Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Llorona





Είναι η ιστορία μιας γυναίκας, της Llorona
Είναι μια παλιά ιστορία, τόσο παλιά που τ’ αχνάρια της χάνονται στο χρόνο.
Λένε, πως έφτασε στον καιρό μας από τους ανιστόρητους χρόνους των Αζτέκων.. Λένε πως ήτανε κάποτε μια αλήθεια, μα με τα χρόνια γίνηκε θρύλος, πέρασε στον μύθο..
Κανείς δεν ξέρει πια πού είναι η αλήθεια, πού ο μύθος…

‘Ομως, υπάρχουν υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σήμερα, εκεί στην κάποτε παλιά χώρα των Αζτέκων, που λένε πως την είδανε, τη βλέπουνε την Llorona τις νύχτες σα βγαίνει από το ποτάμι που κάποτε η ίδια πνίγηκε δίνοντας τέλος στην ζωή της, ντυμένη στ’ άσπρα φωνάζοντας και θρηνώντας για τα παιδιά της π’ αναζητά πέρα από τον θάνατο, τα παιδιά της που η ίδια είχε σκοτώσει πάνω στην τρέλα της γιατί προδόθηκε από τον άντρα π’ αγάπησε..

Κι έγινε η ιστορία της μύθος, έγινε τραγούδι, ζει ως τις μέρες μας..
Κι έγινε η Μαρία εκείνη , η Llorona του μύθου και του θρύλου

 απόσπασμα φωτογραφίας  από τον πίνακα τοίχου του  φωτογράφου και printmaker Delilah Montoya - La Llorona In Lillith’s Garden (Lillith Wall)

‘Ητανε, λένε, κάποτε, μια πανέμορφη μα φτωχή κοπέλα, η Μαρία. Τόσο ομορφιά είχε που κανείς δε ματάδε.  Άντρας δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα της.. γιατί εκείνη πίστευε πως χάριν της ομορφιάς της ήτανε ξεχωριστή. Η περήφανη Μαρία, η ακατάδεχτη.  .”Οταν θα παντρευθώ, έλεγε, θα πάρω τον πιο ωραίο άντρα στον κόσμο”.

Κάποτε, φάνηκε στο χωριό της ένας πανέμορφος άντρας καβάλα στ’ άλογό του.
Ένας ταξιδευτής από τις βόρειες χώρες.  ‘Ητανε γιός ενός πλούσιου κτηματία, πολύ δημοφιλής στις γυναίκες...μα φαινότανε πως δεν μπορούσε να πάρει μια γυναίκα.. 'Ακουσε για την Μαρία, την πανώρια κόρη, την είδε και το βαλε σκοπό να την κατακτήσει…Της έπαιξε σερενάτα μα κείνη δεν έβγαινε ούτε στο παραθύρι της.. Της πρόσφερε ακριβά δώρα, μα κείνη τ’ αρνήθηκε. Πίστευε οτι μ’ αυτά τα τερτίπια θα κέρδιζε την προσοχή του, γιατί πίστεψε ότι αυτός ήτανε ο άντρας για κείνη.

Κι εκείνος, τότε, γοητευμένος από την αντίσταση της Μαρίας, και για να πετύχει το σκοπό του, αποφάσισε να την κάνει γυναίκα του. . Κι εκείνη, τότε ανταποκρίθηκε με πάθος στον έρωτά του, δίνοντας εμπιστοσύνη σ’ εκείνον τον ωραίο άντρα. Παντρευτήκανε, μα κείνος λίγο καιρό μετά, φλέρταρε με άλλες γυναίκες, έβγαινε τα βράδια και ξόδευε τα λεφτά σε διασκεδάσεις και τυχερά παιγνίδια.. Και σαν κάνανε δύο παιδιά, ούτε που κοίταζε την Μαρία. Ηθελε, λεει, να ταξιδέψει πίσω στις χώρες απ όπου είχε έλθει.. Άρχισε να φεύγει για μήνες κάθε φορά. Και σαν επέστρεφε, ήτανε μόνο για τα παιδιά.. όχι για την Μαρία.. Κι εκείνη μαράζωνε και το πρόσωπό της γιόμισε σκιές.. Και σα νάτανε αλλού πολλές φορές.. Της ζήτησε και διαζύγιο να πάρει μια γυναίκα της τάξης του..

Μια μέρα και ενώ η Μαρία ήτανε στο ποτάμι με τα παιδιά, εκείνος εμφανίστηκε με μια άμαξα δίπλα σε μια άλλη γυναίκα πλουσιοντυμένη και κομψή. Σταμάτησε τ’ άλογα και μίλησε στα παιδιά του, μα αγνόησε την Μαρία..κι’ ύστερα έφυγε. Η Μαρία οργίστηκε πολύ και μες στην τρέλα της στιγμής πέταξε τα παιδιά της στο ποτάμι.. Μόλις αντιλήφθηκε τι είχε κάνει, έπεσε μες στο νερό κι άρχισε με αγωνία να τα ψάχνει στο βυθό του ποταμού, μα του κάκου.. Το ρεύμα του ποταμού ταχε σύρει μακρυά και κείνα είχανε χαθεί για πάντα..

Την επόμενη μέρα ένας ταξιδιώτης είπε στους χωριανούς για μια ωραία γυναίκα που κοιτότανε νεκρή στο βυθό του ποταμού.. Ητανε η Μαρία.Την πήρανε, την ντύσανε μ’ ασπρο σάβανο και την θάψανε..

Μα την πρώτη νύχτα εκείνη της ταφής της, ακούσανε ένα κλάμα να φέρνει ο αέρας από το ποτάμι.. Μα δεν ήτανε σύριγμα του ανέμου εκείνο.. Μια γυναίκα ασπροντυμένη, όπως με σάβανο, περπατούσε πάνω κάτω στην όχθη .Εκλαιγε και θρηνούσε και φώναζε “Που είναι τα παιδιά μου;”

Αυτή είναι η ιστορία, η θλιβερή, της Μαρίας της πεντάμορφης.., στην πιο διαδεδομένη εκδοχή της. Μα, πολλοί ακόμη και στις μέρες μας ορκίζονται πως ακόμη την βλέπουνε να βγαίνει τις νύχτες από το ποτάμι ασπροντυμένη και κλαίγοντας μ’απλωμένα τα χέρια να αναζητά τα χαμένα της παιδιά.. Φυλάνε τα δικά τους τα παιδιά, γιατί εκείνη, λένε, στην αγωνία της της για τα παιδιά της. παίρνει μαζί της τα παιδιά των αλλωνών για δικά της..
Κι έχουνε χαθεί, λένε, παιδιά πολλά έτσι.. και άλλα που γλυτώσανε, λένε, πριν τ’ αρπάξει με τα χέρια της και μιλήσανε γιαυτό μετά... Γι αυτό και κεί στο Μεξικό, φτιάξανε τραγούδι, να προστατέψουνε τα παιδιά από το φάντασμα της Llorona.
Την ιστορία της την κάνανε τραγούδι για τους άντρες, να προσέχουνε να μην ξελογιαστούν’ από το τραγούδι της σειρήνας που θέλει να τους καταστρέψει


Αλλοι λέν’ πως από το 1502 στην πόλη Tenochtitlan των Αζτέκων, η Θεά Cihuacoatl ήταν εκείνη που έπαιρνε τις νύχτες την μορφή μιας όμορφης κοπέλλας ντυμένης στ’ άσπρα και θρηνούσε λέγοντας:“Oh hijos mios…ya ha llegado vuestra destruccion. Donde os llevare?” ( Ω παιδιά μου, η καταστροφή σας έφθασε…Που μπορώ να σας πάρω;) πιστεύοντας ότι προφήτευε με αυτόν τον τρόπο την κατάκτηση στο μέλλον του Μεξικού από τους Ισπανούς”
Μιλάν’ για την γέννηση το 1505 ενός κοριτσιού, της Malinche("Malinche" = Η λέξη στα Ισπανικά σημαίνει προδοσία), από οικογένεια ευγενών Αζτέκων στην επαρχία Coatzacoalcos που το 1515 δόθηκε ως σκλάβα στους Μάγιας και που στην συνέχεια γέννησε δύο παιδιά από τον Cortés, το καταχτητή, προδίδοντας τον λαό της.  'Οτι αυτός στην συνέχεια το 1522, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην Ισπανία παίρνοντας μαζί του και τα δύο παιδιά τους, αφήνοντας την έτσι πίσω, και τότε εκείνη, η Malinche διέφυγε την νύχτα με τα μωρά τους. 'Οτι την προφτάσανε οι στρατιώτες του Κορτές στις όχθες της λίμης του Μεξικού και εκεί τότε εκείνη, στην απελπισιά της, σκότωσε τα παιδιά της τρυπώντας τα με στιλέττο στην καρδιά τους και βυθίζοντας τα σώματά τους στο νερό της, οδυρόμενη για κείνα και φωνάζοντας:"Ω, Hijos mios." (Ω, τα παιδιά μου.)
'Οτι από το θάνατο της Malinche το 1531 και μετά ως στις μέρες μας, ακούγεται στις όχθες της λίμνης το κλάμα της και οι γοερές της κραυγές για τα παιδιά της






Ο μύθος της Llorona φέρει ομοιότητες με τον αρχαιοελληνικό μύθο, του μυθικού τέρατος, της Λάμιας. Η Λάμια ήταν μια πανέμορφη ημίθεα που αγαπήθηκε από τον Δία. Μαζί του έκανε παράνομη σχέση και πολλά παιδιά. Όταν όμως η Ήρα το έμαθε, ανάγκασε τον Δία να την χωρίσει και τιμώρησε τη Λάμια σκοτώνοντας όλα τα πιδιά της εκτός από την Σκύλλα, της αφαίρεσε τον ύπνο και την μεταμόρφωσε σε τέρας.
Η Λάμια, επειδή έχασε τα δικά της παιδιά, ζήλευε τις άλλες μανάδες και κατασπάραζε τα παιδιά τους. Έτσι οι άνθρωποι της απέδιδαν τους αιφνίδιους θανάτους των βρεφών και πίστευαν πως αν την έπιαναν και της άνοιγαν την κοιλιά θα απελευθέρωναν από μέσα της όλα τα παιδιά που είχε καταπιεί.
Ο Δίας της χάρισε την ικανότητα να αφαιρεί τα μάτια της και να τα ξαναβάζει στη θέση τους έτσι ώστε να καταφέρει να σωθεί από το μαρτύριο της αϋπνίας που της είχε επιβάλει η Ήρα.