Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Howard Phillips Lovecraft από τον Παντελή Γιαννουλάκη




Υπάρχουν άνθρωποι που vιώθoυv ξενιτεμένοι σ ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς κι οι ίδιοι να ξέρουν το γιατί. Αυτό που όλοι οι άλλοι γύρω τους ονομάζουν πραγματικότητα, δεν είναι γι ’ αυτούς παρά ψευδαίσθηση, ένα μπερδεμένο και συχνά βασανιστικό όνειρο, από το οποίο θα προτιμούσαν να ξυπνήσουν. Ζώντας σ’ αυτόν τον κόσμο, νοιώθουν καταδικασμένοι και εξόριστοι, λες και βρίσκονται σε χώρα ξένη κι εχθρική. Με αφάνταστη νοσταλγία λαχταρούν μια άλλη πραγματικότητα που νομίζουν ότι θυμoύvται, μια άλλη μακρινή πατρίδα που στοιχειώνει τις σκέψεις τους, χωρίς ωστόσο να μπορούν να πουν τίποτα συγκεκριμένο γι’ αυτήν… 


Μίχαελ Έντε, «Το Παραμύθι Αυτού που Έδειχνε το Δρόμο»










«Χωρίς να το έχω προσχεδιάσει, αφιέρωσα την ήδη μακριά ζωή μου στη λογοτεχνία, στη διδασκαλία, στην απραξία, στη φιλοσοφία, στην ήρεμη περιπέτεια της συζήτησης, στη φιλολογία -που την αγνοώ- σ ’ αυτήν τη μυστηριώδη μανία, την πόλη που με γέννησε, και στις περιπλοκότητες που -όχι χωρίς κάποια δόση υπεροψίας- αποκαλούνται μεταφυσική. Ταυτόχρονα, δεν έλειψε από τη ζωή μου και η φιλία μερικών ανθρώπων, που είναι και το ουσιαστικότερο. Πιστεύω πως δεν έχω ούτε έναν εχθρό ή, αν έχω κάποιους, ήταν τόσο ευγενικοί που ποτέ δε μ’ άφησαν να το καταλάβω. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να μας πληγώσει, παρά μόνον εκείνοι που αγαπάμε…

Με το να είμαι τυφλός ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώνουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία, που θa γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θa ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία… Δε γράφω για μια μικρή ελίτ, που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε Μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημαγωγούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του Χρόνου»
 Χόρχε Λουίς Μπόρχες









Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1890 στο Πρόβιντενς του Ροντ Άιλαντ των Η.Π.Α. και πέθανε στις 15 Μαρτίου 1937…


Όσο ζούσε, ήταν ένας άσημος συγγραφέας, στοχαστής και επιστολογράφος, αλλά και ένας πολύ σεμνός άνθρωπος. Δε γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τίποτε άλλο γι’ αυτόν… Το ίδιο ισχύει και για όλους τους ανθρώπους που έχουν φύγει από αυτόν τον κόσμο: δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια τίποτε γι’ αυτούς. Όλοι φεύγουν παίρνοντας το μυστικό τους μαζί τους, κι αφήνουν πίσω τους μια ψυχρή περίληψη, που είναι σχεδόν ίδια από μάρμαρο σε μάρμαρο.



Το μόνο πράγμα που δίνει ένα καθαρό στίγμα μέσα στην απέραντη παραδοξολογία του κόσμου, το μόνο συμπονετικό σχήμα που κλείνει μέσα του τον κώδικα της καθαρής μετάδοσης της γνώσης του κόσμου, της γνώσης των ανθρώπων που έφυγαν, αλλά και τη μόνη γνωστή περιγραφή του «Απρόσωπου», είναι ο Μύθος. Στο Μύθο πρέπει να αναζητήσουμε το πρίσμα μέσα από το οποίο θα αποτολμήσουμε να κοιτάξουμε την εικόνα του X. Φ. Λάβκραφτ. Γιατί αυτό είναι ο Λάβκραφτ: ένας μύθος. 
Μονάχα αυτός ο μύθος έχει απομείνει από αυτόν.



Κοιτώντας μέσα από αυτό το πρίσμα κατανόησης, θα ανακαλύψουμε πάλι, ότι όλοι μας φτιάχνουμε ένα μύθο με τη ζωή μας. Μόνο αυτός ο μύθος, αν έχει φτιαχτεί να είναι αρκετά γενναίος, καταφέρνει να ξεφύγει από τα νυχτερινά κάγκελα που περικυκλώνουν την πέτρινη βιβλιοθήκη. Μόνο μέσα από αυτό το μυστικό σχήμα η μικρή μας ιστορία δεν παραμορφώνεται από κεφάλι σε κεφάλι και δε λιώνει μαζί τους, αλλά, αντίθετα, πλουτίζει όλο και πιο πολύ, αποκτά νέα υπέροχα νοήματα και αποκτά την περίεργη απρόσωπη παγκοσμιότητα από την οποία κάποτε ξεκίνησε στην άβυσσο του Χρόνου.



Πρέπει να επισημάνω πάλι, ότι ακόμη και αυτό το μυστικό σχήμα, όσο καθαρό και απλό κι αν είναι, γίνεται πάρα πολύ ιδιόμορφο όταν προσπαθούμε να ατενίσουμε μέσα από αυτό την εικόνα των ανθρώπων που συγχωνεύτηκαν μ’ αυτό. Δηλαδή, όταν θέλουμε να ερευνήσουμε το μύθο που άφησαν πίσω τους αυτοί που έφτιαχναν μύθους. Αν διαλογιστεί κανείς πάνω σε αυτήν τη σκέψη, ίσως ανακαλύψει πανέμορφες ιδιομορφίες της αρχικής ιδιομορφίας.



Άλλωστε, πρόκειται για ένα παιχνίδι ανακαλύψεων που από μόνο του αναπαράγει κάθε ιδιομορφία. Ένα ακόμη βήμα στο παιχνίδι αυτό (για να δώσω ένα ακόμη στοιχείο της ιδιομορφίας του), είναι η αποκωδικοποίηση του μύθου που άφησαν πίσω τους αυτοί που ερευνούσαν τους μύθους που άφησαν πίσω τους αυτοί που έφτιαχναν μύθους, αλλά και η νέα μυθοπλασία που προέκυψε όταν αποφάσισαν να τους συνεχίσουν.



Δυστυχώς, πολλές φορές ούτε και ο Μύθος δεν ξεφεύγει από την κατάρα των ακροβατικών συλλογισμών και ένας εξερευνητής πρέπει να συνηθίσει, επίσης, σε τέτοιους ακροβατικούς συλλογισμούς. Αλλά πώς να τα αποφύγεις όλα αυτά, όταν θέλεις να μιλήσεις για ακροβάτες που γεωμετρούσαν το Παράδοξο και χαρτογράφησαν νέες περιοχές του Μύθου, προσθέτοντας ένα ακόμη κεφάλαιο στην Παγκόσμια Ιστορία της Ανθρώπινης Θλίψης;



Ο συγγραφέας δημιουργεί αντανακλάσεις του εαυτού του και τις στέλνει σαν ανιχνευτές να εξερευνήσουν περιοχές που ο ίδιος δεν μπορεί να φτάσει. Έτσι, η προσπάθεια να ακολουθήσεις τα ίχνη ενός συγγραφέα που χάθηκε για πάντα σ’ αυτές του τις εξορμήσεις, στα πρώτα της βήματα είναι αναγκασμένη να εστιαστεί στα ίχνη των ανιχνευτών του. Όλο αυτό, από μόνο του, είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, από την οποία κανείς δεν μπορεί να βγει ανεπηρέαστος. Όμως, γιατί να διστάζουμε μπροστά στους περιορισμούς και τις πολυπλοκότητες;



Έτσι κι αλλιώς, η εξερεύνηση που αποτολμούμε να κάνουμε έχει τους κινδύνους της, αλλά και τη γοητεία της. Ίσως τα πράγματα να είναι πιο απλά απ’ ότι φαίνονται, και οι πρώτες θολές εικόνες τους να είναι λεπτομερή πορτραίτα, που τα κοιτούσαμε με τα λάθος γυαλιά.






X. Φ. Λάβκραφτ ο «άνθρωπος με τα χίλια και ένα ονόματα».

Ο X. Φ. Λάβκραφτ -όπως και κάθε αληθινός συγγραφέας- είναι ο «άνθρωπος με τα χίλια και ένα ονόματα». Θα πρέπει να θυμόμαστε, ότι «Λάβκραφτ» είναι απλώς το όνομα της αφετηρίας, και ότι είναι βέβαιο πως θα έχει αλλάξει σε κάτι πολύ διαφορετικό όταν θα ανακαλύψουμε το τέρμα.

Ένα όνομα που έχει χρησιμοποιήσει αρκετές φορές στα διηγήματά του, για να μεταμφιέσει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα τους, είναι: Ράντολφ Κάρτερ. Όμως, καταδυόμενος στον υπερχώρο των διηγήσεών του, που πολλές από αυτές δεν είναι παρά συγκαλυμμένες περιγραφές των ξέφρενων ονείρων του, αλλάζει εκατοντάδες μάσκες, όπως αυτή του Κουράνη, που προσπαθεί να διαπεράσει το φράγμα των ονείρων, για να βασιλέψει στη χαμένη Σελεφαΐς, όπως ακριβώς ο Ράντολφ Κάρτερ αναζητεί το Ασημένιο Κλειδί, για να ταξιδέψει πέρα από τις Πύλες που αυτό ανοίγει, ή πέρα μακριά στην παγωνιά της άγνωστης Καντάθ.

Αλλά μεταμορφώνεται και σε Ίρανον που αναζητεί τη χαμένη Αιρα, και σε Χέρμπερτ Γουέστ που αναζητεί το μυστικό της αναβίωσης των νεκρών. Γίνεται ο ανώνυμος εξερευνητής που χάνεται στα Βουνά της Τρέλας, και ο Τσαρλς Ντέξτερ Γουώρντ, αλλά ίσως ταυτόχρονα και ο Τζόζεφ Κάρβεν, όμως και ο Γουώλτερ Γκίλμαν που ονειρεύεται άλλες διαστάσεις στο Σπίτι της Μάγισσας.

Έπειτα φορά το πρόσωπο του Τζέρβας Ντάντλεη καταδυόμενος σε έναν Τύμβο, του Τζο Σλέητερ ή Σλάαντερ πέρα από το Τείχος του Ύπνου, και του Ρίτσαρντ Άπτον Πίκμαν του καταγράφει με τα πινέλα του τα πρόσωπα των Γκουλς. Μεταμορφώνεται σε καθηγητή Τζωρτζ Γκ. Έηντζελ, σε γλύπτη Χένρυ Α. Γουίλκοξ, και σε επιθεωρητή Τζων Ρέημοντ Λεγκρές, κυνηγημένος από τα όνειρα του Κθούλου. Αλλά και σε Μπέηζιλ Έλτον, φαροφύλακα του βορειότερου σημείου, και σε Αρθουρ Τζέρμιν, για να πάρει κατόπιν την ταυτότητα του Κρώφορντ Γίλινγκαστ και να συνδεθεί με μηχανήματα όρασης του Αγνώστου. Ονομάζει τον εαυτό του «σύντροφο του υπολοχαγού Κλέντσε» σε ένα γερμανικό υποβρύχιο στα βάθη αρχαίων ωκεανών, και δόκτωρ Χένρυ Αρμιτατζ σε τρόμους του Ντάνγουιτς, ίσως και Γουίλμπορ Γουέητλυ, που κανείς δεν ξέρει τι απέγινε…

Γίνεται η σκιά του Χένρυ Έηκελυ που ψιθυρίζει στο σκοτάδι, και κάποιος Ξένος έχει πάρει τη θέση του στην πολυθρόνα. Λαξεύει την πέτρα σαν γλύπτης Μουσίδης κάποιας ονειρικής Ελλάδας, και χάνεται σε φεγγαροφωτισμένους βάλτους σαν Ντένις Μπάρυ. Κοιμάται καθώς φρουρεί τις επάλξεις και οι εχθροί παίρνουν την Πόλη, και μελετά τα Επτά Κρυπτικά Βιβλία της Γης σαν ο σοφός Μπαρζάι της Ούλθαρ.

Αγναντεύει τη νύχτα του Διαστήματος σαν Νάχουμ Γκάρντνερ, και σαν ανίερος ιερέας βάζει το περίστροφο στον κρόταφο για να λυτρωθεί από ένα κυνηγόσκυλο που σαν εφιάλτης τον περιμένει έξω από την πόρτα. Ακολουθεί τα μονοπάτια του μοναχικού ταξιδιώτη, καλεσμένος από αρχαίες παραδόσεις σε ένα μυστικό ψαροχώρι, και σε άγνωστους τόπους προσπαθεί να ξεφύγει από την αρχαία αγκαλιά του θεού Ύπνου. Ανακαλύπτει στο κατώφλι του ένα σκοτεινό μείγμα από παλιούς του εαυτούς -το «πράγμα» με το όνομα Έντουαρντ Πίκμαν Ντέρμπυ- και έπειτα διαφωνεί για ακατονόμαστους λόγους με μια αντανάκλασή του που λέγεται Τζόελ Μάντον.

Φυλακίζεται στις μυστικές κρύπτες των φαραώ σαν Χάρυ Χουντίνι -ο Αρχων των Αποδράσεων- και παίζει δαιμονικό βιολί από ένα παράθυρο που κοιτά σε άγνωστες διαστάσεις σαν γέρος αινιγματικός μουσικός με το όνομα Εριχ Ζανν, αλλά ταυτόχρονα μπαίνει σε ένα άλλο σώμα για να ακούσει τη μουσική του από τον κάτω όροφο. Γίνεται «Εγώ» εξερευνώντας το «Αυτός» και αλλάζει σε έναν τρελό που παραμιλά στο Νεοϋορκέζο ντετέκτιβ του Ρεντ Χουκ με το όνομα Τόμας Φ. Μαλόουν, κυνηγώντας δαίμονες στα πρόσωπα των εμιγκρέδων.

Κατοικεί σε ένα ψηλό παράξενο σπίτι της Ομίχλης, που στην πόρτα του γράφει Τόμας Όλνεη. Αφήνει το προωθημένο πόστο Τέρα Νόβα της Αφροδίτης για να χαθεί σε στοές και ζούγκλες, φορώντας μάσκες οξυγόνου μάρκας «Κάρτερ». Αποκρυπτογραφεί το απαγορευμένο Νεκρονομικόν και ενώνεται με τη φευγαλέα σκιά του τρελού Άραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ, που τον καταβρόχθισε ένα αόρατο πλάσμα στο κέντρο της αγοράς στη Δαμασκό. Χάνεται ξανά απελπισμένος στη λαβυρινθώδη σπηλιά του Μαμούθ και πάλι βρίσκει έναν άλλο του εαυτό σε ένα μυστικό κελί κάποιου ερειπωμένου πύργου, με το όνομα Κόμης Αντουάν, «ο τελευταίος των δυστυχισμένων και καταραμένων Αόρδων ντε Κ …»

Αναζητά ως Μάρσια τη χαμένη Ποίηση των Θεών, και μεταλλάσσεται σε Χουάν Ρομέρο και απαρνιέται την κληρονομιά των Πιμπόντυ. Τον κυνηγούν ψαρόμορφα όντα στις ακτές του Ίνσμουθ, και συνομιλεί σε εφιάλτες μαζί με τον αινιγματικό, αλλά αληθινό, κάπταιν Μαρς. Σε Σκιές Έξω Από Το Χρόνο μεταμφιέζεται σε Ναθάνιελ Γουίνγκεητ Πήσλυ, για να εξομολογηθεί τρόμους και μυστικά που «δεν τόλμησε να πει σε κανέναν» Ξετυλίγει μια ολόκληρη τράπουλα ταυτοτήτων, σα να θέλει να ξεφύγει από κάποια θανάσιμη αναγνώριση, κάπου μέσα στο δάσος του Μπίλινγκντον (υπό το βλέμμα «Αυτού που Παραμονεύει στο Κατώφλι»),

… βλέπει τον τρόμο σε τρεμάμενους γραφικούς χαρακτήρες στο χειρόγραφο του Στήβεν Μπαίητς και μια παίρνει το πρόσωπο του Άμπροουζ Ντιούαρτ και έπειτα το σκοτεινό πρόσωπο του Γουίνφιλντ Φίλλιπς -που είναι μια σύνδεση του ονόματος του αληθινού πατέρα του και του επωνύμου της αληθινής μητέρας του- σε στρογγυλούς πύργους που είναι κατώφλια για τόπους πέρα από τα άστρα, σε Ρόδινα Παράθυρα που κοιτούν στην Άβυσσο.

Μεταμορφώνεται και σε Αλάιτζα Άτγουντ για να ανακαλύψει περίεργες αντίκες του παρελθόντος, αλλά και στον άνθρωπο που παρακολουθεί τις κινήσεις του. Έπειτα γίνεται Φρεντ Χάντλεη χτυπώντας την πόρτα του ασυνάρτητου Αμος Σταρκ, και αλλού εξερευνά τις τύχες της οικογένειας του Γουίλμπορ Έηκελυ, που είναι συγγενής του Χένρυ Έηκελυ, ενός παλαιότερου alter ego του. Αφήνει πίσω του πυρετώδη ημερολόγια σαν Αλόντζο Τάηπερ, σαν Γουώρντ Φίλλιπς ή σαν Μόρτιμερ Κέησυ…

Διηγείται την ιστορία του Αμπνερ Γουέτλη, ξαδέλφου του Γουίλμπορ Γουέτλη, ένα όνομα που είχε ο ίδιος σε κάποια άλλη διήγηση, που τη διηγιόταν κάποιος άλλος. Αναζητά τα ίχνη μιας Σκοτεινής Αδελφότητας και πέφτει στα ίχνη κάποιας Ρόουζ Ντέξτερ, που μοιάζει να είναι απόγονος κάποιας άλλης του μεταμφίεσης. Ερευνεί τα μυστικά ενός αληθινού στοιχειωμένου σπιτιού, που τα είχε ερευνήσει και ο Πόε, και φορά τη μάσκα του Νίκολας Γουώλτερς ερευνώντας το γενεαλογικό του δέντρο για να καταλήξει σε τόπους πέρα από το Χρόνο. Αυτοαποκαλείται δόκτωρ Μουνιόζ για να εξομολογηθεί τον τρόμο του για το κρύο και τα ψυχρά κλίματα, και ξαναβρίσκει τον εαυτό του σαν ένα απόμακρο Γκουλ που σκαρφαλώνει τους τοίχους ενός σκοτεινού υπόγειου του πύργου, για να βγει στην επιφάνεια μέσα από τον τάφο και ως το μοιραίο καθρέφτη της αυτοαναγνώρισης.







Σαν άσημος και φτωχός συγγραφέας, δίνει τις ιδέες του ή την τέχνη του σε διηγήματα με υπογραφές άλλων, έναντι μικρής αμοιβής. Κρύβεται στοιχειωμένος πίσω από υπογραφές όπως: Ελίζαμπεθ Μπέρκλεϋ, Αντόλφ ντε Κάστρο, Ζεάλια Μπίσοπ, Χέηζελ Χελντ, Σ. Μ. Έντυ, Ρόμπερτ Μπάρλοου, Γουί.λιαμ Λάμλεη, Σόνια Γκρην, Γουίλφρεντ Μπραντς Τάλμαν, Χένρυ Σ. Γουτχεντ, Ντουαίην Ράημελ, αλλά και πίσω από το αγαπημένο του ψευδώνυμο: Λούις Τέομπαλντ Τζούνιορ, που συνεχώς παραφράζεται σε Άρτσιμπαλντ Τέομπαλντ, σε Τσαρλς Τεόμπαλντους Τζούνιορ και σε Γουίνφρεντ Γουώρντ Τέομπαλντ… Συνεχίζοντας το λαβυρινθώδες αίνιγμα των χιλίων και ενός ονομάτων του, στις χιλιάδες επιστολές του υπογράφει με εκατοντάδες ονόματα, συνήθως ως Παππούς Χ.Φ.Λ. (Grandpa H.P.L.) ή με το ελληνικό όνομα Θεόβαλδος, ή και Θεοβάλδος.


Ξετυλίγοντας στους αλληλογράφους του μια ολόκληρη βιβλιοθήκη από αινιγματικές υπογραφές, εξερευνά τους ονειρικούς του εαυτούς με ονόματα και τίτλους όπως: Λούις Τέομπαλντ, Λουντοβίκους Θεομπάλντους Τζούνιορ, «δικός σου για το 49ο Άκλο του μυστικού πέπλου», Έητς Πι Ελ Eich – Pi – El = H.P.L.), Πάππος Θεοβάλδος (στα ελληνικά), L. Ρ. Drawoh (ανάποδα το: Howard Ρ. L.), Λουντοβίκους Τιομπάλτούς Σεκούντας, Λο, Etaoin Shrdlu(!) αλλά και Loovdns, «δικός σου υπό την ακατονόμαστη αδελφότητα του Νυαρλαθοτέπ», «δικός σου στις Υπέρτατες αβύσσους», Παππούλης Ο’ Κέησυ, Τίμων Κορεολάνους Εσκουάιαρ, Χόρας Τουόλπολ, Αμπντούλ Αλχαζρέντ.



Η. Paget Lowe, Θεομπάλντους Φαντάστικους, Άρτσιμπαλντ Μαίηνγουώρινγκ, «δικός σου στο Χείλος της Αβύσσου», «ο πιο υπάκουος και ταπεινός υπηρέτης σας, Χ.Φ.Λ.», «δικός σου στην τελετή του ανώνυμου πλανήτη», X. Φον Λίμπεκραφτ, Λοθάριο Χάνεηκομπ – 13ος κόμης του Στόνυμπρουκ, Τιμπάλτους, Λ. Περσίνιους Θεμπάλντους, «δικός σου υπό τον 7ο ρούνο του Έιμπον», Θεοβάλδος Πέρκινς (στα ελληνικά), «δικός σου στο όνομα της Υπέρυθρης Δυτικής Αυγής». Βαρόνος της Αιώνιας Νύχτας του Χαστούρ, «δικός σου στο όνομα του βυθισμένου Μονόλιθου του Γκνοφ», «δικός σου υπό τη Μαύρη Σφραγίδα», Χουντίνι, ο Παππούς, ο Αβατάρ του Τσαθόγκουα, Λούντβιχ Πρινν, «δικός σου στη Λιτανεία του Θωθ», Τεομπάλντους ο Δακρύβρεχτος, Τεομπαλντ Πέρκινς, «δικός σου υπό τα πλοκάμια του Σόθο», Μέλμοθ ο Τρίτος.



«δικός σου στο όνομα της Πράσινης Σκιάς», Εγσδήνς (στα ελληνικά), «δικός σου στο Εξώτερο Κενό», ο Επιστολουργός, Θ. Σένεξ, ο Γέροντας Δίχως Γενειάδα, Grandpa Necro, Καέλιους Αλχαζρέντ Μορήτον Ο’ Κέησυ, X. Λ. Αουίς Ραντόλφο Καρτέρο Υ Τεομπάλντο, Ο’ Χάουαρντ ΜακΦίλλιπς ΑπΛάβκραφτ, «είθε όλα τα Τζίνι να σε υπηρετούν και είθε ο Τριπλός Ήλιος Μπζλαχ-Εοχ-Για να ακτινοβολεί αισίως σε όλες τις έρευνες σου -δικός σου, Αμπντούλ Αλχαζρέντ»




Μέσα σε αυτούς τους ατέλειωτους διαδρόμους με τους καθρέφτες, οι έρευνές, αναζητώντας τον Ράντολφ Κάρτερ, τον ονειρικό Λάβκραφτ, ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο πως θα ξέφευγαν από τα περιορισμένα πεδία του καθημερινού κόσμου και θα ανίχνευαν διαδρομές σε περιοχές ονείρου και Φαντασίας. Έστω κι αν «όλα τα Τζίνι θα με υπηρετούν», κανένα τους δε θα μπορεί να μου πει ποιο ήταν το όνομα του ανθρώπου που τα έστειλε. Το όνομα του ανθρώπου που ψάχνω, ταξιδεύοντας στη Μοναξιά του Χρόνου …







Ο Μύθος παραμένει πάντοτε ανώνυμος. 
Όχι για να μπορεί να εξαφανίζεται χωρίς ίχνη, αλλά για να μπορεί να εμφανίζεται όπου θέλει, όπως θέλει, χωρίς να ξεσηκώνει ένα σύννεφο από ερωτηματικά. Ο Μύθος κρύβει πάντοτε απαντήσεις που πολύ λίγοι μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν και δεν μπορώ να καυχηθώ ότι είμαι ένας από αυτούς. Αλλά κι αν ήμουν, γιατί να ξεκλειδώσω έτσι απλά το Κρυπτόγραμμά του, για να το δώσω σ’ αυτούς που από μόνοι τους δεν έχουν κατακτήσει τους Κώδικές του; Έτσι, λοιπόν, ο Μύθος πρέπει να ρωτά κι ο αναζητητής να προσπαθεί να καταλάβει την ερώτηση, πριν αρχίσει να δίνει τις μεγαλόστομες απαντήσεις του. Αναγκάστηκα να ξεκινήσω αυτή τη διαδρομή πάνω στο χαρτί με μια ερώτηση:




Είναι μια ερώτηση που κανείς από τους μεγάλους δημαγωγούς των Γραμμάτων δεν απάντησε, παρόλο που έδωσαν άπειρες εξηγήσεις για το «μυστηριώδες αυτό λογοτεχνικό φαινόμενο»… Έχοντας ερευνήσει τις αντιφατικές εξηγήσεις τους, που ποτέ δε με ικανοποίησαν (και δε γνωρίζω γιατί έχουν ικανοποιήσει πολλούς από τους αναγνώστες του Φανταστικού), αποφάσισα να ριψοκινδυνεύσω μια περιπλάνηση στους κόσμους του H.P.L. προσπαθώντας να δώσω μια αληθινή διάσταση στη ζωή του και στο έργο του, σύμφωνα με αυτά που εγώ ανακάλυψα, αυτά που εγώ ένιωσα, και σύμφωνα με αυτά που εγώ πιστεύω.

Το να είσαι απόλυτα αντικειμενικός είναι μια κατάρα που δε συμμερίζομαι καθόλου, γιατί όταν ερευνάς τα ίχνη ενός ανθρώπου που χάθηκε, η «αντικειμενικότητα» είναι μάλλον μια δικαιολογία για να στηρίξεις λογικά μια συγκεκριμένη άποψη (ή μια επιστημονική υποκρισία), παρά μια ανταπόκριση από μια αληθινή εξερεύνηση. Αυτόν το ρόλο προσπάθησα να πάρω μέσα στο χαρτί: του ανταποκριτή μιας αληθινής εξερεύνησης. Μέσα στους κόσμους της Λογοτεχνίας υπάρχει μονάχα ένας τρόπος εξερεύνησης: ο λογοτεχνικός. Και δε γνωρίζω καμιά πιο γοητευτική πρόκληση, από αυτήν της λογοτεχνικής εξερεύνησης μέσα στους φανταστικούς κόσμους ενός Μύθου της Φανταστικής Λογοτεχνίας.

… Και οι ακροβατικοί συλλογισμοί επιστρέφουν, για να ισορροπήσουν στο χείλος του γκρεμού που χωρίζει το «αληθινό» από το Φανταστικό. Ένας γκρεμός, που ίσως αποδειχθεί μια καλοφτιαγμένη οφθαλμαπάτη, για να αποθαρρύνει το πέρασμα προς την κρύπτη των μυστικών. Έτσι κι αλλιώς, ζούμε σε έναν κόσμο που είναι γεμάτος από μυστικά και θαύματα, οφθαλμαπάτες και αντιφάσεις. Ακολουθώντας τα ίχνη του συγγραφέα, θα ανακαλύψουμε αληθινές καταστάσεις και περιστατικά, αληθινά πρόσωπα και διηγήσεις. Που, με τη σειρά τους, φτιάχνουν αληθινούς συνδέσμους με φανταστικές κατασκευές, που Χώνονται στον ουρανό της μοναδικής και αναμφισβήτητης αλήθειας: της Εσωτερικής Αλήθειας.





Έτσι, μπορώ να δηλώσω χωρίς δισταγμούς: «Κυρίες και Κύριοι, Είναι Όλα Αληθινά.» 
Κάνοντας ένα μοναχικό ταξίδι στο παρελθόν, ο Χρόνος σπάζει σε μικρά κομμάτια, το όνειρο έχει γίνει ένα με την περασμένη πια καθημερινότητα, γιατί ο ονειρευτής και ο παρατηρητής έχουν χαθεί για πάντα: ό,τι έζησε και ό,τι ονειρεύτηκε, έχουν γίνει πια όλα ένα όνειρο.
 Καθώς καταδυόμαστε στα βάθη αυτού του αβέβαιου ονείρου, ο Χρόνος κυλά παράξενα, σπασμωδικά, τα γεγονότα και οι πληροφορίες ανακατεύονται, και μεταλλάσσονται σε ατμόσφαιρες και συναισθήματα, καθώς θα προσπαθούμε να πλησιάσουμε τις χαμένες λεπτομέρειες της ζωής του συγγραφέα και του ονειρευτή. Έτσι λοιπόν, κινούμενοι σε έναν Υπερχώρο και σε έναν Υπερχρόνο, ας προσπαθήσουμε να αντικρίσουμε την αλήθεια την πιο εσωτερική, όσο θολή κι αν είναι αυτή.


Τα στοιχεία που έχω συγκεντρώσει είναι όλα αληθινά, αλλά ταυτόχρονα είναι απλά κλειδιά, που ανοίγουν πόρτες που οδηγούν στο Όνειρο, και ποιος ξέρει πού αλλού. Δε γνωρίζω τι πρόκειται να βρει ο καθένας από τους συνταξιδιώτες μου πίσω από αυτές τις πόρτες, αλλά αυτή η γοητευτική άγνοια είναι ακόμη μία από τις ιδιόμορφες κατάρες του συγγραφέα. Την αποδέχομαι, με τον ίδιο τρόπο που αποδέχομαι τη μοίρα κάθε διήγησης: ότι θα ξεχαστεί, ή θα αλλάξει σε ένα νέο μύθο μέσα στο κεφάλι του αποδέκτη. 
Ο Έντγκαρ Αλλαν Πόε (που τόσο πολύ αγαπούσε ο Λάβκραφτ) είχε γράψει: «Ό,τι βλέπουμε και ό,τι φαινόμαστε, δεν είναι παρά ένα όνειρο, μέσα σε ένα όνειρο»







«Χ.Β. ΛΑΒΚΡΑΦΤ – ταξίδι στην μοναξιά του χρόνου»

Κοιτώντας πίσω μου, σε όλα εκείνα τα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον X. Φ. Λάβκραφτ, ανακαλύπτω ότι δεν ξεπερνούν τα στενά όρια που έχουν θέσει οι συγγραφείς τους, και -σχεδόν πάντα- αποτελούν μια μεταμφιεσμένη πρόφαση για να μιλήσουν για το δικό τους έργο. Αυτό, μάλιστα, συμβαίνει και με αξιόλογους και καταξιωμένους συγγραφείς στο χώρο της Έρευνας.

Ακόμη και ο Όγκαστ Ντέρλεθ (ο πιο πιστός αλληλογράφος του Λάβκραφτ, ιδρυτής του θρυλικού Arkham House, και συνεχιστής του έργου του, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων της Μυθολογίας Κθούλου, αλλά και o άνθρωπος που κρύβεται πίσω από τη δημοσιότητα που απέκτησε ο δάσκαλός του, έστω και μετά το θάνατό του), στα τέσσερα βιβλία που έχει γράψει για τον Λάβκραφτ και στα δεκάδες άρθρα του, είναι φανερό ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τις πωλήσεις του εκδοτικού του οίκου, αφιερωμένου στην υπόθεση, παρά για την ίδια τη μνήμη του Λάβκραφτ.

Αν και θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε μια αξιοθαύμαστη σεμνότητα (ο ίδιος ήταν απείρως καλύτερος συγγραφέας από τους περισσότερους που ανέδειξε), χαρακτηριζόταν πάντοτε από μια αδικαιολόγητη μυστικοπάθεια σε σχέση με πολλές από τις πτυχές της ζωής του δασκάλου του, και είναι ο κύριος υπεύθυνος για την προσεκτική λογοκρισία των περίπου χιλίων επιστολών του Λάβκραφτ, που δημοσίευσε σε πέντε επιλεκτικούς τόμους το «Arkham House» καθώς και για την εξαφάνιση από την αγορά του τρίτου τόμου από αυτούς, για σκοτεινούς λόγους.

Ο X. Φ. Λάβκραφτ, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους επιστολογράφους όλων των εποχών, έχοντας γράψει περίπου 120.000 επιστολές (που η κάθε μια τους είχε όγκο από μία σελίδα μέχρι και εκατό!) και είναι τρομακτικό να παρατηρεί κανείς μέσα στις χίλιες που δημοσιεύτηκαν, κάθε τόσο εκείνα τα πέντε αραιά αποσιωπητικά που σημαίνουν ότι ένας άγνωστος αριθμός παραγράφων ή σελίδων έχουν παραλειφθεί.

Ο πασίγνωστος στους αναγνώστες του Φανταστικού, Λιν Κάρτερ, κριτικός της Λογοτεχνίας, μελετητής και συγγραφέας, στα πολύ ενδιαφέροντα δοκίμια που έχει γράψει για τον Λάβκραφτ, περιορίζεται στην εξέταση της κατασκευής της Μυθολογίας Κθούλου (σχήμα που, κατά τη γνώμη μου, είναι αμελητέο μπροστά σε άλλα σημεία της περίπτωσης Λάβκραφτ), αναγκάζοντας το σοβαρό αναγνώστη να σκεφτεί ότι το κάνει επειδή υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον για την κατασκευή αυτή, (για την οποία, άλλωστε, σα σχήμα, δεν ευθύνεται ο ίδιος ο Λάβκραφτ, αλλά το Arkham House), κι ένα γεγονός που ενισχύει, ίσως, αυτή μου την επισήμανση είναι το ότι ακόμη και η διάσημη μελέτη του πάνω στο The Lord of the Rings του Τόλκιν, ήταν μια παραγγελία του Ιαπωνικού υπουργείου Πολιτισμού (!)…

Ο διάσημος και πολυγραφότατος ερευνητής και συγγραφέας Κόλιν Γουίλσον, παρόλο που έχει γράψει για τον Λάβκραφτ εκατοντάδες σελίδες, και γνωρίζει πολλά για τη ζωή και το έργο του, δεν ξεφεύγει από τη στείρα αυστηρότητα του ντε Καμπ. Τον ενδιαφέρει πάρα πολύ η απόκρυφη (Occult) προέλευση του έργου του Λάβκραφτ και οι «συμπτώσεις» που συναντιόνται μέσα σε αυτό, και γίνεται πολύ συχνά ένας ψυχρότατος ψυχολόγος «ερευνώντας την περίεργη περίπτωση του ασυνήθιστου αυτού ανθρώπου, αλλά τόσο μέτριου συγγραφέα».

Για όποιον διαθέτει στοιχειώδη παρατηρητικότητα ή τη σωστή ενημέρωση, είναι γνωστά τα παιχνίδια που παίζει ο Γουίλσον με τους διάφορους ακαδημαϊκούς κύκλους, που τον ρίχνουν σε αντιφάσεις και δισταγμούς, προκειμένου να έχει την εύνοιά τους, έπειτα ατό τον τόσο άδικο πόλεμο που του έχουν κάνει τις προηγούμενες δεκαετίες. Μου έχει δοθεί η ευκαιρία (και η τιμή) να συζητήσω μαζί του, και διαπίστωσα ότι οι απόψεις του διαφέρουν κατά πολύ από τα γραφόμενά του πάνω στο ζήτημα. Ο ίδιος, ίσως να έχει καταθέσει με καλύτερο τρόπο τη γνώμη του, στα διηγήματά του The Return of the LLoigor και The Mind Parasites, (τα έγραψε ερευνώντας για τον Λάβκραφτ), μεταμφιεσμένη πλέον με τη λογοτεχνική πρόθεση.

Συνεχίζοντας αυτή την αναγκαστική αναφορά πάνω στα κυριότερα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον Λάβκραφτ και το έργο του, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο πιο σοβαρός και ο πιο αφοσιωμένος μελετητής του Λάβκραφτ, είναι ο κύριος Σ. Τ. Τζόσι, κριτικός της Λογοτεχνίας, γνωστός αρθρογράφος και δοκιμιογράφος. Ο Τζόσι έχει γράψει έναν ολόκληρο κυκεώνα από τις πιο λεπτομερείς παρατηρήσεις πάνω στο έργο του Λάβκραφτ, οι περισσότερες είναι βιβλιοθηκονομικού και ευρετηριακού χαρακτήρα (η πιο εξωφρενική που μπορώ να θυμηθώ, είναι αυτή που απαριθμεί τις αναφορές του Λάβκραφτ στις γάτες, σε όλα τα διηγήματα και τις επιστολές του), και η πολυμάθειά του είναι τέτοια πάνω στο θέμα, που δε νομίζω ότι μπορεί να τη σχολιάσει κανείς. Χαρακτηρίζεται, όμως, από μια περίεργη ψυχρότητα, και από την απαγορευτική ακρίβεια μιας υπολογιστικής μηχανής…

Ερευνώντας ολόκληρη τη διαθέσιμη βιβλιογραφία (που συχνά όμως είναι τόσο σπάνια), νομίζω πως είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς, ότι ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες και αξιόλογες αναφορές πάνω στο θέμα, οι οποίες κοιτούν σ’ αυτό από τη σωστή οπτική γωνία, είναι αυτές του Κέννεθ Γκραντ (επικεφαλής του αγγλικού Ο.Τ.Ο. Ordo Templi Orientis συγγραφέας, αποκρυφιστής και γνωστός ερευνητής), του Ρόμπερτ Τέρνερ (ιδρυτής του Order of the Cubic Stone, εκδότης, ερευνητής και φιλόλογος) του Τζέημς Τέρνερ (συγγραφέας και εκδότης, συνεχιστής του εκδοτικού οίκου Arkham House), του Ρίτσαρντ Λούποφ (συγγραφέας και βιογράφος), του Π. X. Κάννον (συγγραφέας και ανθολόγος) του Πήτερ Κολόζιμο (αρχαιολόγος, ερευνητής και συγγραφέας), του Πήτερ Σμιθ (ερευνητής και αρθρογράφος), και του Ρόμπερτ Άντον Γουίλσον (συγγραφέας βιβλίων Φαντασίας, όπως το θρυλικό Illuminatus!, και συνωμοσιολόγος). Οι άνθρωποι αυτοί έχουν εργαστεί πάνω στο ζήτημα πάρα πολύ, με την πιο αγνή ερευνητική και με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, δικαιώνοντας το Μύθο τον Φανταστικού, χωρίς να σκοντάφτουν πάνω σε αδιάφορες φιλοδοξίες ή αντιζηλίες, με μια αξιοθαύμαστη σοβαρότητα, έμπνευση και ευρυμάθεια.


Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τον Λάβκραφτ και για το έργο του, που ο ίδιος θα τρόμαζε αν μπορούσε με κάποιο μαγικό τρόπο να τα γνωρίζει. Όμως, τα πάντα παραλλάσσονται και αναμοχλεύονται μέσα στο στρόβιλο του Χρόνου, και το έργο ενός σεμνού συγγραφέα δεν έχει τη δύναμη να γλιτώσει. Ο συγγραφέας το γνωρίζει αυτό, και σε μια απρόβλεπτη στιγμή, εξαφανίζεται απ’ το προσκήνιο τυλιγμένος μέσα στο μανδύα κάποιας από τις μεταμφιέσεις του, αφήνοντας όλους τους άλλους να τον ψάχνουν με το όνομά του, ενώ αυτός έχει αλλάξει πια όνομα.





Αν θέλω ν’ ανακαλύψω έναν άνθρωπο που σε όλη του τη ζωή ονειρευόταν, πρέπει να ψάξω μέσα στο όνειρο. 
Στο όνειρο, και όχι σε πολιτικοψυχολογικές αναλύσεις.


Και αφού όλοι μας ονειρευόμαστε, ίσως αυτό το απλό γεγονός που κανείς δεν παρατηρεί ότι είναι το μόνο που αληθινά μοιραζόμαστε να μας κάνει όλους να ανήκουμε στην ίδια ακατονόμαστη παγκόσμια αδελφότητα. Μια αδελφότητα που είναι η πολυπληθέστερη, αλλά παραδόξως και η πιο μυστική… Αναζητώντας τον Ράντολφ Κάρτερ, μέσα στις σκιές των ονειρικών τόπων και των στιγμών που έσβησε ο Χρόνος, πρέπει να γνωρίζω το σύνθημα, για να το ψιθυρίσω μόλις μου ζητηθεί. Σ’ αυτό το ταπεινό κεφάλαιο, ψιθύρισα ήδη το σύνθημα, και γνωρίζω πως η διέλευση έχει ανοιχθεί. Γίνομαι κι εγώ μια σκιά που χάνεται εκεί μέσα. Ίσως κάποιος από τους αναγνώστες μου να με ακολουθήσει σ’ αυτή μου την εξερεύνηση, και ίσως κάποιος άλλος να μείνει πίσω αγναντεύοντας με αδιαφορία. Αποδέχομαι το ρόλο μου αυτόν, της ενδιαφέρουσας ή αδιάφορης σκιάς, γιατί έτσι ο καθένας θα ανακαλύψει αυτό που του αναλογεί…

Όλοι ψάχνουν για κάποιο μυστικό.

Κάτι όμως τους διαφεύγει: το κάθε μυστικό κρύβει μέσα του ένα άλλο.

Όποιος ανακαλύπτει κάποιο ίχνος αποκάλυψης, θαμπώνεται και συγκλονίζεται, όχι από την ίδια την αποκάλυψη, αλλά από την τεράστια κατάδυση που έκανε από το ένα μυστικό μέσα στο άλλο, μέσα στο άλλο, μέσα στο άλλο, τόσο βαθιά και σκοτεινά, που το παραμικρό φως μοιάζει υπέρλαμπρη φωταγωγία. Έπειτα αναρωτιέται αν πρέπει να φέρει στην επιφάνεια την αποκάλυψη ή αν πρέπει να διατηρήσει κρυφό το μυστικό. Τις περισσότερες φορές, αυτός που αναζητεί ένα θησαυρό, όταν τον ανακαλύπτει, γίνεται θησαυροφύλακας… Η απόδραση και η περιπέτεια συνήθως είναι οχήματα παροδικά και, στο τέλος, οι περισσότεροι που τα καβάλησαν έγιναν οι ίδιοι δεσμοφύλακες. Όλα αυτά είναι παιχνίδια της παράδοσης και της απαγορευτικής και σκληρής φύσης του κόσμου, που με τη σειρά του είναι αποκλειστικά ανθρώπινο κατασκεύασμα.

Αφού ο καθένας μας είναι ένας κόσμος από μόνος του, και ο έλεγχος των κόσμων αυτών προκύπτει μόνο από τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης κοινών συντεταγμένων. Μέσα απ’ αυτούς τους συλλογισμούς, όλα τα μυστικά φαντάζουν μονάχα ένα, κι αυτό με τη σειρά του δεν είναι καθόλου κρυφό. Είναι το δικό μας μυστικό, αυτό που κρύβουμε από τον εαυτό μας. Εμείς είμαστε το μυστικό, και ο κόσμος προσπαθεί να μας αποκαλύψει, κι εμείς κρυβόμαστε από τον κόσμο, δηλαδή από τον εαυτό μας.

Αν προσπαθώ να βρω τα κλειδωμένα μυστικά που κρύβονται πίσω από τη μορφή του X. Φ. Λάβκραφτ, πρέπει να θυμάμαι συνέχεια πως αυτός ο κύριος Λάβκραφτ ζει μονάχα μέσα στο κεφάλι μου, σε ένα Χώρο που είναι δικός μου, και σε ένα Χρόνο που ξεκινά και τελειώνει με μένα. Το υπέρτατο μυστικό είναι η ίδια η σύνδεση, έτσι το νιώθω, ο συνδετικός κρίκος που ενώνει το αντικείμενο με τον παρατηρητή, μέσα σε ένα Χωροχρόνο δημιουργημένο από τον παρατηρητή.

Από παρατηρητή σε παρατηρητή, το αντικείμενο αλλάζει, κι όμως, επιμένουμε να μοιραζόμαστε την ψευδαίσθηση ότι είναι το ίδιο. Δειλιάζουμε να παραδεχτούμε τη μοναδικότητά μας, γιατί αυτό θα ήταν μια φοβερή ευθύνη, αφού κάθε στιγμή θα είμαστε δημιουργοί ή καταστροφείς ενός κόσμου. Αν υπάρχει κάποιο μεγάλο μυστικό, στο τέλος της πορείας προς τη συνάντηση με τον Λάβκραφτ, πιστεύω πως θα είναι ίδιο με όλα τα μυστικά που υπάρχουν στο τέλος της πορείας προς οπουδήποτε και δεν θα είναι καθόλου κρυφό. Τολμώ να πω ότι το μόνο που είναι κρυφό είναι η πορεία, και ότι το μυστικό βρίσκεται στο ίδιο μας το σπίτι, μόνο που πρέπει να κάνουμε το γύρο του κόσμου για να το βρούμε όταν επιστρέψουμε.





Κάποιος φίλος μου λέει, χαμογελώντας, ότι ο άνθρωπος Λάβκραφτ δεν υπήρξε ποτέ, και ότι είναι όλα ένα περίεργο σχέδιο, μια συνωμοσία, μια επινόηση του Ντέρλεθ και της παρέας του. Χαμογελώ κι εγώ με αυτές τις σκέψεις, αλλά υπενθυμίζω στο φίλο μου ότι κι αυτός είναι μια επινόηση δική μου, κι ότι δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, αφού κι εγώ χρησιμοποιώ καθημερινά μια δική μου προβολή του, που δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που είναι αυτός στ’ αλήθεια. Ο ίδιος ο κόσμος που με περιβάλλει, είναι μια δική μου συνωμοσία. Αυτός χαμογελάει πάλι, σκεπτόμενος σίγουρα πως μάλλον εγώ είμαι μια επινόηση δική του, και πως ο κόσμος είναι δική του συνωμοσία…

Θυμάμαι τα λεγόμενα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες: 
«Ποιος ξέρει, αλήθεια, το συντακτικό των ονείρων; Λες ότι με ονειρεύεσαι συνέχεια. Μπορεί να σε ονειρεύομαι εγώ ή κάποιος άλλος να μας ονειρεύεται και τους δυο, και τότε, αλίμονο μας άμα ξυπνήσει.» 
από ένα διάλογό του με τον Αχιλλέα Κυριακίδη, σ’ ένα όνειρο…







Λοιπόν, εκατοντάδες άνθρωποι προσπάθησαν να ανακαλύψουν τρομερά μυστικά πίσω από την υπόθεση Λάβκραφτ, χιλιάδες αναλύσεις επί αναλύσεων, πάνθεα και μυστικές παραδόσεις, απαγορευμένες γνώσεις και χαμένα χειρόγραφα, πορτραίτα και αποκαλύψεις, λογοτεχνίες και χειροτεχνίες…


Σχεδόν κανείς τους δεν πίστευε στ’ αλήθεια στη Λογοτεχνία και στο ότι οι μύθοι είναι ζωντανοί. Όλοι τους έψαχναν σε απαγορευμένες βιβλιοθήκες, και σχεδόν κανείς τους δεν άκουσε τον ίδιο το συγγραφέα να μιλά. Δε διάβασαν τις διηγήσεις του σαν να ήταν αληθινές. Αφού αυτός τις έγραψε, οτιδήποτε έχει να τους πει είναι εκεί μέσα, ολοφάνερο, ζωντανό, αλλά ταυτόχρονα τόσο κρυφό. Ψάχνοντας εκεί μέσα, βρίσκουμε το μήνυμα του εξερευνητή προς κάθε ενδιαφερόμενο αποδέκτη.




Κι αφού το Ταξίδι μου μέσα στη Μοναξιά του Χρόνου, μόλις αρχίζει, να ο πραγματικός του πρόλογος, λίγα βήματα πριν από την είσοδο. Είναι οι πρώτες παράγραφοι από το διήγημα του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ, The Shadow Out of Time, του 1934:












«Έπειτα από είκοσι δύο χρόνια εφιαλτών και τρόμου, εκτός ίσως από την απελπισμένη πεποίθηση για τη μυθολογική προέλευση κάποιων εντυπώσεών μου, είμαι απρόθυμος να εγγυηθώ για την αλήθεια αυτού που πιστεύω ότι ανακάλυψα, τη νύχτα της 17ης προς 18η Ιουλίου 1935. Έχω τους λόγους μου να ελπίζω ότι οι εμπειρίες μου ήταν όλες ή σχεδόν όλες μια παραίσθηση, για την οποία, πραγματικά, συγκεκριμένοι λόγοι υπήρχαν. Κι όμως, ο ρεαλισμός της ήταν τόσο αποτρόπαιος, που μερικές φορές νιώθω οποιαδήποτε ελπίδα αδύνατη.

Αν όλα αυτά τα πράγματα συνέβησαν στ’ αλήθεια, τότε ο άνθρωπος πρέπει να είναι προετοιμασμένος να δεχτεί απόψεις που αφορούν τη φύση του σύμπαντος, και της δικής του θέσης μέσα στον αδυσώπητο στρόβιλο του Χρόνου, απόψεις που και η παραμικρή αναφορά τους παραλύει το πνεύμα. Πρέπει, επίσης, να βρίσκεται σε επιφυλακή ενάντια σε έναν κρυφό κίνδυνο που αν και δε θα καταπιεί ποτέ όλη την ανθρωπότητα μπορεί να επιβάλει τεράστιους και απίστευτους τρόμους σε συγκεκριμένα ριψοκίνδυνα μέλη της.

Είναι γι’ αυτόν τον τελευταίο λόγο, που επιμένω, με όλη τη δύναμη της ύπαρξής μου, να εγκαταλειφθούν τελειωτικά όλες οι προσπάθειες να ξεθαφτούν όλα εκείνα τα κομμάτια του Αγνώστου, που είχε αναλάβει να ερευνήσει η δική μου αποστολή. Αν συμπεράνω ότι είμαι λογικός και ξύπνιος, η εμπειρία μου εκείνης της νύχτας ήταν τέτοια, που αποκλείεται να έχει τύχει ξανά σε άλλον άνθρωπο. Κι ακόμη περισσότερο, ήταν η τρομακτική επιβεβαίωση όλων των πραγμάτων που, μέχρι τότε, τ’ αρνιόμουν ως μύθους και όνειρα.


»Όταν συνάντησα τον τρόμο, ήμουν ολομόναχος και μέχρι τώρα δεν είπα τίποτε σε κανέναν. Δεν μπορώ να σταματήσω τους άλλους να σκάβουν προς την κατεύθυνσή του, αλλά η τύχη τους και ο άνεμος που μετατοπίζει την άμμο των ερήμων, τους γλίτωσε, μέχρι στιγμής, από το να το ανακαλύψουν. Τώρα, ήρθε η ώρα να καταθέσω μια ξεκάθαρη δήλωση για όλα αυτά, όχι μόνο για χάρη της δικής μου διανοητικής ισορροπίας, αλλά για να προειδοποιήσω αυτούς που είναι σαν κι εμένα, αυτούς που θα τη διαβάσουν με σοβαρότητα»


@Παντελής Γιαννουλάκης / περιοδικό Strange












































































Το όνειρο του Κόουλριτζ [ Χ.Λ. Μπόρχες ]






Το λυρικό απόσπασμα Κουμπλάι Χαν (πάνω από πενήντα ομοιοκατάληκτοι και ελεύθεροι στίχοι εξαίσιας προσωδίας) το ονειρεύτηκε ο άγγλος ποιητής Σάμιουελ Τέιλορ Κόουλριτζ, μια μέρα του καλοκαιριού του 1797.

 Ο Κόουλριτζ γράφει πως είχε αποσυρθεί σ' ένα αγρόκτημα, στα περίχωρα του Έξμορ. 
Μια αδιαθεσία τον υποχρέωσε να πάρει ένα υπνωτικό. Ο ύπνος τον πήρε μόλις είχε τελειώσει την ανάγνωση μιας περικοπής του Πέρτσας, που αναφέρεται στην ανέγερση ενός παλατιού απ' τον Κουμπλάι Χαν, τον αυτοκράτορα που έγινε ξακουστός στη Δύση χάρη στον Μάρκο Πόλο. Μέσα στον ύπνο του Κόουλριτζ, το τυχαία διαβασμένο κείμενο άρχισε να βλασταίνει και να πολλαπλασιάζεται. Κοιμώμενος, «είδε» μια σειρά εικόνες και, πολύ απλά τις λέξεις που εξέφραζαν αυτές τις εικόνες. Σε λίγες ώρες, ξύπνησε, με τη βεβαιότητα ότι είχε συνθέσει ή δεχθεί ένα ποίημα περίπου τριακοσίων στίχων. Με μια ανεπανάληπτη διαύγεια, τους θυμήθηκε κι έπιασε να μεταγράφει το απόσπασμα που διασώζεται στα έργα του.
Μια αναπάντεχη επίσκεψη τον διέκοψε, κι από κείνη τη στιγμή, στάθηκε αδύνατον να θυμηθεί τη συνέχεια. 


«Δεν ήταν και μικρή η έκπληξη, μα και η απόγνωση που ένιωσα» διηγείται ο Κόουλριτζ, «όταν ανακάλυψα πως μπορεί να συγκρατούσα αμυδρά τη γενική μορφή του οράματος, αλλά όλα τα υπόλοιπα, εκτός από οκτώ-δέκα σκόρπιους στίχους, είχαν εξαφανιστεί, όπως οι εικόνες στην επιφάνεια ενός ποταμού όταν πετάμε μια πέτρα, αλλά, φευ!, χωρίς να ξαναγυρίσουν όπως εκείνες»

Ο Σουίνμπερν θεώρησε το απόσπασμα που διασώθηκε ως το υψηλότερο δείγμα της μουσικότητας της αγγλικής γλώσσας, και πρόσθεσε πως, όποιος κατόρθωνε να το αναλύσει, θα ήταν (η μεταφορά είναι του Τζον Κιτς) σαν να ξέπλεκε ένα ουράνιο τόξο(379). 

Οι μεταφράσεις και οι αναλύσεις ποιημάτων που θεμελιώδης αρετή τους είναι η μουσικότητα, είναι μάταιες και μπορεί να αποβούν ολέθριες. Ας αρκεστούμε να θυμόμαστε, προς το παρόν, ότι ο Κόουλριτζ δέχτηκε εν ονείρω μια σελίδα αναμφισβήτητου μεγαλείου.
Η περίπτωση όσο εξαιρετική κι αν είναι, δεν είναι μοναδική. 

Στην ψυχολογική μελέτη του The World of Dreams(380), ο Χάβελοκ Έλις την εξομοίωσε με εκείνην του βιολονίστα και συνθέτη Τζουζέπε Ταρτίνι, που ονειρεύτηκε ότι ο Διάβολος (ο σκλάβος του) έπαιζε στο βιολί μια υπέροχη σονάτα. Όταν ξύπνησε, ο ονειρευτής ανέσυρε απ' την ατελή του ανάμνηση το Trillo del Diavolo(381). 

Ένα άλλο κλασικό παράδειγμα υποσυνείδητης εγκεφαλικής εργασίας είναι εκείνο του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, στον οποίο ένα όνειρο (όπως αναφέρει ο ίδιος στο «A Chapter on Dreams»)(382) του προμήθευσε το θέμα του «Ολάλα», κι ένα άλλο όνειρο, το 1884, το θέμα του Τζέκιλ και Χάιντ(383). 
Ο Ταρτίνι θέλησε να αποτυπώσει «εν εγρηγόρσει» τη μουσική ενός ονείρου. 
Ο Στίβενσον πήρε απ' τα όνειρά του θέματα, δηλαδή γενικές μορφές.

 Εγγύτερη στη λεκτική έμπνευση του Κόουλριτζ είναι εκείνη που ο Βέδας ο Αιδέσιμος αποδίδει στον Κέιντμον (Historia ecclesiastica gentis Anglorum IV,24)(384). Συνέβη στα τέλη του 7ου αιώνα, στη μισθοφορική και πολεμοχαρή Αγγλία των σαξόνων βασιλέων. Ο Κέιντμον ήταν ένας άξεστος τσοπάνος που τον είχαν πάρει τα χρόνια. Μια νύχτα, έφυγε άρον άρον από μια γιορτή, προβλέποντας ότι θα 'ρχόταν η σειρά του για την άρπα, και ξέροντας ότι δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Έπεσε να κοιμηθεί σ' ένα στάβλο, ανάμεσα στ' άλογα, και κάποιος μες στον ύπνο του τον φώναξε με τ' όνομά του(385) και τον πρόσταξε να τραγουδήσει. Ο Κέιντμον αποκρίθηκε πως δεν ήξερε να τραγουδάει, μα ο άλλος του είπε: «Τραγούδησε τη δημιουργία του κόσμου». Τότε ο Κέιντμον πρόφερε στίχους που δεν τους είχε ξανακούσει ποτέ. Δεν τους ξέχασε όταν ξύπνησε, και μπόρεσε να τους επαναλάβει μπροστά στους μοναχούς του κοντινού μοναστηριού του Χιλντ. Δεν έμαθε ποτέ του να διαβάζει, αλλά οι καλόγεροι του εξηγούσαν ιστορίες από την Αγία Γραφή, κι εκείνος, «μηρυκάζοντας σαν ζωντανό, τις μεταμόρφωνε σε γλυκόηχους στίχους, κι έτσι τραγούδησε τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, κι όλη την ιστορία της Γένεσης και την έξοδο των τέκνων του Ισραήλ και την είσοδό τους στη Γη της Επαγγελίας, και τόσα άλλα απ' τις Γραφές, και την ενσάρκωση, τα Πάθη, την Ανάσταση και την Ανάληψη του Κυρίου, και τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, και την επιφοίτηση των αποστόλων, κι ακόμα, την τρομάρα της Δευτέρας Παρουσίας, τη φρίκη και τα βάσανα της Κόλασης, τις γλυκάδες του Παράδεισου, τις χάριτες και του Θεού τις κρίσεις». 
Ο Κέιντμον ήταν ο πρώτος ιερός ποιητής του αγγλικού έθνους. «κανείς δεν μπόρεσε να τον φτάσει» λέει ο Βέδας, «γιατί δεν ήταν των ανθρώπων μαθητής, μα του Θεού».
Λίγα χρόνια αργότερα, προφήτεψε την ώρα του θανάτου του και τον περίμενε στον ύπνο του. Ας ελπίσουμε πως ξαναβρήκε τον άγγελό του.


Εκ πρώτης όψεως, το όνειρο του Κόουλριτζ διατρέχει τον κίνδυνο να φανεί λιγότερο εκπληκτικό από εκείνο του προδρόμου του. Το Κουμπλάι Χαν είναι μια σύνθεση αξιοθαύμαστη, ενώ οι εννέα στίχοι του ύμνου που ονειρεύτηκε ο Κέιντμον, δεν παρουσιάζουν καμία άλλη αρετή πέρα απ την ονειρική καταγωγή τους. Ωστόσο, ο Κόουλριτζ ήταν ήδη ποιητής, ενώ ο Κέιντμον είδε να του αποκαλύπτεται ο προορισμός του. Υπάρχει, πάντως, ένα στοιχείο μεταγενέστερο, που μεγεθύνει ως το απίστευτο το θαύμα του ονείρου μέσα στο οποίο γεννήθηκε το Κουμπλάι Χαν. Αν αυτό το στοιχείο αληθεύει, τότε η ιστορία του ονείρου του Κόουλριτζ προηγείται κατά πολλούς αιώνες του Κόουλριτζ, κι ακόμα δεν έχει πάρει τέλος.

Ο ποιητής είδε τ' όνειρό του το 1797 (κατ' άλλους το 1798) και δημοσίευσε την ιστορία του ονείρου το 1816, εν είδει σχολίου ή επεξηγήσεων του ημιτελούς ποιήματος. Είκοσι χρόνια αργότερα, εκδόθηκε στο Παρίσι, αποσπασματικά, η πρώτη δυτική μετάφραση μιας από τις τόσες Παγκόσμιες Ιστορίες τις οποίες διαθέτει η πλούσια περσική λογοτεχνία, η Επιτομή Ιστοριών του Ρασίντ ελ Ντιν, που χρονολογείται από τον 14ο αιώνα. Εκεί, λοιπόν, διαβάζουμε: «Ανατολικά του Σανγκ-του, ο Κουμπλάι Χαν έχτισε ένα παλάτι, πάνω σ' ένα σχέδιο που 'χε δει στ' όνειρό του και το φύλαγε στη μνήμη του». Το κομμάτι αυτό το έγραψε ο βεζίρης του Μαχμούτ Χαζάν, ενός απόγονου του Κουμπλάι Χαν.

Ένας μογγόλος αυτοκράτορας, τον 13ο αιώνα, ονειρεύεται ένα παλάτι και το χτίζει σύμφωνα με το όραμά του. Τον 18ο αιώνα, ένας άγγλος ποιητής, που αποκλείεται να ήξερε πως αυτό το οικοδόμημα είχε βγει μέσα από ένα όνειρο, ονειρεύεται ένα ποίημα για το παλάτι. Μπροστά σ' αυτή τη συμμετρία, που λειτουργεί μέσα απ' τις ψυχές κοιμωμένων και αγκαλιάζει ηπείρους και αιώνες, θαρρώ πως οι αναλήψεις, οι αναστάσεις κι οι αποκαλύψεις των ιερών βιβλίων δεν είναι τίποτα – ή σχεδόν τίποτα.

Ποια εξήγηση να διαλέξει κανείς; 

Όσοι απορρίπτουν εκ προοιμίου το υπερφυσικό (κι εγώ προσπαθώ πάντα ν' ανήκω σ' αυτή την ομάδα), θα πουν πως η ιστορία των δύο ονείρων είναι μια σύμπτωση, ένα σκαρίφημα της τύχης, όπως τα σχήματα των λιονταριών και των αλόγων που παίρνουν καμιά φορά τα σύννεφα. Άλλοι θα υποστηρίξουν πως ο ποιητής έμαθε, με κάποιο τρόπο, ότι ο αυτοκράτορας είχε ονειρευτεί το παλάτι του, και καμώθηκε πως το 'χε δει στ' όνειρό του, προκειμένου να φτιάξει έναν υπέροχο μύθο που θα κάλυπτε ή θα δικαιολογούσε τα τυχόν μειονεκτήματα αυτής της κολοβής ραψωδίας*. Η εκδοχή αυτή δεν είναι απίθανη, αλλά μας υποχρεώνει να υποθέσουμε, αυθαίρετα, την ύπαρξη ενός κειμένου το οποίο αγνοούν οι σινολόγοι, και στο οποίο ο Κόουλριτζ θα μπορούσε να 'χει διαβάσει, πριν από το 1816, το όνειρο του Κουμπλάι**. 
Πιο μαγευτικές είναι οι εικασίες που ξεπερνούν τη λογική. Που επιτρέπουν, λ.χ., να υποθέσεις πως η ψυχή του αυτοκράτορα, όταν καταστράφηκε το παλάτι, διείσδυσε στην ψυχή του Κόουλριτζ, ώστε αυτός να το ξαναχτίσει με λόγια, που αντέχουν πιο πολύ στο χρόνο από τα μάρμαρα και τα μέταλλα.

Το πρώτο όνειρο πλούτισε την πραγματικότητα μ' ένα παλάτι. Το δεύτερο, πέντε αιώνες αργότερα, μ' ενα ποιήμα (ή την αρχή ενός ποιήματος) που του το είχε εμπνεύσει το ίδιο παλάτι. Η ομοιότητα των δύο ονείρων αφήνει να διαφανεί ένας μυστικός σκοπός. Το τεράστιο χρονικό διάλειμμα αποκαλύπτει έναν υπεράνθρωπο εκτελεστή. Το να θελήσεις ν' αποκρυπτογραφήσεις τις προθέσεις αυτού του αθάνατου ή αιωνόβιου όντος μπορεί να 'ναι ριψοκίνδυνο ή και ανώφελο, αλλά τίποτα δε σ' εμποδίζει να υποψιάζεσαι πως δεν έχει ακόμα εκπληρώσει το σκοπό του. 

Το 1691, ο ιησουίτης Ζερμπιγιόν βεβαίωσε πως μόνο ερείπια έχουν απομείνει απ' το παλάτι του Κουμπλάι Χαν. Ξέρουμε επίσης πως από το ποίημα έχουν διασωθεί μετά βίας πενήντα στίχοι. Τα στοιχεία αυτά μας επιτρέπουν να φανταζόμαστε πως η σειρά ονείρων και έργων δεν έχει ακόμα τελειώσει. Ο πρώτος ονειρευτής είδε στον ύπνο του το όραμα του παλατιού και το έχτισε. Ο δεύτερος, που αγνοούσε το όνειρο του προηγούμενου, ένα ποίημα για το ίδιο παλάτι. Αν το σχήμα αυτό επαληθεύεται, δεν αποκλείεται, μια μελλοντική νύχτα απ' την οποία μας χωρίζουν αιώνες, ένας αναγνώστης του Κουμπλάι Χαν να ονειρευτεί το ίδιο όνειρο, να μην υποψιαστεί πως και άλλοι το ονειρεύτηκαν, και να του δώσει τη μορφή ενός γλυπτού ή μιας μουσικής. Ίσως η σειρά των ονείρων δεν έχει τέλος. Ίσως η κλείδα της είναι στο τελευταίο όνειρο.

Τώρα που έχω γράψει τα προηγούμενα, διαβλέπω – ή νομίζω ότι διαβλέπω – άλλη μια εξήγηση.

 Ίσως ένα αρχέτυπο, που δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί στους ανθρώπους, ένα αιώνιο αντικείμενο (για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Ουάιτχεντ)(386) εισδύει αργά αργά στον κόσμο. 
Η πρώτη του εκδήλωση ήταν το παλάτι. Η δεύτερη, το ποίημα.
 Όποιος τις συνέκρινε, θα 'βλεπε πως είναι κατά βάσιν ίδιες.


Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Δοκίμια
Μτφ, επιμέλεια, σχόλια : Αχιλλέας Κυριακίδης
Ελληνικά Γράμματα 2007


379.«Philoshophy will clip an angel's wings, / conquer all mysteries by rule and line, / empty the haunted air, and gnomed mine - / unweave a rainbow...» («Lamia», β' μέρος, στ. 234-237).
380.Ο κόσμος των ονείρων (1911).
381. Κοντσέρτο για βιολί και μπάσο κοντίνουο σε φα, op. 1
382.«Περί ονείρων»: όγδοο κείμενο της συλλογής Across the Plains [Διασχίζοντας τις πεδιάδες (1892)]
383.Πλήρης τίτλος: Η παράξενη περίπτωση του Δρος Τζέκιλ και του Κυρίου Χάιντ [The Strange Case of Dr. Jekyll and Mr. Hyde (1885)]
384.Εκκλησιαστική Ιστορία των Άγγλων (731). ο Μπόρχες πάντως, παραθέτει όλη την ιστορία με το όνειρο του Κέιντμον στο Βιβλίο των ονείρων.
385.«Η φωνή που άκουγε ο βοσκός στο βουνό...» [«Πράγματα» (Το χρυσάφι των τίγρεων)]
386.«Κατά τον Ουάιτχεντ, οι μορφές αυτές [του Πλάτωνα], που ο Ουάιτχεντ τις ονομάζει “αιώνια αντικείμενα”, εισδύουν στο χρόνο και στο χώρο. Αυτές οι αέναες, συνδυασμένες εισδύσεις διαμορφώνουν την πραγματικότητα». [«Παρουσίαση του βιβλίου Modes of Thoight του Α. Ν. Ουάιτχεντ» (περιοδ. «El Hogar», 24.3.1939)]

______________________
*Στις αρχές του 19ου αιώνα, ή στα τέλη του 18ου, το Κουμπλάι Χαν θα φαινόταν στους αναγνώστες με κλασική παιδεία πολύ πιο αλλοπρόσαλλο απ' ό,τι σε μας, σήμερα. Το 1884, ο πρώτος βιογράφος του Κόουλριτζ, ο Τρέιλ, μπορούσε ακόμα να γράφει: «Το εξωφρενικό ονειρικό ποίημα Κουμπλάι Χαν δεν είναι παρά ένα ψυχολογικό αξιοπερίεργο».
**Βλ. Τζον Λίβινγκστον Λόουζ: The Road to Xanadu, 1927, σσ. 358, 585.


Γη των Ανθρώπων




ο Antoine de Saint-Exupéry, 
από τον Hugo Pratt



…Εδώ και μερικά χρόνια, σε ένα μακρύ ταξίδι με το τραίνο, θέλησα να επισκεφτώ την μετακινούμενη πατρίδα, όπου είχα κλειστεί για τρεις μέρες, αιχμάλωτος για τρεις μέρες αυτού του θορύβου σαν από χαλίκια που τα κυλά η θάλασσα, και σηκώθηκα. Διέσχισα, κατά τη μία το πρωί το τραίνο από τη μια άκρη ως την άλλη. Τα βαγκόν-λι ήταν άδεια. Τα βαγόνια της πρώτης θέσεως ήταν άδεια.

Όμως τα βαγόνια της τρίτης στέγαζαν εκατοντάδες Πολωνούς εργάτες, που είχαν απολυθεί από τη Γαλλία και ξαναγύριζαν στην Πολωνία τους. Και πέρναγα τους διαδρόμους, δρασκελώντας ξαπλωμένα σώματα. Στάθηκα να κοιτάξω. Ορθός, κάτω από το φώς, αντίκριζα μέσα σε αυτό το δίχως χωρίσματα βαγόνι, που έμοιαζε με θάλαμο και μύριζε στρατώνα ή κρατητήριο, ένα ολόκληρο λαό ανάκατο, που ταρακουνιόταν από τη ρυθμική κίνηση του τραίνου. Ένα ολόκληρο λαό, βυθισμένο στα κακά του όνειρα, που ξαναγύριζε στη μιζέρια του. Χοντρά ξυρισμένα κεφάλια κυλούσαν πάνω στα σανίδια των πάγκων. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, στριφογύριζαν όλοι δεξιά και αριστερά, σαν χτυπημένοι από όλους αυτούς τους θορύβους, όλα αυτά τα τραντάγματα, που τους απειλούσαν στη λησμονιά τους. Δεν είχαν βρει τη φιλοξενία ενός καλού ύπνου.

Ένα παιδί θήλαζε μια μάνα, τόσο κουρασμένη, που έμοιαζε σαν να κοιμόταν. Η ζωή μεταδινόταν μέσα στην παραζάλη και την ανακατωσούρα του ταξιδιού. Κοίταζα τον πατέρα. Ένα κεφάλι βαρύ και γυμνό σαν πέτρα. Ένα κορμί διπλωμένο στον άβολο ύπνο, φυλακισμένο στα ρούχα της δουλειάς, φτιαγμένο από καμπούρες και βαθουλώματα. Έμοιαζε με ένα σωρό λάσπη. Έτσι, τη νύχτα, ναυάγια που δεν έχουν πια ανθρώπινο σχήμα κοιμούνται βαριά πάνω στους πάγκους της αγοράς. Και συλλογιόμουν: το πρόβλημα δεν βρίσκεται διόλου σε αυτή τη μιζέρια, σε αυτή τη βρώμια, ούτε σε αυτή την ασχήμια. Όμως αυτός ο ίδιος άντρας και αυτή η ίδια γυναίκα, γνωρίστηκαν μια μέρα και ο άντρας σίγουρα χαμογέλασε στη γυναίκα. Σίγουρα μετά τη δουλειά της έφερε λουλούδια. Συνεσταλμένος και αδέξιος, έτρεμε ίσως μην τον περιφρονήσει. Μα η γυναίκα, από φυσική φιλαρέσκεια, η γυναίκα, σίγουρη για τη χάρη της ευχαριστιόταν ίσως να τον κρατά σε αμφιβολία. Και εκείνος που πια δεν είναι σήμερα παρά μια μηχανή για να σκάβει ή να φτυαρίζει, δοκίμαζε έτσι στην καρδιά του τη γλυκεία αγωνία. Το μυστήριο είναι πού έγιναν αυτοί οι σωροί από λάσπη. Από ποιο τρομερό καλούπι πέρασαν και τους σημάδεψε, όπως η πρέσα το μέταλλο; Ένα γερασμένο ζώο διατηρεί τη χάρη του. Γιατί αυτή η ωραία ανθρώπινη άργιλος έπαθε τέτοια φθορά;

Κάθισα αντίκρυ σε ένα ζευγάρι. Ανάμεσα στον άντρα και στην γυναίκα, το παιδί, όσο γινόταν πιο βολικά, είχε χωθεί και κοιμόταν. Γύρισε όμως μέσα στον ύπνο του και το πρόσωπο του μού φανερώθηκε κάτω απ΄το φώς. Ά! Τι εξαίσιο πρόσωπο! Είχε γεννηθεί από αυτό το ζευγάρι, κάτι σαν ένας χρυσός καρπός. Από αυτά τα βαριά και άχαρα σώματα είχε βγει αυτό το επίτευγμα λεπτότητας και χάρης. Έσκυψα πάνω από αυτό το λείο μέτωπο, από αυτά τα γλυκά σουφρωμένα χείλη και είπα μέσα μου: να ένα πρόσωπο μουσικού, να το παιδί Μότσαρτ, να μια ωραία υπόσχεση της ζωής. Οι μικροί πρίγκιπες των παραμυθιών δεν ήταν αλλιώτικοι. Αν έβρισκε προστασία, στοργή, καλλιέργεια, και τι δε θα μπορούσε να γίνει! Όταν γεννιέται ένα καινούργιο τριαντάφυλλο, στους κήπους, από διασταύρωση, όλοι οι κηπουροί συγκινιούνται. Απομονώνουν το τριαντάφυλλο, το καλλιεργούν, το ευνοούν. Όμως δεν υπάρχει κηπουρός για τους ανθρώπους. Το παιδί Μότσαρτ θα περάσει, μαζί με τους άλλους από την πρέσα. Ο Μότσαρτ θα βρει τις πιο ανώτερες χαρές του στη διεφθαρμένη μουσική, μέσα στη βρωμιά των καφενείων. Ο Μότσαρτ είναι καταδικασμένος.

Και ξαναγύρισα στο βαγόνι μου. Μέσα μου έλεγα: αυτοί οι άνθρωποι δεν υποφέρουν καθόλου από την κατάντια τους. Και δεν είναι ο οίκτος που με βασανίζει. Το θέμα δεν είναι να συγκινείσαι για μια πληγή που ποτέ δεν κλείνει. Αυτοί που την έχουν δεν την νοιώθουν. Εκείνο που τραυματίζεται εδώ, που βλάπτεται, είναι το ανθρώπινο είδος και όχι το άτομο. Δεν πιστεύω καθόλου στον οίκτο. Αυτό που με βασανίζει είναι η άποψη του κηπουρού. Αυτό που με βασανίζει δεν είναι τούτη η αθλιότητα, όπου στο κάτω- κάτω βολεύεται κανείς, το ίδιο καλά, όπως και στην τεμπελιά. Γενιές και γενιές ανατολίτες ζούνε μέσα στην λίγδα και τους αρέσει. Αυτό που με βασανίζει δεν το θεραπεύουν τα λαϊκά συσσίτια. Αυτό που βασανίζει δεν είναι ούτε οι καμπούρες και τα βαθουλώματα στα κορμιά ούτε η ασχήμια.
Είναι ο Μότσαρτ που δολοφονείται μέσα στον κάθε άνθρωπο…

Μόνο το Πνεύμα, όταν πνέει στη λάσπη, μπορεί να δημιουργήσει τον Άνθρωπο.

''Γη των Ανθρώπων'' 

Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

...και σ αγαπώ παράφορα..




Ἀθήνα, Δευτέρα πρωί [17.8.1959]


Λενούλα, λατρεία μου, Σ’ ἀγαπῶ τόσο πολύ, ἀγάπη μου. Καί σοῦ γράφω τώρα δυό λόγια στά βιαστικά ἐλπίζοντας νά τά θέλεις καί νά μή σ’ ἐνοχλοῦν. 
Σέ σκέφτομαι συνεχῶς. Κι ἄν πρός στιγμή ἀφαιρεθῶ σέ κάτι ἄλλο, ὅταν ἐπιστρέφω στή λατρεία σου διερωτιέμαι πάντα: «μά εἶναι δυνατό;». 
Χτες βράδυ εἴμαστε ὅλοι στήν Κηφισιά. Κι ἡ Σούλα, κι ὁ Κριεζῆς μαζί. (1)
 Και μιλούσανε φυσικά μέ πολλήν ἀγάπη γιά σένα. Οἱ Ἀργυρόπουλοι λέγανε γιά τήν κάρτα πού τούς ἔστειλες, ἡ Σούλα ὑπελόγιζε τή διάρκεια τῶν διαμονῶν σου, καί κατόπι τά γνωστά 
περί «ντόν Μιγκουέλ» (2)  καί «νά δεῖτε θά μᾶς τήν κρατήσουν ἐκεῖ» κλπ.
 Δίχως ἄλλο, ἄν προσέχαν ποτέ, δέν θά τούς διέφευγε ἡ ἀπόχρωσις τοῦ γέλιου μου: κίτρινη. Ἡ τρομάρα μάνιαζε μέσα μου. Εἴτανε σάν νά μέ χωρίζανε ἀπό σένα, σά νά μπαίνανε ἄκαρδα, βάναυσα, ἀνάμεσα σέ σένα καί σέ μένα. 
Προχτές εἴμουνα μέ μιάν ἄλλη συντροφιά κοντά στή θάλασσα. Ἀνία. Τραβήχτηκα μόνος, γιά νά βρεθῶ πολύ κοντά σου, πολύ μακριά σου, καί σκεφτόμουνα πώς ἐσύ εἶσαι ἡ πιό ὄμορφή μου θάλασσα, ἡ πιό ὄμορφή μου ἀκτή, τό πιό ὄμορφό μου καλοκαίρι, ἡ μόνη μου θάλασσα, ἡ μόνη μου ἀκτή τό μόνο μου καλοκαίρι. Τήν ἀγαπούσα κάποτε τή Φλορεντία. Τώρα τήν ἀγαπῶ μόνο γιατί βρίσκεσαι ἐκεῖ. Γιατί τώρα ἀγαπῶ μόνο ἐσένα: τώρα καί πάντα. Δέν πρέπει να μ’ ἀφήσεις ποτέ. (Αὐτό το «πρέπει»!). Φιλῶ τό στοματάκι σου, φιλῶ τά πόδια σου, ἀγάπη μου.

Νῖκος


(1)  Σούλα Τζάκου: Ἀρχριτέκτων. Μετέπειτα καθηγήτρια στό Πολυτεχνεῖο.
 Ἀντώνης Κριεζῆς: Ἀρχιτέκτων, καθηγητής στό Πολυτεχνεῖο. Καί οἱ δύο ἀναφέρονται καί σέ ἑπόμενες ἐπιστολές.

(2)  «Ντόν Μιγκουέλ»: Συνθηματική ἀναφορά στόν τύπο τοῦ ἱσπανοῦ «καρδιοκατακτητῆ». Ἡ φράση ἐπαναλαμβάνεται στήν ἐπιστολή ὑπ’ἀριθ.21.

    





Το βιβλίο "...και σ' αγαπώ παράφορα", ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΕΝΑ, 1959-1967,
 έχει δανειστεί τον τίτλο από το παρακάτω ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου, που κλείνει μ' αυτή τη φράση. Η φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης του βιβλίου είναι του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. 
Οι 43 επιστολές που περιλαμβάνονται στον τόμο, έχουν όλες αποδέκτη τη Λένα Τσιόκου, μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του. 
Οι περισσότερες από αυτές τις επιστολές (23 τον αριθμό) είναι προγαμιαίες και γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1959, όταν η Λένα βρισκόταν για διακοπές στην Ιταλία και την Ισπανία. Το ειδύλλιο των δύο αλληλογράφων βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη εκείνη την εποχή και σύντομα θα επισημοποιηθεί: παντρεύτηκαν στις 15 Μαρτίου 1960 "στον Λουμπαδιάρη, σε στενό οικογενειακό κύκλο". 
Οι 18 μεταγενέστερες επιστολές καλύπτουν την τριετία 1962-1964 και είναι γραμμένες στη διάρκεια ταξιδιών του Εγγονόπουλου στη Θεσσαλονίκη ή την Καβάλα, όπου σκηνογραφούσε παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ενώ η Λένα παρέμενε στην Αθήνα με την κόρη τους Ερριέτη ή βρισκόταν στη γενέτειρα του πατέρα της, την Πρέβεζα.



Ο Ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριό του, επί της κορυφής του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και με την παρασκευή των διάφορων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, και άλλα «μαϊτάπια». Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, αλλά κι’αυτός είναι, πάλι, που, τις νύχτες των εθνικών επετείων, διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ’ εκθαμβωτικά πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέττες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον, όμως, τα βράδυα, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι’ αλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. 
Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι’ έσθ’ ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία αρκεί κι’επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στο καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι’ ο πυροτεχνουργός μαζύ, και βλέπομε να στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι’ ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύγνεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού.

 

Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μυστικό. Κι’ αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σύζυγος που γρηγορεί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι’ όρθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στις εκκλησιές, και κάνει βαθειές μετάνοιες, κι’ όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι’ έτσι τόνε κρατά στη ζωή.

Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ’ αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όμως όλα με εικόνα Θεοτόκου η άλλου αγίου, κι’ όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι’ ένα άλλο μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ’ αυτό, εν καιρώ, ν’ ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ’ όνομα της Αγίας Αικατερίνης.
(Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιών, σ’ ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού).


Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η ιστορία η δικιά μας, Ελένη.
Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι’ οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού; 
Κι’ όμως, εάν ακόμη δεν με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ’ εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην αγάπη σου; 
Το ξέρω, μη μου το κρύφτεις, το ξέρω σου λέω: προσεύχεσαι για μένα!

Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσωμε, κι’ εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό, για ν’ ανεγείρουμε μιαν εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. 
Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. 
Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική κι’ υπερήφανη ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα.

(Νίκος Εγγονόπουλος, Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, 1957)


πηγές εδώ  και  εδώ