Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Ναι Βιρτζίνια, ο Αγιος Βασίλης υπάρχει


Το 1897 η 8χρονη Βιρτζίνια έστειλε ένα γράμμα στην εφημερίδα The New York Sun ζητώντας μια απάντηση στο ερώτημα που προβληματίζει ακόμα παιδιά αυτής της ηλικίας: ήθελε να μάθει αν υπάρχει Αγιος Βασίλης. Ο εκδότης της εφημερίδας, Francis P. Church, ανταποκρίθηκε στην επιστολή της μικρής, δίνοντας την απάντησή του μέσα από ένα σημείωμα στην εφημερίδα.Το σημείωμα αυτό έμελλε να σημαδέψει την ιστορία της εφημερίδας, αφού αναδημοσιευόταν από τότε κάθε χρόνο μέχρι το 1949, οπότε σταμάτησε να εκδίδεται το έντυπο. Σήμερα, το ίδιο κείμενο θεωρείται μια από τις πιο ξεχωριστές αναφορές στον αγαπημένο άγιο των παιδιών.

"Dear Editor: Είμαι 8 χρόνων.
Μερικοί από τους μικρούς μου φίλους λένε ότι δεν υπάρχει Aη-Βασίλης.
Ο μπαμπάς μου λέει "Αν το δεις στην The Sun, έτσι θάναι".
Παρακαλώ, πείτε μου την αλήθεια, υπάρχει ο άγιος Βασίλης;
Virginia O'Hanlon"

"Βιρτζίνια, οι φίλοι σου κάνουν λάθος. Έχουν επηρεασθεί από τον σκεπτικισμό της εποχής μας. Δεν πιστεύουν παρά μόνο ό,τι βλέπουν. Νομίζουν ότι τίποτα δεν υπάρχει αν δεν μπορούν να το αντιληφθούν με το μικρό τους το μυαλό. Όλα τα μυαλά Βιρτζίνια, ανεξάρτητα από το αν είναι ενήλικων ή παιδιών, είναι μικρά. Σ' αυτό το τεράστιο σύμπαν ο άνθρωπος είναι ένα μικρούτσικο έντομο, ένα μυρμήγκι, όσον αφορά την διάνοιά του, σε σχέση με τον απέραντο κόσμο γύρω του, όπως μετριέται με την έλλογη ικανότητά του να συλλάβει όλη την αλήθεια και τη γνώση. Ναι, Βιρτζίνια, ο άγιος Βασίλης υπάρχει.
Υπάρχει όπως σίγουρα υπάρχει η αγάπη και η γενναιοδωρία και η ευλάβεια και ξέρεις ότι σ' αγκαλιάζουν και δίνουν στη ζωή σου ομορφιά και χαρά. Αλίμονο! πόσο ζοφερός θα ήταν ο κόσμος μας αν δεν υπήρχε ο Aη-Βασίλης. Θα ήταν τόσο ζοφερός όσο αν δεν υπήρχαν Βιρτζίνιες. Δεν θα υπήρχε η αγνή πίστη των παιδιών, η ποίηση, η φαντασία που κάνει υποφερτή την ύπαρξή μας. Δε θα είχαμε χαρά παρά μόνο με τις αισθήσεις και την όραση. Το εξωτερικό φως με το οποίο η παιδικότητα γεμίζει τον κόσμο θα σβήσει.
Δεν πιστεύεις στον Aη-Βασίλη! Μπορεί επίσης να μη πιστεύεις τις νεράιδες. Μπορεί να πείσεις τον μπαμπά σου να προσλάβει ανθρώπους να παρακολουθούν όλες τις καμινάδες την παραμονή των Χριστουγέννων για να πιάσουν τον Αη-Βασίλη, αλλά ακόμη και αν δεν τον δεις να κατεβαίνει, τι θα αποδείκνυε αυτό; Κανένας δεν βλέπει τον Αη-Βασίλη αλλά αυτό δεν είναι απόδειξη ότι δεν υπάρχει ο Αη-Βασίλης. Τα πιο σπουδαία πράγματα στον κόσμο είναι εκείνα τα οποία ούτε οι μεγάλοι ούτε τα παιδιά μπορούν να δουν. Είδες ποτέ νεράιδες να χορεύουν στα ξέφωτα; Σίγουρα όχι, αλλά αυτό δεν είναι απόδειξη ότι δεν υπάρχουν. Κανένας δεν μπορεί να αντιληφθεί ή να φανταστεί όλα τα θαύματα που είναι αόρατα και δεν μπορείς να τα δεις στον κόσμο.
Μπορείς να χωρίσεις τα τμήματα μιας παιδικής κουδουνίστρας και να δεις τι είναι αυτό που κάνει το θόρυβο, αλλά υπάρχει ένα πέπλο που καλύπτει τον αόρατο κόσμο, το οποίο ούτε ο δυνατότερος άνθρωπος, ούτε η συνενωμένη δύναμη των δυνατότερων ανθρώπων που έχουν ζήσει δεν θα μπορούσαν να το τραβήξουν. Μόνο η πίστη, η ποίηση, η αγάπη, η φαντασία μπορούν να τραβήξουν αυτήν την κουρτίνα και να δει και να περιγράψει την υπερφυσική ομορφιά και δόξα πίσω της. Είναι όλα πραγματικά; Α, Βιρτζίνια, σ' αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα πραγματικό και μόνιμο.
Δεν υπάρχει Αη-Βασίλης; Δόξα τω Θεώ ζει και θα ζει για πάντα. Μετά από χιλιάδες χρόνια από τώρα Βιρτζίνια, ίσως 10 φορές 10.000 χρόνια από τώρα, θα συνεχίσει να δίνει χαρά στην καρδιά των παιδιών.
Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένος ο Καινούριος Χρόνος.
Francis P. Church,
New York Sun, 1897"







Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο δάσος μια πανύψηλη καμηλοπάρδαλη με πολλές καφέ και άσπρες βούλες.
Είχε τόσο υψηλά και ευγενικά αισθήματα που κάθε που νύχτωνε έχωνε το λεπτό της κεφάλι μέσα στα σύννεφα και καθόταν ώρες ατέλειωτες, κοιτούσε τα αστέρια και το ασημένιο φεγγάρι και δεν μιλούσε.
Και γέμιζε η καρδιά της όνειρα.
Για όλα του κόσμου τα θαύματα ένιωθε έρωτα μέσα της έτσι όπως αισθανόταν ελεύθερη ,πάνω εκεί κρεμασμένη στο μεγάλο παράθυρο του Ουρανού .
Για εκείνο μόνο το μικρό μολυβί μυρμηγκάκι ,που την αγαπούσε ανάμεσα στα πέλματα της ,όμως δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα. Ούτε καν ήξερε πως υπήρχε δηλαδή.
Στεκόταν εκείνο και την κοιτούσε ερωτευμένο , σα να είχε χώσει κι αυτό το μαύρο κεφαλάκι του μέσα στα σύννεφα κι ονειρευόταν ότι ήταν λέει εκεί ψηλά ,ξαπλωμένο στο χνουδωτό της αυτί και βλέπανε μαζί τα πεφταστέρια.
Της φώναζε , της ψιθύριζε, της έλεγε γλυκόλογα από εκεί χαμηλά που ζούσε, μ όλη του τη δύναμη, μα εκείνη τίποτα. Πλήρης αδιαφορία.
Ώσπου μια ζεστή νύχτα του καλοκαιριού , απελπισμένο, αποφάσισε να σκοτωθεί από έρωτα. Είχε βρει και τον πιο ωραίο τρόπο να το κάνει μάλιστα. Θα έμπαινε αθόρυβα - έτσι κι αλλιώς αθόρυβο ήτανε για κείνη - κάτω απ τα λεπτά μακριά της πόδια και εκείνη θα τον πατούσε και θα τον σκότωνε για πάντα.
Έτσι κι έκανε. Έκλεισε τα μάτια , χαιρέτησε το χορτάρι και τα λουλούδια για τελευταία φορά και προχώρησε αποφασιστικά κρατώντας την αναπνοή του.
Που να ξέρει τώρα το μολυβί μυρμηγκάκι πως οι ψηλές ρομαντικές καμηλοπαρδάλεις με τις καφέ και άσπρες βούλες , το μόνο που αντιλαμβάνονται ,εκτός απ τους φωτεινούς πλανήτες και τα αστέρια τα μακρινά, είναι ακόμα και το πιο ανεπαίσθητο γαργάλημα στις πατούσες τους!
Αρκεί ένα τόσο δα μυρμηγκάκι για να καταλάβουν ότι πατούν τα πόδια τους κάτω στη Γη , να βγάλουνε για λίγο το κεφάλι από τα σύννεφα και να κοιτάξουν κάτω.
Ναι εδώ κάτω!
Η όμορφη καμηλοπάρδαλη ακούμπησε για λίγο τα όνειρα της απλωμένα στα άσπρα σύννεφα κι έστρεψε τον μακρύ λαιμό της προς το μέρος του.
Το μυρμηγκάκι είδε ξαφνικά τα τεράστια μάτια της να τον κοιτούν απορημένα λες και έβλεπαν για πρώτη φορά αστέρι να χει πέσει κάτω στο χώμα.
Κανείς δεν μπορούσε να είναι απολύτως σίγουρος για το πόση ώρα στάθηκαν έτσι, εκεί ,να κοιτιούνται.
Ακίνητα. Αμίλητα.
Το μόνο που θυμούνται όλα τα ζώα τους δάσους να σας πουν, χρόνια μετά, είναι ότι ετούτη ήταν η πιο όμορφη αγάπη που χαν δει.
Φτιαγμένη από αστέρια, από σύννεφα ,από χώμα και φύλα πεσμένα κατάχαμα.
Κι ότι άλλο μπορεί δηλαδή να βρισκόταν ανάμεσα σε μια ψηλή , λυγερή καμηλοπάρδαλη κι ένα μολυβί , μικρό μυρμηγκάκι.
 
Νίκος Βουτσινάς



There's a saying old, says that love is blind
Still we're often told, "seek and ye shall find"
So I'm going to seek a certain lad I've had in mind


Looking everywhere, haven't found him yet
He's the big affair I cannot forget
Only man I ever think of with regret



I'd like to add his initial to my monogram
Tell me, where is the shepherd for this lost lamb?



There's a somebody I'm longin' to see
I hope that he, turns out to be
Someone who'll watch over me



I'm a little lamb who's lost in the wood
I know I could, always be good
To one who'll watch over me



Although he may not be the man some
Girls think of as handsome
To my heart he carries the key



Won't you tell him please to put on some speed
Follow my lead, oh, how I need
Someone to watch over me



Won't you tell him please to put on some speed
Follow my lead, oh, how I need
Someone to watch over me



Someone to watch over me

Writer: GERSHWIN, GEORGE





Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

το οριζόντιο ύψος ..







Μια φορά κι έναν καιρό, πλάι σ' ένα πανύψηλο, υπερήφανο κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη, ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι' αυτό και τεντωνότανε αδιάκοπα στις άκρες των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα. 
Μάταιη προσπάθεια και αρκετά οδυνηρή, γιατί, κάθε φορά που έκανε αυτήν τη γυμναστική, για μέρες μετά, την πόναγε ανυπόφορα η μέση της.

Το κυπαρίσσι, που παρακολουθούσε αφ' υψηλού τον αγώνα της αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης:

" Δεν γνωρίζετε τι χάνετε, αγαπητή μου αγριάδα, εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεσθε. Δίχως να θέλω διόλου να υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του κόσμου και θα ήταν ακόμη πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. Ωστόσο ευελπιστώ ή, μάλλον, έχω τη βεβαιότητα ότι η βροχή θα λιώσει, σιγά σιγά,αυτά τα αναιδή βουνά και τότε θα δω και τη Γουατεμάλα. Το σχέδιο αυτό είναι βεβαίως μακροπρόθεσμο, αλλά μπορώ να περιμένω, αφού, ως γνωστόν, ζω επτακόσια χρόνια."

Η αγριάδα, αν και δεν ήξερε ούτε πού βρίσκεται αυτή η Γουατεμάλα ούτε αν τα βουνά λιώνουν απ' τη βροχή ούτε, ακόμη, αν είναι πολλά τα επτακόσια χρόνια, ακούγοντας αυτά τ' ανήκουστα λόγια, ένιωθε την καρδιά της να μαραζώνει και, τις νύχτες που κοιμόταν, έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. Ψήλωνε, λέει, ψήλωνε τόσο, που ξεπερνούσε κατά πολύ στο μπόι το κυπαρίσσι, ξεπερνούσε ακόμη και τα πιο ψηλά βουνά κι έβλεπε από κει πάνω όχι μόνο τη Γουατεμάλα αλλά και το Ακαλακούμπα, χώρα ακόμα πιο μακρινή, ακόμη πιο ωραία, όπου οι άνθρωποι χόρευαν ένα γρήγορο χορό που τονε λέγαν ρούμπα.
Βέβαια, όταν ξύπναγε, το πρώτο πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα σαλιγκάρι τόσο αργοκίνητο, που έμενε στο οπτικό πεδίο της όλη τη μέρα, προκαλώντας της κατάθλιψη και κάνοντάς την να μη βλέπει την ώρα πότε θα ξανανυχτώσει, για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί το μακρυνό Ακαλακούμπα και τον γρήγορο χορό που τόνε λένε ρούμπα.



Έτσι ζούσαν κυπαρίσσι κι αγριάδα, πλάι πλάι, αλλά το καθένα στον κόσμο του, ώσπου μια μέρα φθινοπωρινή ( χρόνια πολλά, πάρα πολλά πριν από τα επτακόσια), που ο ουρανός είχ' ένα χρώμα μολυβί, μια λάμψη ξαφνική, ονόματι αστροπελέκι, χτύπησε κατακέφαλα το κυπαρίσσι και το έκαψε. 
Η βροχή που ακολούθησε, μπόρα τρικούβερτη, αντί να λιώσει τα βουνά που του 'κρυβαν τη Γουατεμάλα, τη στάχτη του έλιωσε και γκρίζα λάσπη την υπερηφάνεια του έκανε.
Η αγριάδα, άναυδη στην αρχή, όταν συνήλθε κάπως, μακάρισε το ελάχιστό της μπόι και θρήνησε το κυπαρίσσι που - πώς να το κάνουμε;- αν και φλύαρο και υπερφίαλο, της είχε χαρίσει το όνειρο των μεγάλων αποστάσεων, του απέραντου κόσμου. Μετά απ' αυτό το θλιβερό γεγονός, σταμάτησε την έτσι κι αλλιώς ανώφελη γυμναστική της και μόνο αραιά και πού έβλεπε στον ύπνο της το εξωτικό Ακαλακούμπα. Κανένας όμως δε χόρευε εκεί τη ρούμπα. Ήτανε, βέβαια, ακόμη νεαρά και εστερείτο πείρας, τόσο εστερείτο πείρας, που καν δεν γνώριζε τις φυσικές της ιδιότητες.
Έτσι, ένα ανοιξιάτικο πρωί, παραξενεύτηκε πολύ, νιώθοντας να τη φαγουρίζουνε οι ρίζες της, κι ακόμα πιο πολύ παραξενεύτηκε σαν είδε, δυο μέρες τρεις αργότερα, λίγο πιο κει, μέσα απ' το χώμα να προβάλλει ένα μικρό, χλωροπράσινο βλαστάρι αγριάδας

" Μπα, καινούργια απόχτησα γειτόνισσα!" ήταν η πρώτη σκέψη της, 
αλλά όταν είπε
" καλωσόρισες, γειτόνισσα", άκουσε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να λέει και το βλαστάρι τα ίδια λόγια, να την καλωσορίζει, δηλαδή με τη φωνή της. Το ίδιο έγινε, ακριβώς, άλλες δυο μέρες τρεις αργότερα, όταν καινούργιο εμφανίστηκε, πιο πέρα, βλασταράκι.
Μπορεί, λοιπόν, να ήταν άπειρη, αλλά κουτή δεν ήταν. Έτσι, κατάλαβε ότι στον εαυτό της μίλαγε, αφού τα νέα αυτά βλαστάρια από τις ρίζες της ξεπήδαγαν και σαρξ εκ της σαρκός της ήσαν.

Λόγια πολλά για να μη λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ' την αιωνιότητα, 
μέσα σε χρόνια ελάχιστα, πολύ πιο λίγα από επτακόσια, η αγριάδα είχε, ρίζα τη ρίζα, καταβολάδα την καταβολάδα, βλαστάρι το βλαστάρι, όλο τον κάμπο καταχτήσει κι όλα τα βουνά ως την κορφή τους και πιο πέρα. 
Για πιο πέρα δεν μπορώ να πω· τα μάτια μου μονάχα ως τις βουνοκορφές την ακολούθησαν· πιο πέρα δεν άντεξαν. 
Έμαθα ωστόσο, από έγκυρες πηγές, πως έφτασε στο Ακαλακούμπα και πως στο δροσερό και καταπράσινο χαλί της χορεύουν τώρα γυμνοπόδαροι εραστές τη ρούμπα.

Επιμύθιο Ι: Όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεσαι, τόσο πιο μακριά από τ'αστροπελέκια είσαι.
Επιμύθιο ΙΙ: Δια του οριζοντίου ύψους, η απόστασις, έως το Ακαλούμπα, καλύπτεται εις χρόνον κατά πολύ συντομότερον των επτακοσίων ετών.

                                                                                                                   Αργύρης Χιόνης 
                                                                           Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες .. 

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011


Απώλεια Μέλλοντος 

Υπήρξαν εποχές στην ιστορία όπου οι άνθρωποι δεν ζούσαν
έτρεμαν και θρηνούσαν περιμένοντας το Μεγάλο Γεγονός. Πότε ήταν η Δευτέρα Παρουσία, το Τέλος του Κόσμου, ο Κομήτης του Χάλεϋ που θα αφάνιζε τη Γη… Η γιαγιά μου διηγιόταν πώς πήραν όλοι τα βουνά το 1910 με τον φόβο του κομήτη (παρόλο που οι αστρονόμοι τον ήξεραν, αυτός αιώνες τώρα περνάει από τη Γη κάθε εβδομήντα χρόνια).
Και μετά ήταν οι στρογγυλές και μαγικές ημερομηνίες. Το 1000 μ.Χ., το 2000… τώρα στις 12.12.12, που είπανε οι Μάγιας… Περίοδοι πανικού, όπου ο κόσμος ξεχνούσε τα προβλήματά του και βυθιζόταν στο άγχος.
Εμείς στην Ελλάδα ζούμε εδώ και δυόμισι χρόνια μια τέτοια εποχή, με διαδοχικούς συνεχόμενους πανικούς. Θα έρθει η δόση… δεν θα έρθει… πέφτουμε στον γκρεμό… όχι ακόμα… χανόμαστε… βουλιάζουμε… χρεοκοπούμε… Τόσο, που πια συνηθίσαμε και δεν μας κάνει πολλή εντύπωση.
Ζούμε την καθημερινή μας ζωή, παλεύουμε ο καθένας με τα προβλήματά του, εργαζόμαστε (όσοι έχουν δουλειά), ερωτευόμαστε, αρρωσταίνουμε – αλλά μέσα σε όλα αυτά έχουμε τη μόνιμη αίσθηση ότι περπατάμε επάνω σε λεπτό πάγο που κάθε στιγμή μπορεί να σπάσει και να χαθούμε σε παγωμένα βάθη.
Ζωή υπό προθεσμία. Ζωή με δόσεις. Κανένας μας δεν έχει μέλλον. Κανείς δεν κάνει σχέδια μακροπρόθεσμα. Αυτό είναι ίσως η χειρότερη απώλεια. Ιδιαίτερα για τους νέους. Εμείς οι μεγάλοι, πάει: σωστά ή λάθος, το ζήσαμε το μέλλον μας. Το κάναμε παρελθόν. Αλλά οι νέοι; Κι αναρωτιέμαι – πώς θα έρθουν η ανάπτυξη και η ανάκαμψη όταν κανείς δεν πιστεύει στο μέλλον; Όταν κάποιος δεν σπέρνει – πώς θα θερίσει;
Νομίζω ότι απ” όλα τα πράγματα που χάσαμε –κι έχουμε χάσει πολλά– η προοπτική του μέλλοντος είναι το σημαντικότερο. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που σχεδιάζει και προγραμματίζει. Όλα τα άλλα ζωντανά πλάσματα ζούνε στο παρόν. Η έννοια του μελλοντικού χρόνου μοιάζει να τους είναι άγνωστη.
Αλλά το ίδιο πια συμβαίνει και σ” εμάς. Τρομαγμένα ζώα είμαστε, σε μικρούς πανικούς περνάμε τις μέρες μας, ζώντας ήσσονες καταστροφές και τρέμοντας τη μεγάλη. Ήμασταν που ήμασταν ανασφαλείς ως λαός, μας ήρθαν όλα αυτά και μας ισοπέδωσαν.
Ζητείται μέλλον. Απωλέσθη ανάμεσα στο «λεφτά υπάρχουν» και στο «δεν υπάρχει σάλιο»…


 Νίκος Δήμου
Από τη Lifo

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011




Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.

Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…
Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.

Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.
Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξέ με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.
Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.

Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τρυγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.
Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι -
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.
Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.
Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.

Ώσπου χάραξε…
Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.
Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση…


Νίκος Καρούζος - Χριστούγεννα του σταλαγμίτη



Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1926 στο Ναύπλιο 
 Οι γονείς του ήταν η Κωνσταντίνα Πιτσάκη και ο Δημήτρης Καρούζος. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και ο παππούς από την πλευρά της μητέρας του ιερέας και δάσκαλος και συνέβαλαν σημαντικά στα πρώτα παιδικά του χρόνια στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερα η πλούσια βιβλιοθήκη του ιερέα παππού του.
Το 1944 ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές στην γενέτειρά του και την ίδια περίοδο εντάσσεται στην Ε.Π.Ο.Ν  Ναυπλίου στο τμήμα διαφώτησης. To 1945 εισάγεται στη Νομική  Τον Ιούνιο του 1946 γλιτώνει από σύλληψη και εκτέλεσή του από την Οργάνωση Χ 
 Την επόμενη χρονιά εξορίζεται στην Ικαρία για πέντε μήνες. 
Το 1951  υπηρετεί τη θητεία του στη Μακρόνησο και το 1953 εξορίζεται πάλι
 Νοσηλεύτηκε στο 401 Στρ,Νοσοκ. όπου απαλλάχθηκε από την στρατιωτική θητεία χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας, για λόγους υγείας.

 Το 1961  βραβεύεται με το Β' Κρατικό Βραβείο ποίησης και το 1962 με Α΄Βραβείο ποίησης της Ομάδας των Δώδεκα.
Τον Μάιο  του 67  συλλαμβάνεται για δηλώσεις που έκανε σε βάρος του Παττακού 
 Το διάστημα 83-84  και το 86  εργάζεται στο Γ' Πρόγραμμα της Ε.Ρ.Α κάνοντας εκπομπές για την λογοτεχνία. Το 1988 βράβευεται με το Κρατικό Λογοτεχνικό βραβείο ποίησης. Αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας (καρδιολογικά, κατανάλωση αλκοόλ, διάγνωση καρκίνου). Νοσηλεύεται σε διάφορες κλινικές της Ελλάδος και του εξωτερικού
Πεθαίνει στις 28 Σεπτεμβρίου  1990 στο Νοσοκομείο Υγεία.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Εξι Μαθήματα Διοίκησης



Μάθημα 1

Ένας άνδρας μπαίνει στο μπάνιο μόλις η γυναίκα του έχει κάνει ντουζ, και το κουδούνι της πόρτας χτυπά. Η γυναίκα του ρίχνει μια πετσέτα επάνω της και τρέχει στην πόρτα. Όταν ανοίγει την πόρτα βλέπει τον Γιώργο, τον γείτονα. Πριν ανοίξει το στόμα της ο Γιώργος της λέει. Σου δίνω 1000 ΕΥΡΩ να βγάλεις την πετσέτα και να με αφήσεις να σου χαϊδέψω τα στήθη. Μετά από λίγη σκέψη η γυναίκα βγάζει την πετσέτα και στέκεται γυμνή μπροστά στον Γιώργο. Αυτός την κοιτάζει για λίγο, τη χαϊδεύει, της δίνει τα 1000 ΕΥΡΩ και φεύγει. Η γυναίκα βάζει πάλι την πετσέτα και γυρνά πίσω στο μπάνιο. Ο άνδρας της την ρωτά. Ποιος ήταν; Ήταν ο Γιώργος ο γείτονας, απαντά αυτή. Ωραία, λέει ο άνδρας, μήπως είπε τίποτα για τα 1000 ΕΥΡΩ που μου χρωστά;

Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: Εάν μοιράζεσαι έγκαιρα κρίσιμες πληροφορίες με τους συνεταίρους σου, μπορεί να προλάβεις δυσάρεστες εκπλήξεις.



Μάθημα 2

Ένας ιερέας μετέφερε με το αυτοκίνητο του μια νέα καλόγρια. Αυτή σταύρωσε τα πόδια της και φάνηκαν οι καλλίγραμμοι μηροί της. Ο ιερέας έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου για λίγο και όταν συνήλθε έβαλε το χέρι του πάνω στο γόνατο της. Η καλόγρια είπε, Πάτερ, θυμήσου τον ψαλμό 129! Ο ιερέας τράβηξε το χέρι του, αλλά σε λίγο ξαναέπιασε το γόνατο της καλόγριας. Η καλόγρια είπε πάλι, Πάτερ, θυμήσου τον ψαλμό 129! Ο ιερέας απήντησε: Συγνώμη αδελφή αλλά η σάρκα είναι αδύναμη. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι των γυναικών, η καλόγρια αναστέναξε βαθειά και έφυγε.
Μόλις έφτασε στην εκκλησία ο ιερέας έτρεξε να βρει τον ψαλμό 129. Ο Ψαλμός έλεγε: Να στοχεύετε πιο ψηλά, έτσι θα βρείτε την αγαλλίαση.

Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: Εάν δεν είσαι καλά πληροφορημένος για την εργασία σου, μπορεί να χάσεις καλές ευκαιρίες.



Μάθημα 3

Ένας υπεύθυνος πωλήσεων, ένας υπάλληλος Διοίκησης και ο Διευθυντής τους πήγαιναν να γευματίσουν όταν βρήκαν μια παλιά γκαζόλαμπα. Την έτριψαν και βγήκε από μέσα ένα Τζίνι. Το Τζίνι είπε: Θα ικανοποιήσω μια ευχή από τον καθένα σας. Εγώ πρώτος, εγώ πρώτος! λέει ο υπάλληλος Διοίκησης. Θέλω να είμαι στις Μπαχάμες, να οδηγώ ένα ταχύπλοο, και να μη νοιάζομαι για τίποτα στον κόσμο. Παφ.. Και έγινε. Εγώ μετά, εγώ μετά! Λέει ο υπεύθυνος πωλήσεων. Θέλω να είμαι στην Χαβάη, χαλαρώνοντας στην παραλία με την προσωπική μου μασέζ, και απολαμβάνοντας την αγάπη στην ζωή μου. Παφ.. Και έγινε. 'Οκ η σειρά σου τώρα', λέει το Τζίνι στον Διευθυντή. Ο Διευθυντής είπε, Θέλω αυτούς τους δύο πίσω στο γραφείο μετά το γεύμα.

Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: Πάντα αφήνουμε το αφεντικό να έχει τον πρώτο λόγο.



Μάθημα 4

Ένας αετός καθόταν επάνω σε ένα δένδρο χωρίς να κάνει τίποτα.
Ένα μικρό κουνέλι βλέπει τον αετό και τον ρωτά: Μπορώ να κάθομαι σαν και εσένα και να μη κάνω τίποτα; Ο αετός απάντησε: Βέβαια, γιατί όχι! Το κουνέλι λοιπόν κάθισε κάτω στο έδαφος και αναπαύονταν. Ξαφνικά, εμφανίζεται μια αλεπού, ορμά και τρώει το κουνέλι.

Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: Για να μπορείς να κάθεσαι και να μη κάνεις τίποτα, πρέπει να βρίσκεσαι σε πολύ υψηλή θέση.


Μάθημα 5

Μια γαλοπούλα συνομιλούσε με ένα ταύρο.Θα ήθελα να μπορούσα να ανεβώ στην κορυφή αυτού του δένδρου, είπε η γαλοπούλα, αλλά δεν έχω δυνάμεις.'Γιατί δεν δοκιμάζεις λίγο από τα περιττώματα μου; απήντησε ο ταύρος. Είναι πολύ θρεπτικά.
Η γαλοπούλα τσίμπησε από έναν σωρό κοπριάς, και διαπίστωσε ότι του έδωσε αρκετή δύναμη για να φτάσει το κατώτερο κλαδί του δένδρου. Την άλλη ημέρα, αφού έφαγε περισσότερη κοπριά, έφτασε στο δεύτερο κλαδί. Τελικά μετά από τέσσερες νύχτες, η γαλοπούλα με περηφάνια σκαρφάλωσε στην κορυφή του δένδρου. Όμως γρήγορα έγινε αντιληπτή από έναν κτηματία, που την πυροβόλησε και την έριξε κάτω από το δένδρο.

Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: Τα σκατά (βλακείες=bullshit=σκατά ταύρου) μπορεί να σε ανεβάσουν ψηλά, αλλά δεν μπορεί να σε κρατήσουν εκεί.



Μάθημα 6

Ένα μικρό πουλί πετούσε νότια για να αποφύγει τον χειμώνα. Έκανε πολύ κρύο, το πουλάκι πάγωσε και έπεσε στο έδαφος σε ένα μεγάλο αγρό. Ενώ έτρεμε εκεί, ήλθε μια αγελάδα και κόπρισε επάνω του. Καθώς το παγωμένο πουλάκι ήταν μέσα στον σωρό της κοπριάς, διαπίστωσε ότι ζεστάθηκε. Η κοπριά το ξεπάγωσε.
Καθώς λοιπόν ήταν ζεστό και χαρούμενο, άρχισε να κελαηδά.
Μια περαστική γάτα άκουσε το κελάηδημα και έτρεξε να δει από πού προέρχονταν.Ακολουθώντας τον ήχο, η γάτα βρήκε το πουλάκι στην στοίβα της κοπριάς, και αμέσως το άρπαξε και το έφαγε.

Ηθικά διδάγματα της ιστορίας:

(1) Όποιος σε χέζει δεν είναι απαραίτητα εχθρός σου.
(2) Όποιος σε βγάζει από τα σκατά δεν είναι απαραίτητα φίλος σου.
(3) Και όταν είσαι μέσα στα σκατά, είναι καλύτερο να κρατάς το στόμα σου κλειστό.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Το δέντρο των φίλων




Υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μας που μας κάνουν ευτυχισμένους απ΄ την απλή σύμπτωση να συναντηθούν τα μονοπάτια μας. Κάποιους τους έχουμε σε όλη τη διαδρομή στο πλάϊ μας, βλέποντας πολλά φεγγάρια να περνάνε, ενώ κάποιους τους βλέπουμε ελάχιστα μεταξύ δύο βημάτων μας. Όλους τους ονομάζουμε φίλους και υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη αυτών. Ίσως κάθε φύλλο ενός δέντρου χαρακτηρίζει τους φίλους μας. Το πρώτο που ξεπροβάλλει είναι ο πατέρας και η μητέρα μας, μάς δείχνουν τι είναι η ζωή. Στη συνέχεια έρχονται οι αδελφικοί φίλοι με τους οποίους μοιραζόμαστε το χώρο μας, για να ανθίσουν και αυτοί όπως κι εμείς.

Καταλήγουμε να αναγνωρίσουμε  σε ολόκληρη την οικογένεια φύλλων αυτούς που σεβόμαστε και επιθυμούμε το καλό τους. Επιπλέον, η μοίρα μάς φέρνει και άλλους φίλους, αυτούς που δεν γνωρίζαμε ότι επρόκειτο να διασχίσουν το δρόμο μας. Πολλούς από αυτούς τους ορίζουμε ως αδερφές ψυχές, φίλους καρδιακούς. Είναι ειλικρινείς, είναι αληθινοί. Ξέρουν πότε δεν είμαστε καλά, ξέρουν τι μας κάνει ευτυχισμένους. Και μερικές φορές μία από αυτές τις αδερφές ψυχές αναφλέγεται μέσα στην καρδιά μας και τότε γίνεται ερωτικά εμπνευσμένος φίλος. Αυτός δίνει λάμψη στα μάτια μας, μουσική στα χείλη μας, φτερά στα πόδια μας, πεταλούδες στο στομάχι μας, κλπ.

Υπάρχουν επίσης οι περιστασιακοί φίλοι, αυτοί που γνωρίζουμε σε κάποιες διακοπές, ή για λίγες μέρες ή ώρες. Αυτοί συνήθως στολίζουνε το πρόσωπό μας με πολλά χαμόγελα για όσο καιρό είμαστε κοντά τους. Μιλώντας για κοντά, δε θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε τους μακρινούς μας φίλους, εκείνους που είναι στην άκρη των κλαδιών και όταν ο άνεμος φυσάει εμφανίζονται πάντα μεταξύ του ενός φύλλου και του άλλου. Περνάει ο καιρός, το καλοκαίρι φεύγει, πλησιάζει το φθινόπωρο και χάνουμε κάποια από τα φύλλα μας, μερικά γεννιούνται σε ένα άλλο καλοκαίρι, και μερικά παραμένουν για πολλές εποχές.
Αλλά αυτό που μας κάνει πιο ευτυχισμένους είναι η συνειδητοποίηση ότι τα φύλλα που έπεσαν συνεχίζουν να είναι κοντά, να τρέφουν τις ρίζες μας με χαρά. Είναι αναμνήσεις εκπληκτικών στιγμών από τη στιγμή που διασχίσανε το μονοπάτι μας. Σας εύχομαι, φύλλα του δέντρου μου, ειρήνη, αγάπη, υγεία, τύχη και ευημερία. Σήμερα και πάντα …
γιατί απλά
κάθε πρόσωπο που έρχεται στη ζωή μας είναι μοναδικό. 
Πάντα αφήνει κάτι από τον εαυτό του και παίρνει ένα κομμάτι από εμάς. 
Θα υπάρξουν και εκείνοι που μας πήραν πολλά, αλλά δε θα υπάρξουν αυτοί που δε μας άφησαν τίποτα. 
Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευθύνη της ζωής μας και η πιο προφανής απόδειξη πως δύο ψυχές δε συναντήθηκαν ποτέ τυχαία.

El Arbol de los Amigos-Borges / Το δέντρο των φίλων-Μπόρχες

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας ..


Νίκος Δήμου - Η δυστυχία του να είσαι Έλλην



Υπάρχουν Έλληνες που προβληματίζονται με τους εαυτούς των και Έλληνες που δεν προβληματίζονται. Οι σκέψεις αυτές αφορούν περισσότερο τους δεύτερους. Είναι όμως αφιερωμένες στους πρώτους.
Ορίζουμε σαν ευτυχία την (συνήθως προσωρινή) κατάσταση, όπου η πραγματικότητα συμπίπτει με τις επιθυμίες μας
Σε αναλογία, δυστυχία πρέπει να είναι η μη σύμπτωση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Με άλλα λόγια, δυστυχία μπορούμε να ονομάσουμε την απόσταση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Όσο μεγαλύτερη η απόσταση, τόσο πιο δυστυχισμένοι είμαστε.

Αξίωμα: Ένας Έλληνας κάνει ότι μπορεί για να μεγαλώσει το άνοιγμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Ο Έλληνας ζει κυκλοθυμικά σε μόνιμη έξαρση ή ύφεση. Μία συνέπεια: απόλυτη αδυναμία αυτοκριτικής και αυτογνωσίας.
Το Έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό, ό,τι είναι αληθές». Εμείς χρόνια τώρα, προσπαθούμε να πεισθούμε για το ανάποδο.
Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέπτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξανδρο είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε τουλάχιστον τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη.
Κι όμως στην πραγματικότητα είναι ο Καραγκιόζης, που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξανδρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, την μόνιμη πείνα και την μία τέχνη: της ηθοποιίας.
Πόσοι είναι οι Έλληνες, εκτός από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, που έχουν δει το πρόσωπό τους στον καθρέφτη;
Για τούτο ο Έλληνας δεν συγχώρησε ποτέ όσους «μισέλληνες» ζωγράφισαν το πορτραίτο του (Καημένε Αμπού!).

Ο Έλληνας προσπαθεί σε κάθε τομέα, να είναι εκτός πραγματικότητας. Και μετά είναι δυστυχής, διότι είναι εκτός πραγματικότητας (και μετά είναι ευτυχής... διότι είναι δυστυχής).
Βασικά ο Έλληνας αγνοεί την πραγματικότητα. Ζει δύο φορές πάνω από τα οικονομικά του μέσα. Υπόσχεται τα τριπλά από αυτά που μπορεί να κάνει. Γνωρίζει τα τετραπλάσια από αυτά που πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νοιώθει.
Η υπερβολή δεν είναι μόνο εθνικό ελάττωμα. Είναι τρόπος ζωής των Ελλήνων. Είναι η συνισταμένη του εθνικού τους χαρακτήρα. Είναι η βασική αιτία της δυστυχίας τους αλλά και η μεγάλη τους δόξα. Γιατί στο αυτοσυναίσθημα, η υπερβολή λέγεται λεβεντιά.
Ο Νεοέλληνας μοιάζει ευτυχισμένος όταν είναι δυστυχισμένος. Όταν όλα πάνε καλά, αισθάνεται ανήσυχος και απροσάρμοστος. Αν δεν έχει αίτια δυστυχίας, θα ψάξει να βρει.
Η ευτυχία της δυστυχίας του Νεοέλληνα εκφράζεται τέλεια στην «ελληνική γκρίνια
Απομεινάρι της σκλαβιάς; Γνώρισμα των ταλαιπωρημένων λαών; Πάντως το καλύτερο που θα ακούσετε, είναι ένας βαθύς αναστεναγμός με νόημα και η φράση; «έ! ας τα λέμε καλά...».

Σε κανένα λαό η φράση Τι κάνεις; δεν οδηγεί σε πλήρη ανάλυση του ιατρικού ιστορικού, της οικογενειακής κατάστασης, των οικονομικών δυσχερειών και των σεξουαλικών προβλημάτων του (τυπικά) ερωτηθέντος.

Ο ελληνικός «νόμος του Parkinson": Δύο Έλληνες κάνουν σε δύο ώρες (λόγω διαφωνίας) ό,τι ένας Έλληνας κάνει σε μία ώρα.

Βαθιά μέσ' την ψυχή του Έλληνα συζούν ο Χατζηαβάτης και ο Μεγαλέξανδρος. Η υπερβολή της κακομοιριάς και της λεβεντιάς. Η περηφάνια της ύβρης και η ύβρη της γκρίνιας. Μόνιμες και αρχαίες αιτίες δυστυχίας και δημιουργίας.

Στο θέμα της κληρονομιάς τους, θα χώριζα τους Έλληνες σε τρεις κατηγορίες-τους συνειδητούς, τους ημι-συνειδητούς και τους μη-συνειδητούς.
-Οι πρώτοι (λίγοι) ξέρουν. Έχουν νοιώσει το τρομερό βάρος της κληρονομιάς. Έχουν καταλάβει το απάνθρωπο επίπεδο τελειότητας του λόγου ή της μορφής των παλιότερων. Και τούτο τους συντρίβει.
-Οι δεύτεροι (και οι περισσότεροι) δεν ξέρουν άμεσα. Έχουν όμως «ακουστά». Είναι σαν τους γιους του διάσημου φιλόσοφου, που δεν μπορούν να καταλάβουν τα έργα του, βλέπουν όμως πως όσοι ξέρουν, τα τιμούν και τα βραβεύουν. Τους ενοχλεί αλλά και τους κολακεύει η φήμη. Επαίρονται πάντα όταν μιλούν σε τρίτους.
-Η τρίτη κατηγορία-οι μη συνειδητοί- είναι οι παρθένοι και αγνοί (γράφε ασπούδαχτοι: Μακρυγιάννης, Θεόφιλος, Λαός). Έχουν ακούσει για τους παλιούς σε μύθους και θρύλους, που τους έχουν αφομοιώσει σαν λαϊκά παραμύθια. Αυτοί οι αγνοί δημιούργησαν την λαϊκή παράδοση και τέχνη.
Ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των ημιμαθών με το μόνιμο κρυφό πλέγμα κατωτερότητας απέναντι στους αρχαίους, καθορίζει τη στάση και το ύφος του συνόλου.

Η σχέση μας με τους αρχαίους είναι μία πηγή του εθνικού πλέγματος κατωτερότητας. Η άλλη είναι η σύγκριση στο χώρο και όχι στο χρόνο. Με τους σύγχρονους «ανεπτυγμένους». Με την «Ευρώπη».
Όταν ένας Έλληνας μιλάει για την Ευρώπη, αποκλείει αυτόματα την Ελλάδα. Όταν ένας ξένος μιλάει για την Ευρώπη, δεν διανοούμαστε ότι μπορεί να μη περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
Γεγονός είναι πως-ό,τι και αν λέμε-δεν νιώθουμε Ευρωπαίοι. Νιώθουμε απ' έξω. Και το χειρότερο είναι, που τόσο μας νοιάζει και μας καίει, όταν μας το λένε...
Φθονούνε τους άλλους λαούς, ενώ διατυμπανίζουμε την ανωτερότητά μας. Ξενομανείς, ξενόφοβοι και ξενόδουλοι κι όχι μόνο (τουριστικά) φιλόξενοι.
Στις ρίζες της ελληνικής δυστυχίας είναι τα δύο εθνικά πλέγματα κατωτερότητας. Το ένα στο χρόνο με τους προγόνους. Το άλλο στο χώρο με τους Ευρωπαίους. Αδικαιολόγητα ίσως πλέγματα αλλά όχι για τούτο, λιγότερο πραγματικά.
Είμαστε διαφορετικοί. Κι όμως προσπαθούμε με απόγνωση να ενταχθούμε κάπου. Γιατί άραγε αισθανόμαστε την μοναδικότητά μας σαν ελάττωμα; Γιατί ντρεπόμαστε γι' αυτή; Άραγε επειδή δεν είμαστε αρκετά μεγάλοι ή δυνατοί, ώστε να κάνουμε την αδυναμία μας παντιέρα; Η μήπως επειδή δεν είμαστε αρκετά σίγουροι για τον εαυτό μας;
Αυτή η έλλειψη σιγουριάς, και όχι το μέγεθός της, μας έκανε πάντα να αναζητάμε προστάτες. Και άλλοι λαοί είναι μικροί, αλλά δεν κρέμονται από τους μεγάλους...
Ποτέ δεν θελήσαμε να αποσαφηνίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε την ιδιομορφία μας. Πάντα προσπαθούμε να ανήκουμε κάπου και όχι να είμαστε εμείς. Προσπαθήσαμε να ξαναγίνουμε αρχαίοι. Πασχίσαμε να αποδείξουμε την καθαρότητα της ράτσας μας, πολεμώντας φανατικά τον Falmereyer, αλλά ποτέ δεν ερευνήσαμε ψύχραιμα τα πραγματικά συστατικά της. Μισήσαμε και καταστρέψαμε την γλώσσα μας, γιατί δεν ήταν εντελώς ίδια με την γλώσσα των αρχαίων προγόνων μας. Μισήσαμε τον εαυτό μας, γιατί δεν ήταν ψηλός, ξανθός με ελληνική μύτη σαν τον Ερμή του Πραξιτέλη. Μισήσαμε τους γείτονές μας γιατί τους μοιάζουμε.
Τελικά ποίοι είμαστε; Οι ευρωπαίοι της ανατολής ή οι ανατολίτες της Ευρώπης; Οι αναπτυγμένοι του Νότου ή οι υποανάπτυκτοι του Βορρά; Οι κατ' ευθείαν απόγονοι των Αχαιών ή η πανσπερμία της Βαβυλωνίας:
Είμαστε ένας λαός χωρίς πρόσωπο και χωρίς ταυτότητα. Όχι επειδή δεν έχουμε πρόσωπο, αλλά επειδή δεν τολμάμε να κοιταχτούμε στον καθρέπτη. Επειδή μας έκαναν να ντρεπόμαστε για το πραγματικό μας πρόσωπο. Τόσο που να φοβόμαστε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Έτσι μάθαμε να παίζουμε διάφορους ρόλους: τον αρχαίο, τον Ευρωπαίο ...

Δεν θέλει μόνο αρετή και τόλμη η ελευθερία. Θέλει κυρίως γνώση και κρίση.
Σύμπτωμα ουσιαστικό της ελληνικής ψυχής η μυθοπλασία. Πλάθουμε μύθους για τον εαυτό μας. Και μετά είμαστε δυστυχισμένοι, γιατί φαινόμαστε κατώτεροι από τους μύθους, που εμείς πλάσαμε. Ένας μύθος: Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό... Αναζητώ με προσοχή άλλο λαό, του οποίου ο τράχηλος να έχει υποφέρει τόσους ζυγούς, όσο ο δικός μας.
Μόνο που κι εδώ μας σώζει η μυθοπλασία μας. Μόλις για κάποιο λόγο, πέσουν οι τύραννοι ή φύγουν οι ξένοι, πεταγόμαστε επάνω σαν τον Καραγκιόζη με τον Όφη και λέμε: εμείς τους διώξαμε!

Άλλος μύθος: Οι Έλληνες σαν εκλεκτός λαός. Ο μύθος της καπατσοσύνης. Και ο αντι-μύθος του κουτόφραγκου. Κάποιος πρέπει να γράψει κάποτε το παράξενο ρομάντζο της ελληνικής ξενολατρίας και ξενοφοβίας.

Άλλος μύθος, η ξένη επέμβαση. Ποτέ οι νεοέλληνες δεν μπόρεσαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Πάντα έφταιγε κάποιος τρίτος: ο αγγλικός δάκτυλος, η Ιντέλλιντζενς Σέρβις, το ΝΑΤΟ, η ΣΙΑ...
Άλλωστε αυτός ο μύθος δουλεύει και στις προσωπικές μας ιστορίες: Ποίος υποψήφιος πιστεύει πως δίκαια απέτυχε στις εξετάσεις; Ποίος υπάλληλος αναγνωρίζει πως δίκαια πήρε προαγωγή ο συνάδελφός του: Οι άλλοι έχουν πάντα τα μέσα..
Όχι φυσικά πως δεν υπάρχουν τα μέσα ή οι ξένες επεμβάσεις. Ωστόσο η σημασία που παίρνουν αυτές οι παρεμβάσεις στην φαντασία του Ρωμιού, είναι πραγματικά μεταφυσική. Άλλο σύμπτωμα, η συνεχής απομυθοποίηση των άλλων και η μυθοποίηση του εαυτού μας. Η απόλυτη αδυναμία του νεοέλληνα να μιλήσει για οποιονδήποτε αξιόλογο συμπατριώτη του χωρίς να πει: ναι - αλλά...
Υπάρχει άραγε νεοέλληνας που να μην αμφισβητήθηκε ο ανδρισμός του; Και τώρα ας θυμηθούμε τις δύο συχνότερες νεοελληνικές βρισιές.

Άλλο σύμπτωμα έλλειψης σιγουριάς, η νεοελληνική καχυποψία. Πρώτη αντίδραση σε ό,τι πεις: Με...δουλεύεις;
Ο Έλληνας δεν αισθάνεται άνετα μέσα στον κόσμο. Σαν συγγενής από την επαρχία, κάθεται στην άκρη της καρέκλας και κρύβει την έλλειψη σιγουριάς κάτω από την σοβαροφάνειά του. Σπάνια γελά.
Ανάμεσα στον μύθο και τον φόβο, ζουν και δημιουργούν οι Έλληνες.
Οι άλλοι λαοί έχουν θεσμούς. Εμείς έχουμε αντικατοπτρισμούς.
Τα μόνα επικίνδυνα κατεστημένα στην Ελλάδα είναι η γεροντοκρατία, η γραφειοκρατία και η μητριαρχία. Η γραφειοκρατία είναι εκείνη η αρρώστια, της οποίας νομίζει ότι είναι η θεραπεία.

Ρωμαίικο management. Αντί για κίνητρα, η φάπα του Καραγκιόζη.
Το πρόσφατο ειδύλλιο του Έλληνα με την καταναλωτική κοινωνία-ένας μακρύς, οδυνηρός αρραβώνας, χωρίς γάμο.

Η Ελληνική Παιδεία είναι ένας μηχανισμός μαζικής βεβιασμένης τροφοδότησης γνώσεων, που τον κινούν αμόρφωτοι άμουσοι και υπαμοιβόμενοι εκπαιδευτικοί. Το πρόβλημα της Ελληνικής Παιδείας είναι πρόβλημα διδασκόντων. Μόνο προσωπικότητα μπορεί να διαμορφώσει προσωπικότητες. Θα Θυμάμαι πάντα τους καθηγητές που έτρεμαν όσους μαθητές είχαν μάθει να σκέπτονται.
Η αρχή στην οποία στηρίχθηκε η Ελληνική Παιδεία, ήταν κάτι χειρότερο από το μηδέν. Ο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δύο αλληλογρονθοκοπούμενες έννοιες σε ένα επίθετο. Πόσο χαρακτηριστικό για την εσωτερική μας αντίφαση!
Άλλοι λαοί έχουν θρησκεία. Εμείς έχουμε παπάδες.
Η μόνη επαφή της Ελληνικής εκκλησίας με το πνεύμα τα τελευταία εκατό χρόνια, ήσαν οι αφορισμοί του Ροΐδη, του Λασκαράτου και του Καζαντζάκη.
Τον αιώνα που πέρασε η Ελληνική εκκλησία υπηρέτησε, πιστά και αφοσιωμένα πολλούς κυρίους. Εκτός από τον Ένα.

Ζει στην ακριβότερη χώρα της Ευρώπης-σε σχέση με τις αμοιβές του έχει την χειρότερη κοινωνική ασφάλιση, τα περισσότερα τροχαία ατυχήματα, το φτωχότερο εκπαιδευτικό σύστημα και τις μικρότερες κυκλοφορίες βιβλίων.

Ο απότομα αστικοποιηθείς βλάχος είναι το πιο λυπηρό ζώο στην Ελλάδα. Η ζωή του έχει τελείως εκφυλιστεί. Έχασε όλο το παραδοσιακό πατριαρχικό μεγαλείο, χωρίς να αποκτήσει τίποτα στη θέση του. Ούτε είχε η ελληνική αστική τάξη σημαντική παράδοση να του την προσφέρει, αλλά και αν είχε, δεν ήταν δυνατό μερικές χιλιάδες αστοί, να αφομοιώσουν μερικά εκατομμύρια βλάχους σε μία γενιά.
Έτσι ο αστικοποιηθείς βλάχος ζει στο κενό. Δεν έχει γη δεν έχει γλώσσα (έρχομαι εξ Ομονοίας), δεν έχει θρησκεία. Δεν ξέρει πια πως να χαρεί, να κλάψει. Δεν ξέρει να ζήσει.
Αλλά ούτε και να πεθάνει. Το σημαντικότερο κριτήριο για την αυθεντικότητα μίας κοινωνίας είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον θάνατο. Στην Ελλάδα μόνο στα χωριά ξέρουν να αντικρίσουν τον Χάροντα.
Αν έπρεπε να διαλέξω το χαρακτηριστικότερο σύμβολο της νεοελληνικής φτήνιας και κακογουστιάς, θα διάλεγα τις γελοίες αμερικάνικες νεκροφόρες με τις μπαρόκ κρυστάλλινες απλίκες. Ποτέ πράγμα πιο σοβαρό δεν εξευτελίστηκε χειρότερα από το σύμβολό του.

Ενώ οι μισοί Έλληνες προσπαθούν να μεταμορφώσουν την Ελλάδα σε ξένη χώρα, οι άλλοι μισοί ξενιτεύονται. Είμαστε μία από τις λίγες χώρες που έχει περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες από κατοίκους.
Οι Έλληνες πάντα θα γυρεύουν την πατρίδα τους σε άλλες πατρίδες και τις άλλες πατρίδες στην δική τους.

Όπως ο άνθρωπος κουβαλά το προπατορικό αμάρτημα, ο Έλληνας κουβαλά το σόι του. Οι άλλοι λαοί έχουν συγγενείς. Ο Έλληνας έχει συνεταίρους στη ζωή (και στο θάνατο). Όταν ο Έλληνας δεν έχει σόι, έχει παρέα. Μοιάζει σε τούτο με το σόι: είναι το ίδιο μόνιμη, το ίδιο απαιτητική και το ίδιο βαρετή.

Η σεξουαλική ζωή του Έλληνα κινείται σε δύο επίπεδα, το πραγματικό και το φανταστικό. Η απόσταση μεταξύ τους είναι μεγάλη. Η σεξουαλική ζωή της Ελληνίδας κινείται κι αυτή σε δύο επίπεδα, το πραγματικό και το εμπορικό. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη.

Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει.

Κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα πάθεις έμφραγμα.

Το θλιβερότερο θέαμα είναι δέκα Έλληνες διανοούμενοι σε ένα δωμάτιο. Ο καθένας θα προσπαθήσει να μεταβάλει τους άλλους σε ακροατήριο.

Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί (συνήθως μάταια) να κάνει τις ιδέες του πράξη. Ο Έλληνας διανοούμενος είναι αυτός που προσπαθεί να βρει ιδέες για να δικαιολογήσει τις πράξεις του.


Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011



Aποσπάσματα από μία συνέντευξη





-Eίστε κατά του γάμου κύριε Χατζιδάκι;
-Ναι, ασυζητητί. Ο γάμος είναι πηγή ασθενειών.

-Τι ασθενειών;
-Μεγάλων ασθενειών. Κατ' αρχήν, ευνοείται ο γάμος, διότι τροφοδοτεί τα κοινωνικά σύνολα με πληθυσμό.

-Δεν πρέπει να τροφοδοτούνται τα κοινωνικά σύνολα με πληθυσμό; Δεν είναι απαραίτητο;
-Όχι. Δεν με ενδιαφέρει. Γιατί να συνεχίσουμε να υπάρχουμε; Να πάμε να χαθούμε! Εάν τυχόν η ανάπτυξή σας βασίζεται στο αντίστοιχο της Τουρκίας, όλη η φουκαροσύνη και δέκα παιδιά, ποτέ μην αναπτυχθούμε. Βλέπετε όλους αυτούς τους φουκαράδες, που σαν τις κρεατομηχανές κάνουν δώδεκα και δεκαπέντε παιδιά και νομίζουν οι άθλιοι, μέσα στην απαιδευσιά τους, ότι κάνουν πράξη εξόχως θεάρεστη κοινωνικά, και κανείς δεν βρέθηκε να τους πει «προς Θεού, αυτό είναι αμαρτία», να βγάζουν τόσα παιδιά στον κόσμο χωρίς να έχουν τα κότσια να τα πάνε παραπέρα στη ζωή τους.
Αντίθετα, έρχεται η κοινωνία, η Πολιτεία και το επιβραβεύει επίσημα αυτό το πράγμα και σου λέει «πολύ καλά κάνεις, πάρε και επίδομα διότι χρειαζόμαστε στρατιώτες να τους στέλνουμε εις τας μάχας να σκοτώνονται υπέρ πατρίδος». Αυτή την αηδία, αυτές τις τρισάθλιες συμβατικότητες εγώ δεν τις δέχομαι.

-Πόσοι γάμοι λειτουργούν ως κρεατομηχανές; Είναι ένα ακραίο παράδειγμα αυτό. Μπορούμε να καταδικάσουμε τον γάμο απ' αυτό;
-Πρώτα-πρώτα, δεν είναι ακραίο. Και ύστερα, πείτε μου εσείς, πόσοι γάμοι είναι ευτυχείς; Οι περισσότεροι γάμοι είναι τρισάθλιοι, γίνονται κάτω από πιέσεις – όταν μια οικογένεια είναι κακά δομημένη θα βγάλει και ανθρώπους άρρωστους. Οι άρρωστοι αυτοί άνθρωποι γίνονται μέλη μιας κοινωνίας και αρρωσταίνουν και την κοινωνία. Και υποχρεούμεθα να ζούμε την αρρώστια χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι έχουν προέλθει από οικογένειες ανύπαρκτες στην ουσία. Λοιπόν, γιατί αυτό θέλετε να επιβιώσει και να συνεχιστεί; Αν είναι να επιβιώσουμε μέσω τέτοιων αηδών καταστάσεων, να μην επιβιώσουμε καθόλου.

-Όχι και έτσι!
-Γιατί όχι κι έτσι. Σας τρομάζει το γεγονός;

-Δεν μπορούμε τώρα, να πούμε, έτσι, στοπ.
-Μη σταματάτε, συνεχίστε, εμένα δεν με νοιάζει. Εγώ κάποτε θα φύγω από τον κόσμο και θα είμαι πολύ ευτυχής που δεν θα συνεχίσω να βλέπω αυτό το αηδιαστικό φαινόμενο.

-Του κόσμου ή του γάμου;
-Όλη αυτή την αθλιότητα, τουλάχιστον της ελληνικής οικογενειοκρατίας.

-Είναι μια γενική εκτίμηση ότι ο θεσμός του γάμου περνάει κρίση.
-Αυτές είναι δικαιολογίες. Να μην παντρεύονται.

-Δεν έχει βρεθεί όμως – λένε – σχέση που να μπορεί να υποκαταστήσει τον γάμο.
-Πολύ καλή είναι μια σχέση όσο θέλεις τον άνθρωπό σου. Από την ώρα που δεν τον θέλεις και δεν σε θέλει, σταματάτε. Οι ώριμοι άνθρωποι έτσι κάνουν. Δεν είσαι ιδιοκτησία κανενός. Ούτε μπορείς να γίνεις ιδιοκτησία κανενός. Επειδή σε ευλογάει ο παπάς, είσαι υποχρεωμένος να ζήσεις σΆ όλη σου τη ζωή έτσι;

-Υποστηρίζουν ότι, αν μη τι άλλο, ο γάμος χρειάζεται για να μπορούν οι άνθρωποι να φέρνουν στον κόσμο παιδιά.
-Γιατί, άμα έχεις μια πολύ καλή σχέση, δεν μπορείς να κάνεις και παιδιά;

-Παρ' όλα αυτά κι αυτοί που έχουν μια πολύ καλή σχέση όπως λέτε, δεν βλέπουν την ώρα να παντρευτούν, ακόμα και στην εποχή μας, που τόσα πράγματα έχουν αλλάξει. Το κάνουν, λέτε, από ανασφάλεια;
-Από ανασφάλεια.

-Και μένουν παντρεμένοι από ανασφάλεια;
-Από ανασφάλεια. Κάνουν παιδιά και ζούνε συμβατικά, διότι έχουν κάνει παιδιά. Είναι αποδεκτοί απ' το κοινωνικό σύνολο παντρεμένοι, μπορούν να κάνουν τις βρωμιές τους παντρεμένοι, χωρίς να κυνηγιούνται, όπως κυνηγιούνται ελεύθεροι.

-Πώς ακούτε την άποψη ότι ένας γάμος δεν πρέπει να διαλύεται όταν υπάρχουν παιδιά;
-Από την ώρα που θα κάνετε παιδιά, είναι τραγωδία. Από κει και πέρα, είτε διαλυθεί, είτε δεν διαλυθεί ο γάμος...

-Όταν η σχέση δεν είναι σωστή, είναι λέτε, τραγωδία;
-Μα πόσες σχέσεις σωστές ξέρετε εσείς; Εγώ είμαι 63 ετών και μέσα σ' αυτά τα 63 χρόνια είναι ζήτημα αν ξέρω τρεις σωστές οικογένειες όλες κι όλες. Οι άλλες είναι θλίψη, κατήφεια κι αρρώστια, γεμίζουν την κοινωνία από άρρωστους πολίτες. Βέβαια, η πολιτεία δεν ενδιαφέρεται γι' αυτά τα πράγματα, θέλει να αυξάνεται ο πληθυσμός, για να αντιμετωπίζει τους εχθρούς, τους γείτονες κ.λ.π. Εμάς τι μας ενδιαφέρει; Η ζωή δεν είναι αν θα νικήσουμε την Τουρκία ή όχι. Στα παλιά μου τα παπούτσια.
Αν θα νικήσουμε την Τουρκία;
Ναι. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Ο εχθρός είναι εξίσου εντός και εκτός Ελλάδος.

-Οι απόψεις σας θα ξενίσουν ορισμένους. Θα πουν ότι μ' αυτά και μ' αυτά κινδυνεύουμε να μην μείνει τίποτα όρθιο.
-Να μην μείνει τίποτα όρθιο. Γιατί να μείνει; Τώρα, φαντάζεσαι αλήθεια, ότι το πρόβλημά μας είναι να μείνουν όρθιες οι κολόνες ή να επιστρέψουν τα Ελγίνεια; Όλα αυτά είναι φτιαχτά προβλήματα κι ο καθένας κάνει τη μόστρα του, που λέμε, μέσα απ' αυτά. Δεν με απασχολεί, άλλα πράγματα πρέπει να μας απασχολούν.

-Τι πράγματα;
-Τώρα πάει μακριά η συζήτηση, πάμε αλλού. (...)

[Kάποια στιγμή στη συνέντευξη η δημοσιογράφος χαρακτηρίζει τον Xατζιδάκι “πνευματική προσωπικότητα... που μετέδωσε την ποιότητα... και έκανε καλό στον τόπο”. O Xατζιδάκις αρνείται όλους τους χαρακτηρισμούς]

-Τελικά, πείτε μου, αν είναι δυνατόν με δυο λόγια, ποιος είστε κ. Χατζιδάκι;
-Ένας Ξανθιώτης με κρητική καταγωγή, που ζει στην Αθήνα από το '31.

-Πέραν αυτού;
-Τίποτε άλλο.

-Όλα αυτά, η παρουσία σας στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου, οι επιτυχίες σας...
-Δεν με απασχολούν. Σας δίνω το λόγο μου. Εμένα εκείνα που με απασχόλησαν είναι άλλα πράγματα, τα οποία τα πραγματοποίησα εν πολλοίς.

-Δηλαδή;
-Aσχετο.

-Στην ιδιωτική σας ζωή;
-Στην ιδιωτική μου ζωή.

-Στην τελείως ιδιωτική σας;
-Στην εντελώς. Και γι' αυτό θεωρώ τον εαυτό μου επιτυχή. Από κει και πέρα, η μουσική μου δραστηριότητα και η απήχηση της δουλειάς μου στον κόσμο ουδόλως με ενδιαφέρει.

-Να το πιστέψω αυτό;
-Τι φταίω εγώ αν δεν το πιστέψετε; Εγώ ενεργώ, βέβαια, βάσει ορισμένων κανόνων που με χαρακτηρίζουν, δεν μπορώ για παράδειγμα να είμαι πρόχειρος στις εκδηλώσεις μου, αλλά πέραν αυτού, αδιαφορώ για την απήχηση που μπορεί να έχω. Εξίσου ενθουσιάζομαι με τριάντα ανθρώπους και εξίσου ενθουσιάζομαι μ' έναν άνθρωπο και εξίσου με χίλιους. Oι παραπάνω λιγάκι μ' ενοχλούν. (...)

Προς το τέλος της συνέντευξης ο Xατζιδάκις μιλάει για τη γυναίκα και την ομοφυλοφιλία. Η δημοσιογράφος του λέει ότι μια γυναίκα που κάνει καριέρα και είναι λεσβία έχει ν' αντιμετωπίσει την κοινωνική κατακραυγή. Eκείνος απαντά:

Ένα δυνατό πρόσωπο πρέπει να έχει τη δύναμη να αντιμετωπίζει την κοινωνική κατακραυγή. Κι εξάλλου, πρέπει να έχουμε κοινωνία που δεν θα θεωρεί το θέμα κατακριτέο.

-Υπάρχει καμιά τέτοια κοινωνία;
-Η δικιά μου, έτσι όπως τη σκέφτομαι εγώ. Να φτιάξετε ανθρώπους που να σκέφτονται σωστά. Κι όχι να γεμίζετε τα παιδιά με αηδίες κι όλα αυτά τα ανταγωνιστικά μεταξύ ανδρός και γυναικός.

-Μα υπάρχουν τα φύλα, δύο φύλα.
-Η εξέλιξη του ανθρώπου θα είναι στο να γίνει ο άνδρας και άνδρας και γυναίκα.

-Και η γυναίκα και γυναίκα και άνδρας;
-Ναι. Δεν θα υπάρχουν φύλα.

-Ούτε οπτικά;
-Όχι, τίποτα.

-Τίποτα; Δηλαδή πώς θα είναι οι άνθρωποι;
-Θα είναι άνθρωποι.

-Δηλαδή, ένα μοντέλο θα κυκλοφορεί.
-Ένα.

-Αυτό πια ξεπερνάει και τον Όργουελ.
-Δεν νομίζω πως ανήκει στα οράματά του.

-Και το βλέπετε να γίνεται σύντομα;
-Σύντομα, σύντομα. Σε καμιά δεκαριά χρόνια.

-Σας αρέσει να κάνετε πλάκες;
-Όχι.

-Λένε ότι μοιάζετε με παιδί. Είστε λίγο σαν ένα παιδί;
-Εγώ μιλάω σοβαρά. Τώρα αν οι άλλοι με παίρνουν σαν παιδί, δεν φταίω εγώ. Έτσι είμαι όταν είμαι μόνος σπίτι μου.

Α-ισθάνεστε καθόλου παιδί, ωστόσο;
-Όσο μου επιτρέπει η ηλικία μου. Είμαι 63 ετών.

-Κάνετε σκανταλιές;
-Όσες μπορώ.

-Σαν τι θα μπορούσατε να κάνετε;
-Έκανα πολλές. Έγινα Διευθυντής της Κρατικής, έγινα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Λυρικής. Όλα αυτά ήταν σκανταλιές. Ενώ οι άλλοι τα 'καναν σοβαρά, εγώ τα 'κανα για παιχνίδι. Μόνο που δεν τους άφησα να το υποπτευθούν.

-Σας αρέσει να τους την φέρνετε έτσι, καμιά φορά;
-Όχι, δεν έχω τέτοια πρόθεση. Εμένα με ενδιαφέρει να παίξω για να κοιμηθώ.

-Να παίξετε για να κοιμηθείτε!
-Ναι. Όπως κάνουν τα παιδιά, που παίζουν όλη τη μέρα, να ξοδέψουν τη ζωτικότητά τους και το βράδυ να πάνε να κοιμηθούν.

-Σας ανέχονται όμως.
-Δεν ξέρω αν με ανέχονται, εγώ πάντως κάνω εκείνο που θέλω.

-Σας ανέχονται.
-Ε, τότε, δόξα τω Θεώ, θα πει ότι εργάστηκα καλά μέχρι τώρα, ώστε να ανέχονται τις σκανταλιές μου.

-Είναι φανερό ότι είστε ευχαριστημένος.
-Από τη ζωή μου; Καλά πήγε.

-Και πάει.
-Και πάει.

(Όλγα Mπακομάρου, Περιοδικό “Γυναίκα”, 1988)




Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Γεώργιος Σεφέρης Ομιλία κατά την απονομή του Νόμπελ στη Στοκχόλμη


Τούτη τν ρα ασθάνομαι πς εμαι διος μία ντίφαση. λήθεια, Σουηδικ καδημία, κρινε πς προσπάθειά μου σ μία γλώσσα περιλάλητη π αἰῶνες, λλ στν παροσα μορφή της περιορισμένη, ξιζε ατ τν ψηλ διάκριση. Θέλησε ν τιμήσει τ γλώσσα μου, κα ν - κφράζω τώρα τς εχαριστίες μου σ ξένη γλώσσα. Σς παρακαλ ν μο δώσετε τ συγνώμη πο ζητ πρτα -πρτα π τν αυτό μου.

νήκω σ μία χώρα μικρή. να πέτρινο κρωτήρι στ Μεσόγειο, πο δν χει λλο γαθ παρ τν γώνα το λαο, τ θάλασσα, κα τ φς το λιου. Εναι μικρς τόπος μας, λλ παράδοσή του εναι τεράστια κα τ πράγμα πο τ χαρακτηρίζει εναι τι μας παραδόθηκε χωρς διακοπή. λληνικ γλώσσα δν παψε ποτέ της ν μιλιέται. Δέχτηκε τς λλοιώσεις πο δέχεται καθετ ζωντανό, λλ δν παρουσιάζει κανένα χάσμα. λλο χαρακτηριστικ ατς τς παράδοσης εναι γάπη της γι τν νθρωπιά, κανόνας της εναι δικαιοσύνη. Στν ρχαία τραγωδία, τν ργανωμένη μ τόση κρίβεια, νθρωπος πο ξεπερν τ μέτρο, πρέπει ν τιμωρηθε π τς ρινύες.

σο γι μένα συγκινομαι παρατηρώντας πς συνείδηση τς δικαιοσύνης εχε τόσο πολ διαποτίσει τν λληνικ ψυχή, στε ν γίνει κανόνας το φυσικο κόσμου. Κα νας π τος διδασκάλους μου, τν ρχν το περασμένου αώνα, γράφει: «... θ χαθομε γιατί δικήσαμε ...». Ατς νθρωπος ταν γράμματος. Εχε μάθει ν γράφει στ τριάντα πέντε χρόνια τς λικίας του. λλ στν λλάδα τν μερν μας, προφορικ παράδοση πηγαίνει μακρι στ περασμένα σο κα γραπτή. Τ διο κα ποίηση. Εναι γι μένα σημαντικ τ γεγονς τι Σουηδία θέλησε ν τιμήσει κα τούτη τν ποίηση κα λη τν ποίηση γενικά, κόμη κα ταν ναβρύζει νάμεσα σ᾿ να λα περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πς τοτος σύγχρονος κόσμος που ζομε, τυραννισμένος π τ φόβο κα τν νησυχία, τ χρειάζεται τν ποίηση. ποίηση χει τς ρίζες της στν νθρώπινη νάσα - κα τί θ γινόμασταν ν πνοή μας λιγόστευε; Εναι μία πράξη μπιστοσύνης - κι νας Θες τ ξέρει ν τ δεινά μας δν τ χρωστμε στ στέρηση μπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τ
ν περασμένο χρόνο γύρω π τοτο τ τραπέζι, τν πολ μεγάλη διαφορ νάμεσα στς νακαλύψεις τς σύγχρονης πιστήμης κα στ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πς νάμεσα σ᾿ να ρχαο λληνικ δράμα κα να σημερινό, διαφορ εναι λίγη. Ναί, συμπεριφορ το νθρώπου δ μοιάζει ν χει λλάξει βασικά. Κα πρέπει ν προσθέσω πς νιώθει πάντα τν νάγκη ν᾿ κούσει τούτη τν νθρώπινη φων πο νομάζουμε ποίηση. Ατ φων πο κινδυνεύει ν σβήσει κάθε στιγμ π στέρηση γάπης κα λοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πο ν βρει καταφύγιο, παρνημένη, χει τ νστικτο ν πάει ν ριζώσει στος πι προσδόκητους τόπους. Γι᾿ ατ δν πάρχουν μεγάλα κα μικρ μέρη το κόσμου. Τ βασίλειό της εναι στς καρδις λων τν νθρώπων τς γς. χει τ χάρη ν᾿ ποφεύγει πάντα τ συνήθεια, ατ τ βιομηχανία. Χρωστ τν εγνωμοσύνη μου στ Σουηδικ καδημία πο νιωσε ατ τ πράγματα, πο νιωσε πς ο γλσσες, ο λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δν πρέπει ν καταντον φράχτες που πνίγεται παλμς τς νθρώπινης καρδις, πο γινε νας ρειος Πάγος κανς ν κρίνει μ λήθεια πίσημη τν δικη μοίρα τς ζως, γι ν θυμηθ τν Σέλλεϋ, τν μπνευστή, καθς μς λένε, το λφρέδου Νομπέλ, ατο το νθρώπου πο μπόρεσε ν ξαγοράσει τν ναπόφευκτη βία μ τ μεγαλοσύνη τς καρδις του.

Σ
᾿ ατ τν κόσμο, πο λοένα στενεύει, καθένας μας χρειάζεται λους τος λλους. Πρέπει ν᾿ ναζητήσουμε τν νθρωπο, που κα ν βρίσκεται.

ταν στ δρόμο τς Θήβας, Οδίπους συνάντησε τ Σφίγγα, κι ατ το θεσε τ ανιγμά της, πόκρισή του ταν: νθρωπος. Τούτη πλ λέξη χάλασε τ τέρας. χουμε πολλ τέρατα ν καταστρέψουμε. ς συλλογιστομε τν πόκριση το Οδίποδα.

Γ.Σεφέρης : Έργο του χαράκτη Τάσσου 


Γεώργιος Σεφέρης  Ομιλία κατά την απονομή του Νόμπελ στη Στοκχόλμη το 1963