Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012


Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος
'Ο έρωτας στα χιόνια'



Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: 
«Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.

− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:
− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!

Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»

Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
(1896)

Α. Παπαδιαμάντης, «Ο έρωτας στα χιόνια», Απάντα ΙΙΙ, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989, σσ. 105−110

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Το Ρόδο





Στο εργαστήρι του, που έπιανε τα δυο δωμάτια του υπογείου, ο Παράκελσος παρακάλεσε το θεό του, τον ακαθόριστο θεό του, έναν οποιοδήποτε θεό, να του στείλει ένα μαθητή. Βράδιαζε. 


Η χλωμή φωτιά του τζακιού έριχνε στον τοίχο ακανόνιστους ίσκιους. Τού ‘κανε μεγάλο κόπο να σηκωθεί για ν’ ανάψει τη σιδερένια λάμπα. Ο Παράκελσος, αφηρημένος απ’ την κούραση, λησμόνησε την προσευχή του. Η νύχτα είχε σβήσει τους σκονισμένους άμβικες και την κάμινο, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Μισοκοιμισμένος, σηκώθηκε, ανέβηκε τη μικρή στριφογυριστή σκάλα κι άνοιξε ένα απ’ τα θυρόφυλλα. Μπήκε ένας άγνωστος. έδειχνε κι εκείνος πολύ κουρασμένος. Ο Παράκελσος τού ‘δειξε έναν πάγκο∙ ο άλλος κάθισε και περίμενε. Για λίγο δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη.

Ο δάσκαλος ήταν ο πρώτος που μίλησε.

-Θυμάμαι πρόσωπα της Δύσης και πρόσωπα της Ανατολής, είπε, όχι χωρίς μια κάποια έπαρση. Το δικό σου όμως πρόσωπο δεν το θυμάμαι. Ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα;

-Τ’ όνομά μου δεν έχει σημασία, αποκρίθηκε ο άλλος. Ταξίδεψα τρεις μέρες και τρεις νύχτες για νά ‘ρθω στο σπίτι σου. Θέλω να γίνω μαθητής σου. Σού ‘φερα όλα μου τα υπάρχοντα.

Έβγαλε ένα πουγκί και τ’ άδειασε με το δεξί του χέρι πάνω στο τραπέζι. Πολλά χρυσά φλουριά κύλησαν από μέσα. Ο Παράκελσος τού ‘χε γυρίσει την πλάτη για ν’ ανάψει τη λάμπα. Όταν στράφηκε ξανά προς το μέρος του, παρατήρησε πως το αριστερό χέρι του ξένου κρατούσε ένα ρόδο. Το ρόδο τον ανησύχησε.

Έσκυψε, ένωσε τις άκριες των δαχτύλων του και είπε:

-Ενώ πιστεύεις πως μπορώ να κατεργάζομαι τη λίθο που μετουσιώνει όλα τα στοιχεία σε χρυσό, έρχεσαι και μου προσφέρεις χρυσό. Όμως ο χρυσός δεν είναι αυτό που ζητάω, κι αν εσένα αυτό που σ’ ενδιαφέρει είναι ο χρυσός, δεν θα γίνεις ποτέ μαθητής μου.

-Ο χρυσός δε μ’ ενδιαφέρει, απάντησε ο άλλος. Δέξου ετούτα τα φλουριά σα μια απόδειξη της δίψας μου να μάθω. Θέλω να μου διδάξεις την Τέχνη. Θέλω στο πλευρό σου να διαβώ το δρόμο που οδηγεί στη Λίθο.

Ο Παράκελσος είπε αργά:

-Ο δρόμος είναι η Λίθος. Η αφετηρία είναι η Λίθος. Αν δεν το καταλαβαίνεις αυτό, δεν έχεις αρχίσει ακόμα να καταλαβαίνεις. Κάθε βήμα που θα κάνεις είναι το τέρμα.

Ο άλλος τον κοίταξε δύσπιστα. Κι είπε, τονίζοντας τις λέξεις:

-Όμως, υπάρχει ένα τέρμα;

Ο Παράκελσος γέλασε.

-Οι εχθροί μου, που είναι τόσο πολλοί όσο κι ανόητοι, λένε πως όχι, δεν υπάρχει, και με αποκαλούν απατεώνα. Δεν τους δίνω δίκιο, κι όμως δεν αποκλείεται όλ’ αυτά να μην είναι παρά μια αυταπάτη. Αυτό που εγώ ξέρω είναι πως «υπάρχει» ένας Δρόμος.



Ύστερα από μια μικρή σιωπή, μίλησε ο άλλος:

-Είμαι έτοιμος να τον διαβώ μαζί σου, ακόμα κι αν μας πάρει χρόνια. Άφησέ με να διασχίσω την έρημο. Άφησέ με να διακρίνω έστω από μακριά τη Γη της Επαγγελίας, ακόμα κι αν τ’ άστρα δεν μ‘ αφήσουν να την περπατήσω. Ωστόσο, θέλω μιαν απόδειξη πριν βγω σ’ αυτό το ταξίδι.

-Πότε; είπε ο Παράκελσος με ανησυχία.

-Τώρα αμέσως, είπε ο μαθητής με μια ξαφνική αποφασιστικότητα.

Στην αρχή η συζήτηση γινόταν στα λατινικά∙ τώρα, στα γερμανικά.

Ο νεαρός σήκωσε ψηλά το ρόδο.

-Λένε πως μπορείς να κάψεις ένα ρόδο, κι ύστερα, χάρη στην τέχνη σου, να το κάνεις να ξαναγεννηθεί απ’ τις στάχτες του. Άφησέ με να δω αυτό το μεγαλούργημα. Τούτο μόνο σου ζητώ, κι ύστερα θα σου χαρίσω τη ζωή μου ολάκερη.

-Είσαι πολύ εύπιστος, είπε ο δάσκαλος. Δεν έχω ανάγκη από ευπιστία∙ εγώ απαιτώ την πίστη.

Ο άλλος επέμεινε.

-Μα ακριβώς επειδή δεν είμαι εύπιστος, θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια τον αφανισμό και την ανάσταση του ρόδου.

Ο Παράκελσος είχε πάρει το ρόδο στα χέρια του κι έπαιζε μ’ αυτό καθώς μιλούσε.

-Είσαι εύπιστος, είπε. Λες πως είμαι ικανός να το καταστρέψω;

-Καθένας είναι ικανός να το καταστρέψει, είπε ο μαθητής.

-Γελιέσαι. Μήπως θαρρείς πως μπορεί κανείς να εξαφανίσει οτιδήποτε; Θαρρείς πως ο πρωτόπλαστος Αδάμ στον Παράδεισο μπόρεσε να χαλάσει έστω κι ένα λουλούδι, έστω κι ένα χορταράκι;

-Δεν βρισκόμαστε στον Παράδεισο, είπε ο νεαρός πεισματωμένα. Εδώ, κάτω απ’ το φεγγάρι, όλα είναι θνητά.

Ο Παράκελσος είχε σηκωθεί.

-Και πού αλλού νομίζεις τότε πως βρισκόμαστε; Θαρρείς πως ο θεός μπορεί να πλάσει έναν τόπο, άλλο απ’ τον Παράδεισο; Ή μήπως νομίζεις πως η Πτώση είναι κάτι άλλο και όχι το ν’ αγνοούμε πως ακόμα βρισκόμαστε στον Παράδεισο;

-Ένα ρόδο μπορεί να καεί, είπε ο μαθητής προκλητικά.

-Έχει ακόμα φωτιά στο τζάκι, είπε ο Παράκελσος. Αν έριχνες αυτό το ρόδο στη χόβολη, θα πίστευες πως οι φλόγες το κατασπαράξανε και πως οι στάχτες του είναι αληθινές. Εγώ σου λέω πως το ρόδο είναι αιώνιο και πως μόνο η εμφάνισή του μπορεί ν’ αλλάξει. Μια λέξη μου θ’ αρκούσε να το ξαναδείς μπροστά σου.

-Μια λέξη; είπε έκπληκτος ο μαθητής. Η κάμινος είναι σβηστή κι οι άμβικες είναι σκεπασμένοι από σκόνη. Τι μπορείς να κάνεις για να το ξαναεμφανίσεις;




Ο Παράκελσος τον κοίταξε με θλίψη.

-Η κάμινος είναι σβηστή, επανέλαβε, κι οι άμβικες είναι σκεπασμένοι από σκόνη. Όμως εγώ, στη διάρκεια μιας μακριάς ημέρας, μεταχειρίζομαι κι άλλα σύνεργα.

-Δεν τολμάω να ρωτήσω ποια, είπε ο άλλος με πονηριά ή με ταπεινοσύνη.

-Μιλώ γι’ αυτόν που πήρε το θεό στη δούλεψή του για να πλάσει τους ουρανούς και τη γη και τον αόρατο Παράδεισο, που μέσα του βρισκόμαστε και που μας τον κρύβει το προπατορικό αμάρτημα. Μιλώ για το Λόγο. Αυτόν που μας διδάσκει η Καββάλα.

Ο μαθητής είπε παγερά:

-Ταπεινά σ’ ικετεύω να μου δείξεις την εξαφάνιση και την επανεμφάνιση του ρόδου. Δε μ’ ενδιαφέρει αν θα το κάνεις με τα σύνεργα ή με το Λόγο.



Ο Παράκελσος σκέφτηκε λίγο. Ύστερα είπε:

-Αν τό ‘κανα, θά ‘λεγες πως πρόκειται για μια οπτασία που σου την επέβαλε η μαγεία των ματιών σου. Το θαύμα δεν θα σου δώσει την πίστη που γυρεύεις. Ξέχασε λοιπόν το ρόδο.

Ο νεαρός τον κοίταξε, πάντα καχύποπτος. Ο δάσκαλος ύψωσε τη φωνή και του είπε:

-Στο κάτω κάτω, ποιος είσ’ εσύ που μπαίνεις έτσι στο σπίτι ενός δασκάλου κι απαιτείς απ’ αυτόν ένα μεγαλούργημα; Τι έχεις κάνει για να σου αξίζει ένα τέτοιο δώρο;

Ο άλλος του αποκρίθηκε, τρέμοντας:

-Ξέρω καλά πως δεν έχω κάνει τίποτα. Στο ζητάω στ’ όνομα όλων αυτών των χρόνων που θα σπουδάζω στον ίσκιο σου. Άφησέ με να δω τη στάχτη και μετά, το ρόδο. Δεν θα σου ξαναζητήσω τίποτ’ άλλο. Θα πιστέψω στη μαρτυρία των ματιών μου.

Με μια απότομη κίνηση, άρπαξε το σαρκόχρωμο ρόδο, που ο Παράκελσος είχε αφήσει πάνω στο αναλόγιο και το πέταξε στις φλόγες. Το χρώμα εξαφανίστηκε και σε λίγο δεν απόμεινε απ’ το ρόδο παρά λίγη στάχτη.

Για μια στιγμή, που του φάνηκε αιώνες, ο μαθητής περίμενε τα λόγια και το θαύμα.

Ο Παράκελσος έμεινε ασυγκίνητος. Κι είπε, με μια περίεργη απλότητα:

-Όλοι οι γιατροί κι όλοι οι φαρμακοποιοί της Βασιλείας διατείνονται πως είμαι απατεώνας. Ίσως να λεν αλήθεια. Εδώ βρίσκεται η στάχτη που ήταν κάποτε ένα ρόδο και δεν θα ξαναείναι ποτέ πια.

Ο νεαρός ένιωσε ντροπή. Ο Παράκελσος ήταν ένας τσαρλατάνος ή ένας απλός οραματιστής κι αυτός, ένας παρείσακτος, είχε περάσει το κατώφλι του και τον υποχρέωνε τώρα να ομολογήσει πως η διαβόητη μαγική του τέχνη ήτανε μια πλάνη.

Γονάτισε και του είπε:

-Είμαι ασυγχώρετος. Μού ‘λειψε η πίστη που ο Κύριος απαιτούσε από τους ζηλωτές του. Άσε με να ξαναδώ τη στάχτη. Θα γυρίσω όταν θά ‘μαι πιο δυνατός και θα γίνω μαθητής σου και στην άκρη του Δρόμου θα δω το ρόδο.

Μιλούσε μ’ ενα απροσποίητο πάθος, κι ωστόσο αυτό το πάθος δεν ήταν παρά ο οίκτος που του προκαλούσε ο γερο-δάσκαλος, τόσο σεβάσμιος και κυνηγημένος, τόσο ξακουστός και, γι’ αυτό, τόσο κενός. Ποιος ήταν αυτός, ο Γιοχάνες Γκρίσεμπαχ, για ν’ ανακαλύψει με χέρι ιερόσυλο πως πίσω απ’ το προσωπείο δεν υπήρχε κανείς;

Ν’ αφήσει τα χρυσά φλουριά θα φαινόταν σαν ελεημοσύνη. Τα ξαναπήρε λοιπόν φεύγοντας. Ο Παράκελσος τον συνόδεψε ως το πλατύσκαλο και του είπε πως σ΄εκείνο το σπίτι θά ‘ταν πάντα καλόδεχτος. Κι οι δυο ξέρανε πως δεν θα ξαναβλέπονταν ποτέ πια.

Ο Παράκελσος έμεινε μόνος. Πριν σβήσει τη λάμπα και καθίσει στη φθαρμένη πολυθρόνα, έριξε τη λίγη στάχτη στη φούχτα του κι είπε μια λέξη με χαμηλή φωνή. 

Το ρόδο ξαναγεννήθηκε.



''To ρόδο του Παράκελσου''

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες  
 Από τη συλλογή Ρόδινο και Γαλάζιο (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης) 

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Ζωή και θάνατος στο υλικό σύμπαν - Η Πλάνη των αισθήσεων.


 Αυτό που θα προσπαθήσω σήμερα, είναι, αφήνοντας κάθε φιλοσοφική διάθεση που μπορεί να έχουμε μέσα μας, με φυσικούς όρους, με σκέτη επιστήμη μόνο να δούμε πόσο μακριά μπορούμε να πάμε. Όλοι μας, στα σχολεία μας, από το δημοτικό μέχρι τα πανεπιστήμια μαθαίνουμε μία φυσική, μια επιστήμη που πλέον έχει κλείσει τον κύκλο της όσο αφορά την μελέτη του μεγάκοσμου. Είναι μια επιστήμη πολύ καλή για τα της γης και του πολύ κοντινού μας διαστήματος. Έτσι δηλαδή και φύγουμε από την σελήνη, λίγο πιο μακριά, αυτή η επιστήμη που μαθαίνουμε στέκεται ανίκανη να μελετήσει τα φαινόμενα τα οποία αντιμετωπίζουμε. 

Για να δούμε, έτσι λιγάκι μεθοδικά, όπως μας διδάσκει η επιστήμη, τι σημαίνει ζωή και θάνατος στο υλικό σύμπαν: Αυτό το οποίο γνωρίζουμε και μαθαίνουμε από την πρώτη τάξη του πανεπιστημίου, αλλά και πολύ νωρίτερα, είναι ότι το μόνο πραγματικό υλικό το οποίο υπάρχει μέσα στο σύμπαν είναι αυτό που ονομάζουμε χωροχρονικό συνεχές.

Αυτό το χωροχρονικό συνεχές έχει περίεργες ιδιότητες, έξω από την δυνατότητα των αισθήσεων μας, έξω δηλαδή από την δυνατότητα του DNA μας και βασικά - αυτό θα μας απασχολήσει σήμερα - Έχει μια ιδιότητα, είναι άτμητο. Εάν κάποιος επιχειρήσει και νομίσει ότι μπορεί να το κόψει, αυτό το κόψιμο είναι απλώς μια ψευδής αίσθηση, μια ψευδαίσθηση των αισθήσεων μας και τίποτε άλλο. Δεν μπορούμε να το κόψουμε. Εάν νομίζουμε ότι το κόψαμε τότε τα κομμάτια τα οποία προκύπτουν δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Είναι απλές εικόνες, σχεδόν ένα τίποτα.


Τι έκανε η φυσική που γνωρίζουμε σήμερα; Έπαιρνε αυτό το χωροχρονικό συνεχές, το άτμητο, και το χώριζε, είχε την εντύπωση, την αισθητή εντύπωση ότι το χωρίζει σε δύο κομμάτια ανεξάρτητα, το χώρο και το χρόνο. Όμως με αυτά που είπαμε προηγουμένως, τι σημαίνει;
Αφού χωρίσαμε το χωροχρονικό συνεχές που δεν τέμνεται, πάει να πει ότι και ο χώρος και ο χρόνος είναι ένα τίποτα. Είναι μια ψευδαίσθηση. Είναι μια εικόνα πλαστή μιας πραγματικότητας την οποία οι αισθήσεις μας δεν έχουν την δυνατότητα να αντιληφθούν.

Άρα, λοιπόν ο χρόνος όπως τον μετράμε με τα ημερολόγια και τα ρολόγια μας, τις μεζούρες μας δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα την συμπαντική, είναι μια ψευδαίσθηση, ένα τίποτα.
Για να δούμε όμως τώρα τι είναι ύλη; Γιατί αυτό που μιλάμε όταν μιλάμε για γέννηση, εξέλιξη και θάνατο μιλάμε για την γέννηση βασικά της ύλης, αυτό που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας βασικά. Δηλαδή πιστεύουμε ότι γεννήθηκε κάποιος όταν μπορούμε να τον αντιληφθούμε, να αντιληφθούμε την ύπαρξη του. Και πεθαίνει κάτι τις μέσα στο σύμπαν όταν το χάνουμε από το πεδίο των μετρήσεων και των αισθήσεων μας. Αυτό ονομάζει ο κοινός άνθρωπος θάνατο.


Τι είναι, λοιπόν ύλη; Σύμφωνα με την θεωρία της σχετικότητας, η ύλη δεν αποτελεί παρά ένα καμπυλωμένο χώρο τριών διαστάσεων. Όμως προηγουμένως είπαμε ότι ο χώρος, εφ’ όσον κόψαμε το χωροχρονικό συνεχές και προέκυψε, είναι ένα τίποτα. Δηλαδή ύλη είναι μια καμπύλωση του τίποτα. Άρα καταλαβαίνετε ότι νοητά και αυτή είναι ένα τίποτα, αλλά θα δούμε στην ουσία πως το συνειδητοποιούνε οι αισθήσεις μας.


Για να δούμε τι εννοούμε όταν λέμε καμπυλότητα, καμπυλώνεται ο χώρος, έστω αυτό το τίποτα που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Τι είναι αυτό που λέμε καμπυλότητα; Αυτό που θα σας πω το ξέρουμε από το δημοτικό, απλώς δεν τα συνδέουμε ποτέ μας. Όταν έχουμε ένα χώρο μιας διάστασης, δηλαδή μια ευθεία γραμμή και θέλουμε να την καμπυλώσουμε, τι κάνουμε; Την καμπυλώνουμε προς τη διάσταση πλάτος, δηλαδή την πρώτη διάσταση την καμπυλώνουμε προς τη δεύτερη διάσταση, για να καταλάβουμε την καμπυλότητα.

Αν έχουμε ένα χώρο δύο διαστάσεων, ένα επίπεδο και θέλουμε να τον καμπυλώσουμε. Προς τα που τον καμπυλώνουμε; Τον καμπυλώνουμε προς την επόμενη διάσταση, προς την τρίτη διάσταση.
Για να δούμε τελικά, εάν θέλουμε να καμπυλώσουμε, αυτό που λέμε το χώρο των τριών διαστάσεων, προς τα που θα πρέπει να τον καμπυλώσουμε; Όπως καταλαβαίνουμε από τα προηγούμενα, πρέπει να τον καμπυλώσουμε προς την τέταρτη διάσταση. Όμως αυτό το οποίο γνωρίζουμε πλέον είναι ότι η ανθρώπινη βιολογία δεν έχει την δυνατότητα να αντιληφθεί αυτή την τέταρτη διάσταση. Άρα, λοιπόν, αφού δεν μπορεί να την αντιληφθεί στο σημείο ακριβώς που καμπυλώνεται, έχουμε ένα αισθητό τίποτα. Είναι το κλασικό φαινόμενο της Μελανής Οπής. Καμπυλώνεται ο χώρος των τριών διαστάσεων σε μια περιοχή, ξεπερνάει κάποια όρια καμπύλωσης και εκεί δεν βλέπουμε τίποτα. Δεν αντιλαμβανόμαστε και δεν μπορούμε να μετρήσουμε τίποτα. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει τίποτα, είναι κάτι που είναι έξω από τις δυνατότητες των μετρήσεων και των αισθήσεων μας.


Ύλη είναι καμπυλωμένος χώρος, προς τα που; Ένα πηγάδι του χώρου προς την τέταρτη διάσταση που δεν αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο. Άρα λοιπόν, τι ονομάζουμε ύλη; Ονομάζουμε τον καμπυλωμένο χώρο, το καμπυλωμένο τίποτα, όταν η καμπυλότητα, το πηγάδι δηλαδή, βρίσκεται μεταξύ δύο ορίων, ενός ελαχίστου ορίου και ενός μεγαλύτερου ορίου.

Βλέπετε εδώ, ότι οι καμπυλότητες, αυτά τα βαθουλώματα που δίνουν την αίσθηση της ύλης.
Πάμε παρακάτω.
Για να δούμε λοιπόν, για να το κατανοήσουμε καλά. Αν έχω μια περιοχή χώρου, δεδομένη, τότε το πόσο βαθουλώνεται, - δημιουργεί δηλαδή καμπύλωση - προς τη διάσταση χρόνος, δηλαδή ο χρόνος καθορίζει την εξέλιξη της υλικής φύσης. Εάν λοιπόν ο χρόνος καμπυλωθεί προς το χρόνο, καμπυλωθεί ο χώρος από ένα μίνιμουμ και κάτω, τότε αντιλαμβανόμαστε ύλη. Εάν ξεπεράσει το ανώτατο όριο, τον χάνουμε από την δυνατότητα των αισθήσεων μας.

Άρα, λοιπόν είναι ο χρόνος, το βαθούλωμα προς το χρόνο που δεν αντιλαμβανόμαστε, που δημιουργεί την αίσθηση της γέννησης, της εξέλιξης και του θανάτου της ύλης.

Στη φυσική, αυτό που ονομάζομε καμπυλότητα του χώρου, είναι λίγο δύσκολο να το αντιληφθούμε, αφού δεν το αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, υπάρχει ένας άλλος τρόπος πιο εύκολος να αντιληφθούμε. Η έννοια της καμπυλότητας του χώρου, είναι συνώνυμη – ίδια δηλαδή, ταυτίζεται- με μια άλλη έννοια της φυσικής, που λέγεται πυκνότητα ενέργειας. Προσέξτε δεν είπα πολύ ενέργεια, είπα πυκνότητα ενέργειας. Δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο χώρο, συγκεκριμένου όγκου, πόση ενέργεια περισσότερο υπάρχει. Γιατί μπορεί να έχουμε μια τεράστια ποσότητα ενέργειας σε ένα τεράστιο χώρο και η πυκνότητα της ενέργειας να είναι πάρα πολύ μικρή. Άρα, λοιπόν, η έννοια της καμπυλότητας είναι συνώνυμη με την έννοια της πυκνότητας της ενέργειας στη φυσική. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να δώσουμε στην ύλη, αντί της έννοιας καμπυλότητας που δώσαμε προηγουμένως, ένα άλλο ορισμό.

Τι είναι ύλη; Ύλη είναι μια περιοχή που η πυκνότητα της ενέργειας της βρίσκεται μέσα σε κάποια όρια, ένα μίνιμουμ και ένα μάξιμουμ.
Άρα αυτό που ονομάζουμε ύλη δεν είναι τίποτε άλλο από μια πυκνότητα ενέργειας, ένας χώρος μεγάλης πυκνότητας ενέργειας.
Βλέπετε, λοιπόν, ότι μια πυκνότητα ενέργειας (τα ηλεκτρόνια, ο πυρήνας, τα άτομα είναι συμπυκνώσεις ενέργειας) είναι ισοδύναμο με την έννοια της καμπυλότητας.

Για να δούμε τώρα με βάση αυτόν τον ορισμό της ύλης, - ύλη είναι η καμπύλωση προς το πηγάδι του χώρου μέσα σε κάποια όρια, ή είναι μέσα σε κάποια όρια η πυκνότητα ενέργειας ενός χώρου – τι είναι η ζωή, η εξέλιξη και ο θάνατος;

Άρα μπορούμε να ονομάσουμε ζωή τη δυνατότητα της υλικής μας υπόστασης να μεταβάλλει την ενεργειακή της πυκνότητα, ή κατά ένα ισοδύναμο όρο, να αυξάνει την καμπυλότητα προς τη διάσταση χρόνος. Αλλά όπως είπαμε την πυκνότητα ενέργειας μπορούμε να τη μετρήσουμε, Ε=mc2. Αυτό σημαίνει μια δυνατότητα αυξομείωσης της διάστασης χρόνος, που εκλύουμε αοράτως μέσα μας. Όσο αυξομειώνουμε την πυκνότητα ενέργειας, είναι σαν να αυξομειώνουμε την καμπυλότητα του χώρου μιας συγκεκριμένης περιοχής.
  

Η έννοια της ζωής χαρακτηρίζεται από τις έννοιες της γέννησης, της ανάπτυξης, της φθοράς και του θανάτου. Για να δούμε ένα-ένα από αυτά τα στάδια στο υλικό σύμπαν.
Τι ονομάζουμε γέννηση; Γέννηση είναι – όταν ονομάζουμε γέννηση της ύλης, δηλαδή εμφάνιση στην πραγματικότητα των αισθήσεων μας μιας υλικής υπόστασης – δεν είναι τίποτε άλλο από την αύξηση πέρα ενός ορίου της πυκνότητας της ενέργειας, ή αν το θέλετε διαφορετικά, την καμπύλωση σε ένα συγκεκριμένο χώρο πέρα ενός ορίου. Τότε εμφανίζεται η ύλη σύμφωνα με την θεωρία της σχετικότητας.
Γύρο από κάθε τέτοιο πύκνωμα ύλης, ή αν το θέλετε από ένα καμπυλωμένο χώρο, ξέρει η φυσική και μαθαίνουμε ότι δημιουργείται ένα πεδίο βαρύτητας. Όσο μεγαλύτερη η καμπυλότητα, όσο μεγαλύτερη είναι η πυκνότητα της ενέργειας, τόσο μεγαλύτερο είναι το πεδίο βαρύτητας γύρο από αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή.

Τι είναι η έννοια της ανάπτυξης μιας υλικής ύπαρξης; Είναι η δυνατότητα αύξησης της καμπυλότητας του χώρου, ή αύξηση της πυκνότητας της ενέργειας σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Και τέλος:
Τι είναι θάνατος; Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε στη φύση δύο είδη θανάτων.- Βέβαια το θάνατο με την εξαφάνιση της υλικής πραγματικότητας. - Για να δούμε τις δύο περιπτώσεις.

Πρώτη περίπτωση: Αν η πυκνότητα της ενέργειας συνεχώς μειώνεται και ξεπεράσει το κατώτατο όριο, τότε αυτομάτως η ύλη θα πάψει να είναι αισθητή, δεν θα βλέπουμε πλέον τίποτα. Αυτή η διαδικασία επειδή δεν είναι στιγμιαία, της μείωσης της πυκνότητας της ενέργειας σιγά-σιγά την ονομάζουμε φθορά. Όταν ξεπεράσει το κατώτατο όριο τότε έχει πεθάνει το υλικό αντικείμενο. Βρίσκεται δηλαδή, έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων.

Τι συμβαίνει τότε; Σημαίνει τότε ότι η ύλη έχει ξαναγίνει πάλι καθαρός χώρος. Ο οποίος καθαρός χώρος είναι έξω από την εποπτεία των αισθήσεων μας. Δεν είναι ύλη επειδή δεν είναι καμπυλωμένος, όπως λέει η θεωρία της σχετικότητας.

Προκειμένου αυτός ο χώρος να ξαναγίνει ύλη, να μπορέσουμε να τον αντιληφθούμε, δεν ξέρω με πιο τρόπο, θα πρέπει να αυξήσει εκ νέου την πυκνότητα της ενέργειας του, ή να καμπυλωθεί εκ νέου. ( Εδώ πάλι είναι μια μεγάλη συζήτηση που κάποια στιγμή θα την κάνουμε).

Για να δούμε το δεύτερο είδος θανάτου: Εάν αρχίσει να αυξάνει συνέχεια η πυκνότητα της ενέργειας, αυξάνεται-αυξάνεται, ξεπεράσει τώρα το ανώτατο όριο, τότε ξεπερνώντας ένα ανώτατο όριο καμπυλότητας, μας λέει η θεωρία της σχετικότητας, ότι αυτομάτως θα γίνει αόρατη από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Αυτή είναι η περίπτωση της Μελανής Οπής και αυτό το όριο – που λέω το ανώτατο όριο – ονομάζεται Ορίζοντας Γεγονότων της Μελανής Οπής. Όταν ο χώρος δηλαδή φτάσει σε κάποια όρια καμπυλότητας, χάνω το υλικό από τα μάτια μου, ή από τις αισθήσεις μου, ή από τις μετρικές μηχανές μου και θεωρώ ότι στην περιοχή εκείνη υπάρχει ένα απόλυτο τίποτα. Ένα τίποτα για τις αισθήσεις και το DNA μου. Όχι ένα τίποτα, το υλικό συνεχίζει να υπάρχει με άλλη μορφή, πολύ πιο καμπυλωμένο. Εάν φθάσει μια υλική ύπαρξη σε αυτή τη μορφή, δεν νομίζω ότι θα θέλει να ξαναγυρίσει πίσω, αλλά τέλος πάντων, καμιά φορά το κάνει εσκεμμένα. Πάμε παρακάτω.



Εδώ βλέπουμε την Μελανή Οπή από ένα βιβλίο αστροφυσικής, βλέπετε στο σημείο αυτό έχουμε τον Ορίζοντα Γεγονότων, ενώ έχουμε την εντύπωση ότι δεν υπάρχει τίποτα, το αστέρι, λέμε, έχει πεθάνει, έχει μεταβληθεί σε μια Μελανή Οπή. Έχει πεθάνει για τις αισθήσεις μας, δεν έχει πεθάνει ως αντικείμενο, βρίσκεται εκεί πίσω, μέσα στη μαυρίλα.

Εδώ θέλω να σας πω κάτι που ίσως να σας ενδιαφέρει. Όταν έχω μια περιοχή του χώρου που εμφανίζεται σιγά-σιγά ως ύλη ή φθείρεται και εξαφανίζεται, δεν έχει μια σταθερή καμπυλότητα, δηλαδή κάθε σημείο του χώρου μπορεί να είναι πιο βαθουλωμένο, να έχει δηλαδή μεγαλύτερη πυκνότητα ή μικρότερη πυκνότητα ενέργειας. Να όπως βλέπεται εδώ, το κόκκινο π.χ. δείχνει λιγότερη ενέργεια, το άσπρο περισσότερη ενέργεια. Δηλαδή κάθε σημείο μιας υλικής ύπαρξης, δεν πάει να πει ότι έχει μια σταθερή καμπυλότητα. Υπάρχουν αντικείμενα που έχουν σταθερές καμπυλότητες, ας πούμε ένας ομοιογενής βράχος, ένα ομοιογενές κομμάτι μέταλλο, εκεί, πιθανότατα, αν δεν υπάρχουν άλλες διακυμάνσεις πυκνότητας μέσα στο ίδιο το  υλικό να έχουμε μια ομοιόμορφη καμπυλότητα, μια ομοιόμορφη κατανομή της πυκνότητας ενέργειας. Αλλά εν γένει ότι βλέπουμε υλικό γύρο μας, κάθε σημείο του έχει διαφορετική πυκνότητα ενέργειας και διαφορετική καμπυλότητα.

Τι σημαίνει αυτό; Αυτό που συντηρεί ένα υλικό σώμα δεν είναι πως έχει τις πολλαπλές καμπυλότητες, όπως είναι το σώμα του ανθρώπου, δεν είναι το πρόβλημα να του δώσω ένα μεγάλο ποσό ενέργειας για να ζήσει, να αυξήσει την ενεργειακή του πυκνότητα. Αυτό το ποσό ενέργειας πρέπει να κατανεμηθεί κατάλληλα παντού μέσα στις διάφορες καμπυλότητες για να μπορέσει να ζήσει. Πρέπει να κατανεμηθεί η ενέργεια. Αν της δώσουμε σ’ ένα σημείο μεγάλο ποσό ενέργειας θα πεθάνει, αν πυροβολήσουμε μ’ ένα μπιστόλι ή αν κτυπήσουμε ένα σημείο με ακτίνες Χ. Θα σκοτωθούν τα κύτταρα και θα πεθάνουν. Η ενέργεια που πρέπει να πάρει ο οργανισμός θα πρέπει να είναι κατανεμημένη, κατά κάποιο τρόπο, για να μπορέσει να αυξήσει την ενεργειακή πυκνότητα κάθε σημείο με ανάλογο τρόπο.

Για να δούμε όμως τι σχέση έχουν όλα αυτά που είπαμε μ’ αυτό που ονομάζουμε χρόνο επάνω στη γη; Δηλαδή τα ημερολόγια και τα ρολόγια μας που το μετράνε, αυτό που κοιτάμε. Είναι πάρα πολύ σημαντικό γιατί θα μας λύσει πολλά προβλήματα.

Είπαμε προηγουμένως ότι ο πραγματικός χρόνος, η διάσταση χρόνος, αυτό δηλαδή το βάθος του πηγαδιού που δημιουργείται, όσο αυξομειώνεται μας δημιουργεί την έννοια της φθοράς. Άρα λοιπόν, ο πραγματικός χρόνος, η διάσταση χρόνος μετριέται μέσο της φθοράς ή της ανάπτυξης.

Τι κάνει ο άνθρωπος; Επειδή η μέση ανθρώπινη βιολογία έχει ένα μέσο ρυθμό φθοράς και αυτή τη φθορά πρέπει να την μετρήσουμε, τότε κοιτάει γύρο του να βρει γεγονότα τα οποία έχουν ένα σταθερό ρυθμό, σχετικώς σταθερό ρυθμό, προκειμένου να συγκρίνει το σταθερό ρυθμό κάποιου γεγονότος με τη φθορά και να τη μετρήσει.

Με το τρόπο αυτό, είπαμε, ο μέσος άνθρωπος φθείρεται όταν η γη κάνει 75 στροφές γύρο από τον ήλιο. Δηλαδή οι στροφές γύρω από τον ήλιο είναι μια μεζούρα για να μετρήσουμε την φθορά. Δεν ταυτίζεται η μεζούρα με την φθορά. Λέμε ένα άνθρωπος ζει 75 επί 365 ημέρες, δηλαδή περιστροφές της γης γύρο από τον εαυτό της. Δηλαδή βλέπουμε πόσες φορές ένα φαινόμενο – η περιστροφής της γης γύρο από τον ήλιο – χωράει μέσα στο ρυθμό της φθοράς. Άρα αυτό το οποίο μετράμε στα ημερολόγια και στα ρολόγια μας είναι τρόποι μέτρησης της φθοράς, τρόποι μέτρησης εμμέσως αυτού που λέμε διάσταση χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος των ημερολογίων και των ρολογιών μας καμία μα καμία σχέση δεν έχει με το μετρούμενο. Δηλαδή αν πάρουμε μια μεζούρα πλαστική και μετρήσω ένα δρόμο, η μεζούρα δεν ταυτίζεται με τον δρόμο, είναι άλλα πράγματα. Το ένα είναι το μέτρο που μετράμε και το άλλο είναι ο δρόμος, το πραγματικό γεγονός. Εδώ το πραγματικό γεγονός είναι η διάσταση χρόνος και η μεζούρα μου είναι η κίνηση του της γης γύρο από τον ήλιο ή γύρο από τον εαυτό της και τίποτε άλλο. Άρα λοιπόν όταν θέλουμε να κάνουμε ταξίδια στο χρόνο, που λένε, μη νομίζεται ότι θα γίνουμε νεώτεροι. Όταν λέμε ότι γυρίζουμε πίσω το χρόνο, σ΄ αυτές τις θεωρητικές ενοράσεις που κάνουν η φυσική, δεν εννοούμε ότι θα γίνουμε και νεώτεροι, σύμφωνοι; Καμία σχέση δεν γινόμαστε νεώτεροι, απλώς θα μεταβάλουμε, θα αυξομειώσουμε το πηγάδι μας, τίποτε άλλο.

Για να δούμε τελικά: Αυτό, λοιπόν που καταλήγουμε, ότι θάνατος δεν είναι παρά το πέρασμα από το μη υπάρχον, δηλαδή την καμπύλωση του χώρου, που δεν υπάρχει, αλλά είναι αισθητή, στο μη αισθητό αλλά υπάρχον. Είναι μια απλή αλλαγή κατάστασης του χώρου της καμπύλωσης της πυκνότητας της ενέργειας και δεν είναι η κατάργηση της ίδιας της κατάστασης. Απλά μια μεταβολή.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε........




Ερώτηση: Ο ορισμός του χρόνου

Η ερώτηση είναι αν μπορεί να δοθεί ένα ορισμός του χρόνου. Βεβαίως. Εδώ υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα. Όταν πηγαίναμε στο πρώτο έτος και διδασκόμασταν μαθηματικά, μας είπαν ότι όλες οι διαστάσεις είναι ίδιες, καμιά διάσταση δεν διαφέρει από την άλλη, δηλαδή το μήκος, το πλάτος και το ύψος  εδώ πέρα, μέσα και τους έχουμε δώσει διαφορετικές ονομασίες, αν πάρουμε αυτό το δωμάτιο και το τουμπάρουμε, το ύψος θα γίνει πλάτος και το πλάτος θα γίνει μήκος, άρα λοιπόν στο μαθηματικό τμήμα αντιμετωπίζουμε οσεσδήποτε διαστάσεις με τον ίδιο τρόπο, έτσι ο χρόνος έχει όλες τις ιδιότητες που τα μαθηματικά δίνουν σε μια διάσταση και τίποτα παρά πάνω. Ο φυσικός όμως, ο οποίος δεν ξέρει πολύ καλά μαθηματικά, τι κάνει; Επειδή βλέπει...και τώρα θα με κάνετε να το πω. Οι ανθρώπινες αισθήσεις, το DNA, και νομίζω ότι θα υπάρχουν άνθρωποι εδώ που θα ξέρουν καλύτερα βιολογία, έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται μόνο τρεις διαστάσεις αμέσως.

Άρα λοιπόν, αυτό το πηγάδι του χωροχρόνου, που είναι το βάθος του ο χρόνος και γύρο-γύρο οι τρεις διαστάσεις, οι αισθήσεις μας έχουν την δυνατότητα να αντιλαμβάνονται αμέσως πλάτος, μήκος, ύψος, τις τρεις διαστάσεις, δεν ενδιαφέρει πως λέγονται. Σύμφωνοι; Ενώ την τέταρτη διάσταση δεν έχουν την δυνατότητα να την αντιληφθούν αμέσως, παρά μόνο εμμέσως. Μέσω της προβολής της επάνω στο χώρο που αντιλαμβανόμαστε των τριών διαστάσεων. Είπα προηγουμένως, δηλαδή μέσω της φθοράς.
Άρα ο φυσικός έχει την ψευδαίσθηση – ο άνθρωπος δηλαδή που αντιμετωπίζει τη φύση με τις αισθήσεις του -  ότι ο χρόνος, επειδή αντιλαμβάνεται την προβολή του, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τις τρεις άλλες διαστάσεις που τις αντιλαμβάνεται αμέσως. Για το λόγο αυτό τις τρεις διαστάσεις τις μετράει σε μήκος, ενώ την τρίτη έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι κάτι διαφορετικό, γιατί αντιλαμβάνεται μόνο την προβολή της, τη μετράει με μια άλλη μεζούρα που τη λέει second.

Αν είχαμε, τώρα ένα μικρό πίνακα εδώ πέρα θα κάναμε πολύ ωραία πράγματα. Έκοψα ένα κομμάτι από την ομιλία μου για να μη γίνω βαρετός.......

Υπάρχει ένας άλλος τρόπος να καταλάβουμε την αύξηση της πυκνότητας της ενέργειας ή την ελάττωση της. Όταν αυξάνεται η πυκνότητα της ενέργειας της ύλης αυτομάτως αυξάνεται και η ταχύτητα της. Η ταχύτητα, δηλαδή – θα σας φέρω δύο παραδείγματα πολύ απλά – Προσέξτε, όσο αυξάνεται η πυκνότητα της ενέργειας ή η καμπυλότητα, τότε αυξάνεται η ταχύτητα.

Κοιτάξτε το παράδειγμα. Όταν έχω σ’ ένα γαλαξία στο κέντρο μια Μελανή Οπή. Η μεγάλη καμπυλότητα του χώρου εκεί στο κέντρο του γαλαξία, το υλικό που πάει να πέσει προς τη μελανή οπή, δηλαδή που συνεχώς αυξάνει την καμπυλότητα του και την πυκνότητα της ενέργειας του, συνεχώς επιταχύνεται. Άρα η επιτάχυνση αυτή που βλέπετε σε συσχετιστικές ταχύτητες, που λέει η θεωρία της σχετικότητας, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μέτρο της καμπυλότητας ή του χρόνου. Σας έμπλεξα λιγάκι....

Άρα λοιπόν, η ταχύτητα δεν είναι αυτό το οποίο αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Θα σας πω κάτι που θα σας φανεί εντελώς μεταφυσικό, αλλά το είπε ο Χάϊζεμπερκ.

Εδώ μέσα υπάρχει ένα υλικό. Ξέρουμε πολύ καλά από το γυμνάσιο, ότι αν πάρω τον τοίχο απέναντι και δέσω ένα σχοινί και το κρατώ από εδώ και κάνω μια κίνηση έτσι πάνω κάτω, θα δημιουργηθεί μια καμπυλότητα. Αυτή η καμπυλότητα θα αρχίσει να τρέχει προς τον τοίχο. Ο αδαής θα νομίσει ότι κινείται αυτό το καμπύλωμα, σαν ενιαίο υλικό. Αυτό είναι ψέμα. Το υλικό δεν μετακινείται. Μεταφέρει την ενέργεια του από σημείο σε σημείο και καμπυλώνει διαφορετικά σημεία γύρο του, ενώ ο αδαής έχει την ψευδαίσθηση ότι μετακινήθηκε το υλικό αυτό, το αρχικό και πάει στο τέλος.

Το ίδιο συμβαίνει σε μια λίμνη, ήρεμη. Εάν κάνω μια διακύμανση σε ένα σημείο, δημιουργούνται κύκλοι γύρο-γύρο, σαν βουναλάκια, και βλέπω τον κύκλο συνεχώς να μεγαλώνει. Ο αδαής θα νομίζει ότι το νερό μετατοπίζεται προς τα έξω. Το νερό δεν μετατοπίζεται, είναι το ίδιο με το σχοινί, μεταφέρει την ενέργεια της δίπλα και δίπλα μέχρι η ενέργεια να χαθεί κλπ.

Λοιπόν, λέει ο Χάιζεμπερκ: Δεν έχουμε ένα ενιαίο χώρο, το χωροχρονικό συνεχές, πέστε το όπως θέλετε. Εγώ τι είμαι; Μία καμπυλότητα αυτού του χώρου. Αυτού του χώρου που καταλαμβάνω αυτή τη στιγμή. Ο Δανέζης που είναι εδώ και σας μιλάει, το υλικό του, δεν είναι καθόλου το ίδιο με το υλικό του Δανέζη όταν πάει σπίτι του.

Απλώς όπως μετακινούμαι στο χώρο δεν μετακινείται το υλικό, μετακινείται η κύμανση, η ενέργεια. Αλλά γίνεται τόσο γρήγορα, με τέτοιες διαδικασίες, που το μάτι και οι αισθήσεις δεν αντιλαμβάνονται την.......................

Καταλάβαμε τι είναι... λίγο, ο χρόνος; Είναι κάτι πολύ γνωστό. Ο Αυγουστίνος μαζί με τον Μέγα Βασίλειο – αυτό που σας είπα ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο από το μέτρο της φθοράς – αυτοί το είπαν πρώτοι. Το ότι επιβεβαιώθηκε από την επιστήμη, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Φιλοσοφικά το είπαν πρώτοι.

Ερώτηση: Αυτό που αντιλαμβάνεται την καμπυλότητα τι είναι; Δηλαδή, εγώ αντιλαμβάνομαι.

Τα όργανα μας, το DNA μας. Είναι φτιαγμένα έτσι ώστε αν ο χώρος – προσέξτε ο χώρος είναι κάτι ψεύτικο, ένα τίποτα, είναι ένα καθρέπτισμα της πραγματικότητας, δεν είναι η πραγματικότητα, γιατί χωρίσαμε το χωροχρονοσυνεχές – εάν καμπυλωθεί παραπάνω από ένα όριο, οι αισθήσεις μας αυτό το σχηματοποιούν ως ύλη.

Να δώσω ένα παράδειγμα: Όταν λέτε ότι αυτό που φοράω είναι μπλε, τι κάνετε; Έχετε κάποια όργανα στον εγκέφαλο και όταν παίρνουνε αυτή την ακτινοβολία την ονομάζομε μπλε, θα μπορούσαμε να την είχαμε ονομάσει κόκκινο. Είναι θέμα συμφωνίας κοινωνικής, να μαθαίνουν όλα τα παιδιά αυτή την ακτινοβολία να τη λέμε μπλε. Αν συμφωνούσαν όλη η κοινωνία και οι δάσκαλοι, αυτή την ακτινοβολία να μαθαίνουν τα παιδιά να τη λένε κόκκινη, θα μάθαιναν να την λέγανε κόκκινη.

Άρα είναι θέμα DNA και κοινωνικής συμφωνίας.

- Εάν περάσουμε αυτή την καμπυλότητα χανόμαστε;
Πάλι χανόμαστε, πάλι πεθαίνουμε με άλλο τρόπο. Είναι μεγάλη κουβέντα. Γι’ αυτό είπα προηγουμένως.....Δεν ζητήσαμε από το άστρο που καταρρέει σε μελανή οπή αν θέλει να ξαναγίνει άστρο.....Δεν θέλει....Αν είναι υπέρ μαζικό ένα άστρο, όταν γίνει μελανή οπή, λέει η θεωρία του πληθωρισμού, έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα νέο σύμπαν. Η φυσική το λέει, δεν το λέει η μεταφυσική.

- Στην αρχή της ομιλίας σας, είπατε για τις διαστάσεις.....Γιατί η καμπύλωση να γίνει μετά τη Τρίτη διάσταση, προς το χρόνο και όχι σε μια τέταρτη διάσταση που τη λένε χωρική;....Υπάρχουν 11 διαστάσεις χωρικές εννοούμε συν το χρόνο..

Εδώ είναι αυτό που συζητήσαμε προηγουμένως. Στα μαθηματικά δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των διαστάσεων. Όλες οι διαστάσεις είναι ίδιες. Αυτό που διαφοροποιεί την μία διάσταση...... είναι υποκειμενική. Είναι θέμα της αντίληψης μας για τη διάσταση αυτή και όπως είπα προηγουμένως, τις τρεις διαστάσεις τις αντιλαμβανόμαστε μέσω του DNA μας αμέσως. Δηλαδή με βλέπετε εμένα και λέτε Δανέζης, άρα με μετράτε με κάποιες μεζούρες. Εάν μετρήσετε, όμως και τη σκιά μου κάτω, η σκιά μου είναι κάτι από το Δανέζη, δεν είναι Δανέζης. Μπορώ να την αντιληφθώ, δηλαδή εμμέσως.

Επειδή, λοιπόν οι φυσικοί συνήθως δεν ξέρουν πολύ καλά μαθηματικά, ονομάζουν αυτή την σκιά της τέταρτης διάστασης – επειδή δεν την αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβάνονται την άλλη – νομίζουν ότι είναι άλλο πράγμα. Γι’ αυτό την ονόμασαν χρόνο.

Εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα που μας ρωτάνε.....Από τη τρίτη πάμε στην τέταρτη. Ας καταλάβουμε τη τέταρτη και μετά συζητάμε για τις άλλες.......Αν μιλούσαμε εδώ για την 13η εδώ θα είχαν τρελαθεί οι μισοί. Άρα λοιπόν λέω ότι, αν το θέλετε έτσι, ένα χώρος τεσσάρων διαστάσεων θα καμπυλωθεί σ’ ένα πέντε διαστάσεων. Εδώ δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη τέταρτη....Πάντως στα μαθηματικά και στη φυσική, μπαίνουμε σ’ αυτή τη λογική, ότι δεν κατανοούμε, ότι η τέταρτη διάσταση μπορεί να είναι ο χρόνος και τι κάνουμε; Προσθέτουμε συνεχώς χωρικές διαστάσεις, συνεχώς, συνεχώς....Ενώ αν είχαμε λύσει το πρόβλημα, όπως το λύνει τα μαθηματικά από την αρχή, ότι όλες οι διαστάσεις είναι ίδιες, δεν διαφέρει τίποτα, αλλά σε σχέση μόνο υποκειμενικά εγώ πως τις αντιλαμβάνομαι αυτές τις διαστάσεις, τότε δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα, πιθανότατα λέω, γιατί δεν το ξέρω διερευνητικά να κάνω τις πράξεις κ.λ να μη χρειαζόμασταν να βάλουμε άλλες διαστάσεις. Αν είχαμε χρησιμοποιήσει το χρόνο σαν  διάσταση.

Να ένα παράδειγμα: Όταν πάμε κοντά σε μια μελανή οπή – μιλάω για τα μαθηματικά κι τους μετασχηματισμούς που κάνουμε – όταν πάμε με τα μαθηματικά μας πολύ κοντά σε μια μελανή οπή, τότε βλέπουμε να δημιουργείται ο εξής μετασχηματισμός. Οι τρεις διαστάσεις του χώρου μετατρέπονται σε χρόνο και ο χρόνος μετατρέπεται σε χώρο. Και κείνη τη στιγμή έχω την περίεργη κατάσταση, να έχουμε τρεις χρονικές διαστάσεις και μια χωρική. Αυτό δείχνει όμως, αυτή η αναστροφή – γι’ αυτό μιλάμε για μια σύγχρονη φυσική, έχει ξεπεράσει τα δόγματα τα πιο παλιά – ότι ο χρόνος και ο χώρος είναι το ίδιο πράγμα, απλώς η αντίληψη μας και οι συνθήκες παρατήρησης τον κάνουν να μην τον αντιλαμβανόμαστε με τον ίδιο τρόπο........................

……Αυτό που θα μπορούσα να βεβαιώσω είναι ότι ο νους του ανθρώπου συνεχώς ανταποκρίνεται και σε πιο πολύπλοκες σκέψεις, σχέσεις και έχει τη δυνατότητα συνέχεια εξελισσόμενος να αποδεικνύει και με πολύ πρακτικό τρόπο αυτά που κάποτε θεωρούνταν φιλοσοφία. Άρα λοιπόν, αυτό που θέλω να τονίσω είναι το εξής: Αντί να χανόμαστε μέσα σε διαμάχες φιλοσοφικές και καλά κάνουμε, πρώτα θα πρέπει να μάθουμε καλά τι λέει η σύγχρονη φυσική.

Η ιστορία και η φιλοσοφία των επιστημών μας διδάσκει ότι όταν δημιουργείται μια επιστημονική επανάσταση, μετά έρχεται και μια κοινωνική επανάσταση ή πολιτισμική επανάσταση. Αυτό που θέλω να σας πω είναι ότι ήδη έχει τελειώσει μια πολύ μεγάλη επιστημονική επανάσταση και κανένας εκτός από τους μυημένους δεν έχει πάρει είδηση, δεν διδάσκεται πουθενά στα πανεπιστήμια και θα μου επιτρέψετε, προσωπικά, είναι προσωπική μου άποψη, μπορεί να κάνω λάθος, ότι, δεν ξέρω αν η κοινωνία θέλει να γίνει γνωστή, γνωρίζοντας ότι μετά τη γνώση, της μεγάλης αυτής επιστημονικής επανάστασης θα προκύψει και μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση. Δεν ξέρω αν οι ηγεσίες είναι έτοιμες να την αποδεκτούν. 

 Ομιλία – Μάνος Δανέζης (Kαθηγητής Αστροφυσικής του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.)

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Μιλώντας στο γιο μου για την ηθική και την ελευθερία



Παρ' όλο που δεν μπορούμε να επιλέγουμε αυτό που μας συμβαίνει, μπορούμε αντιθέτως να επιλέξουμε να εναντιωθούμε σε αυτό που μας συμβαίνει
Φερνάντο Σαβατέρ

«Ελευθερία; Μα για ποια ελευθερία μου μιλάς; Πώς γίνεται να είμαστε ελεύθεροι, όταν μας πιπιλίζουν το μυαλό από την τηλεόραση, όταν οι κυβερνήτες μας εξαπατούν και μας χειραγωγούν, όταν οι τρομοκράτες μας απειλούν, όταν τα ναρκωτικά μας κάνουν σκλάβους και όταν επιπλέον μου λείπουν τα χρήματα για να αγοράσω μια μηχανή που θέλω;»
Αν προσέξεις λιγάκι, θα δεις ότι αυτοί που μιλάνε έτσι μοιάζει να παραπονιούνται αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ικανοποιημένοι γνωρίζοντας ότι δεν είναι ελεύθεροι. Στο βάθος σκέφτονται: «Ουφ! Μεγάλο βάρος βγάλαμε από πάνω μας! Καθώς δεν είμαστε ελεύθεροι, δεν μπορούμε να φταίμε για τίποτε απ’ ό,τι μας συμβαίνει…»…

Και συνεχίζει λέγοντας:
Μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι είναι καλύτερο που δεν υπάρχει ελευθερία, για να μην παραδεχτεί πως ελεύθερα προτιμάει το πιο εύκολο: αντί π.χ. να συγκρουστεί με σθεναρά με έναν τύραννο, να γλείψει την μπότα που του πατάει το λαιμό. Αλλά μέσα μας κάτι επιμένει να μας λέει: «Αν εσύ ήθελες…» 


 ''..η ηθική δεν είναι τίποτα άλλο από τη λογική προσπάθεια να εξακριβώσεις πώς θα ζήσεις καλύτερα..''

''Υπευθυνότητα είναι να ξέρω ότι κάθε πράξη μου με δομεί, με καθορίζει, με ανακαλύπτει. Επιλέγοντας αυτό που θέλω να κάνω, μεταμορφώνομαι σιγά σιγά. .''





«Τι δεν είναι αυτό το βιβλίο: δεν είναι εγχειρίδιο Hθικής για μαθητές λυκείου, δεν περιέχει πληροφορίες για τους σπουδαιότερους συγγραφείς και τις σημαντικότερες τάσεις της ηθικής θεωρίας μέσα στους αιώνες, ούτε πρόκειται για συνταγολόγιο ηθικοπλαστικών απαντήσεων στα καθημερινά προβλήματα που βρίσκει κανείς στις εφημερίδες και συναντά στο δρόμο... Αυτό το βιβλίο είναι ένα βιβλίο!

Προσωπικό και υποκειμενικό, όπως η σχέση που ενώνει έναν πατέρα με το γιο του• οικουμενικό, όπως η σχέση γονιού και παιδιού, η πιο συχνή και αναπόφευκτη απ’ όλες τις σχέσεις.
(από το οπισθόφυλλο) 

Είναι σχεδιασμένο και γραμμένο για να το διαβάζουν οι έφηβοι: πιθανόν να έχει να διδάξει πολύ λίγα στους δασκάλους τους. Στόχος του δεν είναι να κατασκευάσει πολίτες που να σκέφτονται «καλά» (και βέβαια, σε καμιά περίπτωση πολίτες που να σκέφτονται άσχημα), αλλά να ενθαρρύνει την εξέλιξή τους σε ανθρώπους που θα σκέφτονται ελεύθερα».
από το σημείωμα του συγγραφέα

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

" Katherine's letter" The English Patient





My darling,
I'm waiting for you — how long is a day in the dark, or a week?
The fire is gone now, and I'm horribly cold.
I really ought to drag myself outside but then there would be the sun. . .
 I'm afraid
I waste the light on the paintings and on writing these words.
We die, we die rich with lovers and tribes, tastes we have swallowed, bodies we have entered and swum up like rivers, fears we have hidden in, like this wretched cave. We are the real countries, not the boundaries drawn on maps with the names of powerful men.
I know you will come and carry me out into the palace of winds.

That's all I've wanted — to walk in such a place with you,
with friends,
on earth without maps... 










Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Η Θλίψη και η οργή



Σ' ΕΝΑ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι με­ταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν ...
Σ' ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά ...

Ήταν µια φορά κι έναν καιρό ... µια πανέμορφη λίμνη.
Ήταν µια λίμνη µε νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς ...

Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Και οι δύο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπή­καν στη λίμνη.

Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ' το νερό ...

Αλλά η οργή είναι τυφλή - ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. 

Έτσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας απ' το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε ...
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να µην είναι το δικό της αλλά της θλίψης ...
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.


Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και -χωρίς καμία βιασύνη- ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, 

τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.

Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή.
Έτσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής.


Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν στα­ματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλα­βαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι µόνο µια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η θλίψη.




 Πηγή:  “Ιστορίες να σκεφτείς”,  JorgeBucay, Εκδ. Opera, 1997
    

"Ζητεῖται Ἐλπίς"




ταν μπκε στ καφενεο, κενο τ πόγεμα, τανε νωρς κόμα. Κάθισε σ᾿ να τραπέζι, πίσω π τ μεγάλο τζάμι πο βλεπε στ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σ λλα τραπέζια, παίζανε χαρτι συζητούσανε.
ρθε καφές. ναψε τσιγάρο, πιε δυ γουλιές, κι νοιξε τν πογευματιν φημερίδα.
Καινούριες μάχες εχαν ρχίσει στν νδοκίνα. «Α πώλειαι κατέρωθεν πρξαν βαρύταται», λεγε τ τηλεγράφημα.
να κόμα απωνικ λιευτικ πο γύρισε μ ραδιενέργεια.
« σκι το νέου παγκοσμίου πολέμου πλοται ες τν κόσμον μας», ταν τίτλος μις λλης εδησης.
στερα διάβασε λλα πράγματα: τ λλειμμα το προϋπολογισμο, προαγωγς κπαιδευτικν, μι παγωγή, να βιασμό, τρες ατοκτονίες. Ο δυό, γι οκονομικος λόγους. Δυ νέοι, 30 κα 32 χρον. πρτος νοιξε τ γκάζι, δεύτερος χτυπήθηκε μ πιστόλι.
λλο εδε κριτικ γι να ρεσιτλ πιάνου, πειτα κάτι γι τ μόδα, τέλος τν «Κοσμικ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθς παρ τ κυρί κα τ κυρί Μ. Τ. 
Χάρμα εμορφίας κα κομψότητος κυρία Β. Χ. μ φόρεμα κομψότατο μπριμ κα τκ πολ σίκ. λεγκάντικη μφάνισις δεσποινς Ο. Ν.»

ναψε κι λλο τσιγάρο. ριξε μι ματι στς «Μικρς γγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευ ρίστη, κ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτρο πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ες σοβαρν κύριον δωμάτιον ες β´ ροφον, εάερον, εήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρς γοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στ νο του.
π τότε πο τέλειωσε δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, σκι το τρίτου δν εχε πάψει ν βαραίνει πάνω στν κόσμο μας. Κα στ μεταξύ, τ αμα χυνότανε, στν Κορέα χτές, στν νδοκίνα σήμερα, αριο...
Πέρασε τ χέρι του στ μαλλιά του. Σκούπισε τν δρώτα στ μέτωπό του· εχε δρώσει, κι μως δν κανε ζέστη.
πόλεμος, βόμβα δρογόνου, ο ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, «Κοσμικ Κίνησις»... Τ πανόραμα τς ζως!
Δν εχε λλάξει διόλου πρς τ καλύτερο ζωή μας στερ᾿ π τν πόλεμο. λα εναι, τ δια σν κα πρίν. Κι μως εχε λπίσει κι ατός, πως εχαν λπίσει κατομμύρια νθρωποι σ᾿ λη τ γ, πς στερ᾿ π τν πόλεμο, στερ᾿ π τόσο αμα πο χύθηκε, κάτι θ᾿ λλαζε. Πς θρχόταν ερήνη, πς φιάλτης το πολέμου δ θ σκιωνε πι τ γ μας, πς δ θ γίνονταν τώρα ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, πς...
Σουρούπωνε. Μερικ φτα εχαν νάψει κιόλας στ μαγαζι ντίκρυ. Στ καφενεο δν εχανε νάψει κόμα τ φτα. Το ρεσε τσι τ μίφως.
Σκέφτηκε τ σύγχυση πο πικρατε στν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στν τομέα τν δεν, σύγχυση στν κοινωνικ τομέα, σύγχυση...
Δν φταιγε φημερίδα πο κανε τώρα ατς τς σκέψεις. Τ σκεφτότανε λα ατ τν τελευταο καιρό, πότε μ λιγότερη, πότε μ περισσότερη νταση. Σκεφτότανε τ σκοτειν πρόσωπο τς ζως. Τν ερήνη, τ βαθι τούτη λαχτάρα, πο κρέμεται π μι κλωστή. Σκεφτότανε τ φτώχεια, τν θλιότητα. Σκεφτότανε τ φόβο πο χει μπε στς καρδιές.
Στν καθρέφτη, δίπλα του, εδε τ πρόσωπό του. να πολ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δ μαρτυροσε τν ταραχ πο εχε μέσα του.
Εχε πολεμήσει κι ατς στν τελευταο πόλεμο. Κα εχε λπίσει. Μ τώρα τανε πι χωρς λπίδα. Ναί, δ φοβότανε ν τ μολογήσει στν αυτό του πς τανε χωρς λπίδα.
Μι σειρ π διαψεύσεις λπίδων ταν ζωή του. Εχε λπίσει τότε,...
Εχε λπίσει στερα...
Κάποτε, πρν π χρόνια, εχε λπίσει στν κομμουνισμό. Μ εχε διαψευσθε κι κε. Τώρα δν εχε λπίδα σ καμι δεολογία!
Ζήτησε να ποτήρι νερ κόμα. Ατ διάψευση π τς λογς-λογς δεολογίες τανε βέβαια γενικ φαινόμενο. Κα παραπάνω π τ διάψευση, κούραση, διαφορία, πο ο πι πολλοί, μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστ στς διάφορες δεολογίες.
Κοίταζε τ τρόλλεϋ πο περνάγανε λοένα στ λεωφόρο, τ πλθος... Μπροστά του, φημερίδα νοιχτή. λα ατ πο εχε δε κα πρωτύτερα: σκι το καινούριου πολέμου, νδοκίνα, ο δυ ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, «Κοσμικ Κίνησις»...
Τσιγάρα! νας πλανόδιος μπκε.
Πρε να πακέτο.
Στς ξι σελίδες τς φημερίδας: ζωή. Κι ατός, τανε τώρα νας νθρωπος πο δν χει λπίδα.
Θυμήθηκε, πρν π χρόνια, τανε παιδ κόμα, εχε ρρωστήσει βαρι μι θεία του, ξαδέρφη τς μητέρας του. Τν εχανε σπίτι τους. ρθε γιατρός· βγαίνοντας π τ δωμάτιο τς ρρωστης, επε μ πίσημο φος:
Δν πάρχει πλέον λπίς!
τσι κι ατός, τώρα, εχε φτάσει στ σημεο ν λέει:
- Δν πάρχει πλέον λπίς!
Το φάνηκε φοβερ πο τανε χωρς λπίδα. Εχε τν ασθηση πς ο λλοι στ καφενεο τν κοιτάζανε κι λλοι π τ δρόμο σκέφτονταν κα ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Ατς κε δν χει λπίδα!» Σ ν ταν γκλημα ατό. Σ ν εχε να σημάδι πάνω του πο τ μαρτυροσε. Σ ν τανε γυμνς νάμεσα σ ντυμένους.
Σκέφτηκε τ διηγήματα πο εχε γράψει, δίνοντας τσι μι διέξοδο στν γωνία του. γγιζε θέματα το καιρο μας: τν πόλεμο, τν κοινωνικ δυστυχία... στόσο, δν τ ποφάσιζε ν τ κδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τν τικέτα πο θ το δίνανε σίγουρα ο μν κα ο δέ. χι, πρεπε ν τ βγάλει. Στ διάολο τικέτα! Ατς ταν νας νθρωπος, τίποτε λλο. Οτε ριστερς οτε δεξιός. νας νθρωπος πο εχε λπίσει λλοτε, κα τώρα δν χει λπίδα, κα πο νιώθει χρέος του ν τ πε ατό. Βέβαια, λλοι θχουν λπίδα, σκέφτηκε. Δν μπορε παρ νάχουν.
Ξανάριξε μι ματι στν φημερίδα: νδοκίνα, «Κοσμικ Κίνησις», τ ρεσιτλ πιάνου, ο δυ ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, ο «Μικρς γγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζπ ν καλ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικς...
βγαλε τν τζέντα του, κοψε να φύλλο κι γραψε μ τ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ λπίς
στερα πρόσθεσε τ νομά του κα τ διεύθυνσή του. Φώναξε τ γκαρσόνι. θελε ν πληρώσει, ν πάει κατευθείαν στν φημερίδα, ν δώσει τν γγελία του, ν παρακαλέσει, ν πιμείνει ν μπε πωσδήποτε στ αριαν φύλλο.


" Ζητεται λπίς"

ντώνης Σαμαράκης