Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

"Το τέλος του Οδυσσέα"



Οι εκατό μνηστήρες της βασίλισσας Πηνελόπης είχαν σκοτωθεί και τα πτώματά τους, το ένα μετά το άλλο, τα έβγαλαν από τη σάλα της γιορτής τυλιγμένα με χαλιά. Μολονότι κόντευαν μεσάνυχτα, το σπίτι ήταν ακόμη στο πόδι μετά τα φοβερά συμβάντα, τα παράθυρα άπλωναν φως μέσα στη νύχτα κι οι υπηρέτες έτρεχαν πέρα - δώθε. Ακουγόταν πως στη μεγάλη αίθουσα σάρωναν με σκούπες το αίμα απ' το πλακόστρωτο.
Στο λαμπροφώτιστο υπνοδωμάτιο ο Οδυσσέας άρχισε να μιλάει στη γυναίκα του την Πηνελόπη για τις εικοσάχρονές του περιπέτειες· για την Τροία, για τη διαμάχη των βασιλιάδων στο στρατόπεδο· για το ταξίδι της επιστροφής και τα παράξενα της μακρινής θάλασσας. Όμως όταν έφτασε στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, παρατήρησε πως η Πηνελόπη δίπλα του είχε αποκοιμηθεί. Και σκέφτηκε: τράβηξε πολλά σήμερα η καημένη· θα συνεχίσω αύριο. Κι ακούμπησε το κεφάλι του πλάι στο δικό της, πάνω στο πορφυρένιο προσκεφάλι.

Στο βασιλικό παλάτι είχαν να γίνουν και να μπουν στη θέση τους πολλά, γιατί οι νεαροί που έβραζε το αίμα τους, τα είχαν κάνει όλα άνω κάτω. Ο Οδυσσέας κατάστρωσε ένα σχέδιο, πήρε αναφορά από τους επιστάτες του και ρίχτηκε στη δουλειά. Έστρωσε τη μεγάλη αίθουσα με καινούργιες μαρμάρινες πλάκες, για να σβήσει και την τελευταία ανάμνηση του κρασιού μα και του αίματος που χύθηκε. Τα κελάρια και οι αποθήκες είχαν αδειάσει ως τη μέση κι έπρεπε να γεμίσουν πάλι. Τα ελαιοτριβεία, παλιότερα καμάρι της βασιλικής οικονομίας, χρόνια τώρα δεν χρησιμοποιούνταν και ήθελε χρόνο και κόπο για να τα ξαναφτιάξουν.
Πίσω από το σπίτι οι μνηστήρες είχαν φυτέψει έναν μεγάλο ανθόκηπο και την φροντίδα του την είχαν αναθέσει σε έναν Σύρο κηπουρό. Εκεί καλλιεργούσαν νάρκισσους και γαρίφαλα κι εκείνα τα εκατόφυλλα ρόδα, που μόλις τότε είχε ευδοκιμήσει η καλλιέργειά τους. Μ' αυτά τα λουλούδια oι μνηστήρες στόλιζαν τα γιορτινά τραπέζια κι έφερναν μεγάλες ανθοδέσμες στη βασίλισσα, που συναγωνίζονταν για την εύνοιά της. Η Πηνελόπη δεχόταν μ' ευχαρίστηση τις προσφορές των λουλουδιών και στόλιζε μ' αυτά τα χάλκινα βάζα στα περβάζια της κρεβατοκάμαρας.
Τώρα ο Οδυσσέας ξεπάτωσε τον ανθόκηπο και στη θέση του έβαλε μια φυτεία λαχανικών με ποτιστικά κανάλια από τσιμέντο, όπως αυτά που είχε δει στην Αίγυπτο. Τα λαχανικά ευδοκίμησαν και έδωσαν πτηνοτροφή για μερικούς μήνες. Όμως τα χάλκινα βάζα της βασίλισσας θα έμεναν πια άδεια.


Πίνακας : Γιάννης Αδαμάκος

Στο μακρινό ταξίδι της επιστροφής απ' όλα πιο πολλή χαρά έδινε στον Οδυσσέα το πως θα διηγιόταν στη γυναίκα του όλες αυτές τις περιπέτειες και πως εκείνη θα κρεμόταν αχόρταγα απ' τα χείλη του και θα τον διέκοπτε με ερωτήσεις.
Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν τόσο προσεκτικός ακροατής σαν τους Φαίακες, που δύο μέρες ολάκερες άκουγαν με προσήλωση τη μελωδική του αφήγηση.
Όταν άρχισε τη διήγηση στην Πηνελόπη, εκείνη δούλευε αμίλητη το χρυσό σχέδιο ενός κεντήματος και κοίταζε αφηρημένη απ' το παράθυρο. Όταν κάποτε της έκανε μια ερώτηση, κατάλαβε πως μπέρδευε τους Λαιστρυγόνες με τους Λωτοφάγους· κι αυτό τον πόναγε, γιατί θυμόταν με ακρίβεια τις εμπειρίες του, που όσο γίνονταν πιο μακρινές, όλο και πιο πολύ τις αγαπούσε.
Μόνον όταν μιλούσε για τη νύμφη Καλυψώ φαινόταν ν' ακούει προσεκτικότερα. Και το ενδιαφέρον της αυτό τον ερέθιζε κι εξιστορούσε τούτο το κομμάτι της περιπλάνησής του πιο διεξοδικά: το μοναχικό νησί, το θαυμαστό ιερό άλσος, που στα δέντρα του φώλιαζαν τα θαλασσοπούλια, και την ευωδιαστή σπηλιά της θεάς.
Πόσο καιρό έμεινες σ' αυτή την Καλυψώ; ρώτησε μια φορά.
Επτά χρόνια, απάντησε αυτός.
Έσκυψε στο εργόχειρό της και τα μάτια της σκοτείνιασαν.

Τον καιρό που έλειπε ο Οδυσσέας, κάθε βράδυ, την ώρα που ανάβουν τα φώτα, άρχιζε στη μεγάλη αίθουσα η γιορτή των μνηστήρων. Και η Πηνελόπη άκουγε που 'φταναν ως το δωμάτιό της ο θόρυβος του συμποσίου, ο ήχος του αυλού και οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που της ήταν αφοσιωμένοι.
Μερικές φορές, σκεπασμένη με τον πέπλο, ανέβαινε κρυφά στη στοά που περιέτρεχε ψηλά την αίθουσα και κοίταζε πίσω από έναν στύλο τους άντρες, που κάθονταν σε επίχρυσα καθίσματα: τον θεϊκό Αντίνοο - τα μάτια του ήταν σαν τη νύχτα - τον ευγενή μεσόκοπο Ευρύμαχο και τον Μένωνα, που ακόμη ήταν παλικαράκι. Τώρα ο αυλός είχε βουβαθεί και όλα στο σπίτι ακολουθούσαν την κανονική τους πορεία. Όμως, πάντοτε, όταν ερχόταν η ώρα που άναβαν τα φώτα, η βασίλισσα γινόταν ανήσυχη κι έδειχνε να της λείπει αυτός ο ήχος κι αυτές οι μακρινές φωνές, που όλες τώρα είχαν πεθάνει. Και μία φορά δεν μπόρεσε να κρατηθεί· έριξε πάνω της τον πέπλο, όπως τότε, ανέβηκε στη στοά και κοίταζε κάτω στη σάλα. Εκεί στέκονταν τα επίχρυσα καθίσματα σε μεγάλες σειρές πλάι στον τοίχο, το καθένα σκεπασμένο με ένα κάλυμμα από γκρίζο λινό ύφασμα.
Και μέσα στη σιωπή άκουσε την φωνή του άντρα της, που έλεγε: Εύμαιε, μην τ' αφήνεις άλλο τα γουρουνάκια έξω μες στη νύχτα· άρχισε να κάνει ψύχρα.
 Όταν κάποτε έφεραν στο τραπέζι ένα στρογγυλό κεφάλι κατσικίσιο τυρί, σαν κι αυτά που έχουν σ' όλα τα νησιά της Μεσογείου, ο Οδυσσέας δεν κρατήθηκε και γέλασε μόνος του. Δεν τον ρώτησε, τι τρέχει, κι έτσι άρχισε από μόνος του να διηγείται: Αυτό το κατσικίσιο τυρί μου θυμίζει τη σπηλιά του Πολύφημου. Είχε εκατοντάδες τέτοια κεφάλια σε σανίδες τριγύρω στους πέτρινους τοίχους. Και μόλις χωθήκαμε στη σπηλιά, οι πιστοί μου σύντροφοι κι εγώ, τότε είπα…

Φίλε μου, τον διέκοψε, φαίνεται ότι δεν ξέρεις πως μου την έχεις κιόλας πει αυτή την ιστορία τέσσερις φορές. Την ξέρω λοιπόν· πώς μεθύσατε τον καημένο τον γέρο, πώς του βγάλατε - δέκα ενάντια σ' έναν - το μοναδικό του μάτι, τα έχω ακούσει πιο πολύ απ' όσο θέλω. Περισσότερο θα ήθελα να μάθω για σένα, τι έκανες αυτά τα δέκα χρόνια στην Καλυψώ.

Επτά χρόνια
, απάντησε.

Χθες έλεγες δέκα· έχεις, φαίνεται, πει τόσα ψέματα στα ταξίδια σου, καημένε μου φίλε, που δεν ξέρεις πια να πεις την αλήθεια. Όμως είτε δέκα χρόνια ήταν είτε επτά, ήταν σίγουρα πολύς καιρός και φαίνεται πως καλοπέρασες εκεί. Απάντησε λοιπόν στην ερώτησή μου: τι έκανες τόσο καιρό;

Τώρα έπρεπε να της απαντήσει: Γυναίκα, όλα αυτά τα χρόνια νοσταλγούσα εσένα· αυτά τα χρόνια καθόμουν στην αμμουδιά του μακρινού νησιού, κοίταζα πέρα από τη θάλασσα και παρακαλούσα τους θεούς, να μπορέσω να δω μια φορά μονάχα ακόμα τον καπνό του σπιτιού σου. Έτσι έπρεπε να απαντήσει. Βλέποντας όμως πως τα μάτια της τον κοίταζαν παγερά και σκληρά, τα κράτησε μέσα του αυτά. Και ποτέ της δεν έμαθε για τη μεγάλη του νοσταλγία για την πατρίδα.

Έπινα κρασί εκεί, απάντησε ήρεμα, το κρασί είναι καλό σ' αυτά τα νησιά, μολονότι λίγο ξυνό.

Ένα χρόνο μετά την επιστροφή του Οδυσσέα, πέθανε ο πατέρας του, ο Λαέρτης. Αυτό ήταν βαρύ χτύπημα για εκείνον, γιατί τον αγαπούσε τον γέροντα, που του στάθηκε φίλος στο ρημαγμένο σπίτι.
Ακόμη ο Λαέρτης ήταν ο μόνος άνθρωπος που ο Οδυσσέας μπορούσε να του μιλάει για τις περιπέτειές του. Και μια ζωηρή αφήγηση των εμπειριών και των ανακαλύψεών του την ένιωθε ανάγκη. Όμως η γριά οικονόμος, η Ευρύκλεια, ήταν κουφή και ο Τηλέμαχος είχε άλλες έγνοιες. Γι' αυτό του άρεσε του Οδυσσέα να κάθεται έξω στο αγρόκτημα, κοντά στον Λαέρτη, και να διηγείται με ζωηρές χειρονομίες για τέρατα και πριγκίπισσες, ακόμη κι όταν αντιλαμβανόταν, πως ο γέροντας έχοντας στρέψει αλλού το βλέμμα, μακάριος, δεν τον άκουγε πια.
Όταν πέθανε, ο Οδυσσέας του έχτισε κάτω στην ακρογιαλιά ένα μνημείο από λαξεμένη πέτρα, σε σχήμα πυραμίδας, που στην είσοδό της στέκονταν δυο χάλκινες κόρες. Εκεί καθόταν ώρες μόνος του, βυθισμένος στον εαυτό του. Τώρα ήταν πενήντα χρονών και τα χρυσά σγουρά μαλλιά του, που τα είχαν αγαπήσει θεές, άρχισαν να γίνονται γκρίζα.
Εκείνο τον καιρό ο Τηλέμαχος άφησε γεια στους γονείς του. Μέσα του έβραζε το ανήσυχο πατρικό αίμα και επί πλέον δεν του άρεσε η δυσάρεστη ατμόσφαιρα στο σπίτι· έτσι έσμιξε με κάτι πλοία φοινικικά, που είχαν πιάσει λιμάνι στο νησί, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην ανατολική θάλασσα.
Από τη στέγη του σπιτιού, απ' όπου μπορούσε να δει κανείς τη θάλασσα πέρα απ' τον δασωμένο λόφο, ο Οδυσσέας ακολουθούσε με τα μάτια του το πλοίο. Είχε απανεμιά και το πλοίο έμεινε μέρες στο ίδιο σημείο του ορίζοντα. Έπειτα, όταν η επιφάνεια της θάλασσας ρυτίδωσε από τον καθάριο άνεμο, άπλωσε λαμπρά πανιά και τράβηξε για μακρινές περιπέτειες.

Χρόνια ολάκερα ο Οδυσσέας είχε μαζί του ένα μικρό γαλάζιο θαλασσινό κογχύλι, απ' το νησί της Καλυψώς. Μια φορά είχε ξαπλώσει εκεί στην αμμουδιά, όπως συχνά, και κοίταζε νοσταλγικά μακριά, πάνω από τα συντριβάνια των κυμάτων, και καθώς έπαιζε το χέρι του στην άμμο άγγιξε το μικρό κογχύλι. Από τότε το είχε πάντα μαζί του, σαν ανάμνηση της γλυκύτητας εκείνων των στιγμών. Ακόμα κι όταν μετά την θύελλα που διέλυσε την σχεδία του κολυμπούσε μέρες μέσα στη θάλασσα, το κογχύλι το είχε μαζί, στη ζώνη του.
Η Πηνελόπη γρήγορα παρατήρησε το μικρό αντικείμενο και πόσο τ' αγαπούσε. Από πού το ΄χεις αυτό το κογχύλι; τον ρώτησε.

Το έχω απ' το νησί της Καλυψώς.

Τότε καταλαβαίνω, γιατί το αγαπάς τόσο πολύ
. Συγκράτησε τα νεύρα του. Όχι είπε, δεν καταλαβαίνεις τίποτε, τα σκέφτεσαι όλα λαθεμένα. Πέταξε το εργόχειρό της και κίνησε για την πόρτα. Γυναίκα, φώναξε πίσω της, ας μη σταματήσουμε τη συζήτηση· θ' αφήσουμε να ριζώσει ανάμεσά μας ο δαίμονας της δυσπιστίας; όμως εκείνη έκλεισε πίσω της την πόρτα σιωπηλά.


Τα βράδια, πριν πάει για ύπνο, ο Οδυσσέας άφηνε το μικρό κογχύλι στο πρεβάζι, δίπλα στο κρεβάτι νου. Κι ένα πρωί, όταν ξύπνησε, είχε εξαφανιστεί. Έψαξε παντού, ενώ η Πηνελόπη τον παρακολουθούσε σιωπηλά, κι αφού δεν το βρήκε, κάλεσε όλο το υπηρετικό προσωπικό και υποσχέθηκε μια χρυσή μνα σε όποιον θα του έφερνε το κογχύλι.

Χρειάζομαι κι άλλες αποδείξεις; είπε η Πηνελόπη. Τώρα φαίνεται πόσο προσκολλημένος είσαι σε ό, τι σου θυμίζει αυτή την πόρνη.

Τότε τον έπιασε θυμός. Δεν είναι πόρνη· με βοήθησε στα χρόνια της ανάγκης κι εγώ θα την φυλάξω την ευγνωμοσύνη που της χρωστάω.

Ευγνωμοσύνη, ξέρω για τι,
είπε η Πηνελόπη μ' ένα πρόστυχο χαμόγελο.

Ο Οδυσσέας παρατήρησε πόσο κακοδιάθετη έδειχνε εκείνη την στιγμή και ηρέμησε. Δεν μπορείς να καταλάβεις, είπε, όμως δεν θ' αφήσω ν' ατιμαστεί η ιερότητα του πόνου μου.

Τώρα έμενε μέρες ολάκερες κάτω στο ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια. Στις σχέσεις του με τη θάλασσα συνέβη μια αξιοσημείωτη μεταβολή. Αρχικά, μετά την επιστροφή του, δεν ήθελε ούτε να τα δει τα νερά, που μέσα τους είχε τόσο υποφέρει. Τότε συνήθιζε να λέει, ότι ευτυχισμένος γίνεσαι μόνο στο μέρος που οι άνθρωποι περνάνε για φτυάρι το κουπί που κουβαλάς στον ώμο.
Τώρα αγαπούσε και πάλι την θάλασσα, καθόταν ανάμεσα στα βράχια κι αφουγκραζόταν τον δυνατό ήχο του κύματος που έσκαγε και μέσα του μεγάλωνε με έναν οδυνηρά γλυκό τρόπο ένα συναίσθημα συντροφικότητας γι' αυτό.

Εκεί λοιπόν σκεφτόταν: μα πώς άλλαξαν όλα; Εκεί στο νησί νοσταλγούσα την πατρίδα μου·και τώρα που έχω την πατρίδα, κάθομαι στην ερημιά της ακροθαλασσιάς ανάμεσα στις σανίδες που 'χει ξεβράσει η παλίρροια και νοσταλγώ την έλλειψη της πατρίδας.

Όμως μέσα του έλαμπαν με μυθική λάμψη όλες οι περιπέτειες των είκοσι χρόνων. Και την ώρα που τα σβησμένα του μάτια έψαχναν τον ορίζοντα, ψιθύριζαν - μόνο γι' αυτόν - τα χείλη του ασταμάτητα την αθάνατη αφήγηση: για τον αγώνα των βασιλιάδων, για τα νυχτερινά ταξίδια στις στενές θαλασσινές διαβάσεις και για τα νησιά των νυμφών.


Victor Auburtin

Μετάφραση: ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΑΖΕΛΗΣ
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Η ΛΕΞΗ (Ιούνιος 1990)

Ήσουν


Edvard Munch, Χωρισμός. 1896. Moυσείο Munch


Πιο μάνα ήσουν απ' όλες τις γυναίκες
φίλος ήσουν όπως οι άνδρες
θηλυκιά στη μορφή
κι ακόμα πιο συχνά ένα παιδί
ήσουν το τρυφερότερο που απάντησα ποτέ μου
το πιο σκληρό ήσουν που πάλεψα μαζί του
η κορυφή ήσουν που μ' ευλόγησε
κι έγινες το βάραθρο που με κατάπιε


Ράινερ Μαρία Ρίλκε 
σε μτφ Αγαθοκλή Αζέλη
από το blog  του 



(ποίημα που έγραψε ο Ρίλκε για την αγαπημένη του μούσα Λου Αντρέας-Σαλωμέ, όταν σταμάτησε ο δεσμός τους.)



Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

Οι άνθρωποι που αγαπώ έχουν πάρει διαζύγιο από την κοινή γνώμη




Τι θα πουν οι γείτονες, ρωτάει η ηρωίδα. Τη σηκώνει αγκαλιά, οι γείτονες είναι νεκροί, της λέει. Αντρζέι Ζουλάφσκι. Πολωνικός εξπρεσιονισμός, κάμερα στην άσφαλτο και σέρνεται. Ψηλός, μαυροντυμένος ήρωας.
Την έχει αγκαλιά, τη στροβιλίζει. Δεν ζαλίζεται. Οι γείτονες μαζεύουν υπογραφές να διώξουν τη μετανάστρια από το υπόγειο.

Οι γείτονες έχουν ενσωματωμένες γρίλιες στα μάτια. Ενεδρεύουν. Καιροφυλακτούν. Οι γείτονες διεκδικούν συνελεύσεις για λάμπες διαδρόμου και μυοκτονίες. Η ηρωίδα του αγαπημένου της βιβλίου απορούσε. Γιατί ο πατέρας της σε κείνο το ναυάγιο αφέθηκε να πνιγεί. Γιατί δεν έτρεξε με όσους συνωθούνταν προς τις βάρκες. Χρόνια αργότερα κατάλαβε.
Ο πατέρας δεν ήθελε κανενός είδους γειτνίαση με άξεστο κόσμο που δέρνει και στριμώχνεται. Από τη γειτνίαση, από την κοινή βάρκα, προτιμούσε τη γλυκιά, μπλε ανυπαρξία.
Γείτονες-πεθερές. Έχουν μάτια παντού. Κάτω από το κρεβάτι. Πίσω από τον καναπέ. Περνάνε παχουλούς αντίχειρες πάνω σου, κοιτάζουν το δάχτυλό τους. Ίχνη σκόνης.
Απαράδεκτο, νύφη μου. Εχρεώθητε. Κοινή γνώμη. 

Το λέει από μόνη της. Κοινή. Για χατίρι της οι κοινοί δεινόσαυροι, έδωσαν τις πιο ανέμπνευστες συνεντεύξεις. Για χατίρι της έγραψαν τα χειρότερα βιβλία. (Μην περιμένεις Χειμωνά, στη μπίζνες κλας του κοινού γούστου.) Άσε την κουτή σου κιθαρίτσα, φίλε, καμιά έγνοια, φίλε. Θα αρέσει το τραγούδι σου. Αφού γι' αυτούς γράφτηκε. Για τους χειρότερους του κόσμου. Κλεισμένος μήνες στο ξενοδοχείο Ο Ερυθρός Αστήρ ο Τσαϊκόφσκι μου, μεριμνούσε. Πώς θα σκοτώσει την κοινή γνώμη, πώς θα απαλείψει τα γούστα της. Ο Πεντερέτσκι μου. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ μου. Εξόργισε τους χοντρούς μικροαστούς, πέλμα ελέφαντα τα έργα του πάνω στα διεσταλμένα στομάχια τους. Μέχρι που διώχτηκε από την Αυστρία.

Οι άνθρωποι που αγαπώ έχουν πάρει διαζύγιο από την κοινή γνώμη. 
Κοινή γνώμη, κοινό γούστο. Προβλέψιμο. Γειτονικό. 
Με την κοινή γνώμη τα πράγματα έχουν μόνο ένα δρόμο: Ή θα τη θάψεις ή θα σε θάψει αυτή. Πρόλαβα. 
Της έφτιαξα έναν ωραίο τάφο, απέριττο. Αν μπορούσατε να τον δείτε θα δακρύζατε. Λευκό μάρμαρο, λειασμένο από σάλια προφητών και από γαβγίσματα μεσσιανικών παραφρόνων. Με ενσωματωμένες μικρές μέδουσες τριγύρω. Κάθισα πάνω μετά. Πένθιμο σταυροπόδι. Μαύρο κομπινεζόν, ξυπόλυτη, τα πόδια γυμνά, τα νύχια κόκκινα. Αναμνηστική φωτογραφία. Η κοινή γνώμη θαμμένη για πάντα, από πάνω η ταφόπλακα.

Πιο πάνω εγώ. Με ένα ποτήρι ντράι μαρτίνι στο χέρι. Για το ξόδι. Άνθρωπος ευγενών προθέσεων, μη με βλέπετε έτσι, περνάω πού και πού τα ψυχοσάββατα. Ένα μπουκέτο παπαρούνες, της λέω…Παλιά ακριβή μου. Τετιμημένη μου για χρόνια. Αυτό το φονικό θα το γλιτώναμε. Αν δεν σε είχα αγαπήσει, έστω και γι' αυτό το μικρό διάστημα που σε αγάπησα. Αν δεν σε είχα υπηρετήσει. Έστω και γι' αυτό το λίγο. Αν δεν σου είχα υποταχτεί, έστω στα ψέματα.

Όμως, μια τι θα πει ο κόσμος, δυο τι θα πει ο κόσμος, τρεις τι θα πει ο κόσμος, χίλιες τι θα πει ο κόσμος - στη χιλιάδα πάνω σε σκότωσα. Μπορούσα να σε είχα αγνοήσει -όπως και το έκανα μέχρι τα τριάντα τόσα μου. Χίλιες φορές πιο νεκρή εσύ για μένα μέχρι τότε. Αλλά κουράστηκα από τις απανωτές εκστρατείες. Είπα να γίνω σαν τους πολλούς. Να κατακτά τον κόσμο καρφώνοντας βελάκια πάνω στα απάτητα του χάρτη. Σου υποτάχτηκα. Για λίγο. Μετά, πάλι «οι γείτονες είναι νεκροί, ο κόσμος είναι νεκρός».

Δίχως γείτονες και κόσμο, άκυρη εσύ, δεν υπάρχεις. Σε σκότωσα για να σε απαλλάξω. Από τον πόθο σου, τη λύσσα σου να με έχεις. Καλά ξεκίνησα, δίχως εσένα παιδί που, ντυνόταν μαύρος γάτος για να παίξει τον άγγελο στη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Ξύλο. Μετά πάλι Χριστούγεννα. Πάλι αποκριάτικη στολή, Άγγελος γάτος που σέρνεται δίπλα στην Παναγία και το βρέφος, νιαουρίζοντας απαίσια. Γιατί έτσι ήθελα. Γάτος. Τριάντα χρόνια, ίδια διανομή, άλλες στολές. Γιατί έτσι ήθελα. Και ξαφνικά κούραση μεγάλη. Το μακρύ χέρι σου έψαχνε να με ξετρυπώσει από καιρό. Είπα τότε να σου κάτσω. Με ζήλο υπερβάλλοντα. Για λίγο. Τι θυμώνεις, νεκρή. Ξαναντύθηκα γάτος. Βγαίνω.


Μαλακισμένη αλλόφυλη. Από το να κυκλοφορώ καβάλα στη λίμo σου, προτιμώ να μαζεύω ραδίκια. 
Πού με βρήκες αδύναμη και με ξετρύπωσες; Εσύ που έπρεπε να μαζεύεις τα ψίχουλα από το τραπέζι μου και να χορταίνεις. Τι ξέρει ο γάτος από γείτονες; Γείτονες: βαριεστημένες, κατάκοπες μέλισσες. Κοινά ήθη: σύφιλη, Προκαταλήψεις: οσμή θανάτου. Τρέχουσα ηθική: όργανο εύκαμπτο στα χέρια ζηλωτών. Που θέλουν να διαμελίσουν όσους ξεφεύγουν από το κοπάδι. Που προκαλούνται από χαρίσματα που τα έχουν οι γάτες από γεννησιμιού τους. Όργανο στα χέρια άξεστων φανατικών. Που θέλουν να εκμηδενίσουν όσους ζουν δίχως να λογοδοτούν στις γρίλιες. Όσους δεν υποφέρουν από προχωρημένο εκφυλισμό του χαρίσματος. Που έχει η γάτα από γεννησιμιού της.

Πώς σου φαίνεται αυτή η πρόταση, κοινή γνώμη; «Θα αγκαλιαζόμαστε και τα δάχτυλα εκείνου θα γλιστρούν στη ράχη μας». Από βιβλίο είναι, χαζή. Κανένα κατάλληλο κηρυγματάκι για την περίπτωση; Προκαλείσαι από αυτήν την πρόταση, κοινή γνώμη; Πρόκληση: ό,τι δεν τολμάς, ενώ το θέλεις. Φτάνει μια πρόταση από βιβλίο, ηλίθια, για να προκληθείς. Όχι κηρύγματα σ' εμένα, λοιπόν, πνεύμα της υποκρισίας. Καίγεσαι για να νιώσεις τα δάχτυλα εκείνου να γλιστρούν στη ράχη σας. Εξάγνισε τον πόθο σου με ευχέλαιο. Με κατάρες γι' αυτούς που δεν σου επιτρέπουν να θέλεις και να τολμάς. Εσύ που κρυφοπηδάς τη γυναίκα του φίλου σου. Που κληρονομείς ασμένως τον πατέρα που μίσησες. Που μακελεύεις το παιδί σου με όνειρα διευθυντή. Τη γυναίκα σου, με όλα τα κοινωνικά ισοδύναμα της τρομοκρατίας.


Πάρε τους βιβλικούς σου αφορισμούς και δρόμο. Εδώ δεν έχεις θέση. Όχι τρομοκρατίες εδώ. Εδώ υπάρχουν άνθρωποι πράοι, με πολλή αγάπη μέσα τους. Που δεν μακελεύουν για να γεμίσουν το κενό της ανούσιας ζωής τους. Εδώ υψηλές προσδοκίες, εδώ φιλοξοδίες υπέρμετρες. Να καταστρέψουμε ό,τι θεωρείς ανώτερο από την ίδια τη ζωή. Εδώ πολλή αγάπη. Για όλους. Μέχρι και για τους γείτονες. Κι όταν ανατριχιάζω πού και πού από ένα αεράκι αραβικό, όνειρα για Ταγγέρη. Φίλα με, μωρό μου, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Αλλιώς οι γείτονες θα μείνουν εκεί, μήνες θα στέκουν πίσω από τις γρίλιες. Μέχρι να βρουν τα σάπια απομεινάρια τους πάνω στις γυαλισμένες σανίδες του πατώματος. Αυτοί θα στέκουν.

Και το πρωί, λίγα λόγια. Ωραίο αυτό το φουστάνι. – Ναι, ωραίο. – Καλός ο καφές. – Τέλειος. – Σε ευχαριστώ. – Θέλεις αφρόλουτρο; - Θέλω. Σαν μικρά παιδιά που δεν μπορούν να μιλήσουν. Σαν σαλεμένοι στρατιώτες ύστερα από πόλεμο.

Απόγευμα, ο ήχος από το Όπους 109 φτάνει ως την κουζίνα. Ανεβάζω στο τραπέζι το κοριτσάκι του γείτονά μου. Τη μοναδική του δόξα. Του φοράω το ρολόι μου. Απαλείφω με παγωτό ένα παράπονο. Λέω μια ιστορία για ένα σφαγμένο παπαγάλο. Κλειδωνόμαστε για λίγο στην κουζίνα, βοηθάμε αρειανούς εισβολείς να βρουν το δρόμο για την κατσαρόλα. Πάμε επίσκεψη στον Ιούλιο Βερν και στο μακρινό νησί του. Μαϊμούδες μάς συντρέχουν. Μετά στο σαλόνι, που το λέτε λίβινγκ. Ουίσκι για μένα, σαμπούκα ντραμπουί για σένα, πορτοκαλάδα για τη μικρή. Και ένας καυτός άνεμος στα παραθυρόφυλλα. Σαν να έρχεται από φαράγγι. Μην ξενυχτήσουμε πολύ, μωρό μου. Σάββατο αύριο – έχω να πάω παπαρούνες στο νεκροταφείο.





Απόσπασμα από το βιβλίο «Σαββατογεννημένη» που επανακυκλοφορεί σε νέα, εμπλουτισμένη έκδοση.

Το κείμενο «Γρίλια» πρωτοδημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό Symbol του Επενδυτή.

Πηγή: www.doctv.gr

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Ο Άνθρωπος Που Έγινε Δέντρο Ζωής



Αργύρης Χιόνης - Ο Άνθρωπος Που Έγινε Δέντρο Ζωής






Κλεισμένος μέσα στο δωμάτιό του, μετρούσε συνέχεια τα δάχτυλα των χεριών-του και κάθε φορά τα 'βγάζε περισσότερα. Στην αρχή 12 κι ύστερα 14 κι ύστερα 18 και 24 και 32...

Τα δάχτυλά των χεριών και των ποδιών-του αυξαίνανε συνεχεία και μάκραιναν και διακλαδώνονταν. Τα δάχτυλα των χεριών-του γίνονταν σαν κλαδιά μεγάλα. Τα δάχτυλά των ποδιών-του γίνονταν σα ρίζες μακριά.


Κλεισμένος στο δωμάτιό-του, κοιτούσε τα δάχτυλα των χεριών-του και σκεφτότανε πως ήταν, βέβαια, αντιαισθητική όλη αυτή η πληθώρα, αλλά, από μίαν άλλην άποψη, θα ήταν φοβερά χρήσιμη μια και, με τόσα δάχτυλα, θα μπορούσε τώρα να κάνει πράγματα που άλλος κάνεις δε θα μπορούσε. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε, γιατί, κάθε φορά που διάταζε τον αντίχειρα ή το δείχτη ή το μεγάλο δάχτυλο ή τον παράμεσο ή το μικρό, κανένας δεν υπάκουε, γιατί ήτανε χαμένοι μες στο πλήθος των καινούριων δαχτύλων και είχαν ξεχάσει πια τα ονόματά-τους.

Κλεισμένος στο δωμάτιό-του, κοιτούσε τα δάχτυλα των ποδιών-του και σκεφτόταν πως ήταν, βέβαια, αντιαισθητική όλη αυτή η πληθώρα, αλλά, από μίαν άλλην άποψη, θα ήταν φοβερά χρήσιμη μια και, με τόσα δάχτυλα, θα μπορούσε τώρα να διανύει, δίχως κούραση, αποστάσεις που για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν εξουθενωτικές. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε, γιατί ανακάλυψε πως τα δάχτυλα των -ποδιών-του, όπως και τα πόδια-του τα ίδια, δεν υπάκουαν πια στις εντολές-του, αλλά, ελκυόμενα από μια παράξενη δύναμη, τρυπούσανε το πάτωμα και χώνονταν μέσα στο χώμα που ήταν κάτω απ' το πάτωμα.

Τα δάχτυλα των χεριών-του και τα χέρια-του τα ίδια μεγάλωναν αδιάκοπα, με φοβερή ταχύτητα και δύναμη, ώσπου φτάσανε στους τοίχους και το ταβάνι και, μη μπορώντας πια να προχωρήσουν, βάλθηκαν να σπρώχνουνε με δύναμη τους τοίχους και το ταβάνι, ώσπου το σπίτι γκρεμίστηκε μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης.

Τρομαγμένος απ' το ξαφνικό φως και βλέποντας τους ανθρώπους να τρέχουν προς το μέρος-του, θέλησε να το βάλει στα πόδια και να κρυφτεί, αλλά κάθε προσπάθειά-του πήγαινε χαμένη.

Οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω-του και τα πρόσωπά-τους ήταν ένας θαυμασμός κι ένα δέος και δε μιλούσαν, αλλά κάθονταν εκεί, ώρες ολόκληρες, και τον κοιτούσαν σιωπηλοί.

Οι άνθρωποι, που μαζεύτηκαν γύρω-του, μένανε εκεί, ώρες ολόκληρες, και τον κοιτούσαν σιωπηλοί και δεν έφευγαν παρά για να πάνε να φάνε κι υστέρα, ξαναγύριζαν κι έμεναν εκεί, ώρες ολόκληρες, και τον κοιτούσαν σιωπηλοί.

Κι όλο έρχονταν περισσότεροι άνθρωποι, πλήθος ολόκληρο, κι ήρθανε και ειδικοί, γεωπόνοι και γεωλόγοι και φυσικοί και φυσιοδίφες και δασονόμοι και δασολόγοι και τον κοιτούσαν, στην αρχή, από μακριά με θαυμασμό και δέος κι υστέρα, από κοντά κι από πιο κοντά κι εξ επαφής και βάλθηκαν να τόνε πασπατεύουν και να τον μετρούν και κάτι λέγανε συνέχεια, μεταξύ-τους, που δε μπορούσε να τ’ ακούσει, γιατί στο μεταξύ είχε πολύ ψηλώσει, αλλά έβλεπε τα χείλια-τους που κουνιόνταν και καταλάβαινε πως μιλούσαν κι απ’ το θαυμασμό και το δέος που δείχνανε, καταλάβαινε πως γι αυτόν μιλούσαν κι από μίαν άποψη, ένιωθε περήφανος για όλο αυτό το ενδιαφέρον κι όλη αυτή την προσοχή, σχεδόν θρησκευτική, που δείχνανε γι αυτόν.

Κι όλο κι έρχονταν περισσότεροι άνθρωποι, πλήθος ολόκληρο, και ειδικοί πλήθος ολόκληρο, και τα μέλη της Κυβερνήσεως κι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κι όλοι τον κοιτούσανε με θαυμασμό και δέος κι ο Προέδρος της Δημοκρατίας βρήκε ευκαιρία κι έβγαλε ένα λόγο που δε μπόρεσε ν ακούσει, αλλά κατάλαβε, απ' τις χειρονομίες του Προέδρου και την προσοχή του πλήθους, πως ήτανε σημαντικός ο λόγος και πώς ήτανε γι αυτόν, γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας γυρνούσε συχνά και τον έδειχνε μ έναν τρόπο όλο σημασία.

Κι όλο έρχονταν άνθρωποι περισσότεροι, πλήθος ολόκληρο, και ειδικοί και βάλθηκαν να γκρεμίζουνε τα γύρω σπίτια και φτιάξανε ένα μεγάλο πάρκο γύρω απ' αυτόν, με κέντρο αυτόν, φύτεψαν δέντρα και λουλούδια, φτιάξανε ποταμάκια και γεφυρούλες, περίπτερα και παγκάκια κι όλα τα παγκάκια ήταν στραμμένα προς αυτόν, για να μπορούν οι άνθρωποι που κάθονταν εκεί να τόνε βλέπουν και να τον θαυμάζουν μ ένα θαυμασμό μεγάλο.

Κι όταν το πάρκο τελείωσε, ξαναήρθε ο Πρόεδρός της Δημοκρατίας και τα μέλη της Κυβερνήσεως και, τούτη τη φορά, φέραν μαζί-τους και μεγάφωνα και τα κρεμάσανε στα δέντρα και του κρέμασαν ένα κι αυτουνού, κάτω απ’ τη μασκάλη του δεξιού-του κλαδιού, και μίλησε στο πλήθος ο Προέδρος της Δημοκρατίας και τον άκουσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ετούτη τη φορά, γιατί του είχανε κρεμάσει κι αυτουνού ένα μεγάφωνο κάτω απ’ τη μασχάλη του δεξιού-του κλαδιού κι έτσι τον έφτανε η φωνή του Προέδρου, αλλά δεν καταλάβαινε πολλά πράματα, όχι επειδή ο Πρόεδρός ήταν ασυνάρτητος (αυτό δε γίνεται), αλλά επειδή ο ίδιος είχε καιρό ν' ακούσει ανθρώπινη ομιλία, έτσι πολύ πού χε ψηλώσει, και τώρα που το πάρκο τελείωσε κι ο Πρόεδρος μιλούσε στο πλήθος, δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα, γιατί είχε ξεχάσει τη σημασία των λέξεων και των φράσεων τόσο που του φαινόταν τώρα παράξενο που άκουγε τη φωνή του Προέδρου.

Οι άνθρωποι, πλήθος ολόκληρο, άκουγαν σιωπηλοί με θαυμασμό και δέος και πότε-πότε χειροκρόταγαν, όχι τον Πρόεδρο, αλλά αυτόν τον ίδιο, αυτό φαινόταν καθαρά, γιατί προς τη μεριά-του κοίταγαν μ ’ ένα μεγάλο θαυμασμό και με δέος.

Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά ένιωθε περήφανος που ήτανε το κέντρο αυτού του πάρκου κι αυτής της προσοχής και του θαυμασμού και του δέους.

Κι ο Πρόεδρος, λίγο πριν τελειώσει είπε, αυτό το πάρκο θα τ’ ονομάσουμε πάρκο ζωής, γιατί στο κέντρο-του υπάρχει αυτό το δέντρο, δέντρο ζωής και πρέπει να 'μαστέ περήφανοι που αυτό το δέντρο βρίσκεται εδώ, ανάμεσά μας, στη μέση του πάρκου μας, στη μέση της πόλης μας, στη μέση της χώρας-μας, στη μέση του κόσμου μας και πρέπει να μαστέ περήφανοι και να το προσέχουμε κι η σκέψη μας να ναι στραμμένη πάντα εκεί και ποτέ να μην το ξεχνάμε, γιατί 'ναι το δέντρο της ζωής και πρέπει να 'μαστέ περήφανοι που φύτρωσε ανάμεσά μας και μεγαλώνει ανάμεσά-μας, γιατί, όπως λένε οι ειδικοί, αυτό το είδος είναι όχι απλώς σπάνιο, αλλά μοναδικό, γιατί ποτέ πριν δε φύτρωσε τέτοιο είδος και η επιστήμη προφητεύει μόνο ότι μια μέρα μπορεί να εμφανιστεί ένα τέτοιο είδος δέντρου, γι’ αυτό και πρέπει να μαστέ περήφανοι που εμφανίστηκε ανάμεσά μας και να το προσέχουμε σαν τη ζωή μας αυτό το δέντρο ζωής.

Μ αυτά τα λόγια τέλειωσε ο Πρόεδρος και το πλήθος άρχισε να πίνει λεμονάδες, κοιτώντας πάντα προς το μέρος του και οι ηλεκτρολόγοι ήρθαν και με σεβασμό ξεκρέμασαν το μεγάφωνο απ' το δεξί-του κλαδί και ξανάγινε σιωπή και το μόνο πράμα που άκουγε τώρα ήταν ο άνεμος που έκανε ένα θόρυβό παράξενο, περνώντας ανάμεσα απ' τα δάχτυλά του.

Κλεισμένος εκεί, στη μέση του πάρκου, στη μέση του πλήθους, στη μέση της πόλης, στη μέση της χώρας, στη μέση του κόσμου, έβλεπε τα δάχτυλα των χεριών του να πληθαίνουν, χωρίς να μπορεί πια να τα μετρήσει, ένιωθε τα δάχτυλά των ποδιών του να πληθαίνουν, χωρίς να μπορεί να τα δει.

Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, άρχισε, λίγο-λίγο, να μην ξεχωρίζει πια τις κινήσεις του στόματος των ανθρώπων κι έτσι δεν καταλάβαινε καν αν μιλούσαν.

Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, άρχισε να μην ξεχωρίζει πια τις χειρονομίες των ανθρώπων ούτε τις κινήσεις-τους ούτε τα λουλούδια που ήταν γύρω απ’ τους ανθρώπους.

Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, έχανε σιγά-σιγά τα σχήματα των ανθρώπων, των δέντρων και των δρόμων.

Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, έχασε τους ανθρώπους, τα δέντρα και τους δρόμους. .


Κλεισμένος εκεί, στη μέση... ψηλώνοντας αδιάκοπα, ένιωθε τα δάχτυλα (δάχτυλα;) των χεριών-του να μεγαλώνουν και να πληθαίνουν αδιάκοπα μες στον αέρα, ένιωθε τα δάχτυλα (δάχτυλα;) των ποδιών-του να μεγαλώνουν και να πληθαίνουν αδιάκοπα μέσα στη γη κι ήταν η μόνη βεβαιότητα (βεβαιότητα;) που είχε κλεισμένος εκεί...



Αργύρης Χιόνης - Ο Άνθρωπος Που Έγινε Δέντρο Ζωής

(Από το περιοδικό Η Λέξη , τεύχος 3 - Μάρτης - Απρίλης 1981)

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Howard Phillips Lovecraft από τον Παντελή Γιαννουλάκη




Υπάρχουν άνθρωποι που vιώθoυv ξενιτεμένοι σ ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς κι οι ίδιοι να ξέρουν το γιατί. Αυτό που όλοι οι άλλοι γύρω τους ονομάζουν πραγματικότητα, δεν είναι γι ’ αυτούς παρά ψευδαίσθηση, ένα μπερδεμένο και συχνά βασανιστικό όνειρο, από το οποίο θα προτιμούσαν να ξυπνήσουν. Ζώντας σ’ αυτόν τον κόσμο, νοιώθουν καταδικασμένοι και εξόριστοι, λες και βρίσκονται σε χώρα ξένη κι εχθρική. Με αφάνταστη νοσταλγία λαχταρούν μια άλλη πραγματικότητα που νομίζουν ότι θυμoύvται, μια άλλη μακρινή πατρίδα που στοιχειώνει τις σκέψεις τους, χωρίς ωστόσο να μπορούν να πουν τίποτα συγκεκριμένο γι’ αυτήν… 


Μίχαελ Έντε, «Το Παραμύθι Αυτού που Έδειχνε το Δρόμο»










«Χωρίς να το έχω προσχεδιάσει, αφιέρωσα την ήδη μακριά ζωή μου στη λογοτεχνία, στη διδασκαλία, στην απραξία, στη φιλοσοφία, στην ήρεμη περιπέτεια της συζήτησης, στη φιλολογία -που την αγνοώ- σ ’ αυτήν τη μυστηριώδη μανία, την πόλη που με γέννησε, και στις περιπλοκότητες που -όχι χωρίς κάποια δόση υπεροψίας- αποκαλούνται μεταφυσική. Ταυτόχρονα, δεν έλειψε από τη ζωή μου και η φιλία μερικών ανθρώπων, που είναι και το ουσιαστικότερο. Πιστεύω πως δεν έχω ούτε έναν εχθρό ή, αν έχω κάποιους, ήταν τόσο ευγενικοί που ποτέ δε μ’ άφησαν να το καταλάβω. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να μας πληγώσει, παρά μόνον εκείνοι που αγαπάμε…

Με το να είμαι τυφλός ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώνουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία, που θa γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θa ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία… Δε γράφω για μια μικρή ελίτ, που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε Μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημαγωγούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του Χρόνου»
 Χόρχε Λουίς Μπόρχες









Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1890 στο Πρόβιντενς του Ροντ Άιλαντ των Η.Π.Α. και πέθανε στις 15 Μαρτίου 1937…


Όσο ζούσε, ήταν ένας άσημος συγγραφέας, στοχαστής και επιστολογράφος, αλλά και ένας πολύ σεμνός άνθρωπος. Δε γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τίποτε άλλο γι’ αυτόν… Το ίδιο ισχύει και για όλους τους ανθρώπους που έχουν φύγει από αυτόν τον κόσμο: δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια τίποτε γι’ αυτούς. Όλοι φεύγουν παίρνοντας το μυστικό τους μαζί τους, κι αφήνουν πίσω τους μια ψυχρή περίληψη, που είναι σχεδόν ίδια από μάρμαρο σε μάρμαρο.



Το μόνο πράγμα που δίνει ένα καθαρό στίγμα μέσα στην απέραντη παραδοξολογία του κόσμου, το μόνο συμπονετικό σχήμα που κλείνει μέσα του τον κώδικα της καθαρής μετάδοσης της γνώσης του κόσμου, της γνώσης των ανθρώπων που έφυγαν, αλλά και τη μόνη γνωστή περιγραφή του «Απρόσωπου», είναι ο Μύθος. Στο Μύθο πρέπει να αναζητήσουμε το πρίσμα μέσα από το οποίο θα αποτολμήσουμε να κοιτάξουμε την εικόνα του X. Φ. Λάβκραφτ. Γιατί αυτό είναι ο Λάβκραφτ: ένας μύθος. 
Μονάχα αυτός ο μύθος έχει απομείνει από αυτόν.



Κοιτώντας μέσα από αυτό το πρίσμα κατανόησης, θα ανακαλύψουμε πάλι, ότι όλοι μας φτιάχνουμε ένα μύθο με τη ζωή μας. Μόνο αυτός ο μύθος, αν έχει φτιαχτεί να είναι αρκετά γενναίος, καταφέρνει να ξεφύγει από τα νυχτερινά κάγκελα που περικυκλώνουν την πέτρινη βιβλιοθήκη. Μόνο μέσα από αυτό το μυστικό σχήμα η μικρή μας ιστορία δεν παραμορφώνεται από κεφάλι σε κεφάλι και δε λιώνει μαζί τους, αλλά, αντίθετα, πλουτίζει όλο και πιο πολύ, αποκτά νέα υπέροχα νοήματα και αποκτά την περίεργη απρόσωπη παγκοσμιότητα από την οποία κάποτε ξεκίνησε στην άβυσσο του Χρόνου.



Πρέπει να επισημάνω πάλι, ότι ακόμη και αυτό το μυστικό σχήμα, όσο καθαρό και απλό κι αν είναι, γίνεται πάρα πολύ ιδιόμορφο όταν προσπαθούμε να ατενίσουμε μέσα από αυτό την εικόνα των ανθρώπων που συγχωνεύτηκαν μ’ αυτό. Δηλαδή, όταν θέλουμε να ερευνήσουμε το μύθο που άφησαν πίσω τους αυτοί που έφτιαχναν μύθους. Αν διαλογιστεί κανείς πάνω σε αυτήν τη σκέψη, ίσως ανακαλύψει πανέμορφες ιδιομορφίες της αρχικής ιδιομορφίας.



Άλλωστε, πρόκειται για ένα παιχνίδι ανακαλύψεων που από μόνο του αναπαράγει κάθε ιδιομορφία. Ένα ακόμη βήμα στο παιχνίδι αυτό (για να δώσω ένα ακόμη στοιχείο της ιδιομορφίας του), είναι η αποκωδικοποίηση του μύθου που άφησαν πίσω τους αυτοί που ερευνούσαν τους μύθους που άφησαν πίσω τους αυτοί που έφτιαχναν μύθους, αλλά και η νέα μυθοπλασία που προέκυψε όταν αποφάσισαν να τους συνεχίσουν.



Δυστυχώς, πολλές φορές ούτε και ο Μύθος δεν ξεφεύγει από την κατάρα των ακροβατικών συλλογισμών και ένας εξερευνητής πρέπει να συνηθίσει, επίσης, σε τέτοιους ακροβατικούς συλλογισμούς. Αλλά πώς να τα αποφύγεις όλα αυτά, όταν θέλεις να μιλήσεις για ακροβάτες που γεωμετρούσαν το Παράδοξο και χαρτογράφησαν νέες περιοχές του Μύθου, προσθέτοντας ένα ακόμη κεφάλαιο στην Παγκόσμια Ιστορία της Ανθρώπινης Θλίψης;



Ο συγγραφέας δημιουργεί αντανακλάσεις του εαυτού του και τις στέλνει σαν ανιχνευτές να εξερευνήσουν περιοχές που ο ίδιος δεν μπορεί να φτάσει. Έτσι, η προσπάθεια να ακολουθήσεις τα ίχνη ενός συγγραφέα που χάθηκε για πάντα σ’ αυτές του τις εξορμήσεις, στα πρώτα της βήματα είναι αναγκασμένη να εστιαστεί στα ίχνη των ανιχνευτών του. Όλο αυτό, από μόνο του, είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, από την οποία κανείς δεν μπορεί να βγει ανεπηρέαστος. Όμως, γιατί να διστάζουμε μπροστά στους περιορισμούς και τις πολυπλοκότητες;



Έτσι κι αλλιώς, η εξερεύνηση που αποτολμούμε να κάνουμε έχει τους κινδύνους της, αλλά και τη γοητεία της. Ίσως τα πράγματα να είναι πιο απλά απ’ ότι φαίνονται, και οι πρώτες θολές εικόνες τους να είναι λεπτομερή πορτραίτα, που τα κοιτούσαμε με τα λάθος γυαλιά.






X. Φ. Λάβκραφτ ο «άνθρωπος με τα χίλια και ένα ονόματα».

Ο X. Φ. Λάβκραφτ -όπως και κάθε αληθινός συγγραφέας- είναι ο «άνθρωπος με τα χίλια και ένα ονόματα». Θα πρέπει να θυμόμαστε, ότι «Λάβκραφτ» είναι απλώς το όνομα της αφετηρίας, και ότι είναι βέβαιο πως θα έχει αλλάξει σε κάτι πολύ διαφορετικό όταν θα ανακαλύψουμε το τέρμα.

Ένα όνομα που έχει χρησιμοποιήσει αρκετές φορές στα διηγήματά του, για να μεταμφιέσει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα τους, είναι: Ράντολφ Κάρτερ. Όμως, καταδυόμενος στον υπερχώρο των διηγήσεών του, που πολλές από αυτές δεν είναι παρά συγκαλυμμένες περιγραφές των ξέφρενων ονείρων του, αλλάζει εκατοντάδες μάσκες, όπως αυτή του Κουράνη, που προσπαθεί να διαπεράσει το φράγμα των ονείρων, για να βασιλέψει στη χαμένη Σελεφαΐς, όπως ακριβώς ο Ράντολφ Κάρτερ αναζητεί το Ασημένιο Κλειδί, για να ταξιδέψει πέρα από τις Πύλες που αυτό ανοίγει, ή πέρα μακριά στην παγωνιά της άγνωστης Καντάθ.

Αλλά μεταμορφώνεται και σε Ίρανον που αναζητεί τη χαμένη Αιρα, και σε Χέρμπερτ Γουέστ που αναζητεί το μυστικό της αναβίωσης των νεκρών. Γίνεται ο ανώνυμος εξερευνητής που χάνεται στα Βουνά της Τρέλας, και ο Τσαρλς Ντέξτερ Γουώρντ, αλλά ίσως ταυτόχρονα και ο Τζόζεφ Κάρβεν, όμως και ο Γουώλτερ Γκίλμαν που ονειρεύεται άλλες διαστάσεις στο Σπίτι της Μάγισσας.

Έπειτα φορά το πρόσωπο του Τζέρβας Ντάντλεη καταδυόμενος σε έναν Τύμβο, του Τζο Σλέητερ ή Σλάαντερ πέρα από το Τείχος του Ύπνου, και του Ρίτσαρντ Άπτον Πίκμαν του καταγράφει με τα πινέλα του τα πρόσωπα των Γκουλς. Μεταμορφώνεται σε καθηγητή Τζωρτζ Γκ. Έηντζελ, σε γλύπτη Χένρυ Α. Γουίλκοξ, και σε επιθεωρητή Τζων Ρέημοντ Λεγκρές, κυνηγημένος από τα όνειρα του Κθούλου. Αλλά και σε Μπέηζιλ Έλτον, φαροφύλακα του βορειότερου σημείου, και σε Αρθουρ Τζέρμιν, για να πάρει κατόπιν την ταυτότητα του Κρώφορντ Γίλινγκαστ και να συνδεθεί με μηχανήματα όρασης του Αγνώστου. Ονομάζει τον εαυτό του «σύντροφο του υπολοχαγού Κλέντσε» σε ένα γερμανικό υποβρύχιο στα βάθη αρχαίων ωκεανών, και δόκτωρ Χένρυ Αρμιτατζ σε τρόμους του Ντάνγουιτς, ίσως και Γουίλμπορ Γουέητλυ, που κανείς δεν ξέρει τι απέγινε…

Γίνεται η σκιά του Χένρυ Έηκελυ που ψιθυρίζει στο σκοτάδι, και κάποιος Ξένος έχει πάρει τη θέση του στην πολυθρόνα. Λαξεύει την πέτρα σαν γλύπτης Μουσίδης κάποιας ονειρικής Ελλάδας, και χάνεται σε φεγγαροφωτισμένους βάλτους σαν Ντένις Μπάρυ. Κοιμάται καθώς φρουρεί τις επάλξεις και οι εχθροί παίρνουν την Πόλη, και μελετά τα Επτά Κρυπτικά Βιβλία της Γης σαν ο σοφός Μπαρζάι της Ούλθαρ.

Αγναντεύει τη νύχτα του Διαστήματος σαν Νάχουμ Γκάρντνερ, και σαν ανίερος ιερέας βάζει το περίστροφο στον κρόταφο για να λυτρωθεί από ένα κυνηγόσκυλο που σαν εφιάλτης τον περιμένει έξω από την πόρτα. Ακολουθεί τα μονοπάτια του μοναχικού ταξιδιώτη, καλεσμένος από αρχαίες παραδόσεις σε ένα μυστικό ψαροχώρι, και σε άγνωστους τόπους προσπαθεί να ξεφύγει από την αρχαία αγκαλιά του θεού Ύπνου. Ανακαλύπτει στο κατώφλι του ένα σκοτεινό μείγμα από παλιούς του εαυτούς -το «πράγμα» με το όνομα Έντουαρντ Πίκμαν Ντέρμπυ- και έπειτα διαφωνεί για ακατονόμαστους λόγους με μια αντανάκλασή του που λέγεται Τζόελ Μάντον.

Φυλακίζεται στις μυστικές κρύπτες των φαραώ σαν Χάρυ Χουντίνι -ο Αρχων των Αποδράσεων- και παίζει δαιμονικό βιολί από ένα παράθυρο που κοιτά σε άγνωστες διαστάσεις σαν γέρος αινιγματικός μουσικός με το όνομα Εριχ Ζανν, αλλά ταυτόχρονα μπαίνει σε ένα άλλο σώμα για να ακούσει τη μουσική του από τον κάτω όροφο. Γίνεται «Εγώ» εξερευνώντας το «Αυτός» και αλλάζει σε έναν τρελό που παραμιλά στο Νεοϋορκέζο ντετέκτιβ του Ρεντ Χουκ με το όνομα Τόμας Φ. Μαλόουν, κυνηγώντας δαίμονες στα πρόσωπα των εμιγκρέδων.

Κατοικεί σε ένα ψηλό παράξενο σπίτι της Ομίχλης, που στην πόρτα του γράφει Τόμας Όλνεη. Αφήνει το προωθημένο πόστο Τέρα Νόβα της Αφροδίτης για να χαθεί σε στοές και ζούγκλες, φορώντας μάσκες οξυγόνου μάρκας «Κάρτερ». Αποκρυπτογραφεί το απαγορευμένο Νεκρονομικόν και ενώνεται με τη φευγαλέα σκιά του τρελού Άραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ, που τον καταβρόχθισε ένα αόρατο πλάσμα στο κέντρο της αγοράς στη Δαμασκό. Χάνεται ξανά απελπισμένος στη λαβυρινθώδη σπηλιά του Μαμούθ και πάλι βρίσκει έναν άλλο του εαυτό σε ένα μυστικό κελί κάποιου ερειπωμένου πύργου, με το όνομα Κόμης Αντουάν, «ο τελευταίος των δυστυχισμένων και καταραμένων Αόρδων ντε Κ …»

Αναζητά ως Μάρσια τη χαμένη Ποίηση των Θεών, και μεταλλάσσεται σε Χουάν Ρομέρο και απαρνιέται την κληρονομιά των Πιμπόντυ. Τον κυνηγούν ψαρόμορφα όντα στις ακτές του Ίνσμουθ, και συνομιλεί σε εφιάλτες μαζί με τον αινιγματικό, αλλά αληθινό, κάπταιν Μαρς. Σε Σκιές Έξω Από Το Χρόνο μεταμφιέζεται σε Ναθάνιελ Γουίνγκεητ Πήσλυ, για να εξομολογηθεί τρόμους και μυστικά που «δεν τόλμησε να πει σε κανέναν» Ξετυλίγει μια ολόκληρη τράπουλα ταυτοτήτων, σα να θέλει να ξεφύγει από κάποια θανάσιμη αναγνώριση, κάπου μέσα στο δάσος του Μπίλινγκντον (υπό το βλέμμα «Αυτού που Παραμονεύει στο Κατώφλι»),

… βλέπει τον τρόμο σε τρεμάμενους γραφικούς χαρακτήρες στο χειρόγραφο του Στήβεν Μπαίητς και μια παίρνει το πρόσωπο του Άμπροουζ Ντιούαρτ και έπειτα το σκοτεινό πρόσωπο του Γουίνφιλντ Φίλλιπς -που είναι μια σύνδεση του ονόματος του αληθινού πατέρα του και του επωνύμου της αληθινής μητέρας του- σε στρογγυλούς πύργους που είναι κατώφλια για τόπους πέρα από τα άστρα, σε Ρόδινα Παράθυρα που κοιτούν στην Άβυσσο.

Μεταμορφώνεται και σε Αλάιτζα Άτγουντ για να ανακαλύψει περίεργες αντίκες του παρελθόντος, αλλά και στον άνθρωπο που παρακολουθεί τις κινήσεις του. Έπειτα γίνεται Φρεντ Χάντλεη χτυπώντας την πόρτα του ασυνάρτητου Αμος Σταρκ, και αλλού εξερευνά τις τύχες της οικογένειας του Γουίλμπορ Έηκελυ, που είναι συγγενής του Χένρυ Έηκελυ, ενός παλαιότερου alter ego του. Αφήνει πίσω του πυρετώδη ημερολόγια σαν Αλόντζο Τάηπερ, σαν Γουώρντ Φίλλιπς ή σαν Μόρτιμερ Κέησυ…

Διηγείται την ιστορία του Αμπνερ Γουέτλη, ξαδέλφου του Γουίλμπορ Γουέτλη, ένα όνομα που είχε ο ίδιος σε κάποια άλλη διήγηση, που τη διηγιόταν κάποιος άλλος. Αναζητά τα ίχνη μιας Σκοτεινής Αδελφότητας και πέφτει στα ίχνη κάποιας Ρόουζ Ντέξτερ, που μοιάζει να είναι απόγονος κάποιας άλλης του μεταμφίεσης. Ερευνεί τα μυστικά ενός αληθινού στοιχειωμένου σπιτιού, που τα είχε ερευνήσει και ο Πόε, και φορά τη μάσκα του Νίκολας Γουώλτερς ερευνώντας το γενεαλογικό του δέντρο για να καταλήξει σε τόπους πέρα από το Χρόνο. Αυτοαποκαλείται δόκτωρ Μουνιόζ για να εξομολογηθεί τον τρόμο του για το κρύο και τα ψυχρά κλίματα, και ξαναβρίσκει τον εαυτό του σαν ένα απόμακρο Γκουλ που σκαρφαλώνει τους τοίχους ενός σκοτεινού υπόγειου του πύργου, για να βγει στην επιφάνεια μέσα από τον τάφο και ως το μοιραίο καθρέφτη της αυτοαναγνώρισης.







Σαν άσημος και φτωχός συγγραφέας, δίνει τις ιδέες του ή την τέχνη του σε διηγήματα με υπογραφές άλλων, έναντι μικρής αμοιβής. Κρύβεται στοιχειωμένος πίσω από υπογραφές όπως: Ελίζαμπεθ Μπέρκλεϋ, Αντόλφ ντε Κάστρο, Ζεάλια Μπίσοπ, Χέηζελ Χελντ, Σ. Μ. Έντυ, Ρόμπερτ Μπάρλοου, Γουί.λιαμ Λάμλεη, Σόνια Γκρην, Γουίλφρεντ Μπραντς Τάλμαν, Χένρυ Σ. Γουτχεντ, Ντουαίην Ράημελ, αλλά και πίσω από το αγαπημένο του ψευδώνυμο: Λούις Τέομπαλντ Τζούνιορ, που συνεχώς παραφράζεται σε Άρτσιμπαλντ Τέομπαλντ, σε Τσαρλς Τεόμπαλντους Τζούνιορ και σε Γουίνφρεντ Γουώρντ Τέομπαλντ… Συνεχίζοντας το λαβυρινθώδες αίνιγμα των χιλίων και ενός ονομάτων του, στις χιλιάδες επιστολές του υπογράφει με εκατοντάδες ονόματα, συνήθως ως Παππούς Χ.Φ.Λ. (Grandpa H.P.L.) ή με το ελληνικό όνομα Θεόβαλδος, ή και Θεοβάλδος.


Ξετυλίγοντας στους αλληλογράφους του μια ολόκληρη βιβλιοθήκη από αινιγματικές υπογραφές, εξερευνά τους ονειρικούς του εαυτούς με ονόματα και τίτλους όπως: Λούις Τέομπαλντ, Λουντοβίκους Θεομπάλντους Τζούνιορ, «δικός σου για το 49ο Άκλο του μυστικού πέπλου», Έητς Πι Ελ Eich – Pi – El = H.P.L.), Πάππος Θεοβάλδος (στα ελληνικά), L. Ρ. Drawoh (ανάποδα το: Howard Ρ. L.), Λουντοβίκους Τιομπάλτούς Σεκούντας, Λο, Etaoin Shrdlu(!) αλλά και Loovdns, «δικός σου υπό την ακατονόμαστη αδελφότητα του Νυαρλαθοτέπ», «δικός σου στις Υπέρτατες αβύσσους», Παππούλης Ο’ Κέησυ, Τίμων Κορεολάνους Εσκουάιαρ, Χόρας Τουόλπολ, Αμπντούλ Αλχαζρέντ.



Η. Paget Lowe, Θεομπάλντους Φαντάστικους, Άρτσιμπαλντ Μαίηνγουώρινγκ, «δικός σου στο Χείλος της Αβύσσου», «ο πιο υπάκουος και ταπεινός υπηρέτης σας, Χ.Φ.Λ.», «δικός σου στην τελετή του ανώνυμου πλανήτη», X. Φον Λίμπεκραφτ, Λοθάριο Χάνεηκομπ – 13ος κόμης του Στόνυμπρουκ, Τιμπάλτους, Λ. Περσίνιους Θεμπάλντους, «δικός σου υπό τον 7ο ρούνο του Έιμπον», Θεοβάλδος Πέρκινς (στα ελληνικά), «δικός σου στο όνομα της Υπέρυθρης Δυτικής Αυγής». Βαρόνος της Αιώνιας Νύχτας του Χαστούρ, «δικός σου στο όνομα του βυθισμένου Μονόλιθου του Γκνοφ», «δικός σου υπό τη Μαύρη Σφραγίδα», Χουντίνι, ο Παππούς, ο Αβατάρ του Τσαθόγκουα, Λούντβιχ Πρινν, «δικός σου στη Λιτανεία του Θωθ», Τεομπάλντους ο Δακρύβρεχτος, Τεομπαλντ Πέρκινς, «δικός σου υπό τα πλοκάμια του Σόθο», Μέλμοθ ο Τρίτος.



«δικός σου στο όνομα της Πράσινης Σκιάς», Εγσδήνς (στα ελληνικά), «δικός σου στο Εξώτερο Κενό», ο Επιστολουργός, Θ. Σένεξ, ο Γέροντας Δίχως Γενειάδα, Grandpa Necro, Καέλιους Αλχαζρέντ Μορήτον Ο’ Κέησυ, X. Λ. Αουίς Ραντόλφο Καρτέρο Υ Τεομπάλντο, Ο’ Χάουαρντ ΜακΦίλλιπς ΑπΛάβκραφτ, «είθε όλα τα Τζίνι να σε υπηρετούν και είθε ο Τριπλός Ήλιος Μπζλαχ-Εοχ-Για να ακτινοβολεί αισίως σε όλες τις έρευνες σου -δικός σου, Αμπντούλ Αλχαζρέντ»




Μέσα σε αυτούς τους ατέλειωτους διαδρόμους με τους καθρέφτες, οι έρευνές, αναζητώντας τον Ράντολφ Κάρτερ, τον ονειρικό Λάβκραφτ, ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο πως θα ξέφευγαν από τα περιορισμένα πεδία του καθημερινού κόσμου και θα ανίχνευαν διαδρομές σε περιοχές ονείρου και Φαντασίας. Έστω κι αν «όλα τα Τζίνι θα με υπηρετούν», κανένα τους δε θα μπορεί να μου πει ποιο ήταν το όνομα του ανθρώπου που τα έστειλε. Το όνομα του ανθρώπου που ψάχνω, ταξιδεύοντας στη Μοναξιά του Χρόνου …







Ο Μύθος παραμένει πάντοτε ανώνυμος. 
Όχι για να μπορεί να εξαφανίζεται χωρίς ίχνη, αλλά για να μπορεί να εμφανίζεται όπου θέλει, όπως θέλει, χωρίς να ξεσηκώνει ένα σύννεφο από ερωτηματικά. Ο Μύθος κρύβει πάντοτε απαντήσεις που πολύ λίγοι μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν και δεν μπορώ να καυχηθώ ότι είμαι ένας από αυτούς. Αλλά κι αν ήμουν, γιατί να ξεκλειδώσω έτσι απλά το Κρυπτόγραμμά του, για να το δώσω σ’ αυτούς που από μόνοι τους δεν έχουν κατακτήσει τους Κώδικές του; Έτσι, λοιπόν, ο Μύθος πρέπει να ρωτά κι ο αναζητητής να προσπαθεί να καταλάβει την ερώτηση, πριν αρχίσει να δίνει τις μεγαλόστομες απαντήσεις του. Αναγκάστηκα να ξεκινήσω αυτή τη διαδρομή πάνω στο χαρτί με μια ερώτηση:




Είναι μια ερώτηση που κανείς από τους μεγάλους δημαγωγούς των Γραμμάτων δεν απάντησε, παρόλο που έδωσαν άπειρες εξηγήσεις για το «μυστηριώδες αυτό λογοτεχνικό φαινόμενο»… Έχοντας ερευνήσει τις αντιφατικές εξηγήσεις τους, που ποτέ δε με ικανοποίησαν (και δε γνωρίζω γιατί έχουν ικανοποιήσει πολλούς από τους αναγνώστες του Φανταστικού), αποφάσισα να ριψοκινδυνεύσω μια περιπλάνηση στους κόσμους του H.P.L. προσπαθώντας να δώσω μια αληθινή διάσταση στη ζωή του και στο έργο του, σύμφωνα με αυτά που εγώ ανακάλυψα, αυτά που εγώ ένιωσα, και σύμφωνα με αυτά που εγώ πιστεύω.

Το να είσαι απόλυτα αντικειμενικός είναι μια κατάρα που δε συμμερίζομαι καθόλου, γιατί όταν ερευνάς τα ίχνη ενός ανθρώπου που χάθηκε, η «αντικειμενικότητα» είναι μάλλον μια δικαιολογία για να στηρίξεις λογικά μια συγκεκριμένη άποψη (ή μια επιστημονική υποκρισία), παρά μια ανταπόκριση από μια αληθινή εξερεύνηση. Αυτόν το ρόλο προσπάθησα να πάρω μέσα στο χαρτί: του ανταποκριτή μιας αληθινής εξερεύνησης. Μέσα στους κόσμους της Λογοτεχνίας υπάρχει μονάχα ένας τρόπος εξερεύνησης: ο λογοτεχνικός. Και δε γνωρίζω καμιά πιο γοητευτική πρόκληση, από αυτήν της λογοτεχνικής εξερεύνησης μέσα στους φανταστικούς κόσμους ενός Μύθου της Φανταστικής Λογοτεχνίας.

… Και οι ακροβατικοί συλλογισμοί επιστρέφουν, για να ισορροπήσουν στο χείλος του γκρεμού που χωρίζει το «αληθινό» από το Φανταστικό. Ένας γκρεμός, που ίσως αποδειχθεί μια καλοφτιαγμένη οφθαλμαπάτη, για να αποθαρρύνει το πέρασμα προς την κρύπτη των μυστικών. Έτσι κι αλλιώς, ζούμε σε έναν κόσμο που είναι γεμάτος από μυστικά και θαύματα, οφθαλμαπάτες και αντιφάσεις. Ακολουθώντας τα ίχνη του συγγραφέα, θα ανακαλύψουμε αληθινές καταστάσεις και περιστατικά, αληθινά πρόσωπα και διηγήσεις. Που, με τη σειρά τους, φτιάχνουν αληθινούς συνδέσμους με φανταστικές κατασκευές, που Χώνονται στον ουρανό της μοναδικής και αναμφισβήτητης αλήθειας: της Εσωτερικής Αλήθειας.





Έτσι, μπορώ να δηλώσω χωρίς δισταγμούς: «Κυρίες και Κύριοι, Είναι Όλα Αληθινά.» 
Κάνοντας ένα μοναχικό ταξίδι στο παρελθόν, ο Χρόνος σπάζει σε μικρά κομμάτια, το όνειρο έχει γίνει ένα με την περασμένη πια καθημερινότητα, γιατί ο ονειρευτής και ο παρατηρητής έχουν χαθεί για πάντα: ό,τι έζησε και ό,τι ονειρεύτηκε, έχουν γίνει πια όλα ένα όνειρο.
 Καθώς καταδυόμαστε στα βάθη αυτού του αβέβαιου ονείρου, ο Χρόνος κυλά παράξενα, σπασμωδικά, τα γεγονότα και οι πληροφορίες ανακατεύονται, και μεταλλάσσονται σε ατμόσφαιρες και συναισθήματα, καθώς θα προσπαθούμε να πλησιάσουμε τις χαμένες λεπτομέρειες της ζωής του συγγραφέα και του ονειρευτή. Έτσι λοιπόν, κινούμενοι σε έναν Υπερχώρο και σε έναν Υπερχρόνο, ας προσπαθήσουμε να αντικρίσουμε την αλήθεια την πιο εσωτερική, όσο θολή κι αν είναι αυτή.


Τα στοιχεία που έχω συγκεντρώσει είναι όλα αληθινά, αλλά ταυτόχρονα είναι απλά κλειδιά, που ανοίγουν πόρτες που οδηγούν στο Όνειρο, και ποιος ξέρει πού αλλού. Δε γνωρίζω τι πρόκειται να βρει ο καθένας από τους συνταξιδιώτες μου πίσω από αυτές τις πόρτες, αλλά αυτή η γοητευτική άγνοια είναι ακόμη μία από τις ιδιόμορφες κατάρες του συγγραφέα. Την αποδέχομαι, με τον ίδιο τρόπο που αποδέχομαι τη μοίρα κάθε διήγησης: ότι θα ξεχαστεί, ή θα αλλάξει σε ένα νέο μύθο μέσα στο κεφάλι του αποδέκτη. 
Ο Έντγκαρ Αλλαν Πόε (που τόσο πολύ αγαπούσε ο Λάβκραφτ) είχε γράψει: «Ό,τι βλέπουμε και ό,τι φαινόμαστε, δεν είναι παρά ένα όνειρο, μέσα σε ένα όνειρο»







«Χ.Β. ΛΑΒΚΡΑΦΤ – ταξίδι στην μοναξιά του χρόνου»

Κοιτώντας πίσω μου, σε όλα εκείνα τα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον X. Φ. Λάβκραφτ, ανακαλύπτω ότι δεν ξεπερνούν τα στενά όρια που έχουν θέσει οι συγγραφείς τους, και -σχεδόν πάντα- αποτελούν μια μεταμφιεσμένη πρόφαση για να μιλήσουν για το δικό τους έργο. Αυτό, μάλιστα, συμβαίνει και με αξιόλογους και καταξιωμένους συγγραφείς στο χώρο της Έρευνας.

Ακόμη και ο Όγκαστ Ντέρλεθ (ο πιο πιστός αλληλογράφος του Λάβκραφτ, ιδρυτής του θρυλικού Arkham House, και συνεχιστής του έργου του, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων της Μυθολογίας Κθούλου, αλλά και o άνθρωπος που κρύβεται πίσω από τη δημοσιότητα που απέκτησε ο δάσκαλός του, έστω και μετά το θάνατό του), στα τέσσερα βιβλία που έχει γράψει για τον Λάβκραφτ και στα δεκάδες άρθρα του, είναι φανερό ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τις πωλήσεις του εκδοτικού του οίκου, αφιερωμένου στην υπόθεση, παρά για την ίδια τη μνήμη του Λάβκραφτ.

Αν και θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε μια αξιοθαύμαστη σεμνότητα (ο ίδιος ήταν απείρως καλύτερος συγγραφέας από τους περισσότερους που ανέδειξε), χαρακτηριζόταν πάντοτε από μια αδικαιολόγητη μυστικοπάθεια σε σχέση με πολλές από τις πτυχές της ζωής του δασκάλου του, και είναι ο κύριος υπεύθυνος για την προσεκτική λογοκρισία των περίπου χιλίων επιστολών του Λάβκραφτ, που δημοσίευσε σε πέντε επιλεκτικούς τόμους το «Arkham House» καθώς και για την εξαφάνιση από την αγορά του τρίτου τόμου από αυτούς, για σκοτεινούς λόγους.

Ο X. Φ. Λάβκραφτ, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους επιστολογράφους όλων των εποχών, έχοντας γράψει περίπου 120.000 επιστολές (που η κάθε μια τους είχε όγκο από μία σελίδα μέχρι και εκατό!) και είναι τρομακτικό να παρατηρεί κανείς μέσα στις χίλιες που δημοσιεύτηκαν, κάθε τόσο εκείνα τα πέντε αραιά αποσιωπητικά που σημαίνουν ότι ένας άγνωστος αριθμός παραγράφων ή σελίδων έχουν παραλειφθεί.

Ο πασίγνωστος στους αναγνώστες του Φανταστικού, Λιν Κάρτερ, κριτικός της Λογοτεχνίας, μελετητής και συγγραφέας, στα πολύ ενδιαφέροντα δοκίμια που έχει γράψει για τον Λάβκραφτ, περιορίζεται στην εξέταση της κατασκευής της Μυθολογίας Κθούλου (σχήμα που, κατά τη γνώμη μου, είναι αμελητέο μπροστά σε άλλα σημεία της περίπτωσης Λάβκραφτ), αναγκάζοντας το σοβαρό αναγνώστη να σκεφτεί ότι το κάνει επειδή υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον για την κατασκευή αυτή, (για την οποία, άλλωστε, σα σχήμα, δεν ευθύνεται ο ίδιος ο Λάβκραφτ, αλλά το Arkham House), κι ένα γεγονός που ενισχύει, ίσως, αυτή μου την επισήμανση είναι το ότι ακόμη και η διάσημη μελέτη του πάνω στο The Lord of the Rings του Τόλκιν, ήταν μια παραγγελία του Ιαπωνικού υπουργείου Πολιτισμού (!)…

Ο διάσημος και πολυγραφότατος ερευνητής και συγγραφέας Κόλιν Γουίλσον, παρόλο που έχει γράψει για τον Λάβκραφτ εκατοντάδες σελίδες, και γνωρίζει πολλά για τη ζωή και το έργο του, δεν ξεφεύγει από τη στείρα αυστηρότητα του ντε Καμπ. Τον ενδιαφέρει πάρα πολύ η απόκρυφη (Occult) προέλευση του έργου του Λάβκραφτ και οι «συμπτώσεις» που συναντιόνται μέσα σε αυτό, και γίνεται πολύ συχνά ένας ψυχρότατος ψυχολόγος «ερευνώντας την περίεργη περίπτωση του ασυνήθιστου αυτού ανθρώπου, αλλά τόσο μέτριου συγγραφέα».

Για όποιον διαθέτει στοιχειώδη παρατηρητικότητα ή τη σωστή ενημέρωση, είναι γνωστά τα παιχνίδια που παίζει ο Γουίλσον με τους διάφορους ακαδημαϊκούς κύκλους, που τον ρίχνουν σε αντιφάσεις και δισταγμούς, προκειμένου να έχει την εύνοιά τους, έπειτα ατό τον τόσο άδικο πόλεμο που του έχουν κάνει τις προηγούμενες δεκαετίες. Μου έχει δοθεί η ευκαιρία (και η τιμή) να συζητήσω μαζί του, και διαπίστωσα ότι οι απόψεις του διαφέρουν κατά πολύ από τα γραφόμενά του πάνω στο ζήτημα. Ο ίδιος, ίσως να έχει καταθέσει με καλύτερο τρόπο τη γνώμη του, στα διηγήματά του The Return of the LLoigor και The Mind Parasites, (τα έγραψε ερευνώντας για τον Λάβκραφτ), μεταμφιεσμένη πλέον με τη λογοτεχνική πρόθεση.

Συνεχίζοντας αυτή την αναγκαστική αναφορά πάνω στα κυριότερα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον Λάβκραφτ και το έργο του, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο πιο σοβαρός και ο πιο αφοσιωμένος μελετητής του Λάβκραφτ, είναι ο κύριος Σ. Τ. Τζόσι, κριτικός της Λογοτεχνίας, γνωστός αρθρογράφος και δοκιμιογράφος. Ο Τζόσι έχει γράψει έναν ολόκληρο κυκεώνα από τις πιο λεπτομερείς παρατηρήσεις πάνω στο έργο του Λάβκραφτ, οι περισσότερες είναι βιβλιοθηκονομικού και ευρετηριακού χαρακτήρα (η πιο εξωφρενική που μπορώ να θυμηθώ, είναι αυτή που απαριθμεί τις αναφορές του Λάβκραφτ στις γάτες, σε όλα τα διηγήματα και τις επιστολές του), και η πολυμάθειά του είναι τέτοια πάνω στο θέμα, που δε νομίζω ότι μπορεί να τη σχολιάσει κανείς. Χαρακτηρίζεται, όμως, από μια περίεργη ψυχρότητα, και από την απαγορευτική ακρίβεια μιας υπολογιστικής μηχανής…

Ερευνώντας ολόκληρη τη διαθέσιμη βιβλιογραφία (που συχνά όμως είναι τόσο σπάνια), νομίζω πως είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς, ότι ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες και αξιόλογες αναφορές πάνω στο θέμα, οι οποίες κοιτούν σ’ αυτό από τη σωστή οπτική γωνία, είναι αυτές του Κέννεθ Γκραντ (επικεφαλής του αγγλικού Ο.Τ.Ο. Ordo Templi Orientis συγγραφέας, αποκρυφιστής και γνωστός ερευνητής), του Ρόμπερτ Τέρνερ (ιδρυτής του Order of the Cubic Stone, εκδότης, ερευνητής και φιλόλογος) του Τζέημς Τέρνερ (συγγραφέας και εκδότης, συνεχιστής του εκδοτικού οίκου Arkham House), του Ρίτσαρντ Λούποφ (συγγραφέας και βιογράφος), του Π. X. Κάννον (συγγραφέας και ανθολόγος) του Πήτερ Κολόζιμο (αρχαιολόγος, ερευνητής και συγγραφέας), του Πήτερ Σμιθ (ερευνητής και αρθρογράφος), και του Ρόμπερτ Άντον Γουίλσον (συγγραφέας βιβλίων Φαντασίας, όπως το θρυλικό Illuminatus!, και συνωμοσιολόγος). Οι άνθρωποι αυτοί έχουν εργαστεί πάνω στο ζήτημα πάρα πολύ, με την πιο αγνή ερευνητική και με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, δικαιώνοντας το Μύθο τον Φανταστικού, χωρίς να σκοντάφτουν πάνω σε αδιάφορες φιλοδοξίες ή αντιζηλίες, με μια αξιοθαύμαστη σοβαρότητα, έμπνευση και ευρυμάθεια.


Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τον Λάβκραφτ και για το έργο του, που ο ίδιος θα τρόμαζε αν μπορούσε με κάποιο μαγικό τρόπο να τα γνωρίζει. Όμως, τα πάντα παραλλάσσονται και αναμοχλεύονται μέσα στο στρόβιλο του Χρόνου, και το έργο ενός σεμνού συγγραφέα δεν έχει τη δύναμη να γλιτώσει. Ο συγγραφέας το γνωρίζει αυτό, και σε μια απρόβλεπτη στιγμή, εξαφανίζεται απ’ το προσκήνιο τυλιγμένος μέσα στο μανδύα κάποιας από τις μεταμφιέσεις του, αφήνοντας όλους τους άλλους να τον ψάχνουν με το όνομά του, ενώ αυτός έχει αλλάξει πια όνομα.





Αν θέλω ν’ ανακαλύψω έναν άνθρωπο που σε όλη του τη ζωή ονειρευόταν, πρέπει να ψάξω μέσα στο όνειρο. 
Στο όνειρο, και όχι σε πολιτικοψυχολογικές αναλύσεις.


Και αφού όλοι μας ονειρευόμαστε, ίσως αυτό το απλό γεγονός που κανείς δεν παρατηρεί ότι είναι το μόνο που αληθινά μοιραζόμαστε να μας κάνει όλους να ανήκουμε στην ίδια ακατονόμαστη παγκόσμια αδελφότητα. Μια αδελφότητα που είναι η πολυπληθέστερη, αλλά παραδόξως και η πιο μυστική… Αναζητώντας τον Ράντολφ Κάρτερ, μέσα στις σκιές των ονειρικών τόπων και των στιγμών που έσβησε ο Χρόνος, πρέπει να γνωρίζω το σύνθημα, για να το ψιθυρίσω μόλις μου ζητηθεί. Σ’ αυτό το ταπεινό κεφάλαιο, ψιθύρισα ήδη το σύνθημα, και γνωρίζω πως η διέλευση έχει ανοιχθεί. Γίνομαι κι εγώ μια σκιά που χάνεται εκεί μέσα. Ίσως κάποιος από τους αναγνώστες μου να με ακολουθήσει σ’ αυτή μου την εξερεύνηση, και ίσως κάποιος άλλος να μείνει πίσω αγναντεύοντας με αδιαφορία. Αποδέχομαι το ρόλο μου αυτόν, της ενδιαφέρουσας ή αδιάφορης σκιάς, γιατί έτσι ο καθένας θα ανακαλύψει αυτό που του αναλογεί…

Όλοι ψάχνουν για κάποιο μυστικό.

Κάτι όμως τους διαφεύγει: το κάθε μυστικό κρύβει μέσα του ένα άλλο.

Όποιος ανακαλύπτει κάποιο ίχνος αποκάλυψης, θαμπώνεται και συγκλονίζεται, όχι από την ίδια την αποκάλυψη, αλλά από την τεράστια κατάδυση που έκανε από το ένα μυστικό μέσα στο άλλο, μέσα στο άλλο, μέσα στο άλλο, τόσο βαθιά και σκοτεινά, που το παραμικρό φως μοιάζει υπέρλαμπρη φωταγωγία. Έπειτα αναρωτιέται αν πρέπει να φέρει στην επιφάνεια την αποκάλυψη ή αν πρέπει να διατηρήσει κρυφό το μυστικό. Τις περισσότερες φορές, αυτός που αναζητεί ένα θησαυρό, όταν τον ανακαλύπτει, γίνεται θησαυροφύλακας… Η απόδραση και η περιπέτεια συνήθως είναι οχήματα παροδικά και, στο τέλος, οι περισσότεροι που τα καβάλησαν έγιναν οι ίδιοι δεσμοφύλακες. Όλα αυτά είναι παιχνίδια της παράδοσης και της απαγορευτικής και σκληρής φύσης του κόσμου, που με τη σειρά του είναι αποκλειστικά ανθρώπινο κατασκεύασμα.

Αφού ο καθένας μας είναι ένας κόσμος από μόνος του, και ο έλεγχος των κόσμων αυτών προκύπτει μόνο από τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης κοινών συντεταγμένων. Μέσα απ’ αυτούς τους συλλογισμούς, όλα τα μυστικά φαντάζουν μονάχα ένα, κι αυτό με τη σειρά του δεν είναι καθόλου κρυφό. Είναι το δικό μας μυστικό, αυτό που κρύβουμε από τον εαυτό μας. Εμείς είμαστε το μυστικό, και ο κόσμος προσπαθεί να μας αποκαλύψει, κι εμείς κρυβόμαστε από τον κόσμο, δηλαδή από τον εαυτό μας.

Αν προσπαθώ να βρω τα κλειδωμένα μυστικά που κρύβονται πίσω από τη μορφή του X. Φ. Λάβκραφτ, πρέπει να θυμάμαι συνέχεια πως αυτός ο κύριος Λάβκραφτ ζει μονάχα μέσα στο κεφάλι μου, σε ένα Χώρο που είναι δικός μου, και σε ένα Χρόνο που ξεκινά και τελειώνει με μένα. Το υπέρτατο μυστικό είναι η ίδια η σύνδεση, έτσι το νιώθω, ο συνδετικός κρίκος που ενώνει το αντικείμενο με τον παρατηρητή, μέσα σε ένα Χωροχρόνο δημιουργημένο από τον παρατηρητή.

Από παρατηρητή σε παρατηρητή, το αντικείμενο αλλάζει, κι όμως, επιμένουμε να μοιραζόμαστε την ψευδαίσθηση ότι είναι το ίδιο. Δειλιάζουμε να παραδεχτούμε τη μοναδικότητά μας, γιατί αυτό θα ήταν μια φοβερή ευθύνη, αφού κάθε στιγμή θα είμαστε δημιουργοί ή καταστροφείς ενός κόσμου. Αν υπάρχει κάποιο μεγάλο μυστικό, στο τέλος της πορείας προς τη συνάντηση με τον Λάβκραφτ, πιστεύω πως θα είναι ίδιο με όλα τα μυστικά που υπάρχουν στο τέλος της πορείας προς οπουδήποτε και δεν θα είναι καθόλου κρυφό. Τολμώ να πω ότι το μόνο που είναι κρυφό είναι η πορεία, και ότι το μυστικό βρίσκεται στο ίδιο μας το σπίτι, μόνο που πρέπει να κάνουμε το γύρο του κόσμου για να το βρούμε όταν επιστρέψουμε.





Κάποιος φίλος μου λέει, χαμογελώντας, ότι ο άνθρωπος Λάβκραφτ δεν υπήρξε ποτέ, και ότι είναι όλα ένα περίεργο σχέδιο, μια συνωμοσία, μια επινόηση του Ντέρλεθ και της παρέας του. Χαμογελώ κι εγώ με αυτές τις σκέψεις, αλλά υπενθυμίζω στο φίλο μου ότι κι αυτός είναι μια επινόηση δική μου, κι ότι δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, αφού κι εγώ χρησιμοποιώ καθημερινά μια δική μου προβολή του, που δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που είναι αυτός στ’ αλήθεια. Ο ίδιος ο κόσμος που με περιβάλλει, είναι μια δική μου συνωμοσία. Αυτός χαμογελάει πάλι, σκεπτόμενος σίγουρα πως μάλλον εγώ είμαι μια επινόηση δική του, και πως ο κόσμος είναι δική του συνωμοσία…

Θυμάμαι τα λεγόμενα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες: 
«Ποιος ξέρει, αλήθεια, το συντακτικό των ονείρων; Λες ότι με ονειρεύεσαι συνέχεια. Μπορεί να σε ονειρεύομαι εγώ ή κάποιος άλλος να μας ονειρεύεται και τους δυο, και τότε, αλίμονο μας άμα ξυπνήσει.» 
από ένα διάλογό του με τον Αχιλλέα Κυριακίδη, σ’ ένα όνειρο…







Λοιπόν, εκατοντάδες άνθρωποι προσπάθησαν να ανακαλύψουν τρομερά μυστικά πίσω από την υπόθεση Λάβκραφτ, χιλιάδες αναλύσεις επί αναλύσεων, πάνθεα και μυστικές παραδόσεις, απαγορευμένες γνώσεις και χαμένα χειρόγραφα, πορτραίτα και αποκαλύψεις, λογοτεχνίες και χειροτεχνίες…


Σχεδόν κανείς τους δεν πίστευε στ’ αλήθεια στη Λογοτεχνία και στο ότι οι μύθοι είναι ζωντανοί. Όλοι τους έψαχναν σε απαγορευμένες βιβλιοθήκες, και σχεδόν κανείς τους δεν άκουσε τον ίδιο το συγγραφέα να μιλά. Δε διάβασαν τις διηγήσεις του σαν να ήταν αληθινές. Αφού αυτός τις έγραψε, οτιδήποτε έχει να τους πει είναι εκεί μέσα, ολοφάνερο, ζωντανό, αλλά ταυτόχρονα τόσο κρυφό. Ψάχνοντας εκεί μέσα, βρίσκουμε το μήνυμα του εξερευνητή προς κάθε ενδιαφερόμενο αποδέκτη.




Κι αφού το Ταξίδι μου μέσα στη Μοναξιά του Χρόνου, μόλις αρχίζει, να ο πραγματικός του πρόλογος, λίγα βήματα πριν από την είσοδο. Είναι οι πρώτες παράγραφοι από το διήγημα του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ, The Shadow Out of Time, του 1934:












«Έπειτα από είκοσι δύο χρόνια εφιαλτών και τρόμου, εκτός ίσως από την απελπισμένη πεποίθηση για τη μυθολογική προέλευση κάποιων εντυπώσεών μου, είμαι απρόθυμος να εγγυηθώ για την αλήθεια αυτού που πιστεύω ότι ανακάλυψα, τη νύχτα της 17ης προς 18η Ιουλίου 1935. Έχω τους λόγους μου να ελπίζω ότι οι εμπειρίες μου ήταν όλες ή σχεδόν όλες μια παραίσθηση, για την οποία, πραγματικά, συγκεκριμένοι λόγοι υπήρχαν. Κι όμως, ο ρεαλισμός της ήταν τόσο αποτρόπαιος, που μερικές φορές νιώθω οποιαδήποτε ελπίδα αδύνατη.

Αν όλα αυτά τα πράγματα συνέβησαν στ’ αλήθεια, τότε ο άνθρωπος πρέπει να είναι προετοιμασμένος να δεχτεί απόψεις που αφορούν τη φύση του σύμπαντος, και της δικής του θέσης μέσα στον αδυσώπητο στρόβιλο του Χρόνου, απόψεις που και η παραμικρή αναφορά τους παραλύει το πνεύμα. Πρέπει, επίσης, να βρίσκεται σε επιφυλακή ενάντια σε έναν κρυφό κίνδυνο που αν και δε θα καταπιεί ποτέ όλη την ανθρωπότητα μπορεί να επιβάλει τεράστιους και απίστευτους τρόμους σε συγκεκριμένα ριψοκίνδυνα μέλη της.

Είναι γι’ αυτόν τον τελευταίο λόγο, που επιμένω, με όλη τη δύναμη της ύπαρξής μου, να εγκαταλειφθούν τελειωτικά όλες οι προσπάθειες να ξεθαφτούν όλα εκείνα τα κομμάτια του Αγνώστου, που είχε αναλάβει να ερευνήσει η δική μου αποστολή. Αν συμπεράνω ότι είμαι λογικός και ξύπνιος, η εμπειρία μου εκείνης της νύχτας ήταν τέτοια, που αποκλείεται να έχει τύχει ξανά σε άλλον άνθρωπο. Κι ακόμη περισσότερο, ήταν η τρομακτική επιβεβαίωση όλων των πραγμάτων που, μέχρι τότε, τ’ αρνιόμουν ως μύθους και όνειρα.


»Όταν συνάντησα τον τρόμο, ήμουν ολομόναχος και μέχρι τώρα δεν είπα τίποτε σε κανέναν. Δεν μπορώ να σταματήσω τους άλλους να σκάβουν προς την κατεύθυνσή του, αλλά η τύχη τους και ο άνεμος που μετατοπίζει την άμμο των ερήμων, τους γλίτωσε, μέχρι στιγμής, από το να το ανακαλύψουν. Τώρα, ήρθε η ώρα να καταθέσω μια ξεκάθαρη δήλωση για όλα αυτά, όχι μόνο για χάρη της δικής μου διανοητικής ισορροπίας, αλλά για να προειδοποιήσω αυτούς που είναι σαν κι εμένα, αυτούς που θα τη διαβάσουν με σοβαρότητα»


@Παντελής Γιαννουλάκης / περιοδικό Strange