Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Προσωπικό


 Επειδή η ζωή μας
μοιάζει να φυραίνει  
μέρα τη μέρα,
δε θα πει πως η ζωή 

δεν αξίζει τον κόπο.
829013299_3420fa3a9b
Marc Chagall


Επειδή σ' αγάπησα και σ' αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο,
έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι,
ντρέπομαι για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα 'μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ' αρχίζαμε
απ' το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν' αγαπάς
και δυσκολότερο ν' αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να 'ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ' όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.




Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Άνθρωποι από καλαμπόκι .. [ Κεφ. ΙΙ ]


«Όταν ο κόσμος κοιμόταν και δεν ήθελε να ξυπνήσει, οι μεγάλοι θεοί έκαναν την συνέλευσή τους για να αποφασίσουν για τις δουλειές κι έτσι συμφώνησαν να φτιάξουν τον κόσμο και να φτιάξουν τους άντρες και τις γυναίκες. Και ήρθε στη σκέψη των περισσότερων από τους θεούς να φτιάξουν τον κόσμο και τους ανθρώπους και σκέφτηκαν να τους φτιάξουν και να είναι πολύ όμορφοι και να αντέχουν πολύ στο χρόνο και έτσι έφτιαξαν τους πρώτους ανθρώπους από χρυσάφι κι έμειναν ευχαριστημένοι οι θεοί γιατί οι άνθρωποι που έφτιαξαν ήταν λαμπεροί και δυνατοί.
Αλλά τότε οι θεοί κατάλαβαν ότι οι άνθρωποι από χρυσάφι δεν κουνιόντουσαν, έστεκαν πάντα χωρίς να περπατούν ή να δουλεύουν, γιατί ήταν πολύ βαριοί.

Κι έτσι συγκεντρώθηκε η κοινότητα των θεών για να βγάλει απόφαση πως θα λύσουν αυτό το πρόβλημα κι έτσι βγάλαν απόφαση να κάνουν κι άλλους ανθρώπους και τους έκαναν από ξύλο κι αυτοί οι άνθρωποι είχαν το χρώμα του ξύλου και δούλευαν πολύ και πολύ περπατούσαν κι οι θεοί ήταν πάλι ευχαριστημένοι γιατί ο άνθρωπος πια δούλευε και περπατούσε κι ήταν πια έτοιμοι να πάνε να το γιορτάσουν, όταν κατάλαβαν πως οι άνθρωποι από χρυσάφι ανάγκαζαν τους ανθρώπους από ξύλο να τους φορτώνονται στη πλάτη και να δουλεύουν γι’ αυτούς.

Κι έτσι οι θεοί είδαν ότι ήταν λάθος αυτό που έκαναν και έτσι κάθισαν να συμφωνήσουν για να δουν πως θα διορθώσουν την κατάσταση κι έτσι πήραν απόφαση να φτιάξουν ανθρώπους από καλαμπόκι, τους ανθρώπους τους καλούς, τους άντρες και τις γυναίκες τους αληθινούς, και πήγαν να κοιμηθούν κι έμειναν οι άνθρωποι από καλαμπόκι, οι άντρες κι οι γυναίκες οι αληθινοί, να δουν πώς να διορθώσουν τα πράγματα γιατί οι θεοί πήγαν για ύπνο.

Κι οι άνθρωποι από καλαμπόκι μίλησαν την γλώσσα την αληθινή για να βγάλουν απόφαση μεταξύ τους και φύγαν για τα βουνά για να δουν πώς να φτιάξουν έναν καλό δρόμο για όλους τους ανθρώπους».


Μου διηγήθηκε ο γερο-Αντόνιο πως οι άνθρωποι από χρυσάφι ήταν οι πλούσιοι, με το λευκό το δέρμα, κι ότι οι άνθρωποι από ξύλο ήταν οι φτωχοί, με το σκούρο δέρμα, που δουλεύαν για τους πλούσιους και πάντα τους φορτώνονταν κι ότι οι άνθρωποι από χρυσάφι κι οι άνθρωπο από ξύλο περιμένουν την άφιξη των ανθρώπων από καλαμπόκι, οι πρώτοι με φόβο κι οι δεύτεροι μ’ ελπίδα.

Ρώτησα το γερο-Αντόνιο τι χρώμα ήταν το δέρμα των ανθρώπων από καλαμπόκι και μου ‘δειξε διάφορους τύπους καλαμποκιού, με διάφορα χρώματα, και μου ‘πε πως ήταν από όλα τα δέρματα, αλλά κανείς δεν ήξερε καλά, γιατί οι άντρες από καλαμπόκι, οι άντρες κι οι γυναίκες οι αληθινοί, δεν είχαν πρόσωπο…(1)






Πέθανε ο γερο-Αντόνιο. Τον γνώρισα πριν από δέκα χρόνια σε μια κοινότητα βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Κάπνιζε όσο κανείς, και ,  όταν τελείωναν τα τσιγάρα, μου ζήταγε καπνό κι έκανε στριφτά. Κοιτούσε την πίπα μου με περιέργεια και , όταν κάποια φορά θέλησα να του τη δανείσω, μου δειξε το στριφτό στο χέρι του, λέγοντάς μου χωρίς λόγια ότι προτιμούσε να καπνίζει με τη δικιά του μέθοδο. Πριν από δύο χρόνια, το 1992, όταν γύρναγα στις κοινότητες κάνοντας συνελεύσεις για να δουμε αν θα άρχιζε ο πόλεμος ή όχι, έφτασα μέχρι το χωριό του γερο-Αντόνιο. Με πρόφτασε ο γιος Αντόνιο και διασχίσαμε λιβάδια και φυτείες καφέ. Όσο η κοινότητα συζητούσε τα του πολέμου, ο γέρο-Αντόνιο με πήρε απ το χέρι και με οδήγησε στο ποτάμι, κάπου εκατό μέτρα παρακάτω απ το κέντρο του χωριού. Ήταν Μάιος και το ποτάμι ήταν πράσινο και με διακριτή κοίτη. Ο γερο-Αντόνιο κάθισε σ έναν κορμό και δεν είπε τίποτα.
Μετά από λίγο μίλησε:
"Το βλέπεις ; Είναι όλα ήσυχα και καθαρά, φαίνεται σα να μη συμβαίνει τίποτε... "

"Χμ..." του είπα, ξέροντας ότι δεν περίμενε ούτε ναι ούτε και όχι.
Κατόπιν μου έδειξε την κορυφή του κοντινότερου βουνού. Τα σύννεφα ξαπλώναν γκρίζα στην κορυφή, και αστραπές έσπαζαν το διάχυτο μπλε των λόφων. Ήταν μια καταιγίδα από τις αληθινές, αλλά φαινόταν τόσο μακρινή και τόσο λίγο απειλητική που ο γερο-Αντόνιο άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο και να ψάχνει μάταια έναν αναπτήρα που δεν είχε, μοναχά για να μου δώσει αρκετό χρόνο να του προσφέρω τον δικό μου.

"Όταν τα πάντα είναι ήσυχα εδώ κάτω, στο βουνό έχει καταιγίδα, οι χείμαρροι αρχίζουν ν αποκτούν δύναμη και κατευθύνονται προς την κοιλάδα" είπε μετά από μία ρουφηξιά .

Στην περίοδο των βροχών το ποτάμι είναι βίαιο, ένα καφέ μαστίγιο, ένας σεισμός έξω απ την κοίτη, είναι όλο δύναμη. Δεν προέρχεται η δύναμή του από τη βροχή που πέφτει στις όχθες του, είναι οι χείμαρροι που κατεβαίνουν απ το βουνό αυτοί που το τρέφουν.
Καταστρέφοντας, το ποτάμι ξαναφτιάχνει τη γη, τα νερά του θα γίνουν καλαμπόκι, φασόλια και ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο στα τραπέζια του δάσους


"Έτσι είναι ο αγώνας μας" μου λέει και λέει και στον εαυτό του ο γερο-Αντόνιο.
"Στο βουνό γεννιέται η δύναμη, αλλά δε φαίνεται μέχρι να φτάσει κάτω" Και, απαντώντας στην ερώτησή μου αν πιστεύει ότι είναι πια καιρός να ξεκινήσουμε, προσθέτει : "Είναι πια καιρός το ποτάμι ν΄αλλάξει χρώμα..." 

Ο γερο-Αντόνιο σωπαίνει κι  ανασηκώνεται στηριζόμενος στον ώμο μου. Επιστρέφουμε σιγά σιγά. Μου λέει : " Εσείς είσαστε οι χείμαρροι κι εμείς το ποτάμι... πρέπει να κατεβείτε πια... "

Συνεχίζει η σιωπή και φτάνουμε στην καλύβα όταν πια νυχτώνει. Ο γιος Αντόνιο επιστρέφει σε λίγο με την απόφαση που έλεγε πάνω κάτω :

"Οι άντρες και οι γυναίκες και τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στο σχολείο της κοινότητας  για να δουν μες στην καρδιά τους εάν είναι η ώρα να ξεκινήσουμε τον πόλεμο για την ελευθερία, και χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, δηλαδή σε γυναίκες, παιδιά και άντρες για να συζητήσουν, και μετά συγκεντρωθήκαμε άλλη μια φορά στο σχολείο και κατέληξε η σκέψη της πλειοψηφίας ότι πρέπει να ξεκινήσει πια ο πόλεμος γιατί το Μεξικό έχει αρχίσει πια να πουλιέται  στους ξένους και ότι την πείνα την αντέχουμε, αλλά δεν ανεχόμαστε να μην είμαστε πια Μεξικάνοι, και στη συμφωνία κατέληξαν 12 άντρες και 23 γυναίκες και 8 παιδιά που είχαν πια ώριμη κρίση και υπέγραψαν αυτοί που ήξεραν και που δεν έβαζαν πια το αποτύπωμά τους"

Έφυγα τα ξημερώματα, ο γερο-Αντόνιο δε βρισκόταν εκεί. είχε φύγει νωρίς για το ποτάμι. 





Έτυχε να ξαναδώ τον γερο-Αντόνιο πριν κανα δυο μήνες . Δεν είπε τίποτε, όταν με είδε και κάθισα στο πλάι του και, μαζί του, βάλθηκα να βγάζω τους σπόρους απ΄τα καλαμπόκια.  "Φούσκωσε το ποτάμι" μου είπε μετά από λίγο.  "Ναι" του είπα.  

Εξήγησα στο γιο Αντόνιο τα του συμβουλίου και του παρέδωσα τα έγγραφα όπου φαίνονται τα αιτήματά μας κι οι απαντήσεις της κυβέρνησης. Μιλήσαμε για το τι συνέβη στο Ocosingo και, πάλι τα ξημερώματα, ξεκίνησα για να επιστρέψω.  Στην άκρη του δρόμου με περίμενε ο γερο-Αντόνιο, στάθηκα στο πλάι του και κατέβασα το σάκο μου να ψάξω για καπνό να του προσφέρω.  "Όχι τώρα" μου είπε αρνούμενος τη σακούλα που του έδινα.
Μ΄έβγαλε από τη φάλαγγα και μ έφερε στα πόδια μιας ceiba (2).  "
Θυμάσαι τι σου είπα για τους χειμάρρους στο βουνό και το ποτάμι; "
με ρώτησε.
"Ναι" απάντησα με το ίδιο μουρμουρητό που με ρωτούσε.
"Ξέχασα να σου πω κάτι" προσθέτει κοιτάζοντας την άκρη των ξυπόλυτων ποδιών του.  

Απάντησα με σιωπή. 

"Οι χείμαρροι..."  σταματάει από το βήχα που κυριεύει το σώμα, παίρνει μια ανάσα και συνεχίζει:
"Οι χείμαρροι .... όταν κατεβαίνουν... "  Μια νέα κρίση βήχα με κάνει να φωνάξω το γιατρό της φάλαγγας. αυτός απορρίπτει το σύντροφο με τον κόκκινο σταυρό στον ώμο. ο αντάρτης με κοιτάζει και του κάνω νόημα να αποσυρθεί. Ο γερο-Αντόνιο περιμένει ν απομακρυνθεί το σακίδιο με τα γιατρικά και , στο ημίφως, συνεχίζει : "Οι χείμαρροι... όταν κατεβαίνουν.....  πια δεν έχουν επιστροφή... παρά για να μπουν κάτω απ τη γη"
Με αγκαλιάζει γρήγορα και γρήγορα φεύγει. 
Εγώ μένω να κοιτάζω πώς απομακρύνεται η σκιά του, ανάβω την πίπα και φορτώνω το σακίδιο. Καβάλα στο άλογο πια , θυμάμαι τη σκηνή. Δεν ξέρω γιατί, ήταν πολύ σκοτεινά, αλλά ο γερο-Αντόνιο μου φάνηκε πως έκλαιγε ..

Τώρα μου ρχεται το γράμμα του γιου Αντόνιο με την απόφαση του χωριού, με την απάντηση στις προτάσεις της κυβέρνησης.  
Μου λέει ο γιος Αντόνιο πως ο γερο-Αντόνιο σύντομα χειροτέρεψε πολύ, πως δε θέλησε να με ειδοποιήσουν και πως την ίδια νύχτα πέθανε.  Λέει ο γιος Αντόνιο ότι, όταν επέμεναν να με φωνάξουν, ο γερο-Αντόνιο είπε μονάχα: "Όχι, τώρα πια του είπα ό,τι είχα να του πω... Αφήστε τον, τώρα έχει πολλή δουλειά... " 




(1) Αναφορά στους Ζαπατίστας που καλύπτουν τα πρόσωπά τους με κουκούλες 
(2) ιερό δέντρο για τους ινδιάνους. Σε πολλές κοινότητες το φυτεύουν στα όρια της κοινότητας για να τους προστατεύει 



Subcomandante Marcos :    "Ιστορίες του γερο-Αντόνιο"  κεφ. ΙΙ

[εκδ. Ροές
μεταφρ. Γιώργος Καρατζάς ]




εδώ το προηγούμενο κεφάλαιο                                          Εδώ το επόμενο κεφάλαιο