Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας ..


Νίκος Δήμου - Η δυστυχία του να είσαι Έλλην



Υπάρχουν Έλληνες που προβληματίζονται με τους εαυτούς των και Έλληνες που δεν προβληματίζονται. Οι σκέψεις αυτές αφορούν περισσότερο τους δεύτερους. Είναι όμως αφιερωμένες στους πρώτους.
Ορίζουμε σαν ευτυχία την (συνήθως προσωρινή) κατάσταση, όπου η πραγματικότητα συμπίπτει με τις επιθυμίες μας
Σε αναλογία, δυστυχία πρέπει να είναι η μη σύμπτωση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Με άλλα λόγια, δυστυχία μπορούμε να ονομάσουμε την απόσταση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Όσο μεγαλύτερη η απόσταση, τόσο πιο δυστυχισμένοι είμαστε.

Αξίωμα: Ένας Έλληνας κάνει ότι μπορεί για να μεγαλώσει το άνοιγμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Ο Έλληνας ζει κυκλοθυμικά σε μόνιμη έξαρση ή ύφεση. Μία συνέπεια: απόλυτη αδυναμία αυτοκριτικής και αυτογνωσίας.
Το Έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό, ό,τι είναι αληθές». Εμείς χρόνια τώρα, προσπαθούμε να πεισθούμε για το ανάποδο.
Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέπτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξανδρο είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε τουλάχιστον τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη.
Κι όμως στην πραγματικότητα είναι ο Καραγκιόζης, που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξανδρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, την μόνιμη πείνα και την μία τέχνη: της ηθοποιίας.
Πόσοι είναι οι Έλληνες, εκτός από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, που έχουν δει το πρόσωπό τους στον καθρέφτη;
Για τούτο ο Έλληνας δεν συγχώρησε ποτέ όσους «μισέλληνες» ζωγράφισαν το πορτραίτο του (Καημένε Αμπού!).

Ο Έλληνας προσπαθεί σε κάθε τομέα, να είναι εκτός πραγματικότητας. Και μετά είναι δυστυχής, διότι είναι εκτός πραγματικότητας (και μετά είναι ευτυχής... διότι είναι δυστυχής).
Βασικά ο Έλληνας αγνοεί την πραγματικότητα. Ζει δύο φορές πάνω από τα οικονομικά του μέσα. Υπόσχεται τα τριπλά από αυτά που μπορεί να κάνει. Γνωρίζει τα τετραπλάσια από αυτά που πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νοιώθει.
Η υπερβολή δεν είναι μόνο εθνικό ελάττωμα. Είναι τρόπος ζωής των Ελλήνων. Είναι η συνισταμένη του εθνικού τους χαρακτήρα. Είναι η βασική αιτία της δυστυχίας τους αλλά και η μεγάλη τους δόξα. Γιατί στο αυτοσυναίσθημα, η υπερβολή λέγεται λεβεντιά.
Ο Νεοέλληνας μοιάζει ευτυχισμένος όταν είναι δυστυχισμένος. Όταν όλα πάνε καλά, αισθάνεται ανήσυχος και απροσάρμοστος. Αν δεν έχει αίτια δυστυχίας, θα ψάξει να βρει.
Η ευτυχία της δυστυχίας του Νεοέλληνα εκφράζεται τέλεια στην «ελληνική γκρίνια
Απομεινάρι της σκλαβιάς; Γνώρισμα των ταλαιπωρημένων λαών; Πάντως το καλύτερο που θα ακούσετε, είναι ένας βαθύς αναστεναγμός με νόημα και η φράση; «έ! ας τα λέμε καλά...».

Σε κανένα λαό η φράση Τι κάνεις; δεν οδηγεί σε πλήρη ανάλυση του ιατρικού ιστορικού, της οικογενειακής κατάστασης, των οικονομικών δυσχερειών και των σεξουαλικών προβλημάτων του (τυπικά) ερωτηθέντος.

Ο ελληνικός «νόμος του Parkinson": Δύο Έλληνες κάνουν σε δύο ώρες (λόγω διαφωνίας) ό,τι ένας Έλληνας κάνει σε μία ώρα.

Βαθιά μέσ' την ψυχή του Έλληνα συζούν ο Χατζηαβάτης και ο Μεγαλέξανδρος. Η υπερβολή της κακομοιριάς και της λεβεντιάς. Η περηφάνια της ύβρης και η ύβρη της γκρίνιας. Μόνιμες και αρχαίες αιτίες δυστυχίας και δημιουργίας.

Στο θέμα της κληρονομιάς τους, θα χώριζα τους Έλληνες σε τρεις κατηγορίες-τους συνειδητούς, τους ημι-συνειδητούς και τους μη-συνειδητούς.
-Οι πρώτοι (λίγοι) ξέρουν. Έχουν νοιώσει το τρομερό βάρος της κληρονομιάς. Έχουν καταλάβει το απάνθρωπο επίπεδο τελειότητας του λόγου ή της μορφής των παλιότερων. Και τούτο τους συντρίβει.
-Οι δεύτεροι (και οι περισσότεροι) δεν ξέρουν άμεσα. Έχουν όμως «ακουστά». Είναι σαν τους γιους του διάσημου φιλόσοφου, που δεν μπορούν να καταλάβουν τα έργα του, βλέπουν όμως πως όσοι ξέρουν, τα τιμούν και τα βραβεύουν. Τους ενοχλεί αλλά και τους κολακεύει η φήμη. Επαίρονται πάντα όταν μιλούν σε τρίτους.
-Η τρίτη κατηγορία-οι μη συνειδητοί- είναι οι παρθένοι και αγνοί (γράφε ασπούδαχτοι: Μακρυγιάννης, Θεόφιλος, Λαός). Έχουν ακούσει για τους παλιούς σε μύθους και θρύλους, που τους έχουν αφομοιώσει σαν λαϊκά παραμύθια. Αυτοί οι αγνοί δημιούργησαν την λαϊκή παράδοση και τέχνη.
Ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των ημιμαθών με το μόνιμο κρυφό πλέγμα κατωτερότητας απέναντι στους αρχαίους, καθορίζει τη στάση και το ύφος του συνόλου.

Η σχέση μας με τους αρχαίους είναι μία πηγή του εθνικού πλέγματος κατωτερότητας. Η άλλη είναι η σύγκριση στο χώρο και όχι στο χρόνο. Με τους σύγχρονους «ανεπτυγμένους». Με την «Ευρώπη».
Όταν ένας Έλληνας μιλάει για την Ευρώπη, αποκλείει αυτόματα την Ελλάδα. Όταν ένας ξένος μιλάει για την Ευρώπη, δεν διανοούμαστε ότι μπορεί να μη περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
Γεγονός είναι πως-ό,τι και αν λέμε-δεν νιώθουμε Ευρωπαίοι. Νιώθουμε απ' έξω. Και το χειρότερο είναι, που τόσο μας νοιάζει και μας καίει, όταν μας το λένε...
Φθονούνε τους άλλους λαούς, ενώ διατυμπανίζουμε την ανωτερότητά μας. Ξενομανείς, ξενόφοβοι και ξενόδουλοι κι όχι μόνο (τουριστικά) φιλόξενοι.
Στις ρίζες της ελληνικής δυστυχίας είναι τα δύο εθνικά πλέγματα κατωτερότητας. Το ένα στο χρόνο με τους προγόνους. Το άλλο στο χώρο με τους Ευρωπαίους. Αδικαιολόγητα ίσως πλέγματα αλλά όχι για τούτο, λιγότερο πραγματικά.
Είμαστε διαφορετικοί. Κι όμως προσπαθούμε με απόγνωση να ενταχθούμε κάπου. Γιατί άραγε αισθανόμαστε την μοναδικότητά μας σαν ελάττωμα; Γιατί ντρεπόμαστε γι' αυτή; Άραγε επειδή δεν είμαστε αρκετά μεγάλοι ή δυνατοί, ώστε να κάνουμε την αδυναμία μας παντιέρα; Η μήπως επειδή δεν είμαστε αρκετά σίγουροι για τον εαυτό μας;
Αυτή η έλλειψη σιγουριάς, και όχι το μέγεθός της, μας έκανε πάντα να αναζητάμε προστάτες. Και άλλοι λαοί είναι μικροί, αλλά δεν κρέμονται από τους μεγάλους...
Ποτέ δεν θελήσαμε να αποσαφηνίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε την ιδιομορφία μας. Πάντα προσπαθούμε να ανήκουμε κάπου και όχι να είμαστε εμείς. Προσπαθήσαμε να ξαναγίνουμε αρχαίοι. Πασχίσαμε να αποδείξουμε την καθαρότητα της ράτσας μας, πολεμώντας φανατικά τον Falmereyer, αλλά ποτέ δεν ερευνήσαμε ψύχραιμα τα πραγματικά συστατικά της. Μισήσαμε και καταστρέψαμε την γλώσσα μας, γιατί δεν ήταν εντελώς ίδια με την γλώσσα των αρχαίων προγόνων μας. Μισήσαμε τον εαυτό μας, γιατί δεν ήταν ψηλός, ξανθός με ελληνική μύτη σαν τον Ερμή του Πραξιτέλη. Μισήσαμε τους γείτονές μας γιατί τους μοιάζουμε.
Τελικά ποίοι είμαστε; Οι ευρωπαίοι της ανατολής ή οι ανατολίτες της Ευρώπης; Οι αναπτυγμένοι του Νότου ή οι υποανάπτυκτοι του Βορρά; Οι κατ' ευθείαν απόγονοι των Αχαιών ή η πανσπερμία της Βαβυλωνίας:
Είμαστε ένας λαός χωρίς πρόσωπο και χωρίς ταυτότητα. Όχι επειδή δεν έχουμε πρόσωπο, αλλά επειδή δεν τολμάμε να κοιταχτούμε στον καθρέπτη. Επειδή μας έκαναν να ντρεπόμαστε για το πραγματικό μας πρόσωπο. Τόσο που να φοβόμαστε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Έτσι μάθαμε να παίζουμε διάφορους ρόλους: τον αρχαίο, τον Ευρωπαίο ...

Δεν θέλει μόνο αρετή και τόλμη η ελευθερία. Θέλει κυρίως γνώση και κρίση.
Σύμπτωμα ουσιαστικό της ελληνικής ψυχής η μυθοπλασία. Πλάθουμε μύθους για τον εαυτό μας. Και μετά είμαστε δυστυχισμένοι, γιατί φαινόμαστε κατώτεροι από τους μύθους, που εμείς πλάσαμε. Ένας μύθος: Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό... Αναζητώ με προσοχή άλλο λαό, του οποίου ο τράχηλος να έχει υποφέρει τόσους ζυγούς, όσο ο δικός μας.
Μόνο που κι εδώ μας σώζει η μυθοπλασία μας. Μόλις για κάποιο λόγο, πέσουν οι τύραννοι ή φύγουν οι ξένοι, πεταγόμαστε επάνω σαν τον Καραγκιόζη με τον Όφη και λέμε: εμείς τους διώξαμε!

Άλλος μύθος: Οι Έλληνες σαν εκλεκτός λαός. Ο μύθος της καπατσοσύνης. Και ο αντι-μύθος του κουτόφραγκου. Κάποιος πρέπει να γράψει κάποτε το παράξενο ρομάντζο της ελληνικής ξενολατρίας και ξενοφοβίας.

Άλλος μύθος, η ξένη επέμβαση. Ποτέ οι νεοέλληνες δεν μπόρεσαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Πάντα έφταιγε κάποιος τρίτος: ο αγγλικός δάκτυλος, η Ιντέλλιντζενς Σέρβις, το ΝΑΤΟ, η ΣΙΑ...
Άλλωστε αυτός ο μύθος δουλεύει και στις προσωπικές μας ιστορίες: Ποίος υποψήφιος πιστεύει πως δίκαια απέτυχε στις εξετάσεις; Ποίος υπάλληλος αναγνωρίζει πως δίκαια πήρε προαγωγή ο συνάδελφός του: Οι άλλοι έχουν πάντα τα μέσα..
Όχι φυσικά πως δεν υπάρχουν τα μέσα ή οι ξένες επεμβάσεις. Ωστόσο η σημασία που παίρνουν αυτές οι παρεμβάσεις στην φαντασία του Ρωμιού, είναι πραγματικά μεταφυσική. Άλλο σύμπτωμα, η συνεχής απομυθοποίηση των άλλων και η μυθοποίηση του εαυτού μας. Η απόλυτη αδυναμία του νεοέλληνα να μιλήσει για οποιονδήποτε αξιόλογο συμπατριώτη του χωρίς να πει: ναι - αλλά...
Υπάρχει άραγε νεοέλληνας που να μην αμφισβητήθηκε ο ανδρισμός του; Και τώρα ας θυμηθούμε τις δύο συχνότερες νεοελληνικές βρισιές.

Άλλο σύμπτωμα έλλειψης σιγουριάς, η νεοελληνική καχυποψία. Πρώτη αντίδραση σε ό,τι πεις: Με...δουλεύεις;
Ο Έλληνας δεν αισθάνεται άνετα μέσα στον κόσμο. Σαν συγγενής από την επαρχία, κάθεται στην άκρη της καρέκλας και κρύβει την έλλειψη σιγουριάς κάτω από την σοβαροφάνειά του. Σπάνια γελά.
Ανάμεσα στον μύθο και τον φόβο, ζουν και δημιουργούν οι Έλληνες.
Οι άλλοι λαοί έχουν θεσμούς. Εμείς έχουμε αντικατοπτρισμούς.
Τα μόνα επικίνδυνα κατεστημένα στην Ελλάδα είναι η γεροντοκρατία, η γραφειοκρατία και η μητριαρχία. Η γραφειοκρατία είναι εκείνη η αρρώστια, της οποίας νομίζει ότι είναι η θεραπεία.

Ρωμαίικο management. Αντί για κίνητρα, η φάπα του Καραγκιόζη.
Το πρόσφατο ειδύλλιο του Έλληνα με την καταναλωτική κοινωνία-ένας μακρύς, οδυνηρός αρραβώνας, χωρίς γάμο.

Η Ελληνική Παιδεία είναι ένας μηχανισμός μαζικής βεβιασμένης τροφοδότησης γνώσεων, που τον κινούν αμόρφωτοι άμουσοι και υπαμοιβόμενοι εκπαιδευτικοί. Το πρόβλημα της Ελληνικής Παιδείας είναι πρόβλημα διδασκόντων. Μόνο προσωπικότητα μπορεί να διαμορφώσει προσωπικότητες. Θα Θυμάμαι πάντα τους καθηγητές που έτρεμαν όσους μαθητές είχαν μάθει να σκέπτονται.
Η αρχή στην οποία στηρίχθηκε η Ελληνική Παιδεία, ήταν κάτι χειρότερο από το μηδέν. Ο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δύο αλληλογρονθοκοπούμενες έννοιες σε ένα επίθετο. Πόσο χαρακτηριστικό για την εσωτερική μας αντίφαση!
Άλλοι λαοί έχουν θρησκεία. Εμείς έχουμε παπάδες.
Η μόνη επαφή της Ελληνικής εκκλησίας με το πνεύμα τα τελευταία εκατό χρόνια, ήσαν οι αφορισμοί του Ροΐδη, του Λασκαράτου και του Καζαντζάκη.
Τον αιώνα που πέρασε η Ελληνική εκκλησία υπηρέτησε, πιστά και αφοσιωμένα πολλούς κυρίους. Εκτός από τον Ένα.

Ζει στην ακριβότερη χώρα της Ευρώπης-σε σχέση με τις αμοιβές του έχει την χειρότερη κοινωνική ασφάλιση, τα περισσότερα τροχαία ατυχήματα, το φτωχότερο εκπαιδευτικό σύστημα και τις μικρότερες κυκλοφορίες βιβλίων.

Ο απότομα αστικοποιηθείς βλάχος είναι το πιο λυπηρό ζώο στην Ελλάδα. Η ζωή του έχει τελείως εκφυλιστεί. Έχασε όλο το παραδοσιακό πατριαρχικό μεγαλείο, χωρίς να αποκτήσει τίποτα στη θέση του. Ούτε είχε η ελληνική αστική τάξη σημαντική παράδοση να του την προσφέρει, αλλά και αν είχε, δεν ήταν δυνατό μερικές χιλιάδες αστοί, να αφομοιώσουν μερικά εκατομμύρια βλάχους σε μία γενιά.
Έτσι ο αστικοποιηθείς βλάχος ζει στο κενό. Δεν έχει γη δεν έχει γλώσσα (έρχομαι εξ Ομονοίας), δεν έχει θρησκεία. Δεν ξέρει πια πως να χαρεί, να κλάψει. Δεν ξέρει να ζήσει.
Αλλά ούτε και να πεθάνει. Το σημαντικότερο κριτήριο για την αυθεντικότητα μίας κοινωνίας είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον θάνατο. Στην Ελλάδα μόνο στα χωριά ξέρουν να αντικρίσουν τον Χάροντα.
Αν έπρεπε να διαλέξω το χαρακτηριστικότερο σύμβολο της νεοελληνικής φτήνιας και κακογουστιάς, θα διάλεγα τις γελοίες αμερικάνικες νεκροφόρες με τις μπαρόκ κρυστάλλινες απλίκες. Ποτέ πράγμα πιο σοβαρό δεν εξευτελίστηκε χειρότερα από το σύμβολό του.

Ενώ οι μισοί Έλληνες προσπαθούν να μεταμορφώσουν την Ελλάδα σε ξένη χώρα, οι άλλοι μισοί ξενιτεύονται. Είμαστε μία από τις λίγες χώρες που έχει περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες από κατοίκους.
Οι Έλληνες πάντα θα γυρεύουν την πατρίδα τους σε άλλες πατρίδες και τις άλλες πατρίδες στην δική τους.

Όπως ο άνθρωπος κουβαλά το προπατορικό αμάρτημα, ο Έλληνας κουβαλά το σόι του. Οι άλλοι λαοί έχουν συγγενείς. Ο Έλληνας έχει συνεταίρους στη ζωή (και στο θάνατο). Όταν ο Έλληνας δεν έχει σόι, έχει παρέα. Μοιάζει σε τούτο με το σόι: είναι το ίδιο μόνιμη, το ίδιο απαιτητική και το ίδιο βαρετή.

Η σεξουαλική ζωή του Έλληνα κινείται σε δύο επίπεδα, το πραγματικό και το φανταστικό. Η απόσταση μεταξύ τους είναι μεγάλη. Η σεξουαλική ζωή της Ελληνίδας κινείται κι αυτή σε δύο επίπεδα, το πραγματικό και το εμπορικό. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη.

Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει.

Κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα πάθεις έμφραγμα.

Το θλιβερότερο θέαμα είναι δέκα Έλληνες διανοούμενοι σε ένα δωμάτιο. Ο καθένας θα προσπαθήσει να μεταβάλει τους άλλους σε ακροατήριο.

Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί (συνήθως μάταια) να κάνει τις ιδέες του πράξη. Ο Έλληνας διανοούμενος είναι αυτός που προσπαθεί να βρει ιδέες για να δικαιολογήσει τις πράξεις του.


Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011



Aποσπάσματα από μία συνέντευξη





-Eίστε κατά του γάμου κύριε Χατζιδάκι;
-Ναι, ασυζητητί. Ο γάμος είναι πηγή ασθενειών.

-Τι ασθενειών;
-Μεγάλων ασθενειών. Κατ' αρχήν, ευνοείται ο γάμος, διότι τροφοδοτεί τα κοινωνικά σύνολα με πληθυσμό.

-Δεν πρέπει να τροφοδοτούνται τα κοινωνικά σύνολα με πληθυσμό; Δεν είναι απαραίτητο;
-Όχι. Δεν με ενδιαφέρει. Γιατί να συνεχίσουμε να υπάρχουμε; Να πάμε να χαθούμε! Εάν τυχόν η ανάπτυξή σας βασίζεται στο αντίστοιχο της Τουρκίας, όλη η φουκαροσύνη και δέκα παιδιά, ποτέ μην αναπτυχθούμε. Βλέπετε όλους αυτούς τους φουκαράδες, που σαν τις κρεατομηχανές κάνουν δώδεκα και δεκαπέντε παιδιά και νομίζουν οι άθλιοι, μέσα στην απαιδευσιά τους, ότι κάνουν πράξη εξόχως θεάρεστη κοινωνικά, και κανείς δεν βρέθηκε να τους πει «προς Θεού, αυτό είναι αμαρτία», να βγάζουν τόσα παιδιά στον κόσμο χωρίς να έχουν τα κότσια να τα πάνε παραπέρα στη ζωή τους.
Αντίθετα, έρχεται η κοινωνία, η Πολιτεία και το επιβραβεύει επίσημα αυτό το πράγμα και σου λέει «πολύ καλά κάνεις, πάρε και επίδομα διότι χρειαζόμαστε στρατιώτες να τους στέλνουμε εις τας μάχας να σκοτώνονται υπέρ πατρίδος». Αυτή την αηδία, αυτές τις τρισάθλιες συμβατικότητες εγώ δεν τις δέχομαι.

-Πόσοι γάμοι λειτουργούν ως κρεατομηχανές; Είναι ένα ακραίο παράδειγμα αυτό. Μπορούμε να καταδικάσουμε τον γάμο απ' αυτό;
-Πρώτα-πρώτα, δεν είναι ακραίο. Και ύστερα, πείτε μου εσείς, πόσοι γάμοι είναι ευτυχείς; Οι περισσότεροι γάμοι είναι τρισάθλιοι, γίνονται κάτω από πιέσεις – όταν μια οικογένεια είναι κακά δομημένη θα βγάλει και ανθρώπους άρρωστους. Οι άρρωστοι αυτοί άνθρωποι γίνονται μέλη μιας κοινωνίας και αρρωσταίνουν και την κοινωνία. Και υποχρεούμεθα να ζούμε την αρρώστια χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι έχουν προέλθει από οικογένειες ανύπαρκτες στην ουσία. Λοιπόν, γιατί αυτό θέλετε να επιβιώσει και να συνεχιστεί; Αν είναι να επιβιώσουμε μέσω τέτοιων αηδών καταστάσεων, να μην επιβιώσουμε καθόλου.

-Όχι και έτσι!
-Γιατί όχι κι έτσι. Σας τρομάζει το γεγονός;

-Δεν μπορούμε τώρα, να πούμε, έτσι, στοπ.
-Μη σταματάτε, συνεχίστε, εμένα δεν με νοιάζει. Εγώ κάποτε θα φύγω από τον κόσμο και θα είμαι πολύ ευτυχής που δεν θα συνεχίσω να βλέπω αυτό το αηδιαστικό φαινόμενο.

-Του κόσμου ή του γάμου;
-Όλη αυτή την αθλιότητα, τουλάχιστον της ελληνικής οικογενειοκρατίας.

-Είναι μια γενική εκτίμηση ότι ο θεσμός του γάμου περνάει κρίση.
-Αυτές είναι δικαιολογίες. Να μην παντρεύονται.

-Δεν έχει βρεθεί όμως – λένε – σχέση που να μπορεί να υποκαταστήσει τον γάμο.
-Πολύ καλή είναι μια σχέση όσο θέλεις τον άνθρωπό σου. Από την ώρα που δεν τον θέλεις και δεν σε θέλει, σταματάτε. Οι ώριμοι άνθρωποι έτσι κάνουν. Δεν είσαι ιδιοκτησία κανενός. Ούτε μπορείς να γίνεις ιδιοκτησία κανενός. Επειδή σε ευλογάει ο παπάς, είσαι υποχρεωμένος να ζήσεις σΆ όλη σου τη ζωή έτσι;

-Υποστηρίζουν ότι, αν μη τι άλλο, ο γάμος χρειάζεται για να μπορούν οι άνθρωποι να φέρνουν στον κόσμο παιδιά.
-Γιατί, άμα έχεις μια πολύ καλή σχέση, δεν μπορείς να κάνεις και παιδιά;

-Παρ' όλα αυτά κι αυτοί που έχουν μια πολύ καλή σχέση όπως λέτε, δεν βλέπουν την ώρα να παντρευτούν, ακόμα και στην εποχή μας, που τόσα πράγματα έχουν αλλάξει. Το κάνουν, λέτε, από ανασφάλεια;
-Από ανασφάλεια.

-Και μένουν παντρεμένοι από ανασφάλεια;
-Από ανασφάλεια. Κάνουν παιδιά και ζούνε συμβατικά, διότι έχουν κάνει παιδιά. Είναι αποδεκτοί απ' το κοινωνικό σύνολο παντρεμένοι, μπορούν να κάνουν τις βρωμιές τους παντρεμένοι, χωρίς να κυνηγιούνται, όπως κυνηγιούνται ελεύθεροι.

-Πώς ακούτε την άποψη ότι ένας γάμος δεν πρέπει να διαλύεται όταν υπάρχουν παιδιά;
-Από την ώρα που θα κάνετε παιδιά, είναι τραγωδία. Από κει και πέρα, είτε διαλυθεί, είτε δεν διαλυθεί ο γάμος...

-Όταν η σχέση δεν είναι σωστή, είναι λέτε, τραγωδία;
-Μα πόσες σχέσεις σωστές ξέρετε εσείς; Εγώ είμαι 63 ετών και μέσα σ' αυτά τα 63 χρόνια είναι ζήτημα αν ξέρω τρεις σωστές οικογένειες όλες κι όλες. Οι άλλες είναι θλίψη, κατήφεια κι αρρώστια, γεμίζουν την κοινωνία από άρρωστους πολίτες. Βέβαια, η πολιτεία δεν ενδιαφέρεται γι' αυτά τα πράγματα, θέλει να αυξάνεται ο πληθυσμός, για να αντιμετωπίζει τους εχθρούς, τους γείτονες κ.λ.π. Εμάς τι μας ενδιαφέρει; Η ζωή δεν είναι αν θα νικήσουμε την Τουρκία ή όχι. Στα παλιά μου τα παπούτσια.
Αν θα νικήσουμε την Τουρκία;
Ναι. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Ο εχθρός είναι εξίσου εντός και εκτός Ελλάδος.

-Οι απόψεις σας θα ξενίσουν ορισμένους. Θα πουν ότι μ' αυτά και μ' αυτά κινδυνεύουμε να μην μείνει τίποτα όρθιο.
-Να μην μείνει τίποτα όρθιο. Γιατί να μείνει; Τώρα, φαντάζεσαι αλήθεια, ότι το πρόβλημά μας είναι να μείνουν όρθιες οι κολόνες ή να επιστρέψουν τα Ελγίνεια; Όλα αυτά είναι φτιαχτά προβλήματα κι ο καθένας κάνει τη μόστρα του, που λέμε, μέσα απ' αυτά. Δεν με απασχολεί, άλλα πράγματα πρέπει να μας απασχολούν.

-Τι πράγματα;
-Τώρα πάει μακριά η συζήτηση, πάμε αλλού. (...)

[Kάποια στιγμή στη συνέντευξη η δημοσιογράφος χαρακτηρίζει τον Xατζιδάκι “πνευματική προσωπικότητα... που μετέδωσε την ποιότητα... και έκανε καλό στον τόπο”. O Xατζιδάκις αρνείται όλους τους χαρακτηρισμούς]

-Τελικά, πείτε μου, αν είναι δυνατόν με δυο λόγια, ποιος είστε κ. Χατζιδάκι;
-Ένας Ξανθιώτης με κρητική καταγωγή, που ζει στην Αθήνα από το '31.

-Πέραν αυτού;
-Τίποτε άλλο.

-Όλα αυτά, η παρουσία σας στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου, οι επιτυχίες σας...
-Δεν με απασχολούν. Σας δίνω το λόγο μου. Εμένα εκείνα που με απασχόλησαν είναι άλλα πράγματα, τα οποία τα πραγματοποίησα εν πολλοίς.

-Δηλαδή;
-Aσχετο.

-Στην ιδιωτική σας ζωή;
-Στην ιδιωτική μου ζωή.

-Στην τελείως ιδιωτική σας;
-Στην εντελώς. Και γι' αυτό θεωρώ τον εαυτό μου επιτυχή. Από κει και πέρα, η μουσική μου δραστηριότητα και η απήχηση της δουλειάς μου στον κόσμο ουδόλως με ενδιαφέρει.

-Να το πιστέψω αυτό;
-Τι φταίω εγώ αν δεν το πιστέψετε; Εγώ ενεργώ, βέβαια, βάσει ορισμένων κανόνων που με χαρακτηρίζουν, δεν μπορώ για παράδειγμα να είμαι πρόχειρος στις εκδηλώσεις μου, αλλά πέραν αυτού, αδιαφορώ για την απήχηση που μπορεί να έχω. Εξίσου ενθουσιάζομαι με τριάντα ανθρώπους και εξίσου ενθουσιάζομαι μ' έναν άνθρωπο και εξίσου με χίλιους. Oι παραπάνω λιγάκι μ' ενοχλούν. (...)

Προς το τέλος της συνέντευξης ο Xατζιδάκις μιλάει για τη γυναίκα και την ομοφυλοφιλία. Η δημοσιογράφος του λέει ότι μια γυναίκα που κάνει καριέρα και είναι λεσβία έχει ν' αντιμετωπίσει την κοινωνική κατακραυγή. Eκείνος απαντά:

Ένα δυνατό πρόσωπο πρέπει να έχει τη δύναμη να αντιμετωπίζει την κοινωνική κατακραυγή. Κι εξάλλου, πρέπει να έχουμε κοινωνία που δεν θα θεωρεί το θέμα κατακριτέο.

-Υπάρχει καμιά τέτοια κοινωνία;
-Η δικιά μου, έτσι όπως τη σκέφτομαι εγώ. Να φτιάξετε ανθρώπους που να σκέφτονται σωστά. Κι όχι να γεμίζετε τα παιδιά με αηδίες κι όλα αυτά τα ανταγωνιστικά μεταξύ ανδρός και γυναικός.

-Μα υπάρχουν τα φύλα, δύο φύλα.
-Η εξέλιξη του ανθρώπου θα είναι στο να γίνει ο άνδρας και άνδρας και γυναίκα.

-Και η γυναίκα και γυναίκα και άνδρας;
-Ναι. Δεν θα υπάρχουν φύλα.

-Ούτε οπτικά;
-Όχι, τίποτα.

-Τίποτα; Δηλαδή πώς θα είναι οι άνθρωποι;
-Θα είναι άνθρωποι.

-Δηλαδή, ένα μοντέλο θα κυκλοφορεί.
-Ένα.

-Αυτό πια ξεπερνάει και τον Όργουελ.
-Δεν νομίζω πως ανήκει στα οράματά του.

-Και το βλέπετε να γίνεται σύντομα;
-Σύντομα, σύντομα. Σε καμιά δεκαριά χρόνια.

-Σας αρέσει να κάνετε πλάκες;
-Όχι.

-Λένε ότι μοιάζετε με παιδί. Είστε λίγο σαν ένα παιδί;
-Εγώ μιλάω σοβαρά. Τώρα αν οι άλλοι με παίρνουν σαν παιδί, δεν φταίω εγώ. Έτσι είμαι όταν είμαι μόνος σπίτι μου.

Α-ισθάνεστε καθόλου παιδί, ωστόσο;
-Όσο μου επιτρέπει η ηλικία μου. Είμαι 63 ετών.

-Κάνετε σκανταλιές;
-Όσες μπορώ.

-Σαν τι θα μπορούσατε να κάνετε;
-Έκανα πολλές. Έγινα Διευθυντής της Κρατικής, έγινα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Λυρικής. Όλα αυτά ήταν σκανταλιές. Ενώ οι άλλοι τα 'καναν σοβαρά, εγώ τα 'κανα για παιχνίδι. Μόνο που δεν τους άφησα να το υποπτευθούν.

-Σας αρέσει να τους την φέρνετε έτσι, καμιά φορά;
-Όχι, δεν έχω τέτοια πρόθεση. Εμένα με ενδιαφέρει να παίξω για να κοιμηθώ.

-Να παίξετε για να κοιμηθείτε!
-Ναι. Όπως κάνουν τα παιδιά, που παίζουν όλη τη μέρα, να ξοδέψουν τη ζωτικότητά τους και το βράδυ να πάνε να κοιμηθούν.

-Σας ανέχονται όμως.
-Δεν ξέρω αν με ανέχονται, εγώ πάντως κάνω εκείνο που θέλω.

-Σας ανέχονται.
-Ε, τότε, δόξα τω Θεώ, θα πει ότι εργάστηκα καλά μέχρι τώρα, ώστε να ανέχονται τις σκανταλιές μου.

-Είναι φανερό ότι είστε ευχαριστημένος.
-Από τη ζωή μου; Καλά πήγε.

-Και πάει.
-Και πάει.

(Όλγα Mπακομάρου, Περιοδικό “Γυναίκα”, 1988)




Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Γεώργιος Σεφέρης Ομιλία κατά την απονομή του Νόμπελ στη Στοκχόλμη


Τούτη τν ρα ασθάνομαι πς εμαι διος μία ντίφαση. λήθεια, Σουηδικ καδημία, κρινε πς προσπάθειά μου σ μία γλώσσα περιλάλητη π αἰῶνες, λλ στν παροσα μορφή της περιορισμένη, ξιζε ατ τν ψηλ διάκριση. Θέλησε ν τιμήσει τ γλώσσα μου, κα ν - κφράζω τώρα τς εχαριστίες μου σ ξένη γλώσσα. Σς παρακαλ ν μο δώσετε τ συγνώμη πο ζητ πρτα -πρτα π τν αυτό μου.

νήκω σ μία χώρα μικρή. να πέτρινο κρωτήρι στ Μεσόγειο, πο δν χει λλο γαθ παρ τν γώνα το λαο, τ θάλασσα, κα τ φς το λιου. Εναι μικρς τόπος μας, λλ παράδοσή του εναι τεράστια κα τ πράγμα πο τ χαρακτηρίζει εναι τι μας παραδόθηκε χωρς διακοπή. λληνικ γλώσσα δν παψε ποτέ της ν μιλιέται. Δέχτηκε τς λλοιώσεις πο δέχεται καθετ ζωντανό, λλ δν παρουσιάζει κανένα χάσμα. λλο χαρακτηριστικ ατς τς παράδοσης εναι γάπη της γι τν νθρωπιά, κανόνας της εναι δικαιοσύνη. Στν ρχαία τραγωδία, τν ργανωμένη μ τόση κρίβεια, νθρωπος πο ξεπερν τ μέτρο, πρέπει ν τιμωρηθε π τς ρινύες.

σο γι μένα συγκινομαι παρατηρώντας πς συνείδηση τς δικαιοσύνης εχε τόσο πολ διαποτίσει τν λληνικ ψυχή, στε ν γίνει κανόνας το φυσικο κόσμου. Κα νας π τος διδασκάλους μου, τν ρχν το περασμένου αώνα, γράφει: «... θ χαθομε γιατί δικήσαμε ...». Ατς νθρωπος ταν γράμματος. Εχε μάθει ν γράφει στ τριάντα πέντε χρόνια τς λικίας του. λλ στν λλάδα τν μερν μας, προφορικ παράδοση πηγαίνει μακρι στ περασμένα σο κα γραπτή. Τ διο κα ποίηση. Εναι γι μένα σημαντικ τ γεγονς τι Σουηδία θέλησε ν τιμήσει κα τούτη τν ποίηση κα λη τν ποίηση γενικά, κόμη κα ταν ναβρύζει νάμεσα σ᾿ να λα περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πς τοτος σύγχρονος κόσμος που ζομε, τυραννισμένος π τ φόβο κα τν νησυχία, τ χρειάζεται τν ποίηση. ποίηση χει τς ρίζες της στν νθρώπινη νάσα - κα τί θ γινόμασταν ν πνοή μας λιγόστευε; Εναι μία πράξη μπιστοσύνης - κι νας Θες τ ξέρει ν τ δεινά μας δν τ χρωστμε στ στέρηση μπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τ
ν περασμένο χρόνο γύρω π τοτο τ τραπέζι, τν πολ μεγάλη διαφορ νάμεσα στς νακαλύψεις τς σύγχρονης πιστήμης κα στ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πς νάμεσα σ᾿ να ρχαο λληνικ δράμα κα να σημερινό, διαφορ εναι λίγη. Ναί, συμπεριφορ το νθρώπου δ μοιάζει ν χει λλάξει βασικά. Κα πρέπει ν προσθέσω πς νιώθει πάντα τν νάγκη ν᾿ κούσει τούτη τν νθρώπινη φων πο νομάζουμε ποίηση. Ατ φων πο κινδυνεύει ν σβήσει κάθε στιγμ π στέρηση γάπης κα λοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πο ν βρει καταφύγιο, παρνημένη, χει τ νστικτο ν πάει ν ριζώσει στος πι προσδόκητους τόπους. Γι᾿ ατ δν πάρχουν μεγάλα κα μικρ μέρη το κόσμου. Τ βασίλειό της εναι στς καρδις λων τν νθρώπων τς γς. χει τ χάρη ν᾿ ποφεύγει πάντα τ συνήθεια, ατ τ βιομηχανία. Χρωστ τν εγνωμοσύνη μου στ Σουηδικ καδημία πο νιωσε ατ τ πράγματα, πο νιωσε πς ο γλσσες, ο λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δν πρέπει ν καταντον φράχτες που πνίγεται παλμς τς νθρώπινης καρδις, πο γινε νας ρειος Πάγος κανς ν κρίνει μ λήθεια πίσημη τν δικη μοίρα τς ζως, γι ν θυμηθ τν Σέλλεϋ, τν μπνευστή, καθς μς λένε, το λφρέδου Νομπέλ, ατο το νθρώπου πο μπόρεσε ν ξαγοράσει τν ναπόφευκτη βία μ τ μεγαλοσύνη τς καρδις του.

Σ
᾿ ατ τν κόσμο, πο λοένα στενεύει, καθένας μας χρειάζεται λους τος λλους. Πρέπει ν᾿ ναζητήσουμε τν νθρωπο, που κα ν βρίσκεται.

ταν στ δρόμο τς Θήβας, Οδίπους συνάντησε τ Σφίγγα, κι ατ το θεσε τ ανιγμά της, πόκρισή του ταν: νθρωπος. Τούτη πλ λέξη χάλασε τ τέρας. χουμε πολλ τέρατα ν καταστρέψουμε. ς συλλογιστομε τν πόκριση το Οδίποδα.

Γ.Σεφέρης : Έργο του χαράκτη Τάσσου 


Γεώργιος Σεφέρης  Ομιλία κατά την απονομή του Νόμπελ στη Στοκχόλμη το 1963

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011


Ο πόθος, λοιπόν και το χειρότερο: η ανάγκη.

Κι από την άλλη μέρα είδα την πόρτα της ζωής ν’ανοίγει και να με τραβάει πάλι μέσα…
…Φεύγοντας τα πήρες όλα μαζί σου και μ’άφησες πίσω μ’αυτή που δεν ήμουνα σαν αποφόρι. Θα’πρεπε να ξαναμάθω τη ζωή. Να ξαναμάθω το θάνατο. Τη μουσική. Τίποτα δεν είχε σχέση καμιά με το χθες. Ούτε εγώ σχέση καμιά με μένα. Όλα μετονομάσθηκαν. Έχασα ό,τι ξέρω. Θα μ’αναγνωρίζουν όσοι με γνώριζαν; Πώς θα συνομιλώ με τους άλλους; Δεν είχα πια όνομα, είχα όμως το όνομά σου.
Μέσα στη ζωή.

Μετά από αιώνες στην έρημο και στη βαβέλ, στην άγονη έρημο και στους τυφλούς τοίχους. Η υγεία πονάει πολύ, άμα έχεις κάνει αιώνες άρρωστος. Σ’ευχαριστώ που με πέρασες από την Ωραία Πύλη της ανατροπής μου. Χάρη σ’εσένα κέρδισα τη μεγαλοψυχία που νιώθουμε όταν αδιαφορούμε. Με όλους μεγαλόψυχη, επιεικής σαν απόμακρη, ελεύθερη από απαιτήσεις μια και όλες έγιναν η ανάγκη η δική σου. Η μόνη και η κύρια και δεν χρειάζομαι άλλο τα άλλοθι…
…Πήρες τα μισητά ουρλιαχτά μου, τα βουβά, και τα έκανες μουσική, όλη να αντηχώ στις ηλεκτρικές νύχτες, δίκαιη, αρμονική, πειστική. Να μη ντρέπομαι. Να μπορώ να μ’αγαπάω.

«Γίνονται αυτά με δυο μόνο συναντήσεις; Γίνεται σ’ένα απόγευμα μια αναγέννηση;» ρωτούσα κατάπληκτη κάποιον φίλο που γνωρίζει απ’τον μυστικισμό της αγάπης.
«Και σε μια ώρα, και σε ένα λεπτό γίνεται η Συνάντηση».
«Και μπορεί να διαρκέσει για πολύ;»
«Και για πάντα».

Η μόνη λύση είναι ο έρωτας, έγραφε εκείνος ο ποιητής που μελετούσε άγρυπνος των ονείρων την παράλογη ελευθερία. Ο έρωτας που δεν νικιέται από τίποτα. Αδύνατον να τον διώξεις άμα σε κυριεύσει, αδύνατον να τον κυριεύσεις άμα σε αγνοεί. Δεν κυνηγιέται, δεν κερδίζεται, δεν ξεφεύγεις με τίποτα άμα σε διαλέξει. Σ’αφήνει, μα δεν τον αφήνεις. Στο μαρτύριο του ανεξέλεγκτου, στην ανασφάλεια την εξευτελιστική, στην αγωνία των σπλάχνων και της αναπνοής, το μόνο κέρδος: η Γλύκα. Η λιγωμένη γλύκα που και με το θάνατο αγοράζουνε όσοι θυμούνται πως την γεύτηκαν. Γι’αυτή σου λέω και μου λες.

Το μόνο κέρδος: η Προσδοκία. Η ζωοδότρα προσδοκία πως τώρα όμως θα συμβεί η Ένωση. Πως τώρα όμως δεν θα είμαι άλλο μόνη.

Πώς σε μια βραδιά ένας άγνωστος ξένος γίνεται ό,τι πιο δικό σου έχεις;…
Μάρω Βαμβουνάκη 
– Τηλεφωνήματα και ενοχές (απόσπασμα)