Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

...και σ αγαπώ παράφορα..




Ἀθήνα, Δευτέρα πρωί [17.8.1959]


Λενούλα, λατρεία μου, Σ’ ἀγαπῶ τόσο πολύ, ἀγάπη μου. Καί σοῦ γράφω τώρα δυό λόγια στά βιαστικά ἐλπίζοντας νά τά θέλεις καί νά μή σ’ ἐνοχλοῦν. 
Σέ σκέφτομαι συνεχῶς. Κι ἄν πρός στιγμή ἀφαιρεθῶ σέ κάτι ἄλλο, ὅταν ἐπιστρέφω στή λατρεία σου διερωτιέμαι πάντα: «μά εἶναι δυνατό;». 
Χτες βράδυ εἴμαστε ὅλοι στήν Κηφισιά. Κι ἡ Σούλα, κι ὁ Κριεζῆς μαζί. (1)
 Και μιλούσανε φυσικά μέ πολλήν ἀγάπη γιά σένα. Οἱ Ἀργυρόπουλοι λέγανε γιά τήν κάρτα πού τούς ἔστειλες, ἡ Σούλα ὑπελόγιζε τή διάρκεια τῶν διαμονῶν σου, καί κατόπι τά γνωστά 
περί «ντόν Μιγκουέλ» (2)  καί «νά δεῖτε θά μᾶς τήν κρατήσουν ἐκεῖ» κλπ.
 Δίχως ἄλλο, ἄν προσέχαν ποτέ, δέν θά τούς διέφευγε ἡ ἀπόχρωσις τοῦ γέλιου μου: κίτρινη. Ἡ τρομάρα μάνιαζε μέσα μου. Εἴτανε σάν νά μέ χωρίζανε ἀπό σένα, σά νά μπαίνανε ἄκαρδα, βάναυσα, ἀνάμεσα σέ σένα καί σέ μένα. 
Προχτές εἴμουνα μέ μιάν ἄλλη συντροφιά κοντά στή θάλασσα. Ἀνία. Τραβήχτηκα μόνος, γιά νά βρεθῶ πολύ κοντά σου, πολύ μακριά σου, καί σκεφτόμουνα πώς ἐσύ εἶσαι ἡ πιό ὄμορφή μου θάλασσα, ἡ πιό ὄμορφή μου ἀκτή, τό πιό ὄμορφό μου καλοκαίρι, ἡ μόνη μου θάλασσα, ἡ μόνη μου ἀκτή τό μόνο μου καλοκαίρι. Τήν ἀγαπούσα κάποτε τή Φλορεντία. Τώρα τήν ἀγαπῶ μόνο γιατί βρίσκεσαι ἐκεῖ. Γιατί τώρα ἀγαπῶ μόνο ἐσένα: τώρα καί πάντα. Δέν πρέπει να μ’ ἀφήσεις ποτέ. (Αὐτό το «πρέπει»!). Φιλῶ τό στοματάκι σου, φιλῶ τά πόδια σου, ἀγάπη μου.

Νῖκος


(1)  Σούλα Τζάκου: Ἀρχριτέκτων. Μετέπειτα καθηγήτρια στό Πολυτεχνεῖο.
 Ἀντώνης Κριεζῆς: Ἀρχιτέκτων, καθηγητής στό Πολυτεχνεῖο. Καί οἱ δύο ἀναφέρονται καί σέ ἑπόμενες ἐπιστολές.

(2)  «Ντόν Μιγκουέλ»: Συνθηματική ἀναφορά στόν τύπο τοῦ ἱσπανοῦ «καρδιοκατακτητῆ». Ἡ φράση ἐπαναλαμβάνεται στήν ἐπιστολή ὑπ’ἀριθ.21.

    





Το βιβλίο "...και σ' αγαπώ παράφορα", ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΕΝΑ, 1959-1967,
 έχει δανειστεί τον τίτλο από το παρακάτω ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου, που κλείνει μ' αυτή τη φράση. Η φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης του βιβλίου είναι του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. 
Οι 43 επιστολές που περιλαμβάνονται στον τόμο, έχουν όλες αποδέκτη τη Λένα Τσιόκου, μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του. 
Οι περισσότερες από αυτές τις επιστολές (23 τον αριθμό) είναι προγαμιαίες και γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1959, όταν η Λένα βρισκόταν για διακοπές στην Ιταλία και την Ισπανία. Το ειδύλλιο των δύο αλληλογράφων βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη εκείνη την εποχή και σύντομα θα επισημοποιηθεί: παντρεύτηκαν στις 15 Μαρτίου 1960 "στον Λουμπαδιάρη, σε στενό οικογενειακό κύκλο". 
Οι 18 μεταγενέστερες επιστολές καλύπτουν την τριετία 1962-1964 και είναι γραμμένες στη διάρκεια ταξιδιών του Εγγονόπουλου στη Θεσσαλονίκη ή την Καβάλα, όπου σκηνογραφούσε παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ενώ η Λένα παρέμενε στην Αθήνα με την κόρη τους Ερριέτη ή βρισκόταν στη γενέτειρα του πατέρα της, την Πρέβεζα.



Ο Ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριό του, επί της κορυφής του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και με την παρασκευή των διάφορων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, και άλλα «μαϊτάπια». Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, αλλά κι’αυτός είναι, πάλι, που, τις νύχτες των εθνικών επετείων, διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ’ εκθαμβωτικά πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέττες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον, όμως, τα βράδυα, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι’ αλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. 
Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι’ έσθ’ ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία αρκεί κι’επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στο καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι’ ο πυροτεχνουργός μαζύ, και βλέπομε να στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι’ ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύγνεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού.

 

Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μυστικό. Κι’ αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σύζυγος που γρηγορεί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι’ όρθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στις εκκλησιές, και κάνει βαθειές μετάνοιες, κι’ όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι’ έτσι τόνε κρατά στη ζωή.

Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ’ αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όμως όλα με εικόνα Θεοτόκου η άλλου αγίου, κι’ όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι’ ένα άλλο μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ’ αυτό, εν καιρώ, ν’ ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ’ όνομα της Αγίας Αικατερίνης.
(Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιών, σ’ ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού).


Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η ιστορία η δικιά μας, Ελένη.
Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι’ οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού; 
Κι’ όμως, εάν ακόμη δεν με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ’ εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην αγάπη σου; 
Το ξέρω, μη μου το κρύφτεις, το ξέρω σου λέω: προσεύχεσαι για μένα!

Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσωμε, κι’ εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό, για ν’ ανεγείρουμε μιαν εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. 
Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. 
Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική κι’ υπερήφανη ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα.

(Νίκος Εγγονόπουλος, Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, 1957)


πηγές εδώ  και  εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου