Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Σχήμα της απουσίας


Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ' τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί -

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.

Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ' τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ' την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκιες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.



Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει'
σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. 

Τότε ολόγυρα μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε' και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.



[...]
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.


Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ‘κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.


Γιάννης Ρίτσος, 

«Σχήμα της απουσίας», ΙΙ, Ποιήματα, Τόμος Β’ 
(1941-1958), εκδ. Κέδρος

Michael Tolleson



[...]
Ἕνα μικρό κορίτσι, ἀνύποπτα νυχτώθηκε ἄξαφνα μέσα στὴ λύπη...
 Τί ‘ταν λοιπόν ἡ ζωή;
Κι αὐτός ὁ πόνος; Κ' ἡ κραυγή τούτη;..
 Ἦταν δικά του αὐτά;.. Καὶ περίμεναν πίσω ἀπ’ τὸ γέλοιo του,
 πανέτοιμα κ' ἐπίβουλα;.. Κι αὐτά τ' ἀγαπημένα πρόσωπα, 

 που ἔσκυβαν πάνω του μακρυνά κιόλας;.. 
Ἄνοιξε ἥσυχα λοιπὸν  τὴν πόρτα ἑνὸς ἄστρου, 
μπῆκε μέσα προφυλαχτικά, νὰ μὴν ἀκούσουμε 
 – μὰ ὅλες τὶς νύχτες κείνη ἡ πόρτα ἀνοιχτή  χτυπάει ἀπ’ τὸν ἀγέρα τοῦ μικροῦ λυγμοῦ του...

 Κι οὔτε μπόρεσε  νὰ σηκωθῇ πιὰ νὰ τὴν κλείσῃ, 
οὔτε μποροῦμε – εἶναι μακρυά – νὰ τὴν κλείσουμε...
[...]





Στην τελική σελίδα ο γραφικός σου χαρακτήρας άρχισε να πελαγοδρομεί, 
τα γράμματα σμήνος πουλιών που ρούφηξαν αλκοόλ και μέθυσαν. 
Η τελευταία λέξη εξατμίστηκε στην ομίχλη. 
Κι έτσι ακόμα δεν ξέρω αν τελικά έγραφες έλεος, έλος 
ή απλώς τέλος.

Χλόη Κουτσουμπέλη 





photo:Joanna Rzeznikowska

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Ψάχνουμε τη λέξη για να πούμε "παραδίνομαι" ... [ Κεφ. ΙΙΙ ]


Στην επιτροπή συζητάγαμε όλο το απόγευμα. Ψάχνουμε τη λέξη σε ιδίωμα για να πούμε "παραδίνομαι" και δεν τη βρίσκουμε.  Δεν έχει μετάφραση σε tzotzil ούτε σε  tzeltal, κανείς δε θυμάται αυτή τη λέξη να υπάρχει σε tojolabal ή σε chol .

Πάνε ώρες που ψάχνουν συνώνυμα. Έξω βρέχει κι ένα σύννεφο-σύντροφος έρχεται να ξαπλώσει μαζί μας. Ο γερο-Αντόνιο περιμένει να φύγουν όλοι αμίλητοι και να μείνει μονάχα το ταμπούρλο της βροχής πάνω στη σκεπή από λαμαρίνα. Σιωπηλά με πλησιάζει ο γερο-Αντόνιο, βήχοντας από τη φυματίωση, και μου λέει στ΄αυτί:  "Αυτή η λέξη δεν υπάρχει σε γλώσσα πραγματική, γι αυτό οι δικοί μας ποτέ δεν παραδίδονται, καλύτερα να πεθάνουν, γιατί οι νεκροί μας προστάζουν πως οι λέξεις που δε μας πηγαίνουν, δε ζουν" . 

Μετά πηγαίνει προς τη φωτιά για να τρομάξει το φόβο και το κρύο. 
Το διηγούμαι στην Άννα-Μαρία, αυτή με κοιτάζει τρυφερά και μου θυμίζει πως ο γερο-Αντόνιο είναι πια νεκρός... 

Η αβεβαιότητα των τελευταίων ωρών του περασμένου Δεκέμβρη επαναλαμβάνεται.  Κάνει κρύο, οι φρουρές αλλάζουν μ΄ένα σύνθημα που είναι ένα μουρμουρητό. Βροχή και λάσπη σβήνουν τα πάντα, οι άνθρωποι μουρμουρίζουν και το νερό ουρλιάζει. Κάποιος ζητάει ένα τσιγάρο και το αναμμένο σπίρτο φωτίζει το πρόσωπο του συμπολεμιστή που βρίσκεται στη σκοπιά... μια στιγμή μονάχα.. αλλά είναι αρκετό για να δεις ότι χαμογελάει... Κάποιος έρχεται με το πηλίκιο και το τουφέκι να στάζουν νερό.
"Έχει καφέ" ενημερώνει. 
Η Επιτροπή, όπως είναι το έθιμο σ αυτά τα μέρη, κάνει μια ψηφοφορία για να δει αν θα πιουν καφέ ή αν θα συνεχίσουν να ψάχνουν το αντίστοιχο του "παραδίνομαι"  σε πραγματική γλώσσα. 
Παμψηφεί κερδίζει ο καφές . 
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΝΕΤΑΙ....

Θα μείνουμε μόνοι ;

προηγούμενο κεφάλαιο                                  επόμενο κεφάλαιο 
 
Subcomandante Marcos   "Ιστορίες του γερο-Αντόνιο"  κεφ. ΙΙΙ

[εκδ. Ροές
μεταφρ. Γιώργος Καρατζάς ]