Στο Πεδίο του Άρεως βρίσκει ένα άδειο παγκάκι. Είναι μεσάνυχτα και το κρύο περονιάζει το τυραγνισμένο σώμα του.

Αποκαμωμένος από το κυνηγητό όλης της μέρας , τυλίχτηκε σ’ ένα παλιόκουτο και ξάπλωσε πάνω στο υγρό παγκάκι
.

«Ὁ Δερβίσης ὁ πλάνης κατῆλθεν εἰς τὸ βάθος τῆς σήραγγος. Ἴσως ἤλπιζε νὰ εὕρῃ περισσότερον ἀπάγκειο ἐκεῖ.»


Μεσάνυχτα άρχισε να βρέχει ένα διαβολεμένο χιονόνερο. Τουρτούριζε, έτρεμε, άρχισε να παγώνει. Θα πέθαινε από το κρύο. Προσπάθησε να τρίψει για λίγο το σώμα του, γρήγορα όμως απόκαμε, η νύστα και η κούραση του’ κλειναν τα μάτια.

Το σώμα πάγωνε, πάγωνε και η ψυχή του.

Τα φώτα χαμήλωσαν, οι μακρινές σκιές χάθηκαν από τα μάτια του.


«Ὁ ξένος μουσουλμάνος εἶχε παγώσει ἐκεῖ ὅπου ἐκαθῆτο κ’ ἐνύσταζε. Διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἔβγαλε τὸ νάϊ του καὶ ἤρχισε νὰ παίζῃ τὸν τυχόντα ἦχον, ὅστις τοῦ ἦλθε κατ’ ἐπιφορὰν εἰς τὴν μνήμην…
Πρὸ ὥρας ἤδη εἶχε σιγήσει τὸ ᾆσμα τὸ μυστηριῶδες καὶ μελιχρόν, τὸ νάϊ εἶχε πέσει ἀπὸ τὴν χεῖρα. Ὁ οὐρανός, συννεφώδης, εἶχεν ἀρχίσει νὰ βρέχῃ, ἔβρεξεν ἐπ’ ὀλίγα λεπτά, εἶτα ἔπαυσεν.»


Την άλλη μέρα το πρωί οι οδοκαθαριστές τον βρήκαν πεσμένο στο χώμα, χωρίς χαρτιά, χωρίς φίλους, χωρίς συγγενείς, χωρίς οικογένεια, χωρίς κανένας να νοιάζεται γι’ αυτόν.

                                               

«Ὕστερον, μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, ἔγινεν ἄφαντος καὶ δὲν τὸν εἶδε πλέον κανείς. Ζῇ, ἀπέθανε, περιπλανᾶται εἰς ἄλλα μέρη, ἀνεκλήθη ἀπὸ τῆς ἐξορίας, ἐπανέκαμψεν εἰς τὸν τόπον του;
Κανεὶς δὲν ἠξεύρει.
Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ. Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει.»
……………………………………………………..



Τα αποσπάσματα είναι από το διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη «Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης»


Το κείμενο υπογράφει ο "αιθεροβάμων" στα λευκαδίτικα νέα   εδώ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου