Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Η πόλη των γάτων [ 1Q84 ]


[...]


Μόλις το τρένο άφησε πίσω του το σταθμό του Τόκιο, ο Τένγκο έβγαλε το βιβλιαράκι από την τσέπη του και άρχισε να διαβάζει μιαν ανθολογία ταξιδιωτικών διηγημάτων. Ένα αναφερόταν σε κάποιο νεαρό που είχε φτάσει σε μια πολιτεία όπου είχαν κάνει κατάληψη οι γάτες. Ήταν ένα φανταστικό διήγημα με τίτλο Η Πόλη των γάτων, έργο ενός άγνωστου σε εκείνον Γερμανού συγγραφέα και το εισαγωγικό σημείωμα έλεγε πως το είχε γράψει την εποχή του μεσοπολέμου.


Ο νεαρός ταξίδευε μόνος του, με μια ταξιδιωτική τσάντα. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό του. Έπαιρνε το τρένο και κατέβαινε σε όποια στάση του κινούσε το ενδιαφέρον. Νοίκιαζε το δωμάτιο, έβλεπε τα αξιοθέατα, έμενε όσο ήθελε και μόλις βαριόταν, ξανάπαιρνε το τρένο. Έτσι περνούσε πάντα τις διακοπές του.
Κάποτε είδε από το παράθυρο του τρένου ένα όμορφο ποτάμι. Η κοίτη του φιδογύριζε στις παρυφές των χαμηλών λόφων και κάτω εκεί υπήρχε μια ήσυχη και συμπαθητική πόλη σε μια παλιά πέτρινη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες. Βρήκε το σκηνικό ενδιαφέρον. Θα έχουν και νόστιμα ποταμίσια ψάρια να δοκιμάσω, σκέφτηκε ο νεαρός και μόλις το τρένο σταμάτησε στο σταθμό, κατέβηκε με την τσάντα του. Κανείς άλλος δεν κατέβηκε μαζί του. Το τρένο τον άφησε και αναχώρησε αμέσως.

Στο σταθμό δεν υπήρχε κανένας υπάλληλος. Ίσως να μην είχε πολλή κίνηση. Ο νεαρός πέρασε τη γέφυρα και περπάτησε μέχρι την πόλη. Γύρω επικρατούσε μεγάλη ησυχία. Κανείς στους δρόμους. Όλα τα ρολά των καταστημάτων κατεβασμένα. Ψυχή στα δημοτικά γραφεία. Στο μοναδικό ξενοδοχείο δε βρήκε κανέναν στην υποδοχή. Χτύπησε το κουδούνι. Δεν εμφανίστηκε κανείς, σαν μία ακατοίκητη χώρα. 'Η μήπως όλοι οι κάτοικοι είχαν πέσει για τον μεσημεριανό τους ύπνο; Όμως η ώρα ήταν 10:30 το πρωί. Πολύ νωρίς για σιέστα. Πιθανόν οι κάτοικοι να είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Όπως και να 'χε πάντως, το επόμενο τρένο θα ερχόταν την άλλη μέρα το πρωί - οπότε, έπρεπε να διανυκτερεύσει εκεί. Αποφάσισε να περιπλανηθεί στην πόλη για να περάσει την ώρα του



Τελικά, είχε έρθει σε μια γατούπολη. Μόλις έπεσε ο ήλιος, ένα κοπάδι γάτες διαφόρων ειδών και χρωμάτων ήρθε στην πόλη περνώντας από την γέφυρα. Πιο μεγαλόσωμες από τις κοινές, αλλά γάτες πάντως. Ο νεαρός ξαφνιάστηκε που τις είδε. Έφυγε τρέχοντας για το κέντρο της πόλης και σκαρφάλωσε στο καμπαναριό για να κρυφτεί. Οι γάτες, λες κι έκαναν κινήσεις ρουτίνας, άνοιξαν τα ρολά των καταστημάτων, κάθισαν στα δημοτικά γραφεία και άρχισαν να δουλεύουν. Έπειτα από λίγη ώρα, άλλο ένα κοπάδι γάτες έφτασε στην πόλη από τη γέφυρα. Αυτές πήγαν στα μαγαζιά και ψώνισαν, πήγαν στα δημοτικά γραφεία να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις τους κι έφαγαν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Κάθισαν στα ταβερνεία, ήπιαν μπύρα και τραγούδησαν χαρούμενα
γατοτράγουδα. Ένας γάτος μάλιστα έπαιζε ακορντεόν, ενώ διάφοροι άλλοι χόρευαν στο ρυθμό. Καθώς οι γάτες βλέπουν καλά τη νύχτα, δε χρειάζονταν σχεδόν καθόλου φως. Όμως εκείνη τη νύχτα το ολόγιομο φεγγάρι έλουζε τα πάντα με το φως του κι έτσι ο νεαρός μπόρεσε να τα δει όλα με κάθε λεπτομέρεια από το καμπαναριό. Όταν πια κόντευε να χαράξει οι γάτες έκλεισαν τα μαγαζιά τους, τελείωσαν τις δουλειές τους, τα μάζεψαν και ξεχύθηκαν προς τη γέφυρα για να γυρίσουν εκεί απ' όπου είχαν έρθει.


Giuseppe Gerbino

Το πρωί που οι γάτες είχαν φύγει και η πόλη ερήμωσε, ο νεαρός κατέβηκε από την κρυψώνα του, βρήκε ένα κρεβάτι στο ξενοδοχείο και έπεσε να κοιμηθεί. Όταν πείνασε, πήγε στην κουζίνα του ξενοδοχείου κι έφαγε το ψωμί και τα ψάρια που είχαν περισσέψει από την προηγουμένη. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, ξανανέβηκε στο καμπαναριό να κρυφτεί και παρατηρούσε τις γάτες ως την άλλη μέρα τα ξημερώματα. Τα τρένα σταματούσαν στο σταθμό πριν από το μεσημέρι και πριν από το βράδυ. Αν έπαιρνε το πρωινό τρένο, μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του - αν έπαιρνε το απογευματινό, θα επέστρεφε εκεί από όπου ξεκίνησε. Πάντως, δεν είδε κανέναν επιβάτη να κατεβαίνει ή να ανεβαίνει από το τρένο, μολονότι σταματούσαν κανονικά και αναχωρούσαν ύστερα από ένα λεπτό. Θα μπορούσε να πάρει το τρένο αν ήθελε και να αφήσει πίσω του τη στοιχειωμένη Πόλη των γάτων, αλλά δεν το έκανε. Ήταν νέος και περίεργος, γεμάτος φιλοδοξίες και όρεξη για περιπέτεια. Ήθελε να δει την παράξενη Πόλη των γάτων από κάθε άποψη. Επιθυμούσε να μάθει πότε και πώς ιδρύθηκε, πώς είχε οργανωθεί, τι έκαναν οι γάτες εκεί. Πρέπει να ήταν ο μόνος που είχε δει με τα μάτια του ένα παρόμοιο σκηνικό. 
Το βράδυ της τρίτης μέρας, άκουσε μια φασαρία κάτω στην πλατεία, γύρω από το καμπαναριό. «Εμένα, πάντως, μου μυρίζει άνθρωπος», έλεγε ένας γάτος. «Τώρα που μου το λες, κάτι παράξενο μου μυρίζει και μένα εδώ και λίγες μέρες», πρόσθεσε ένας άλλος και βάλθηκε να οσφραίνεται το χώρο με ζαρωμένη τη μουσούδα του. «Κι εμένα το ίδιο», μπήκε στο χορό ένας τρίτος. «Πολύ παράξενο», έκανε κάποιος άλλος. «Αφού δεν έρχονται άνθρωποι εδώ». Στο μεταξύ, οι άλλοι συνέχιζαν: «Α, έτσι όπως το λες! Δεν έρχονται βέβαια άνθρωποι στην Πόλη των γάτων. Ό,τι και να λέτε, εμένα σίγουρα μου μυρίζει άνθρωπος".
Οι γάτες έφτιαξαν ομάδες περιφρούρησης κι έψαξαν την πόλη σπιθαμή προς σπιθαμή. Άμα θέλουν, οσφραίνονται και το παραμικρό. Δεν άργησαν λοιπόν να ανακαλύψουν πως η μυρωδιά ερχόταν από το καμπαναριό. Ο νεαρός άκουγε τις μαλακές πατούσες τους να ανεβαίνουν τα σκαλιά. Τώρα τα παίζω όλα για όλα, σκέφτηκε. Πίστευε πως η ανθρώπινη μυρωδιά είχε ερεθίσει τις γάτες, τις είχε εξοργίσει. Είχαν μεγάλα και κοφτερά νύχια και άσπρους σουβλερούς κυνόδοντες. Και στη Πόλη δεν υπήρχε άνθρωπος ούτε για δείγμα. Ο νεαρός δεν ήξερε τι τον περίμενε αν τον ανακάλυπταν, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν θα τον άφηναν εύκολα από την πόλη τώρα που ήξερε τα μυστικά τους.
Τρεις γάτες ανέβηκαν στο καμπαναριό και βάλθηκαν να οσφραίνονται τον αέρα ολόγυρα. «Παράξενο», είπε η μία κουνώντας τα μουστάκια τους, «μυρίζω άνθρωπο, αλλά δε βλέπω κανέναν εδώ». «Όντως περίεργο», συμφώνησε η δεύτερη γάτα. «Όμως πραγματικά κανείς δεν είναι εδώ. Πάμε αλλού να ψάξουμε». «Πάντως, εγώ δεν καταλαβαίνω τι γίνεται». Αυτά έλεγαν οι γάτες καθώς έφευγαν με το κεφάλι γερμένο λοξά από την απορία. Ο ήχος των ποδιών τους όπως κατέβαιναν χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο νεαρός αναστέναξε με ανακούφιση, αλλά κι αυτός δεν καταλάβαινε τι είχε γίνει. Δεν μπορεί να μην τον είχαν δει, αφού είχαν έρθει κυριολεκτικά μύτη με μύτη σε έναν τόσο στενό χώρο. Και όμως οι γάτες για κάποιο λόγο φαίνεται πως δεν τον είδαν. Πέρασε το χέρι του μπροστά από τα μάτια του. Ορίστε, το βλέπω καθαρά. Δεν είναι διαφανές. Μυστήριο. Πάντως, αύριο πρωί θα πάω στο σταθμό και θα πάρω το τρένο να φύγω από την πόλη. Είναι πολύ επικίνδυνο να μείνω κι άλλο. 

Μην προκαλέσω και την καλή μου τύχη

.


Την επομένη όμως το τρένο δε σταμάτησε στο σταθμό. Το είδε να περνάει μπροστά από τα μάτια του και να φεύγει, χωρίς να κόβει ταχύτητα. Το ίδιο έγινε και με το απογευματινό τρένο. Είδε το μηχανοδηγό που καθόταν στη θέση του. Είδε και τα πρόσωπα των επιβατών από τα παράθυρα. Το τρένο όμως δεν έδειξε κανένα σημάδι πως θα σταματούσε, σαν να μην έβλεπαν ούτε τον νεαρό που περίμενε ούτε και τον σταθμό. Ο ήλιος άρχισε να πέφτει. Όπου να 'ναι θα έρχονταν οι γάτες. Τότε κατάλαβε πως είχε χαθεί οριστικά. 

Δεν είναι η Πόλη των γάτων εδώ, συνειδητοποίησε τελικά. Ήταν ο τόπος όπου του έμελλε να χαθεί αμετάκλητα. Ένα μέρος που είχε σταματήσει ειδικά γι αυτόν, ένα μέρος που δεν ανήκε στον κόσμο του. Και το τρένο που θα τον πήγαινε στον προηγούμενο κόσμο δε θα σταματούσε πια σε κείνο το σταθμό στον αιώνα των άπαντα.


Διάβασε το διήγημα δύο φορές. Η φράση «ο τόπος όπου του έμελλε να χαθεί» του είχε τραβήξει την προσοχή. Έκλεισε το βιβλίο και άφησε τα μάτια του να πλανηθούν στο πληκτικό βιομηχανικό τοπίο της παραλίας. Έβλεπε τη φλόγα ενός διυλιστηρίου πετρελαίου, της τεράστιες δεξαμενές αερίου, τις εξίσου τεράστιες και κοντόχοντρες καμινάδες σαν κανόνια μακράς βολής, τη γραμμή των τρακτέρ και των βυτιοφόρων που ταξίδευαν στο δρόμο. Εκείνες εκ διαμέτρου αντίθετες από την Πόλη των γάτων, που όμως είχαν το δικό τους φανταστικό υπόστρωμα, κι αυτό έκανε τη ζωή της πόλης να φαίνεται πως υποβασταζόταν από έναν κάτω κόσμο.



Λίγο αργότερα ο Τένγκο έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε την Κιόκο Γιασούντα κλεισμένη στο δικό της «χαμένο κόσμο». Εκεί όπου τα τρένα δε σταματούν, όπου δεν υπάρχουν τηλέφωνα, ούτε ταχυδρομεία. Εκεί όπου τη μέρα βασιλεύει μόνο η απόλυτη μοναξιά, ενώ με το σκοτάδι της νύχτας έρχονται οι γάτες να αναλάβουν το ανελέητο κυνηγητό. Σε μία κατά τα φαινόμενα αδιάκοπα κυκλική επανάληψη. Ο Τένγκο αποκοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει. Όχι για πολλή ώρα αλλά πολύ βαθιά. Όταν ξύπνησε, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Το τρένο, μες στην καρδιά του καλοκαιριού, ακολουθούσε την ακτογραμμή του Μινάμι Μπόσο.."




Haruki Murakami [ 1Q84 ]



Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Η απεργία των ψηφοφόρων



"Τα πρόβατα οδηγούνται στο σφαγείο. Είναι σιωπηλά και δεν ελπίζουν τίποτα. Τουλάχιστον όμως δεν ψηφίζουν τον σφαγέα τους ή τον αστό που θα τα καταβροχθίσει. 

Πιο ζώο από τα ζώα, πιο πρόβατο από τα πρόβατα, ο ψηφοφόρος εκλέγει τον σφαγέα του και επιλέγει τον αστό του. 
Έκανε τις επαναστάσεις για να κατακτήσει αυτό το δικαίωμα".

[...]

"Είναι καλό να ονειρεύεσαι. Τα όνειρα καταπραΰνουν την οδύνη. 

Αλλά να αποκλείσεις τον άνθρωπο από τα όνειρά σου. Όπου άνθρωπος, εκεί και πόνος και μίσος και φόνος. 
Κυρίως, να θυμάσαι ότι ο άνθρωπος που ζητιανεύει τις ψήφους είναι από το γεγονός αυτό και μόνο ένας άνθρωπος ανέντιμος, διότι, σε αντάλλαγμα της εξουσίας και του πλούτου που απέκτησε χάρη σ’ εσένα, σου υπόσχεται ένα σωρό θαυμάσια πράγματα, τα οποία δεν θα στα δώσει, και δεν είναι άλλωστε μέσα στις δυνατότητές του να στα δώσει. 
Ο άνδρας που εξυψώνεις δεν εκπροσωπεί ούτε την εξαθλίωσή σου ούτε τις επιδιώξεις σου ούτε τίποτα. Εκπροσωπεί μόνο τα δικά του πάθη και τα δικά του συμφέροντα, τα οποία είναι αντίθετα από τα δικά σου".

από το βιβλίο του Οκτάβ Μιρμπώ
"Η απεργία των ψηφοφόρων"

[ εκδ. ΑΓΡΑ,  μτφρ. Αν. Στάικος ]

"Η απεργία των ψηφοφόρων"  (La Greve des electeurs)   δημοσιεύτηκε στις 28 Νοεμβρίου 1888, στην εφημερίδα  Le Figaro     







Ο Οκτάβ Μιρμπώ (1848-1917) ήταν συγγραφέας, κριτικός τέχνης και δημοσιογράφος. Είναι γνωστός στις μέρες μας κυρίως για το μυθιστόρημά  του  Ημερολόγιο μιας καμαριέρας, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Λουί Μπουνιουέλ. 



Λιβελλογράφος που έκανε τους πάντες να τρέμουν, αλλά και νεωτεριστής μυθιστοριογράφος, έγραψε θεατρικά έργα κλασικά και μοντέρνα μαζί. Λογοτεχνικά ανορθόδοξος, πέρα από κατηγοριοποιήσεις, περιφρονούσε σχολές και θεωρίες και έσβηνε μέσα σε όλα τα λογοτεχνικά είδη τη ριζική του αποστροφή προς οτιδήποτε θεσμικό. 
Βίαια ατομικιστής και αναρχικός, ενσάρκωνε τον κριτικό, δυνητικά ανατρεπτικό διανοούμενο.

Η Απεργία των ψηφοφόρων είναι ένα χρονικό αναρχικής έμπνευσης που δημοσιεύτηκε στις 28 Νοεμβρίου 1888 στην εφημερίδα Le Figaro

Για τον Μιρμπώ, η καθολική ψηφοφορία και η προσφυγή στις εκλογές δεν είναι τίποτε άλλο από μια απάτη στημένη από τους κυρίαρχους, για να αποκτούν φτηνά τη συναίνεση αυτών τους οποίους καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται. Καλεί λοιπόν τους ψηφοφόρους να απεργήσουν στις κάλπες και να φερθούν όχι σαν αγελαία πρόβατα αλλά ως πολίτες πνευματικά διαυγείς.

Στα δύο κείμενα που περιλαμβάνονται εδώ, ο Μιρμπώ πραγματεύεται το θέμα της εξουσίας, όχι μόνο για τον τρόπο με τον οποίο ασκείται στο άτομο, αλλά επίσης, και κυρίως, για τον τρόπο που την εσωτερικεύουν και την ενστερνίζονται οι ίδιοι οι κυβερνώμενοι.


[ από http://www.culturenow.gr/]

[  Σχετικό .. "Δεν ψηφίζω"  ε δ ώ  ]

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Η επιστήμονας που κατανόησε και απενοχοποίησε τον θάνατο (Ν)




Η διαπρεπής ψυχίατρος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος


Η επιστήμονας που κατανόησε και απενοχοποίησε τον θάνατο

Η γυναίκα που αποφάσισε να συνοδεύσει τον ετοιμοθάνατο ασθενή στα τελευταία του στάδια, βοηθώντας τον να αποδεχτεί το οριστικό του τέλος, έμελλε να καθελκύσει στον ψυχολογικό στίβο ένα μοντέλο για τη διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων του πένθους, αλλάζοντας δραστικά το τρόπο που έβλεπε τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και η κοινωνία τον θάνατο.

Ο άνθρωπος που πεθαίνει πενθεί για τη ζωή του, προσπαθώντας να κρατηθεί με νύχια και με δόντια απ' ό,τι μπορεί να βρει, αγωνιώντας και αγκομαχώντας. Η Κιούμπλερ-Ρος έβαλε σκοπό να το αλλάξει αυτό, ανακουφίζοντας την υπαρξιακή αγωνία και φέρνοντας τον ασθενή σε κατάσταση αποδοχής.

Το μνημειώδες βιβλίο της του 1969 «On Death and Dying» θα δονούσε συθέμελα τα οικοδομήματα της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, ρίχνοντας το βάρος σε έναν τομέα που φαινόταν να έχει αγνοηθεί καθοριστικά: την πορεία μέχρι τον θάνατο. 

Το περίφημο μοντέλο της των 5 σταδίων από τα οποία διέρχεται ο ψυχισμός του ετοιμοθάνατου (άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή) θα γινόταν έκτοτε σταθερή αναφορά των επαγγελματιών της Υγείας στην προσπάθειά τους να να προσεγγίσουν το πένθος, τη θλίψη, την απώλεια, την τραγωδία και την τραυματική εμπειρία. 

Ο θάνατος δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος...



Πρώτα χρόνια



Η Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ γεννιέται στις 8 Ιουλίου 1926 στη Ζυρίχη της Ελβετίας ως τρίδυμη. Λίγο έλειψε να χαθεί στη γέννα, καθώς το μωρό ζύγιζε μόλις 1 κιλό, οι προσπάθειες των γιατρών ωστόσο θα την κρατούσαν στη ζωή. 


Η Ελίζαμπεθ ανακάλυψε την κλίση της στην ιατρική από μικρή ηλικία, συνάντησε ωστόσο τη σθεναρή αντίσταση του πατέρα της στην απόφασή της να γίνει γιατρός. Σε ηλικία 16 ετών, ο πατέρας τής δίνει τελεσίγραφο: ή θα εργαζόταν ως γραμματέας στην οικογενειακή επιχείρηση ή θα γινόταν μαία. 



Αψηφώντας τις οικογενειακές επιταγές, η έφηβη Ελίζαμπεθ εγκαταλείπει το σπίτι της και περιπλανιέται, κάνοντας μια σειρά από δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Είναι βέβαια και τα ζοφερά χρόνια του Β' Παγκοσμίου, με την ίδια να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες της σε νοσοκομεία και προσφυγικούς καταυλισμούς. Μετά τον πόλεμο, βρίσκεται και πάλι εθελοντικά σε κοινότητες που μαστίστηκαν από τις εχθροπραξίες, βοηθώντας όπως μπορούσε τους πληγέντες. 


Σε επίσκεψή της μάλιστα στο πολωνικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαϊντάνεκ, επηρεάζεται από την εικόνα των εκατοντάδων πεταλούδων που είχαν σκαλίσει οι όμηροι στους τοίχους. Τα στερνά αυτά έργα τέχνης των μελλοθάνατων εγγράφονται στη μνήμη της και επηρεάζουν τη σκέψη της για τη ζωή και τον θάνατο. 


Σπουδές ιατρικής

Το 1951, αποφασισμένη να ακολουθήσει την κλίση της, επιστρέφει στη Ζυρίχη και γράφεται στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου της πόλης. Στα φοιτητικά έδρανα γνωρίζει τον Αμερικανό Εμάνιουελ Ρόμπερτ Ρος, επίσης σπουδαστή ιατρικής, με τον οποίο ερωτεύονται παράφορα. 




Τοειδύλλιο καταλήγει σε γάμο το 1958, τον επόμενο χρόνο της αποφοίτησής τους, με το ζευγάρι να αποφασίζει τελικά να εγκατασταθεί στην Αμερική. Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη, γίνονται αμφότεροι δεκτοί στο κοινοτικό νοσοκομείο του Γκλεν Κόουβ. Η Ελίζαμπεθ αποφασίζει κατόπιν να πάρει ειδικότητα στην ψυχιατρική και γίνεται τελικά ψυχίατρος στο πολιτειακό νοσοκομείο του Μανχάταν. 





Συμβολή στην ψυχολογία

Το 1962, η Κιούμπλερ-Ρος και ο άντρας της μετακομίζουν στο Ντένβερ για να διδάξει η Ελίζαμπεθ στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο. Η ψυχολογική στήριξη των ετοιμοθάνατων ασθενών την έχει απασχολήσει ήδη από νεαρή ηλικία, με την ίδια να ενοχλείται όταν διαπιστώνει ότι στο πρόγραμμα σπουδών της ιατρικής σχολής απουσιάζει εκκωφαντικά οποιοδήποτε μάθημα ή έστω αναφορά στον θάνατο.

Αντικαθιστώντας μάλιστα συνάδελφο καθηγητή, η Κιούμπλερ-Ρος φέρνει στην τάξη ένα 16χρονο κορίτσι που πέθαινε από λευχαιμία, ζητώντας από τους φοιτητές να τη ρωτήσουν ό,τι θέλουν. Οι σπουδαστές περιορίστηκαν φυσικά σε ερωτήσεις για τη σωματική της κατάσταση και την εξέλιξη της νόσου, παραλείποντας εντελώς τον παράγοντα «άνθρωπος». Ταραγμένη η κοπέλα, ξεσπά σε κλάματα και αρχίζει να μιλά για τα θέματα που την απασχολούσαν, όπως το γεγονός ότι δεν θα έφτανε ποτέ στην ενηλικίωση ή θα έχανε τον σχολικό χορό της αποφοίτησης κ.λπ. Η Κιούμπλερ-Ρος συνειδητοποίησε ότι η απουσία στην ιατρική εκπαίδευση ακαδημαϊκών θεμάτων που άπτονται του θανάτου ήταν εγκληματική.

Μετακομίζοντας στο Σικάγο το 1965 για τα νέα διδακτικά της καθήκοντα στο πανεπιστήμιο της πολιτείας, σχηματίζει ένα μικρό γκρουπ από φοιτητές θεολογίας για να συζητηθούν εκτενέστερα τα θέματα που αφορούν στον θάνατο. Σύντομα ο μικρός κύκλος σπουδαστών θα μετατραπεί σε σειρά σεμιναρίων με εκατοντάδες συμμετοχές, στα οποία παρουσιάζονται ζωντανές συνεντεύξεις με ετοιμοθάνατους και πάσχοντες από ανίατες ασθένειες. 


Ο εκτεταμένος κύκλος συνεντεύξεων και η ερευνητική της δουλειά θα κατέληγαν στο περίφημο πλέον δοκίμιό της «On Death and Dying» του 1969, στο οποίο και περιγράφει το μοντέλο της για τη θλίψη, που αναγνωρίζει 5 στάδια από τα οποία περνάει ο άνθρωπος για να αποδεχτεί τελικά τον θάνατο (ή την απώλεια): άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Η καθέλκυση στον επιστημονικό στίβο των 5 αυτών φάσεων θα έφερνε τα πάνω-κάτω στην ψυχολογία, με σφοδρότατες κριτικές και δριμείες ενστάσεις, αν και αργότερα η θεωρία της Κιούμπλερ-Ρος θα γινόταν ευρύτερα αποδεκτή και θα ανανέωνε καθοριστικά μια σειρά από κλάδους. 
Το περιοδικό Life φιλοξενεί άρθρο για το μοντέλο της Κιούμπλερ-Ρος τον Νοέμβριο του 1969,
κάνοντάς τη ιδιαίτερα γνωστή και εκτός επιστημονικού κόσμου. Η υποδοχή της θεωρίας της και οι συζητήσεις που ξεσήκωνε επηρέασαν σαφώς την απόφαση της ψυχιάτρου να επικεντρώσει έκτοτε την καριέρα της στη στήριξη των ανθρώπων που έπασχαν από ανίατες ασθένειες αλλά και τις οικογένειές τους. 

Από την άλλη βέβαια, ο ξεσηκωμός του επιστημονικού κατεστημένου ενάντια στη θεωρητική της εργασία θα άφηνε το στίγμα του στην καριέρα της. Αηδιασμένη από την υποδοχή και τις αντιδράσεις, εγκαταλείπει την ακαδημαϊκή καριέρα και δεν επιστρέφει ποτέ πια στην πανεπιστημιακή έδρα: ιδιωτεύει σε αυτό που η ίδια αποκαλεί «το μεγαλύτερο μυστήριο της επιστήμης», τον θάνατο...


Γραπτά και κοινωνικό έργο

Στη διάρκεια της καριέρας της, η Κιούμπλερ-Ρος έγραψε περισσότερα από 20 δοκίμια για τον θάνατο και τον τρόπο διαπραγμάτευσής του, φωτίζοντας μια πτυχή της ιατρικής και ψυχολογικής πειθαρχίας που παρέμενε εν πολλοίς στο περιθώριο. Η ίδια ταξίδεψε ακούραστα στα πέρατα του κόσμου, μεταφέροντας το μήνυμα της ανακουφιστικής φροντίδας σε ασθενείς τελικού σταδίου, μέσω σεμιναρίων και workshop.


Με τα χρήματα που αποκόμισε από τα βιβλία και τα σεμινάριά της, χρηματοδότησε την ανέγερση του Shanti Nilaya, του εκπαιδευτικού κέντρου που ίδρυσε στην Καλιφόρνια το 1977. Την ίδια εποχή, ιδρύει το περίφημο Elisabeth Kübler-Ross Center, το οποίο στα μέσα της δεκαετίας του '80 θα μετεγκατασταθεί στο κτήμα της στη Βιρτζίνια. 



Η σημαντικότερη συμβολή της είναι βέβαια η ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου περίθαλψης ασθενών, του hospice: πρόκειται για ξενώνες φροντίδας ασθενών τελικού σταδίου, με το βάρος να ρίχνεται στην ψυχολογική στήριξη και την προσπάθεια αποδοχής εκ μέρους του ετοιμοθάνατου του οριστικού του τέλους.



Η Κιούμπλερ-Ρος θα είναι μάλιστα από τους πρώτους που θα δουλέψουν εκτεταμένα με τους ασθενείς του AIDS κατά το πρώτο κύμα εκδήλωσης της επιδημίας. Προσπάθησε να λειτουργήσει ακόμα και hospice για τη φροντίδα των ασθενών του ΗIV, συνάντησε ωστόσο δριμεία αντίθεση από το στίγμα που ενείχε η νόσος... 


Θάνατος και κληρονομιά



Για κάποιον που ασχολήθηκε τόσο εκτενώς με τον θάνατο, η μετάβαση της Κιούμπλερ-Ρος από τη ζωή στον θάνατο δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Η ίδια αποσύρεται στην Αριζόνα το 1995 έπειτα από μια σειρά εγκεφαλικών που την αφήνουν παράλυτη και καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. «Είμαι σαν αεροπλάνο που έφυγε από τη φυσούνα αλλά δεν απογειώθηκε ποτέ», θα δηλώσει στην εφημερίδα Los Angeles Times, για να συνεχίσει: «προτιμώ είτε να επιστρέψω στη θύρα είτε να πετάξω ψηλά».


Το 2002, η Κιούμπλερ-Ρος μετακομίζει σε hospice, όπου και πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, στις 24 Αυγούστου 2004, από φυσικά αίτια, περιβαλλόμενη από τα δύο παιδιά της, τα δύο εγγόνια της και τους αναρίθμητους οικείους της. Λίγο πριν από τον θάνατό της μάλιστα, πρόλαβε να ολοκληρώσει το τελευταίο της σύγγραμμα για το πένθος («On Grief and Grieving»), που θα κυκλοφορούσε το 2005, κοινή εργασία με τον David Kessler. 


Η κληρονομιά της Κιούμπλερ-Ρος δεν θα πέθαινε ωστόσο μαζί της. Η ψυχίατρος που άνοιξε τον δημόσιο διάλογο για τον θάνατο και τη συνοδεία του ασθενούς στο τελικό στάδιο της νόσου του, προωθώντας ενεργά την αποτελεσματικότερη ψυχολογική θεραπεία του ετοιμοθάνατου, άφησε έργο που θα επηρέαζε τόσο την επιστημονική κοινότητα όσο και το παγκόσμιο υγειονομικό σύστημα...


 Πηγή

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

"Είσαι αναρχικός-ή;..."





Πιθανώς να έχεις ήδη ακούσει ένα-δυο πράγματα για τους αναρχικούς και τι υποτίθεται ότι πιστεύουν. Το πιθανότερο είναι πως ό,τι έχεις ακούσει είναι ανοησίες. 
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι οι αναρχικοί είναι υποστηρικτές της βίας, του χάους και της καταστροφής ή ότι είναι τρελαμένοι μηδενιστές, που απλά θέλουν να τινάξουν τα πάντα στον αέρα. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια. 
Οι αναρχικοί είναι απλά άνθρωποι που πιστεύουν ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να συμπεριφέρονται με εύλογο τρόπο χωρίς να τους το επιβάλλουν. 
Είναι μια πολύ απλή σκέψη. Μα είναι μία σκέψη που οι πλούσιοι και δυνατοί έβρισκαν πάντοτε πολύ επικίνδυνη. Στην πιο απλή μορφή τους τα αναρχικά «πιστεύω» καταλήγουν σε δύο βασικές υποθέσεις. 
Η πρώτη είναι ότι τα ανθρώπινα όντα είναι, υπό κανονικές συνθήκες, όσο λογικά και αξιοπρεπή τους επιτρέπεται να είναι, και μπορούν να οργανώνουν τον εαυτό τους αλλά και τις κοινότητές τους, χωρίς να χρειάζεται να τους πουν το πώς. 
Η δεύτερη είναι ότι η εξουσία διαφθείρει. Περισσότερο απ’ όλα, ο αναρχισμός σημαίνει απλά το να έχεις το κουράγιο να παίρνεις τις αρχές της κοινής ευπρέπειας, με τις οποίες όλοι ζούμε, και να τις ακολουθείς μέσα από τα λογικά συμπεράσματά τους. Όσο παράξενο και αν φαίνεται, στα πιο σημαντικά πράγματα είσαι ήδη αναρχικός-ή, απλά δεν το συνειδητοποιείς. 


Ας αρχίσουμε, παίρνοντας μερικά παραδείγματα από την καθημερινή ζωή. 



1. Αν υπάρχει μια ουρά για να ανέβεις σε ένα λεωφορείο με πολύ κόσμο, περιμένεις τη σειρά σου και αποφεύγεις να ανοίξεις δρόμο με τον αγκώνα σου, ακόμα και όταν δεν υπάρχει τριγύρω αστυνομία; Αν απάντησες «ναι», τότε είσαι συνηθισμένος να συμπεριφέρεσαι σαν αναρχικός-η! 


Η πιο βασική αναρχική ιδέα είναι η αυτο-οργάνωση: η θεωρία ότι τα ανθρώπινα όντα δε χρειάζονται να απειλούνται με διώξεις για να είναι ικανά να φτάσουν σε λογική κατανόηση το ένα με το άλλο ή να συμπεριφερθούν μεταξύ τους με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Όλοι πιστεύουν ότι είναι ικανοί να συμπεριφέρονται λογικά από μόνοι τους. Αν σκέφτονται ότι οι νόμοι και η αστυνομία είναι απαραίτητα είναι γιατί νομίζουν ότι όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Αλλά αν το καλοσκεφτείς, ακριβώς έτσι δε σκέφτονται και όλοι αυτοί οι άνθρωποι για εσένα; Οι αναρχικοί υποστηρίζουν πως όλη η αντικοινωνική συμπεριφορά -που μας κάνει να νομίζουμε ότι είναι απαραίτητο να έχουμε στρατούς, αστυνομία, φυλακές και κυβερνήσεις να ελέγχουν τη ζωή μας- στην πραγματικότητα βασίζεται στις συστημικές ανισότητες και την αδικία που οι στρατοί, η αστυνομία, οι φυλακές και οι κυβερνήσεις κάνουν δυνατές. Όλα είναι ένας φαύλος κύκλος. Αν οι άνθρωποι συνηθίζουν να τους συμπεριφέρονται σαν η γνώμη τους να μην έχει σημασία, πολύ πιθανώς να θυμώσουν, να γίνουν κυνικοί, ακόμα και βίαιοι -που φυσικά κάνει ευκολότερο γι’ αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία να λένε πως η γνώμη τους δε μετράει. Μόλις καταλάβουν ότι οι γνώμες τους πραγματικά έχουν την ίδια σημασία όπως και όλων των υπολοίπων, έχουν την τάση να γίνονται αξιοθαύμαστα κατανοητικοί. 
Εν συντομία: Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι είναι η ίδια η εξουσία και τα αποτελέσματά της που κάνουν τους ανθρώπους ανόητους και ανεύθυνους. 


2. Είσαι μέλος μιας λέσχης ή αθλητικής ομάδας, μιας οποιασδήποτε συλλογικότητας, όπου οι αποφάσεις δεν επιβάλλονται από έναν αρχηγό, αλλά παίρνονται στη βάση της γενικής συναίνεσης; Αν η απάντηση σου είναι «ναι», τότε ανήκεις σε έναν οργανισμό που λειτουργεί με αναρχικές αρχές. 

Μια άλλη αναρχική αρχή είναι η εθελοντική ένωση. Πρόκειται απλά για την εφαρμογή δημοκρατικών αρχών στην καθημερινή ζωή. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι αναρχικοί πιστεύουν πως θα πρέπει να είναι δυνατό να υπάρχει μια κοινωνία στην οποία τα πάντα θα οργανώνονται σύμφωνα με αυτό το πλαίσιο -όλες οι ομάδες βασισμένες στην ελεύθερη συναίνεση των μελών τους- και γι’ αυτό, όλες οι «από τα πάνω προς τα κάτω» δομές στρατιωτικού τύπου, όπως οι στρατοί, οι γραφειοκρατίες ή οι μεγάλες εταιρείες, που βασίζονται σε ιεραρχίες, δε θα είναι πλέον απαραίτητες. 
Ίσως δεν πιστεύεις ότι αυτό θα είναι δυνατό. Ίσως και να το πιστεύεις. 
Όμως, κάθε φορά που φτάνεις σε συμφωνία μέσω της συναίνεσης παρά μέσω των απειλών, κάθε φορά που έρχεσαι σε μια εθελοντική ρύθμιση με ένα άλλο πρόσωπο, φτάνεις στην κατανόηση ή φτάνεις σε συμβιβασμό παίρνοντας υπόψη την κατάσταση του άλλου προσώπου εν προκειμένω ή τις ανάγκες του, είσαι αναρχικός -ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνεις. 
Ο αναρχισμός είναι απλά ο τρόπος που οι άνθρωποι δρουν όταν είναι ελεύθεροι να πράξουν όπως επιλέξουν, και όταν έχουν να κάνουν με άλλους που είναι εξίσου ελεύθεροι -και γι’ αυτό έχουν συνείδηση της ευθύνης, που αυτό συνεπάγεται, απέναντι στους άλλους. Αυτό οδηγεί σε ένα άλλο κρίσιμο σημείο: 
Ενώ οι άνθρωποι μπορούν να είναι λογικοί και διακριτικοί όταν έχουν να κάνουν με ίσους, η ανθρώπινη φύση είναι τέτοια που δε γίνεται να τους εμπιστευτούμε όταν τους δίνεται η εξουσία πάνω σε άλλους. Δώσε σε κάποιον τέτοια εξουσία. Αναπόφευκτα σχεδόν θα τη καταχραστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. 


3. Πιστεύεις ότι οι περισσότεροι πολιτικοί είναι εγωιστές, επηρμένα γουρούνια που δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για το δημόσιο συμφέρον; Πιστεύεις ότι ζούμε σε ένα οικονομικό σύστημα που είναι ηλίθιο και άδικο; Αν απάντησες «ναι», τότε προσυπογράφεις την αναρχική κριτική στη κοινωνία του σήμερα -τουλάχιστον στο ευρύτερο πλαίσιό της. 


Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι η εξουσία διαφθείρει, και ότι αυτοί που περνούν όλη τους τη ζωή αναζητώντας την εξουσία είναι οι τελευταίοι που θα πρέπει να την έχουν. 

Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι το παρόν οικονομικό σύστημα είναι πιο πιθανό να ανταμείψει τους ανθρώπους για την εγωιστική και αδίστακτη συμπεριφορά τους, παρά για την αξιοπρέπεια και την τρυφερότητα τους ως ανθρώπινα όντα. 
Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται έτσι. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δε σκέφτονται πως μπορεί να γίνει κάτι γι’ αυτό ή τέλος πάντων -και αυτό είναι κάτι στο οποίο οι πιστοί υπηρέτες των δυνατών είναι σχεδόν σίγουρο ότι επιμένουν- οτιδήποτε που δε θα καταλήξει να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. 
Αλλά τι γίνεται αν αυτό δεν είναι αλήθεια; Και υπάρχει πραγματικά οποιοσδήποτε λόγος να το πιστεύεις αυτό; Στην πραγματικότητα, όταν τις περνάς από τεστ, οι περισσότερες προβλέψεις για το τι θα συμβεί χωρίς κυβερνήσεις ή καπιταλισμό αποδεικνύονται εξολοκλήρου αναληθείς. Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς κυβερνήσεις. Σε πολλά μέρη του κόσμου οι άνθρωποι ζουν έξω από τον έλεγχο των κυβερνήσεων, σήμερα. Βέβαια, σε μια πολύπλοκη, αστική, τεχνολογική κοινωνία όλο αυτό θα ήταν πιο περίπλοκο: αλλά η τεχνολογία μπορεί επίσης να διευκολύνει την επίλυση όλων αυτών των προβλημάτων. Για την ακρίβεια, δεν έχουμε ξεκινήσει καν να σκεφτόμαστε πώς θα ήταν οι ζωές μας αν η τεχνολογία ανταποκρίνονταν αληθινά στις ανθρώπινες ανάγκες. Πόσες ώρες θα έπρεπε να δουλεύουμε αλήθεια ώστε να διατηρούμε μια λειτουργική κοινωνία -αν ξεφορτωνόμασταν δηλαδή όλα τα άχρηστα ή καταστροφικά επαγγέλματα, όπως διαφημιστές, δικηγόροι, ανθρωποφύλακες, οικονομικοί αναλυτές, ειδικοί δημοσίων σχέσεων, γραφειοκράτες και πολιτικοί, και στρέφαμε τα καλύτερα επιστημονικά μυαλά μακριά από τους διαστημικούς εξοπλισμούς ή τα συστήματα των χρηματαγορών, ώστε να μηχανοποιήσουν τις επικίνδυνες ή ενοχλητικές εργασίες όπως η εξόρυξη μεταλλευμάτων ή ο καθαρισμός της τουαλέτας, και να διανείμουν την υπόλοιπη εργασία σε όλους ισότιμα; Πέντε ώρες την ημέρα; Τρεις; Δύο; 
Κανείς δεν ξέρει γιατί ποτέ κανένας δεν κάνει αυτού του είδους τις ερωτήσεις. 
Για τους αναρχικούς, αυτές είναι οι ερωτήσεις που θα έπρεπε να κάνουμε. 


4. Πιστεύεις πραγματικά αυτά που λες στα παιδιά σου (ή έλεγαν σε εσένα οι γονείς σου); «Δεν έχει σημασία ποιος το ξεκίνησε». «Δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό». «Κάνε στους άλλους ό,τι θα ήθελες να κάνουν και οι άλλοι για εσένα». «Καθάρισε την ακαταστασία σου». «Μην είσαι κακός με τους ανθρώπους επειδή είναι διαφορετικοί». 
Ίσως θα έπρεπε να αποφασίσουμε αν λέμε ψέματα στα παιδιά μας όταν τους μιλάμε για το κακό και το καλό ή αν είμαστε πρόθυμοι να πάρουμε στα σοβαρά τις παραινέσεις μας. Διότι, αν ακολουθήσετε αυτές τις ηθικές αρχές μέχρι τα λογικά συμπεράσματά τους, καταλήγετε στον αναρχισμό. 

Πάρτε για παράδειγμα την αρχή «δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό». 
Αν πραγματικά το έπαιρνες στα σοβαρά, αυτό από μόνο του θα τίναζε στον αέρα ολόκληρη τη βάση για τον πόλεμο και το σύστημα ποινικού δικαίου. Το ίδιο ισχύει και για το μοίρασμα: πάντα λέμε στα παιδιά ότι πρέπει να μάθουν να μοιράζονται, να αλληλοκατανοούν τις ανάγκες τους, να βοηθούν το ένα το άλλο. Μετά βγαίνουμε έξω στον πραγματικό κόσμο, όπου υποθέτουμε ότι όλοι είναι εκ του φυσικού τους εγωιστές και ανταγωνιστικοί. Αλλά όπως θα σημείωνε ένα αναρχικός, στην πραγματικότητα ό,τι λέμε στα παιδιά μας είναι σωστό. Σχεδόν οποιοδήποτε μεγάλο επίτευγμα που άξιζε το κόπο στην ανθρώπινη ιστορία, κάθε ανακάλυψη ή κατόρθωμα που βελτίωσε τις ζωές μας, βασίστηκε στη συνεργασία και την αλληλοβοήθεια. Ακόμα και τώρα, οι περισσότεροι από εμάς ξοδεύουμε περισσότερα για τις οικογένειες και τους φίλους μας παρά για τους εαυτούς μας. 
Ενώ, πιθανόν, πάντα θα υπάρχουν ανταγωνιστικοί άνθρωποι στο κόσμο, δεν υπάρχει κανένας λόγος η κοινωνία να πρέπει να βασίζεται στην ενθάρρυνση τέτοιων συμπεριφορών, πόσο μάλλον κάνοντας τους ανθρώπους να ανταγωνίζονται για τις βασικές ανάγκες της ζωής. Αυτό υπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των ανθρώπων στην εξουσία, που μας θέλουν να ζούμε μέσα στο φόβο τους ενός για τον άλλο. Γι’ αυτό οι αναρχικοί καλούν για μια κοινωνία βασισμένη όχι μόνο στην ελεύθερη ένωση, αλλά και στην αλληλοβοήθεια. Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά μεγαλώνουν πιστεύοντας στην αναρχική ηθική και σταδιακά έχουν να κατανοήσουν ότι ο κόσμος των ενηλίκων δε λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό και τόσα πολλά γίνονται επαναστατικά ή αποξενωμένα, ακόμα και αυτοκτονικά ως έφηβοι, και τελικά, παραιτημένα ως ενήλικες. Η μόνη τους παρηγοριά, συχνά, είναι η δυνατότητα να μεγαλώσουν οι ίδιοι παιδιά και να υποκρίνονται ότι ο κόσμος είναι δίκαιος. 
Αν όμως μπορούσαμε να ξεκινήσουμε πραγματικά να χτίζουμε έναν κόσμο που, έστω στο ελάχιστο, θα ήταν βασισμένος σε δίκαιες αρχές; Δε θα ήταν αυτό το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να δώσει κανείς στα παιδιά του;

5. Πιστεύεις ότι τα ανθρώπινα όντα είναι θεμελιωδώς διεφθαρμένα και κακά ή ότι συγκεκριμένα είδη ανθρώπων (γυναίκες, άνθρωποι διαφορετικού χρώματος, λαϊκοί άνθρωποι που δεν είναι πλούσιοι ή δεν έχουν ανώτερη εκπαίδευση) είναι υποδεέστερα δείγματα, προορισμένα να κυβερνώνται από ανώτερους από αυτούς; Αν απάντησες «ναι», ε λοιπόν, δεν είσαι τελικά αναρχικός. Αλλά αν απάντησες «όχι», τότε, κατά πάσα πιθανότητα προσυπογράφεις το 90% των αναρχικών αρχών, και πιθανόν, σε μεγάλο βαθμό να ζεις τη ζωή σου σύμφωνα με αυτές. 


Κάθε φορά που συμπεριφέρεσαι σε έναν άλλο άνθρωπο με κατανόηση και σεβασμό, είσαι αναρχικός. Κάθε φορά που επιλύεις τις διαφορές σου με άλλους ερχόμενος σε λογικό συμβιβασμό, ακούγοντας τι έχει να πει ο καθένας, παρά να αφήνεις ένα άτομο να αποφασίζει για όλους τους άλλους, είσαι αναρχικός. 
Κάθε φορά που έχεις την ευκαιρία να επιβάλλεις με τη δύναμη σε κάποιον να κάνει κάτι, αλλά αποφασίζεις να απευθύνεσαι στη λογική του, είσαι αναρχικός.Το ίδιο ισχύει κάθε φορά που μοιράζεσαι κάτι με ένα φίλο ή αποφασίζεις ποιος θα πλύνει τα πιάτα ή κάνεις οτιδήποτε έχοντας την προσοχή σου στραμμένη στη δικαιοσύνη. 
Τώρα, μπορεί να διαφωνήσεις με όλα αυτά. Ότι είναι ωραία και καλά ως ένας τρόπος για μικρές ομάδες ανθρώπων να συνεννοηθούν μεταξύ τους, αλλά η διαχείριση μιας πόλης ή μιας χώρας είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Και φυσικά υπάρχει κάτι σε αυτό. Ακόμα και αν αποκεντροποιήσεις την κοινωνία και βάλεις όσο περισσότερη δύναμη είναι δυνατή στα χέρια μικρών κοινοτήτων, θα υπάρχουν ακόμα πολλά πράγματα που θα χρειάζονται συντονισμό -από τη λειτουργία των σιδηροδρόμων μέχρι τις αποφάσεις για το ποια κατεύθυνση θα πρέπει να πάρει η ιατρική έρευνα. Αλλά μόνο και μόνο επειδή κάτι είναι περίπλοκο, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει τρόπος να το κάνεις δημοκρατικά. Απλά θα είναι περίπλοκο. Για την ακρίβεια, οι αναρχικοί έχουν ένα σωρό διαφορετικές ιδέες και οράματα για την αυτο-διεύθυνση μιας περίπλοκης κοινωνίας. Το να τα εξηγήσω θα έπαιρνε πολύ περισσότερο από το μέγεθος και τις προθέσεις ενός μικρού εισαγωγικού κειμένου σαν και αυτό. Αρκεί να πούμε, πρώτα απ’ όλα, ότι πολλοί άνθρωποι έχουν ξοδέψει πολύ χρόνο επινοώντας μοντέλα για το πώς θα δούλευε μια πραγματικά δημοκρατική και υγιής κοινωνία. Βεβαίως, κανένας αναρχικός δεν ισχυρίζεται ότι έχει το τέλειο σχέδιο. Το τελευταίο πράγμα που θέλουμε είναι να επιβάλλουμε προκατασκευασμένα μοντέλα στην κοινωνία ούτως ή άλλως.
 Η αλήθεια είναι ότι πιθανότατα δε μπορούμε ούτε να φανταστούμε τα μισά από τα προβλήματα που θα προκύψουν στην προσπάθειά μας να δημιουργήσουμε μια δημοκρατική κοινωνία. 
Ακόμα και έτσι, είμαστε πεπεισμένοι ότι -με την ανθρώπινη επινοητικότητα να είναι αυτό που είναι- τέτοια προβλήματα μπορούν πάντα να λυθούν, όσο γίνεται σύμφωνα με το πνεύμα των βασικών αρχών μας, οι οποίες σε τελική ανάλυση είναι οι αρχές της θεμελιώδους ανθρώπινης αξιοπρέπειας».





Ο David Graeber είναι αμερικανός ανθρωπολόγος, συγγραφέας και αναρχικός, με πλούσια ακαδημαϊκή καριέρα. Τα κείμενά του δημοσιεύονται στα μεγαλύτερα έντυπα του δυτικού κόσμου όπως στον Guardian και στους NY Times. Συμμετέχει ενεργά σε πράξεις κοινωνικού και πολιτικού ακτιβισμού. 
Πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις εναντίον του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (Νέα Υόρκη, 2002) και στη δημιουργία του κινήματος Occupy Wall Street (2011). Τον συναντήσαμε στην Αθήνα (λίγο πριν από την Κατάληψη της Γουόλ Στριτ) και είχαμε την ευκαιρία να τον ακούσουμε σε ομιλία του στο Πολυτεχνείο και σε μια συνέλευση του Occupy Athens. 
Εδώ αναλύει αναπάντεχα την Αναρχία ως καθημερινή επαναστατική πρακτική. 
Στο κείμενό του αναλύει την αναρχία ως έννοια, ως φιλοσοφία και ως μικρές καθημερινές πράξεις που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο μέσα από την αυτο-οργάνωση. 
Τη μετάφραση του κειμένου που δημοσιεύεται ολόκληρο στο Anarchist Library, υπογράφει ο RisingGalaxy.

 [Πηγή: www.doctv.gr]