Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

''Η ομορφιά που γεννιόταν και πέθαινε απαρατήρητη και ...


'' ... και που παρ΄ όλα αυτά, ποτέ δεν το ΄βαλε κάτω " 


ένα 'παραμύθι΄ του Αργύρη Χιόνη .. 



Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα μικρό μαύρο σποράκι παπαρούνας, που ζούσε στριμωγμένο, μαζί με τ’ άλλα αδέρφια του, μες στην κοιλιά της μάνας του.
Μια μέρα του καλοκαιριού, η μάνα τους, αφού έχασε και το τελευταίο κόκκινο πέταλο της, πέθανε ήσυχα, όπως ήσυχα είχε ζήσει όλη τη ζωή της. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η κοιλιά της, ξεραμένη απ’ τον ήλιο, έσκασε, κι από μέσα της τινάχτηκαν τα ελάχιστα μαύρα σποράκια κι έπεσαν στο χώμα. Το χώμα, όπως ξέρετε, το καλοκαίρι είναι στεγνό και σκληρό και τα σποράκια δεν μπορούσαν να χωθούνε μέσα του και να μείνουν εκεί, όλα μαζί, στο μέρος που γεννήθηκαν. Έτσι, ο πρώτος άνεμος που πέρασε από ‘κει τα πήρε και τα σκόρπισε, άλλα μέσα σε σταροχώραφα, άλλα μέσα σε κήπους, άλλα σε ξέφωτα δασών κι άλλα επάνω στις πλαγιές των λόφων. Ένα απ’ αυτά, το σποράκι αυτής της ιστορίας, ήταν πιο μικροκαμωμένο από τ’ άλλα, πιο ελαφρύ, κι έτσι ο αέρας το κουβάλησε μακριά, πολύ μακριά από την εξοχή, στη μεγάλη γκρίζα πολιτεία. Σαν έφτασε όμως εκεί δεν ήξερε που να το αποθέσει, γιατί στη γκρίζα πολιτεία το χώμα είχε πια χαθεί. Παντού δεν έβλεπες άλλο από τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο. Μάταια έψαχνε ο άνεμος να βρει λιγάκι χώμα ν’ αποθέσει το μικρό σποράκι, έτσι που να μπορέσει το άμοιρο κι αυτό να ρίξει ρίζες κάποτε και να βλαστήσει. Κι επειδή είχε φτάσει η ώρα του, του ανέμου, να πεθάνει και δεν προλάβαινε ή να το πάει το σποράκι πιο μακριά ή να το φέρει, εκεί απ’ όπου το ‘χε πάρει, έψαχνε απελπισμένα να βρει μια γλάστρα σε μπαλκόνι ή σε παράθυρο. Τίποτε όμως. Γλάστρες δεν είχε στην πολιτεία, παρά μόνο, όπως είπαμε, τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο, τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο. Τότε, ο άνεμος, που δεν άντεχε άλλο, ξεψύχησε κι άφησε το σποράκι να πέσει στο πεζοδρόμιο μιας μεγάλης λεωφόρου.
Το πεζοδρόμιο ήταν πλακόστρωτο, και το σποράκι βρέθηκε στην ένωση από δύο μεγάλες πλάκες, που, για καλή του τύχη δεν ήταν καλά κολλημένες μεταξύ τους, κι έτσι μπόρεσε να χωθεί μες στη χαραματιά που ‘χασκε ανάμεσα τους και να κρυφτεί. Εκεί μέσα ένιωθε ξαφνικά μιαν ασφάλεια περίεργη και μια ζέστα, σαν κάτι να το αγκάλιαζε, να το νανούριζε γλυκά. Κι όσο κι αν σας φανεί παράξενο, αυτό το κάτι ήταν χώμα. Θαμμένο εκεί, κάτω από τις κρύες γκρίζες πλάκες, ήταν ακόμη ζωντανό, ζεστό, και τώρα χαιρότανε και γιόρταζε που ‘χε ξανά στην αγκαλιά του ένα σποράκι, κι ας ήταν και μικρό.





Το καλοκαίρι τέλειωσε, τέλειωσε το φθινόπωρο, τέλειωσε κι ο χειμώνας κι ήρθε η άνοιξη, και το σποράκι, που κοιμότανε βαθιά μήνες και μήνες τώρα, ξύπνησε ξαφνικά από μια φαγούρα κι ένα φούσκωμα κι ανακάλυψε μ’ έκπληξη και κάποιον τρόμο πως το κορμάκι του ήταν τώρα μεγαλύτερο απ’ ό,τι όταν το πήρε ο ύπνος.
Τις μέρες που ακολούθησαν, το φούσκωμα συνέχισε κι ο τρόμος του μεγάλωσε, γιατί το δέρμα του άρχισε να σκίζεται, κι εκεί που πριν είχε μονάχα μια ολοστρόγγυλη κοιλίτσα άρχισε τώρα να βγάζει κάτι κλωστούλες σαν ποδαράκια, που χώνονταν μέσα στο χώμα, κι έναν κιτρινοπράσινο, μυτερό πραγματάκι στο κεφαλάκι, που ορθωνόταν προς τα πάνω κι αγωνιζόταν να βγει από τη χαραμάδα στο φως.
Ο τρόμος του όμως δεν κράτησε πολύ, γιατί θυμήθηκε κάτι ιστορίες που είχε ακούσει, όταν ήταν ακόμη στην κοιλιά της μάνας του, πως δηλαδή ειν’ έτσι τα σποράκια που γίνονται παπαρούνες. Αφέθηκε λοιπόν να μεγαλώσει, θρεμμένο απ’ το φιλόξενο χώμα, ώσπου ένα πρωί, θαρρώ πώς ήταν Μάης, μια παπαρούνα κατακόκκινη άνοιξε τα πέταλα της εκεί, στις πλάκες του πεζοδρομίου της μεγάλης λεωφόρου.


Φανταστείτε, αλήθεια, ένα τέτοιο λουλούδι, τόσο κόκκινο, τόσο γεμάτο αίμα, τόσο γεμάτο φως, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου της γκρίζας πολιτείας, που ‘ναι φτιαγμένη από τσιμέντο, άσφαλτο και σίδερο. Φανταστείτε μια παπαρούνα στο πεζοδρόμιο της οδού Σταδίου. Κάτι τέτοιο. Σίγουρα, θα σκεφτόσαστε 

πως εκείνο τ’ ανοιξιάτικο πρωτινό έγινε κάτι σας επανάσταση στην πόλη, πως η συγκοινωνία σταμάτησε, πως τα γκρίζα κτίρια άδειασαν κι οι άνθρωποι έτρεξαν κατά χιλιάδες να μαζευτούνε γύρω απ’ την παπαρούνα, με το στόμα ανοιχτό μια πήχη, με τα μάτια βουρκωμένα απ’ τη χαρά για το θαύμα, πως οι πίσω που δεν βλέπανε, φώναζαν στους μπρος «στην άκρη, να δούμε, κι εμείς», πως χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία για την αποκατάσταση της τάξης, που τελικά δεν αποκαταστάθηκε, γιατί ακόμα και οι κρανοφόροι, όταν πλησίασαν, ανοίξανε κι αυτοί μια πήχη στόμα, και τα κλομπς τους πέσαν απ’ τα χέρια και βγάλανε τα κράνη τους, γιατί δεν χώραγαν πια τα κεφάλια τους, πως οι γυναίκες, μη βλέποντας τους άντρες να γυρίζουνε το μεσημέρι σπίτι, αφήσαν το φαί να ψήνεται και πεταχτήκανε να δούνε τι συμβαίνει και μείνανε κι αυτές εκεί, ξεχνώντας τα φαγιά να καίγονται επάνω στη φωτιά…
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. 

Οι άνθρωποι της πολιτείας ήταν κι αυτοί από τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο και στο μέρος της καρδιάς είχανε μια πλαστική σακούλα. Περνούσανε, λοιπόν, πλάι απ’ την παπαρούνα, σαν να μην είχε τίποτα συμβεί, γιατί, όσο κι αν φαίνεται τρελό, οι άνθρωποι της πολιτείας κοιτούσαν μα δεν βλέπανε.

Παράξενο πράγμα όμως, ενώ όλοι τους βαδίζαν στα τυφλά, κανένας δεν την πάτησε, λες κι είχε σηκωθεί επάνω της αόρατο περίφραγμα, για να την προστατέψει απ’ όλες αυτές τις στρατιές πελμάτων που την απειλούσαν με ισοπέδωση κι έτσι να συνεχίσει να υπάρχει η ομορφιά στη μέση της ασκήμιας, κι ας ήταν αόρατη, μια που κανένας δεν την έβλεπε, κι ας μην ήτανε παρηγοριά για κανέναν, μια που κανένας δεν την αποζητούσε.
Έτσι προφυλαγμένη, έζησε τις μέρες της ζωής της και, όταν ήρθε η ώρα της, πέσανε κι αυτηνής τα πεταλά της, κι αργότερα από την ξερή κοιλιά της πήδησαν πάνω στο πεζοδρόμιο τα μαύρα ελάχιστα παιδιά της, κι ένας αέρας, ανακατεμένος με εξατμίσεις αυτοκινήτων, ήρθε και τα σάρωσε από ‘κει και τα ‘σπειρε πάνω στην άσφαλτο, και με την πρώτη βροχή τελειώσαν όλα μες στους υπονόμους. Όλα, εκτός από ένα, το πιο μικρό, το πιο ελαφρύ, που ο αέρας το ‘φερε και τ’ άφησε στη στέγη ενός σπιτιού, που ‘χαν ξεχάσει να το γκρεμίσουν κι είχε ακόμα κεραμίδια. Εκεί, στα κεραμίδια ανάμεσα, σε μια γωνιά που ‘χε μαζέψει σκόνη μπόλικη και μούσκλα απ’ τη βροχή, κούρνιασε το σποράκι και, την άλλη άνοιξη, φύτρωσε κι έδωσε μια παπαρούνα κατακόκκινη, που έζησε κι αυτή και πέθανε ωραία κι αγνοημένη.


Η ιστορία θα ‘πρεπε να τελειώνει εδώ, γιατί που αλλού θα μπορούσε να πάει το επόμενο σποράκι;

 Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ (κι ίσως να μην τελειώνει και ποτέ) γιατί, την άλλη άνοιξη, μια παπαρούνα άνθισε επάνω σ’ ένα συννεφάκι…


Επιμύθιο Ι: Αν δεν σηκώνετε, πότε πότε, το βλέμμα σας στον ουρανό, υπάρχει κίνδυνος να χάσετε θαύματα που συμβαίνουν εκεί πάνω.
Επιμύθιο ΙΙ: Αν περπατάτε κοιτώντας συνέχεια  ψηλά, υπάρχει κίνδυνος να πατήσετε κάποια παπαρούνα που θάλλει στο πεζοδρόμιό σας.



Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Το τελευταίο όνειρο της γριάς βελανιδιάς




Πίνακας: Juan Miro

Στο δάσος, ψηλά στην απότομη ακτή, αντίκρυ στο ανοιχτό πέλαγος, έστεκε μια πολύ γριά βελανιδιά. Ήταν ακριβώς τριακοσίων εξή­ντα πέντε ετών, μα για το δένδρο, όλος αυ­τός ο καιρός δεν ήταν παρά μόνο μερικές δικές μας μέρες. Εμείς είμαστε ξύπνιοι τη μέρα και κοιμόμα­στε τη νύχτα και τότε βλέπουμε τα όνειρά μας. Το δένδρο είναι ξύπνιο τρεις ολόκληρες εποχές και κοιμάται μόνο σαν έρχεται o χειμώνας. Ο χειμώ­νας είναι η νύχτα της – ύστερα από μια ατέλειωτη μέρα που τη λένε άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπω­ρο.
Πολλά ζεστά καλοκαιρινά πρωινά, τα Εφήμερα, αυτές οι μυγούλες που ζουν μονάχα μια μέρα, χόρευαν ολόγυρα στην κορφή της, χαρούμενα κι ευτυ­χισμένα, και ύστερα ακουμπούσαν για μια στιγμή σε κάποιο δροσερό, πράσινο φύλλο της Βελανι­διάς. Και τότε η Βελανιδιά έλεγε:
«Καημένη μυγούλα! Ολόκληρη η ζωή σου είναι μια μέρα! Πόσο σύντομη είναι και πόσο θλιβερή!»
«Θλιβερή! Γιατί το λες αυτό;» απαντούσε τότε το Εφήμερο. «’Όλα γύρω μου είναι πλημμυρισμένα από φως, ζεστασιά και ομορφιά, κι εγώ είμαι πολύ ευτυχισμένο!»
,«’Όμως κρατούν μια μονάχα μέρα, κι ύστερα χά­νονται!»
«Χάνονται!» είπε το Εφήμερο. «Τι θα πει χάνο­νται; Χάνεσαι κι εσύ;»
«’Όχι. Εγώ θα ζήσω ίσως χιλιάδες δικές σου μέ­ρες, και η δική μου η μέρα κρατάει ολόκληρες επο­χές. Είναι τόσο μεγάλη, που είναι αδύνατο να το καταλάβεις» .
«’Όχι; Τότε δεν σε καταλαβαίνω κι εσένα. Λες πως έχεις χιλιάδες δικές μου μέρες μα έχω κιεγώ χιλιάδες στιγμές για να ‘μαι χαρούμενο κι ευτυχι­σμένο. Θα σβήσει όλη η ομορφιά αυτού του κόσμου όταν πεθάνεις;»
«’Όχι», αποκρίθηκε το δένδρο. «Θα κρατήσει πολύ ακόμα, πολύ περισσότερο ίσως απ’ όσο μπορώ να λογαριάσω.
«Τότε λοιπόν η ζωή μας κρατάει το ίδιο, μόνο που εμείς τη μετράμε διαφορετικά».

Και το Εφήμερο χόρευε και πετούσε στον αέρα, με τα ντελικάτα φτεράκια του -όλο τούλι και βελούδο- και χαιρόταν τον ήλιο, και χαιρόταν τη μυ­ρωμένη αύρα, φορτωμένη από τις μοσχοβολιές των λιβαδιών, της αγριοτριανταφυλλιάς, των λουλου­διών του κήπου, του θυμαριού, του δυόσμου και της μαργαρίτας. Και όλες αυτές οι ευωδιές ήταν τόσο δυνατές, που το μικρό Εφήμερο ήταν σχεδόν μεθυσμένο. Η μέρα ήταν ατέλειωτη και πανέμορ­φη, γεμάτη χαρά και Γλυκύτητα, και όταν ο ήλιος βασίλευε, η μυγούλα ένιωθε μια μακάρια κούραση από όλη αυτή τη χαρά και την ευτυχία. Τα ντελικάτα φτερά δεν άντεχαν πια να την κρατούν, και ήρεμα και μαλακά κατέβαινε στο απαλό χορταράκι, κου­νούσε το κεφαλάκι της σαν ν’ αποχαιρετούσε, αποκοιμιόταν και πέθαινε.
«Καημένο μικρό Εφήμερο!» έλεγε η Βελανιδιά.
«Τι σύντομη που ήταν η ζωή του!»
Και κάθε καλοκαίρι ξαναρχίζει ο ίδιος χορός, οι ίδιες ερωτήσεις και απαντήσεις, και ο ίδιος ύπνος.
Γενιές ολόκληρες Εφήµερα περνούσαν και όλα έ­νιωθαν την ίδια ευτυχία και την ίδια χαρά. 
Η Βελα­νιδιά είχε περάσει ξύπνια το πρωινό της άνοιξης, το µεσηµέρι του καλοκαιριού, και το δειλινό του φθινoπώρoυ, και να τώρα που η νύχτα της σίµωνε γοργά. 
Ο χειµώνας έφτανε. Οι καταιγίδες είχαν κιόλας αρχίσει να της τραγουδούν την καληνύχτα τους. 
Τα φύλλα της έπεφταν ένα ένα.
«Θα σε κουνήσουµε και θα σε νανουρίσουµε!

Κοιµήσου, κοιµήσου! Σου τραγουδάµε για να κοι­µηθείς, σε κουνάµε για να κοιµηθείς, µα τα γέρικα κλαδιά σου χαίρονται, στ’ αλήθεια, λες και τρίζουν από την αγαλλίαση! 
Κοιµήσου γλυκά, κοιµήσου ήσυχα! Είναι η τριακοστή εξηκοστή πέµπτη νύχτα σου. Είσαι ακόµα πολύ νέα! Κοιµήσου γλυκά, κοι­µήσου ευτυχισµένα! Τα σύννεφα σκόρπισαν στο χώµα το χιόνι τους, που θα σκεπάσει, σαν ζεστή πουπουλένια κουβέρτα, τα πόδια σου. 
Καλόν ύπνο και όνειρα γλυκά!»
Και η Βελανιδιά, γυµνή τώρα από φύλλα, ήταν έτοιµη ν’ αποκοιµηθεί για τη χειµωνιάτικη νύχτα της, και να ονειρευτεί ένα σωρό όνειρα, όλα σχετι­κά µε κάτι που της είχε συµβεί, όπως ακριβώς κι εµείς οι άνθρωποι.

Η ψηλή Βελανιδιά ήταν κάποτε κι αυτή µικρού­λα – η πρώτη της κούνια ήταν ένα βελανίδι. Τώρα -όπως λέµε εµείς οι άνθρωποι- ζούσε τον τέταρτο αιώνα της. Ήταν το πιο ψηλό και το πιο όµορφο δένδρο µέσα στο δάσος. Η κορφή της πύργωνε πολύ ψηλότερα απ’ όλα τα άλλα δένδρα και φαινό­ταν µακριά από το πέλαγος, έτσι που οι ναυτικοί την είχαν για σηµάδι. Το δένδρο φυσικά δεν είχε ιδέα πόσα µάτια έψαχναν µε λαχτάρα να το ξεχω­ρίσουν. Ψηλά ψηλά στα κλαδιά της έπλεκε τη φωλιά του το αγριοπερίστερο, και ο κούκος κοντοστεκό­ταν εκεί για να πει το τραγούδι του. Το φθινόπω­ρο, τότε που τα φύλλα της έµοιαζαν σαν λεπτές φλούδες από χαλκό, τα περαστικά πουλιά έστεκαν λίγο να ξεκουραστούν, πριν πετάξουν για το µα­κρινό τους ταξίδι πάνω από τη θάλασσα. Μα τώρα ήταν χειµώνας; και το δένδρο απόµενε γυµνό από φύλλα, κι όλοι µπορούσαν πια να δουν πόσο ξερά και σκεβρωµένα ήταν τα κλαδιά του καθώς υψώνο­νταν στον ουρανό. Κουρούνες και κοράκια κούρ­νιαζαν τώρα εκεί και κουβέντιαζαν για την άσχηµη εποχή που άρχιζε και πόσο δύσκολο θα τους ήταν να βρίσκουν τροφή το χειµώνα.

Και ακριβώς την άγια νύχτα των Χριστουγέννων ονειρεύτηκε η Βελανιδιά το πιο θαυµαστό της όνειρο.
Το δένδρο ένιωθε κάπως αόριστα τη γιορτάσι­µη νύχτα· θαρρούσε κιόλας πως άκουγε τις καµπά­νες να σηµαίνουν στις γύρω εκκλησιές. 
Κι όµως, του φαινόταν πως ήταν µια όµορφη, χλιαρή, καλο­καιριάτικη µέρα. Τα δυνατά κλωνάρια του καµάρω­ναν µε τη φουντωτή, καταπράσινη φορεσιά τους, ο αέρας µοσχοβολούσε από τις ευωδιές των λουλου­διών και του νιόβλαστου χορταριού και χαρούµε­νες πεταλούδες κυνηγιόνταν γύρω του. Τα Εφήµε­ρα χόρευαν, λες κι ο κόσµος όλος είχε πλαστεί µόνο και µόνο για να χορεύουν και να χαίρονται εκείνα. Όλα όσα είχε δει κι ακούσει χρόνια και χρόνια το δένδρο, όλα όσα είχαν συµβεί κοντά του, άρχισαν να περνούν µπροστά του σε µια γιορταστική παρέ­λαση. Είδε τους ιππότες του παλιού καιρού, καβά­λα στα ευγενικά άλογά τους, µε τα φτερά στα καπέ­λα και τα γεράκια στους ώµους, να συντροφεύουν όµορφες αρχόντισσες. Άκουσε πάλι το κυνηγετικό βούκινο και τα λαγωνικά που αλυχτούσαν. Είδε πολεµιστές του εχθρού, µε χρωµατιστούς θώρακες και αστραφτερά όπλα, κοντάρια µυτερά και βαριά σπαθιά, να στήνουν τις σκηνές τους και να τις ξανα σηκώνουν. Οι φωτιές των φρουρών άναψαν πάλι, και άνθρωποι τραγούδησαν και κοιµήθηκαν στη σκιά του δένδρου. Είδε αγαπηµένους να έρχονται, ευτυχισµένοι, µε το φεγγαρόφωτο, και να σκαλί­ζ0υν τα ονόµατά τους στη σταχτοπράσινη φλούδα του κορµού του. 
Κάποτε -ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε- χαρούµενοι τσιγγάνοι είχαν κρεµάσει στα χαµηλότερα κλαδιά του φλο­γέρες και λαούτα. Να που και τώρα τα έβλεπε πάλι στην ίδια θέση, και ξανάκουγε τη γλυκιά, απαλή µουσική τους. Τα αγριοπερίστερα έκραζαν τα ταί­ρια τους, σαν να ξεχείλΙζαν από ευτυχία, και ο κού­κος µετρούσε, µε το µονότονο λάληµά του, πόσα όµορφα καλοκαίρια είχε να ζήσει ακόµα το δένδρο.
Ύστερα του φάνηκε πως µια καινούργια ζωή κυ­λούσε ως τις πιο βαθιές του ρίζες, και ξανανέβαινε γοργά ως τα ψηλότερα κλαδιά του, ως την άκρη του κάθε του φύλλου. Το δένδρο ένιωσε σαν να ψήλωνε και να φούντωνε και οι ρίζες του πίστεψαν πως ακόµα και το χώµα γύρω τους είχε πάρει ζωή. Πληµµύρισε καινούργια δύναµη, η φυλλωσιά του πρασίνισε ακόµα περισσότερο και ο χυµός του κυ­κλοφορούσε ακόµα πιο γοργός και πιο πλούσιος στις δένδρινες φλέβες του. Και όσο τα κλωνάρια του απλώνονταν και ψήλωναν, τόσο η ευτυχία Του ξεχείλιζε και άρχισε να ελπίζει πως κάποια µέρα θα έφτανε ως Τον ζεστό, λαµπρό ήλιο.
Είχε κιόλας ανέβει πάνω από τα σύννεφα.
Που τώρα περνούσαν κάτω από την κορυφή του, σαν σκοτεινά κοπάδια διαβατάρικα πουλιά, ή σαν µε­γάλοι κάτασπροι κύκνοι. Και κάθε φύλλο του δέν­δρου έβλεπε τώρα, σαν να’ χε δικά του µάτια. 
Τ’ αστέρια φαίνονταν πιο φωτεινά και πιο µεγάλα. Σπίθιζαν σαν ξάστερα, καλοσυνάτα µάτια και θύ­µισαν στη Βελανιδιά γνώριµα µάτια παιδιάστικα, Που είχε δει τόσες φορές να παίζουν στον ίσκιο της.
Ήταν ένα θέαµα εξαίσιο, πληµµυρισµένο από χαρά και ευτυχία. 
Κι όµως, µέσα σ’ όλη αυτή τη χαρά, το δένδρο ένιωθε µια θλίψη, ένα θερµό πόθο να έβλεπε και όλα τα άλλα δένδρα του δάσους -µι­κρά και µεγάλα- όλους τους θάµνους, ακόµα και τα χορταράκια, να ψηλώνουν κι εκείνα για να µπορέ­σουν να δουν αυτό το µεγαλείο και την οµορφιά. Πώς να είναι ευτυχισµένη η περήφανη Βελανιδιά, χωρίς να έχει κοντά της όλους της τους φίλους µι­κρούς και µεγάλους;
Κι αυτός ο Πόθος, αυτή η λαχτάρα, έκανε την  ευαίσθητη καρδιά του δένδρου να τρέµει και να χτυπάει γοργά.
Η φουντωτή φυλλωσιά του ανέµιζε και ταραζό­ταν, σαν να έφαχνε κάτι να βρει κι ύστερα χαµήλω­νε. Τότε ένιωθε τη µοσχοβολιά από το θυµάρι και τη µεθυστική ευωδιά των κρίνων και των µενεξέ­δων, και νόµιζε πως άκουγε τη φωνή του κούκου που το χαιρετούσε.
Ναι, οι πράσινες κορφές του δάσους άρχισαν να τρυπούν τα σύννεφα και η Βελανιδιά έβλεπε και τα άλλα δένδρα να ψηλώνουν και ν’ ανεβαίνουν κοντά της. Οι θάµνοι και τα χορταράκια ψήλωναν κι εκεί­να και µάλιστα µερικά, από την ανυπομονησία τους, ξεκολλούσαν από τις ρίζες τους για να φτά­σουν πιο σύντοµα. Πιο γρήγορη απ’ όλα ήταν η ση­µίδα. Ο λεπτός κορµός της ανέβαινε σαν άσπρη αστραπή και τα κλαδιά της ανέµιζαν ολόγυρα σαν πράσινες σηµαίες. Όλα τα δένδρα και τα φυτά του δάσους υψώνονταν σαν µέσα σ’ έκσταση, ο αέρας αντηχούσε απ’ το κελάδηµα των πουλιών. Πάνω στο τρυφερό γρασίδι, που είχε ακαριαία απλωθεί σαν µεταξωτό χαλί, οι ακρίδες καθάριζαν τις φτε­ρούγες τους µε τα µακριά τους πόδια. Οι µαγιάτι­κες µέλισσες βούιζαν, οι χρυσόµυγες ζουζούνιζαν και κάθε πουλί κελαηδούσε µε τη δική του, ξεχωριστή φωνή. Όλα ήταν τραγούδι και χαρούµενος αχός στον τετράψηλο ουρανό.
«Μα πού είναι το γαλάζιο λουλουδάκι της ακροποταµιάς;» αναρωτήθηκε η Βελανιδιά. «Πού είναι η κόκκινη παπαρούνα, πού είναι η µαργαρίτα;»
Η καηµένη η Βελανιδιά δεν ξεχνούσε κανένα, όλα τα ήθελε κοντά της.
«Εδώ είµαστε, εδώ είµαστε!»» άκουσε χαρούµενες φωνούλες.
«Και το όµορφο θυµάρι του περασµένου καλοκαιριού; Και τα κρινάκια που ήταν πέρσι εδώ; Και η άγρια αχλαδιά µε τα όµορφα λουλούδια της; Και όλη η οµορφιά του δάσους που ξαναγεννιέται κάθε χρόνο – δεν θα έπρεπε να είναι κι εκείνη εδώ;»»
«Εδώ είµαστε, εδώ είµαστε!» αποκρίθηκαν φωνές όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ψηλά στον αέρα.
«Μα είναι θαυµάσια!» φώναξε χαρούµενη η γριά Βελανιδιά. «Τους έχω όλους γύρω µου, µικρούς και µεγάλους. Κανένας δεν λείπει! Τι αφάνταστη ευτυχία! Είναι δυνατόν;»»
«Στον ουρανό, στη χώρα του καλού Θεού, όλα είναι δυνατά!»» άκουσε την απόκριση στον αέρα.
Και η γριά Βελανιδιά, καθώς ψήλωνε ολοένα, ένιωσε τις ρίζες της να ξεκολλούν από τη γη.
«Σωστά!»» είπε. «Αυτό είναι το καλύτερο απ’ όλα.
Τώρα πια τίποτα δεν µε κρατάει! Τώρα µπορώ να πετάξω ακόµα πιο φηλά στη δόξα και στο φως! Και όλοι µου οι αγαπηµένοι -µικροί και µεγάλοι- είναι µαζί µου, όλοι, όλοι!»

Αυτό ήταν το όνειρο της γριάς Βελανιδιάς και, καθώς ονειρευόταν, µια δυνατή καταιγίδα σάρωσε θάλασσα και στεριά, εκείνη τη νύχτα της παραµονής. 
Η θάλασσα σήκωσε θεόρατα κύµατα και χτύπησε την ακρογιαλιά, κάτι έτριξε κι έσπασε µέσα στο δένδρο, οι ρίζες του ξέφυγαν από τη γη, την ίδια στιγµή που ένιωθε και στ’ όνειρό της να φεύγει ελεύθερη από το χώµα. 
Έπεσε. 
Τα τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια της ήταν τώρα σαν την ηµέρα του µικρού Εφήµερου.

Το πρωί των Χριστουγέννων, όταν ο ήλιος ψήλωσε, η καταιγίδα κόπασε. Απ’ όλες τις εκκλησιές αντηχούσαν οι γιορτινές καµπάνες και απ’ όλη τη γη, ακόµα κι από την πιο φτωχική καλύβα, ανέβαιναν γαλάζια σύννεφα καπνού, σαν τον καπνό που ανέβαινε τα πολύ παλιά χρόνια από τους βωµούς των Δρυίδων, τις µέρες της ευχαριστίας. Η θάλασσα γαλήνεψε σιγά σιγά, κι ένα µεγάλο καράβι που είχε παλέψει όλη τη νύχτα, απελπισμένα, με τη φουρτούνα, μπήκε στο γειτονικό λιμάνι.
«Το δένδρο έπεσε, η γριά Βελανιδιά, το σημάδι μας!» είπαν οι ναυτικοί. «Έπεσε τη νύχτα, με την καταιγίδα. Ποιο άλλο δένδρο θα μπορέσει να γίνει σαν κι αυτό; Κανένα».

Αυτός ήταν ο σύντομος μα συμπονετικός επικήδειος του δένδρου που ήταν ξαπλωμένο χωρίς ζωή στο χιονισμένο χαλί της δασωμένης ακτής. 
Και πάνω απ’ τη νεκρή γριά Βελανιδιά, ακούστηκαν οι νότες του χριστουγεννιάτικου ύμνου που έψαλλαν, γεμάτοι ευγνωμοσύνη, οι ναυτικοί. 
Μ’ αυτόν τον ψαλμό, όλοι μέσα στο θαλασσοδαρμένο καράβι, ένιωσαν την ψυχή τους ν’ ανεβαίνει στον ουρανό, όπως ακριβώς είχε νιώσει και η γριά Βελανιδιά, στο όμορφο όνειρό της, εκείνη τη χριστουγεννιάτικη νύχτα.

 Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Το τσακάλι και το λαγουδάκι



Ένα λευκό τσακάλι κυνηγά ένα λευκό λαγουδάκι. Στις απέραντες χιονισμένες στέπες του Καναδά. Το σαρκοβόρο είναι πεινασμένο και άγριο ως την άκρη των νυχιών κι ως την άκρη της τρίχας του. Το λαγουδάκι το αλαλιάζει τρελός ο φόβος του θανάτου. Τρέχει σα σφαίρα. 
Το ένστικτο του ολέθρου, που πλακώνει, πολλαπλασιά­ζει τις δυνάμεις φυγής στο αθώο ζώο. 
Η οργή της πείνας, που δεν αντέχεται, πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις καταδίω­ξης του αγριμιού. Πόλεμος φρικαλέος χωρίς όρια και χω­ρίς όρους ξετυλίγεται στο πεδίο της φύσης. 
Παρακολουθούμε τη σκηνή στην οθόνη. 
Ένα μόλις πή­δημα χωρίζει το χορτοφάγο από το σαρκοβόρο. 
Τα δόντια του κακού ζουλαπιού λάμπουνε λευκοπυρωμένα καρφιά στην παγωνιά. Το δέρμα του τρυφερού λαγού το ταράζουν ριπές από έξαλλες φρικιάσεις. Νιώθει κιόλας στη ράχη του το αγκομαχητό του αγριμιού. 
- Μη! φωνάζουμε έντρομοι. Όχι! Να σωθεί το αθώο άκακο ζώο. 
Να μην ιδούμε να το σπαράζουν τα ιδρωμένα δόντια. Να μην ιδούμε τη σάρκα του πώς ξεσκίζεται. Τα ποδαράκια του να τρέμουν τρομαλέα, και να τινάζουνται στον αέρα σφαδάζοντας. Το αχνιστό αίμα πώς θα βάφει το αλέκιαστο χιόνι. 
Ορμόφυχα και αυθόρμητα, σα να μας κυνηγά τους ίδι­ους η τρομάρα, ψηφίζουμε σωτηρία για το λαγό και αστο­χιά για το τσακάλι. Φωνάζουμε, βόηθα, θεέ! Πάψε το κα­κό και το άδικο που συντελιέται τώρα στη φύση! Πάψε την οργή σου! 

Ξαφνικά, και ενώ το αγρίμι αγγίζει με το μουσούδι του την ουρά του λαγού, γίνεται το απρόσμενο. Η δύναμη όρασης του τσακαλιού μπερδεύεται με το χιόνι. Σε μια στροφή του λαγού το τσακάλι τραβάει ευθεία. Χάνει από­τομα το ρυθμό του. Αποσυντονίζεται το τέμπο της κίνη­σης. Η κάθετη ευθυβολία στο στόχο, που η φύση χωρίς οίκτο και χωρίς λύπηση αξιώνει για τη στιγμή, ταράζε­ται. Αυτό ήταν. 
Ο λαγός κερδίζει απόσταση. Ξεμακραίνει. Όλο και ξεμακραίνει. Ένα, δύο, πέντε, δέκα μέτρα. Σε λί­γο έχει χαθεί από το οπτικό πεδίο βολής του τσακαλιού. Το σαρκοβόρο σταματά. Κοιτάζει ατενώς. Τίποτα. Ο λευκός ορίζοντας μπροστά του έχει γίνει ένα αδιάφορο χάος. Άβυσσος ερημιάς και ολέθρου. Το απλανές βλέμμα του τσακαλιού, ξέτυχο ανάμεσα στην ηλιθιότητα και στην ανεξήγητη απορία, είναι ό,τι απόμεινε από τη σκηνή. 
- Μπράβο! φωνάζουμε, και φτεροκοπάμε τα χέρια και τα πόδια μας. Λύνεται ο κακός μας βραχνάς. Η ανάσα μας ξαναγυρίζει. Ένα αίσθημα λύτρωσης χτυπά σαν το γέλιο τη διάθεσή μας. Δόξα στον κόσμο και στο θεό. Το λαγουδάκι εγλύτωσε. 
Λάθος, τίμιε αναγνώστη. 
Το λαγουδάκι εγλύτωσε, αλλά το τσακάλι θα πεθάνει από την πείνα. 
Αυτό δεν τό ’χαμέ σκεφθεί. 

Η ιστορία μας χαρίζει δύο συμπεράσματα. 
Το ένα είναι συμπέρασμα περί της μεθόδου. Ότι η σκέψη μας είναι μο­νόδρομος. Όλοι πονάμε το λαγουδάκι. Γιατί είναι το υπο­ψήφιο αναίτιο θύμα. Το αδύναμο πλάσμα της φύσης. 
Κα­νείς δεν συμπονά το τσακάλι. Το αιμοδιψές και το αιμοβόρο. Γιατί κανείς δε σκέφτεται ότι και κείνο είναι το υποψήφιο αναίτιο θύμα, στην περίπτωση που θα του ξεφύγει ο λαγός. Όπως και έγινε, δηλαδή. 
Εμάθαμε να σκεφτόμαστε με οδηγό το ακρατές μας συ­ναίσθημα. Ανάλατα και πλαδαρά. Ευνουχισμένα, γελοία, και μονόφθαλμα. 
Και παροπλίσαμε τη λογική και τη γνώση. 

Το άλλο είναι συμπέρασμα περί της ουσίας. 
Μπροστά στα μάτια μας ξετυλίχτηκε ένα επεισόδιο της φύσης με δύο όρους ισοσθενείς και αντίρροπους. Και ως προς την αγριότητα ακραίους. Εδώ είναι για να ζήσει το ένα από τα δύο. Ή το τσακάλι ή ο λαγός. Ή ο λαγός ή το τσακάλι. Ούτε και τα δύο γίνε­ται να ζήσουν, ούτε και τα δύο γίνεται να πεθάνουν. Αλλά ή το ένα ή το άλλο. Τρίτον δε δίδεται. Tertiumnondatur. 

Ωστόσο, αν φύγουμε από τη λογική του είτε... είτε, και πάμε στη λογική του τόσο... όσο, ο συλλογισμός μας θα ξετυλιχθεί εντελώς διαφορετικά. 
Από αντιθετικός γίνεται συμπληρωματικός.
 Θέλω να ειπώ: για να ζήσει το τσακάλι, πρέπει να πεθάνει ο λαγός· και αντίστροφα, για να ζήσει ο λαγός πρέ­πει να πεθάνει το τσακάλι. Με άλλα λόγια, η ζωή στο προκείμενο είναι συνάρτηση του θανάτου, και ο θάνατος είναι συνάρτηση της ζωής. Ζει το τσακάλι; αυτό σημαίνει ότι χρεωστά τη ζωή του στο θάνατο του λαγού. Ζει ο λαγός; αυτό σημαίνει ότι χρεωστά τη ζωή του στο θάνατο του τσακαλιού. 
Το ένα ζει χάρη στο θάνατο. Το άλλο πεθαίνει χάρη στη ζωή. 
Το εξαγόμενο είναι πως η βάση σε κάθε μορφή ζωής είναι ο θάνατος. 
Ο θάνατος είναι το θεμέλιο και η αιτία και η σωτηρία της ζωής. Χωρίς θάνατο δεν υπάρχει ζωή. Ζωή και θάνατος είναι τα δύο μισά που δίνουν εκείνο το απλό και απόλυτο φαινόμενο, που το ονομάζουμε φύση, φύεσθαι, γέννηση, natura. 
Ο βαθύτερος, δηλαδή, νόμος της φύσης δεν είναι ή το ένα ή το άλλο ανεξάρτητα από το ένα ή το άλλο. Αλλά εί­ναι ή το ένα ή το άλλο μέσα από το ένα ή το άλλο. Είναι η ζωή του λαγού μέσα από το θάνατο του τσακαλιού, ή η ζωή του τσακαλιού μέσα από το θάνατο του λαγού. 
Δε δί­νεται, δηλαδή, ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο, αλλά μόνο το τρίτο δίνεται, που προκύπτει σαν απροσδιοριστία του πρώτου και του δεύτερου. 
Μόνον tertiumdatur. 
Αυτή η κυρίαρχη τάξη μέσα στη φύση καταργεί τον ένα από τους τέσσερες νόμους της κλασικής λογικής. Κα­ταργεί το νόμο του τρίτου ή μέσου αποκλείσεως. Prin- cipium exclusi tertii sive medii. 
Και νά ’τανε μόνο αυτό! Γιατί όχι μόνο καταργεί το νόμο του τρίτου ή μέσου αποκλείσεως, αλλά αντίστροφα ιδρύει και επιβάλλει τον αντίθετό του σαν τον κυρίαρχο νόμο της λογικής απάνου στον οποίο στηρίζεται και ο πρώτος νόμος της ταυτότητας (Α είναι Α), και ο δεύτερος νόμος της αντίφασης (Α δεν είναι όχι Α). 
Ο νέος νόμος της μή αποκλείσεως του μέσου ή του τρί­του, Principium non exclusi tertii sive medii, μετά το 1927 που ο Χάιζενμπεργκ διατύπωσε την αρχή της Απροσδιορι­στίας (Unscharferelation) γίνεται ο υπερνόμος και της λογι­κής του ανθρώπου και της φύσης του κόσμου. ~ 

Δημήτρης Λιαντίνης - Γκέμμα 


Η φωτο είναι από το οπισθόφυλλο της Γκέμμας

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Όταν έκλαψε ο Νίτσε (Ν)







Το βιβλίο «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» γράφτηκε από τον ψυχίατρο Irvin D. Yalom και εκδόθηκε το 1992. Στην Ελλάδα έγινε γνωστό σχεδόν μια δεκαετία αργότερα. Εντάσσεται και τούτο το έργο, όπως και μια σειρά άλλων ευπώλητων βιβλίων, στην προσπάθεια του κινηματογράφου να τα μετασχηματίσει και να τα παρουσιάσει στο ευρύ κοινό, αναπληρώνοντας παράλληλα και την έλλειψη σεναρίων.

Ο Yalom, λοιπόν, ως διάσημος ψυχίατρος, επιχειρεί να προσεγγίσει και να διαφωτίσει τη σχέση της ψυχοθεραπείας με την υπαρξιακή φιλοσοφία. Μας μεταφέρει στη Βιέννη του 19ου αιώνα, στη μητρόπολη των διανοητικών ζυμώσεων. Ο εύπορος γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ, δέχεται μια επιστολή, όπου μια γυναίκα γράφει σε έντονο ύφος ότι πρέπει να τη βοηθήσει. Αφού συναντώνται, η θυελλώδης γυναίκα, ονόματι Λου Σαλομέ, του ζητά να γιατρέψει έναν φίλο της, καθηγητή φιλοσοφίας, από την κατάθλιψη και από την τάση να αυτοκτονήσει. Μόνο που ο ασθενών δεν θα πρέπει να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, αλλά να θεωρεί πως ακολουθεί αγωγή για άλλους λόγους, όπως για τις ημικρανίες του. Ο Μπρόιερ δέχεται να αναλάβει τον «περίεργο» ασθενή. Μετά από λίγο καιρό, δέχεται στο γραφείο του έναν άνθρωπο που σίγουρα δεν δείχνει με τίποτα ότι είναι το σπουδαίο πνεύμα που περιέγραψε η Σαλομέ. Και το όνομά του, «Νίτσε», δεν το έχει ξανακούσει. Όμως, από την πρώτη συνάντηση, ο γιατρός υποτάσσεται στο πνεύμα του φιλοσόφου. Μετά τα πρώτα ραντεβού, κάθε βράδυ που γυρνάει στο σπίτι, αφού τρώει με την οικογένειά του, συζητά με τον νεαρό μαθητευόμενό του, Ζίγκμουντ Φρόυντ, την ιδιάζουσα περίπτωση του ασθενούς. Ο Μπρόιερ ζητά από τον Νίτσε να κάνουν μια ανταλλαγή: ο γιατρός θα κουράρει το σώμα του φιλοσόφου και ο φιλόσοφος θα ελευθερώσει το μυαλό του γιατρού από τις αλλότριες σκέψεις. Η δυνατή καθημερινή επαφή θα τους οδηγήσει σε μια ανυπέρβλητης αξίας συζήτηση, για το σώμα, το πνεύμα, την ψυχή του ανθρώπου.





Όταν έπεσε στα χέρια μου η ταινία, ήμουν γεμάτος ενδοιασμούς. Είναι πολύ δύσκολο να περάσεις φιλοσοφικά ζητήματα σε μια ταινία, πολλώ δε μάλλον, όταν έχουμε συνηθίσει στις γρήγορες εξελίξεις, στις ανατροπές, στη δράση. Ο θεατής δεν έχει εύκολα την υπομονή, ούτε και τη διάθεση, να παρακολουθήσει υποθέσεις φιλοσοφικής υφής στην οθόνη. Αντιθέτως, προτιμά μια εύπεπτη ταινία για να ξεκουράσει το μυαλό από την καθημερινότητα.


Στη συγκεκριμένη ταινία γεγονός είναι πως η παρακολούθησή της κουράζει σε ορισμένα σημεία, μολονότι αποτελεί μια πιστή και προσεγμένη μεταφορά βιβλίου. Η εξέλιξη ουσιαστικά είναι μηδαμινή, αφού πρωταρχικό ρόλο παίζουν οι διάλογοι και η εμβάθυνση στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Το καλύτερο μέρος της ταινίας είναι η εξαιρετική ερμηνεία του Αρμάντ Ασάντε στο ρόλο του Νίτσε, μια ερμηνεία πολύ δουλεμένη, με σημεία που κόβουν την ανάσα και με απόλυτη εκφραστικότητα στο πρόσωπό του. Η κάμερα ακολουθεί κατά διαστήματα τις ονειρικές περιπέτειες του νου, χωρίς όμως, να κουράζεται ο θεατής από αυτά τα διαλείμματα. Η διαφορά της ταινίας με το βιβλίο είναι, πως, ενώ και στα δύο ο Νίτσε περνάει σε δεύτερο ρόλο, στο βιβλίο ο δεύτερος ρόλος συχνά γίνεται πιο δυνατός από τον πρώτο, ενώ στην ταινία ο δεύτερος ρόλος παραμένει δεύτερος.

Γενικότερα, πρόκειται για μια ταινία που σε κανένα βαθμό δεν μπορεί να φτάσει το επίπεδο του βιβλίου, παρόλο που δεν είναι κακή ως ταινία. Άλλωστε η φιλοσοφία δεν εικονίζεται, διαβάζεται.



Στέφανος Ξένος


[από http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=SPG1377]








"Δεν διδάσκω Γιόζεφ, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν'αντέχει το θάνατο ή να "συμβιβάζεται" μαζί του. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση προδίδεις τη ζωή σου! Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!"

"Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!" 

Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στο Μπρόιερ.Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα.
"Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς; Σε παρακαλώ, Φρήντριχ, δεν το αντέχω, σ' το 'χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό;"

"Θέτεις δυο ερωτήματα. Σε ποιό από τα δυο να απαντήσω;"

"Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή"

"Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή"

"Και τι σημαίνει αυτό;" ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος.

"Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου;"

"Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση.Φρήντριχ!"

"Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους" αντέκρουσε ο Νίτσε.

"Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω;"

"Για ν'αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!"

                                                                   ................................................................

"Γιόζεφ, προσπάθησε να καθαρίσεις το μυαλό σου.Φαντάσου το ακόλουθο διανοητικό πείραμα! Τι θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε οτι αυτή τη ζωή -όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές; Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούριο;
"Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ό,τι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου θα επιστρέφει σε σένα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία -ακόμα κι αυτός ο άνεμος και τα δέντρα κι αυτά τα γλιστερά βράχια, ακόμα και το νεκροταφείο κι ο τρόμος, ακόμα κι αυτή η γλυκιά στιγμή κι εσύ κι εγώ, πιασμένοι απ' το μπράτσο, μουρμουρίζοντας αυτά τα λόγια;"

Καθώς ο Μπρόιερ έμεινε σιωπηλός, ο Νίτσε συνέχισε: "Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν'αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ κι εγώ, απλοί κόκκοι στη διαδικασία".

Ο Μπρόιερ έκανε μια προσπάθεια να τον καταλάβει."Αυτή η -η- η φαντασίωση, πώς-;"

"Είναι κάτι παραπάνω από φαντασίωση" επέμεινε ο Νίτσε, "είναι κάτι παραπάνω από ένα νοητικό πείραμα. Άκου μόνο τα λόγια μου! Άσε απ' έξω όλα τ' άλλα! Σκέψου την αιωνιότητα. Δες πίσω σου -φαντάσου- να κοιτάζεις ατέλειωτα πίσω στο παρελθόν.
Ο χρόνος εξαπλώνεται προς τα πίσω για όλη την αιωνιότητα. Και, αν ο χρόνος εξαπλώνεται συνεχώς προς τα πίσω, οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί δεν έχει ήδη συμβεί;
Οτιδήποτε γίνεται τώρα δεν θα έχει γίνει έτσι παλιά; Οτιδήποτε περπατάει εδώ δεν έχει περπατήσει το ίδιο μονοπάτι στο παρελθόν;".


[Ένα απόσπασμα-διάλογος μεταξύ του Νίτσε και του καθηγητή Μπρόιερ από το βιβλίο:"Οταν έκλαψε ο Νίτσε" του Ίρβιν Γιάλομ]


Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Ο βιολιστής










Ἦταν ἕνας βιολιστὴς μὲ παρδαλὰ ροῦχα καὶ μὲ ὑψηλὸ σκοῦφο. Στὸ λαιμό του κρατοῦσε σφιγμένο τὸ βιολί του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο χέρι τὸ δοξάρι. Κουρδιζόταν κι ἔπαιζε σὰν ἀληθινὸς βιολιστής.

Κι ὅμως δὲν ἦταν ἀληθινός. Ἦταν ἀπὸ ξύλο. Ἀπὸ ἕνα πολὺ σπάνιο ὅμως ξύλο: τὸ ξύλο τῆς Ἀγάπης. Τί εἶναι αὐτὸ τὸ ξύλο κι ἀπὸ τί δένδρο κόβεται δὲν ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς κάθε τί τὸ καμωμένο ἀπὸ τέτοιο ξύλο μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση σὰν ζωντανὸς ἄνθρωπος.


 Chagall The Blue Violinist























































Ὁ βιολιστὴς ἅμα ἦρθε στὸν κόσμο ἐτυλίχθηκε μέσα σὲ χαρτί, ἐκλείσθηκε σὲ χονδρὸ κουτὶ κι ἐστάλη σ᾿ ἕνα ἐμπορικὸ γιὰ νὰ πουληθῆ σὰν νὰ ἦταν σκλάβος ὁ κακόμοιρος.

Ὁ ἔμπορος τὸν ἔβαλε στὴν βιτρίνα. Ἐκεῖ τὸν ἔβλεπαν οἱ διαβάτες καὶ ἔβλεπε κι αὐτός, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι ὅτι ἦταν κρυμμένη ζωὴ στὸ ἄψυχο ξύλο. Ὁ ἔμπορος κάποτε τὸν ἐκούρδιζε καὶ τότε πιὰ μαζευόταν κόσμος πολύς, πρὸ πάντων παιδιά, κι ἄκουαν μὲ θαυμασμὸ τὴ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ βιολιοῦ του. Κι αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε κάτι ξεχωριστό, κάτι ποὺ ἔφτανε ὡς τὴν καρδιά.

Ὅλο ἐνόμιζαν πὼς ὁ τεχνίτης εἶχε ἐπιτύχει τὴν μηχανή του. Δὲν ἤξεραν πὼς μέσα στὸ ἄψυχο ξύλο ἦταν κρυμμένη ζωή. Δὲν φαντάζονταν πὼς μόλις κουρδιζόταν ἡ μηχανὴ ὁ βιολιστὴς ἔπαιζε τὸ βιολί του μόνος μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης ποὺ εἶχε μέσα του.

Ἀλλὰ δὲν ἔπαιζε γιὰ κείνους ποὺ μαζεύονταν κι ἔχασκαν ἔξω ἀπὸ τὴ βιτρίνα. Οὔτε τοὺς λογάριαζε οὔτε τὸν ἔμελλε. Ἔπαιζε μονάχα γιὰ τὴν ἀγάπη του. Κι ἡ ἀγάπη του ἦταν μία ὡραία κούκλα ὑψηλότερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, λυγερή, ξεχωριστὴ στὴ χάρη, μὲ κατακόκκινο φόρεμα στηλωμένη ἀντίκρυ του στὴν ἴδια βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ.

Ὁ βιολιστὴς αὐτὴν ἀντίκρυσε πρώτη ἅμα βγῆκε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ χονδρὸ κουτί του καὶ σ᾿ αὐτὴν ἐχάρισε ὅλη τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε μέσα του. Ἄλλος κόσμος δὲν ὑπῆρχε ἐκτὸς τῆς κούκλας. Ἐζοῦσε πιὰ γι᾿ αὐτήν. Ἀλλὰ κι ἐκείνη βέβαια τὸν ἀγαποῦσε. Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, τότε γιατί δὲν ξεκολλοῦσε τὰ μάτια της ἀπὸ πάνω του, τὰ φωτερά της ἐκεῖνα μάτια ποὺ τὸν ἔκαιαν; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε γιατί δὲν ἐγύριζε κἂν νὰ ἰδῆ ἕναν ξανθὸ ἀξιωματικὸ ποὺ ἐπάνω στὸ ξύλινο ἄλογό του καθισμένος εἶχε γυρισμένο τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος της ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβαλε ἐκεῖ ὁ ἔμπορος; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, γιατί χαμογελοῦσε ἀπὸ εὐχαρίστηση ὅταν ἔπαιζε τὸ βιολί του, σὰν νὰ καταλάβαινε πὼς μόνο γι᾿ αὐτὴν ἔπαιζε;
Τὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἀγαποῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἦσαν φανερὰ σημάδια. Ὁ βιολιστὴς ἕνα φόβο εἶχε μέσα στὴν εὐτυχία τῆς ἀγάπης του: μήπως τοὺς χωρίσουν. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ζήση χωρὶς αὐτή; Καὶ τί τὴν ἤθελε τὴ ζωή;

Μὰ ἡ τύχη ποὺ προστατεύει ὅλους τοὺς ἐρωτευμένους δὲν ἄφησε ἀπροστάτευτο καὶ τὸν ξύλινο βιολιστή. Μιὰ μέρα, ἐνῶ ἔπαιζε μὲ ὄρεξη τὸ βιολί του, ἐπερνοῦσαν ἀπ᾿ ἔξω ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καὶ μία μεσόκοπη κυρία.
-Τί ὡραῖα ποὺ παίζει αὐτός!, εἶπε ὁ κύριος. Μοὔρχεται νὰ τὸν ἀγοράσω τοῦ ἀνεψιοῦ μου.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ κυρία ἐκύτταξε τὴν κούκλα.
- Καὶ τί ὡραία ποὺ εἶναι κι αὐτή! Θὰ τὴν πάρω κι ἐγὼ τῆς ἀνεψιᾶς μου.
Γιὰ μία στιγμή, ὁ βιολιστὴς ἐνόμισε πὼς θὰ χωριζόταν πιὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του καὶ τουρχόταν νὰ σκάση ἀπὸ τὸ κακό του. Ἐνῶ ὅμως τὸν ἐτύλιγε ὁ ἔμπορος στὸ χαρτί, κατάλαβε ἀπὸ τὴν ὁμιλία τῆς κυρίας ὅτι ὁ ἀνεψιὸς καὶ ἡ ἀνεψιὰ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ βρισκόταν πάλι κοντὰ στὴν ἀγαπημένη του κούκλα.

Ἔκαμε ὑπομονή, μὰ καὶ οἱ δυὸ μέρες, ποὺ ἔμεινε φυλακισμένος μέσα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ ντουλάπι, τοῦ φάνηκαν χρόνοι ἀτέλειωτοι. Συλλογιζόταν τί θὰ γινόταν μόνη ἡ ἀγαπημένη του, πὼς θὰ τὸν ἀναζητοῦσε, πὼς θὰ νόμιζε ὅτι δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπε πιὰ καὶ θὰ σπαραζόταν ἀπὸ ἀπελπισία.
Κι ὁ καϋμένος ὁ βιολιστὴς ἐδάκρυζε τόσο πολὺ καὶ τόσο συχνά, ὥστε ὅταν τὸν ἐξετύλιξαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα εἶχαν ξεβάψει τὰ μάτια του.

Βρέθηκε μέσα σὲ μιὰ σάλα φωτισμένη καὶ γεμάτη κόσμο. Τί τὸν ἔμελλε γιὰ τὸν κόσμο; Αὐτὸς ἐκύτταζε μόνο νὰ ἰδῆ ποὺ εἶνε ἡ ἀγάπη του. Κι ὅταν τὸν ἐκούρδισαν, ἔπαιξε μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ αὐτὴ καὶ νὰ χαρῇ. Τοῦ κάκου ὅμως, τοῦ κάκου! Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἐκείνη δὲν φαινόταν πουθενά. Ἦσαν ἄλλες κοῦκλες ἐκεῖ καθισμένες γύρω στὶς μεγάλες πολυθρόνες, ἀλλὰ καμμιὰ δὲν εἶχε τὴ χάρι τῆς ἀγαπημένης του. Ὁ βιολιστὴς ἄρχισε ν᾿ ἀπελπίζεται, ὅταν ξαφνικὰ πέρα ἐκεῖ πίσω ἀπὸ μία πόρτα τοῦ φάνηκε πὼς εἶδε τὴν ἄκρη ἑνὸς φορέματος καὶ τὸ φόρεμα αὐτὸ ἔμοιαζε πολὺ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ποὺ φοροῦσε ἡ ἀγάπη του. Πῶς, ἦταν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ δὲν ἐγύριζε νὰ τὸν δῆ; Τί ἔκανε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα; Μήπως τὸν ἐπερίμενε ἐπίτηδες ἐκεῖ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ μὲ λαχτάρα, μὲ καρδιοχτύπι. Καὶ τί εἶδε; Τὴν ἀγαπημένη του μαζὶ μὲ τὸν ξανθὸ ἐκεῖνον ἀξιωματικό, ποὺ δὲν ἐγύριζε ἡ ἄπιστη νὰ δῆ ὅταν ἦταν στὴ βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ. Καὶ τώρα θὰ κρυφομιλοῦσαν βέβαια οἱ δυὸ γλυκὰ-γλυκὰ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ ἄλογό του κι αὐτὴ στηλωμένη ὀρθὴ στὸν τοῖχο.

Ὁ βιολιστὴς ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό. Χωρὶς νὰ συλλογισθῆ τί κάνει, ἅρπαξε τὸ ξύλινο σπαθὶ ἀπὸ τὴ μέση τοῦ ἀξιωματικοῦ κι ἐπέρασε τὰ ἄπιστα στήθη τῆς κούκλας.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ ἐχύθηκε ξαφνικὰ κάτι ποὺ δὲν ἔμοιζε καθόλου μὲ αἷμα. 
Ὁ βιολιστὴς μὲ τ᾿ ἀγριεμένα μάτια του τὸ εἶδε καὶ τινάχθηκε πίσω...
- Τί! ἐφώναξε μὲ βραχνὴ φωνή. Καὶ τὴν εἶχα ἀγαπήσει τόσο, κι ἐνόμιζα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσε 
Pol Ledent
    κι αὐτὴ ἐνῶ δὲν εἶχε μέσα στὰ στήθη της τίποτε ἄλλο ἀπὸ πίτουρα... πίτουρα!

Τὸ πρωί, βρῆκαν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν ὄμορφη κούκλα μὲ τρυπημένα τὰ στήθη καὶ χυμένα τὰ πίτουρα ἐπάνω στὸ κόκκινο φόρεμα καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ πεσμένο κάτω στὸ πάτωμα. Κι ὅταν πῆραν νὰ κουρδίσουν τὸν βιολιστή, εἶδαν πὼς τὸ ξύλο του ἦταν σπασμένο σὲ δυὸ κομμάτια. Ἔρραψαν τὴν πληγὴ τῆς κούκλας, ἐκόλλησαν τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ, κι ἐπέταξαν στὸ κάρρο τῶν σκουπιδιῶν τὸν ἄχρηστο βιολιστή...

Γ. Δροσίνης


Tο διήγημα «O βιολιστής» δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Tύπος» και εντοπίστηκε στο αρχείο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Mιχ. Xανούση.


Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

"Σιωπή " [Μύθος]


Άκουσε, είπε ο Δαίμων ακουμπώντας το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. Η χώρα που σου αναφέρω είν' ένας τόπος θλιβερός, στη Λιβύη, στις όχθες του ποταμού Ζαΐρ. 
Εκεί δεν υπάρχει ούτε ησυχία, ούτε σιωπή.
»Τα νερά του ποταμού έχουν ένα χρώμα θειαφί κι αρρωστημένο. 
Και δεν κυλούν κατά τη θάλασσα, μόνο αναταράζονται στον αιώνα τον άπαντα, κάτω από το κόκκινο μάτι του ήλιου, με μια κίνηση βουερή και σπασμωδική. Κι από τις δυό πλευρές της λασπιασμένης κοίτης του ποταμού, απλώνεται για πολλά μίλια μια κίτρινη έρημος από γιγάντια νούφαρα. Αναστενάζουν το ένα στο άλλο μέσα σ' αυτή τη μοναξιά και τεντώνουν προς τον ουρανό τους ψηλούς και φρικαλέους λαιμούς τους, και κουνούνε δώθε κείθε τις αιώνιες κεφαλές τους. Κι έν' απροσδιόριστο ψιθύρισμα βγαίνει από μέσα τους, σα να κυλούνε υποχθόνια νερά.
 Κι αναστενάζουν το ένα στο άλλο.

»Μα υπάρχουν σύνορα στο βασίλειό τους – τα σύνορα του σκοτεινού, φριχτού και ψηλόκορμου δάσους. Εκεί, όπως τα κύματα γύρω στις Εβρίδες, οι θάμνοι αναταράζονται αδιάκοπα. 
Και όμως καμιά πνοή ανέμου δε φυσά. 
Και τα ψηλά πανάρχαια δέντρα κουνούν αιώνια δώθε κείθε μ' έναν πελώριο και καταθλιφτικό αχό. Κι από τις ψηλές κορφές τους πέφτουν αιώνια, μια μια, σταλαματιές δροσιάς. Και στις ρίζες τους, φαρμακερά λουλούδια αναδεύονται μες στον ανήσυχο ύπνο τους. Και ψηλά, μ' ένα δυνατό θρόισμα, τα γκρίζα σύννεφα τρέχουν ορμητικά, αιώνια προς τη δύση, ώσπου κυλούνε ίδιος καταρράχτης πάνω από το φλογισμένο τοίχο του ορίζοντα. Αλλά καμιά πνοή ανέμου δε φυσά. 
Και στις όχθες του ποταμού Ζαΐρ δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή.

»Ήτανε νύχτα κι έβρεχε, και η βροχή, όσο έπεφτε, ήταν βροχή, μα όταν πια έπεφτε, ήταν αίμα. Κι εγώ στεκόμουνα στο βάλτο, ανάμεσα στα ψηλά νούφαρα, κι η βροχή έπεφτε πάνω στο κεφάλι μου – και τα νούφαρα αναστέναζαν το ένα στο άλλο, επιβλητικά κι επίσημα μες στην απελπισία τους.

»Και ξαφνικά το φεγγάρι ανάτειλε μεσ' από την ανάρια και χλωμή καταχνιά, 
και το χρώμα του ήτανε κατακόκκινο. 
Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στον πελώριο γκρίζο βράχο που ορθωνότανε πλάι στην όχθη του ποταμού, και που τον φώτιζε το φως του φεγγαριού. 
Κι ο βράχος ήταν γκρίζος, φαντασματικός και ψηλός – κι ήτανε γκρίζος ο βράχος.

»Στο μπροστινό του μέρος ήταν σκαλισμένα γράμματα. 
Κι εγώ προχώρησα μεσ' από το βάλτο με τα νούφαρα, ώσπου έφτασα κοντά στην ακροποταμιά,για να μπορέσω να διαβάσω τα γράμματα. 
Μα δεν μπόρεσα να τα ξεδιαλύνω. Ετοιμαζόμουν να γυρίσω πίσω στο βάλτο, όταν το φεγγάρι έλαμψε πιο κόκκινο ακόμα, και γύρισα και ξανακοίταξα το βράχο και τα γράμματα – και τα γράμματα έλεγαν: ΕΡΗΜΩΣΗ.

»Και αναθώρησα, κι ένας άνθρωπος στεκότανε στην κορφή του βράχου. 
Κι εγώ κρύφτηκα ανάμεσα στα νούφαρα, για να κατασκοπεύσω τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος ήταν ψηλός κι επιβλητικός, τυλιγμένος από τους ώμους ως τα πόδια μέσα στην τήβεννο της αρχαίας Ρώμης. Και το περίγραμμα του κορμιού του ήταν θαμπό – αλλά τα χαρακτηριστικά του ήταν χαρακτηριστικά θεότητας. 
Γιατί ο μανδύας της νύχτας, και της καταχνιάς, και του φεγγαριού, και της δρόσου, είχαν αφήσει ξέσκεπα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. 
Και το μέτωπό του ήταν ψηλό από τη σκέψη, και η ματιά του γεμάτη φροντίδες. 
Και στις λιγοστές ρυτίδες πάνω στα μάγουλά του διάβασα τη θλίψη, την κούραση και την αηδία για την ανθρωπότητα, και μια λαχτάρα για μοναξιά.

»Κι ο άνθρωπος κάθισε πάνω στο βράχο, έγειρε το κεφάλι πάνω στο χέρι του, κι αγνάντεψε την ερήμωση. Κοίταξε κάτω τους ταραγμένους θάμνους και ψηλά τα θεόρατα πανάρχαια δέντρα, κι ακόμα πιο ψηλά τον ουρανό που θρόιζε και το κατακόκκινο φεγγάρι. Κι εγώ ήμουν κρυμμένος μες στα νούφαρα και παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. 
Κι ο άνθρωπος έτρεμε μέσα στη μοναξιά – μα η νύχτα προχωρούσε, κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.

»Τότε προχώρησα πιο βαθιά μέσα στο βάλτο, κι ακόμα πιο βαθιά τσαλαβουτώντας μέσα στην ερημιά των νούφαρων, και κάλεσα τους ιπποπόταμους, που κατοικούν ανάμεσα στις φτέρες, στ' απόμερα του βάλτου. Κι οι ιπποπόταμοι άκουσαν τη φωνή μου και ήρθαν, μαζί με το βεχεμώθ(1), στα πόδια του βράχου, και βρυχήθηκαν δυνατά και τρομαχτικά κάτω απ' το φεγγάρι.
Κι εγώ καθόμουνα κρυμμένος και παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. 
Κι ο άνθρωπος έτρεμε στη μοναξιά – μα η νύχτα προχωρούσε κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.

»Τότε θύμωσα και καταράστηκα, με την κατάρα της σιωπής, το ποτάμι και τα νούφαρα, και τον άνεμο και το δάσος, και τον ουρανό και τη βροντή, και τους αναστεναγμούς των νούφαρων. 
Και η κατάρα μου έπιασε, και σώπασαν. 
Και το φεγγάρι σταμάτησε ν' ανεβαίνει το μονοπάτι του στον ουρανό... και η βροντή έσβησε στο απόμακρο... κι η αστραπή δεν άστραψε... και τα σύννεφα κρέμονταν ακίνητα... και τα νερά κατακάθισαν και γαλήνεψαν... και τα δέντρα έπαψαν να σαλεύουν... και τα νούφαρα δεν αναστέναζαν πια – και το ψιθύρισμά τους δεν ακουγότανε, ούτε καν ακουγότανε ως κι ο ίσκιος κάποιου ήχου πέρα ως πέρα στον απέραντο έρημότοπο. 
Και κοίταξα τα γράμματα πάνω στο βράχο, και είχαν αλλάξει. 
Και τα γράμματα έλεγαν: ΣΙΩΠΗ.

»Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην όψη του ανθρώπου, και η όψη του ήταν χλωμή από τον τρόμο. Και βιαστικά σήκωσε το κεφάλι του από το χέρι του και στάθηκε στην άκρη του βράχου και αφουγκράστηκε. Αλλά καμιά φωνή δεν ακουγότανε σ' ολόκληρη την απέραντη ερημιά – και τα γράμματα πάνω στο βράχο έλεγαν: σιωπή. 
Κι ο άνθρωπος αναρίγησε, απόστρεψε το πρόσωπό του κι έφυγε βιαστικά, μακριά, έτσι που τον έχασ' από τα μάτια μου»



Υπάρχουν, βέβαια, ωραίοι μύθοι μες στα βιβλία των Μάγων – μες στα σιδεροδεμένα μελαγχολικά βιβλία των Μάγων. 
Εκεί μέσα, λέω, υπάρχουν θαυμαστές ιστορίες για τον Ουρανό και για τη Γη και για τους κραταιούς Ωκεανούς – και για τα Πνεύματα που κυβερνούσαν τους ωκεανούς τη γη και τα ψηλά ουράνια. Επίσης, υπάρχουν πολλά διδάγματα στους χρησμούς που έλεγαν οι Σίβυλλες. Και πράγματα ιερά, πανίερα, ακούστηκαν τον παλιό καιρό από το σκοτεινό νόημα των φύλλων που τρεμούλιαζαν γύρω από τη Δωδώνη – αλλά, μα τον αθάνατο Αλλάχ, αυτό το μύθο, που μου διηγήθηκε ο Δαίμων καθισμένος πλάι μου, στον ίσκιο του τάφου, τον θεωρώ τον πιο υπέροχο απ' όλους! 

Και όταν ο Δαίμων τέλειωσε την αφήγησή του, 
έπεσε πάλι μέσα στο άνοιγμα του τάφου και γελούσε. 

Κι εγώ δεν μπορούσα να γελάσω μαζί με το Δαίμονα, κι αυτός με καταράστηκε, γιατί δεν μπορούσα να γελάσω. 

Και ο λύγγας που κατοικούσε αιώνια στον τάφο, βγήκε από κει μέσα και ξάπλωσε στα πόδια του Δαίμονα
και στύλωσε τα μάτια του πάνω στο πρόσωπό του.






Edgar Allan Poe
"Αλλόκοτες ιστορίες"

[σε μτφ. 
Κοσμά Πολίτη
εκδ. Γράμματα  (1979)]


Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Το ψαράκι της γυάλας




Ο άνθρωπος, με τη φρατζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός, μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

Το σωστό είναι, όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του.
 Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.
Jean Francois Raffaelli, L'homme aux deux pains,  1879
Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δυο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπος μας στις συγκεντρώσεις, είναι αλήθεια πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: "Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου."
Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει πια δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δε γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ - φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάζει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.
Για παντρειά δεν αποφάσιζε. "Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι", έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. "Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον."
Κι όμως, έστω χωρίς γάμο, μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερες τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικο βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλο-πράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.

Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.
'Ηταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. 'Ηταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λόγκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. "Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία." 'Ηταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ' ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;


Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.
'Εκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. 'Ηταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επιτούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά, της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες σκέψεις: "Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. 'Οπου να'ναι θα πέσουν."
Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο. "Πώς θα πέσουν;" άκουσε μια φωνή μέσα του, "όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;" "θα τους ρίξει ο λαός", διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτόν το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
"Δεν μπορώ", σκέφτηκε, "προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. 'Οσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι."

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. 'Ομως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.
Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
- Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει.
- Θα'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
- Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ' έξω.
- Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπο του. 'Εχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα
τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέρφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτόν του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας:
Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. 'Ηταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. 'Ομως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαζε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.
Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα: 'Ενα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. 'Εκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρταράνε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του . μέτωπο. "Δε γίνεται" σκέφτηκε, "πρέπει να πάω." Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα, τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν.
Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

 Μάριος Χάκκας, ''Το ψαράκι της γυάλας"




 Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας. Τέσσερα χρόνια αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Καισαριανή ∙ η προσφυγική συνοικία της Αθήνας έμελε να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της προσωπικής μυθολογίας του συγγραφέα. Ως μαθητής και έφηβος, ο Χάκκας βίωσε τα τραγικά γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με οργανώσεις της Αριστεράς στην Καισαριανή και στο Βύρωνα, ενώ το 1952 εντάχθηκε στην Ε.Δ.Α. Συμμετείχε στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1954 συνελήφθη βάσει του νόμου περί Ιδιώνυμου (ν. 509)  λόγω της πολιτικής του δράσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα. Στη φυλακή έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα.

Μετά την αποφυλάκισή του, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στη συνέχεια βιοπορίστηκε, μεταξύ άλλων, ως πλασιέ. Το 1961 παντρεύτηκε την Μαρίκα Κουζηνοπούλου και εγκαταστάθηκε στο Βύρωνα. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής.
Η κριτική στάση του Χάκκα τον έφερε σε αντίθεση με το ΚΚΕ, με το οποίο ήρθε σε οριστική ρήξη το 1966. Όταν επιβλήθηκε η δικτατορία, ο Χάκκας συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε για έναν μήνα στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου.
Το 1969 διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο στα νεφρά, που επεκτάθηκε και στον πνεύμονα. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία, το Μιλάνο και τη Γερμανία.  Απεβίωσε στις 5 Ιουλίου του 1972 στο Διαγνωστικό Νοσοκομείο Πειραιώς.

Το πρώτο δημοσιευμένο έργο του Χάκκα είναι η ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι (1965), στην οποία διακρίνεται η επίδραση του Οδυσσέα Ελύτη. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966), που με ρεαλιστικό τρόπο αποτυπώνει τους μεταπολεμικούς προβληματισμούς του αριστερού χώρου. Όμως το έργο που καθιέρωσε τον Χάκκα ως δημιουργό ήταν η συλλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970): τα διηγήματα αυτής της συλλογής είναι δομημένα χωρίς επεισόδια. Απουσιάζουν η πλοκή και οι κεντρικοί χαρακτήρες. Η αφήγηση είναι κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη (σε δεκαεπτά από τα εικοσιένα διηγήματα της συλλογής) και, συντιθέμενα, σχηματίζουν ένα είδος θραυσματικής αυτοβιογραφίας του συγγραφέα. Ο Χάκκας εδώ υπερβαίνει τους περιορισμούς της ρεαλιστικής αφήγηση και σε αρκετά σημεία φλερτάρει με τον υπερρεαλισμό.  Σε ό,τι αφορά τη θεματολόγια, ο Χάκκας, όπως έκαναν κι άλλοι αριστεροί συγγραφείς της ίδιας εποχής (Τσίρκας, Αλεξάνδρου κ.ά.), ασκεί κριτική, όχι στον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά στον δογματισμό των στελεχών και του κομματικού μηχανισμού.   
Το 1971 Χάκκας δημοσίευσε τα θεατρικά μονόπρακτα Ενοχή, Αναζήτηση και Τα κλειδιά, ενώ μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το μονόπρακτο Στον αστερισμό των διδύμων.
Λίγο μετά το θάνατό του εκδόθηκε επίσης και η συλλογή διηγημάτων Το κοινόβιο: σ’ αυτά τα διηγήματα το ύφος του Χάκκα είναι πιο ελεγειακό, καθώς ο συγγραφέας διαισθάνεται ότι έχει περιορισμένο χρόνο και γράφει στο κατώφλι του θανάτου.  Ο ίδιος εξάλλου έλεγε: «Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση…»