Τρίτη 29 Μαΐου 2012

«La marioneta»


Στις 29 Μαΐου του 2000, φήμες για την άσχημη κατάσταση της υγείας του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, επιβεβαιώνονται όταν ένα ποίημα του συγγραφέα δημοσιεύεται στην Περουβιανή εφημερίδα La Republica.
To ποίημα έχει τίτλο «La Marioneta» και ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα που ο Μάρκες είχε γράψει και το είχε στείλει στους στενότερους φίλους του, λόγω της επιδείνωσης της κατάστασής του.
Το ποίημα καθώς και η είδηση της επιδείνωσης της υγείας του εξαπλώθηκαν γρήγορα. Στις 30 Μαΐου το ποίημα δημοσιέυεται σε όλες τις εφημερίδες του Μεξικού.
Η La Cronica κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο «Ο Gabriel Garcia Marques τραγουδά για τη ζωή» .
Το ποίημα αναμεταδίδεται από όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και γρήγορα εξαπλώνεται μεταφρασμένο σε όλο τον κόσμο μέσω διαδικτύου.
Όσοι το διάβασαν ένιωσαν βαθιά συγκινημένοι από το τελευταίο μήνυμα του συγγραφέα.

«La marioneta»

«Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους….
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’ αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σου ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα “σ’ αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.»


«Το μόνο που θα μπορούσε να με σκοτώσει, είναι ότι κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως είμαι ικανός να γράψω κάτι τόσο κακόγουστο» ήταν η άμεση αντίδραση του Μάρκες.

Δημιουργός αυτού του ποιήματος αποδείχτηκε ότι ήταν ο Τζονι Γουέλς, γνωστός εγγαστρίμυθος στο Μεξικό και το είχε γράψει για την μαριονέτα του Mofles.

O Γουέλς παραδέχτηκε δημοσίως πως το ποίημα είναι δικό του και ότι αισθάνεται πικραμένος διότι, ενώ γνωρίζει πως δεν είναι καλός ποιητής, το ποίημά του δημοσιεύτηκε αλλά με το όνομα κάποιου άλλου.
Μετά από αυτό, ο Μάρκες επισκέφθηκε τον Γουέλς στο Μεξικό και του ζήτησε συγνώμη που αποκάλεσε το γραπτό του «κακόγουστο».
Την επόμενη μέρα, η φωτογραφία αυτής της συνάντησης είχε γίνει πρωτοσέλιδο.


Gabriel Garcia Marques-Johnny Welch

Έντεκα χρόνια μετά, ο Μάρκες βρίσκεται ακόμα μαζί μας παρά τα όσα γράφτηκαν τότε και το ποίημα  του Τζόνι Γουέλς, εξακολουθεί να μεταφέρεται από οθόνη σε οθόνη μεταξύ των χρηστών του διαδικτύου σαν η «αποχαιρετιστήρια επιστολή» του Μάρκες.



Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Λίγο πριν τη νύχτα



*edward munch 'starry night'

Κοιτώντας το βλέμμα σου, θαρρούσα πως έβλεπα,
πρώτη φορά, ουρανό που κυμάτιζε
Στο βάθος του ανταύγειες υποπράσινες σύνθεταν
ένα χρώμα ακαθόριστο.
Ένα χρώμα από πνεύμα, από φως, ένα αγίασμα. 
Νύχτωνε κι όμως
Θαρρούσα πως σάλευαν στους τοίχους λουλούδια,
σάμπως χαράζοντας πέρα σε κάποιο
βάθος ν’ ανταύγαζε.
Τα μάτια σου δέσποζαν.
Θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση
να πηγαίνει και να ‘ρχεται, δε μπορούσα να ειπώ
τι ακριβώς μου θυμίζανε.
Μπορεί την Αγία Άννα στους βράχους, ορθή,
με του σύμπαντος το διάφανο στέφανο γύρω στο στήθος της.
Μπορεί κάτι άλλο που τo χα συλλάβει ο ίδιος εγώ,
αλλά μου καψε τη σκέψη και χάθηκε.
Θαρρούσα πως έβλεπα τη γιορτή των χρωμάτων,
τη γιορτή της φωτιάς,
τη γιορτή του νερού και της βλάστησης. 
                         Κι όλα μαζί,
σ’ ένα όρθιο ποτάμι που ανέβαινε
και χύνονταν επάνω στον γαλάζιο ουρανό,
σε δυο οροπέδια, που αχτιδίζαν δυο διάφανες λίμνες: τα μάτια σου.   
                           Ποιος είναι άραγε
απ’ τους δυό μεγαλύτερος; ο κόσμος ή ο άνθρωπος;
Σε λίγο, βαδίζαμε μόνοι, κοιτάζοντας πέρα στο βάθος.
Είχεν απ’ ώρα δύσει ο ήλιος.
Πριν να προφτάσει
γλυκός σαν μετέωρο μάτι παιδιού, ν’ ανατείλει ο έσπερος,
πήραν να γίνονται πράγματα άλλα μες στον ορίζοντα.
Μέσα στο ημίφως σηκωνόνταν αυλαίες.

Άναψεν άξαφνα όλα τα μέσα   
  φώτα του  ο κόσμος.


Νικηφόρος Βρεττάκος







Επιστρέφω σπίτι,με περιμένει έξω από την πόρτα.
Καθισμένη πάνω στη βαλίτσα της και περιμένει.
Τρεις μέρες πριν την αποχαιρέτησα.  Σχετικά εξημμένη,έφευγε με κάποιον για τα νησιά. Της το είχα επισημάνει. Όχι δεσμεύσεις πρόωρες. Μείνε για λίγο μόνη σου. Ασφαλίσου.
Και αν νιώσεις μοναξιά,τις νύχτες όποιον θέλεις. 
Αλλά για λίγο. Χωρίς κουβέντες. 
Δυο ώρες-μετά αρχίζει η λύπη.
Λίγο να σου πει ο μικρός πως είναι ορφανό,τέρμα. Αυτά είναι για δεσμούς. Δεν έχει άλλες δυο ώρες το μεθεπόμενο βράδυ. Εκτός κι αν έχεις κέφια για λυπημένες,τρυφερές αγκαλιές.
Νά την τώρα. Έξω από την πόρτα. Την κερνάω Σαπόρο και ασπιρίνες. Φτιάχνω κάτι να φάμε. 

Μίλα μου,της λέω.
Τι συνέβη έξω από όσα ξέρω.Αγκαλιάζει τους ώμους της. Ποστάρει τη φωνή της. Ακόμα και μπροστά στην καλύτερή της φίλη προετοιμάζεται.Για έναν καθωσπρέπει μονόλογο. 
Αδιόρθωτη. 
Διακοπές,λέει. 
Έσφιξα τα δόντια. Πήγα. Δίπλα μου,σώματα ωραία,αρχαίων ηρώων. Ανώφελο. Μόνο αυτός υπήρχε. Πρωί στην παραλία. Κανένα νόημα. Μόνο αυτός. Και να τον σκέφτομαι κάθε δέκα δευτερόλεπτα...

[...]Το λάγνο ψέμα του και η πιο σκληρή αλήθεια του.
Το ίδιο βράδυ. Τον αγαπώ. Δωμάτιο ξενοδοχείου. Έξω μια σκέτη ζωή. Χωρίς αυτόν,κανένα νόημα. Τόχου μπόχου το λένε στα Εβραϊκά. Κόσμος χαοτικός,ασυνάρτητος. Σκότη και άβυσσος. Κοντά δυο χρόνια. Μόνο αυτός. Λεπτός,κορδόνια λυμένα. Ώμοι σκυφτοί,πού και πού το θυμόταν,έστρωνε την πλάτη του. Μπαίνει με ένα φως απίστευτης πραότητας στο σπίτι μου. Φωταγωγεί. Τον ερωτεύομαι. Τον στέφω. Τον εξοργίζω. Τον θέλω. Δεν τον θέλω. Δεν τον μπορώ. Ακραία,απόλυτη βία ο έρωτας. Πληθύνων πληθύνω τας λύπας σου.[...]

Προσπάθεια για πρόβα ζωής μακριά του. 
Μακριά του.
Φιλότιμη προσπάθεια.  Επί ματαίω προσπάθεια. Χωρίς αυτόν πρόβα βυθού,θα προσπαθήσω κι άλλο[...]

Στρίβω στη γωνία,ακούω. 
Το πρώτο τραγούδι της αδέξιας κασέτας που του χάρισα."Σκύβεις λύνεις τα κορδόνια μ'ανοιχτό πουκάμισο και η αύρα σου με στέλνει μέχρι τον παράδεισο...".Συνωμοσία.[...].

Ακυρωμένη από ασάφεια και τον έψαχνα. Τι ήμουν γι'αυτόν. Γιατί μου άργησε τα χατίρια μου και τώρα έρχεται και μου λέει. Αφού του τα ζήτησα στην ώρα τους. Για να αποκλείσω το δρόμο. Όπως υποψιάστηκε Και άξεστα το είπε. Δεν του τα ζήτησα; Τι δεν πήγε; Ό,τι και σε όλη την ανθρωπότητα. Οι κώδικες Άλλους αυτός,άλλους εγώ.[...]

Παντού να το πω.  
Φώναξέ τες όλες. Να μάθει όλος ο χορός τα λόγια. 
Και πως το μεγαλειωδέστερο πράγμα στον κόσμο της γυναίκας είναι να διεκδικεί και να εκτίθεται. Τα έκανα και τα δύο. 
Μου άργησε το χατήρι μου. 
Δεν θα τον ξαναδώ ποτέ. 
Κάποιος άλλος. 
Που δεν θα τον αγαπώ. 
Που θα μπορώ να κάτσω μαζί του δέκα χρόνια.
Γιατί έτσι γίνεται όταν δεν αγαπάς. Μπορείς και μένεις.
Αυτό είναι όλο.[...]

Και ένα βράδυ θα κρυφτώ μόνη μου στο κρεβάτι, θα είμαι ήρεμη σαν πεθαμένη.
Τότε θ'ανοίξω τα κλειστά του γράμματα. Αδύνατον ακόμα  Η παιδική του φωτογραφία στο κομοδίνο μου. Θα τη γυρίσω για λίγο ανάποδα. Να μη με δει να κλαίω.[...]

Της έφερα δεύτερη μπίρα.Της έβαψα τα νύχια των ποδιών.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι,αγκάλιασε τους ώμους της.
Κι αυτό είναι το αγκάλιασμα εκείνης που δεν έχει αυτόν,δεν έχει κανέναν.

Μαλβίνα Κάραλη.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

‘’ Η Νέα Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας ‘’





Όταν, στην πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης, οι υπάρχοντες θεσμοί αποδεικνύονται ασύμβατοι με τις ανάγκες του ανθρώπου, όταν χρησιμεύουν μόνον στην υποδούλωση, την καταλήστευση και την καταπίεση της ανθρωπότητας, ο λαός έχει το αιώνιο δικαίωμα να εξεγερθεί εναντίον τους και να τους ανατρέψει.

Το γεγονός ότι αυτές οι δυνάμεις -εχθρικές προς τη ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας- νομιμοποιούνται από συνταγματικούς νόμους, καθαγιάζονται από το Θείο Δίκαιο και ενδυναμώνονται από την πολιτική εξουσία, δεν δικαιολογεί επ’ ουδενί τη διατήρησή τους.


Θεωρούμε αυτές τις αλήθειες αυταπόδεικτες: Θεωρούμε αυταπόδεικτο ότι όλα τα ανθρώπινα πλάσματα,... ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος ή φύλου, γεννιούνται με ίσα δικαιώματα στην από κοινού μοιρασιά των αγαθών της ζωής· θεωρούμε αυταπόδεικτο ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί αυτό το δικαίωμα, πρέπει να εγκαθιδρυθεί ανάμεσα στους ανθρώπους η οικονομική, πολιτική και κοινωνική ελευθερία· και θεωρούμε επιπλέον ότι οι κυβερνήσεις υπάρχουν μόνον για να διατηρούν τα ειδικά προνόμια και τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας· και ότι εξαναγκάζουν τον άνθρωπο στην υποταγή, κλέβοντάς του την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό και τη ζωή.

Η ιστορία του κεφαλαίου και της εξουσίας είναι η ιστορία επαναλαμβανόμενων εγκλημάτων, αδικιών, καταχρήσεων και προσβολών που στοχεύουν στην καταπίεση των ατομικών ελευθεριών και την εκμετάλλευση του λαού. Άσπλαχνοι πλουτοκράτες, ασυνείδητοι νομοθέτες και διεφθαρμένοι πολιτικοί κρατούν την ανθρωπότητα στη σκλαβιά, διαιωνίζουν τη φτώχεια και τις αρρώστιες, συντηρούν το έγκλημα και τη διαφθορά. Αλυσοδένουν το πνεύμα της ελευθερίας, πνίγουν τη φωνή της δικαιοσύνης, εξευτελίζουν και καταπιέζουν την ανθρωπότητα. Έχουν κηρύξει ένα συνεχή πόλεμο, μία συνεχή ανθρωποσφαγή, που καταστρέφει τις καλύτερες και υψηλότερες αρετές του ανθρώπου· τρέφουν την δεισιδαιμονία και την αμάθεια, σπέρνουν τις προκαταλήψεις και τη διχόνοια.

Εμείς, οι άντρες και οι γυναίκες που αγαπάμε την ελευθερία, διακηρύσσουμε ειλικρινά και αποφασιστικά ότι κάθε πρόσωπο είναι και πρέπει να είναι ελεύθερο να κατέχει τον εαυτό του και να απολαμβάνει τους καρπούς της εργασίας του· 
ότι ο άνθρωπος είναι απαλλαγμένος από κάθε υποτέλεια στους άρχοντες της εξουσίας και του κεφαλαίου· 
ότι ο άνθρωπος πρέπει να έχει ελεύθερη πρόσβαση στη γη και σε όλα τα μέσα παραγωγής, όπως και απόλυτη ελευθερία στην διάθεση των καρπών του μόχθου του· 
ότι κάθε πρόσωπο έχει το αναντίρρητο και αναλλοίωτο δικαίωμα της ελεύθερης σύνδεσης με άλλους ανθρώπους για οποιονδήποτε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό ή άλλο σκοπό· 
και ότι ο άνθρωπος πρέπει να χειραφετηθεί από την ιερότητα της ιδιοκτησίας, το σεβασμό για τους ανθρώπινους νόμους, το φόβο της Εκκλησίας, τη δειλία της κοινής γνώμης, την ηλίθια αλαζονεία της εθνικής, φυλετικής, θρησκευτικής ή αντρικής υπεροχής και από τις στενές πουριτανικές αντιλήψεις για την ανθρώπινη ζωή.

Για την επικράτηση αυτής της Διακήρυξης, εμείς οι εραστές της ελευθερίας, αφιερώνουμε με χαρά την ασυμβίβαστη αφοσίωσή μας, την ενέργεια, την διάνοια, την αλληλεγγύη μας και τη ζωή μας.


 (Emma Goldman) (27 Ιουνίου 1869 – 14 Μαΐου 1940)

 ‘’ Η Νέα Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας ‘’   που γράφτηκε για την εφημερίδα Mother Earth, τον Ιούλιο του 1909.

Μετάφραση Έλενα Πατρικίου.


Πηγή :http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=5559:%CE%AD%CE%BC%CE%B1-%CE%B3%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%BD%CF%84%CE%BC%CE%B1%CE%BD&Itemid=51

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Το παιδί και οι ληστές






Ήτανε ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
   
πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές.
   
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους
   
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
   
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε στα βουνά
   
να τον κάνουμε ληστή.
   
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
   
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
   
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του
   
μέσ’ από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
   
τους ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.
   
Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε
   
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι :
   
Ήτανε ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
   
πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές.
   
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους
   
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
   
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε στα βουνά
   
να τον κάνουμε ληστή.
   
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
   
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
   
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του
   
μέσ’ από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
   
τους ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.
   
Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε
   
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι :
   
Ήτανε ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
   
πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές...
   

Τα αντικλείδια, 1988




Γιώργος Παυλόπουλος 1924-2008

Σάββατο 5 Μαΐου 2012



"Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης"





Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.


Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.



Κ. Π. Καβάφης

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Πωλούνται πάτρια ..


ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΆΤΡΙΑ (τέλη 18ου αιώνα)


Οι Φράγκοι κουνούσαν τα χέρια πάνω κάτω στις τσέπες τους (όπως συχνά κάνουν οι στερημένοι φαντάροι), κάνοντας τα πολλά τάλερα που είχαν εκεί να κουδουνίζουν. Έπαιρναν μια βαθιά αμφίσημη ανάσα κι έλεγαν:
«Δεν έχετε χρήματα;... Εντάξει, την καταλαβαίνουμε πολύ καλά την κατάστασή σας… Είστε πτωχοί, πλην όμως τίμιοι, και αυτό είναι κάτι που σας ανεβάζει στα μάτια μας… Όποιος δεν έχει τάλερα στην τσέπη του, πουλάει κάτι και τη γεμίζει. Πουλήστε μας κάτι από εκείνα που έχετε παντού και με το παραπάνω και δεν πρόκειται ποτέ να σας λείψουν. Πουλήστε μας τα αγκωνάρια με τα τσίτσιδα σχήματα επάνω, πουλήστε μας τα κλαδεμένα σας αγάλματα, πουλήστε μας εκείνη τη μαρμάρινη γυναίκα που έχει φτερά αλλά δεν μπορεί να πετάξει… Εδώ ο καλός παλιατζής! Όοολα τα παλιά αγοράζωωω…»
Του Ρωμιού μην του πεις γι’ αρπαχτές και νταλαβέρια! Να τα πάρει κάποτε και να καθαρίσει για το υπόλοιπο της ζωής του! Του βρήκες το κουμπί. Του πήρες την ψυχή. Ειδικά άμα νομίζει ότι σου πουλάει κούκο γι’ αηδόνι. Και ήταν στ’ αλήθεια κούκος γι’ αηδόνι το να πουλάει εκείνους τους θεόρατους παλαιούς, που, όπου κι αν έσκαβε για να ανοίξει πηγάδι, τους έβγαζε δέκα δέκα και δεν είχε πού να τους πετάξει… Κάποιους τους εντοίχιζε στις εκκλησίες του, κάποιους έχτιζε αριστερά στην κεντρική πόρτα του σπιτιού του, κάποιους άφηνε ανάσκελα ανάμεσα στα ανθισμένα χαμομήλια, να βγαίνουν πάνω τους σεργιάνι τα σαλιγκάρια και να ζεσταίνουν το κρύο αίμα τους οι σαύρες, αλλά αυτοί δεν είχαν τελειωμό. Γκαστρωμένη η γη μας με πελεκημένα μάρμαρα.
«Τα μεταφορικά δικά σου, εντάξει», έλεγε στον κοκκινολαίμη Φράγκο και του έσφιγγε το χέρι.
Κάποιοι το σκέφτονταν και αλλιώς.
«Ας τα πάρουν», έλεγαν. «Να τα βάλουν στα σαλόνια τους, να τα βλέπουν κάθε μέρα και να θυμούνται, έστω στα λόγια, ότι κάτι μας χρωστάνε. Καλύτερα να μας μελετάνε ψεύτικα παρά να μη μας μελετάνε καθόλου. Άμα πάψουν να μας μελετάνε, πάει, χαθήκαμε! Ας τα πάρουν. Εμείς έχουμε να φάνε και οι κότες…»
Και τα έπαιρναν οι ξένοι. Γέμιζαν τις αυλές τους, τα σαλόνια τους, τις εισόδους των εξοχικών τους, τις πλατείες τους, τους δρόμους τους, τα πάρκα τους, τα παλάτια τους, τα μουσεία τους και τα χαρτιά τους με θραύσματα Ελλάδας, που γίνονταν αμέσως μικρές Ελλάδες. Γιατί, κάτι φορές, η Ελλάδα μοιάζει με εκείνες τις διάφανες μέδουσες του Αιγαίου, με τα πανέμορφα ανάποδα λειριά. Αν τους κόψεις ένα κομμάτι και το ρίξεις και πάλι στη θάλασσα, εκείνο σε λίγο θα γίνει μια κανονική μέδουσα. Έτσι και η Ελλάδα. Παίρνεις ένα κομμάτι σπασμένο μάρμαρο από το χώμα της, το φυτεύεις αλλού, το ποτίζεις κι ένα πρωί βλέπεις να φυτρώνει άγαλμα ολόκληρο και αστραφτερό.
Κι επειδή, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, ουδείς προφήτης στον τόπο του, το φ α ι ν ό μ ε ν ο ετούτο παρατηρείται παντού αλλού εκτός από την ίδια την Ελλάδα. Ίσως επειδή η μέδουσα που κομματιάστηκε ήταν θηρίο πράγμα, παμμέγιστη, σαραντάπηχη, κι έβγαλε αμέτρητες μικρές μεδουσούλες. Τόσες πολλές, που τους λείπε ο ζωτικός χώρος να κολυμπήσουν και να πάρουν ανάσα. Σκάβεις πηγάδι, σκάβεις μετρό, σκάβεις να θάψεις τον πατέρα σου και πέφτεις πάνω στα θραύσματα εκείνης της θεόρατης Ελλάδας. Σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο. Που να απλώσουν τη ριζούλα τους και να φυτρώσουν;
Με άλλα λόγια, ευτυχώς που βρίσκονται κι ετούτοι οι αιρετικοί του πάπα και της Διαμαρτυρίας, που τα αγοράζουν στα κουτουρού, και μάλιστα με την οκά. Και εμάς μας ξαλαφρώνουν και τον εαυτό τους ωφελούν – βάζουν στα κονάκια τους και κάτι το ωραίον. 
Έχωναν το χέρι στην τσέπη, έβγαζαν μια χούφτα τάλερα να δεις ότι το χρήμα το φυσάνε, ξεχώριζαν δύο και τα έχωναν στη δική μας τσέπη. Και πάνω που πήγαινες να πεις ‘‘άντε! και σε καλή μεριά’’, να σου ο Τούρκος.
«Τι γίνεται εδώ, μωρέ, πίσω από την πλάτη της εξουσίας;» και το δεξί του τα χαϊδεύει τη φούντα του γιαταγανιού του.
«Τίποτα αφέντη… Να, κάτι μάρμαρα έδωσα στον κουτόφραγκο από δω, να ξεβρομίσει ο τόπος».
«Και ποιος σου έδωσε εσένα το ελεύθερο να πουλάς στον κουτόφραγκο λιθάρια από τη γη που το ισλάμ κατέκτησε πατώντας επί πτωμάτων;»
Εδώ ο δικός μας άρχιζε να τα μασάει:
«Νόμισα, αφέντη, ότι, μιας που τα φτιάξανε οι παππούδες μου προ αμνημονεύτων ετών, είναι κ λ η ρ ο ν ο μ ι κ ώ δ ι κ α ί ω δικά μου… Σας τα ρούχα του μακαρίτη, που όταν πεθάνει μένουν στους συγγενείς του… Στα μέρη τα δικά μας το ’χουμε για κακό να φοράμε τα ρούχα των πεθαμένων, πάει γρουσουζιά. Τους βάζουμε φωτιά και τα καίμε… Και τώρα που βρήκαμε κορόιδα, που μας πλερώνουν κι από πάνω για να μας πάρουν το βάρος της φωτιάς από την πλάτη, να αφήσουμε αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη;»
«Άλλο πράγμα τα ρούχα», έλεγε σοφά ο Τούρκος, αλλά πού να σηκώσει το χέρι από το γιαταγάνι. «Τα ρούχα κουβαλάνε τη μυρωδιά του πεθαμένου πάνω τους, γι’ αυτό και δεν τα θέλει κανείς. Εδώ, όμως, μιλάμε για ετούτα τα σκαλιστά αγκωνάρια. Άλλο το ρούχο και άλλο το λιθάρι…»
«Μα και τα λιθάρια, αφέντη, κουβαλάνε τη μυρωδιά των παλαιών πάνω τους. Και όχι μόνο τη μυρωδιά, αλλά και τα σουσούμια της ψυχής τους, και τη φάτσα τους, και την πόζα τους, γιατί τα φτιάχνανε κατ’ εικόνα και ομοίωση…»
«Άμα μυρίζουνε νεκρίλα τόσο πολύ, τότε γιατί έχουνε τέτοια ζήτηση στα φραγκοπάζαρα, που έρχονται από του διαόλου τη μάνα οι έμποροί τους και τα παζαρεύουν;» φρύαζε ο Τούρκος, μισόβγαζε το γιαταγάνι από το θηκάρι του, ύστερα το μετάνιωνε και το ξανάφηνε στη θέση του.
Άπλωνε το χέρι στην τσέπη σου κι έπαιρνε τα δύο τάλερα. Τα δάγκωνε, να δει αν το ασήμι ήταν καθαρό, κι ύστερα τα έχωνε στη δική του απύθμενη τσέπη. Έβαζε ύστερα το χέρι του στο τσεπάκι του γιλέκου του, έβγαζε ένα άσπρο τόσο δα, που ούτε καφέ δεν πίνεις με δαύτο, και σου έλεγε:
«Να, για τον κόπο σου. Κοψομεσιάστηκες να σκάβεις, βλέπω…»
Ύστερα διπλάρωνε τον φράγκο με την παλάμη ανοιχτή:
«Θα σου χρειαστουν επίσημα κιτάπια, για να τα βγάλεις έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ετούτα τα φορτία. Άδεια εξαγωγής, βίζα, χαρτί από το Εμπορικό Επιμελητήριο, χαρτόσημα, υγειονομικός έλεγχος, εγγυητικές επιστολές… Θα σου βγει η πίστη ανάποδη μέχρι να τα βγάλεις. Σκάσε δύο τάλερα ακόμη και θα καθαρίσω εγώ για σένα μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες, παρακάμπτοντας όλη τη γραφειοκρατία…»
Ήθελε δεν ήθελε ο Φράγκος, του τα έσκαγε.
«Μα, αφέντη, εσύ γιατί τα πουλάς;» έκανε προσπάθειες να ξεκαταπιεί τη γλώσσα του ο ομογενής μας. «Με τα λόγια που μας είπες, νομίσαμε ότι δεν πρέπει…»
«Δεν πρέπει για σας» απαντούσε ο Τούρκος, πατώντας στη ράχη μας για να καβαλικέψει το άλογό του. «Για μένα δεν υπάρχει τέτοια απαγορευτική διάταξη. Στο κάτω κάτω της γραφής – δικά μου είναι για να με νοιάξει και να κάτσω να το σκεφτώ;»
Έδινε μια στο άλογό του κι έφευγε, κοντοστεκόταν και ξαναμιλούσε:
«Σα δε ντρέπεσαι, μωρέ, να ρωτάς εσύ, που για δύο τάλερα θα πούλαγες και το βρακί της μάνας σου ακόμη… Εγώ τα δικά μου τα φυλάω».
Ξανάδινε μια στο άλογό του κι έφευγε, με τα τέσσερα τάλερα να κουδουνίζουν στην τσέπη του.
Κι εμείς μέναμε μόνο με το ένα άσπρο. Ε, από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα. Μικροποσό, όμως, ξεφτίλα. Για ένα άσπρο, ολόκληρος κ ο ύ ρ ο ς, χαμογελαστός, σκερτσόζος, με όλα τα σέα και τα μέα του… Θα μου πεις ότι του λείπανε τα αχαμνά. Αλλά ακόμη και ευνουχισμένο, είναι ντροπή να τον πουλήσεις για ένα άσπρο… Και όμως, για ένα άσπρο τους πουλήσαμε τους κούρους και τις κόρες μας. Που δε φτάνει ούτε για να πιεις έναν καφέ. Ίσως επειδή τους έχουμε πολλούς, να είμαστε άνθρωποι του σκόντου. Σ’ αυτό δε μοιάζουμε με τους Τούρκους, που όντως τα φυλάνε τα δικά τους. Και όχι μόνο τα δικά τους, αλλά κι εκείνα που αρπάξανε μες στης νυκτός τη σιγαλιά. Βλέπε Δερύνεια… Βλέπε Ίμια… Είναι που έχουν κοψοχρονίτικο σόι μέσα στον καιρό. Δεν είναι σαν κι εμάς, που από καιρό και αρχαία έχουμε να φάν' κι οι κότες…

Πάνος Σταθόγιαννης
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ‘‘Ο ΩΡΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΘΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ’’, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, 1998.)