Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Η Θλίψη και η οργή



Σ' ΕΝΑ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι με­ταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν ...
Σ' ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά ...

Ήταν µια φορά κι έναν καιρό ... µια πανέμορφη λίμνη.
Ήταν µια λίμνη µε νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς ...

Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Και οι δύο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπή­καν στη λίμνη.

Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ' το νερό ...

Αλλά η οργή είναι τυφλή - ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. 

Έτσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας απ' το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε ...
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να µην είναι το δικό της αλλά της θλίψης ...
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.


Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και -χωρίς καμία βιασύνη- ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, 

τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.

Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή.
Έτσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.


Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν στα­ματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλα­βαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι µόνο µια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η θλίψη.




 Πηγή:  “Ιστορίες να σκεφτείς”,  JorgeBucay, Εκδ. Opera, 1997
    

"Ζητεῖται Ἐλπίς"




ταν μπκε στ καφενεο, κενο τ πόγεμα, τανε νωρς κόμα. Κάθισε σ᾿ να τραπέζι, πίσω π τ μεγάλο τζάμι πο βλεπε στ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σ λλα τραπέζια, παίζανε χαρτι συζητούσανε.
ρθε καφές. ναψε τσιγάρο, πιε δυ γουλιές, κι νοιξε τν πογευματιν φημερίδα.
Καινούριες μάχες εχαν ρχίσει στν νδοκίνα. «Α πώλειαι κατέρωθεν πρξαν βαρύταται», λεγε τ τηλεγράφημα.
να κόμα απωνικ λιευτικ πο γύρισε μ ραδιενέργεια.
« σκι το νέου παγκοσμίου πολέμου πλοται ες τν κόσμον μας», ταν τίτλος μις λλης εδησης.
στερα διάβασε λλα πράγματα: τ λλειμμα το προϋπολογισμο, προαγωγς κπαιδευτικν, μι παγωγή, να βιασμό, τρες ατοκτονίες. Ο δυό, γι οκονομικος λόγους. Δυ νέοι, 30 κα 32 χρον. πρτος νοιξε τ γκάζι, δεύτερος χτυπήθηκε μ πιστόλι.
λλο εδε κριτικ γι να ρεσιτλ πιάνου, πειτα κάτι γι τ μόδα, τέλος τν «Κοσμικ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθς παρ τ κυρί κα τ κυρί Μ. Τ. 
Χάρμα εμορφίας κα κομψότητος κυρία Β. Χ. μ φόρεμα κομψότατο μπριμ κα τκ πολ σίκ. λεγκάντικη μφάνισις δεσποινς Ο. Ν.»

ναψε κι λλο τσιγάρο. ριξε μι ματι στς «Μικρς γγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευ ρίστη, κ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτρο πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ες σοβαρν κύριον δωμάτιον ες β´ ροφον, εάερον, εήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρς γοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στ νο του.
π τότε πο τέλειωσε δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, σκι το τρίτου δν εχε πάψει ν βαραίνει πάνω στν κόσμο μας. Κα στ μεταξύ, τ αμα χυνότανε, στν Κορέα χτές, στν νδοκίνα σήμερα, αριο...
Πέρασε τ χέρι του στ μαλλιά του. Σκούπισε τν δρώτα στ μέτωπό του· εχε δρώσει, κι μως δν κανε ζέστη.
πόλεμος, βόμβα δρογόνου, ο ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, «Κοσμικ Κίνησις»... Τ πανόραμα τς ζως!
Δν εχε λλάξει διόλου πρς τ καλύτερο ζωή μας στερ᾿ π τν πόλεμο. λα εναι, τ δια σν κα πρίν. Κι μως εχε λπίσει κι ατός, πως εχαν λπίσει κατομμύρια νθρωποι σ᾿ λη τ γ, πς στερ᾿ π τν πόλεμο, στερ᾿ π τόσο αμα πο χύθηκε, κάτι θ᾿ λλαζε. Πς θρχόταν ερήνη, πς φιάλτης το πολέμου δ θ σκιωνε πι τ γ μας, πς δ θ γίνονταν τώρα ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, πς...
Σουρούπωνε. Μερικ φτα εχαν νάψει κιόλας στ μαγαζι ντίκρυ. Στ καφενεο δν εχανε νάψει κόμα τ φτα. Το ρεσε τσι τ μίφως.
Σκέφτηκε τ σύγχυση πο πικρατε στν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στν τομέα τν δεν, σύγχυση στν κοινωνικ τομέα, σύγχυση...
Δν φταιγε φημερίδα πο κανε τώρα ατς τς σκέψεις. Τ σκεφτότανε λα ατ τν τελευταο καιρό, πότε μ λιγότερη, πότε μ περισσότερη νταση. Σκεφτότανε τ σκοτειν πρόσωπο τς ζως. Τν ερήνη, τ βαθι τούτη λαχτάρα, πο κρέμεται π μι κλωστή. Σκεφτότανε τ φτώχεια, τν θλιότητα. Σκεφτότανε τ φόβο πο χει μπε στς καρδιές.
Στν καθρέφτη, δίπλα του, εδε τ πρόσωπό του. να πολ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δ μαρτυροσε τν ταραχ πο εχε μέσα του.
Εχε πολεμήσει κι ατς στν τελευταο πόλεμο. Κα εχε λπίσει. Μ τώρα τανε πι χωρς λπίδα. Ναί, δ φοβότανε ν τ μολογήσει στν αυτό του πς τανε χωρς λπίδα.
Μι σειρ π διαψεύσεις λπίδων ταν ζωή του. Εχε λπίσει τότε,...
Εχε λπίσει στερα...
Κάποτε, πρν π χρόνια, εχε λπίσει στν κομμουνισμό. Μ εχε διαψευσθε κι κε. Τώρα δν εχε λπίδα σ καμι δεολογία!
Ζήτησε να ποτήρι νερ κόμα. Ατ διάψευση π τς λογς-λογς δεολογίες τανε βέβαια γενικ φαινόμενο. Κα παραπάνω π τ διάψευση, κούραση, διαφορία, πο ο πι πολλοί, μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστ στς διάφορες δεολογίες.
Κοίταζε τ τρόλλεϋ πο περνάγανε λοένα στ λεωφόρο, τ πλθος... Μπροστά του, φημερίδα νοιχτή. λα ατ πο εχε δε κα πρωτύτερα: σκι το καινούριου πολέμου, νδοκίνα, ο δυ ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, «Κοσμικ Κίνησις»...
Τσιγάρα! νας πλανόδιος μπκε.
Πρε να πακέτο.
Στς ξι σελίδες τς φημερίδας: ζωή. Κι ατός, τανε τώρα νας νθρωπος πο δν χει λπίδα.
Θυμήθηκε, πρν π χρόνια, τανε παιδ κόμα, εχε ρρωστήσει βαρι μι θεία του, ξαδέρφη τς μητέρας του. Τν εχανε σπίτι τους. ρθε γιατρός· βγαίνοντας π τ δωμάτιο τς ρρωστης, επε μ πίσημο φος:
Δν πάρχει πλέον λπίς!
τσι κι ατός, τώρα, εχε φτάσει στ σημεο ν λέει:
- Δν πάρχει πλέον λπίς!
Το φάνηκε φοβερ πο τανε χωρς λπίδα. Εχε τν ασθηση πς ο λλοι στ καφενεο τν κοιτάζανε κι λλοι π τ δρόμο σκέφτονταν κα ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Ατς κε δν χει λπίδα!» Σ ν ταν γκλημα ατό. Σ ν εχε να σημάδι πάνω του πο τ μαρτυροσε. Σ ν τανε γυμνς νάμεσα σ ντυμένους.
Σκέφτηκε τ διηγήματα πο εχε γράψει, δίνοντας τσι μι διέξοδο στν γωνία του. γγιζε θέματα το καιρο μας: τν πόλεμο, τν κοινωνικ δυστυχία... στόσο, δν τ ποφάσιζε ν τ κδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τν τικέτα πο θ το δίνανε σίγουρα ο μν κα ο δέ. χι, πρεπε ν τ βγάλει. Στ διάολο τικέτα! Ατς ταν νας νθρωπος, τίποτε λλο. Οτε ριστερς οτε δεξιός. νας νθρωπος πο εχε λπίσει λλοτε, κα τώρα δν χει λπίδα, κα πο νιώθει χρέος του ν τ πε ατό. Βέβαια, λλοι θχουν λπίδα, σκέφτηκε. Δν μπορε παρ νάχουν.
Ξανάριξε μι ματι στν φημερίδα: νδοκίνα, «Κοσμικ Κίνησις», τ ρεσιτλ πιάνου, ο δυ ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, ο «Μικρς γγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζπ ν καλ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικς...
βγαλε τν τζέντα του, κοψε να φύλλο κι γραψε μ τ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ λπίς
στερα πρόσθεσε τ νομά του κα τ διεύθυνσή του. Φώναξε τ γκαρσόνι. θελε ν πληρώσει, ν πάει κατευθείαν στν φημερίδα, ν δώσει τν γγελία του, ν παρακαλέσει, ν πιμείνει ν μπε πωσδήποτε στ αριαν φύλλο.


" Ζητεται λπίς"

ντώνης Σαμαράκης 

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

"Δεν ψηφίζω"




Το παρακάτω μανιφέστο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε από τον αναρχικό συνδικαλιστή Σταύρο Κουχτσόγλους στην επαναστατική συνδικαλιστική εφημερίδα «Άμυνα» (του Ηρακλή Αποστολίδη), με αφορμή τις αστικές εθνικές εκλογές του 1920. 

Ο Σταύρος Κουχτσόγλους είναι μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ελλαδικού και διεθνούς αναρχικού κινήματος. Δραστηριοποιήθηκε στο εργατικό κίνημα κυρίως στις πόλεις της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αθήνας και του Βόλου. Στην Αλεξάνδρεια συσχετίστηκε με το γνωστό Ιταλό αναρχικό Ερρίκο Μαλατέστα. Το κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο για το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα των εκδόσεων «Ούτε Θεός–Ούτε Αφέντης»


Παρήλθεν ήδη αιώνας αφ’ ότου οι αστοί εφεύρων το μέσον της ψήφου, δια να καταπνίγουν δι’ αυτού τους πόθους του λαού, και να τον κρατούν στην αθλιότητα, τούτου, επί τόσα έτη να κάμουν να πιστέψη ότι αυτός – ο πεινασμένος, ο κουρελιάρης, ο άθλιος – είνε ο Κυρίαρχος, αυτοί δε οι υπηρέται του. Και επί 120 έτη τώρα πίστευα κ’ εγώ ο εργάτης – βιομήχανος ή αγρότης – το ψεύδος των αυτό ως αλήθειαν την κοροιδίαν τους αυτήν ως σοβαρότητα. Και ετυραννήθην παντοιοτρόπως, και εβασανίσθην επί γενεάς γενεών δια να φέρω «τους καλυτέρους» εις τα πράγματα, όπως με υπηρετήσουν, και οι εκλεκτοί μου αυτοί υπηρέται, ερχόμενοι στα πράγματα, πρώτον μέλημα είχαν πάντοτε πως να με βυθίσουν περισσότερον μέσα στο βούρκο της αθλιότητος, απολαμβάνοντες εκ της δυστυχίας μου και ζώντες εκ του θανάτου μου.

Αρκεί πλέον ως εδώ. Παύω πλέον του να έχω τον τίτλον του Κυριάρχου με υπηρέτας. Δεν θέλω κανενός την υπηρεσίαν, διότι απεφάσισα να υπηρετήσω ο ίδιος τον εαυτόν μου. Δι’ ο αποφασίζω και λέγω.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι ενόησα πλέον ότι όλοι – Μοναρχικοί, Συνταγματικοί, Δημοκράται, Σοσιαλισταί κλπ – είνε ψεύτες, και ότι όλοι αυτοί, θέλοντες να εργασθούν, προσφέρονται προθύμως να με υπηρετήσουν δήθεν, πράγματι δε να απολαύσουν αυτοί εκ των στερήσεών μου και να ζήσουν ευτυχείς αυτοί καθ’ όλην των την ζωήν εις βάρος μου, αναγκάζοντες εμένα να εργάζομαι διά να διατάσσουν αυτοί και να καρπούνται αυτοί.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι δεν θέλω πλέον να εκλέγω με τα χέρια μου τους τυράννους μου, επικυρώνων ούτω κάθε τετραετίαν δια της εφευρέσεώς των – της ψήφου – το επαχθές αυτό κοινωνικόν Συμβόλαιον, το οποίον με συγκρατεί μέσα στην απόγνωσιν, στον μαρασμόν και στον θάνατον.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι δεν θέλω πλέον να τρέχω κάθε 4ετίαν, σα σκύλος να εκλέξω δια της κάλπης, εγώ ο ίδιος τους τυράννους που θα λάβουν ενεργόν μέρος εις την λειτουργίαν του συστήματος αυτού, δια να κατασυντρίψουν τους αδυνάτους εάν ζητήσουν λίγο ψωμί στην πείνα τους, πληρώνων, εγώ, αυτούς διά το αποτρόπαιόν των έργον με χρήμα, με προνόμοια, με τιμάς.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι έπαυσα να περιμένω πλέον την σωτηρίαν μου από το θαύμα της ψήφου μου. Πέρασε η εποχή των θαυμάτων, των μάγων, των αγίων, των πνευματιστών, της ψήφου. Σπάζω το κομβολόγιον αυτό των θαυμάτων και αναλαμβάνω την πρωτοβουλίαν μου, οργανούμενος οικονομικώς και μακράν από την πολιτικήν σαπίλαν των επιτηδείων, ως ενοήσας πλέον ότι η χειραφέτησίς μου θα συντελεσθή τότε μόνον και θα επιδοθώ ο ίδιος πλέον – δια της οργανώσεώς μου – εις την αποκατάστασιν της θέσεώς μου.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι θέλω την εξαφάνισιν πλέον του αισχρού τούτου εμπορίου όπου, οι άνθρωποι αναγκάζονται να πουλούν τα χέρια τους, την ικανότητά τους, τας γνώσεις των, τα κρέατά τους, τας θυγατέρας των, τους υιούς των, τας οικογενείας των, τας φιλίας των, και να τους εκμεταλλεύωνται οι τραπεζίται, οι έμποροι, οι βιομήχανοι, οι μεσίται, η θρησκεία, η γραφειοκρατία, το κράτος, και να εκμεταλλεύεται ο ιατρός τον άρρωστο, ο παπάς τον πεθαμμένο και να τρέχουν όλοι σα στραβοί στον κατήφορο του εξευτελισμού των, προσέχοντες μόνον στο χρήμα, στην φιλοδοξία και στην απόλαυσι του κτηνώδους των εγωισμού.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι θέλω την εξαφάνισιν πλέον αυτού του αγοράζοντος και πωλούντος την χαμοζωήν του, συρφετού που απαρτίζει την σημαρινήν Κοινωνίαν, και την αναδημιουργίαν μιάς νέας και ελευθέρας κοινωνίας δια των οργανώσεών μου, εντός των οποίων και μόνον το άτομον θα εύρη πλήρη την ελευθερία και την αξιοπρέπειάν του.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι εκατάλαβα πλέον ότι αυτοί που παίρνουν μια ετικέττα Ελευθεροφρόνων, Φιλελευθέρων, Σοσιαλιστών κλπ. και κολλούν σαν ψείρες απάνου στην ψώρα μου με την υπόσχεσιν ότι θα την θεραπεύσουν, δεν κάμνουν τίποτε άλλο παρά να αυξάνουν την φαγούρα της, ανοίγοντες βαθύτερα τις πληγές της, να με κρατούν σε μια ελεεινοτάτη κατάστασι από την οποίαν δεν θα απαλλαχθώ παρά μόνον την ημέραν που θα τις πετάξω για πάντα από πάνω μου και θα περιορισθώ προς θαραπείαν μου εις το σανατόριον της οργανώσεώς μου.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι είδα πλέον ότι δι’ αυτού του μέσου διέρχομαι όλην μου την ζωήν στον πισινό του βωδιού μου οργώνοντας την γη, με ένα τίτλο Κυριάρχου, ενώ αυτοί που με παρουσιάζονται ως Εθνικόφρονες, Φιλελεύθεροι, Σοσιαλισταί κλπ. Δια να με υπηρετήσουν δήθεν, απολαμβάνουν όλας τας φυσικάς καλλονάς, ακούουν μουσική αυτοί, την στιγμήν που εγώ ακούω... του βωδιού μου, λούζονται με μυρωδικά αυτοί, την στιγμήν που καθαρίζω εγώ κοπριές, κραιπαλούν αυτοί, την στιγμήν που εγώ μισοπεθαμμένος, βρέχω το ξεροκόμματό μου για να το φάγω.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι ξύπνησα πλέον απ’ τον λήθαργον στον οποίον μ’ εβύθισαν όλοι αυτοί οι τσαρλατάνοι και είδα ότι η φύσις επροίκισε και εμένα όπως κι’ αυτούς με μυαλό για να το αναπτύξω όσο μπορώΧ με μάτια δια να βλέπω ό,τι ωραίο μ’ αρέσειΧ με αυτιά δια να ακούω όσους ήχους με ευχαριστούνΧ με όσφρησιν δια να μυρίζω ό,τι ευωδιά προτιμώΧ με γεύσι δια να δοκιμάζω ό,τι ουσία με γουστάρειΧ με δόντια, στόμαχον δια να μασσώ και να στέλνω στον στόμαχόν μου όσην ανάγκην έχει τροφήςΧ με πόδια δια να τα διευθύνω και να περπατώ όσο θέλω και με χέρια δια να εργάζωμαι σύμφωνα με την ανάγκην που θα μου παρουσιάζεται προς ικανοποίησιν των ανωτέρω ορέξεών μου.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι όλα αυτά τα όργανα με τα οποία με επροίκισε η φύσις, δια του μέσου αυτού της ψήφου, μου τα καθυπέταξαν οι κατεργαρέοι, και καμμιά κίνησις πλέον δεν μου μένει ελευθέρα. Όλαι μου οι ανάγκαι των ματιών μου, του μυαλού μου, των αυτιών μου, της μύτης μου, των δοντιών μου, του στομάχου μου, των ποδιών μου και των χεριών μου, εξαρτώνται από το «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν» των Εθνικοφρόνων, των Φιλελευθέρων, των Σοσιαλιστών και λοιπών βαγαπόντηδων, οι οποίοι προσφέρονται ως υπηρέται δήθεν εμού του Κυριάρχου και με κοροϊδεύουν.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι είνε επάναγκες πλέον να βάλω διά των οργανώσεών μου κάθε κατεργάρη στη θέσι του καταργώ το «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν» είτε από τον Γούναρην προσφέρεται, είτε από τον Βενιζέλον, είτε από τον Μπριάν, είτε από τον Λένιν. Να «αποφασίζετε και να διατάσσετε» τα τομάρια σας μόνον του λοιπού, διότι ο φυσικός και αληθής νόμος αυτό λέγειΧ κάθε άτομον «να αποφασίζη και να διατάσση» τον εαυτόν του μόνον σύμφωνα με τας ανάγκας του, καθώς και κάθε οργάνωσις σύμφωνα με τας ανάγκας των μελών αυτής.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι η ιστορία με εδίδαξε ότι η Πειθαρχία και η Υπακοή εις το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» των άλλων, εμπερικλείουν μέσα των όλην την κακομοιριά μου, την στέρισιν και τον θάνατον όχι μόνον τον ειδικόν μου αλλά και της συζύγου μου και των τέκνων μου, κ’ εκείνων που γεννήθηκαν κ’ εκείνων που θα έχουν το ατύχημα να γεννηθούν, κατερημώνουσαι ούτω ολοκλήρους οικογενείας και ολόκληρα έθνη, προς απόλαυσιν μερικών φιλοδόξων ανοήτων, βαρβάρων αρχομανών, κτηνανθρώπων.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι αντελήφθην καλώς πλέον ότι ένας φυσικός νόμος υπάρχει το Πειθαρχείν και Υπακούειν προς ικανοποίησιν των αναγκών του οργανισμού μου, αι οποίαι ανάγκαι θα γίνουν βεβαίως αισθηταί και από τα λοιπά μέλη της οργανώσεώς μου και θα εκπληρωθούν δι’ αυτής και μόνης.

ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ

Διότι θέλω να ζήσω ελεύθερος πλέον και την ελευθερία μου αυτήν είνε αδύνατον να μου την δώσουν οι οποιοιδήποτε επιτήδειοι καιροσκόποι δια του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» δι’ αυτό «αποφασίζω και διατάσσω» κ’ εγώ τον εαυτό μου, ίνα οργανούμενος μακράν από κάθε φαυλότητα, επιβάλω προς αυτούς την ελευθερίαν, διά των οργανώσεών μου. Έχω δε την πεποίθησιν, ότι, εάν, ούτω σκεπτόμενος, κάθε εργάτης λάβη την ιδίαν απόφασιν με μένα, εντός ολίγου χρονικού διαστήματος θα δοκιμάσουμε τα καλά αποτελέσματα των ελευθέρων και απηλλαγμένων από κάθε πολιτικήν σαπίλαν οργανώσεών μας.



Δημοσιεύτηκε στην επαναστατική συνδικαλιστική εφημερίδα «Άμυνα» του Ηρ. Αποστολίδη, με αφορμή τις εκλογές του 1920. 

Αναδημοσιεύθηκε στο Νο 10 – Μάης 2007 – του δελτίου «Μαύρα Γράμματα» της ΟΑΕ.

Πηγή : http://www.anarkismo.net/