Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Μια υπέροχη ζωή





Η ταινία Μια Υπέροχη Ζωή  (Αγγλ. It's a Wonderful Life) είναι χριστουγεννιάτικο δράμα παραγωγής 1946, σε σκηνοθεσία Φρανκ Κάπρα.

Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική προσαρμογή του μυθιστορήματος του Φίλιπ βαν Ντόρεν Στερν με τίτλο The Greatet Gift το οποίο γράφτηκε το 1939 και δημοσιεύτηκε από το συγγραφέα το 1945. Πρόκειται για μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες του αμερικανικού κινηματογράφου, η οποία προβάλλεται συνήθως κατά τη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων.



Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Τζέιμς Στιούαρτ στο ρόλο του Τζορτζ Μπέιλι, ενός άνδρα που απαρνήθηκε τα όνειρά του προκειμένου να βοηθήσει τους άλλους. Ο Στιούαρτ πλαισιώνεται από τους Ντόνα Ριντ στο ρόλο της συζύγου του Μαίρη, Χένρι Τράβερς στο ρόλο του Κλάρενς, του φύλακα άγγελου του Τζόρτζ Μπέιλι και Λάιονελ Μπάριμορ στο ρόλο του σπαγκοραμμένου κι εκμεταλλευτή Χένρι Πόττερ που φέρνει τον Τζορτζ σε αδιέξοδο.

Παρά το γεγονός ότι η ταινία θεωρήθηκε εμπορική αποτυχία κατά την πρώτη της προβολή το 1946, λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής της και του σκληρού ανταγωνισμού, με την πάροδο των χρόνων η αξία της έλαβε αναγνώριση και πλέον θεωρείται μια από τις καλύτερες όλων των εποχών, καθώς και μια από τις κλασικότερες χριστουγεννιάτικες εορταστικές ταινίες..

Οι εισπράξεις της μαζί με τις επαναπροβολές έχουν φτάσει τα 6.3 εκατομμύρια δολάρια, διπλασιάζοντας το κόστος της παραγωγής της, ενώ τη χρονιά της προβολής της η ταινία είχε καταφέρει απλά να επιστρέψει στην εταιρία R.K.O. τα έξοδα του αρχικού προϋπολογισμού.

Όπως έγραψε ο Μαρκ Έλιοτ στη βιογραφία του 2006, με θέμα ζωή του Τζέιμς Στιούαρτ: Παρά το γεγονός ότι η ταινία δεν ήταν αποτυχημένη στο Box-Office, δεν απέφερε τα κέρδη που όλοι περίμεναν, γι' αυτό το λόγο θεωρήθηκε εμπορική αποτυχία που επιβεβαίωσε στις μεγάλες εταιρίες της εποχής, ότι ο Φρανκ Κάπρα δεν ήταν πλέον σε θέση να προσελκύσει το κοινό με τις ταινίες του, που η θεματολογία τους περνούσε πάντα σημαντικά ανθρωπιστικά μηνύματα.






Η ταινία προτάθηκε για 5 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στην 11η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών . Έλαβε επίσης την πρώτη θέση στη λίστα του Αμερικανικού Ινστιτούτου, ως η ταινία με τη μεγαλύτερη επιρροή. Το 1990 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.


Το τρέιλερ της ταινίας

Η ταινία προτάθηκε για 5 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στην 11η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών . Έλαβε επίσης την πρώτη θέση στη λίστα του Αμερικανικού Ινστιτούτου, ως η ταινία με τη μεγαλύτερη επιρροή. Το 1990 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική. 

Και ολόκληρη η ταινία με ελληνικούς υπότιτλους,  εδώ

και εναλλακτικά  και  εδώ




Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Χρόνια μας Πολλά ..



Ο μύθος των Χριστουγέννων κρατιέται με τη βία απ'τα παράθυρα και από τις πόρτες, κρεμασμένος σε πανύψηλα κι αφιλόξενα σύγχρονα σκυθρωπά κτίρια.
Τον συντηρούν οι δραστηριότητες της αγοράς, τα συμφέροντα των εμπόρων, οι ανελεύθερες κυβερνήσεις- πλην ανατολικών- και οι ακόμη πιο ανελεύθερες θρησκευτικές οργανώσεις, τέλος, οι αστοί και οι εργατικοί, πρόσφατοι μετανάστες στην αστική τάξη, που κατ' ουσίαν κυβερνάν τον κόσμο μας, και που επιθυμούν θρησκευτικές αιτιολογίες και παραδόσεις για διασκέδαση, απόλαυση κι' αμεριμνησία.
Ούτε για τα παιδιά, δεν έμειναν τα σύμβολα ανέγγιχτα. Κι αυτά ακόμη προσπαθούν να ονειρεύονται μέσα από τις εφιαλτικές ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης, κι απόνα σπίτι που τις μέρες αυτές, δεν έχει να προσθέσει κανένα αληθινό αγαθό, ούτε υποδομή για μια γενναία ονειροπόληση- ονειροπόληση ενός κόσμου ιδανικού, που να τον κυβερνάει ο Χριστός και οι Άγιοι του, με αρχηγό τον Αη Βασίλη.
Ιδιαίτερα στον τόπο μας, τα Χριστούγεννα γίνανε μέρες συναλλαγής και αυτοϊκανοποίησης. Ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή παράσταση.
Αν είχαμε και λίγο περισσότερο χιόνι, ώ τότες τα πράγματα θάσαν καλύτερα.

Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα. Και η Αθήνα μας, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς φωτιά και θέρμανση, ζεί την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και κουρασμένα. Οι δρόμοι σκοτεινοί, για οικονομία βέβαια ηλεκτρισμού, αλλά φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία.


Η δυστυχία ολοφάνερη στα μάτια των γερόντων, που φεύγουν κάθε μέρα από κοντά μας θλιμμένοι κι απροστάτευτοι, γνωρίζοντας καλά πια πως γεννήσανε, λειψούς ανθρώπους και πολύ χιόνι, που ατέλειωτα θα τους σκεπάζει στους αιώνες.
Τα κάλαντα, τα δώρα και οι αγιασμοί, δεν πείθουνε κανένα ότι προσφέρουνε αγάπη και παράδοση. Μόνο τα πρόσωπα μερικών παιδιών και μερικών γριών που περιφέρονται θλιμμένες, είναι ότι διαθέτει ο κόσμος μας, για ν' αγαπάς τις μέρες τούτες.

Κι έτσι που ο μύθος των Χριστουγέννων έγινε δίσκος τουρισμού, ζωγραφική σε λαϊκή αγορά, σύνθημα αυτοκόλλητο σε πρακτορείο Προ-Πo, βγήκανε για σεργιάνι χιλιάδες αυτοκίνητα, να πουν τα κάλαντα τα εθνικά, τα θρησκευτικά και τα καταναλωτικά. Πόσο μας ξεκουράζει αυτό το ράντισμα πετρελαίου εις τας οδούς, για να στολίσουμε το σπίτι, για να φωτογραφίσουμε το στολισμένο κέντρο της πόλης, ν' αφήσουμε τα δώρα μας στους τροχονόμους αστυνομικούς και τέλος να επιστρέψουμε κατάκοποι την μεσημβρία σπίτι μας, για το απαραίτητο και παραδοσιακό γεύμα παραμονής.


Μάνος Χατζιδάκις, Κυριακή 24 Δεκέμβρη 1978





Ο κόσμος πια δεν είναι μαγικός.
Και τα Χριστούγεννα, μια οργανωμένη μηχανή…

Έτσι ο Χριστός γεννιέται σιωπηρώς. Κανείς δεν τον αναζητά, κανείς δεν τον εσκέφτεται κι έρχεται μόνος σιωπηλός για να πεθάνει μόνος… κι αυτό τ’ αστέρι της βηθλεέμ, τι θέλει πάλι κι ήρθε ετούτη τη χρονιά…
Α! τα Χριστούγεννα, δεν είναι φέτος ούτε για τα παιδιά. Άλλωστε απέκτησαν και αυτά, χάρις στην βιομηχανικήν ανάπτυξη, μιαν εντελώς προσωπική μυθολογία που απέχει χιλιάδες μέτρα από τη μυθολογία της γέννησης του Χριστού…


Η σιωπηλή αυτή γέννηση, μέσα στον άσχετο και θορυβούντα κόσμο μας, φαντάζει ακόμα πιο ιερή και πιο σημαδιακή, από την γραφική των τυπικών χριστιανών, που εννοούν να βλέπουν τον Χριστό, Θεό απ’ τη γέννησή του, εξ αρχής, κι όχι μετά, στον θάνατο, στο τέλος, στην κατάληξή του.


Μάνος Χατζιδάκις,
Κυριακή 23 Δεκεμβρου 1979.

Από «Τα Σχόλια του Τρίτου», εκδόσεις «Εξάντας».

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Όταν δυο χέρια σμίγουν

Μίσος. Το μόνο που είχε νιώσει.
Το μόνο που μπορούσε να νιώσει. Το μόνο που ένιωθε κάθε στιγμή της ζωής του. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.
Μίσος. Στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά. Μίσος για όλους. Για τα ζευγαράκια που νομίζουν ότι ο κόσμος τους ανήκει. Για τους υπαλλήλους με το υπεροπτικό ύφος. Για τα παιδιά που χαλάνε τον κόσμο απ’ τη φασαρία. Για τους διπλανούς του στο λεωφορείο. Για τους μπροστινούς του στην ουρά του ταχυδρομείου. Για τους απέναντι. Για τους από πάνω. Για τους από κάτω.

Ό,τι παίρνεις δίνεις. Κι όταν το φαρμάκι που παίρνεις καθημερινά έχει δηλητηριάσει κάθε κομμάτι της ψυχής σου, αυτού που τέλος πάντων ονομάζουμε ψυχή, δεν σου περισσεύει καλοσύνη για κανέναν. Όσο του πριόνιζαν τα φτερά, όσο τον έσπρωχναν όλο και πιο χαμηλά να μη βλέπει
φως, τόσο μεγάλωνε το μίσος του. Ώσπου στο τέλος κάλυψε όλη την καρδιά του.
Τα βράδια σκέπαζε το κεφάλι με την κουβέρτα κι έκλαιγε σιωπηλά.
Κανείς δεν τον είχε δει να κλαίει. Αυτή ήταν η δική του μικρή νίκη. Ένα μικρό κομμάτι περηφάνιας. Ώσπου τα δάκρυα στέρεψαν. Όση αγανάκτηση, όση πίκρα, όσο μίσος κι αν ένιωθε, του ήταν αδύνατο πια να κλάψει. Περιέφερε το μίσος του στον κόσμο και προσπαθούσε να κρατηθεί όρθιος. Μόνος εναντίον όλων.

Alex Howitt


Εκείνη τη μέρα είχε τα γενέθλιά του. Έτσι, έκανε έναν μικρό απολογισμό. Το τηλέφωνο για ακόμη μια φορά δεν χτύπησε. Η μέρα που ήρθε στον κόσμο ήταν κάτι που κανείς δεν θυμόταν. Τουλάχιστον, ήταν ζωντανός.
Σωματικά, γιατί ψυχικά είχε πεθάνει χρόνια πριν. Προτιμούσε να μη θυμάται τι μεσολάβησε απ’ τα προηγούμενα γενέθλια. Ένας ακόμη χρόνος εξορίας απ’ τη ζωή. Θα ήταν καλύτερα λοιπόν να τριγύριζε για μερικές ώρες άσκοπα στους δρόμους της πόλης, για να μη θυμάται αυτά που τον έκαναν να μισεί.
Άνοιξε την πόρτα, βγήκε βιαστικά στον διάδρομο και την άφησε να κλείσει πίσω του. Είδε το κοριτσάκι του διπλανού διαμερίσματος να τον πλησιάζει με γρήγορα βήματα.
— Μοιάζετε με τον πατέρα μου, του είπε χαμογελώντας.
Την κοίταξε άγρια. Ε όχι να κοροϊδεύουν τη μοναξιά του και τα πιτσιρίκια.
— Αλήθεια, επέμεινε η μικρή σχεδόν απολογητικά.
— Δεν τον έχω δει ποτέ, απάντησε μετανιώνοντας για τον απότομο τρόπο του.
— Σκοτώθηκε στον πόλεμο. Στην πατρίδα μου γίνεται πόλεμος, του είπε σιγά, σαν να φοβόταν μην την ακούσουν.

Τον πήρε απ’ το χέρι. Ένιωσε πάλι την καρδιά του να χτυπάει, πάνω που είχε πιστέψει ότι δεν έχει πια καρδιά. Η ζωή του ξεκινούσε απ’ την αρχή. Το σημείο μηδέν. Ξεκίνησε ένα μακρύ ταξίδι στις αναμνήσεις του. Απαξίωση, χλευασμός, ειρωνεία, προσβολές. Κάθε φορά που  κάποιος πλησίαζε τα χέρια του προς το μέρος του, έκανε από ένστικτο ένα βήμα πίσω. Ήξερε ότι ο κόσμος είναι ζούγκλα κι ο άνθρωπος το μεγαλύτερο θηρίο. Γιατί οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει ήταν θηρία. Ό,τι καλό θυμόταν αμυδρά απ’ τη ζωή του –ένα χαμόγελο, ένα χάδι, μια τρυφερή κουβέντα– δεν τον αφορούσε. Είχε πείσει τον εαυτό του ότι αυτά τα πράγματα ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο, ξένο, μακρινό. Ο δικός του ήταν πολύ μικρός για να τα χωρέσει.
Τώρα, ένας άλλος άνθρωπος στεκόταν δίπλα του. Τον έπαιρνε απ’ το χέρι, για να του μάθει πράγματα που δεν είχε φανταστεί ότι υπάρχουν. Αληθινά, ανθρώπινα. Από ανθρώπους αληθινούς. Έμαθε ότι υπάρχουν κι αυτοί εκτός απ’ τα θηρία.
Μέσα σε μια στιγμή γνώρισε έννοιες που υπήρχαν γι’ αυτόν μόνο στα λεξικά, χωρίς αληθινό αντίκρισμα. Αλληλεγγύη, σεβασμός, αποδοχή. Ένιωσε ξαφνικά να ψηλώνει, μέχρι που έφτασε στο ύψος που του έπρεπε. Κατέκτησε τη θέση που του είχαν στερήσει. Άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους. Ίσος μεταξύ ίσων.
Από  εκεί ο κόσμος φαινόταν καλύτερος.

Ένα ποτάμι άρχισε να κυλάει απ’ την καρδιά του, ώσπου έφτασε στα μάτια του. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Δεν ήταν τα δάκρυα που ήξερε μέχρι τότε. Ήταν γιατί αισθανόταν κάτι πρωτόγνωρο που δεν μπορούσε να το εκφράσει με λόγια. Αυτό το ποτάμι
ήταν πολύ δυνατό. Μπορούσε να παρασύρει κάθε ασχήμια, κάθε μικρότητα.
Ό,τι κάνει τον άνθρωπο να γίνεται θηρίο.
Θυμήθηκε ότι στο σχολείο είχε μάθει ότι άνθρωπος σημαίνει «άνω θρώσκων». Αυτός δηλαδή που κοιτάει ψηλά, προς τον ουρανό.
Στην πόλη που ζούσε δύσκολα έβλεπε κανείς ουρανό.
Όμως το βράδυ θα έκανε μια προσπάθεια.
Ίσως έβλεπε τα ξεχασμένα του όνειρα να ζωντανεύουν ανάμεσα στ’ αστέρια.
Ίσως μετριάζοντας το μίσος του για τους άλλους, μάθαινε να αγαπάει τον εαυτό του.

Νίκος Σουβατζής
από τη συλλογή διηγημάτων "Αναχώρηση" 


Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Ο καιρός για επανάσταση έχει περάσει..


Έχεις δίκιο, η επαναστατική παλίρροια τραβιέται και οπισθοχωρούμε σε εξελικτικές περιόδους – περιόδους κατά τις οποίες μόλις και μετά βίας αισθητές επαναστάσεις φυτρώνουν σταδιακά…
Ο καιρός για επανάσταση έχει περάσει όχι μόνο εξαιτίας των καταστροφικών γεγονότων των οποίων εμείς υπήρξαμε τα θύματα (και για τα οποία είμαστε σε κάποιο βαθμό υπεύθυνοι),
αλλά επειδή, με έντονη την απελπισία μου, έχω βρει και βρίσκω όλο και περισσότερο κάθε μέρα,
ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία επαναστατική σκέψη, ελπίδα, ή πάθος ανάμεσα στις μάζες·
και όταν αυτές οι ιδιότητες λείπουν,
ακόμη και οι πιο ηρωικές προσπάθειες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν και τίποτα δεν μπορεί να επιτευχθεί.

“Αυτός ο άνθρωπος
δεν γεννήθηκε κάτω από ένα συνηθισμένο άστρο,
αλλά κάτω από έναν κομήτη.”

Αλέξανδρος ΧΕΡΤΖΕΝ




Θαυμάζω την γενναία επιμονή της Jura μας και των Βέλγων συντρόφων, αυτοί οι «Τελευταίοι των Μοϊκανών» της Διεθνούς, οι οποίοι παρόλα τα εμπόδια και εν μέσω γενικής απάθειας, πεισματικά έθεσαν τους εαυτούς τους ενάντια στο ρεύμα των γεγονότων και συνεχίζουν να ενεργούν όπως έκαναν πριν τις καταστροφές, όταν το κίνημα μεγάλωνε και ακόμη και οι ελάχιστες προσπάθειες έφεραν αποτελέσματα.










Η δουλειά τους είναι ακόμη πιο αξιέπαινη στο ότι δεν θα δουν τους καρπούς των θυσιών τους· αλλά μπορούν να είναι βέβαιοι ότι η δουλειά τους δεν θα πάει χαμένη.
Τίποτε σε αυτόν τον κόσμο δεν πάει χαμένο· λίγες σταγόνες νερού σχηματίζουν τον ωκεανό.

Όσο για τον εαυτό μου, αγαπητέ μου φίλε, είμαι πολύ γέρος, πολύ άρρωστος, και να το ομολογήσω; – πολύ απογοητευμένος, για να συμμετάσχω σε αυτήν τη δουλειά. Σίγουρα έχω συνταξιοδοτηθεί από τον αγώνα και θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου σε έντονη πνευματική δραστηριότητα που ελπίζω να αποδειχθεί χρήσιμη.

Ένα πάθος που με έχει απορροφήσει τώρα είναι μια ακόρεστη περιέργεια· αναγνωρίζοντας ότι το κακό έχει θριαμβεύσει και ότι δεν μπορώ να το εμποδίσω, είμαι αποφασισμένος να μελετήσω την ανάπτυξή του όσο το δυνατόν αντικειμενικότερα…

Κακόμοιρη ανθρωπότητα!
Είναι προφανές ότι μπορεί να απαλλαγεί από αυτόν το βόθρο μόνο μέσω μιας τεράστιας κοινωνικής επανάστασης. Αλλά πώς μπορεί αυτή η επανάσταση να προκύψει; Ποτέ η διεθνής αντίδραση στην Ευρώπη δεν ήταν τόσο φοβερά οργανωμένη ενάντια σε κάθε κίνημα του λαού. Η καταστολή έχει γίνει μια νέα επιστήμη που διδάσκεται συστηματικά στις στρατιωτικές σχολές όλων των χωρών.
Και για να γκρεμίσουμε αυτό το σχεδόν απόρθητο φρούριο έχουμε μόνο τις αποδιοργανωμένες μάζες.
Αλλά πώς να τις οργανώσουμε, όταν δεν νοιάζονται αυτές καν για τη δικιά τους μοίρα να γνωρίσουν ή να θέσουν σε εφαρμογή τα μόνα μέτρα που μπορεί να τις σώσουν; Απομένει η προπαγάνδα· αν και αναμφίβολα κάποιας αξίας, μπορεί να έχει πολύ μικρή επίδραση [υπό τις παρούσες συνθήκες] και αν δεν υπήρχαν άλλα μέσα χειραφέτησης, η ανθρωπότητα θα σάπιζε δέκα φορές παραπάνω προτού μπορούσε να σωθεί.

Απομένει άλλη μία ελπίδα: ο παγκόσμιος πόλεμος. Αυτά τα γιγαντιαία στρατιωτικά κράτη πρέπει αργά ή γρήγορα να καταστρέψουν το ένα το άλλο. Αλλά τι προοπτική!

15 Φεβρουαρίου 1875

Γράμμα του   Mikhail Bakunin  στον   Élisée Reclus


Πηγή και Μετάφραση: Αιχμή

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Το καλόμβι


Όταν ο Στέφανο Ρόι έκλεισε τα δώδεκα, ζήτησε από τον πατέρα του, που ήταν καπετάνιος κι είχε ένα όμορφο άρμενο, να τον πάρει μαζί του στη θάλασσα.
«Όταν μεγαλώσω» είπε «θα γίνω θαλασσινός όπως εσύ. Και θα κυβερνήσω καράβια ακόμα πιο μεγάλα και πιο όμορφα από το δικό σου».
«Ο Θεός να σ’ ευλογάει παιδί μου» απάντησε ο πατέρας. Το σκάφος έπρεπε να σαλπάρει την ίδια μέρα και ο πατέρας τον πήρε μαζί του.

Η λιακάδα ήταν υπέροχη κι η θάλασσα γαλήνια. Πρώτη φορά έμπαινε σε καράβι ο Στέφανος. Χαρούμενος τριγύριζε στην κουβέρτα και θαύμαζε τις πολύπλοκες μανούβρες με τα πανιά. Ρωτούσε τους ναυτικούς για το ένα και για το άλλο, και αυτοί του έδιναν εξηγήσεις χαμογελώντας.
Όταν έφτασε στην πρύμνη, το αγόρι στάθηκε σαστισμένο και κοίταξε κάτι, που κάθε τόσο έβγαινε στην επιφάνεια, σε απόσταση διακόσια ή τριακόσια μέτρα, στο αυλάκι του καραβιού.
Φυσούσε ένας θαυμάσιος ούριος άνεμος και το σκάφος πετούσε πάνω στο νερό. Ωστόσο εκείνο το πράγμα κρατούσε την ίδια απόσταση. Ο Στέφανος δεν καταλάβαινε τι ήταν εκείνο το πράγμα. Είχε όμως κάτι το ακαθόριστο που τον μάγευε.

Ο πατέρας δεν μπορούσε πια να δει τον Στέφανο και τον φώναξε δυνατά. Του κάκου. Τότε κατέβηκε στην κουπαστή και άρχιζε να τον ψάχνει.
«Στέφανε, τι κάνεις εκεί απολιθωμένος;» τον ρώτησε όταν επιτέλους τον είδε στην πρύμνη να ατενίζει τα κύματα.
«Μπαμπά, έλα να δεις».
Ο πατέρας πλησίασε και κοίταξε εκεί όπου έδειχνε το αγόρι, αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα.
«Είναι ένα σκούρο πράγμα που κάθε τόσο ξεπροβάλλει στο αυλάκι του καραβιού και μας παίρνει ξοπίσω» είπε.
«Είμαι σαράντα χρονών» είπε ο πατέρας «μα νομίζω πως βλέπω καλά ακόμα. Ωστόσο δεν βλέπω τίποτε».
Ο γιος του επέμενε. Πήρε λοιπόν τα κιάλια και κοίταξε προσεχτικά το αυλάκι στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο Στέφανος τον είδε να χλωμιάζει.
«Τι συμβαίνει; Γιατί είναι έτσι το πρόσωπό σου;»
«Αχ! καλύτερα να μην σε άκουγα» ξεφώνισε ο καπετάνιος. «Τώρα τρέμω για σένα. Αυτό που είδες να ξεπροβάλλει από το νερό και που μας παίρνει ξοπίσω, δεν είναι ένα πράγμα. Είναι το καλόμβι. Είναι το ψάρι που φοβούνται οι θαλασσινοί πάνω απ’ όλα, σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Είναι ένας τρομαχτικός και μυστηριώδης καρχαρίας, πιο πονηρός από τους ανθρώπους. Για λόγους που κανείς δεν θα τους μάθει ποτέ, διαλέγει το θύμα του και, όταν το διαλέξει, το παίρνει ξοπίσω για πολλά χρόνια, για ολόκληρη τη ζωή του, ώσπου να καταφέρει να το καταβροχθίσει. Και το παράξενο είναι πως κανείς δεν μπορεί να το διακρίνει, εξόν από το ίδιο το θύμα και τους συγγενείς του».
«Αυτά δεν είναι παραμύθια;»
«Όχι. Εγώ δεν το είχα δει ποτέ. Αλλά το αναγνώρισα αμέσως από τις περιγραφές που άκουσα τόσες φορές. Η μουσούδα του βίσονα, το στόμα που ανοιγοκλείνει συνέχεια, τα φοβερά δόντια. Στέφανε, δυστυχώς δεν χωράει αμφιβολία. Εσένα διάλεξε το καλόμβι και όσον καιρό θα ταξιδεύεις στις θάλασσες δεν θα σε αφήσει ήσυχο. Άκουσέ με: θα γυρίσομε αμέσως στη στεριά, θα κατέβεις από το καράβι και ποτέ δεν θα αφήσεις τη στεριά, για κανένα λόγο. Να μου το υποσχεθείς. Άλλωστε και στη στεριά μπορείς να κάνεις την τύχη σου».

Μόλις τα είπε αυτά, έκανε τα μπρος πίσω, γύρισε στο λιμάνι και, με την πρόφαση πως τον έπιασε ξαφνική αδιαθεσία, ξεμπάρκαρε το γιο του. Ύστερα ξανάφυγε μονάχος.

Βαθιά ταραγμένο το αγόρι έμεινε στην παραλία όσο να βουλιάξει κάτω από τον ορίζοντα και η τελευταία από τις κορφές των ξαρτιών. Πέρα από τον κόσμο που έκλεινε το λιμάνι, η θάλασσα ήταν εντελώς έρημη. Αλλά ο Στέφανος ακόνισε το βλέμμα του και κατάφερε να ξεχωρίσει μία μαύρη κουκίδα που κάθε τόσο ξεπρόβαλλε από το νερό: ήταν το «δικό» του καλόμβι, που περιπολούσε, περιμένοντάς τον με πείσμα.



Tomasz Alen Kopera


Από τότε έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καταπνίξουν την επιθυμία του αγοριού για τη θάλασσα.
Ο πατέρας του τον έστειλε σχολείο σε μια πόλη εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα.
Ο Στέφανος ξεχάστηκε στο νέο περιβάλλον και για λίγο καιρό λησμόνησε το θαλάσσιο τέρας. Το καλοκαίρι, όμως, γύρισε στο σπίτι του για διακοπές. Το πρώτο που έκανε, μόλις βρήκε καιρό, ήταν να τρέξει στην άκρη του μώλου για έναν έλεγχο, αν και στο βάθος, το θεωρούσε περιττό. Ακόμα και αν ήταν αληθινή η ιστορία που του διηγήθηκε ο πατέρας του, σίγουρα, μετά από τόσον καιρό, το καλόμβι θα είχε εγκαταλείψει την πολιορκία.

Ο Στέφανος στάθηκε εμβρόντητος. Η καρδιά του χτυπούσε. Σε διακόσια ή τριακόσια μέτρα από το μώλο, στην ανοιχτή θάλασσα, το ζοφερό ψάρι πηγαινοερχόταν αργά, και κάθε τόσο σήκωνε τη μουσούδα του έξω από το νερό και γύριζε προς τη στεριά, σα να κοίταζε με αγωνία αν ο Στέφανος θα ’ρχόταν επιτέλους.

Έτσι, για τον Στέφανο, η σκέψη πως εκείνο το εχθρικό πλάσμα τον περίμενε μέρα νύχτα, έγινε έμμονη ιδέα. Και στη μακρινή πόλη ξυπνούσε καμιά φορά ταραγμένος μέσα στη μέση της νύχτας. Ασφαλώς δεν κινδύνευε. Από το καλόμβι τον χώριζαν εκατοντάδες χιλιόμετρα. Και όμως ήξερε πως πέρα από τα βουνά, πέρα από τα δάση, πέρα από τις πεδιάδες, τον περίμενε ο καρχαρίας. Ακόμα κι αν πήγαινε στην πιο μακρινή ήπειρο, το καλόμβι θα παραμόνευε στην πιο κοντινή όχθη, με το αδυσώπητο πείσμα που δείχνουν τα όργανα του πεπρωμένου.


Ο Στέφανος ήταν σοβαρό και πρόθυμο αγόρι. Τέλειωσε καλά το σχολείο και, μόλις ανδρώθηκε, βρήκε μια τίμια και καλοπληρωμένη δουλειά σε ένα εμπορικό γραφείο της πόλης. Στο αναμεταξύ, ο πατέρας του πέθανε από αρρώστια, η χήρα πούλησε το υπέροχο άρμενο και ο γιος κληρονόμησε μια μικρή περιουσία. Η δουλεία, οι φιλίες, οι διασκεδάσεις, οι πρώτοι έρωτες: ο Στέφανος είχε πια διαμορφώσει τη ζωή του. Ωστόσο τον έτρωγε η σκέψη του καλομβιού σα θλιβερή και συνάμα γοητευτική ψευδαίσθηση· και όσο περνούσαν οι μέρες, αντί να ατονεί, φαινόταν να γίνεται πιο επίμονη.

Πολλές χάρες έχει η φιλόπονη, άνετη και ήσυχη ζωή, αλλά μεγαλύτερη γοητεία έχει η άβυσσος. Μόλις πάτησε τα είκοσι δύο, ο Στέφανος αποχαιρέτησε τους φίλους του, παραιτήθηκε από τη δουλειά του και γύρισε στον τόπο του. Στη μητέρα του είπε πως είχε αποφασίσει για καλά να ακολουθήσει το δρόμο του πατέρα του. Η γυναίκα δεν είχε ποτέ ακούσει από τον Στέφανο για το μυστηριώδη καρχαρία και χάρηκε με την απόφασή του. Στο βάθος της καρδιάς της, πάντα ένιωθε πως ο γιος της είχε προδώσει την οικογενειακή παράδοση την ώρα που εγκατέλειψε τη θάλασσα για να γίνει στεριανός.
Και ο Στέφανος άρχισε να ταξιδεύει.
Έδειξε πως είχε τις αρετές του θαλασσινού, πως άντεχε στην κούραση, πως ήταν ατρόμητος. Ταξίδευε, όλο ταξίδευε. Και πίσω από το σκάφος του, μέρα νύχτα, με καλοσύνη ή με τρικυμία, σερνόταν το καλόμβι. Ήξερε πως αυτή ήταν η κατάρα και η καταδίκη του, αλλά γι’ αυτό ίσως να μην έβρισκε τη δύναμη να σταματήσει. Και πάνω στο πλοίο κανένας δεν έβλεπε το τέρας, εκτός από αυτόν.
«Βλέπετε τίποτε εκεί πέρα;» ρωτούσε καμιά φορά, δείχνοντας το αυλάκι του καραβιού στους συντρόφους του.
«Όχι, δεν βλέπομε τίποτα. Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Μου φάνηκε...»
«Μήπως κατά τύχη είδες ένα καλόμβι;» έλεγαν γελώντας και χτυπούσαν ξύλο.
«Γιατί γελάτε; Γιατί χτυπάτε ξύλο;»
«Γιατί το καλόμβι είναι ζώο που δεν συγχωρεί. Και αν ποτέ αποφασίσει να πάρει ξοπίσω αυτό το καράβι, πα’ να πει πως κάποιος από μας είναι χαμένος».

Αλλά ο Στέφανος δεν τα παρατούσε. Η απειλή, που τον ακολουθούσε καταπόδι, φαινόταν να τονώνει τη θέλησή του, το πάθος του για τη θάλασσα, το θάρρος την ώρα του αγώνα και του κινδύνου.
Με τη μικρή περιουσία που του άφησε ο πατέρας του, μόλις ένιωσε πως έμαθε την τέχνη, βρήκε ένα συνεταίρο και μαζί αγόρασαν ένα μικρό ατμόπλοιο για να κάνουν μεταφορές. Αργότερα έγινε ιδιοκτήτης ολόκληρου του πλοίου. Μια σειρά από καλές δουλειές τού επέτρεψε να αποκτήσει ένα πραγματικό εμπορικό πλοίο και να ξεπερνάει όλο και πιο μεγάλους στόχους. Αλλά ούτε οι επιτυχίες, ούτε τα εκατομμύρια μπορούσαν να διώξουν από το πνεύμα του τη σκέψη που τον ενοχλούσε αδιάκοπα κι ούτε ένιωσε ποτέ τον πειρασμό να πουλήσει το πλοίο και να τραβηχτεί στη στεριά για να ασχοληθεί με άλλες δουλειές.
Τα ταξίδια, μόνο τα ταξίδια σκεφτόταν. Στο τέλος κάθε μεγάλου ταξιδιού, δεν πρόφταινε να βάλει το πόδι στη στεριά κι αμέσως τον κέντριζε η ανυπομονησία να ξαναφύγει. Ήξερε πως έξω τον περίμενε το καλόμβι, και πως το καλόμβι, ήταν συνώνυμο με την καταστροφή.
Τίποτα.

Μία ακατάσχετη παρόρμηση τον έσπρωχνε ασταμάτητα, από τον έναν ωκεανό στον άλλον.

Ώσπου μια μέρα, ξαφνικά, ο Στέφανος αντιλήφθηκε πως είχε γεράσει, πως ήταν πολύ γέρος. Κανένας γύρω του δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί επιτέλους δεν παρατούσε την καταραμένη θαλασσινή ζωή, αφού ήταν τόσο πλούσιος.

Τώρα ήταν γέροντας και πικραμένος που ξόδεψε ολάκερη τη ζωή του στην τρελή φυγή πάνω στις θάλασσες για να γλιτώσει από τον εχθρό. Αλλά γι’ αυτόν, μεγαλύτερος από τις χαρές της άνετης και ήσυχης ζωής ήταν πάντα ο πειρασμός της αβύσσου. Και ένα βράδυ, καθώς το θαυμάσιο πλοίο του ήταν αγκυροβολημένο στα ανοιχτά του λιμανιού όπου γεννήθηκε, ένιωσε πως είχε φτάσει η ώρα να πεθάνει. Φώναξε το δεύτερο καπετάνιο —του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη— και του ζήτησε να μη φέρει αντίρρηση σ’ αυτό που ήθελε να κάνει. Εκείνος του έδωσε το λόγο του.

Με αυτή τη διαβεβαίωση, ο Στέφανος αποκάλυψε στον υποπλοίαρχο, που τον άκουγε σαστισμένος, την ιστορία του καλομβιού που δεν έπαψε να τον κυνηγάει ανώφελα εδώ και σαράντα χρόνια σχεδόν.
«Με συνόδεψε από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη» είπε «πιο πιστά και από τον πιο ευγενικό φίλο. Τώρα πλησιάζει ο θάνατος. Και αυτό το ίδιο θα έχει γεράσει και κουραστεί φοβερά. Δεν μπορώ να το προδώσω».

Όταν τέλειωσε, αποχαιρέτησε, έβαλε να κατεβάσουν στη θάλασσα μία βαρκούλα και μπήκε μέσα, αφού πρώτα ζήτησε να του δώσουν ένα καμάκι.
«Τώρα πάω να το συναντήσω» δήλωσε. «Δεν είναι σωστό να το γελάσω. Αλλά θα πολεμήσω με τις τελευταίες δυνάμεις που μου απομένουν».

Έφυγε. Με κόπο τραβούσε τα κουπιά. Οι αξιωματικοί και οι ναύτες τον είδαν να απομακρύνεται πάνω στη γαλήνια θάλασσα, τυλιγμένος στις σκιές της νύχτας. Στον ουρανό ήταν ένα φεγγαρίσιο δρεπάνι.
Δεν χρειάστηκε να κοπιάσει πολύ. Η φοβερή μουσούδα του καλομβιού πρόβαλε ξαφνικά στο πλευρό της βάρκας.
«Να με, δικός σου επιτέλους!» είπε ο Στέφανος. «Τώρα θα λογαριαστούμε οι δυο μας».
Και συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις που του απόμεναν, σήκωσε το καμάκι για να το χτυπήσει.
«Ου!» μουκάνισε με ικετευτική φωνή το καλόμβι.
«Πόσο δρόμο έκανα για να σε βρω. Κι εγώ δεν αντέχω πια από την κούραση. Έφευγες. Έφευγες. Και ποτέ δεν κατάλαβες τίποτα».
«Γιατί;» ρώτησε ο Στέφανος, σαν να τον είχαν αγγίξει σε πληγή.
«Δεν σ’ ακολούθησα παντού για να σε καταβροχθίσω, όπως νόμιζες. Ο βασιλιάς της θάλασσας μου ανέθεσε να σου παραδώσω τούτο».
Και ο καρχαρίας έβγαλε τη γλώσσα του και πρόσφερε στο γέροντα μια μικρή σφαίρα που φωσφόριζε.





Tomasz Alen Kopera

Ο Στέφανος την πήρε στα δάχτυλά του.
Ήταν ένα πελώριο μαργαριτάρι. Αναγνώρισε το φημισμένο Μαργαριτάρι της Θάλασσας που χαρίζει σ’ όποιον το ’χει τύχη, δύναμη, αγάπη και ψυχική γαλήνη.
Αλλά τώρα πια ήταν πολύ αργά.

«Αλίμονο!» είπε, και κούνησε λυπημένα το κεφάλι του. «Πόσο έπεσα έξω! Κατάφερα να ρημάξω τη ζωή μου: και ρήμαξα και τη δική σου».
«Αντίο, φτωχέ» αποκρίθηκε το καλόμβι. Και βούτηξε για πάντα στα μαύρα νερά.

Δύο μήνες αργότερα σπρωγμένη από το κύμα, μία βαρκούλα άραξε σε ένα απόκρημνο σκόπελο.

Την είδαν κάτι ψαράδες και πήγαν κοντά από περιέργεια. Μέσα στη βαρκούλα, ακόμα καθισμένος, ήταν ένας λευκός σκελετός: και ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού του κρατούσε σφιχτά μια μικρή στρογγυλή πέτρα.

--

Το καλόμβι είναι ένα πελώριο ψάρι, που έχει φοβερή θωριά. Είναι πολύ σπάνιο ψάρι. Ανάλογα με τη θάλασσα και τους ανθρώπους που κατοικούν στις ακτές της, ονομάζεται καλομπέρ, κααλούμπρα, καλόγκα, κάλου-μπάλου, τσάλουγκ-γκρα. Είναι περίεργο πως οι φυσιοδίφες δεν το αναφέρουν. Μερικοί, μάλιστα, υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει.

Dino Buzzati
(μτφ Παύλος Θερειανός)





Ο ΝΤΙΝΟ ΜΠΟΥΤΖΑΤΙ γεννήθηκε στο Μπελούνο, μια μικρή πόλη της Βόρειας Ιταλίας, στις 16 Οκτωβρίου του 1906. Σπουδάζει νομικά στο Μιλάνο (η διπλωματική του εργασία είχε σαν θέμα τη «Νομική φύση της Συμφωνίας Κράτους και Βατικανού») και πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του αρχίζει τη δημοσιογραφική του καριέρα σε μια από τις μεγαλύτερες ιταλικές εφημερίδες, την ‘’Corriere della Serra’’.
Θα συνεχίσει να δουλεύει στην ίδια εφημερίδα ακόμα κι όταν θα καθιερωθεί σαν συγγραφέας, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει να ασχολείται και με τη ζωγραφική, κάνοντας συχνά ατομικές εκθέσεις της δουλειάς του.
Η πρώτη του εμφάνιση στο λογοτεχνικό πανόραμα της Ιταλίας θα γίνει το 1933 με ένα σύντομο μυθιστόρημα, το Barnabo delle montagne. 


Ο Μπουτζάτι πέθανε ένα βροχερό απόγευμα του 1972, στο Μιλάνο.




Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί


"Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δεν σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν, γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία, επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατό τους. Είναι αμνήμονες εκεί που τους συμφέρει, αλλά οραματιζόμενοι το μέλλον δεν ζουν ποτέ ένα παρόν της προκοπής. Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο θάνατος.
Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια. 


Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί σπάνια ερωτεύονται  
και όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δεν νιώθουν ανίσχυροι. 
Τρέμουν τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά, αφού την πρήξαν επί χρόνια τόσο, που δεν θέλει πια ούτε να τους χέσει. Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί "ένα ίσον κανένα". Ή τρία αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια.
Και βέβαια, τους αρέσουνε πολύ οι βιζιτούδες, τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: "Πώς ξέπεσες έτσι;" 


Όχι, δεν έχουν αρκουδάκι οι μικροαστοί. Μόνο σκουπίδια. Σε τρόφιμα, σε ιδέες, σε τρόπο ζωής, σε πράξεις.
Την ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά την Αδελφότητα που βρήκε την πεμπτουσία της στο πρόσωπο του προέδρου. Τρέμει μην πιαστεί κορόιδο και πάντα πιάνεται. Υπεκφεύγει. Στρεψοδικεί. Αναβάλλει. Υποκρίνεται. 

Ζητάει τα πάντα και δεν δίνει τίποτα. 
Παριστάνει τη Δίκαιη. 
Αρνείται τα τεστ πατρότητας για να γλιτώσει τη Διατροφή και πάντα είναι από κοντά ένας μειλίχιος και τίμιος επαρχιακός δικηγοράκος, πρόθυμος να σπιλώσει την άπορη κακομοίρα. 

Ο Μικροαστός δεν θέλει μπλεξίματα. 

Γι' αυτό δεν μπορεί να είναι ποτέ επαναστάτης, άρα παλικάρι.
Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος σαν πλαγιοδρόμος. Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς, στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω του. 



Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα, μειλίχια ανθρωπάκια, τους μικροαστούς..."



Μαλβίνα Κάραλη
Απόσπασμα από το άρθρο ''Βλέπει τσόντα ο Πρόεδρος;'' 
(Περιοδικό 01, 1995)


-

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Το σεσημασμένο φιλί

Δε θυμάμαι αν φεύγοντας μου έδωσες
το σεσημασμένο φιλί.
Είπες μόνο φεύγω για λόγους αναψυχής
αφήνω ανοιχτή την πόρτα της προδοσίας
θα επιστρέψω εξολοκλήρου

αυτό ναι, το θυμάμαι καλά
κεντήθηκε με καυτή βελόνα
τατουάζ ανεξίτηλο στην παρειά μου.




Ξέρεις τι είναι προδοσία;
Η ανάγκη φυγής που κυριεύει
κάθε σώμα
καθηλωμένο στην ίδια κουραστική στάση
όπως είναι η στάση της πίστης
η στάση της αγάπης
μπροστά σ΄ένα παράθυρο αμετακίνητο
με μόνη θέα νύχτα μέρα
καρφωτή στα μάτια
την ανυπόφορη αντηλιά του εαυτού της.


Ξέρεις ποιός είναι ο διαφημιστής
ο αντζέντης της προδοσίας;
Το προδοτικό φιλί.
Εκείνο μεριμνά για τη φήμη της
της κλείνει κερδοφόρα συμβόλαια
με την αθανασία
εκείνο φέρνει γενεές και γεμίζουν
οι οθόνες των αιώνων

γιατί αυτό το φιλί
είναι που διεγείρει
την καταπιεσμένη αγριότητα
προσηλυτίζει το αίμα
στη θρησκεία του θανάτου
εκείνο είναι που
κόβει την ανάσα των θρήνων


κι αν ανασαίνουν ακόμα οι δικοί μου
είναι γιατί θυμάμαι
ότι φεύγοντας άφησες μεν ανοιχτή
την πόρτα της προδοσίας
αλλά το προδοτικό φιλί της
δεν μου το έδωσες.

Γράψε μου σε παρακαλώ
τη διεύθυνσή του. 






Κική Δημουλά  

[ πίνακες  Έλλης Γρίβα ]


Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Το κράτος; Τι είναι αυτό ;


Το κράτος; Τι είναι αυτό ; Ε, λοιπόν, τώρα ανοίξτε τ’ αυτιά σας, γιατί θα σας μιλήσω για τον θάνατο των λαών.

Το κράτος είναι το πιο ψυχρό απ’ όλα τα ψυχρά κτήνη. Ακόμη και το ψέμα του είναι ψυχρό, κι αυτό το ψέμα σταλάζει από τα χείλη του:
«Εγώ το κράτος, είμαι ο λαός».
Αυτό είναι Ψέμα ! Ήταν οι δημιουργοί που έφτιαξαν τους λαούς και κρέμασαν πάνω τους την πίστη και την αγάπη: έτσι υπηρέτησαν τη ζωή.

Αυτοί όμως που στήνουν παγίδες στους πολλούς και τις λένε κράτος είναι οι χαλαστές: κρεμούν ένα σπαθί κι εκατοντάδες πόθους πάνω τους.

Εκεί όπου υπάρχει ακόμη λαός, υπάρχουν οι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν το κράτος, και το μισούν σαν το κακό μάτι και την αμαρτία ενάντια στα έθιμα και στον νόμο.

Σας προσφέρω αυτό το σημάδι: ο κάθε λαός μιλά τη δική του γλώσσα του Καλού και του Kακού: 

ο γείτονάς του δεν καταλαβαίνει αυτή τη γλώσσα. Ε
πινόησε τη γλώσσα αυτή για τον εαυτό του μέσ’ από τα έθιμα και τους νόμους.

Αλλά το κράτος λέει ψέματα σ’ όλες τις γλώσσες του Καλού και του Κακού· και με το κάθε τι που λέει, λέει ψέματα -και με το κάθε τι που κάνει, κλέβει.
Το κάθε τι πάνω του είναι επίπλαστο· δαγκώνει με κλεμμένα δόντια. Ακόμη κι η κοιλιά του είναι ψεύτικια.
ΤΟ μπέρδεμα της γλώσσας του Καλού και του Κακού -αυτό το γνώρισμα σας προσφέρω, σαν το σημάδι του κράτους.


Αποκαλώ κράτος εκεί όπου όλοι, καλοί και κακοί, πίνουν δηλητήριο: το κράτος εκεί όπου όλοι αργά αυτοκτονούν κι αυτό το λένε ζωή.

Κοιτάξτε μοναχά αυτούς τους παραπανίσιους ανθρώπους! Κλέβουν για λογαριασμό τους τα έργα των εφευρετών και τους θησαυρούς της σοφίας: αποκαλούν την κλοπή τους πολιτισμό -κι όλα γίνονται αρρώστια και κακομοιριά.

Κοιτάξτε μοναχά όλους αυτούς τους περισσευούμενους ανθρώπους! Είναι όλοι τους άρρωστοι, ξερνούν τη χολή τους κι αυτό το λένε εφημερίδα. Καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλο και δεν μπορούν να χωνέψουν ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους.

Κοιτάξτε μοναχά αυτούς τους περισσευούμενους ανθρώπους! Αποκτούν πλούτη και γίνονται φτωχότεροι μ’ αυτά! Ποθούν εξουσία κι ιδιαίτερα τον μοχλό της εξουσίας, που είναι το πολύ χρήμα -αυτοί οι ανίκανοι άνθρωποι!

Κοιτάξτε πώς σκαρφαλώνουν αυτοί οι ευλύγιστοι πίθηκοι! Σκαρφαλώνουν ο ένας πάνω στον άλλο, κι έτσι βουλιάζουν στη λάσπη και στην άβυσσο.

Όλοι τους παλεύουν να φτάσουν τον θρόνο: είναι μια τρέλα που τους κατέχει, λες κι η ευτυχία κάθεται ποτέ πάνω σε θρόνο! Συχνά βρωμιάρηδες καθίζουν στον θρόνο, και συχνά ο θρόνος καθίζει πάνω στις βρωμιές το ίδιο!

Η γη έχει ακόμη ελεύθερο τόπο για τις μεγάλες ψυχές. Πολλά μέρη -όπου η μυρωδιά της ήρεμης θάλασσας απλώνεται πάνωθέ τους- είν’ ακόμη ελεύθερα για τους μοναχικούς και τα μοναχικά ζευγάρια.

Μια λεύτερη ζωή εξακολουθεί ακόμη να υπάρχει για τις μεγάλες ψυχές. Στ’ αλήθεια, αυτός που κατέχει λίγα, πολύ λιγότερο κατέχεται, ας είναι ευλογημένη έτσι τούτη η σεμνή μας φτώχεια!

Μόνο εκεί όπου το κράτος παύει να υπάρχει, μπορεί ν’ αρχίσει ο άνθρωπος που δεν είναι περισσευούμενος: μπορεί ν’ αρχίσει το τραγούδι του απαραίτητου ανθρώπου, η μοναδική κι αναντικατάστατη μελωδία.

Εκεί όπου το κράτος παύει , κοιτάξτε εκεί, αδελφοί μου. 

Δεν τα βλέπετε; το ουράνιο τόξο και τις γέφυρες του Υπεράνθρωπου;

___

Απόσπασμα από το βιβλίο του Φρίντριχ Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, εκδ. Γνώση.


Κανείς ποτέ δε με ρώτησε τι σημαίνει για μένα, τον πρώτο αμοραλιστή της ιστορίας, το όνομα «Ζαρατούστρα», παρόλο που κανονικά θα ’πρεπε, αφού είναι διαμετρικά αντίθετο απ’ αυτό που σηματοδοτεί η μοναδική και ανεπανάληπτη ιστορική παρουσία αυτού του Πέρση. 
Ο Ζαρατούστρα ήταν ο πρώτος που κατάλαβε ότι η κινητήρια δύναμη ολόκληρης της ανθρωπότητας είναι η πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Η αναγόρευση της ηθικής σε μεταφυσική οντότητα, και συγκεκριμένα σε δύναμη, αίτιο και αυτοσκοπό είναι δικό του έργο.
 [...] 
Είχε την αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτό το ολέθριο σφάλμα, την εφεύρεση της ηθικής. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι ο πρώτος που θα το αναγνωρίσει
[...]
Το δόγμα του, και μόνο αυτό, θεωρεί ότι ύψιστη αρετή είναι η ειλικρίνεια, βρίσκεται στον αντίποδα της δειλίας του «ιδεαλιστή», που το βάζει στα πόδια μπροστά στην πραγματικότητα 

[...]
Είμαι σαφής; Το ξεπέρασμα της ηθικής από τον ίδιο της τον εαυτό, με όπλο την ειλικρίνεια, το ξεπέρασμα του ηθικολόγου από τον ίδιο του τον εαυτό, με μεταλλαγή στο αντίθετό του -δηλαδή σ’ εμένα- αυτό εννοώ κάθε φορά που προφέρω το όνομα Ζαρατούστρα». 


Φρίντριχ Νίτσε







Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε 

(15 Οκτωβρίου 1844-25 Αυγούστου 1900) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής και φιλόλογος. Θεωρείται ένας από τους πρώτους υπαρξιστές φιλόσοφους. 
Έγραψε δοκίμια πάνω στη θρησκεία, στην ηθική, στον πολιτισμό, στη φιλοσοφία, στις επιστήμες. Ο Νίτσε υπήρξε ιδεολόγος της ελευθερίας και πολέμιος του ολοκληρωτισμού και του σωβινισμού. Το έργο του επηρέασε μια ολόκληρη σειρά σύγχρονων διανοητών και καλλιτεχνών. Αν και ήταν επικριτής των εθνικιστικών και αντισημιτικών τάσεων, το τάδε έφη Ζαρατούστρας χρησιμοποιήθηκε από τον Χίτλερ για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού. Έτσι, αν και ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε χρησιμοποιήθηκε παραποιημένα ως πρότυπο για την Άρεια Φυλή του Χίτλερ, στην πραγματικότητα είναι η αναζήτηση του να γίνουμε πιο ανθρώπινοι, όχι απάνθρωποι.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Η καρδιά του Ντάνκο [ και το πανέμορφο animation ''Adagio'' ]


«Τον πιο παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. 
Γύρω απ’τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Γιa πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι.  Μα κάποια μέρα, ήρθανε απ’την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιό νέοι, πιό βάρβαροι, πιό δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος.
Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ’τα κουνούπια και τον μολυσμένο αέρα. Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί καθήσαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν.

-Δυό δρόμοι ανοίγονται γιά μας. Ο ένας, προς τα πίσω. Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας. Ο άλλος μπροστά, πέρα απ’τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ’τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.
Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα –δέντρα πέτρινα- στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιό σφιχτά πλησίαζαν τόνα το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους. Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιό πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους.
Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα.
Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ’τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και –ίσως- το σώμα. Και οι θρήνοι γέννησαν την Φρίκη. Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους. Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από τον Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος. Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουνε τη λευτεριά τους.
Και είπε ο Ντάνκο:
-Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο. Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε. Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό; Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα. Σίγουρα θάχει κάποιο τέλος. Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος. Εμπρός λοιπόν!
-Οδήγησέ μας, με μια φωνή είπανε όλοι.

Και ξεκινήσαν.
Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος –άπληστο σάπιο στόμα- καταβρόχθιζε Ανθρώπους. 
Σα φίδια απλωθήκανε παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα. Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πυκνώναν τα σκοτάδια. Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν για τον Ντάνκο και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω –κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει. Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε. Και έγινε το σκοτάδι πιο μαύρο και απ’της Κόλασης τις νύχτες. Μα ο Ντάνκο περπατούσε πάντα εμπρός. Και τα κλαδιά των δέντρων τους κυκλώσανε. Και κεραυνοί σκίζανε τον αιθέρα. Όλο δυνάμεις και πιό λίγες τους απόμεναν. Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος –«ένας αυτός, και ζει γιά χίλιους». Τσάκισαν και έχασαν το θάρρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντάνκο.
-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες!
-Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιο πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σα ζώα.
Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’αυτά η λάμψη του θανάτου.
«Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γιαυτό -έτσι ζωηρά- φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν.
Και σαν κοπάδι λύκων –που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός.
 Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γένησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο. 
Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. 
Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.

-«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πώς θα γενούνε τα σκοτάδια φως;» 
φώναξε, κι απ’τη Βροντή πιό δυνατά.
Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων.
Αναλαμπάδιασε η Καρδιά –σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι –κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.
-Εμπρός, φωνάζει ο Ντάνκο και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε την Μοίρα των Ανθρώπων.

Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. 
Το Δάσος αντιβούησε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γεναιότητα, το Φως του Φάρου ακολουθώντας –την Καρδιά του. Και ο Ντάνκο πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε. Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο –σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.

Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα.

Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. 
Και δεν τον πρόσεξε κανείς πούπεσε κάτω. 
Και μόνο η γεναία του Καρδιά ακόμα άναβε. 
Και ένας, την πρόσεξε. 
Και –φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. 
Και η Φλογερή Καρδιά του Ντάνκο, χάθηκε γιά πάντα.»    




Το Adagio "(2000), είναι μια αριστουργηματική δεκάλεπτη ταινία κινουμένων σχεδίων που δημιουργήθηκε από τον Garry Bardin πάνω στο θέμα του Ντάνκο .
Χρησιμοποιήσε την τεχνική αναδιπλωμένου χαρτιού γνωστή επίσης ως τεχνική origami , γιατί αισθάνθηκε ότι η ιδέα του" Adagio "και η οπτικοποιησή της απαιτεί το χαρτί ως το ιδανικό υλικό. Χρειάστηκαν εννέα μήνες για να γίνει το "Adagio".
Η μουσική που ακούγεται είναι το Adagio σε G minor