Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Ντέλια Έλενα Σαν Μάρκο



Αποχαιρετιστήκαμε σε μια γωνία της Πλατείας Όνσε.


Από το απέναντι πεζοδρόμιο, ξανακοίταξα. Στραφήκατε και με αποχαιρετήσατε με το χέρι.
Ένα ποτάμι οχήματα κι ο κόσμος έτρεχε ανάμεσά μας. Ήταν μία μέρα οποιαδήποτε, πέντε το απόγευμα. Πώς να ήξερα πως εκείνο το ποτάμι ήταν ο θλιβερός Αχέροντας, ο ανυπέρβλητος;
Δεν ιδωθήκαμε πια κι ένα χρόνο μετά είχατε πεθάνει.


Κι έτσι ψάχνω αυτή την ανάμνηση, την κοιτάζω και σκέφτομαι πως ήταν φενάκη, πως πίσω απ’ τον κοινότοπο αποχαιρετισμό υπήρχε ο απέραντος χωρισμός.


Χθες τη νύχτα, δε βγήκα έξω μετά το φαγητό, και ξαναδιάβασα, μήπως και καταλάβω αυτά τα πράγματα, την τελευταία διδασκαλία που ο Πλάτων αποδίδει στο δάσκαλό του. Διάβασα πως η ψυχή μπορεί να δραπετεύσει όταν η σάρκα πεθαίνει.
Και τώρα δεν ξέρω αν η αλήθεια είναι με το μέρος της μεταγενέστερης καταχθόνιας ερμηνείας ή με τον αθώο αποχαιρετισμό.
Γιατί, αν οι ψυχές δεν πεθαίνουν, δεν πρέπει να δίνουν έμφαση στους αποχαιρετισμούς τους.
Όταν οι άνθρωποι αποχαιρετιούνται, είναι σαν να αρνιούνται τον αποχωρισμό, είναι σαν να λένε, Σήμερα παίζουμε τον αποχωρισμό, αλλά τα ξαναλέμε αύριο.
Επινόησαν τον αποχαιρετισμό, γιατί κατά κάποιον τρόπο ξέρουν πως είναι αθάνατοι παρόλο που θεωρούν τον εαυτό τους τυχαίο και εφήμερο.



Ντέλια: κάποτε θα ξαναπιάσουμε (πλάι σε ποιο ποτάμι;) αυτόν τον αβέβαιο διάλογο και θα αναρωτηθούμε αν ποτέ, σε κάποια πόλη που χανόταν μέσα σε μία πεδιάδα, υπήρξαμε ο Μπόρχες και η Ντέλια.




J. L. Borges, από τη συλλογή «Ο Ποιητής»: Άπαντα τα Πεζά ΙΙ, Εκδ. ΠΑΤΑΚΗΣ.


Φωτο : Ευγενία Κουμαντάρου