Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

«Η τέχνη του στίχου»




Η μνήμη μου με πηγαίνει πίσω σ' ένα συγκεκριμένο βράδυ κάπου εξήντα χρόνια πριν, στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου στο Μπουένος Άιρες. Τον βλέπω. βλέπω το φως του γκαζιού.  μπορώ να βάλω το χέρι μου πάνω 
 στα ράφια. Ξέρω πού ακριβώς θα βρω τις «Χίλιες και μία νύχτες» του Burton και την «Κατάκτηση τον Περού» του Prescott, παρόλο που η βιβλιοθήκη δεν υπάρχει πια. Πηγαίνω πίσω σ' εκείνο το αρχαίο πια νοτιοαμερικάνικο βράδυ, και βλέπω τον πατέρα μου. Τον βλέπω αυτή τη στιγμή 
κι ακούω τη φωνή του να λέει λέξεις που δεν τις καταλάβαινα, όμως τις ένιωθα. Οι λέξεις αυτές προέρχονταν από τον Keats, από την «Ωδή σ' ένα αηδόνι». Τις έχω διαβάσει τόσες φορές από τότε, όπως κι εσείς, αλλά θα ήθελα να τις επαναλάβω άλλη μια φορά. Νομίζω πως αυτό θα ευχαριστούσε το φάντασμα του πατέρα μου, αν βρίσκεται κάπου εδώ κοντά.
Οι στίχοι που θυμάμαι είναι αυτοί που έρχονται τώρα και σε σας:

Thou wast not born for death, immortal Bird!
No hungry generations tread thee down;
The voice I hear this passing night was heard
In ancient days by emperor and clown:
Perhaps the self-same song that found a path
Through the sad heart of Ruth, when, sick for home,
She stood in tears amid the alien corn.

(Δεν γεννήθηκες για να πεθάνεις, αθάνατο Πουλί!
Οι πεινασμένες γενεές δεν σε αφάνισαν
η φωνή που ακούω αυτή τη σύντομη νύχτα ακουγόταν
σε αρχαίες μέρες από αυτοκράτορα και από γελωτοποιό:
Είναι ίσως το ίδιο ακριβώς τραγούδι που βρήκε έναν δρόμο
στη θλιμμένη καρδιά της Ρουθ, όταν γεμάτη νοσταλγία για τον τόπο της,
στεκόταν δακρυσμένη μέσα σε ξένα στάχυα).

Νόμιζα πως ήξερα τα πάντα για τις λέξεις, τα πάντα για τη γλώσσα 

(όταν είναι κανείς παιδί, νιώθει πως ξέρει πολλά πράγματα), 
όμως οι λέξεις αυτές ήρθαν σε μένα ως αποκάλυψη. 
Φυσικά, δεν τις καταλάβαινα. 
Πώς θα μπορούσα να καταλάβω αυτούς τους στίχους για τα πουλιά - για τα ζώα - που κατά κάποιον τρόπο είναι αιώνια, έξω από τον χρόνο, γιατί ζουν στο παρόν; 

Είμαστε θνητοί γιατί ζούμε στο παρελθόν και στο μέλλον - γιατί θυμόμαστε μιαν εποχή που δεν υπήρχαμε, και προβλέπουμε μιαν εποχή που θα είμαστε νεκροί. 
Οι στίχοι αυτοί ήρθαν σε μένα διαμέσου της μουσικής τους. Πίστευα ότι η γλώσσα ήταν ένας τρόπος να λέει κανείς πράγματα, να εκφράζει παράπονα, να δηλώνει ότι είναι ευχαριστημένος ή λυπημένος, και ούτω καθεξής. 
Όμως όταν άκουσα αυτούς τους στίχους 
(και τους ακούω, κατά κάποιον τρόπο, συνεχώς από τότε), 
κατάλαβα ότι η γλώσσα μπορούσε να είναι και μουσική και πάθος. 
Κι έτσι μου αποκαλύφθηκε η ποίηση.


Jorge Luis Borges, «Η τέχνη του στίχου»

[μτφρ.: Μαρία Τόμπρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης]

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012







Η Emma Goldman είναι γνωστή ως επαναστάτρια, αναρχική, υπέρμαχος και πρωτοπόρος του ελέγχου των γεννήσεων και συγγραφέας. Κι όμως, η αληθινή Emma Goldman παραμένει στην πραγματικότητα άγνωστη.

Ο κατεστημένος Τύπος της εποχής της είχε περιβάλλει το όνομά της με τόσα ψέματα και συκοφαντίες που θα έμοιαζε σχεδόν με θαύμα, το αν θα μπορούσε έστω και η παραμικρή αχτίδα αλήθειας να διαπεράσει τον ιστό του ψεύδους. Και ίσως να μην είναι μεγάλη παρηγοριά το γεγονός ότι ο κάθε φορέας νέων ιδεών πρέπει να υποφέρει και να παλέψει υπό παρόμοιες συνθήκες. Ο δρόμος του προπαγανδιστή της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι στρωμένος με αγκάθια. Οι δυνάμεις του κράτους βάζουν σε ενέργεια όλα τους τα μέσα ώστε ούτε η ελάχιστη χαρά να μην δώσει λίγη γαλήνη στην αγωνιώδη ζωή του. Η θέρμη με την οποία η Emma Goldman υπερασπίστηκε την αναρχία, η βαθιά της ειλικρίνεια, το κουράγιο και οι ικανότητές της, έχουν κερδίσει τον σεβασμό και τον θαυμασμό πολλών.

Η Goldman γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1869 στην Ρωσική επαρχία του Kovno (στη σημερινή Λιθουανία) από εβραίους γονείς. Οι γονείς της βέβαια σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να φανταστούν την εξέλιξη της κόρης τους. Όπως όλοι οι συντηρητικοί της εποχής περίμεναν πως η Emma θα παντρευόταν έναν ευυπόληπτο πολίτη, θα έκανε πολλά παιδιά και θα ανταποκρινόταν γενικά στα «καθήκοντά» που της είχαν ορίσει η κοινωνία και η θρησκεία.

Τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στην όμορφη και ήσυχη γερμανορωσική επαρχία του Kurland, όπου ο πατέρας της δούλευε ως κυβερνητικός υπάλληλος. Από τότε έγινε φανερός ο αντισυμβατικός της χαρακτήρας και η απέχθειά της για κάθε μορφής καταπίεση.

Γρήγορα κατάλαβε τι σημαίνει Κράτος: Είδε τον πατέρα της να ταπεινώνεται από τους χριστιανούς chinovniks και να καταδιώκεται ως ασήμαντος αξιωματούχος και ως μισητός εβραίος. Έβλεπε νεαρούς άνδρες, συχνά το μοναδικό στήριγμα των πολυάριθμων οικογενειών τους, να αντιμετωπίζουν τον εφιάλτη της αναγκαστικής κατάταξης στον στρατό.

Εξοργιζόταν από την μεταχείριση που είχαν οι φτωχές εργάτριες: κακοποιημένες από τα αφεντικά τους έπεφταν στις αγκαλιές των «ελεημόνων» αξιωματικών. Πολλά από αυτά τα κορίτσια βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι των Goldman.

Στα 7 της χρόνια οι γονείς της την έστειλαν στην γιαγιά της στο Koningsberg στην ανατολική Πρωσία, όπου και παρέμεινε μέχρι τα 13 της. Αργότερα οι γονείς της αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Αγία Πετρούπολη.

Η χρονιά που έφτασε η Emma Goldman στην Αγία Πετρούπολη –(το 1882)- ήταν γεμάτη γεγονότα. Ο τσάρος Αλέξανδρος ο 2ος είχε εκτελεστεί την προηγούμενη χρονιά. Οι εκτελεστές του θανατώθηκαν από την κυβέρνηση προς παραδειγματισμό και μόνο στην Jessie Helfman χαρίστηκε η ζωή λόγω εγκυμοσύνης και εξορίστηκε στην Σιβηρία. Το όνομα των νιχιλιστών βρισκόταν στα χείλη σχεδόν όλου του κόσμου και πολλοί ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Η εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας, γρήγορα έφερε την Emma Goldman σε επαφή με επαναστατικούς κύκλους. Οι γονείς της δε μπορούσαν να καταλάβουν το ενδιαφέρον της κόρης τους για αυτές τις απόψεις, τις οποίες οι ίδιοι θεωρούσαν επικίνδυνες ουτοπίες. Αγωνιζόντουσαν να την απομακρύνουν από αυτές τις «χίμαιρες» με αποτέλεσμα οι διαφωνίες και οι καβγάδες να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.

Μόνο στη μεγαλύτερη αδελφή της την Helene μπορούσε η Goldman να βρει συμπαράσταση και κατανόηση. Τελικά κατάφερε να κερδίσει την ανεξαρτησία της. Έπιασε δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο. Ήταν 17 χρονών και μπορούσε να κερδίζει την ζωή της. Αν είχε παραμείνει στην Ρωσία, το πιθανότερο είναι πως θα είχε την ίδια τύχη με τις χιλιάδες που θάφτηκαν στα χιόνια της Σιβηρίας. Η αδελφή της, Helene, αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου μια άλλη αδελφή τους είχε ήδη εγκατασταθεί. Η Emma κατάφερε να την πείσει και το 1886 ξεκίνησαν το ταξίδι τους.

Πολύ σύντομα όμως την περίμενε η απογοήτευση. Η ιδεατή εικόνα που είχε για την Αμερική διαλύθηκε στο Castle Garden. Οι σκηνές που αντίκρυσε της θύμισαν τα παιδικά της χρόνια στο Kurland. Η αγριότητα με την οποία αντιμετωπίζονταν οι μετανάστες στα πλοία που ταξίδευαν προς Αμερική, επαναλαμβανόταν στο Castle Garden από τους αστυνομικούς με πολύ χειρότερο τρόπο. Η απογοήτευση της Goldman ήταν απερίγραπτη.

Αντί για έναν Τσάρο, εδώ βρήκε πολλούς. Οι Κοζάκοι είχαν αντικατασταθεί από τους αστυνομικούς. Η Goldman σύντομα βρήκε δουλειά στο εργοστάσιο ρούχων Garson Co. Οι γυναίκες εκεί ήταν αναγκασμένες να δουλεύουν από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα.

Η εκμετάλλευση όμως δεν ήταν μόνο οικονομική. Οι προϊστάμενοι και τ’ αφεντικά τίς έβλεπαν ως σεξουαλικά αντικείμενα. Και αν κάποια αρνούνταν να υποκύψει, σύντομα θα την έδιωχναν από το εργοστάσιο. Ποτέ δεν υπήρχε έλλειψη «πρόθυμων θυμάτων».

Η προσφορά πάντα ξεπερνούσε τη ζήτηση. Η Goldman ασφυκτιούσε σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα. Διανοητικά ακόμα ζούσε στην Ρωσία. Μην έχοντας εξοικειωθεί με την γλώσσα γύριζε στο παρελθόν αγνοώντας το παρόν. Τότε γνώρισε έναν νεαρό Ρώσο μετανάστη και τελικά τον παντρεύτηκε. Έτσι έμαθε από προσωπική πείρα, ότι οι κρατικοί θεσμοί, συνεπάγονται εξάρτηση και καταρράκωση της προσωπικότητας, ειδικά για την γυναίκα. Το ζευγάρι είχε αγεφύρωτες διαφορές. Γρήγορα χώρισαν και η Goldman πήγε στο New Haven. Εκεί έπιασε δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο και έχασε επαφή με τον πρώην άντρα της. Δύο δεκαετίες αργότερα θα της τον θύμιζαν και πάλι οι ομοσπονδιακές αρχές.

Η Goldman έφτασε στην Αμερική, όπως και στην Αγία Πετρούπολη τέσσερα χρόνια νωρίτερα, σε μια περίοδο μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Οι εργάτες είχαν ξεσηκωθεί ενάντια στις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Ολόκληρη σχεδόν η χώρα έβραζε. Η πάλη κορυφώθηκε με την απεργία στην εταιρεία Harvester του Σικάγο, την σφαγή των απεργών και τη νομιμοποιημένη δολοφονία των αναρχικών που ακολούθησε την ιστορική έκρηξη της βόμβας στο Haymarket.

Οι αναρχικοί πήραν με το αίμα τους το βάπτισμα του πυρός. Λίγοι κατάλαβαν την σημασία της δολοφονίας των «μαρτύρων του Σικάγο». Και ακόμα λιγότερο, το κράτος. Νόμιζαν πως έτσι είχαν λύσει το «πρόβλημα». Δεν συνειδητοποίησαν ότι το αίμα των δολοφονημένων εργατών και αναρχικών, θα έφερνε πολλούς κοντά στην αναρχία.

Η Voltairine de Cleyre και η Emma Goldman άρχισαν να ασχολούνται με την αναρχία, μετά την δίκη και την εκτέλεση των αναρχικών. Η Goldman μέχρι τέλους πίστευε ότι οι αναρχικοί δεν θα εκτελούνταν. Η 11ηΝοεμβρίου 1887, την διέψευσε. Κατάλαβε τότε ότι, ανάμεσα στον ρωσικό τσαρισμό και την αμερικανική πλουτοκρατία, η διαφορά είναι μόνο στο όνομα.

Με τον ενθουσιασμό που την χαρακτήριζε, άρχισε να παρακολουθεί πολιτικές συγκεντρώσεις. Στο New Haven γνώρισε και συνδέθηκε με αρκετούς αναρχικούς. Εδώ διάβασε για πρώτη φορά την εφημερίδα Freiheit του John Most. Η εξοντωτική δουλειά στο εργοστάσιο την αρρώστησε. Επέστρεψε στο Rochester, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Αύγουστο του 1889, οπότε μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Ήταν 21 χρονών. Είναι η εποχή της «προπαγάνδας μέσω της πράξης».

Ο Κροπότκιν, η Λουίζ Μισέλ, ο Ελυζέ Ρεκλύ και άλλοι, εμπνέουν τους νέους αγωνιστές. Η διακοπή των σχέσεων με τους σοσιαλιστές είναι αναπόφευκτη από την στιγμή που οι τελευταίοι απαρνήθηκαν την ιδέα της ελευθερίας και αποδέχτηκαν τις κρατικές πολιτικές. Ο Most έχοντας χάσει τη θέση του στο Reichstag και κυνηγημένος, βρήκε καταφύγιο στο Λονδίνο. Εκεί έκοψε κάθε επαφή με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Ερχόμενος στην Αμερική, συνέχισε την έκδοση του Freiheit και δραστηριοποιήθηκε εντονότατα μεταξύ των γερμανών εργατών της Νέας Υόρκης. Όταν η Goldman έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1889, δεν δυσκολεύτηκε να έρθει σ’ επαφή με αναρχικούς.

Εκεί γνώρισε τον Most και τον Alexander Berkman. Οι ικανότητές της εντυπωσίασαν τον Most ο οποίος την έστειλε σε προπαγανδιστική περιοδεία. Συμμετείχε σε διάφορους εργατικούς αγώνες όπως η μεγάλη απεργία των ενδυματοποιών το 1889. Ένα χρόνο αργότερα, η Goldman άρχισε να αποστασιοποιείται από τη μεγάλη μερίδα των γερμανόφωνων αναρχικών, διαφωνώντας σε ζητήματα τακτικής.

Υπήρχαν ακόμα κάποιοι που πίστευαν στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και άλλοι που ήταν υπερβολικά συγκεντρωτικοί. Αυτές οι διαφορές, οδήγησαν το 1891 σε χάσμα με τον John Most. Η Goldman, o Berkman και άλλοι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους σε μια μαχητική γερμανική αναρχική εφημερίδα, την «ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ» (Die Autonomie), στην οποία επίσης πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Joseph Paukert, Otto Rinke και ο Claus Timmermann.

Η Goldman άρχισε ν’ ασχολείται με τα γραπτά του Κροπότκιν. Προσπάθησε να συνδυάσει την κοινωνικότητα και την πανανθρώπινη αλληλεγγύη του Κροπότκιν, με την δική της σθεναρή πίστη στην ελευθερία του ατόμου. Οι πικρόχολες αντιπαραθέσεις έλαβαν τέλος με τον θάνατο του John Most το 1906.

Το 1892 μαζί με τον Berkman, σχεδιάζουν την εκτέλεση του Henry Clay Finch, ο οποίος με ένοπλους αστυνομικούς κατέστειλε βίαια τις απεργίες στο εργοστάσιο Homestead της Pensylvania.

Προσπάθησε ακόμα -χωρίς όμως επιτυχία- να κάνει και την πόρνη, προκειμένου να βρεθούν τα χρήματα για το όπλο. Το μόνο που κατάφερε ο Berkman ήταν να τραυματίσει τον Finch και να καταδικαστεί σε 22 χρόνια φυλάκιση. Η αστυνομία έκανε τα πάντα για να εμπλέξει άμεσα και την Goldman. Μόνο το γεγονός ότι βρισκόταν στη Νέα Υόρκη εκείνες τις μέρες, την έσωσε. Η πράξη του Berkman καταδικάστηκε σφοδρά από τον Most και διάφορους άλλους γερμανούς αναρχικούς. Η Goldman υπερασπίστηκε με όλη της την δύναμη τον Berkman λέγοντας ότι η αληθινή ηθική έχει να κάνει με τα κίνητρα και όχι με τις συνέπειες. Αυτή η αντίληψή της άλλαξε από την παραμονή της στη μετεπαναστατική Ρωσία.

Η υπεράσπιση του Berkman έκανε τις αρχές να μην την αφήνουν σε ησυχία. Οι ομιλίες τις διακόπτονταν σχεδόν πάντα από αστυνομικούς. Το 1893, συνελήφθη επειδή παρακινούσε τους άνεργους «να αρπάζουν το φαγητό που δεν τους δίνανε» και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός χρόνου στο «σωφρονιστήριο» του Blackwell Island.

Φυλακίστηκε και πάλι όταν συνελήφθη επειδή διένειμε υλικό σχετικά με την αντισύλληψη. Η μεγαλύτερη ποινή όμως ήρθε όταν καταδίκασε την κατάταξη στον στρατό και διοργάνωνε ομιλίες και κινήσεις εναντίον του 1ου παγκοσμίου πολέμου. Η Goldman και ο Berkman συνελήφθησαν το 1917, κατηγορούμενοι για συνομωσία εναντίον του στρατού και καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια. Μετά, αφού τους αφαιρέθηκε η υπηκοότητα, απελάθηκαν μαζί με άλλους «επικίνδυνους για την κοινωνική ασφάλεια» στην Ρωσία. Ο J. Edgar Hoover, που ανέλαβε σχεδόν προσωπικά την απέλαση της Goldman, την αποκαλούσε ως «μια από τις πλέον επικίνδυνες γυναίκες στην Αμερική».

Η Goldman γνώρισε, λοιπόν, τη ρωσική επανάσταση από πρώτο χέρι. Αρχικά, φάνηκε διατεθειμένη να υποστηρίξει τους μπολσεβίκους στην 3η διεθνή. Όταν όμως το 1919, η Goldman και ο Berkman ταξίδεψαν στην χώρα τρομοκρατήθηκαν από την γραφειοκρατία, τις πολιτικές διώξεις, την πείνα και την καταναγκαστική εργασία που συναντούσαν παντού. Το αποκορύφωμα ήρθε το 1921, όταν οι ναύτες και οι στρατιώτες της Κρονστάνδης εξεγέρθηκαν εναντίον των μπολσεβίκων, παίρνοντας το μέρος των εργατών που απεργούσαν. Ο Τρότσκι και ο κόκκινος στρατός τούς έπνιξαν στο αίμα.

Τις εμπειρίες της από την Ρωσία, η Goldman τις κατέγραψε σε δύο βιβλία, όταν έφυγε από την χώρα τον Δεκέμβριο του 1921: «Η απογοήτευσή μου από την Ρωσία» και «Η ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευσή μου από την Ρωσία». Έλεγε πως «ποτέ άλλοτε σ’ ολόκληρη την Ιστορία, άλλο κράτος, άλλη κυβέρνηση, δεν αποδείχτηκαν τόσο στατικά, αντιδραστικά και αντεπαναστατικά. Ακριβώς το αντίθετο από την έννοια της επανάστασης».

Ο καιρός που πέρασε στην Ρωσία, την οδήγησε να αναθεωρήσει την άποψή της ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Δέχτηκε την βία ως κάτι το αναγκαίο για την κοινωνική μεταβολή. Έγραψε: «Ξέρω πως στο παρελθόν κάθε κοινωνική και πολιτική μεταβολή απαιτούσε την βία. Με μια διαφορά: Άλλο η βία που χρησιμοποιείς στη μάχη ως μέσο άμυνας και άλλο η βία που σκοπό έχει να τρομοκρατήσει, να εμποδίσει να εκφραστούν δια του φόβου οι κοινωνικές αντιθέσεις. Αυτό λέγεται ωμή τρομοκρατία και συνεπάγεται με κάθε τι το αντεπαναστατικό, είναι αντεπανάσταση».

Οι απόψεις της αυτές την έφεραν σε διάσταση με όσους νόμιζαν ότι η ρωσική επανάσταση ήταν επιτυχία. Όταν πήγε στην Βρετανία το 1922, ήταν ουσιαστικά η μόνη που καταδίκαζε τους μπολσεβίκους και οι ομιλίες της είχαν μικρή απήχηση. Το 1925, ένας Ουαλός εργάτης στα ορυχεία, προσφέρθηκε να την παντρευτεί ώστε να αποκτήσει την βρετανική υπηκοότητα και να γλιτώσει την απέλαση. Με βρετανικό διαβατήριο, μπορούσε άνετα να ταξιδεύει στην Γαλλία και τον Καναδά.

Το 1936, ο Berkman αυτοκτονεί, λίγους μόλις μήνες πριν το ξέσπασμα της ισπανικής επανάστασης. Στα 67 της χρόνια, η Goldman πήγε στην Ισπανία να υποστηρίξει τον αγώνα. Είπε σε μια ομάδα νεαρών αναρχικών ότι «αυτή η επανάσταση θα καταστρέψει για πάντα το ψέμα ότι η αναρχία ισοδυναμεί με το χάος και μόνο». Διαφώνησε ανοικτά με την συμμετοχή της CNT-FAI στον κυβερνητικό συνασπισμό του 1937 και στις υποχωρήσεις που γινόντουσαν απέναντι στους κομμουνιστές, για χάρη της έκβασης του πολέμου.

Παρ’ όλ’ αυτά αρνήθηκε να καταδικάσει όσους συμμετείχαν στην κυβέρνηση και αποδέχτηκαν την στρατιωτικοποίηση των επαναστατικών κοινωνικών δυνάμεων, καθώς νόμιζε (λανθασμένα) πως η μόνη εναλλακτική λύση σε κάτι τέτοιο, θα ήταν μια κομμουνιστική δικτατορία.

Η Goldman πέθανε στις 14 Μαΐου 1940 στον Καναδά από εγκεφαλικό και απαρηγόρητη για την τελική νίκη των δυνάμεων του Φράνκο. Θάφτηκε στο Σικάγο κοντά στους «μάρτυρες του Haymarket», η μοίρα των οποίων άλλαξε την πορεία της ζωής της. Πάντα το όνομά της θα είναι συνδεδεμένο με τους αγώνες της για σεξουαλική ελευθερία, ένα θέμα το οποίο οι ως τότε αναρχικοί μετά βίας είχανε θίξει. Υπερασπίστηκε με όλη της την ψυχή και φυλακίστηκε, για το δικαίωμα των γυναικών στην αντισύλληψη.

Θεωρούσε πως ποτέ καμιά πολιτική λύση δεν θα ήταν αρκετή για να εξαλείψει την καταπίεση που υφίσταντο οι γυναίκες.

Έπρεπε να επέλθει ριζική αλλαγή των αξιών και πάνω απ’ όλα ν’ αλλάξουν οι ίδιες οι γυναίκες «πρώτα με το να καταλάβουν ότι είναι ανεξάρτητες προσωπικότητες και όχι σεξουαλικά αντικείμενα. Ότι κανένας δεν έχει δικαιώματα πάνω στο σώμα τους. Να κάνουν παιδιά μόνο αν και οι ίδιες το επιθυμούν. Να αρνηθούν μια και καλή τον ρόλο του υπηρέτη του θεού, του κράτους, της κοινωνίας, του συζύγου, της οικογένειας κλπ. Πρέπει να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την ζωή με όλη της την πολυπλοκότητα και να απαλλαγούμε απ’ αυτόν τον αηδιαστικό φόβο της κοινής γνώμης και της κοινωνικής κατακραυγής. Μόνο μια αναρχική επανάσταση και όχι η ψήφος, θ’ απελευθερώσει την γυναίκα, καθιστώντας τη μια νέα δύναμη που θα φέρνει στον κόσμο ελεύθερους ανθρώπους».

(Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 28)

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Ημερολόγιο .. Μ. Πολυδούρη


Δευτέρα 15 Ιουνίου 1925


Τρία χρόνια ύστερα
Το ίδιο ερώτημα σβήνει στα μάτια μας όταν τυχαία συναντηθούμε στο δρόμο… μ’ αντιπερνάμε χωρίς καμιά δύναμη να πάρουμε το δρόμο που αφήσαμε πίσω μας…
Γυρνώ μονάχα και τον κοιτάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως – θεέ συγχώρεσε με – θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια…
Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σε βρω, μοναδική κι’ αξέχαστη μου αγάπη…
Δεν έχω τίποτε άλλο στη ζωή μου τόσο γλυκό, τόσο όμορφο που θα μου δικαιώνει τη ζωή, κι’ ο θεός θα με συχωρούσε… θα με συχωρούσες και συ φίλε που γεύομαι στης άδολης χαράς σου το ποτήρι βέβηλα… ανόσια… θα με συχωρούσες… το ξέρω…
Γυρνώ κι’ αναμετρώ το δρόμο πάντα. Γύρισε προς ’μένα το κεφάλι στην άκρη εκεί που βρίσκεσαι, κι’ ούτε ένα βήμα μην κάνεις εσύ στο δρόμο της αμαρτίας, θα πάρω μόνη μου στις αχαμνές μου πλάτες το φορτίο και θα ρθω… μόνο βλέπε με καθώς θα ρχομαι, μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μέσ’ στο σκοτάδι…
Δεν θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… ω, ξέρω καλά πως η καθεμιά τους γίνεται… να ιδώ το χαμογέλιο σου – πως είναι όλα τους στο λογικό μου εδώ γραμμένα – να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νιώσω το φίλημα σου…
Εδώ είμαι και καρτερώ, σε βλέπω, μη φύγεις, στρέψε την όψη σου από δω… μη με αρνηθείς, θα ζήσω στην πιο άχαρη ζωή χωρίς εσένα.
Βλέπω μπροστά μου δροσερά λουλούδια ν’ ανθούν για μένα κι’ όμως δεν τα θέλω και δεν τα χαίρομαι.
Έλα εσύ και στρώσε με αγκάθια το δρόμο να πατήσω να χυθεί στάλα τη στάλα όλο μου το αίμα και να σβήσω μπροστά σου, μισημένη από σε τον ίδιο κι’ ίσως περιφρονημένη.
Μα δε γυρνάς καθόλου… ποιος να ξέρει σε τι ευτυχίας με σκέφτεσαι λιμάνι και δεν τολμάς… ποιος ξέρει πάλι αν έχει ξανανθίσει εσέ η καρδιά σου κι’ ολότελα με ξέχασες…
Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψης την όψη σου σε μένα… ρέει το δάκρυ απ’ τα φτωχά μου μάτια νύχτα-μέρα… Τριγύρω μου φαρμακερά θ’ ανθίσουν λουλούδια… θα υψωθούν να με ζώσουν και θα πνιγώ απ’ αυτά, πέρα κρυμμένη πάντα. Κι’ απ’ τα δικά σου μάτια… μείνε..


Μαρία Πολυδούρη – Ημερολόγιο

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Ο πρωτότοκος γιος της Γνώσης, αν αυτό σου λέει κάτι, λεγόταν Μύθος


Μαλβίνα Κάραλη  
(παραλήρημα… ερωτικό)

Υπάρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός ίλιγγος.

Στη Φυσική ορίζεται ως "εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθερο".
Στον έρωτα, το λένε Εξομολόγηση.

Από όταν έμαθα πως οι ερωτευμένοι κινδυνεύουν από τους χειρότερους ιλίγγους,
με όλο το σεβασμό προς τη Φυσική,
τσεκάριζα καθημερινά πάνω στα τακούνια μου το Επίπεδο Ταλάντωσης.
Το έβρισκα σταθερό, ανακουφιζόμουν κι έτρεμα.
Πως όπου να’ ναι, θα έπαυα ν’ αντιστέκομαι στη δύναμη Κοριόλις,
το επίπεδο θα άλλαζε κι εγώ θα έβλεπα τη Γη να έρχεται τα πάνω κάτω.

Υπάρχουν ερωτευμένοι που δεν γνώρισαν ποτέ τον ίλιγγο και τις σκοτοδίνες.
Είναι αυτοί που χτυπήθηκαν πάνω στους έρωτές τους, σύμφωνα με το φυσικό νόμο της Πλάγιας Κρούσης. 
Αυτοί που, αν ποτέ επιχειρούσαν την Κάθετη Πτώση, θα χάνονταν στο βυθό. Ή θα ντρέπονταν που τους πήραν είδηση και μετά την αποκάλυψη θα έφευγαν.

Γιατί οι άρρωστοι ερωτευμένοι, οι εκ γενετής απαρηγόρητοι, πιστεύουν πως, όποιος αγαπάει, ξέρει και να κρύβεται από τον παραλήπτη της αγάπης του.
Χιλιάδες εφευρήματα προκειμένου να κρυφτείς.
Όπως το να ισχυρίζεσαι πως ονομάζοντας τον έρωτά σου, τον σχηματοποιείς, τον μεταμορφώνεις σε κάτι προβλέψιμο και αντιποιητικό…
Πως κανείς δεν πρέπει να μάθει πόσο τον αγαπάς,
γιατί μπορεί να σε τσακίσει, ή να σε υποπτευθεί, ή και να σου καταλογίσει πως θες να μετατρέψεις την (αισθητικώς άψογη και υπαινικτική) ασάφεια σε δήλωση.

Έβρισκες οπλοστάσια κουκλίτσα μου.
Οι έρωτές μας, έλεγες στα ψέματα, πίστεψέ με, δεν πρέπει να πάσχουν από υπερβολική σιγουριά αλλά από ευθραυστότητα…
Ισχυριζόσουν ακόμα πως τους έρωτές μας πρέπει να τους ζούμε στο σκοτάδι, (αλλά τότε, πώς θα μπορούσες να τον επιδεικνύεις και να επαίρεσαι;)


Όλα σου τα χρόνια, πλάγιες κρούσεις ανθρώπου που ντρέπεται τον έρωτα. 
Που τον φοβάσαι όσο η Κυβερνητική, γι’ αυτό και δίνει τον ορισμό:
«Έρωτας: καταστροφή, απορρύθμιση ενός συστήματος από ένα άλλο».
Όλο λόγια, και πόσο με βλάπτεις έρωτά μου, αφού από όταν σ’ ερωτεύτηκα, πηγαινοέρχομαι από την αναμονή στην απώλεια της δύναμής μου…
Ποιας δύναμης αλήθεια; Δεν ξέρεις τίποτα η άπειρη.
Μεγάλωσες, κουράστηκες, μίκρυνες, ξαναρχίζεις. Για να ξαναμεγαλώσεις και να ξανακουραστείς. Εξακολουθείς να τρέμεις μια ερωτική ομολογία – Κάθετη Πτώση.


Φοβάσαι τον ίλιγγο μα τώρα, πιο πολύ απ’ όλα,
φοβάσαι ένα αίσθημα αφημένο στη σιωπή…
Και πάλι η αμφιβολία.
Αν του το πεις, μήπως ψυλλιαστεί πως στην ουσία διαμαρτύρεσαι για τον απρόβλεπτο χαρακτήρα των αισθημάτων σου, η εγωίστρια, για το αυτεξούσιο σου που απόλλυται;
Μήπως δεν υπάρχει καμιά γλυκύτητα στην ομολογία σου, αλλά μόνο η βίαιη επιθυμία να εγκατασταθείς μέσα στα αισθήματα του άλλου;
Και, αν εξομολογείσαι τον έρωτά σου, για να αρχίσει εκείνος ο μηχανισμός που βασίζεται στη βία της αμοιβαιότητας, αλλά που σου χαρίζει έναν ήσυχο ύπνο;
Εκεί όπου το εξομολογημένο «αγαπώ» σου δεν θα σημαίνει εν τέλει παρά ένα επιτακτικό «αγάπα με κι εσύ».
Αν δεν αντέχεις να το πεις και να μείνεις, σκέφτομαι τελευταία, μπορείς τουλάχιστον να το πεις και, όχι να φύγεις – να χαθείς… Ο άλλος πάντα ξέρει δραματουργικά από παρόμοιους ήρωες, θα καταλάβει.
Πως αυτό που ζητάς όταν χάνεσαι – και όχι όταν φεύγεις – είναι πάντα η εγκατάσταση…

Διάλειμμα: ο Φλωμπέρ μου:
«ξέρεις τι θα χρειαζόταν γιε μου, η γυναίκα σου η Έμμα; Βαριές δουλειές, χειρωνακτικές δουλειές.
Αν εργαζόταν, δε θα διάβαζε βλαβερά ρομάντζα και δεν θα είχε αυτή τη θολούρα στο κεφάλι…»!
Δεν τα βγάζεις πέρα κουκλίτσα μου. Παράτα τα.
Αφού η Λογική τα ερωτικά και ντροπιασμένα δεν τα καταδέχεται.
Ο πρωτότοκος γιος της Γνώσης, αν αυτό σου λέει κάτι, λεγόταν Μύθος…
Δύο ειδών ζωές μπορείς να ζήσεις, και η μία, αυτή με τις αγάπες τις μετωπικές, είναι πιο κρύα απ’το θάνατο. Πάνω απ’ το νεκροκρέβατό σου θα ολολύζουν συντετριμμένοι φίλοι και θα ρωτάει ο ένας τον άλλο:
«Μα πώς το έπαθε; Από τι ερωτεύτηκε; Πέρυσι ακόμα ήταν καλά»…



Τηλέφωνο-
-Τι γράφεις τώρα; με ρωτάνε.
- Κάτι για το πώς να μην μετατρέπεις τη συγκίνησή σου σε αίτημα, απαντάω η ψεύτρα…


[Από τα κείμενα της Μαλβίνας στο περιοδικό SYMBOL]

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Καληνύχτα



«Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρεις είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος

Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ' άστρα
Μαζεύοντ' όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μες στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ' το παράθυρό σου
Το πρόσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα»

Μάνος Χατζιδάκις

αντράκια ..





Υπάρχουν κάτι αντράκια με ολίγη που περνιούνται για πολύ. Και μ' αυτό το πουλόβερ της ψευδαίσθησης στραβοφορεμένο βγαίνουν τσάρκα στον κόσμο. Παντός εποχής. Με παντελονάκι νάυλον, σοσόνι λευκό και τσαντάκι δερμάτινο με το πτυχίο του Πανεπισ
τημίου φάτσα φόρα. Δίπλωμα και πιστωτική. Μα ναι...καπνίζουν συνήθως, πούρο ή καπνό βαρύ, τρία κιλά εκ δεξιών, τρία κιλά εξ ευωνύμων. Και τα καράβια έχουν έρμα για να ισορροπούν μα οι θάλασσες τα πνίγουν σε μια καύλα. Πού πας καημένε μου ξυπόλητος στ' αγκάθια;
Και ξέρεις πόσα αγκάθια κουβαλάνε τα κύματα; Απ' όπου και να τα πιάσεις κόβεσαι και πονάς.
Μικρά, λυπημένα αντράκια που δεν πρόλαβαν να μάθουν το άλφα και το βήτα της ζωής, την χρήση του αλατιού στο μαγείρεμα, το κορφολόγημα της αμπέλου και το νόημα της Θείας Μετάληψης.
Μιλούν με πρόκες στραβωμένες στο στόμα και φιλούν με γλώσσες μαδέρια και σκλήθρες βγαλμένες. Κι άμα λάχει πηδάνε κιόλας. Μα φράχτες μικρούς, περιφραγμένων αυλόγυρων και καλλιεργημένων κτημάτων. Άντε και κανένα σκαλοπάτι, το πολύ δύο μαζί.
Μην τους φέρνετε σε δύσκολη θέση. Ω! όχι δεν μπορούν να κάνουν βουτιές στο κενό, να πέφτουν χωρίς αλεξίπτωτο, να παριστάνουν τους ακροβάτες. Δεν γίνεται να ευτελιστούν οι αξίες. Άλλωστε γιατί σπουδάζανε χρόνια και χρόνια σε σχολειά, κολλέγια, πανεπιστήμια; Για να μπορούν την κρίσιμη στιγμή του πηδήματος - του όποιου πηδήματος - να έχουν μια καλή δικαιολογία. Ένα άλλοθι αδερφέ! Τι θα απογίνει η κοινωνία χωρίς το λαμπερό τους κρανίο αλήθεια;
Τι θα απογίνει η ανθρωπότητα χωρίς τους βαθιούς στοχασμούς τους; Κι αλίμονο ποιος θα φροντίζει τα ρηχά αιδοία τούτης της γης; Παρεκτός εκείνων, των ολίγων με ολίγη εκλεκτών;
Πάμε γι' άλλα λέμε εμείς! Στις ανοιχτές θάλασσες και στους κόντρα καιρούς. Καμιά φορά έχει μεγαλύτερη μαγκιά το να φοράς φουστάνι κι ας είναι δεύτερο απ' τη λαϊκή. Κι ας δηλώνεις επάγγελμα νοικοκυρά, κομμώτρια και νοσοκόμα!
Εδώ είναι τα αναστενάρια φιλαράκι εδώ και τα κάρβουνα. Για να σε δω να περπατάς αντρίκεια και με φόρα...για έλα να σε δω!

(έτσι, γιατί μου ήρθε)

Μαρία Στρίγγου