Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

"Ήταν στη χάση του"


Robert and Shana ParkeHarrison


Ετών 42. Έγγαμη. Ψηλή με κοινό όνομα και περιστοματική κυάνωση. Δεν οξυγονώνεται καλά, έλεγε τρυφερά ο άντρας της, στις συνελεύσεις της πολυκατοικίας που την έπαιρνε. Σπάνια την έπαιρνε κάπου αλλού. Εργάζεται, άλλωστε, διαρκώς στο σπίτι. Μαγειρεύει, σκουπίζει και πλένει. Μαγειρεύει κυρίως κρεατικά - ψητά, κοκκινιστά και κιμάδες. Ο άντρας της είναι κρεατοφάγος. Σκουπίζει τα πιάτα, τον πάγκο, τα μάτια της και τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι. Τρεις φορές ημερησίως, τουλάχιστον, όσες και τα γεύματα που τρώνε μαζί. Τα σκουπίζει και τα τρώει. Ο άντρας της είναι εξαιρετικά οικονόμος και εξαιρετικά ευφάνταστος. Αν δεν το κάνει, θα της ζητήσει να τα γλύψει στα τέσσερα. Πλένει τα πιάτα, τα τζάμια, τα πόδια του και τα λευκά του εσώρουχα. Τα τελευταία σχεδόν με ευλάβεια και με σαπούνι Μασσαλίας – ο άντρας της προσέχει πολύ ό,τι αγγίζει το κρέας του. Επιμένει στις ευαίσθητες περιοχές τους – μασχάλη, λαιμόκοψη, καβάλο. Πριν τα ξεβγάλει τα βλέπει στο φως. Και αφού τα ξεβγάλει, ξανά. Ο άντρας της είναι εξαιρετικά σχολαστικός, αν δει κιτρινίλα, τα σπάει. Στο τέλος πλένει και τη σαπουνοθήκη. Σιδερώνει επίσης μετά μανίας. Ο άντρας της θέλει τα πάντα με τσάκιση. Ακόμα και το στόμα της. Συχνά της το τσακίζει ο ίδιος. Οπότε η περιστοματική της κυάνωση φτάνει μέχρι τα αυτιά.
Ο άντρας της γνωρίζει πολλές γυναίκες. Τα βράδια την υποχρεώνει να κάθεται στην οθόνη μαζί του και να βλέπει τις φωτό που του στέλνουν. Όταν το κάνει χαϊδεύεται και τη βάζει να λέει ότι είναι η πουτ@ν@ του. Αν δεν το κάνει, του πέφτει και τότε βγάζει το όπλο και το στριφογυρίζει. Ο άντρας της είναι αστυνομικός και οπλοφορεί. Του αρέσει να χώνει το υπηρεσιακό του περίστροφο μέσα της και να τη ρωτά αν της αρέσει. Δεν ξέρω για τις άλλες, εγώ έπρεπε να απαντάω πάντα ναι, είπε στο δικαστήριο, ακόμα κι όταν δεν σάλιωνε την κάννη. Συχνά το ακουμπά και στα πόδια της κόρης τους. Την καθίζει στα δικά του και το αναδεύει στο πλυμένο βρακάκι της. Ύστερα της απαγγέλλει το φεγγαράκι μου λαμπρό και της λέει να ανέβουν στην ταράτσα να το δουν. Στον ελεύθερο της χρόνο η μητέρα της ψαλιδίζει εφημερίδες και κρατά σημειώσεις για τις φάσεις της σελήνης.

Ένα πρωί η ψηλή γυναίκα με το κοινό όνομα διαβάζει στην εφημερίδα την είδηση του θανάτου του άντρα της. «Έπεσε από τον 5ο στον ακάλυπτο. Το προστατευτικό κάγκελο ήταν σαθρό».
Η γυναίκα θυμώνει. Τηλεφωνεί στην εφημερίδα και απαιτεί να γίνει η σχετική διόρθωση άμεσα.
Δεν έπεσε, τον έσπρωξα, δηλώνει με έμφαση. Σε έκτακτη έκδοση, η εφημερίδα δημοσιεύει λεπτομέρειες του ατυχήματος «Έπεσε από τον 5ο στον ακάλυπτο, ενώ προσπαθούσε να δείξει το φεγγάρι στο αγγελούδι του» και, παρακάτω, «στην πεντάχρονη κόρη του». Η γυναίκα θυμώνει και άλλο. Επισκέπτεται τα γραφεία της εφημερίδας και ζητά να δει τον αρμόδιο. Δεν έπεσε, εγώ τον έσπρωξα, δηλώνει εκ νέου με έμφαση. Όσο για το φεγγάρι ήταν στη χάση του. Την επομένη η εφημερίδα δημοσιεύει χρωματιστές φωτογραφίες από το γάμο και τη ζωή τους μαζί – η περιστοματική της κυάνωση είναι ήδη εμφανής. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας συγκινούνται και κάνουν δηλώσεις. Περιγράφουν τον γδούπο και μέμφονται το κάγκελο και την κακή στιγμή. Τα φύλλα εξαντλούνται. Η γυναίκα θυμώνει ακόμη περισσότερο. Φορά τα καλά της και βγαίνει. Παρουσιάζεται στην αστυνομία και υποβάλλει μήνυση κατά της εφημερίδας για παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Στην υπεύθυνη δήλωση του Ν. 105 που επισυνάπτει, αναφέρει συνοπτικά τα εξής: Το φεγγάρι ήταν στη χάση του και η κόρη μου ήταν γυμνή. Την τράβηξα προς τα πάνω μου και την κόλλησα στην κοιλιά μου. Θα παίξουμε την τυφλόμυγα, της είπα. Και ύστερα τον σημάδεψα με το όπλο του. Ήταν στο πεζούλι και το άρπαξα όταν αυτός κουμπωνόταν. Και του είπα να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Κι ύστερα κι άλλο. Κι άλλο ένα ακόμη, κι άλλο. Το κάγκελο ήταν πράγματι σαθρό.


Μαρία Καντ  "Ή τ α ν στη Χ ά σ η του "
Περιοδικό Intellectum 16, 
Νοέμβριος 2021 


Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

B e r t o l t B r e c h t (1898 -1956)


Στη γέννηση ενός γιου


Άμα γεννιέται ένα παιδί,
όλη η φαμίλια του εύχεται έξυπνο να γίνει.



Εγώ που, με την εξυπνάδα μου,
ρήμαξα τη ζωή μου,
ελπίζω ο γιος μου
αγράμματος να μείνει και φτωχός στο πνεύμα.
Έτσι, θα ζήσει γαλήνια κι ωραία
σαν υπουργός της κυβερνήσεως.

(1938) 


Ο μόχθος των αρίστων

«Με τι ασχολείσθε;» ρώτησαν τον κύριο Κ. Και ο κύριος Κ. απάντησε: «Είμαι πολύ απασχολημένος: προετοιμάζω το επόμενο λάθος μου».




Εγκώμιο στη διαλεκτική

Το άδικο προχωράει σήμερα με αβέβαιο βήμα.
Γι’ ακόμα δέκα χιλιάδες χρόνια
οι καταπιεστές παίρνουνε μέτρα.
Η βία μάς βεβαιώνει πως
όπως είναι τα πράγματα, θα παραμείνουν.
Φωνή άλλη δεν ακούγεται
πάρεξ η φωνή των κυριάρχων,
ενώ η εκμετάλλευση ξελαρυγγιάζεται στις αγορές
πως μόλις τώρα ν’ αποδίδει ξεκινάει.
Μα κι από τους καταπιεσμένους
πολλοί λένε τώρα: ’Κείνο που θέλουμ’ εμείς
ποτέ δεν πρόκειται να γίνει.

Όμως όποιος ακόμα ανεβαίνει
δεν κάνει να λέει ποτέ!
Καθόλου βέβαιο το βέβαιο δεν είναι.
Όταν οι Αποπάνω αποσώσει θα ’χουνε τους λόγους τους,
θα μιλήσουνε οι Αποκάτω.
Ποιος θα τολμήσει πια να ξαναπεί ποτέ!

Ποιος φταίει που υπάρχει ακόμα καταπίεση; Εμείς!
Ποιος να την συντρίψει θ’ αναλάβει; Εμείς ομοίως!
Οι γονατισμένοι όλοι, εμπρός! Σηκωθείτε!
Οι χαμένοι όλοι, εμπρός! Στον αγώνα! Πολεμήστε!
Όποιος την κατάστασή του ξέρει και κατανοεί
πώς θα εμποδιστεί να την αλλάξει;

Οι νικημένοι του σήμερα, βλέπετε,
είναι οι νικητές του αύριο,
όσο για κείνο το π ο τ έ
έχει πλέον γίνει  σ ή μ ε ρ α, κι έχουμε κιόλας αργήσει!

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής



Στρατηγέ, το τανκς σου είναι δυνατό μηχάνημα (1939)

Θερίζει δάση ολόκληρα, κι εκατοντάδες άντρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
χρειάζεται οδηγό.

Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι πολυδύναμο.
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο, κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει
βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Χρειάζεται πιλότο.

Στατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.
Ξέρει να πετάει, ξέρει να σκοτώνει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Ξέρει να σκέφτεται.


Απόδοση: Μάριος Πλωρίτης





Όταν έρχονται και πέφτουν σαν βροχή τα εγκλήματα



Όπως εκείνος που φέρνει μια σημαντική επιστολή στο γκισέ εκτός των ωρών εργασίας του ταχυδρομείου: και το γκισέ είναι κλειστό·
όπως εκείνος που θέλει να προειδοποιήσει την πόλη για την επερχόμενη πλημμύρα ‒ μιλάει ωστόσο ξένη γλώσσα: και κανένας τί λέει δεν καταλαβαίνει·
όπως ο ζητιάνος που χτυπάει για πέμπτη φορά την πόρτα εκείνη που του είχαν ανοίξει τις προηγούμενες τέσσερις: και μένει τώρα, την πέμπτη του φορά, πεινασμένος·
όπως ο πληγωμένος που τρέχει το αίμα του, ενώ περιμένει τον γιατρό: και το αίμα του συνεχίζει να τρέχει,

έτσι ερχόμαστε κι εμείς και γράφουμε και λέμε για τα κακά που έχουμε τραβήξει και για τα εγκλήματα που έχουμε υποστεί.

Την πρώτη φορά που αναφέραμε ότι σφάζανε τους φίλους μας με μέτρο και αραιά-αραιά, βγήκε μια κραυγή απόγνωσης και φρίκης. Είχανε σφάξει, τότε, εκατό. Όταν όμως ύστερα σφαχτήκαν χίλιοι, και τελειωμό δεν είχανε οι σφαγές, απλώθηκε παντού σιωπή.

Όταν έρχονται και πέφτουν σαν βροχή τα εγκλήματα, κανείς τότε δεν βγαίνει να φωνάξει Σταματήστε!

Όταν τα εγκλήματα γίνονται σωρός, γίνονται και αόρατα.
Όταν τα βάσανα είναι αβάσταχτα και θεριεύει ο πόνος, κραυγή από πουθενά δεν ακούγεται.
Γιατί και οι κραυγές… έτσι πέφτουνε κι αυτές… σαν βροχή, σαν βροχή καλοκαιριάτικη.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής



ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΟΙ ΕΧΤΡΟΙ ΜΑΣ

Μας λένε οι εχτροί μας: Τέλειωσε ο αγώνας
Μα λέμε εμείς: Άρχισε τώρα.

Μας λένε οι εχτροί μας: Την αλήθεια την απαρνηθήκαν.
Μα λέμε εμείς: Την ξέρουμε ακόμα.

Μας λένε οι εχτροί μας: Και γνωστή ακόμα να γίνει η αλήθεια
Δεν μπορεί άλλο πια να διαδοθεί.
Μα είμαστε εμείς αυτοί που τη διαδίδουν.

Ποιήματα του Μπέρτολτ Μπρέχτ, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή (1987)
Μετάφραση και πρόλογος: Νάντια Βαλαβάνη



Μπαλάντα για την Έγκριση του Κόσμου

.
Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα. μου δείξανε τον κόσμο τους.
Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρός.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».

Τον κόσμο αντίκρισα μεσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.
Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα: «Πολύ!»

Κι από την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
……………………………………………………..
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.
Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν — για του έθνους την ομόνοια!»

Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: «Σταματήστε!»
Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω: «Ζήτω! Προχωρήστε!»

Δεν μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά.
Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια — το ξέρω — κι η έγκρισή μου.

1930

Μετάφραση : Μ ά ρ ι ο ς Π λ ω ρ ί τ η ς>



Ο φασισμός

Ο φασισμός δεν έρχεται απ’ το μέλλον
Καινούργιο τάχα κάτι να μας φέρει
Τι κρύβει μεσ’ τα δόντια του το ξέρω
Καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.

Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
Και χάνονται βαθιά στα περασμένα
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν
Μα όχι και το μίσος του για μένα.

Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον
Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον!

Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
Που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι!
Το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
Και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.

Μα πάλι θε ν’ απλώσει σαν χολέρα
Πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου
και δίπλα σου [θα] φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.

από εδώ  






Αυτή η ανεργία!

Κύριοι συνάδελφοι, η ανεργία
πρόβλημα είναι ακανθώδες.
Εφ’ ω και είναι ευκαιρία
το Συμβούλιόν μας το εργώδες
να της αφιερώση μίαν … συζήτησιν
εφ’ όσον η εργασία δεν έχει ζήτησιν.
Διότι είναι καθαρά θεομηνία
δια το έθνος η ανεργία.

Αίνιγμα αποτελεί δια πάντα τίμιον
πολίτην και υγιώς σκεπτόμενον
της ανεργίας το φαινόμενον.
Και επιπλέον, εξόχως επιζήμιον.
Κύριοι, οι καιροί ου μενετοί!
Θα απετέλει δε αδυναμίαν μας θανάσιμον,
εάν ημείς, του έθνους οι εκλεκτοί,
δεν εύρωμεν μίαν δικαιολογίαν βάσιμον,

και την εμπιστοσύνην ούτω χάσωμεν
του λαού, ήτις μας είναι λίαν χρήσιμος.
Πρέπει, λοιπόν, δεόντως ν’ αντιδράσωμεν.
Διότι θα είναι συμφορά μοιραία και κρίσιμος
εάν κρούσματα κοινωνικής έχωμεν αναταραχής,
ενώ ευρισκόμεθα επί ξηρού ακμής!
Θα ήτο δια το έθνος απειλή ολεθρία,
που το μαστίζει τόση ανεργία!

Δεν συμφωνείτε, κύριοί μου;
Το συμφερότερον, κατά την άποψίν μου,
είναι ν’ αποφασίσωμεν ότι το πρόβλημα ελύθη,
και να το παραδώσωμεν στη λήθη.

Την άποψή σας να τη βράσουμε! Η ανεργία,
πληγή και παιδεμός του τόπου,
θα λείψει μοναχά τη μέρα όπου
θα μπείτε ε σ ε ί ς στην ανεργία!

Μετάφραση : Μ ά ρ ι ο ς Π λ ω ρ ί τ η ς






Παρασκευή 11 Αυγούστου 2023

.Jackson Pollock (28.01.1912 - 11 .08. 1956 )




Η ιστορία του Πόλοκ είναι μια ιστορία ιδιοφυΐας και θλίψης, εκρηκτικών επιτευγμάτων και θανάτου – τα συστατικά μιας κλασικής τραγωδίας.

Ο Τζάκσον Πόλοκ γεννήθηκε στο Γουαϊόμινγκ το 1912, ο μικρότερος από πέντε γιους. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ανατροφής του στην Αριζόνα και την Καλιφόρνια και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1930 για να ασχοληθεί με την τέχνη,  μαθαίνοντας από τον Thomas Hart Benton, έναν ηγέτη του αμερικανικού περιφερειαλισμού* στον κόσμο της τέχνης, στο Art Students League στο Μανχάταν.

(*Ο αμερικανικός περιφερειαλισμός είναι ένα ρεαλιστικό κίνημα σύγχρονης τέχνης που περιελάμβανε πίνακες ζωγραφικής , τοιχογραφίες, λιθογραφίες και εικονογραφήσεις που απεικονίζουν ρεαλιστικές σκηνές 
 της αγροτικής και μικρής πόλης της Αμερικής κυρίως στη Μεσοδυτική).




Από το 1938 έως το 1942, ο Πόλοκ εργάστηκε για την Works Progress Administration, έναν ομοσπονδιακά χρηματοδοτούμενο οργανισμό που προέκυψε ως αποτέλεσμα της Μεγάλης Ύφεσης – με στόχο να δώσει στους ανειδίκευτους και άνεργους Αμερικανούς μια ευκαιρία για εργασία.

Ο Πόλοκ συμμετείχε συγκεκριμένα στο «Ομοσπονδιακό Πρόγραμμα Τέχνης», το οποίο έδινε χρήματα σε άνεργους καλλιτέχνες για να δημιουργήσουν τοιχογραφίες, γλυπτά και πίνακες και παρείχε μια υποψία σταθερότητας και ανακούφισης μετά την ύφεση. Αυτό ήταν ιδιαίτερα αναγκαίο στη ζωή του Πόλοκ, καθώς ο καλλιτέχνης αντιμετώπιζε τον αλκοολισμό στις αρχές της καριέρας του, με ορισμένους ιστορικούς να εικάζουν μάλιστα ότι ο Πόλοκ έπασχε από διπολική διαταραχή.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το 1942, η Λη Κράσνερ μπήκε στη ζωή του Τζάκσον Πόλοκ. Καλλιτέχνης και η ίδια, το ζευγάρι γνωρίστηκε σε μια έκθεση του Πόλοκ, στη Νέα Υόρκη. Η Κράσνερ είδε αμέσως τις επεκτατικές δυνατότητες του Πόλοκ και μάλιστα τον ακολούθησε στο διαμέρισμά του το βράδυ της συνάντησής τους.

Είναι αναμφισβήτητα η πιο σημαντική φιγούρα στη ζωή του Πόλοκ. Ακολούθησε μια ερωτική σχέση και αργότερα ένας γάμος, το 1945, αφήνοντας τη φασαρία της πόλης για την ηρεμία και την ησυχία του East Hampton ώστε να συνεχίσουν ανενόχλητοι να προωθούν τις καλλιτεχνικές τους προσπάθειες.




Η πρώτη γνωριμία του Πόλοκ με τα υγρά χρώματα έγινε το 1936, κατά τη διάρκεια ενός πειραματικού εργαστηρίου υπό την καθοδήγηση του Μεξικανού τοιχογράφου, Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος.

Αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον του για την έκχυση υγρού χρώματος, το οποίο τελικά τον έστρεψε στην τεχνική «στάγδην» (drip), για την οποία είναι τόσο γνωστός. Μετακινούνταν από το καβαλέτο στο πάτωμα, απλώνοντας ρολά καμβάδων, φροντίζοντας να γνωρίζει καλά κάθε ίνα, κάθε σταγόνα, κάθε πινελιά.

 

«Στο πάτωμα είμαι πιο άνετος» είπε. «Αισθάνομαι πιο κοντά… πιο πολύ μέρος του πίνακα, αφού έτσι μπορώ να περπατήσω γύρω του, να δουλέψω από τις τέσσερις πλευρές και να είμαι κυριολεκτικά μέσα στον πίνακα».




Από το 1947-1950, γνωστή από πολλούς ως η περίοδος Drip, το έργο του Πόλοκ εκτοξεύτηκε στα ύψη. Οι υψηλής ενέργειας καμβάδες του και οι ρευστοί, αφηρημένοι πίνακές του έγιναν ευρέως αξιοθαύμαστοι για την ικανότητά τους να αμφισβητούν το τι ήταν τέχνη.

Η ζωγραφική έγινε κίνηση και δράση, ένας μοναδικός χορός σόλο γύρω από τον καμβά που έδινε ζωή στο έργο. Γκαλερί, κριτικοί και περιοδικά συνέρρεαν κοντά του, ανυπομονώντας να παρακολουθήσουν αυτή τη νέα φάση της αμερικανικής τέχνης.

«Δεν φοβάμαι να κάνω αλλαγές, να καταστρέψω την εικόνα κ.λπ. επειδή ο πίνακας έχει δική του ζωή. Προσπαθώ να την αφήσω να περάσει» δήλωσε ο Πόλοκ. Η μέθοδός του να χρησιμοποιεί ολόκληρο το σώμα του για να ζωγραφίζει έγινε μια μελέτη της κίνησης και του ελέγχου – της τύχης και της πρόθεσης.




Δημιούργησε μερικά από τα πιο διάσημα έργα του κατά τη διάρκεια εκείνων των ετών, όπως το Number 5 και το Autumn Rhythm (Number 30), και γιορτάστηκε ευρέως στον κόσμο της τέχνης ως βασική φιγούρα του νεότερου κινήματός του.

«Οι νέες ανάγκες χρειάζονται νέες τεχνικές. Και οι σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν βρει νέους τρόπους και νέα μέσα για να κάνουν τις δηλώσεις τους… ο σύγχρονος ζωγράφος δεν μπορεί να εκφράσει αυτή την εποχή, το αεροπλάνο, την ατομική βόμβα, το ραδιόφωνο, με τις παλιές μορφές της Αναγέννησης ή οποιουδήποτε άλλου πολιτισμού του παρελθόντος» θα πει.




Παρά την υποστήριξη της δημιουργικής συζύγου του και την έκρηξη της επιτυχίας που ήρθε με τους πίνακες στάγδην του Πόλοκ, ο καλλιτέχνης συνέχισε να παλεύει με τον αλκοολισμό του, προκαλώντας τεράστια πίεση στη σχέση του με την Κράσνερ.

Εξίσου γρήγορα με την άνοδο της φήμης του Πόλοκ, σταμάτησε-εγκατέλειψε τους πίνακές του. Ένιωσε ότι έχασε την επαφή με το έργο του και έπαψε να χρησιμοποιεί το στυλ του drip. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε μια εξωσυζυγική σχέση με την επίδοξη καλλιτέχνιδα Ρουθ Κλίγκμαν το 1956- εκείνος ήταν 44 ετών και εκείνη 26.

Η Κράσνερ, απορροφημένη από θυμό για την ανακάλυψη της απιστίας του Πόλοκ, έφυγε από τις ΗΠΑ για να δει φίλους στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 1956. Κατά συνέπεια, η Ρουθ Κλίγκμαν μετακόμισε στο σπίτι του Πόλοκ στο East Hampton που μοιραζόταν με την Κράσνερ. Η σχέση τους ήταν μόλις λίγων μηνών.



Το απρόσμενο τέλος

Το βράδυ της 11ης Αυγούστου του 1956, ο Πόλοκ, η Κλίγκμαν και η Έντιθ Μέτζγκερ, φίλη της Κλίγκμαν, μπήκαν για τελευταία φορά στο αυτοκίνητο του Πόλοκ. Ο Πόλοκ είχε περάσει όλη τη μέρα πίνοντας, και πήρε μια απότομη στροφή στην Fireplace Road στο East Hampton, εκτοξεύοντας το όχημα και τους επιβάτες του. Η Κλίγκμαν ήταν ο μόνη επιζούσα.


Ο θρύλος λέει, συγκεκριμένα, ότι στις 11 Αυγούστου 1956 η τότε ερωμένη του, η Ρουθ Κλιγκμαν (μετέπειτα σύντροφος του Βίλεμ ντε Κούνινγκ) μαζί με μια φίλη της του είπαν να τις πάει στην παραλία, αυτός προτίμησε να πάνε σε ένα μπαρ και να γίνει στουπί (υπέφερε από βαρύ αλκοολισμό, πλέον) με αποτέλεσμά στην επιστροφή ενώ τον παρακάλαγαν να σταματήσει αυτός να επιταχύνει και το αυτοκίνητο να βγει από το δρόμο.

Ο Πόλοκ άφησε μια σπουδαία κληρονομιά καινοτομίας και μεγαλοφυΐας, που αντιπαραβάλλεται με την καταστροφή και την αυτοαπόρριψη. Όπως έγραψε ο συγγραφέας Γουίλ Μπλάιθ στο περιοδικό Mirabella Magazine το 1999 «κρατήστε την ιστορία του στο φως, γυρίστε την όπως θέλετε, και μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα μάθημα για σχεδόν τα πάντα – τη φθορά του δαιμονικού ρουμιού (ή των six-packs όλη μέρα), την κατασπάραξη του καλλιτέχνη από τους λύκους της εμπορευματοποίησης, μια πρόγευση των κινδύνων της κουλτούρας των διασημοτήτων, την κωμωδία της ψυχανάλυσης στην αμερικανική ακμή της, και πάει λέγοντας».

Και όπως είχε πει και ο ίδιος ο Τζάκσον Πόλοκ «δεν υπάρχει χάος, γαμώτο "






Τα στοιχεία της ανάρτησης  Από Εδώ





Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

"Το τέλος του Οδυσσέα"



Οι εκατό μνηστήρες της βασίλισσας Πηνελόπης είχαν σκοτωθεί και τα πτώματά τους, το ένα μετά το άλλο, τα έβγαλαν από τη σάλα της γιορτής τυλιγμένα με χαλιά. Μολονότι κόντευαν μεσάνυχτα, το σπίτι ήταν ακόμη στο πόδι μετά τα φοβερά συμβάντα, τα παράθυρα άπλωναν φως μέσα στη νύχτα κι οι υπηρέτες έτρεχαν πέρα - δώθε. Ακουγόταν πως στη μεγάλη αίθουσα σάρωναν με σκούπες το αίμα απ' το πλακόστρωτο.
Στο λαμπροφώτιστο υπνοδωμάτιο ο Οδυσσέας άρχισε να μιλάει στη γυναίκα του την Πηνελόπη για τις εικοσάχρονές του περιπέτειες· για την Τροία, για τη διαμάχη των βασιλιάδων στο στρατόπεδο· για το ταξίδι της επιστροφής και τα παράξενα της μακρινής θάλασσας. Όμως όταν έφτασε στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, παρατήρησε πως η Πηνελόπη δίπλα του είχε αποκοιμηθεί. Και σκέφτηκε: τράβηξε πολλά σήμερα η καημένη· θα συνεχίσω αύριο. Κι ακούμπησε το κεφάλι του πλάι στο δικό της, πάνω στο πορφυρένιο προσκεφάλι.

Στο βασιλικό παλάτι είχαν να γίνουν και να μπουν στη θέση τους πολλά, γιατί οι νεαροί που έβραζε το αίμα τους, τα είχαν κάνει όλα άνω κάτω. Ο Οδυσσέας κατάστρωσε ένα σχέδιο, πήρε αναφορά από τους επιστάτες του και ρίχτηκε στη δουλειά. Έστρωσε τη μεγάλη αίθουσα με καινούργιες μαρμάρινες πλάκες, για να σβήσει και την τελευταία ανάμνηση του κρασιού μα και του αίματος που χύθηκε. Τα κελάρια και οι αποθήκες είχαν αδειάσει ως τη μέση κι έπρεπε να γεμίσουν πάλι. Τα ελαιοτριβεία, παλιότερα καμάρι της βασιλικής οικονομίας, χρόνια τώρα δεν χρησιμοποιούνταν και ήθελε χρόνο και κόπο για να τα ξαναφτιάξουν.
Πίσω από το σπίτι οι μνηστήρες είχαν φυτέψει έναν μεγάλο ανθόκηπο και την φροντίδα του την είχαν αναθέσει σε έναν Σύρο κηπουρό. Εκεί καλλιεργούσαν νάρκισσους και γαρίφαλα κι εκείνα τα εκατόφυλλα ρόδα, που μόλις τότε είχε ευδοκιμήσει η καλλιέργειά τους. Μ' αυτά τα λουλούδια oι μνηστήρες στόλιζαν τα γιορτινά τραπέζια κι έφερναν μεγάλες ανθοδέσμες στη βασίλισσα, που συναγωνίζονταν για την εύνοιά της. Η Πηνελόπη δεχόταν μ' ευχαρίστηση τις προσφορές των λουλουδιών και στόλιζε μ' αυτά τα χάλκινα βάζα στα περβάζια της κρεβατοκάμαρας.
Τώρα ο Οδυσσέας ξεπάτωσε τον ανθόκηπο και στη θέση του έβαλε μια φυτεία λαχανικών με ποτιστικά κανάλια από τσιμέντο, όπως αυτά που είχε δει στην Αίγυπτο. Τα λαχανικά ευδοκίμησαν και έδωσαν πτηνοτροφή για μερικούς μήνες. Όμως τα χάλκινα βάζα της βασίλισσας θα έμεναν πια άδεια.


Πίνακας : Γιάννης Αδαμάκος

Στο μακρινό ταξίδι της επιστροφής απ' όλα πιο πολλή χαρά έδινε στον Οδυσσέα το πως θα διηγιόταν στη γυναίκα του όλες αυτές τις περιπέτειες και πως εκείνη θα κρεμόταν αχόρταγα απ' τα χείλη του και θα τον διέκοπτε με ερωτήσεις.
Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν τόσο προσεκτικός ακροατής σαν τους Φαίακες, που δύο μέρες ολάκερες άκουγαν με προσήλωση τη μελωδική του αφήγηση.
Όταν άρχισε τη διήγηση στην Πηνελόπη, εκείνη δούλευε αμίλητη το χρυσό σχέδιο ενός κεντήματος και κοίταζε αφηρημένη απ' το παράθυρο. Όταν κάποτε της έκανε μια ερώτηση, κατάλαβε πως μπέρδευε τους Λαιστρυγόνες με τους Λωτοφάγους· κι αυτό τον πόναγε, γιατί θυμόταν με ακρίβεια τις εμπειρίες του, που όσο γίνονταν πιο μακρινές, όλο και πιο πολύ τις αγαπούσε.
Μόνον όταν μιλούσε για τη νύμφη Καλυψώ φαινόταν ν' ακούει προσεκτικότερα. Και το ενδιαφέρον της αυτό τον ερέθιζε κι εξιστορούσε τούτο το κομμάτι της περιπλάνησής του πιο διεξοδικά: το μοναχικό νησί, το θαυμαστό ιερό άλσος, που στα δέντρα του φώλιαζαν τα θαλασσοπούλια, και την ευωδιαστή σπηλιά της θεάς.
Πόσο καιρό έμεινες σ' αυτή την Καλυψώ; ρώτησε μια φορά.
Επτά χρόνια, απάντησε αυτός.
Έσκυψε στο εργόχειρό της και τα μάτια της σκοτείνιασαν.

Τον καιρό που έλειπε ο Οδυσσέας, κάθε βράδυ, την ώρα που ανάβουν τα φώτα, άρχιζε στη μεγάλη αίθουσα η γιορτή των μνηστήρων. Και η Πηνελόπη άκουγε που 'φταναν ως το δωμάτιό της ο θόρυβος του συμποσίου, ο ήχος του αυλού και οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που της ήταν αφοσιωμένοι.
Μερικές φορές, σκεπασμένη με τον πέπλο, ανέβαινε κρυφά στη στοά που περιέτρεχε ψηλά την αίθουσα και κοίταζε πίσω από έναν στύλο τους άντρες, που κάθονταν σε επίχρυσα καθίσματα: τον θεϊκό Αντίνοο - τα μάτια του ήταν σαν τη νύχτα - τον ευγενή μεσόκοπο Ευρύμαχο και τον Μένωνα, που ακόμη ήταν παλικαράκι. Τώρα ο αυλός είχε βουβαθεί και όλα στο σπίτι ακολουθούσαν την κανονική τους πορεία. Όμως, πάντοτε, όταν ερχόταν η ώρα που άναβαν τα φώτα, η βασίλισσα γινόταν ανήσυχη κι έδειχνε να της λείπει αυτός ο ήχος κι αυτές οι μακρινές φωνές, που όλες τώρα είχαν πεθάνει. Και μία φορά δεν μπόρεσε να κρατηθεί· έριξε πάνω της τον πέπλο, όπως τότε, ανέβηκε στη στοά και κοίταζε κάτω στη σάλα. Εκεί στέκονταν τα επίχρυσα καθίσματα σε μεγάλες σειρές πλάι στον τοίχο, το καθένα σκεπασμένο με ένα κάλυμμα από γκρίζο λινό ύφασμα.
Και μέσα στη σιωπή άκουσε την φωνή του άντρα της, που έλεγε: Εύμαιε, μην τ' αφήνεις άλλο τα γουρουνάκια έξω μες στη νύχτα· άρχισε να κάνει ψύχρα.
 Όταν κάποτε έφεραν στο τραπέζι ένα στρογγυλό κεφάλι κατσικίσιο τυρί, σαν κι αυτά που έχουν σ' όλα τα νησιά της Μεσογείου, ο Οδυσσέας δεν κρατήθηκε και γέλασε μόνος του. Δεν τον ρώτησε, τι τρέχει, κι έτσι άρχισε από μόνος του να διηγείται: Αυτό το κατσικίσιο τυρί μου θυμίζει τη σπηλιά του Πολύφημου. Είχε εκατοντάδες τέτοια κεφάλια σε σανίδες τριγύρω στους πέτρινους τοίχους. Και μόλις χωθήκαμε στη σπηλιά, οι πιστοί μου σύντροφοι κι εγώ, τότε είπα…

Φίλε μου, τον διέκοψε, φαίνεται ότι δεν ξέρεις πως μου την έχεις κιόλας πει αυτή την ιστορία τέσσερις φορές. Την ξέρω λοιπόν· πώς μεθύσατε τον καημένο τον γέρο, πώς του βγάλατε - δέκα ενάντια σ' έναν - το μοναδικό του μάτι, τα έχω ακούσει πιο πολύ απ' όσο θέλω. Περισσότερο θα ήθελα να μάθω για σένα, τι έκανες αυτά τα δέκα χρόνια στην Καλυψώ.

Επτά χρόνια
, απάντησε.

Χθες έλεγες δέκα· έχεις, φαίνεται, πει τόσα ψέματα στα ταξίδια σου, καημένε μου φίλε, που δεν ξέρεις πια να πεις την αλήθεια. Όμως είτε δέκα χρόνια ήταν είτε επτά, ήταν σίγουρα πολύς καιρός και φαίνεται πως καλοπέρασες εκεί. Απάντησε λοιπόν στην ερώτησή μου: τι έκανες τόσο καιρό;

Τώρα έπρεπε να της απαντήσει: Γυναίκα, όλα αυτά τα χρόνια νοσταλγούσα εσένα· αυτά τα χρόνια καθόμουν στην αμμουδιά του μακρινού νησιού, κοίταζα πέρα από τη θάλασσα και παρακαλούσα τους θεούς, να μπορέσω να δω μια φορά μονάχα ακόμα τον καπνό του σπιτιού σου. Έτσι έπρεπε να απαντήσει. Βλέποντας όμως πως τα μάτια της τον κοίταζαν παγερά και σκληρά, τα κράτησε μέσα του αυτά. Και ποτέ της δεν έμαθε για τη μεγάλη του νοσταλγία για την πατρίδα.

Έπινα κρασί εκεί, απάντησε ήρεμα, το κρασί είναι καλό σ' αυτά τα νησιά, μολονότι λίγο ξυνό.

Ένα χρόνο μετά την επιστροφή του Οδυσσέα, πέθανε ο πατέρας του, ο Λαέρτης. Αυτό ήταν βαρύ χτύπημα για εκείνον, γιατί τον αγαπούσε τον γέροντα, που του στάθηκε φίλος στο ρημαγμένο σπίτι.
Ακόμη ο Λαέρτης ήταν ο μόνος άνθρωπος που ο Οδυσσέας μπορούσε να του μιλάει για τις περιπέτειές του. Και μια ζωηρή αφήγηση των εμπειριών και των ανακαλύψεών του την ένιωθε ανάγκη. Όμως η γριά οικονόμος, η Ευρύκλεια, ήταν κουφή και ο Τηλέμαχος είχε άλλες έγνοιες. Γι' αυτό του άρεσε του Οδυσσέα να κάθεται έξω στο αγρόκτημα, κοντά στον Λαέρτη, και να διηγείται με ζωηρές χειρονομίες για τέρατα και πριγκίπισσες, ακόμη κι όταν αντιλαμβανόταν, πως ο γέροντας έχοντας στρέψει αλλού το βλέμμα, μακάριος, δεν τον άκουγε πια.
Όταν πέθανε, ο Οδυσσέας του έχτισε κάτω στην ακρογιαλιά ένα μνημείο από λαξεμένη πέτρα, σε σχήμα πυραμίδας, που στην είσοδό της στέκονταν δυο χάλκινες κόρες. Εκεί καθόταν ώρες μόνος του, βυθισμένος στον εαυτό του. Τώρα ήταν πενήντα χρονών και τα χρυσά σγουρά μαλλιά του, που τα είχαν αγαπήσει θεές, άρχισαν να γίνονται γκρίζα.
Εκείνο τον καιρό ο Τηλέμαχος άφησε γεια στους γονείς του. Μέσα του έβραζε το ανήσυχο πατρικό αίμα και επί πλέον δεν του άρεσε η δυσάρεστη ατμόσφαιρα στο σπίτι· έτσι έσμιξε με κάτι πλοία φοινικικά, που είχαν πιάσει λιμάνι στο νησί, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην ανατολική θάλασσα.
Από τη στέγη του σπιτιού, απ' όπου μπορούσε να δει κανείς τη θάλασσα πέρα απ' τον δασωμένο λόφο, ο Οδυσσέας ακολουθούσε με τα μάτια του το πλοίο. Είχε απανεμιά και το πλοίο έμεινε μέρες στο ίδιο σημείο του ορίζοντα. Έπειτα, όταν η επιφάνεια της θάλασσας ρυτίδωσε από τον καθάριο άνεμο, άπλωσε λαμπρά πανιά και τράβηξε για μακρινές περιπέτειες.

Χρόνια ολάκερα ο Οδυσσέας είχε μαζί του ένα μικρό γαλάζιο θαλασσινό κογχύλι, απ' το νησί της Καλυψώς. Μια φορά είχε ξαπλώσει εκεί στην αμμουδιά, όπως συχνά, και κοίταζε νοσταλγικά μακριά, πάνω από τα συντριβάνια των κυμάτων, και καθώς έπαιζε το χέρι του στην άμμο άγγιξε το μικρό κογχύλι. Από τότε το είχε πάντα μαζί του, σαν ανάμνηση της γλυκύτητας εκείνων των στιγμών. Ακόμα κι όταν μετά την θύελλα που διέλυσε την σχεδία του κολυμπούσε μέρες μέσα στη θάλασσα, το κογχύλι το είχε μαζί, στη ζώνη του.
Η Πηνελόπη γρήγορα παρατήρησε το μικρό αντικείμενο και πόσο τ' αγαπούσε. Από πού το ΄χεις αυτό το κογχύλι; τον ρώτησε.

Το έχω απ' το νησί της Καλυψώς.

Τότε καταλαβαίνω, γιατί το αγαπάς τόσο πολύ
. Συγκράτησε τα νεύρα του. Όχι είπε, δεν καταλαβαίνεις τίποτε, τα σκέφτεσαι όλα λαθεμένα. Πέταξε το εργόχειρό της και κίνησε για την πόρτα. Γυναίκα, φώναξε πίσω της, ας μη σταματήσουμε τη συζήτηση· θ' αφήσουμε να ριζώσει ανάμεσά μας ο δαίμονας της δυσπιστίας; όμως εκείνη έκλεισε πίσω της την πόρτα σιωπηλά.


Τα βράδια, πριν πάει για ύπνο, ο Οδυσσέας άφηνε το μικρό κογχύλι στο πρεβάζι, δίπλα στο κρεβάτι νου. Κι ένα πρωί, όταν ξύπνησε, είχε εξαφανιστεί. Έψαξε παντού, ενώ η Πηνελόπη τον παρακολουθούσε σιωπηλά, κι αφού δεν το βρήκε, κάλεσε όλο το υπηρετικό προσωπικό και υποσχέθηκε μια χρυσή μνα σε όποιον θα του έφερνε το κογχύλι.

Χρειάζομαι κι άλλες αποδείξεις; είπε η Πηνελόπη. Τώρα φαίνεται πόσο προσκολλημένος είσαι σε ό, τι σου θυμίζει αυτή την πόρνη.

Τότε τον έπιασε θυμός. Δεν είναι πόρνη· με βοήθησε στα χρόνια της ανάγκης κι εγώ θα την φυλάξω την ευγνωμοσύνη που της χρωστάω.

Ευγνωμοσύνη, ξέρω για τι,
είπε η Πηνελόπη μ' ένα πρόστυχο χαμόγελο.

Ο Οδυσσέας παρατήρησε πόσο κακοδιάθετη έδειχνε εκείνη την στιγμή και ηρέμησε. Δεν μπορείς να καταλάβεις, είπε, όμως δεν θ' αφήσω ν' ατιμαστεί η ιερότητα του πόνου μου.

Τώρα έμενε μέρες ολάκερες κάτω στο ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια. Στις σχέσεις του με τη θάλασσα συνέβη μια αξιοσημείωτη μεταβολή. Αρχικά, μετά την επιστροφή του, δεν ήθελε ούτε να τα δει τα νερά, που μέσα τους είχε τόσο υποφέρει. Τότε συνήθιζε να λέει, ότι ευτυχισμένος γίνεσαι μόνο στο μέρος που οι άνθρωποι περνάνε για φτυάρι το κουπί που κουβαλάς στον ώμο.
Τώρα αγαπούσε και πάλι την θάλασσα, καθόταν ανάμεσα στα βράχια κι αφουγκραζόταν τον δυνατό ήχο του κύματος που έσκαγε και μέσα του μεγάλωνε με έναν οδυνηρά γλυκό τρόπο ένα συναίσθημα συντροφικότητας γι' αυτό.

Εκεί λοιπόν σκεφτόταν: μα πώς άλλαξαν όλα; Εκεί στο νησί νοσταλγούσα την πατρίδα μου·και τώρα που έχω την πατρίδα, κάθομαι στην ερημιά της ακροθαλασσιάς ανάμεσα στις σανίδες που 'χει ξεβράσει η παλίρροια και νοσταλγώ την έλλειψη της πατρίδας.

Όμως μέσα του έλαμπαν με μυθική λάμψη όλες οι περιπέτειες των είκοσι χρόνων. Και την ώρα που τα σβησμένα του μάτια έψαχναν τον ορίζοντα, ψιθύριζαν - μόνο γι' αυτόν - τα χείλη του ασταμάτητα την αθάνατη αφήγηση: για τον αγώνα των βασιλιάδων, για τα νυχτερινά ταξίδια στις στενές θαλασσινές διαβάσεις και για τα νησιά των νυμφών.


Victor Auburtin

Μετάφραση: ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΑΖΕΛΗΣ
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Η ΛΕΞΗ (Ιούνιος 1990)

Ήσουν


Edvard Munch, Χωρισμός. 1896. Moυσείο Munch


Πιο μάνα ήσουν απ' όλες τις γυναίκες
φίλος ήσουν όπως οι άνδρες
θηλυκιά στη μορφή
κι ακόμα πιο συχνά ένα παιδί
ήσουν το τρυφερότερο που απάντησα ποτέ μου
το πιο σκληρό ήσουν που πάλεψα μαζί του
η κορυφή ήσουν που μ' ευλόγησε
κι έγινες το βάραθρο που με κατάπιε


Ράινερ Μαρία Ρίλκε 
σε μτφ Αγαθοκλή Αζέλη
από το blog  του 



(ποίημα που έγραψε ο Ρίλκε για την αγαπημένη του μούσα Λου Αντρέας-Σαλωμέ, όταν σταμάτησε ο δεσμός τους.)



Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

Οι άνθρωποι που αγαπώ έχουν πάρει διαζύγιο από την κοινή γνώμη




Τι θα πουν οι γείτονες, ρωτάει η ηρωίδα. Τη σηκώνει αγκαλιά, οι γείτονες είναι νεκροί, της λέει. Αντρζέι Ζουλάφσκι. Πολωνικός εξπρεσιονισμός, κάμερα στην άσφαλτο και σέρνεται. Ψηλός, μαυροντυμένος ήρωας.
Την έχει αγκαλιά, τη στροβιλίζει. Δεν ζαλίζεται. Οι γείτονες μαζεύουν υπογραφές να διώξουν τη μετανάστρια από το υπόγειο.

Οι γείτονες έχουν ενσωματωμένες γρίλιες στα μάτια. Ενεδρεύουν. Καιροφυλακτούν. Οι γείτονες διεκδικούν συνελεύσεις για λάμπες διαδρόμου και μυοκτονίες. Η ηρωίδα του αγαπημένου της βιβλίου απορούσε. Γιατί ο πατέρας της σε κείνο το ναυάγιο αφέθηκε να πνιγεί. Γιατί δεν έτρεξε με όσους συνωθούνταν προς τις βάρκες. Χρόνια αργότερα κατάλαβε.
Ο πατέρας δεν ήθελε κανενός είδους γειτνίαση με άξεστο κόσμο που δέρνει και στριμώχνεται. Από τη γειτνίαση, από την κοινή βάρκα, προτιμούσε τη γλυκιά, μπλε ανυπαρξία.
Γείτονες-πεθερές. Έχουν μάτια παντού. Κάτω από το κρεβάτι. Πίσω από τον καναπέ. Περνάνε παχουλούς αντίχειρες πάνω σου, κοιτάζουν το δάχτυλό τους. Ίχνη σκόνης.
Απαράδεκτο, νύφη μου. Εχρεώθητε. Κοινή γνώμη. 

Το λέει από μόνη της. Κοινή. Για χατίρι της οι κοινοί δεινόσαυροι, έδωσαν τις πιο ανέμπνευστες συνεντεύξεις. Για χατίρι της έγραψαν τα χειρότερα βιβλία. (Μην περιμένεις Χειμωνά, στη μπίζνες κλας του κοινού γούστου.) Άσε την κουτή σου κιθαρίτσα, φίλε, καμιά έγνοια, φίλε. Θα αρέσει το τραγούδι σου. Αφού γι' αυτούς γράφτηκε. Για τους χειρότερους του κόσμου. Κλεισμένος μήνες στο ξενοδοχείο Ο Ερυθρός Αστήρ ο Τσαϊκόφσκι μου, μεριμνούσε. Πώς θα σκοτώσει την κοινή γνώμη, πώς θα απαλείψει τα γούστα της. Ο Πεντερέτσκι μου. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ μου. Εξόργισε τους χοντρούς μικροαστούς, πέλμα ελέφαντα τα έργα του πάνω στα διεσταλμένα στομάχια τους. Μέχρι που διώχτηκε από την Αυστρία.

Οι άνθρωποι που αγαπώ έχουν πάρει διαζύγιο από την κοινή γνώμη. 
Κοινή γνώμη, κοινό γούστο. Προβλέψιμο. Γειτονικό. 
Με την κοινή γνώμη τα πράγματα έχουν μόνο ένα δρόμο: Ή θα τη θάψεις ή θα σε θάψει αυτή. Πρόλαβα. 
Της έφτιαξα έναν ωραίο τάφο, απέριττο. Αν μπορούσατε να τον δείτε θα δακρύζατε. Λευκό μάρμαρο, λειασμένο από σάλια προφητών και από γαβγίσματα μεσσιανικών παραφρόνων. Με ενσωματωμένες μικρές μέδουσες τριγύρω. Κάθισα πάνω μετά. Πένθιμο σταυροπόδι. Μαύρο κομπινεζόν, ξυπόλυτη, τα πόδια γυμνά, τα νύχια κόκκινα. Αναμνηστική φωτογραφία. Η κοινή γνώμη θαμμένη για πάντα, από πάνω η ταφόπλακα.

Πιο πάνω εγώ. Με ένα ποτήρι ντράι μαρτίνι στο χέρι. Για το ξόδι. Άνθρωπος ευγενών προθέσεων, μη με βλέπετε έτσι, περνάω πού και πού τα ψυχοσάββατα. Ένα μπουκέτο παπαρούνες, της λέω…Παλιά ακριβή μου. Τετιμημένη μου για χρόνια. Αυτό το φονικό θα το γλιτώναμε. Αν δεν σε είχα αγαπήσει, έστω και γι' αυτό το μικρό διάστημα που σε αγάπησα. Αν δεν σε είχα υπηρετήσει. Έστω και γι' αυτό το λίγο. Αν δεν σου είχα υποταχτεί, έστω στα ψέματα.

Όμως, μια τι θα πει ο κόσμος, δυο τι θα πει ο κόσμος, τρεις τι θα πει ο κόσμος, χίλιες τι θα πει ο κόσμος - στη χιλιάδα πάνω σε σκότωσα. Μπορούσα να σε είχα αγνοήσει -όπως και το έκανα μέχρι τα τριάντα τόσα μου. Χίλιες φορές πιο νεκρή εσύ για μένα μέχρι τότε. Αλλά κουράστηκα από τις απανωτές εκστρατείες. Είπα να γίνω σαν τους πολλούς. Να κατακτά τον κόσμο καρφώνοντας βελάκια πάνω στα απάτητα του χάρτη. Σου υποτάχτηκα. Για λίγο. Μετά, πάλι «οι γείτονες είναι νεκροί, ο κόσμος είναι νεκρός».

Δίχως γείτονες και κόσμο, άκυρη εσύ, δεν υπάρχεις. Σε σκότωσα για να σε απαλλάξω. Από τον πόθο σου, τη λύσσα σου να με έχεις. Καλά ξεκίνησα, δίχως εσένα παιδί που, ντυνόταν μαύρος γάτος για να παίξει τον άγγελο στη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Ξύλο. Μετά πάλι Χριστούγεννα. Πάλι αποκριάτικη στολή, Άγγελος γάτος που σέρνεται δίπλα στην Παναγία και το βρέφος, νιαουρίζοντας απαίσια. Γιατί έτσι ήθελα. Γάτος. Τριάντα χρόνια, ίδια διανομή, άλλες στολές. Γιατί έτσι ήθελα. Και ξαφνικά κούραση μεγάλη. Το μακρύ χέρι σου έψαχνε να με ξετρυπώσει από καιρό. Είπα τότε να σου κάτσω. Με ζήλο υπερβάλλοντα. Για λίγο. Τι θυμώνεις, νεκρή. Ξαναντύθηκα γάτος. Βγαίνω.


Μαλακισμένη αλλόφυλη. Από το να κυκλοφορώ καβάλα στη λίμo σου, προτιμώ να μαζεύω ραδίκια. 
Πού με βρήκες αδύναμη και με ξετρύπωσες; Εσύ που έπρεπε να μαζεύεις τα ψίχουλα από το τραπέζι μου και να χορταίνεις. Τι ξέρει ο γάτος από γείτονες; Γείτονες: βαριεστημένες, κατάκοπες μέλισσες. Κοινά ήθη: σύφιλη, Προκαταλήψεις: οσμή θανάτου. Τρέχουσα ηθική: όργανο εύκαμπτο στα χέρια ζηλωτών. Που θέλουν να διαμελίσουν όσους ξεφεύγουν από το κοπάδι. Που προκαλούνται από χαρίσματα που τα έχουν οι γάτες από γεννησιμιού τους. Όργανο στα χέρια άξεστων φανατικών. Που θέλουν να εκμηδενίσουν όσους ζουν δίχως να λογοδοτούν στις γρίλιες. Όσους δεν υποφέρουν από προχωρημένο εκφυλισμό του χαρίσματος. Που έχει η γάτα από γεννησιμιού της.

Πώς σου φαίνεται αυτή η πρόταση, κοινή γνώμη; «Θα αγκαλιαζόμαστε και τα δάχτυλα εκείνου θα γλιστρούν στη ράχη μας». Από βιβλίο είναι, χαζή. Κανένα κατάλληλο κηρυγματάκι για την περίπτωση; Προκαλείσαι από αυτήν την πρόταση, κοινή γνώμη; Πρόκληση: ό,τι δεν τολμάς, ενώ το θέλεις. Φτάνει μια πρόταση από βιβλίο, ηλίθια, για να προκληθείς. Όχι κηρύγματα σ' εμένα, λοιπόν, πνεύμα της υποκρισίας. Καίγεσαι για να νιώσεις τα δάχτυλα εκείνου να γλιστρούν στη ράχη σας. Εξάγνισε τον πόθο σου με ευχέλαιο. Με κατάρες γι' αυτούς που δεν σου επιτρέπουν να θέλεις και να τολμάς. Εσύ που κρυφοπηδάς τη γυναίκα του φίλου σου. Που κληρονομείς ασμένως τον πατέρα που μίσησες. Που μακελεύεις το παιδί σου με όνειρα διευθυντή. Τη γυναίκα σου, με όλα τα κοινωνικά ισοδύναμα της τρομοκρατίας.


Πάρε τους βιβλικούς σου αφορισμούς και δρόμο. Εδώ δεν έχεις θέση. Όχι τρομοκρατίες εδώ. Εδώ υπάρχουν άνθρωποι πράοι, με πολλή αγάπη μέσα τους. Που δεν μακελεύουν για να γεμίσουν το κενό της ανούσιας ζωής τους. Εδώ υψηλές προσδοκίες, εδώ φιλοξοδίες υπέρμετρες. Να καταστρέψουμε ό,τι θεωρείς ανώτερο από την ίδια τη ζωή. Εδώ πολλή αγάπη. Για όλους. Μέχρι και για τους γείτονες. Κι όταν ανατριχιάζω πού και πού από ένα αεράκι αραβικό, όνειρα για Ταγγέρη. Φίλα με, μωρό μου, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Αλλιώς οι γείτονες θα μείνουν εκεί, μήνες θα στέκουν πίσω από τις γρίλιες. Μέχρι να βρουν τα σάπια απομεινάρια τους πάνω στις γυαλισμένες σανίδες του πατώματος. Αυτοί θα στέκουν.

Και το πρωί, λίγα λόγια. Ωραίο αυτό το φουστάνι. – Ναι, ωραίο. – Καλός ο καφές. – Τέλειος. – Σε ευχαριστώ. – Θέλεις αφρόλουτρο; - Θέλω. Σαν μικρά παιδιά που δεν μπορούν να μιλήσουν. Σαν σαλεμένοι στρατιώτες ύστερα από πόλεμο.

Απόγευμα, ο ήχος από το Όπους 109 φτάνει ως την κουζίνα. Ανεβάζω στο τραπέζι το κοριτσάκι του γείτονά μου. Τη μοναδική του δόξα. Του φοράω το ρολόι μου. Απαλείφω με παγωτό ένα παράπονο. Λέω μια ιστορία για ένα σφαγμένο παπαγάλο. Κλειδωνόμαστε για λίγο στην κουζίνα, βοηθάμε αρειανούς εισβολείς να βρουν το δρόμο για την κατσαρόλα. Πάμε επίσκεψη στον Ιούλιο Βερν και στο μακρινό νησί του. Μαϊμούδες μάς συντρέχουν. Μετά στο σαλόνι, που το λέτε λίβινγκ. Ουίσκι για μένα, σαμπούκα ντραμπουί για σένα, πορτοκαλάδα για τη μικρή. Και ένας καυτός άνεμος στα παραθυρόφυλλα. Σαν να έρχεται από φαράγγι. Μην ξενυχτήσουμε πολύ, μωρό μου. Σάββατο αύριο – έχω να πάω παπαρούνες στο νεκροταφείο.





Απόσπασμα από το βιβλίο «Σαββατογεννημένη» που επανακυκλοφορεί σε νέα, εμπλουτισμένη έκδοση.

Το κείμενο «Γρίλια» πρωτοδημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό Symbol του Επενδυτή.

Πηγή: www.doctv.gr

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Ο Άνθρωπος Που Έγινε Δέντρο Ζωής



Αργύρης Χιόνης - Ο Άνθρωπος Που Έγινε Δέντρο Ζωής






Κλεισμένος μέσα στο δωμάτιό του, μετρούσε συνέχεια τα δάχτυλα των χεριών-του και κάθε φορά τα 'βγάζε περισσότερα. Στην αρχή 12 κι ύστερα 14 κι ύστερα 18 και 24 και 32...

Τα δάχτυλά των χεριών και των ποδιών-του αυξαίνανε συνεχεία και μάκραιναν και διακλαδώνονταν. Τα δάχτυλα των χεριών-του γίνονταν σαν κλαδιά μεγάλα. Τα δάχτυλά των ποδιών-του γίνονταν σα ρίζες μακριά.


Κλεισμένος στο δωμάτιό-του, κοιτούσε τα δάχτυλα των χεριών-του και σκεφτότανε πως ήταν, βέβαια, αντιαισθητική όλη αυτή η πληθώρα, αλλά, από μίαν άλλην άποψη, θα ήταν φοβερά χρήσιμη μια και, με τόσα δάχτυλα, θα μπορούσε τώρα να κάνει πράγματα που άλλος κάνεις δε θα μπορούσε. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε, γιατί, κάθε φορά που διάταζε τον αντίχειρα ή το δείχτη ή το μεγάλο δάχτυλο ή τον παράμεσο ή το μικρό, κανένας δεν υπάκουε, γιατί ήτανε χαμένοι μες στο πλήθος των καινούριων δαχτύλων και είχαν ξεχάσει πια τα ονόματά-τους.

Κλεισμένος στο δωμάτιό-του, κοιτούσε τα δάχτυλα των ποδιών-του και σκεφτόταν πως ήταν, βέβαια, αντιαισθητική όλη αυτή η πληθώρα, αλλά, από μίαν άλλην άποψη, θα ήταν φοβερά χρήσιμη μια και, με τόσα δάχτυλα, θα μπορούσε τώρα να διανύει, δίχως κούραση, αποστάσεις που για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν εξουθενωτικές. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε, γιατί ανακάλυψε πως τα δάχτυλα των -ποδιών-του, όπως και τα πόδια-του τα ίδια, δεν υπάκουαν πια στις εντολές-του, αλλά, ελκυόμενα από μια παράξενη δύναμη, τρυπούσανε το πάτωμα και χώνονταν μέσα στο χώμα που ήταν κάτω απ' το πάτωμα.

Τα δάχτυλα των χεριών-του και τα χέρια-του τα ίδια μεγάλωναν αδιάκοπα, με φοβερή ταχύτητα και δύναμη, ώσπου φτάσανε στους τοίχους και το ταβάνι και, μη μπορώντας πια να προχωρήσουν, βάλθηκαν να σπρώχνουνε με δύναμη τους τοίχους και το ταβάνι, ώσπου το σπίτι γκρεμίστηκε μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης.

Τρομαγμένος απ' το ξαφνικό φως και βλέποντας τους ανθρώπους να τρέχουν προς το μέρος-του, θέλησε να το βάλει στα πόδια και να κρυφτεί, αλλά κάθε προσπάθειά-του πήγαινε χαμένη.

Οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω-του και τα πρόσωπά-τους ήταν ένας θαυμασμός κι ένα δέος και δε μιλούσαν, αλλά κάθονταν εκεί, ώρες ολόκληρες, και τον κοιτούσαν σιωπηλοί.

Οι άνθρωποι, που μαζεύτηκαν γύρω-του, μένανε εκεί, ώρες ολόκληρες, και τον κοιτούσαν σιωπηλοί και δεν έφευγαν παρά για να πάνε να φάνε κι υστέρα, ξαναγύριζαν κι έμεναν εκεί, ώρες ολόκληρες, και τον κοιτούσαν σιωπηλοί.

Κι όλο έρχονταν περισσότεροι άνθρωποι, πλήθος ολόκληρο, κι ήρθανε και ειδικοί, γεωπόνοι και γεωλόγοι και φυσικοί και φυσιοδίφες και δασονόμοι και δασολόγοι και τον κοιτούσαν, στην αρχή, από μακριά με θαυμασμό και δέος κι υστέρα, από κοντά κι από πιο κοντά κι εξ επαφής και βάλθηκαν να τόνε πασπατεύουν και να τον μετρούν και κάτι λέγανε συνέχεια, μεταξύ-τους, που δε μπορούσε να τ’ ακούσει, γιατί στο μεταξύ είχε πολύ ψηλώσει, αλλά έβλεπε τα χείλια-τους που κουνιόνταν και καταλάβαινε πως μιλούσαν κι απ’ το θαυμασμό και το δέος που δείχνανε, καταλάβαινε πως γι αυτόν μιλούσαν κι από μίαν άποψη, ένιωθε περήφανος για όλο αυτό το ενδιαφέρον κι όλη αυτή την προσοχή, σχεδόν θρησκευτική, που δείχνανε γι αυτόν.

Κι όλο κι έρχονταν περισσότεροι άνθρωποι, πλήθος ολόκληρο, και ειδικοί πλήθος ολόκληρο, και τα μέλη της Κυβερνήσεως κι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κι όλοι τον κοιτούσανε με θαυμασμό και δέος κι ο Προέδρος της Δημοκρατίας βρήκε ευκαιρία κι έβγαλε ένα λόγο που δε μπόρεσε ν ακούσει, αλλά κατάλαβε, απ' τις χειρονομίες του Προέδρου και την προσοχή του πλήθους, πως ήτανε σημαντικός ο λόγος και πώς ήτανε γι αυτόν, γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας γυρνούσε συχνά και τον έδειχνε μ έναν τρόπο όλο σημασία.

Κι όλο έρχονταν άνθρωποι περισσότεροι, πλήθος ολόκληρο, και ειδικοί και βάλθηκαν να γκρεμίζουνε τα γύρω σπίτια και φτιάξανε ένα μεγάλο πάρκο γύρω απ' αυτόν, με κέντρο αυτόν, φύτεψαν δέντρα και λουλούδια, φτιάξανε ποταμάκια και γεφυρούλες, περίπτερα και παγκάκια κι όλα τα παγκάκια ήταν στραμμένα προς αυτόν, για να μπορούν οι άνθρωποι που κάθονταν εκεί να τόνε βλέπουν και να τον θαυμάζουν μ ένα θαυμασμό μεγάλο.

Κι όταν το πάρκο τελείωσε, ξαναήρθε ο Πρόεδρός της Δημοκρατίας και τα μέλη της Κυβερνήσεως και, τούτη τη φορά, φέραν μαζί-τους και μεγάφωνα και τα κρεμάσανε στα δέντρα και του κρέμασαν ένα κι αυτουνού, κάτω απ’ τη μασκάλη του δεξιού-του κλαδιού, και μίλησε στο πλήθος ο Προέδρος της Δημοκρατίας και τον άκουσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ετούτη τη φορά, γιατί του είχανε κρεμάσει κι αυτουνού ένα μεγάφωνο κάτω απ’ τη μασχάλη του δεξιού-του κλαδιού κι έτσι τον έφτανε η φωνή του Προέδρου, αλλά δεν καταλάβαινε πολλά πράματα, όχι επειδή ο Πρόεδρός ήταν ασυνάρτητος (αυτό δε γίνεται), αλλά επειδή ο ίδιος είχε καιρό ν' ακούσει ανθρώπινη ομιλία, έτσι πολύ πού χε ψηλώσει, και τώρα που το πάρκο τελείωσε κι ο Πρόεδρος μιλούσε στο πλήθος, δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα, γιατί είχε ξεχάσει τη σημασία των λέξεων και των φράσεων τόσο που του φαινόταν τώρα παράξενο που άκουγε τη φωνή του Προέδρου.

Οι άνθρωποι, πλήθος ολόκληρο, άκουγαν σιωπηλοί με θαυμασμό και δέος και πότε-πότε χειροκρόταγαν, όχι τον Πρόεδρο, αλλά αυτόν τον ίδιο, αυτό φαινόταν καθαρά, γιατί προς τη μεριά-του κοίταγαν μ ’ ένα μεγάλο θαυμασμό και με δέος.

Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά ένιωθε περήφανος που ήτανε το κέντρο αυτού του πάρκου κι αυτής της προσοχής και του θαυμασμού και του δέους.

Κι ο Πρόεδρος, λίγο πριν τελειώσει είπε, αυτό το πάρκο θα τ’ ονομάσουμε πάρκο ζωής, γιατί στο κέντρο-του υπάρχει αυτό το δέντρο, δέντρο ζωής και πρέπει να 'μαστέ περήφανοι που αυτό το δέντρο βρίσκεται εδώ, ανάμεσά μας, στη μέση του πάρκου μας, στη μέση της πόλης μας, στη μέση της χώρας-μας, στη μέση του κόσμου μας και πρέπει να μαστέ περήφανοι και να το προσέχουμε κι η σκέψη μας να ναι στραμμένη πάντα εκεί και ποτέ να μην το ξεχνάμε, γιατί 'ναι το δέντρο της ζωής και πρέπει να 'μαστέ περήφανοι που φύτρωσε ανάμεσά μας και μεγαλώνει ανάμεσά-μας, γιατί, όπως λένε οι ειδικοί, αυτό το είδος είναι όχι απλώς σπάνιο, αλλά μοναδικό, γιατί ποτέ πριν δε φύτρωσε τέτοιο είδος και η επιστήμη προφητεύει μόνο ότι μια μέρα μπορεί να εμφανιστεί ένα τέτοιο είδος δέντρου, γι’ αυτό και πρέπει να μαστέ περήφανοι που εμφανίστηκε ανάμεσά μας και να το προσέχουμε σαν τη ζωή μας αυτό το δέντρο ζωής.

Μ αυτά τα λόγια τέλειωσε ο Πρόεδρος και το πλήθος άρχισε να πίνει λεμονάδες, κοιτώντας πάντα προς το μέρος του και οι ηλεκτρολόγοι ήρθαν και με σεβασμό ξεκρέμασαν το μεγάφωνο απ' το δεξί-του κλαδί και ξανάγινε σιωπή και το μόνο πράμα που άκουγε τώρα ήταν ο άνεμος που έκανε ένα θόρυβό παράξενο, περνώντας ανάμεσα απ' τα δάχτυλά του.

Κλεισμένος εκεί, στη μέση του πάρκου, στη μέση του πλήθους, στη μέση της πόλης, στη μέση της χώρας, στη μέση του κόσμου, έβλεπε τα δάχτυλα των χεριών του να πληθαίνουν, χωρίς να μπορεί πια να τα μετρήσει, ένιωθε τα δάχτυλά των ποδιών του να πληθαίνουν, χωρίς να μπορεί να τα δει.

Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, άρχισε, λίγο-λίγο, να μην ξεχωρίζει πια τις κινήσεις του στόματος των ανθρώπων κι έτσι δεν καταλάβαινε καν αν μιλούσαν.

Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, άρχισε να μην ξεχωρίζει πια τις χειρονομίες των ανθρώπων ούτε τις κινήσεις-τους ούτε τα λουλούδια που ήταν γύρω απ’ τους ανθρώπους.

Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, έχανε σιγά-σιγά τα σχήματα των ανθρώπων, των δέντρων και των δρόμων.

Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, έχασε τους ανθρώπους, τα δέντρα και τους δρόμους. .


Κλεισμένος εκεί, στη μέση... ψηλώνοντας αδιάκοπα, ένιωθε τα δάχτυλα (δάχτυλα;) των χεριών-του να μεγαλώνουν και να πληθαίνουν αδιάκοπα μες στον αέρα, ένιωθε τα δάχτυλα (δάχτυλα;) των ποδιών-του να μεγαλώνουν και να πληθαίνουν αδιάκοπα μέσα στη γη κι ήταν η μόνη βεβαιότητα (βεβαιότητα;) που είχε κλεισμένος εκεί...



Αργύρης Χιόνης - Ο Άνθρωπος Που Έγινε Δέντρο Ζωής

(Από το περιοδικό Η Λέξη , τεύχος 3 - Μάρτης - Απρίλης 1981)