Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Vincent van Gogh



Ήταν τέλη Ιουλίου όταν έφυγε από τη ζωή. 

Είχε μια δύσκολη ζωή -συνήθως έτσι συμβαίνει με τις… ζωές. Ίσως η δική του να ήταν έτσι, γιατί κάποτε ως νέος είχε τολμήσει ν’ αναρωτηθεί «Σε τι θα μπορούσα να είμαι χρήσιμος σ’ αυτόν τον κόσμο;» 

Διαβάστε το παρακάτω σημείωμα ακούγοντας συγχρόνως ένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ κι είναι αφιερωμένο σε κείνον ( “Vincent” του Don McLean,1971, γνωστό κι ως “Starry Starry Night”, λόγω του πρώτου στίχου του και κυρίως λόγω του διάσημου έργου «Έναστρη Νύχτα» του Vincent Van Gogh).  








Δεν ξέρω αν κάποτε οι άνθρωποι καταλάβουν τον Βίνσεντ. 
Ίσως και να τον καταλαβαίνουν.
Δεν ξέρω.




 They would not listen

they did not know how

perhaps they’ll listen now.




Στα μάτια των άλλων ο Βίνσεντ ήταν άσχημος.

Δεν είχε όμορφα μάτια, όμορφη μύτη, καλοβαλμένη όψη, δεν είχε την ευκολία της εξωστρέφειας.  

Καμία γυναίκα δεν τον ερωτευόταν. Κι εκείνος αποζητούσε αγάπη. Ερωτευόταν παράφορα. Απελπισμένα.




Στα μάτια των άλλων ο Βίνσεντ ήταν περίεργος.


Δεν ασκούσε τη γοητεία των άλλων ζωγράφων.
Κανένα μοντέλο δεν πόζαρε για εκείνον. Αναγκαζόταν να κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη για να μπορεί να εξελιχθεί ως ζωγράφος στις προσωπογραφίες. 

Κι όμως. οι πρώτοι σκοτεινοί πίνακες δίνουν αμέσως τη θέση τους στο φως. 

Ο Βίνσεντ βρίσκει το φως μέσα από τη δημιουργία.





Στα μάτια των άλλων ο Βίνσεντ ήταν αλαφροΐσκιωτος.


Πώς αλλιώς να εξηγήσουν το γεγονός πως ένας πανέξυπνος, νεαρός, με έφεση στις ξένες γλώσσες και ικανότητα στο εμπόριο, που ανέβαινε εύκολα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας στην εταιρία του, θα τα παράταγε όλα για να κάνει αγαθοεργίες, να προσφέρει ακόμα και τη ζωή του σε φτωχούς ανθρώπους. Γιατί να κατεβαίνει στις στοές μαζί με τους ανθρακωρύχους, γιατί να μοιράζεται όλα του τα υπάρχοντα με εκείνους, γιατί να φροντίζει άρρωστους ανθρώπους, γιατί αυτή η αυτοθυσία; Γιατί να περιθάλπει μια άγνωστη πόρνη με το παιδί της; Ούτε οι κληρικοί δεν καταλάβαιναν τον Βίνσεντ. Η οργανωμένη εκκλησία δεν ήθελε κάποιον που δεν όριζε απολύτως. 
Γρήγορα τον απομάκρυναν. Τον έβαλαν στη θέση του. 
Στο περιθώριο.  
Όση αγάπη αδυνατούσε να του χαρίσει ο κόσμος , άλλη τόση αποζητούσε να χαρίσει εκείνος.

For they could not love you
But still your love was true.


Στα μάτια των άλλων ήταν τρελός. 
Αυτή η εξήγηση ήταν για όλους αρκετή. Ένας τρελός. 
Όταν πονά η ψυχή ενός ανθρώπου – όπως μπορεί να πονά το χέρι, το πόδι ή το κεφάλι του- τότε οι άλλοι τον απορρίπτουν.
Είναι τρελός.
Μα ο άπληστος, που συνειδητά χρησιμοποιεί την ισχύ και την εξουσία του σε βάρος άλλων ανθρώπων δεν είναι τρελός. Είναι πετυχημένος. Εκείνος που αρρωστημένα ποθεί την εξουσία, την επιβολή, τον πόνο των άλλων, δεν είναι τρελός .Είναι δυνατός.


 Σ’ έναν τέτοιον κόσμο έτυχε να βρεθεί ο Βίνσεντ και κάθε Βίνσεντ που γεννήθηκε και πέθανε σ’ αυτόν τον πλανήτη.

But I could have told you,Vincent
this world was never
meant for one
as beautiful as you.


Στα μάτια των άλλων μόνο οι σκοτεινές γωνίες ήταν εμφανείς. 

Ακόμα και σήμερα είναι εύκολο το σχόλιο. «Ήταν τρελός, γι αυτό ζωγράφιζε έτσι». «Αυτός δεν ήταν που έκοψε το αυτί του;», χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς την υπόλοιπη ιστορία του. 
Ακόμα και το τέλος του Βίνσεντ ήταν ακριβώς όπως θα το περίμεναν όλοι όσοι είναι ευχαριστημένοι από μια απλή κατανοητή ιστορία: Ένας τρελός αυτοκτονεί. Για πολλά χρόνια όλοι θεωρούσαν πως ο Βίνσεντ είχε αυτοπυροβοληθεί, μην αντέχοντας τη θλίψη της μοναξιάς και την απόρριψης, παρόλο που τα τελευταία έργα του ήταν χαρούμενα. Σήμερα, ιστορικοί κι ερευνητές οδηγούνται βάσει στοιχείων σ’ ένα εντελώς διαφορετικό συμπέρασμα:
Ο Βίνσεντ δεν αυτοκτόνησε, αλλά δέχτηκε την σφαίρα από απόσταση. Είναι πιθανό να τον πυροβόλησε ένας 16χρονος από εκείνη την ομάδα εφήβων που τον πείραζαν όταν ζωγράφιζε, αλλά τους άφηνε, γιατί αποζητούσε έστω και λίγη παρέα. Ίσως να έγινε κατά λάθος, κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ο Βίνσεντ, ενώ ψυχορραγούσε, ζήτησε να μην κατηγορηθεί κανείς για τον θάνατό του. 
Ακόμα και στο τέλος, μόλις στα 37 του χρόνια, είχε αποφασίσει να προστατέψει κάποιον άνθρωπο.





Στα μάτια των άλλων  ο Βίνσεντ είναι πια μόνο λεφτά, πολλά λεφτά. 
Γιατί τα μάτια των άλλων κοιτάζουν εκεί που κοιτάζουν οι πολλοί. Και στον Βίνσεντ σήμερα βλέπουν τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Δημοπρασίες, Ακριβά Έργα Τέχνης, Μουσεία και Καθωσπρέπει Αναλυτές που θαυμάζουν εκ των υστέρων την ιδιοφυία ενός ανθρώπου για τον οποίο κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ενώ ζούσε.




Στα μάτια των άλλων ήταν μια ακόμα νύχτα.

Μια νύχτα που θα δινε τη θέση της στη μέρα κι εκείνη με τη σειρά της στη νύχτα και ξανά στη μέρα. Μια διαδικαστική εναλλαγή φωτός και σκότους, αδιάφορη, όσο αδιάφορη και μηχανική καταντά και η ζωή που κουβαλούν.

Μα, στα μάτια του Βίνσεντ ήταν η Έναστρη Νύχτα. Ήταν όλη η κίνηση του σύμπαντος. Ήταν όλη η αλήθεια μιας νύχτας, ενός κόσμου.




Στα μάτια των άλλων η ζωή παραμένει ακατανόητη.
Δεν καταλαβαίνουν ούτε τις μέρες, ούτε τις νύχτες.
Και ίσως να μην καταλάβουν ποτέ.

They would not listen
they’re not list’ning still
perhaps they never will.
                                                                 (Vincent Van Gogh, 1853-1890)


Πέτρος Κουμπλής Αύγουστος 2012





~~~~











Η ειλικρίνεια και η ευαισθησία του Βίνσεντ Βαν Γκογκ δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τη συντηρητική οικογένειά του. Αγαπούσε με πάθος και αδυνατούσε να ακολουθήσει τις τυπικότητες και τους «καθωσπρεπισμούς» της κοινωνίας. Όσο ζούσε ήταν ένας ασήμαντος ζωγράφος και αυτοκτόνησε απογοητευμένος, σε ηλικία 37 ετών. Γεννήθηκε στην Ολλανδία στις 30 Μαρτίου του 1853 και ήταν ο μεγαλύτερος από τα οκτώ αδέλφια του. Η υπηρέτρια της οικογένειας τον περιέγραψε ως «ένα περίεργο, απόμακρο παιδί που έμοιαζε πιο πολύ με γέρο άντρα». Ήταν σαν ξένος μέσα στην οικογένειά του, παραμελημένος από τους γονείς και τα αδέρφια του. Ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να συνδεθεί ψυχολογικά ήταν ο αδερφός του, Θίο, στον οποίο βασίστηκε οικονομικά όλη του τη ζωή. Σε ηλικία 16 ετών βρήκε δουλειά ως έμπορος τέχνης, αλλά η καριέρα του ως πωλητής ήταν πολύ σύντομη. Η ειλικρίνειά του δεν του επέτρεπε να πει ανακρίβειες ή ψέματα για να κάνει μια πώληση και συνήθως κατέληγε να δίνει την αφιλτράριστη άποψή του για το έργο.





Έγραψε στην αδερφή του, Γουιλελμίνα: «Οι γκαλερί είναι υποχείρια όσων έχουν τα χρήματα. Μόλις το ένα δέκατο όλων των αγοραπωλησιών έχουν σχέση με την πραγματική τέχνη»





Απέτυχε σε όλες τις δουλειές που προσπάθησε να κάνει και σε ηλικία 24 ετών, αναγκάστηκε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να σπουδάσει θεολογία σε μια κατώτερη σχολή που τον δέχθηκε, ώστε να γίνει κληρικός. Έγινε κήρυκας σε ένα χωριό ανθρακωρύχων στο Βέλγιο, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας. Ήταν τέτοια η συμπόνοια του για τους φτωχούς ανθρακωρύχους, που τους έδινε τα ρούχα και τα τρόφιμα τα οποία του έστελνε η οικογένεια του. 

Οι κακουχίες των χωρικών του φαίνονταν άδικες. 

Τότε αρχίζει να ζωγραφίζει πίνακες με κοινωνικό περιεχόμενο και σταδιακά η πίστη του στο Θεό εξασθένησε. 
Για ακόμα μία φορά, ο Βαν Γκογκ εγκατέλειψε μία δουλειά που δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία του και επέστρεψε στους γονείς του, με το ηθικό πεσμένο 

Ο παράνομος έρωτας 
Την ίδια περίοδο, οι γονείς του φιλοξενούσαν την πρώτη ξαδέρφη του Κι Βος, που δεν είχε γνωρίσει ξανά ο Βαν Γκογκ. Ο ζωγράφος την ερωτεύτηκε και με τη συνηθισμένη ειλικρίνειά του, της εξέφρασε τα συναισθήματά του. Η κοπέλα όχι μόνο δεν τα ανταπέδωσε, αλλά συγκλονίστηκε από την ανηθικότητα του ξαδέρφου της, που τόλμησε να έχει ερωτικά συναισθήματα για μία τόσο κοντινή συγγενή του. Παρά την απόρριψη της Βος, ο Βαν Γκογκ δεν το έβαλε κάτω και την επισκέφτηκε πολλές φορές στο σπίτι της. 
Ο πατέρας της έλεγε πάντα ότι η Βος έλειπε απ’ το σπίτι, αλλά ο Βαν Γκογκ ήταν πεπεισμένος ότι του έλεγε ψέματα. Γι’ αυτό μία μέρα έσπρωξε δυνατά την πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Όσο κι αν τον απειλούσαν, αρνούνταν να φύγει. Μες στην απελπισία του, ο Βαν Γκογκ έβαλε το χέρι του πάνω από ένα αναμμένο κερί και ζήτησε να μιλήσει στην Βος για όσο άντεχε τον πόνο. 
Ο πατέρας της Βος απλώς έσβησε το κερί. 

Η δραματική χειρονομία του ζωγράφου δεν ωφέλησε πουθενά. Η αγαπημένη του Κι Βος δεν έγινε ποτέ δική του. 
Όταν έμαθε και ο πατέρας του για τον αδιανόητο έρωτα, τον έδιωξε απ’ το σπίτι. 

Ο Βαν Γκογκ δεν πτοήθηκε. Η επόμενη αγαπημένη του ήταν μία πάμφτωχη πόρνη, η Σιέν, που είχε σοβαρά προβλήματα υγείας. Ο Βαν Γκογκ τη φιλοξενούσε σπίτι του και τη συντηρούσε με τα ελάχιστα χρήματα που του έδινε ο αδερφός του, Θίο. 
Η κατατρεγμένη Σιέν, όπως και οι φτωχοί ανθρακωρύχοι, συγκίνησε τον Βαν Γκογκ που δημιούργησε ένα πίνακα προς τιμήν της, με τίτλο «Λύπη»





Το κομμένο αυτί 

Σε ηλικία 27 ετών παρακολούθησε μαθήματα τα οποία σύντομα έληξαν αφού ή τσακώνονταν με τους καθηγητές ή τον απέβαλλαν. 
Το 1888, ο Βαν Γκογκ μετακόμισε στην πόλη Αρλ της Νότιας Γαλλίας και αφιερώθηκε στη ζωγραφική. 

Συγκατοικούσε με έναν άλλο ζωγράφο, τον Πολ Γκογκέν, με τον οποίο ο Βαν Γκογκ ανέπτυξε πολύ στενή φιλία. Οι δύο άντρες περνούσαν κάθε μέρα μαζί και η περίοδος ήταν μία από τις ευτυχέστερες της ζωής του Βαν Γκογκ. 

Όμως ο Γκογκέν δεν συμμεριζόταν τη χαρά του φίλου του. Το Δεκέμβριο του 1888 αποφάσισε να μετακομίσει, γιατί δεν άντεχε άλλο τις παραξενιές του. Στις 23 Δεκεμβρίου, ανακοίνωσε την απόφασή του στον Βαν Γκογκ και έφυγε απ’ το σπίτι για τη βραδινή του βόλτα. Ο Βαν Γκογκ τον ακολούθησε μες στο σκοτάδι, κουβαλώντας ένα ξυράφι. Ο Γκογκέν τον είδε, αλλά δεν αντέδρασε και ο Βαν Γκογκ επέστρεψε στο σπίτι. 
Ο Βαν Γκογκ ήταν μόνος στο σπίτι γιατί ο Γκογκέν αποφάσισε να περάσει τη νύχτα σε ξενοδοχείο, μέχρι να ηρεμήσει ο φίλος του. 
Όμως όσο περνούσαν οι ώρες,η οργή του ζωγράφου φούντωνε. 
Ξαφνικά άρπαξε το ξυράφι και έκοψε ένα κομμάτι απ’ το αριστερό του αυτί. Το τύλιξε με μία πετσέτα, πήγε στον τοπικό οίκο ανοχής και το δώρισε στην αγαπημένη του πόρνη..Την επόμενη μέρα, ο Γκογκέν γύρισε στο σπίτι και βρήκε τον Βαν Γκογκ ξαπλωμένο στο κρεβάτι, μες στα αίματα. Κάλεσε την αστυνομία, η οποία εξακρίβωσε ότι ο Βαν Γκογκ ήταν ζωντανός. 
Ο Γκογκέν μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε, πριν προλάβει να ξυπνήσει ο τραυματίας. Ο Βαν Γκογκ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και αφού ανάρρωσε, κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο με τη θέλησή του. Βρισκόταν σε έξαρση και έφτασε σε σημείο να ζωγραφίζει ένα πίνακα κάθε μέρα. 
Βγήκε μετά από δύο χρόνια, χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την ψυχολογική ισορροπία που ζητούσε.  



Στις αρχές Ιουλίου του 1890, έστειλε γράμμα στον αδερφό του: «Νιώθω… αποτυχημένος. Αυτό είναι όλο. Νιώθω ότι αυτό είναι το πεπρωμένο μου και το αποδέχομαι. Δεν θα αλλάξει ποτέ».

Στις 27 του μήνα, ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολήθηκε, αλλά δεν πέθανε ακαριαία. Περπάτησε μέχρι το σπίτι του, όπου τον περιποιήθηκαν δύο γιατροί, οι οποίοι δεν κατάφεραν να του προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια. Ο Βαν Γκογκ αργοπέθαινε, όμως πρόλαβε να έρθει να τον δει ο αδερφός του, Θιο, που ήταν βαριά άρρωστος με πνευμονία. Άφησε την τελευταία του πνοή στης 29 Ιουλίου του 1890 και έξι μήνες μετά πέθανε και ο αδερφός του, ο οποίος ήταν πια ένας καταξιωμένος έμπορος τέχνης

Τα τελευταία λόγια που είπε στον αδερφό του ήταν: «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα». Είναι μία από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που αναγνωρίστηκαν μετά το θάνατό τους. Το 1901 έγινε έκθεση στο Παρίσι και μέχρι το 1915 τα έργα του ήταν περιζήτητα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης. 



Τα τοπία που ζωγράφισε με την ιδιαίτερη τεχνική και τα ζωντανά χρώματα είναι σημείο αναφοράς. Συνολικά ζωγράφισε πάνω από 800 πίνακες,που η σημερινή τους αξία είναι μυθική. Όσο ζούσε όμως, πούλησε μόλις ένα πίνακα!



Χρίστος Βασιλόπουλος






"Και μοναδικός μου στόχος στη ζωή είναι να ζωγραφίζω και να σχεδιάζω όσο περισσότερο κι όσο καλύτερα μπορώ. Έπειτα, στο τέλος της ζωής μου, ελπίζω να φύγω κοιτάζοντας πίσω μου με αγάπη και τύψεις γεμάτες στοργή, σκεπτόμενος:
Ω ! τι θα μπορούσα να έχω ζωγραφίσει ακόμη.."
V.v. Gogh
(επιστολή 338
19 Νοεμβρίου 1883)







"Ας με συγχωρήσει ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ
Που δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω,


Που δεν του “στρωσα χαλί απο χορτάρι
Κάτω απ τα πόδια του, στο δρόμο τον καμένο,

Που δεν του “λυσα τα κορδόνια
στα λασπωμένα αγροτικά του παπούτσια,

Που στη ζέστη δεν του “δωσα νερό να ξεδιψάσει,
Που δεν εμπόδισα τον άρρωστο ν” αυτοκτονήσει.

Στέκω εγώ και πάνω μου κρεμιέται
Το κυπαρίσσι γυρισμένο σαν τη φλόγα,
Αυτό το κίτρινο και βαθύ γαλάζιο
Χωρίς αυτά εγώ δεν θα γινόμουν.

Θα πρόδιδα τα λόγια μου
Αν ξεφορτωνόμουν το ξένο βάρος.

Κι η αγριάδα του η αγγελική
Που συγγενεύει με τους στίχους μου
Σας οδηγεί μεσ΄ απ΄ την κόρη του ματιού του
Εκεί όπου αναπνέει τ” αστέρια ο Βαν Γκογκ."


Από τη συλλογή ποιημάτων του Ταρκόφσκι

"Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας" 
[εκδόσεις Ελεγεία, 2007]
Μετάφραση: Χρήστος Κολτούκης

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Πάλι


Χάραμα στο κρεβάτι – πρώτο τσιγάρο της μέρας. 
Δολιχοκέφαλος αρκούδος στα παπλώματα. Τυπικός καλοπροαίρετος, τις νύχτες γίνεται βιολί. 
Αφού το κεφάλι του ανάμεσα στον ώμο μου και το μάγουλο, άρα βιολί. Παίζω πάλι. (Για πόσο.) Πρωινό του Σαββάτου με τους Αιγύπτιους και τους Πακιστανούς της Σοφοκλέους. Περπατάω στην κάτω πόλη με τον Σ., τον Α., την Α. Ιρακινοί φίλοι υποδέχονται τους νεοφερμένους με χαμόγελα. Κερνάνε νεράκι εμφιαλωμένο. Καφέ με κάρδαμο. Η Γάντα, η νεαρή Αιγύπτια φίλη μου, με βάζει για δέκατη φορά να της ξαναγράψω το τηλέφωνό μου. Αγοράζω κασέτες και αιγυπτιακή λεμονίτα. «Αγκάπη μου, λατρεύεις Αίγκυπτο, έτσι δεν είναι;» Ανατολή. Μέση οδός δεν υπάρχει. Ή λατρεύεις ή απεχθάνεσαι. Η Α. χώνεται στους Κινέζους και αγοράζει φόρεμα με το μοναδικό της χαρτονόμισμα. «Λεφτά για μεσημεριανό φαγητό ή φουστάνι;» ρωτάει. Φουστάνι, φυσικά. Έκπαγλο λουσάτο κουρέλι. «Σίγουρα Σότρις, αγάπη μου», θα της λένε τα βράδια στο Ζάζα’ς, τα ψώνια με τα κραυγαλέα, τα υπερτιμημένα κουρέλια τους.


Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. 

Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. 
«Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο». 
Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. 
Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. 
Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο ανάξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.



«Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. 

«Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. 
«Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά». 

Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι – στο δρόμο απορούσε: «Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».

Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι. Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου. 

«Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι». Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.



Έκλεισα το βιβλίο του Κιουρέισι – δεν είχα και πολύ κέφι για διάβασμα. 

Την ώρα που ντυνόμουν για να βγω, θυμήθηκα τον Κ.   Άνθρωπος της νύχτας. Παρουσιαστικό τρομαχτικό. Ένας Βίκινγκ με μυαλό πεντάχρονου. Με συμπαθούσε. «Όταν ήμουν νέος», μου εξομολογήθηκε μια νύχτα, «σαν να με μούντζωσε ο Θεός και πήγα κι ερωτεύτηκα. ‘Ηταν μια καριόλα, δεν βάζει με το νου σου. Παίρνω το αεροπλάνο και ανεβαίνω Θεσσαλονίκη να τη δω. Τρελαμένος, θέλω να της πω πόσο ερωτευμένος είμαι, θέλω να πεθάνω μαζί της. Κατεβαίνω παράλυτος. Χέρια, πόδια, δεν μπορώ να τα μανουβράρω. Τη βλέπω να με περιμένει στο αεροδρόμιο. Την κοιτάζω. Και ύστερα την πλακώνω στο ξύλο. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου. Την τσάκισα. Πήρα το επόμενο αεροπλάνο και γύρισα. Αυτή ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ακόμα την αγαπάω την πουτάνα. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου…»

Μεθεόρτια γενεθλίων στο γαλλικό. 

Αγάπη πολλή, δεν βάζεις με το νου σου. 
Σε τσάκισα.





Μαλβίνα Κάραλη : Σαββατογεννημένη

[εκδόσεις Κείμενα, 2005, σελίδες 153-157]

(πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής, 2001)


Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Σιωπή


Άκουσε, είπε ο Δαίμων ακουμπώντας το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. Η χώρα που σου αναφέρω είν' ένας τόπος θλιβερός, στη Λιβύη, στις όχθες του ποταμού Ζαΐρ. Εκεί δεν υπάρχει ούτε ησυχία, ούτε σιωπή.
Τα νερά του ποταμού έχουν ένα χρώμα θειαφί κι αρρωστημένο. Και δεν κυλούν κατά τη θάλασσα, μόνο αναταράζονται στον αιώνα τον άπαντα, κάτω από το κόκκινο μάτι του ήλιου, με μια κίνηση βουερή και σπασμωδική. Κι από τις δυο πλευρές της λασπιασμένης κοίτης του ποταμού, απλώνεται για πολλά μίλια μια κίτρινη έρημος από γιγάντια νούφαρα. Αναστενάζουν το ένα στο άλλο μέσα σ' αυτή τη μοναξιά και τεντώνουν προς τον ουρανό τους ψηλούς και φρικαλέους λαιμούς τους, και κουνούνε δώθε κείθε τις αιώνιες κεφαλές τους. Κι έν' απροσδιόριστο ψιθύρισμα βγαίνει από μέσα τους, σα να κυλούνε υποχθόνια νερά. 
Κι αναστενάζουν το ένα στο άλλο.




Μα υπάρχουν σύνορα στο βασίλειό τους – τα σύνορα του σκοτεινού, φριχτού και ψηλόκορμου δάσους. Εκεί, όπως τα κύματα γύρω στις Εβρίδες, οι θάμνοι αναταράζονται αδιάκοπα. Και όμως καμιά πνοή ανέμου δε φυσά. Και τα ψηλά πανάρχαια δέντρα κουνούν αιώνια δώθε κείθε μ' έναν πελώριο και καταθλιφτικό αχό. Κι από τις ψηλές κορφές τους πέφτουν αιώνια, μια μια, σταλαματιές δροσιάς. Και στις ρίζες τους, φαρμακερά λουλούδια αναδεύονται μες στον ανήσυχο ύπνο τους. Και ψηλά, μ' ένα δυνατό θρόισμα, τα γκρίζα σύννεφα τρέχουν ορμητικά, αιώνια προς τη δύση, ώσπου κυλούνε ίδιος καταρράχτης πάνω από το φλογισμένο τοίχο του ορίζοντα. Αλλά καμιά πνοή ανέμου δε φυσά. 
Και στις όχθες του ποταμού Ζαΐρ δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή.


πίνακας Gustave Dore


Ήτανε νύχτα κι έβρεχε, και η βροχή, όσο έπεφτε, ήταν βροχή, μα όταν πια έπεφτε, ήταν αίμα. 
Κι εγώ στεκόμουνα στο βάλτο, ανάμεσα στα ψηλά νούφαρα, κι η βροχή έπεφτε πάνω στο κεφάλι μου – και τα νούφαρα αναστέναζαν το ένα στο άλλο, επιβλητικά κι επίσημα μες στην απελπισία τους.
Και ξαφνικά το φεγγάρι ανάτειλε μεσ' από την ανάρια και χλωμή καταχνιά, και το χρώμα του ήτανε κατακόκκινο. Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στον πελώριο γκρίζο βράχο που ορθωνότανε πλάι στην όχθη του ποταμού, και που τον φώτιζε το φως του φεγγαριού. 
Κι ο βράχος ήταν γκρίζος, φαντασματικός και ψηλός – κι ήτανε γκρίζος ο βράχος.
Στο μπροστινό του μέρος ήταν σκαλισμένα γράμματα. Κι εγώ προχώρησα μεσ' από το βάλτο με τα νούφαρα, ώσπου έφτασα κοντά στην ακροποταμιά,για να μπορέσω να διαβάσω τα γράμματα. Μα δεν μπόρεσα να τα ξεδιαλύνω. Ετοιμαζόμουν να γυρίσω πίσω στο βάλτο, όταν το φεγγάρι έλαμψε πιο κόκκινο ακόμα, και γύρισα και ξανακοίταξα το βράχο και τα γράμματα – και τα γράμματα έλεγαν: ΕΡΗΜΩΣΗ.

Και αναθώρησα, κι ένας άνθρωπος στεκότανε στην κορφή του βράχου. 
Κι εγώ κρύφτηκα ανάμεσα στα νούφαρα, για να κατασκοπεύσω τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος ήταν ψηλός κι επιβλητικός, τυλιγμένος από τους ώμους ως τα πόδια μέσα στην τήβεννο της αρχαίας Ρώμης. Και το περίγραμμα του κορμιού του ήταν θαμπό – αλλά τα χαρακτηριστικά του ήταν χαρακτηριστικά θεότητας. Γιατί ο μανδύας της νύχτας, και της καταχνιάς, και του φεγγαριού, και της δρόσου, είχαν αφήσει ξέσκεπα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Και το μέτωπό του ήταν ψηλό από τη σκέψη, και η ματιά του γεμάτη φροντίδες. Και στις λιγοστές ρυτίδες πάνω στα μάγουλά του διάβασα τη θλίψη, την κούραση και την αηδία για την ανθρωπότητα, και μια λαχτάρα για μοναξιά.
Κι ο άνθρωπος κάθισε πάνω στο βράχο, έγειρε το κεφάλι πάνω στο χέρι του, κι αγνάντεψε την ερήμωση. Κοίταξε κάτω τους ταραγμένους θάμνους και ψηλά τα θεόρατα πανάρχαια δέντρα, κι ακόμα πιο ψηλά τον ουρανό που θρόιζε και το κατακόκκινο φεγγάρι. Κι εγώ ήμουν κρυμμένος μες στα νούφαρα και παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. 
Κι ο άνθρωπος έτρεμε μέσα στη μοναξιά – μα η νύχτα προχωρούσε, κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.

Τότε προχώρησα πιο βαθιά μέσα στο βάλτο, κι ακόμα πιο βαθιά τσαλαβουτώντας μέσα στην ερημιά των νούφαρων, και κάλεσα τους ιπποπόταμους, που κατοικούν ανάμεσα στις φτέρες, στ' απόμερα του βάλτου. Κι οι ιπποπόταμοι άκουσαν τη φωνή μου και ήρθαν, μαζί με το βεχεμώθ(*), στα πόδια του βράχου, και βρυχήθηκαν δυνατά και τρομαχτικά κάτω απ' το φεγγάρι.
Κι εγώ καθόμουνα κρυμμένος και παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. 
Κι ο άνθρωπος έτρεμε στη μοναξιά – μα η νύχτα προχωρούσε κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.

Τότε θύμωσα και καταράστηκα, με την κατάρα της σιωπής, το ποτάμι και τα νούφαρα, και τον άνεμο και το δάσος, και τον ουρανό και τη βροντή, και τους αναστεναγμούς των νούφαρων. Και η κατάρα μου έπιασε, και σώπασαν. Και το φεγγάρι σταμάτησε ν' ανεβαίνει το μονοπάτι του στον ουρανό... και η βροντή έσβησε στο απόμακρο... κι η αστραπή δεν άστραψε... και τα σύννεφα κρέμονταν ακίνητα... και τα νερά κατακάθισαν και γαλήνεψαν... και τα δέντρα έπαψαν να σαλεύουν... και τα νούφαρα δεν αναστέναζαν πια – και το ψιθύρισμά τους δεν ακουγότανε, ούτε καν ακουγότανε ως κι ο ίσκιος κάποιου ήχου πέρα ως πέρα στον απέραντο έρημότοπο. 
Και κοίταξα τα γράμματα πάνω στο βράχο, και είχαν αλλάξει. 
Και τα γράμματα έλεγαν: ΣΙΩΠΗ.

Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην όψη του ανθρώπου, και η όψη του ήταν χλωμή από τον τρόμο. Και βιαστικά σήκωσε το κεφάλι του από το χέρι του και στάθηκε στην άκρη του βράχου και αφουγκράστηκε. Αλλά καμιά φωνή δεν ακουγότανε σ' ολόκληρη την απέραντη ερημιά – και τα γράμματα πάνω στο βράχο έλεγαν: σιωπή. 
Κι ο άνθρωπος αναρίγησε, απόστρεψε το πρόσωπό του κι έφυγε βιαστικά, μακριά, έτσι που τον έχασ' από τα μάτια μου
Gustave Dore


Υπάρχουν, βέβαια, ωραίοι μύθοι μες στα βιβλία των Μάγων – μες στα σιδεροδεμένα μελαγχολικά βιβλία των Μάγων. Εκεί μέσα, λέω, υπάρχουν θαυμαστές ιστορίες για τον Ουρανό και για τη Γη και για τους κραταιούς Ωκεανούς – και για τα Πνεύματα που κυβερνούσαν τους ωκεανούς τη γη και τα ψηλά ουράνια. Επίσης, υπάρχουν πολλά διδάγματα στους χρησμούς που έλεγαν οι Σίβυλλες. Και πράγματα ιερά, πανίερα, ακούστηκαν τον παλιό καιρό από το σκοτεινό νόημα των φύλλων που τρεμούλιαζαν γύρω από τη Δωδώνη – αλλά, μα τον αθάνατο Αλλάχ, αυτό το μύθο, που μου διηγήθηκε ο Δαίμων καθισμένος πλάι μου, στον ίσκιο του τάφου, τον θεωρώ τον πιο υπέροχο απ' όλους! 
Και όταν ο Δαίμων τέλειωσε την αφήγησή του, έπεσε πάλι μέσα στο άνοιγμα του τάφου και γελούσε. Κι εγώ δεν μπορούσα να γελάσω μαζί με το Δαίμονα, κι αυτός με καταράστηκε, γιατί δεν μπορούσα να γελάσω. 
Και ο λύγγας που κατοικούσε αιώνια στον τάφο, βγήκε από κει μέσα και ξάπλωσε στα πόδια του Δαίμονα, και στύλωσε τα μάτια του πάνω στο πρόσωπό του.



_________
(*)Ζώο που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη (Ιώβ), πιθανότατα ιπποπόταμος.



EDGAR ALLAN POE
"Αλλόκοτες Ιστορίες" 
[μτφ Κοσμάς Πολίτης ]
εκδ. "Γράμματα"  (1979)


Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

''Δάσκαλος''




Εν αρχή ην ο δάσκαλος

Εν αρχή ην ο δάσκαλος. Μη ο δάσκαλος η φύση θα ήταν, δεν θα ήταν όμως οι κοινωνίες. Θα υπήρχε ο χρόνος, αλλά δεν θα υπήρχε η ιστορία. Και στο βασίλειο των ζωντανών ήχων θα άκουγε κανείς την κραυγή, τα χουγιαχτά, τα συνθήματα. Δεν θα άκουγε όμως ούτε θα ‘βλεπε τη φωνή, τα γράμματα της γραφής, τις συμφωνίες και τους χορούς.






Γιατί; Απλά γιατί ο δάσκαλος είναι που μεταμορφώνει τον εγκέφαλο του ζώου σε νου του ανθρώπου. Αυτός κατορθώνει ώστε η ματιά του καθένα μας να μη μένει βλέμμα βοδιού, αλλά να γίνεται βιβλίο ανοιχτό να το διαβάζεις. Επεξεργάζεται το πετσί της κεφαλής μας και δημιουργεί πρόσωπο. Η δουλειά του δασκάλου είναι ο αθέρας της βυρσοδεψίας Και στο τέλος τέλος ο δάσκαλος θωπεύει και μαλάζει έτσι το σώμα και την ψυχή μας, ώστε από τη στέρηση μας αποστάζεται το κλάμα, και από την πλησμονή κορφολογιέται το γέλιο μας.

Τα ζώα και τα φυτά δε γελούν ούτε δακρύζουν. Γιατί τους λείπει ο δάσκαλος. Έτσι δεν έμαθαν ποτές ότι στον ενόργανο κόσμο πέρα από τη σφαίρα του βιολογικού ανοίγεται ο φωτεινός ορίζοντας του πνεύματος. Ο θυμός, δηλαδή, οι επιθυμίες, τα πάθη, η φαντασία ο λόγος.

Ο δάσκαλος είναι ο φυτουργός και ο σπορέας του λόγου. Εκείνου του λόγου που το τέταρτο Ευαγγέλιο τον αναφέρει στο Θεό.

Χωρίς το δάσκαλο ο λόγος θα σάπιζε άχρηστος μέσα στο έλος του κρανίου μας. Όπως σαπίζει άχρηστο το τραίνο που ρεμίζαρε για πάντα στο σταθμό. Και το καράβι, το GLORIA MYNDI ή το ANCA, αν δεν το ταξιδέψει ο καπετάνιος του. Και όπως σκεβρώνει άφτουρη η νύφη που έμεινε αγεώργητη από τον άντρα. Ο ιερός τρόμος της παρθενίας της σιγά-σιγά κακοβολεί, ωσόπου στο τέλος γίνεται ένα τεφρό δίχτυ αράχνης.

Μ΄ ένα λόγο ο δάσκαλος είναι ο ποιητής του ανθρώπου. Με την κυριότητα που ποιητής του κόσμου είναι ο Θεός. Χωρίς το δάσκαλο το πνεύμα που πνέει θα παρεπόμενε άψυχος άνεμος. Γαρμπής, δηλαδή, πουνέντες σοροκάδα κα παγωμένος Σκίρωνας. Και θα φυσούσε μάταια στις άκριες των βουνών, στις φυλλωσιές, στα συστήματα των υδάτων.

Δημήτρης Λιαντίνης