Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Το ψαράκι της γυάλας




Ο άνθρωπος, με τη φρατζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός, μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

Το σωστό είναι, όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του.
 Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.
Jean Francois Raffaelli, L'homme aux deux pains,  1879
Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δυο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπος μας στις συγκεντρώσεις, είναι αλήθεια πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: "Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου."
Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει πια δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δε γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ - φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάζει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.
Για παντρειά δεν αποφάσιζε. "Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι", έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. "Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον."
Κι όμως, έστω χωρίς γάμο, μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερες τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικο βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλο-πράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.

Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.
'Ηταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. 'Ηταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λόγκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. "Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία." 'Ηταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ' ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;


Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.
'Εκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. 'Ηταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επιτούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά, της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες σκέψεις: "Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. 'Οπου να'ναι θα πέσουν."
Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο. "Πώς θα πέσουν;" άκουσε μια φωνή μέσα του, "όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;" "θα τους ρίξει ο λαός", διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτόν το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
"Δεν μπορώ", σκέφτηκε, "προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. 'Οσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι."

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. 'Ομως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.
Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
- Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει.
- Θα'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
- Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ' έξω.
- Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπο του. 'Εχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα
τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέρφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτόν του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας:
Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. 'Ηταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. 'Ομως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαζε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.
Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα: 'Ενα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. 'Εκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρταράνε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του . μέτωπο. "Δε γίνεται" σκέφτηκε, "πρέπει να πάω." Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα, τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν.
Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

 Μάριος Χάκκας, ''Το ψαράκι της γυάλας"




 Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας. Τέσσερα χρόνια αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Καισαριανή ∙ η προσφυγική συνοικία της Αθήνας έμελε να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της προσωπικής μυθολογίας του συγγραφέα. Ως μαθητής και έφηβος, ο Χάκκας βίωσε τα τραγικά γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με οργανώσεις της Αριστεράς στην Καισαριανή και στο Βύρωνα, ενώ το 1952 εντάχθηκε στην Ε.Δ.Α. Συμμετείχε στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1954 συνελήφθη βάσει του νόμου περί Ιδιώνυμου (ν. 509)  λόγω της πολιτικής του δράσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα. Στη φυλακή έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα.

Μετά την αποφυλάκισή του, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στη συνέχεια βιοπορίστηκε, μεταξύ άλλων, ως πλασιέ. Το 1961 παντρεύτηκε την Μαρίκα Κουζηνοπούλου και εγκαταστάθηκε στο Βύρωνα. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής.
Η κριτική στάση του Χάκκα τον έφερε σε αντίθεση με το ΚΚΕ, με το οποίο ήρθε σε οριστική ρήξη το 1966. Όταν επιβλήθηκε η δικτατορία, ο Χάκκας συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε για έναν μήνα στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου.
Το 1969 διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο στα νεφρά, που επεκτάθηκε και στον πνεύμονα. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία, το Μιλάνο και τη Γερμανία.  Απεβίωσε στις 5 Ιουλίου του 1972 στο Διαγνωστικό Νοσοκομείο Πειραιώς.

Το πρώτο δημοσιευμένο έργο του Χάκκα είναι η ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι (1965), στην οποία διακρίνεται η επίδραση του Οδυσσέα Ελύτη. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966), που με ρεαλιστικό τρόπο αποτυπώνει τους μεταπολεμικούς προβληματισμούς του αριστερού χώρου. Όμως το έργο που καθιέρωσε τον Χάκκα ως δημιουργό ήταν η συλλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970): τα διηγήματα αυτής της συλλογής είναι δομημένα χωρίς επεισόδια. Απουσιάζουν η πλοκή και οι κεντρικοί χαρακτήρες. Η αφήγηση είναι κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη (σε δεκαεπτά από τα εικοσιένα διηγήματα της συλλογής) και, συντιθέμενα, σχηματίζουν ένα είδος θραυσματικής αυτοβιογραφίας του συγγραφέα. Ο Χάκκας εδώ υπερβαίνει τους περιορισμούς της ρεαλιστικής αφήγηση και σε αρκετά σημεία φλερτάρει με τον υπερρεαλισμό.  Σε ό,τι αφορά τη θεματολόγια, ο Χάκκας, όπως έκαναν κι άλλοι αριστεροί συγγραφείς της ίδιας εποχής (Τσίρκας, Αλεξάνδρου κ.ά.), ασκεί κριτική, όχι στον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά στον δογματισμό των στελεχών και του κομματικού μηχανισμού.   
Το 1971 Χάκκας δημοσίευσε τα θεατρικά μονόπρακτα Ενοχή, Αναζήτηση και Τα κλειδιά, ενώ μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το μονόπρακτο Στον αστερισμό των διδύμων.
Λίγο μετά το θάνατό του εκδόθηκε επίσης και η συλλογή διηγημάτων Το κοινόβιο: σ’ αυτά τα διηγήματα το ύφος του Χάκκα είναι πιο ελεγειακό, καθώς ο συγγραφέας διαισθάνεται ότι έχει περιορισμένο χρόνο και γράφει στο κατώφλι του θανάτου.  Ο ίδιος εξάλλου έλεγε: «Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση…»

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ας μείνουμε εδώ, στη βροχή..



Ας μείνουμε εδώ, στη βροχή.
Όπως ένας άντρας και μια γυναίκα που αγαπιούνται. Βλέπω στα κατακόρυφα νερά ρούχα να στροβιλίζονται, δόντια ακίνδυνα να αστράφτουν, μάτια να μη βλέπουν τίποτα. Γιατί υπάρχουν πράγματα που είναι αιώνια. Παρότι γήινα. Το βρόχινο νερό, ας πούμε, η πέτρα που κουβαλάει ο άνθρωπος, η δόξα που αποθέτει στην κόμη μας ο έρωτας.

Μην πας πιο κάτω.
Πιο κάτω τα νερά αγριεύουν. Γίνονται χείμαρροι. Μετά θολά ποτάμια. Τραβάνε γραμμή για τους μεγάλους καταρράκτες. Έτσι ακούγεται – κανείς δεν επέστρεψε να μας πει αν είναι αλήθεια. Μονάχα ο θεός, αλλά αυτός δεν μιλάει. Μιμείται εξίσου καλά την ύπαρξη και την ανυπαρξία. Η ζωή είναι απλώς μία σκέψη του. Για τη δική μας ζωή μιλάω. Αν στροβιλιστούμε τώρα στη βροχή, η σκέψη του θα γίνει σάρκα. Θα την μυρίσεις πάνω μου. Θα την μυρίσω πάνω σου. Έτσι γίνεται – δεν υπάρχουν αναίμακτες θυσίες. Μα, μη φοβάσαι. Ύστερα η βροχούλα θα ξεπλύνει το βωμό από τα κόκκινα.

Ούτε μέσα να μπούμε.
Με κούρασαν τα ασφαλή στέγαστρά μας. Δεν βρέχει εκεί. Στους χορούς μας εκεί δεν μπαίνουμε μούσκεμα. Εκεί μόνο φυσάει. Θυμάσαι τότε πράγματα αλλόκοτα. Κάποιους ανθρώπους που περάσαν βιαστικά από τη ζωή σου, εξερχόμενοι για λίγο από τη δική τους ζωή΄ ένα μπλε ποδήλατο που σε δυσκόλευε στις ανηφόρες΄ τρεις φόβους που για χρόνια τους ερμήνευες λάθος. Και φυσάει δαιμονισμένα από παντού. Σαν να ’ναι οι τοίχοι μας φασματικοί. Φέρνει διάφορα απέξω. Αίφνης, στο μαξιλάρι σου ανακαλύπτεις ένα ματωμένο φτερό.

Τότε είναι που χωρίζουν οι άνθρωποι.
Τη στιγμή ακριβώς που ανακαλύπτουν ότι συνορεύουν. Κάθονται και μετράνε τα πασαλάκια των ορίων. Μοιάζει να μην τους αφορά που συναντήθηκαν – εκεί, στο ξέφωτο, στoυς αγρους. Τελικά, απελαύνονται εντός τους. Αναζητούν τη φύση του σώματός τους, λογχίζουν τα πλευρά τους, γνωρίζουν το καλό και το κακό. Γι’ αυτό και δεν είναι θλίψη αυτό που βλέπεις στα μάτια τους. Σάστισμα είναι. “Τι παραδείσια εξορία ο εαυτός”, παρηγοριούνται. Δεν θεραπεύονται ποτέ. Μόνο στον ύπνο τους φυτεύουνε μηλιές, αλλά κι εκεί σε γαίες ναρκοθετημένες γύρω γύρω.

Ξέρω – δεν βρέχει τώρα.
Όμως μπορώ να κάνω έτσι με το χέρι το δεξί και να ’ρθουνε ευθύς τα νέφη να μας συγχωρέσουν. Όλα θα γίνουν γαλανά, υγρά και διάφανα. Ακόμα και αυτά που κάποτε ποδοπατήσαμε αλύτρωτοι – ένα μερμήγκι που έτρεχε για τη φωλιά του, τη μάσκα που ήτανε για χρόνια πρόσωπό μας, το στρώμα που, γνωρίζοντας το βάρος μας, έμαθε καλά τη γλώσσα των νικητών και των ηττημένων. Θυμήσου μόνο πού έκρυψες το γρανιτένιο σου μαχαίρι, ιέρεια. Θυμήσου μόνο ότι η ελευθερία αναρριχάται σε άλλον. Ποτέ κανείς δεν πάτησε στον εαυτό του για ν’ ανέβει ψηλά, να ανοίξει τους κρουνούς στα σύννεφα.





Πίνακας : Julian Alden Weir  "Φθινοπωρινή βροχή"  1890


(Α, πρέπει αμέσως να συνέλθω. Να βγω μια βόλτα στη βροχή, έστω και μόνος. Μ’ έπιασε πάλι Αυτό από το χέρι σαν μητέρα. Κάπου θέλει να με πάει Αυτό. “Στην ποίηση”, λέει. “Στην ποίηση”. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι Αυτό, γιατί είναι αόρατο. Μονάχα ως γλυκασμό το αισθάνομαι. Λέω συχνά πως είναι πνεύμα αγαθό, ας το ακολουθήσω. Μετά όμως αμφιβάλω. Με γλυκασμούς μας παρασέρνουν και τα πνεύματα τα πονηρά. Κι αν μπω στην ποίηση με Αυτό ξεναγό, αν γίνω όργανό του, θα σπείρω στον κόσμο δυνάμεις ανεξέλεγκτες. Γιατί η ποίηση είναι χρησμός που επαληθεύεται. Γίνεται ειμαρμένη. Πώς ν’ αναλάβω τέτοια ευθύνη; Γι’ αυτό και κρατιέμαι μακριά από δαύτη. Στυλώνω το πόδια μου σε Αυτό. Πιάνω μιαν άκρη και μιλάω. Λέω τα δικά μου. Λέω μόνο λόγια. Γιατί όλα πρέπει να ειπωθούν. Τα πιο ταπεινά κυρίως. 
Όμως εσύ να έρθεις. Να σε χορέψω, να με χορέψεις στη βροχή. 
Όχι στην ποίηση. Σπάνια εμφανίζομαι πλέον εκεί.) 

 Πάνος Σταθόγιαννης