Τρίτη 31 Μαΐου 2016

"Τα όνειρα του Αϊνστάιν''

  
[...]
Ας υποθέσουμε ότι ο χρόνος είναι κυκλικός., ότι αναδιπλώνεται και κλείνει στον εαυτό του. Ο κόσμος επαναλαμβάνεται με ακρίβεια, χωρίς σταματημό·

Οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι θα ζήσουν τα ίδια πράγματα πάλι και πάλι. Οι έμποροι δεν ξέρουν ότι θα κλείσουν την ίδια δουλειά ξανά και ξανά. Οι πολιτικοί δεν ξέρουν ότι θα εκφωνήσουν τον ίδιο λόγο απ το ίδιο βήμα άπειρες φορές μέσα στους κύκλους του χρόνου. Οι γονείς βλέπουν το πρώτο γέλιο του παιδιού τους σαν κάτι το ανεκτίμητο, λες και δεν πρόκειται να το ξανακούσουν ποτέ. Οι αγαπημένοι που οδεύουν για πρώτη φορά προς τον έρωτα γδύνονται συνεσταλμένα και νιώθουν έκπληξη στη θέα του χυτού ποδιού, της εύθραυστης θηλής. Και πώς να ξέρουν ότι το κάθε κρυφοκοίταγμα, το κάθε άγγιγμα θα επαναληφθεί ξανά και ξανά και ξανά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και πριν; 
... Απλώς δεν μπορούν να ξέρουν -όπως ακριβώς ένα μυρμήγκι που περπατά στο χείλος ενός στρογγυλού κρυστάλλινου πολύφωτου δεν μπορεί να ξέρει ότι θα επιστρέψει εκεί απ' όπου ξεκίνησε.





[...]

Σ' αυτό τον κόσμο, ο χρόνος μοιάζει σαν μικρή φλέβα νερού που εκτρέπεται κάθε τόσο από κάποιο βοτσαλάκι ή από το σποραδικό φύσημα του ανέμου. Πού και πού, ένα από τα παρακλάδια της φλέβας του χρόνου αναγκάζεται να ξεστρατίσει εξαιτίας κάποιας κοσμικής διαταραχής- γυρίζει λοιπόν πίσω και συμβάλλει και πάλι με το κυρίως ρεύμα. Κι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τα πουλιά, το χώμα, οι άνθρωποι που παγιδεύονται στο διακλαδισμένο ρεύμα γυρίζουν ξαφνικά πίσω στο χρόνο. 
Εύκολα αναγνωρίζει κανείς τους ανθρώπους που ταξίδεψαν στο παρελθόν. 
Τα ρούχα τους είναι σκουρόχρωμα και εντελώς ίδια. Περπατούν στις μύτες, πασχίζουν να μη βγάλουν ούτε έναν ήχο, τρέμουν μήπως λυγίσουν έστω κι ένα φυλλαράκι απ' το γρασίδι. 
Κι όλα αυτά επειδή φοβούνται ότι το καθετί που θα αλλάξουν στο παρελθόν ίσως επηρεάσει δραστικά το μέλλον.



[...]

Σ' αυτόν τον κόσμο βλέπει κανείς αμέσως ότι κάτι πάει στραβά. Σχεδόν δεν υπάρχουν σπίτια στις κοιλάδες ή τις πεδιάδες. Όλοι ζουν ψηλά στα βουνά.

Κάποτε, πάει καιρός, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι όσο απομακρύνεται κανείς από το κέντρο της Γης τόσο πιο αργά κυλάει ο χρόνος. Κοντά στην επιφάνεια της Γης, βέβαια, η επίδραση του ύψους είναι απειροελάχιστη, μπορεί όμως να μετρηθεί με εξαιρετικά ευαίσθητα όργανα. Μόλις έγινε γνωστό το φαινόμενο, μερικοί που φλέγονταν από τον πόθο να νουν νέοι ανέβηκαν στα βουνά. Τώρα, όλα τα σπίτια χτίζονται στο Ντομ, στο Μάττερχορν, στο Μόντε Ρόζα και στις άλλες ψηλές περιοχές. Στις χαμηλότερες ζώνες κανένα σπίτι δεν πουλιέται πια.

Πολλοί πάντως δεν αρκούνται να κατοικούν στο βουνό. Για να εκμεταλλευτούν στο έπακρο το φαινόμενο, έχτισαν τα σπίτια τους πάνω σε πασσάλους. Σε κάθε γωνιά του κόσμου, οι βουνοκορφές είναι σπαρμένες με τέτοια σπίτια, που από μακριά μοιάζουν σαν παχουλά περιστέρια στηριγμένα πάνω σε μακριά ισχνά πόδια.
Οι πιο παθιασμένοι με την ιδέα της μακροζωίας χτίζουν τα σπίτια τους σε ψηλότερους πασσάλους. Μερικά σπίτια μάλιστα στέκουν κοντά ένα χιλιόμετρο πάνω από το έδαφος, τα ξύλινα πόδια τους θυμίζουν οδοντογλυφίδες. Το ύψος έγινε τεκμήριο κοινωνικής καταξίωσης. Όποιος είναι αναγκασμένος να κοιτάξει προς τα πάνω για να δει το γείτονα. του από το παράθυρο της κουζίνας του, πιστεύει ότι ο γείτονας του θα νιώσει τις αρθρώσεις του να πονούν αργότερα απ' ό,τι ο ίδιος, θα δει τα μαλλιά του να πέφτουν αργότερα, θα ρυτιδιάσει επίσης αργότερα, και βέβαια δεν θα χάσει την ερωτική του επιθυμία τόσο γρήγορα.
Και φυσικά, όποιος χαμηλώνει το βλέμμα του για να δει κάποιο άλλο σπίτι, εύκολα θα περιφρονήσει τους ενοίκους του, θα τους χαρακτηρίσει ξοφλημένους, αδύναμους και κοντόφθαλμους. Ορισμένοι παινεύονται πως έζησαν όλη τους τη ζωή στα ψηλά, ότι γεννήθηκαν στο ψηλότερο σπίτι της ψηλότερης βουνοκορφής και ποτέ δεν κατέβηκαν από κει. 
Απολαμβάνουν τη νιότη τους μπροστά στον καθρέφτη και περιφέρονται στα μπαλκόνια τους ολόγυμνοι.

[...]


Φανταστείτε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι ζουν μόνο για μία ημέρα. 
Είτε ο ρυθμός της καρδιάς και της αναπνοής τους έχει επιταχυνθεί τόσο ώστε μια ολόκληρη ζωή να συμπιέζεται στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Γη για να στραφεί γύρω από τον άξονα της μία φορά, είτε η κίνηση της Γης γύρω από τον εαυτό της έχει επιβραδυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε μία πλήρης περιστροφή να διαρκεί όσο και μία ολόκληρη ανθρώπινη ζωή -όποια ερμηνεία κι αν διαλέξει κανείς, θα είναι σωστή. 
Και στις δύο περιπτώσεις, κάθε άντρας και κάθε γυναίκα βλέπει μία ανατολή και ένα ηλιοβασίλεμα.

Σ' αυτόν τον κόσμο, ουδείς ζει αρκετά ώστε να παρακολουθήσει την εναλλαγή των εποχών. 
Andre Kertesz
Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβριο σε μια οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης δεν πρόκειται να δει ποτέ τον υάκινθο, τον κρίνο, το αστράκι, το κυκλάμινο, το εντελβάις, δεν θα δει ποτέ τα φύλλα του σφενταμιού να κοκκινίζουν και να χρυσίζουν, δεν θα ακούσει ποτέ τα τριζόνια και τ' αηδόνια. 
Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβριο θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στο κρύο. Αντίστοιχα, κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο δεν θα νιώσει ποτέ τις νιφάδες του χιονιού πάνω στα μαγουλά του, δεν θα δει ποτέ το κρύσταλλο της παγωμένης λίμνης, δεν θα ακούσει ποτέ το τρίξιμο που κάνουν οι μπότες όταν σέρνονται πάνω στο φρέσκο χιόνι. Κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στη ζέστη. 

Την ανομοιομορφία των εποχών την πληροφορούνται οι άνθρωποι από τα βιβλία.



[...]

Δυο άντρες προσπερνούν, με τις εφημερίδες τους παραμάσχαλα. Τριακόσια μέτρα νοτιότερα, ένα αηδόνι πετάει τεμπέλικα πάνω από τον Ααρ.
Ο κόσμος σταματάει.
Το στόμα του φούρναρη μένει ακίνητο στη μέση της φράσης. Το βήμα του παιδιού μένει μετέωρο, η μπάλα κρέμεται στον αέρα. Ο άντρας και η γυναίκα πετρώνουν κάτω από την καμάρα. Οι δύο άντρες μαρμαρώνουν. η συζήτηση τους κόβεται, όπως όταν η βελόνα ενός φωνόγραφου σηκώνεται ψηλά. Το πουλί παύει να πετάει και μένει ακίνητο πάνω από το ποτάμι σαν μετέωρο κομμάτι σκηνικού.

Ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου αργότερα, ο κόσμος ξαναξεκινάει.
Ο φούρναρης συνεχίζει να αγορεύει σαν να μη συνέβη τίποτε. Το παιδί τρέχει πίσω από την μπάλα. Ο άντρας και η γυναίκα έρχονται ακόμη πιο κοντά. Οι δύο άντρες συνεχίζουν να συζητούν για τις πρόσφατες αυξήσεις στην τιμή του βοδινού. Το αηδόνι φτεροκοπάει και συνεχίζει να διαγράφει ένα τόξο πάνω από τον Ααρ.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο κόσμος ξανασταματάει. Έπειτα ξαναξεκινάει. Σταματάει. Ξεκινάει.

Τι σόι κόσμος είναι αυτός; Εδώ ο χρόνος δεν είναι συνεχής, αλλά ασυνεχής. Ο χρόνος είναι σαν τις ίνες των νεύρων: από μακριά φαίνεται ενιαίος, από κοντά όμως βλέπει κανείς πως είναι κομματιασμένος, με μικροσκοπικά χάσματα ανάμεσα στις ίνες. Η νευρική δράση διατρέχει ένα τμήμα του χρόνου, σταματάει απότομα, κοντοστέκεται, υπερπηδά το κενό και συνεχίζει στο γειτονικό τμήμα.
Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο θα έπρεπε να μεγεθυνθεί και να κατακερματιστεί σε χίλια κομμάτια, και το καθένα απ' αυτά σε άλλα χίλια, προτού αντιληφθεί κανείς την απουσία ενός και μόνο τέτοιου κομματιού. Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε τα χάσματα ανάμεσα στα τμήματά του είναι ανεπαίσθητα. Έπειτα από κάθε επανέναρξη του χρόνου, ο νέος κόσμος μοιάζει πολύ με τον παλιό. Οι θέσεις και οι κινήσεις των σύννεφων μοιάζουν ακριβώς ίδιες, το ζύγιασμα των πουλιών, η ροή των συζητήσεων, οι σκέψεις.
Τα επιμέρους τμήματα του χρόνου συνταιριάζονται σχεδόν τέλεια, αλλά όχι απόλυτα.
Κάπου κάπου προκύπτουν πολύ μικρές μετατοπίσεις.

Για παράδειγμα, σήμερα Τρίτη στη Βέρνη, ένας άντρας και μια γυναίκα, κοντά στα τριάντα κι οι δύο, στέκονται κάτω από έναν φανοστάτη στην Γκέρμπερνγκάσσε.
Γνωρίστηκαν πριν από ένα μήνα.
Εκείνος την αγαπάει τρελά, όμως φοβάται την αγάπη επειδή κάποτε μια άλλη γυναίκα τον παράτησε χωρίς προειδοποίηση, κι αυτό τον τσάκισε. Αυτή τη φορά πρέπει να είναι βέβαιος. Παρατηρεί βουβός το πρόσωπο της γυναίκας, αποζητά παρακλητικά τα αληθινά της αισθήματα, ψάχνει για το πιο μικρό σημάδι, το πιο ελαφριό παίξιμο του φρυδιού της, το πιο αχνό κοκκίνισμα στα μάγουλα της, την υγρή λάμψη των ματιών της.

Στα αλήθεια, κι εκείνη τον αγαπάει το ίδιο, δεν μπορεί όμως να εκφράσει την αγάπη της με λόγια.
Κι έτσι του χαμογελάει, ανυποψίαστη για τους φόβους του.

Καθώς στέκονται κάτω από το φανοστάτη, ο χρόνος σταματάει και ξαναρχίζει.
Κι ύστερα, τα κεφάλια τους έχουν ακριβώς την ίδια κλίση όπως και πριν, τα χτυποκάρδια τους διαγράφουν κύκλους με απαράλλαχτο τρόπο. Όμως κάπου μέσα στις βαθιές λίμνες του νου της γυναίκας εμφανίστηκε μια αχνή σκέψη που δεν υπήρχε πριν. Η νεαρή γυναίκα ανασκαλεύει αυτή τη νέα σκέψη μέσα στο ασυνείδητο της, και την ίδια στιγμή μια αδιόρατη κενότητα διαγράφεται στο χαμόγελο της.
Αυτή την υποψία δισταγμού δεν θα μπορούσε να την αντιληφθεί κανένας, παρά μόνο εκείνος που θα την αναζητούσε με τη μεγαλύτερη προσοχή. Κι όμως, ο επίμονος νεαρός την πρόσεξε και την ερμήνευσε σαν το σημάδι που περίμενε. Λέει στη νεαρή ότι δεν μπορεί να την ξαναδεί, επιστρέφει στο μικρό του διαμέρισμα στην Τσόιγκχαουσγκάσσε, αποφασίζει να μετακομίσει στη Ζυρίχη και να δουλέψει στην τράπεζα του θείου του.
Η γυναίκα αφήνει πίσω της το φανοστάστη της Γκέρμπερνγκάσσε, γυρίζει σπίτι της με αργό βήμα κι αναρωτιέται γιατί δεν την αγάπησε εκείνος...


Edvard Munch


[...]
Σ’ αυτόν τον κόσμο συνυπάρχουν δύο χρόνοι. Ένας χρόνος μηχανικός και ένας σωματικός.
Ο πρώτος είναι άκαμπτος και μεταλλικός,σαν ένα τεράστιο σιδερένιο εκκρεμές που αιωρείται πέρα δώθε,πέρα δώθε,πέρα δώθε. Ο δεύτερος στριφογυρίζει και σπαρταράει σαν χρυσόψαρο έξω από τη γυάλα. Ο πρώτος είναι αδυσώπητος,προκαθορισμένος. Ο δεύτερος αμφιταλαντεύεται και παίρνει τις αποφάσεις του καθ’ οδόν.
Πολλοί είναι πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχει μηχανικός χρόνος.
[…]
 Φορούν ρολόγια στα χέρια τους,όμως μόνο ως διακοσμητικά ή από ευγένεια προς όσους επιμένουν να κάνουν τέτοια δώρα. Στο σπίτι τους δεν έχουν ρολόγια. Προτιμούν να ακούνε τους χτύπους της καρδιάς τους. Βιώνουν τους ρυθμούς των διαθέσεων και των πόθων τους. Τρώνε όποτε πεινάσουν,πηγαίνουν στη δουλειά τους όποτε ξυπνήσουν,κάνουν έρωτα όλες τις ώρες της ημέρας. Και βέβαια γελούν στη σκέψη του μηχανικού χρόνου. Ξέρουν πως ο χρόνος κυλά μια έτσι και μια αλλιώς. Ξέρουν πως ο χρόνος αγωνίζεται να προχωρήσει φορτωμένος με ένα βαρίδι δυο τόνων όταν τρέχουν με το πληγωμένο παιδί τους στο νοσοκομείο ή πρέπει να υπομείνουν το βλέμμα ενός δύστροπου γείτονα. Κι ακόμη,ξέρουν πως ο χρόνος χάνεται από τα μάτια τους σαν αστραπή όταν περνούν όμορφα με τους φίλους τους,δέχονται επαίνους ή φωλιάζουν στην αγκαλιά μιας κρυφής αγάπη.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που πιστεύουν ότι αυτό που δεν υπάρχει είναι το σώμα τους. Η ζωή τους υπακούει στο μηχανικό χρόνο. Σηκώνονται το πρωί στις επτά. Τρώνε μεσημεριανό στις δώδεκα και βραδινό στις έξι. Φτάνουν σε κάθε ραντεβού στην ώρα τους, πιστοί στις προσταγές του ρολογιού τους. Κάνουν έρωτα μεταξύ οκτώ και δέκα το βράδυ. Δουλεύουν σαράντα ώρες κάθε εβδομάδα,διαβάζουν την εφημερίδα τους κάθε Κυριακή,παίζουν σκάκι κάθε Τρίτη βράδυ. Όταν γουργουρίζει το στομάχι τους, κοιτάζουν το ρολόι τους για να δουν αν είναι ώρα για φαγητό. Αν βρεθούν σε ένα κονσέρτο και κινδυνέψουν να απορροφηθούν από τη μουσική,κοιτάζουν το ρολόι πάνω από  τη σκηνή για να δουν σε πόση ώρα πρέπει να επιστρέψουν σπίτι.
[...]
Ο κάθε χρόνος είναι αληθινός,όμως οι αλήθειες τους δεν είναι οι ίδιες.


αποσπάσματα από το βιβλίο του Alan Lightman  "Τα όνειρα του Αϊνστάιν''
εκδ. Κάτοπτρον





"Δέκα λεπτά μετά τις έξι, σύμφωνα με το αθέατο ρολόι του τοίχου.
 Λεπτό με λεπτό, καινούργιες φιγούρες διαγράφονται. Στο ισχνό φως του δωματίου, ο νεαρός υπάλληλος του γραφείου ευρεσιτεχνιών είναι ακόμη σωριασμένος στην καρέκλα του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του. Τους τελευταίους μήνες, από τα μέσα του Απριλίου και μετά, είδε πολλά όνειρα για το χρόνο. Τα όνειρα κατακυρίευσαν την έρευνά του, τον εξάντλησαν τόσο ώστε κάποιες στιγμές δεν ήξερε αν ήταν ξύπνιος ή αν κοιμόταν.
Αλλά τώρα πια τα όνειρα τελείωσαν. Η φύση του χρόνου θα μπορούσε να πάρει πολλές μορφές, εκείνες που ονειρεύτηκε σε ισάριθμες νύχτες.  μονάχα μία όμως φαντάζει επιτακτική.
Όχι ότι οι άλλες είναι αδύνατες.
Θα μπορούσαν να υπάρξουν, σε άλλους κόσμους όμως.".





Το βιβλίο αριθμεί λιγότερο από 160 σελίδες. 
Έχει 33 κεφάλαια, τα οποία περικλείονται από πρόλογο και επίλογο. Ο πρόλογος και ο επίλογος περιγράφουν τα πρώτα λεπτά του Αϊνστάιν στο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών την ημέρα ακριβώς που δημοσιεύτηκε η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας. 
Από τα 33 κεφάλαια, τα τρία περιγράφουν στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής του Αϊνστάιν στη Βέρνη και την παρέα του με τον Μισέλ Μπέσσο. 
(Ανοίγω μεγάλη παρένθεση. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο Μπέσσο, ο Αϊνστάιν έστειλε επιστολή στην οικογένειά του, στην οποία έγραψε το περίφημο «Τώρα ο Μπέσσο έχει αναχωρήσει από αυτόν τον παράξενο κόσμο λίγο πριν από μένα. Αυτό δεν σημαίνει κάτι. Άνθρωποι σαν κι εμάς που πιστεύουμε στη φυσική, γνωρίζουμε ότι η διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι μόνο μια πεισματάρικα επίμονη ψευδαίσθηση». Κλείνει η παρένθεση). 
Τα υπόλοιπα τριάντα κεφάλαια περιγράφουν αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως όνειρα του Αϊνστάιν.
 Κάθε κεφάλαιο είναι ολιγοσέλιδη περιγραφή μιας πόλης (που έμμεσα δείχνει πως είναι η Βέρνη, αν και όχι πάντα) και στην οποία συμβαίνει κάτι παράξενο, κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Όσοι γνωρίζουν την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, έστω ακροθιγώς, σε κάποιες περιγραφές θα αναγνωρίσουν μια τραβηγμένη στα όρια εφαρμογή της στην καθημερινότητα. 
Λόγου χάριν, σε ένα κεφάλαιο περιγράφεται μια πόλη όπου τα πάντα κινούνται αενάως. Όταν λέω τα πάντα, εννοώ και όλα τα κτήρια. Αυτό γίνεται σε μια προσπάθεια να κερδηθεί χρόνος (θυμίζω: όσο πιο γρήγορα κινείσαι, τόσο πιο αργά ρέει ο χρόνος για σένα). Άρα πιο πετυχημένος δεν είναι αυτός που έχει το καλύτερο ή το μεγαλύτερο σπίτι, αλλά το γρηγορότερο. Σε άλλο κεφάλαιο έχουμε αντίθετη ροή του χρόνου, σε άλλο ζωή χωρίς δυνατότητα μέτρησης του χρόνου, ή με διαφορετική ροή από πόλη σε πόλη. 
Γενικά το βιβλίο δείχνει τη σχέση εξάρτησης των ανθρώπων από το χρόνο. 

Σε κάθε περίπτωση κλείνει το κεφάλαιο με μια θλιβερή διαπίστωση. 
Για παράδειγμα, στο τέλος του δέκατου κεφαλαίου, στο οποίο περιγράφει την παγίδευση στον χρόνο, τελειώνει ως εξής: 

«Η τραγωδία αυτού του κόσμου είναι ότι οι πάντες είναι μόνοι. 
Δεν μπορείς να μοιραστείς με το παρόν μια ζωή πιασμένη από το παρελθόν. 
Κάθε άνθρωπος που κολλάει στο παρελθόν μένει μονάχος.»





Το σχόλιο , υπογράφει ο Γεροτάσος  στο περιοδικό Mετα4four Νοέμβριος 201
3





Ο Άλαν Λάιτμαν γεννήθηκε στο Μέμφις του Τεννεσσί το 1948
και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια.
Ανάμεσα στα βιβλία του, που έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες, περιλαμβάνονται τα λογοτεχνικά έργα: Τα όνειρα του Αϊνστάιν (1993), Ο καλός Μπενίτο (1995), Χορός για δύο (1996), καθώς και σημαντικά επιστημονικά βιβλία.
Από το 1989 είναι καθηγητής αστροφυσικής στο ΜΙΤ, ενώ κατέχει την έδρα ανθρωπιστικών σπουδών John E. Burchard στο ίδιο ίδρυμα.






Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Η ιστορία της Νύχτας και των Αστεριών [ Κεφ. VI ]



"Πριν από πολλές νύχτες όλα ήταν νύχτα. Ήταν ένα με­γάλο σκοτεινό στέγαστρο ο ουρανός κι ήταν λυπημένο το τραγούδι των αντρών και των γυναικών. Οι θεοί στενοχω­ρήθηκαν για το λυπημένο τραγούδι των αντρών και των γυ­ναικών και συγκεντρώθηκαν για να κάνουν μια συμφωνία. Γιατί οι θεοί πάντα συνεννοούνταν μεταξύ τους για να κά­νουν τις δουλειές, κι έτσι έμαθαν να κάνουν οι γεροντότεροί μας κι έτσι μάθαμε κι εμείς. Να κάνουμε συμφωνία για να κάνουμε τις δουλειές, μάθαμε. 






Οι θεοί συμφώνησαν να βγάλουν τη στέγη της νύχτας και το φως που βρισκόταν από πάνω να πέσει όλο στους άντρες και τις γυναίκες, ώστε έτσι να μην είναι λυπημένο το τραγούδι τους, των αντρών και των γυναικών. Και τη βγάλαν όλη τη στέγη της νύχτας κι ήρθε όλο το φως, που ήταν πολύ, γιατί ήταν η νύχτα μακριά και κάλυπτε απ’ το ποτάμι μέχρι το βουνό κι ήταν πολύ το φως που κατακρατούσε η μακριά στέγη της νύχτας. Οι άντρες και οι γυναίκες έμειναν τυφλωμένοι γιατί ήταν πολύ το φως και δεν έβρισκαν ξεκούραση τα μάτια και το σώμα δούλευε συνέχεια. Και παραπονέθηκαν οι άντρες κι οι γυ­ναίκες από το τόσο φως που ζημιά τούς έκανε, γιατί ήταν άντρες και γυναίκες νυχτερίδες.

Κι οι θεοί είδαν ότι ήταν λάθος αυτό που έκαναν, γιατί ήταν θεοί, αλλά δεν ήταν βλάκες και μπορούσαν να καταλάβουν αν ήταν κακή η συμφω­νία τους και ξανασυγκεντρώθηκαν κι έκαναν νέα συμφωνία να ξαναβάλουν τη μακριά στέγη της νύχτας ενόσω σκεφτόντουσαν πώς να κάνουν μια καλή συμφωνία. Και άργησαν σ’ αυτή τη συμφωνία και άργησε η μακριά νύχτα και γι’ αυ­τό οι άντρες κι οι γυναίκες νυχτερίδες έμαθαν να περπατούν τη νύχτα χωρίς φως, γιατί πολύ άργησαν οι θεοί να λύσουν το πρόβλημα της μακριάς στέγης της νύχτας.

Και μετά, σαν τελείωσαν πια οι θεοί τη συμφωνία, πήγαν εκεί όπου βρί­σκονταν οι άντρες κι οι γυναίκες και ζήτησαν εθελοντές για να λύσουν το πρόβλημα.

Και είπαν οι θεοί ότι οι εθελοντές θα ήταν κομματάκια φως που θα τα σκόρπιζαν στη στέγη της νύχτας για να μην είναι τόσο μεγάλη η νύχτα. “

Θα είναι αστέρια” είπαν οι θεοί.

Κι όλοι οι άντρες κι οι γυναίκες εί­παν ότι ήταν εθελοντές γιατί όλοι ήθελαν να ’ναι αστέρια και δεν ήθελαν πια να είναι άντρες και γυναίκες νυχτερίδες, και όλοι κι όλες έγιναν αστέρια και την τρύπησαν όλη τη στέγη της μακριάς νύχτας και πια δεν έμεινε ούτε ένα κομ­ματάκι ατρύπητο από τη στέγη της νύχτας κι όλα ήταν πά­λι σκέτο φως και το πρόβλημα δεν τελείωνε και ήταν χειρό­τερα γιατί πια είχε τρυπήσει όλη η στέγη της νύχτας και πια δεν μπορούσε να καλυφτεί το φως που έπεφτε απ’ όλες τις πλευρές.

Κι οι θεοί πια δεν το αντιλήφτηκαν γιατί είχαν πια αποκοιμηθεί, ευχαριστημένοι που πια είχαν λύσει το πρό­βλημα και δεν στενοχωριόντουσαν άλλο, και γι’ αυτό κοιμή­θηκαν.

Κι έτσι, οι άντρες κι οι γυναίκες νυχτερίδες έπρεπε να λύσουν από μόνοι τους το πρόβλημα που αυτοί κι αυτές μό­νοι τους είχαν δημιουργήσει.

Κι έτσι έκαναν όπως οι θεοί και συγκεντρώθηκαν για να συμφωνήσουν και είδαν ότι δε γίνεται τίποτα αν όλοι θέλουν να ’ναι αστέρια, κι ότι για να λάμπουν κάποιοι, κάποιοι άλλοι πρέπει να σβήσουν.

Κι έτσι άναψε μια μεγάλη κουβέντα γιατί κανείς δεν ήθελε να σβή­σει κι όλοι ήθελαν να λάμπουν και να ’ναι αστέρια.

Αλλά τότε οι άντρες κι οι γυναίκες οι αληθινοί, αυτοί που η καρ­διά τους είχε το χρώμα της γης, γιατί το καλαμπόκι προέρ­χεται απ’ τη γη, είπαν ότι αυτοί θα έσβηναν κι έτσι έσβησαν κι έτσι απέμεινε η νύχτα γιατί υπήρχε μαύρο κι υπήρχε φως κι έτσι τα αστέρια μπόρεσαν να λάμψουν χάρη σ’ αυτά που έσβησαν, ειδάλλως θα ήμασταν ακόμη τυφλωμένοι.


Κι οι θεοί ξύπνησαν κι είδαν ότι υπήρχε νύχτα κι ότι ήταν όμορ­φος ο κόσμος έτσι όπως τον είχαν φτιάξει κι έφυγαν και πί­στεψαν ότι αυτοί, οι θεοί, είχαν επιλύσει το πρόβλημα.

Αλλά τι να γίνει, ήταν οι άντρες κι οι γυναίκες που έκαναν καλή συμφωνία και την εκπλήρωσαν. Αλλά οι θεοί δεν το ήξεραν γιατί ήταν κοιμισμένοι κι έφυγαν νομίζοντας πως αυτοί τα είχαν κανονίσει όλα, καημενούληδες που ποτέ δεν έμαθαν πώς έγινε και γεννήθηκαν τ αστέρια κι η νύχτα που είναι η στέγη των αντρών και των γυναικών των αληθι­νών.



Κι έτσι έχει η ιστορία... 

μερικοί πρέπει να είναι σβησμένοι για να λάμπουν άλλοι, αλλά αυτοί που λάμπουν το κάνουν για τους σβησμένους. 

Ειδάλλως, κανείς δε λάμπει".


Subcomandante Marcos   "Ιστορίες του γερο-Αντόνιο"  κεφ. VI
[εκδ. Ροές
μεταφρ. Γιώργος Καρατζάς ]

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Προς τους νεώτερους αναρχικούς



Αγαπητοί σύντροφοι,Έχουμε μια βαθιά ριζωμένη συνήθεια να μεγαλοποιούμε τόσο τις δυνάμεις μας όσο και τις αδυναμίες μας. Κατά τη διάρκεια επαναστατικών περιόδων, φαίνεται πως οι περισσότερο μικρές μας ενέργειες έχουν ανυπολόγιστα μεγάλες συνέπειες. Από την άλλη πλευρά, σε περιόδους στασιμότητας, αν και μπορεί να είμαστε εξολοκλήρου αφιερωμένοι στο έργο μας, όλη η ζωή μας φαίνεται άγονη και άχρηστη, και μπορεί ακόμη να αισθανόμαστε παρασυρμένοι από τους ανέμους της αντίδρασης.



Τι πρέπει να κάνουμε τότε προκειμένου να διατηρήσουμε το πνευματικό μας σθένος, την ηθική μας ενέργεια, και την πίστη μας στον καλόν αγώνα;
Έρχεστε σε μένα ελπίζοντας να αξιοποιήσετε την πολύχρονη εμπειρία μου με τους ανθρώπους και τα πράγματα.

Έτσι, ως μεγαλύτερος σας δίνω την εξής συμβουλή:





Μην φιλονικείτε ή ασχολήστε με προσωπικές επιθέσεις. Ακούστε τα επιχειρήματα των άλλων ανθρώπων πριν προβάλετε τα δικά σας.
Μάθετε πώς να παραμένετε σιωπηλοί και να σκέφτεστε.
Μην προσπαθείτε να κερδίσετε σε μια λογομαχία εις βάρος της δικής σας ειλικρίνειας.
Μελετάτε με σύνεση και επιμονή. Ο μεγάλος ενθουσιασμός και η αφοσίωση που φτάνει στο σημείο να διακινδυνεύεται η ζωή κάποιου δεν είναι οι μόνοι τρόποι προκειμένου να υπηρετηθεί μια υπόθεση. Είναι ευκολότερο να θυσιαστεί η ζωή κάποιου από το να γίνει όλη η ζωή του ένα παράδειγμα για τους άλλους. Η συνειδητή επαναστατικότητα δεν είναι μόνο ενός ανθρώπου μόνο συναίσθημα, αλλά και λογικής, για την οποία κάθε προσπάθεια να προωθήσουμε τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη στηρίζεται σε ακριβή γνώση και εκτενή κατανόηση της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, και της βιολογίας. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να ενσωματώσει τις προσωπικές του ιδέες στο ευρύτερο πλαίσιο των ανθρωπιστικών επιστημών, και διατηρείται στον αγώνα απ’ την τεράστια δύναμη που κερδίζει μέσα από την πλατιά του γνώση.

Αποφύγετε την υπερεξιδίκευση.
Oύτε με τις πατρίδες ούτε με τα κόμματα [ni aux patries aux partis].
Μην είστε ούτε Ρώσοι, Πολωνοί ούτε Σλάβοι. Να είστε μάλλον, άνθρωποι της αλήθειας, απαλλαγμένοι από κάθε σκέψη ιδιαίτερων συμφερόντων, και από σπεκουλαδόρικες ιδέες σχετικά με τη φύση των ανθρώπων, είτε Κινέζων, Αφρικανών, είτε Ευρωπαίων. Ο πατριώτης καταλήγει πάντοτε να μισεί τον ξένο, και χάνει την αίσθηση της δικαιοσύνης που άναψε κάποτε τον ενθουσιασμό του.

Μακριά απ’ όλα τα αφεντικά, τους ηγέτες, και εκείνους που αντιμετωπίζουν τη γλώσσα σαν να ήταν Αγία Γραφή. Απορρίψτε τέτοια ειδωλολατρία και δώστε αξία στα λόγια ακόμη και των πιο στενών σας φίλων ή του σοφότερου καθηγητή μονάχα για την αλήθεια που θα βρείτε σ’ αυτούς. Εάν, αφού έχετε ακούσει, έχετε ακόμα κάποιες αμφιβολίες, στραφείτε μέσα σας και επανεξετάστε το θέμα προτού πάρετε την τελική απόφαση.

Έτσι θα πρέπει να απορρίψετε κάθε αυθεντία, αλλά και να τρέφετε ένα βαθύ σεβασμό για όλες τις αληθείς πεποιθήσεις. Ζήστε τη δική σας ζωή, αλλά επιτρέψτε και στους άλλους την απόλυτη ελευθερία να ζήσουν τις δικές τους.

Αν ριχτείτε στη σύγκρουση προκειμένου να θυσιάσετε τον εαυτό σας για λογαριασμό των ταπεινωμένων και των καταπιεσμένων, αυτό είναι ένα πολύ καλό πράγμα, σύντροφοί μου. Αντιμετωπίστε το θάνατο αρχοντικά. Αν προτιμάτε να αναλάβετε αργή και υπομονετική δουλειά για λογαριασμό ενός καλύτερου μέλλοντος, αυτό είναι ακόμα καλύτερο πράγμα. Κάντε το στόχο της κάθε στιγμής μιας γενναιόδωρης ζωής. Αλλά εάν επιλέξετε να παραμείνετε φτωχοί μεταξύ των φτωχών, εν πλήρη αλληλεγγύη μ’ εκείνους που υποφέρουν, ας λάμψει η ζωή σας σαν ευεργετικό φως, ένα τέλειο παράδειγμα, ένα καρποφόρο μάθημα για όλους!

Γειά σας, σύντροφοι.

Ελιζέ Ρεκλύ.
Ανοιχτή Επιστολή προς τους νεώτερους αναρχικούς

Προς τους συντάκτες της la Huelga General στη Βαρκελώνη
Βρυξέλλες, 4 Δεκ. 1901.
Aλληλογρ. III:238-240.

Πηγή και μετάφραση : Αιχμή

                       -------------                          ----------                             ----------

Ο Ελίζε Ρεκλύ γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου στο Σαν Φόυ λα Γκράντ στη νοτιοδυτική Γαλλία . Ο πατέρας του ήταν προτεστάντης πάστορας, έτσι ο Ρ. ήρθε από νωρίς σε επαφή με τη θρησκεία . Σε νεαρή ηλικία και μετά από φοίτηση σε θρησκευτική σχολή επέλεξε να γίνει πάστορας .Παρόλα αυτά η επαφή του με τις προυντονικές και σοσιαλιστικές ιδέες όπως και το έντονο ενδιαφέρον για τις επιστήμες τον οδήγησαν σχετικά γρήγορα στο δρόμο της επιστήμης. Η σχέση του πάντως με τη θρησκεία αξίζει να σημειωθεί διότι μας δείχνει πως ο Ρεκλύ ήταν βαθύς γνώστης της χριστιανικής θεολογίας και επομένως η έντονη κριτική του προς το χριστιανισμό και γενικότερα τη θρησκεία δεν ήταν αποτέλεσμα επιφανειακής και πρόσκαιρης αντίδρασης , αλλά αντίθετα προϊόν σοβαρής κριτικής και προβληματισμού.



Πέρα από αυτά πρέπει επίσης να πούμε πως από μικρός ήρθε σε επαφή με τη φύση την οποία λάτρευε και εξερευνούσε όλα τα χρόνια της ζωής του. Η οικειότητά του με τη φύση και η αγάπη του για τις επιστημονικές μελέτες τον έφερε σε επαφή με τη νεοεμφανιζόμενη τότε γεωγραφική επιστήμη. Για πολλά χρόνια δούλεψε ως δάσκαλος και ως συγγραφέας τουριστικών οδηγών γεωγραφικού περιεχομένου. Με αφορμή αυτά ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου (Λατ. Αμερική , Η.Π.Α κλ) τα οποία και μελέτησε . Τα αποτελέσματα των επιστημονικών του μελετών και η σταδιακή έκδοση των ογκωδών του έργων του πρόσφερε κύρος στους επιστημονικούς κύκλους της Ευρώπης και μεγάλη αναγνώριση από το αναγνωστικό κοινό (μιας και τα έργα του έχαιραν μεγάλης αποδοχής ). Μεταξύ των σπουδαιότερων έργων του ήταν η «Παγκόσμια Γεωγραφία» και το «ο Άνθρωπος και η Γη».



Με το αναρχικό κίνημα ο Ρεκλύ συνδέθηκε πριν ακόμη αυτό συγκροτηθεί καλά καλά ως τέτοιο. Συμμετείχε ενεργά στις διεργασίες της Α Διέθνους στην γαλλική της πτέρυγα καθώς και στη Διεθνή Συμμαχία (την αδελφότητα που είχε ιδρύσει ο Μιχαήλ Μπακούνιν τη δεκαετία του 1860). Πήρε ενεργό μέρος στην Παρισινή Κομμούνα του 1871. Με την καταστολή της φυλακίσθηκε για αρκετό καιρό πληρώνοντας ακριβό τίμημα. Ήταν από τους λίγους επιζήσαντες κομμουνάρους που δεν αποκήρυξαν την πίστη τους στην Κομμούνα . Όταν αποφυλακίσθηκε βοήθησε και μέσω του επιστημονικού του κύρους και μέσω διαλέξεων ώστε να απελευθερωθούν όλοι οι κομμουνάροι και να μην ξεχαστεί το έργο τους. Μέχρι τα τελευταία του παρέμεινε πιστός στις αναρχικές ιδέες τις οποίες δεν παρέλειπε να διαδίδει δημοσίως.

Πηγή των στοιχείων , η σελίδα "Ούτε Θεός ούτε αφέντης "

Ο μικρός πρίγκηπας [ Κεφ 9 - 10 ]




Αντουάν Ντε Σαιντ-Εξυπερύ

Ο μικρός πρίγκηπας 






 Εκδ. Ενδυμίων 2007

Κεφάλαιο Ένατο


Πιστεύω πως για τη φυγή του χρησιμοποίησε ένα κοπάδι από μεταναστευτικά πουλιά. Το πρωινό της αναχώρησής του, ταχτοποίησε τα πάντα στον πλανήτη του. Καθάρισε προσεχτικά τα ηφαίστειά του που βρίσκονταν ακόμη σε ενέργεια. Είχε δυο ηφαίστεια σε ενέργεια. Και ήταν πολύ βολικό γι' αυτόν να ζεσταίνει εκεί το πρωινό του. Είχε κι ένα σβησμένο ηφαίστειο. Μα, όπως έλεγε, «Ποτέ δεν ξέρει κανείς!» Καθάρισε, λοιπόν, το ίδιο προσεχτικά το σβησμένο ηφαίστειο. Όταν είναι καθαρισμένα καλά, τα ηφαίστεια καίνε ήσυχα-ήσυχα και κανονικά. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις είναι σαν τις φωτιές που ξεσπούν στα τοιχώματα που σχηματίζονται στις καμινάδες. Ολοφάνερα εμείς στη γη είμαστε πάρα πολύ μικροί για να μπορούμε να καθαρίζουμε από την καπνιά τα ηφαίστειά μας. Γι' αυτό μας βάζουν σε τόσους μπελάδες.


Ο μικρός πρίγκιπας, με μια κάποια μελαγχολία, ξερίζωσε ακόμη και τις στερνές φύτρες του μπαομπάμπ. Πίστευε πως ποτέ δεν θα 'ταν αναγκασμένος να ξαναγυρίσει. Μα όλες τούτες οι συνηθισμένες, καθημερινές δουλειές, κείνο εκεί το πρωί, του φάνηκαν ξεχωριστά γλυκές. Κι όταν για τελευταία φορά, πότισε το λουλούδι κι ετοιμάστηκε να το σκεπάσει με το γυάλινο δοχείο, για να το προφυλάξει, ένιωσε πως του 'ρχόταν να κλάψει. 

-Γεια σου, είπε στο λουλούδι. Μα εκείνο δεν απάντησε 

-Γεια σου, ξανά 'πε. Το λουλούδι έβηξε. Μα, όχι γιατί εξαιτίας του κρυολογήματος που είχε πάρει. 

- Είμαι κουτό, του είπε στο τέλος. Σου ζητώ να με συγχωρέσεις. Προσπάθησε να 'σαι ευτυχισμένος. 

Παραξενεύτηκε που δεν τον κατηγόρησε για τίποτα. Στεκόταν εκεί γεμάτος αμηχανία με το γυάλινο δοχείο στον αέρα. Δεν καταλάβαινε κείνη τη γλυκιά ηρεμία. 

- Μα ναι, σ' αγαπώ, του είπε το λουλούδι. Δεν κατάλαβες τίποτα, μα το φταίξιμο είναι δικό μου. Αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Ωστόσο, φάνηκες κι εσύ το ίδιο κουτός σαν κι εμένα. Προσπάθησε να γίνεις ευτυχισμένος... Παράτα αυτό το γυάλινο δοχείο. Δεν το χρειάζομαι πια. 

-Μα ο άνεμος... 

- Δεν έχω κρυώσει τόσο πολύ για να το χρειάζομαι. Το δροσερό αεράκι της νύχτας θα μου κάνει καλό. Είμαι ένα λουλούδι. 

- Όμως τα ζώα... 

- Θα πρέπει να υποφέρω δυο-τρεις κάμπιες αν θέλω να γνωρίσω τις πεταλούδες.
Φαίνεται πως είναι πάρα πολύ ωραίες. Διαφορετικά ποιος θα 'ρθει να μου κάνει επίσκεψη; 
Θα 'σαι πολύ μακριά, εσύ. Όσο για τα μεγάλα ζώα, δεν τα φοβάμαι καθόλου. Έχω τα νύχια μου. Και με αφέλεια έδειχνε τα τέσσερα αγκάθια του. Ύστερα πρόσθεσε: - Μην καθυστερείς έτσι, είναι ενοχλητικό. Έχεις αποφασίσει να φύγεις. Φύγε. 

Γιατί το λουλούδι δεν ήθελε να το δει ο μικρός πρίγκιπας να κλαίει. Ήταν ένα τόσο περήφανο λουλούδι... 



                             Κεφάλαιο Δέκατο 


Βρισκόταν στην περιοχή που σχημάτιζαν οι αστεροειδείς 325, 326, 327, 328, 329 και 330. Άρχισε, λοιπόν, να τους επισκέπτεται για να βρει εκεί κάποια απασχόληση κι ακόμη για να μορφωθεί. Στον πρώτο κατοικούσε ένα βασιλιάς. Ο βασιλιάς καθόταν στο θρόνο του ντυμένος με πορφύρα κι ερμίνα, πάνω σ' έναν πολύ απλό κι ωστόσο μεγαλόπρεπο θρόνο.





- Α! Να ένας υπήκοος, φώναξε ο βασιλιάς, μόλις φάνηκε ο μικρός πρίγκιπας. Κι ο μικρός πρίγκιπας αναρωτήθηκε:
- Πώς μπόρεσε να μ' αναγνωρίσει, αφού ποτέ του δεν μ' είχε ξαναδεί! 
Δεν ήξερε πως για τους βασιλιάδες, ο κόσμος είναι πολύ απλοποιημένος. Όλοι οι άνθρωποι είναι υπήκοοι. 

- Έλα πιο κοντά για να σε δω καλύτερα, είπε ο βασιλιάς, που ένιωθε πολύ περήφανος που επιτέλους είχε γίνει στ' αλήθεια βασιλιάς για κάποιον. 
Ο μικρός πρίγκιπας κοίταξε ολόγυρά του για να βρει μέρος να καθίσει, μα όλος ο πλανήτης ήταν πιασμένος από την ερμίνα της υπέροχης κάπας του βασιλιά. Έτσι απόμεινε ορθός και, καθώς ήταν κουρασμένος, χασμουρήθηκε. 

 - Είναι αντίθετο με το πρωτόκολλο να χασμουριέται κανείς μπροστά σ' ένα βασιλιά. Σου το απαγορεύω. 
- Δεν κατάφερα να συγκρατήσω το χασμουρητό μου, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας. Έχω κάνει ένα μακρινό ταξίδι και δεν έχω κοιμηθεί...
 - Τότε, του είπε ο βασιλιάς, σε διατάσσω να χασμουρηθείς. Έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που είχα δει κάποιον να χασμουριέται. Το χασμουρητό για μένα είναι κάτι σπάνιο, κάτι το αξιοπερίεργο. Εμπρός! τράβα ένα χασμουρητό. Είναι διαταγή. 

- Αυτό με φοβίζει... δεν μπορώ να χασμουρηθώ πάλι... έκανε ο μικρός πρίγκιπας κατακόκκινος. 
- Χμ! Χμ! απάντησε ο βασιλιάς. Τότε σε... σε διατάσσω άλλοτε να χασμουριέσαι κι άλλοτε να... Τραύλιζε κάπως και φαινόταν μπερδεμένος. 
Γιατί ο βασιλιάς επέμενε στο βασικό αξίωμα ότι το κύρος του έπρεπε να γίνεται σεβαστό. Δεν ανεχόταν την ανυπακοή. Ήταν ένας απόλυτος μονάρχης. Όμως, καθώς ήταν και πολύ καλός, έδινε λογικές διαταγές. 

- Αν έδινα διαταγή σ' ένα στρατηγό, συνήθιζε να λέει, να μεταμορφωθεί σε πουλί της θάλασσας, σε γλάρο ας πούμε, και αν ο στρατηγός δεν εκτελούσε την εντολή, γι' αυτό δεν θα έφταιγε εκείνος . Το λάθος θα ήταν δικό μου. 

- Μπορώ να καθίσω; ρώτησε δειλά-δειλά ο μικρός πρίγκιπας. 
- Σε διατάζω να καθίσεις, του απάντησε ο βασιλιάς, μαζεύοντας με μια μεγαλόπρεπη κίνηση μια άκρη από την ερμίνα της κάπας του. Η κατάπληξη του μικρού πρίγκιπα μεγάλωνε ολοένα και πιο πολύ. Ο πλανήτης ήταν μικροσκοπικός. Πάνω σε τι, λοιπόν, μπορούσε να βασιλεύει; 

- Μεγαλειότατε, του είπε, σας ζητάω συγνώμη, αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω... 
- Σε διατάζω να ρωτήσεις, βιάστηκε να πει ο βασιλιάς. 
- Μεγαλειότατε, πάνω σε τι βασιλεύετε; 
- Πάνω σε όλα αυτά... απάντησε ο βασιλιάς με μια πολύ μεγάλη απλότητα. 
- Πάνω σε όλα; Με μια διακριτική χειρονομία, ο βασιλιάς έδειξε τον πλανήτη του, τους άλλους πλανήτες και τ' αστέρια. 
- Πάνω σ' όλ' αυτά; είπε ο μικρός πρίγκιπας. 
- Πάνω σ' όλ' αυτά, απάντησε ο βασιλιάς. Γιατί δεν ήταν μόνο απόλυτος μονάρχης, αλλά ήταν κι ένας μονάρχης παγκόσμιος. 
- Και τ' αστέρια σάς υπακούνε; 
- Και βέβαια, του αποκρίθηκε ο βασιλιάς. Υπακούνε αμέσως. Δεν ανέχομαι την απειθαρχία. 
Μια τέτοια εξουσία θάμπωσε το μικρό πρίγκιπα, αφήνοντάς τον κατάπληκτο. Αν την είχε ο ίδιος, θα μπορούσε να παρακολουθήσει όχι μόνο σαραντατέσσερα, αλλά εβδομηνταδυό, ή μάλιστα εκατό ή και διακόσια ηλιοβασιλέματα μέσα στην ίδια μέρα, χωρίς ποτέ να μετακινήσει πιο πέρα την καρέκλα του. Και όπως ένιωθε λίγο θλιμμένος, καθώς ξανάφερε στη θύμησή του το δικό του εγκαταλειμμένο μικρό πλανήτη, τόλμησε να ζητήσει μια χάρη από το βασιλιά: 
- Θα 'θελα να δω ένα ηλιοβασίλεμα. Κάνετέ μου τη χάρη... Διατάξτε τον ήλιο να βασιλέψει... 
- Αν έδινα διαταγή σ' ένα στρατηγό να πετάξει από ένα λουλούδι σε κάποιο άλλο, όπως μια πεταλούδα ή να γράψει μια τραγωδία ή να γίνει θαλασσινό πουλί, κι αν ο στρατηγός δεν εκτελούσε τη διαταγή που πήρε, ποιος θα 'ταν ο φταίχτης; 
- Εσύ θα 'σουν, απάντησε με σταθερή φωνή ο μικρός πρίγκιπας. 
- Σωστά. Δεν μπορούμε να ζητάμε από κάποιον παρά μονάχα αυτά που μπορεί να δώσει. Πάνω απ' όλα, το κύρος στηρίζεται στη λογική. Αν διατάξεις το λαό σου να πάει να πέσει στη θάλασσα, θα επαναστατήσει. Έχω το δικαίωμα να απαιτώ υπακοή, γιατί οι διαταγές μου είναι λογικές. 

- Λοιπόν, τι θα γίνει με το ηλιοβασίλεμα; υπενθύμισε ο μικρός πρίγκιπας, που ποτέ δεν ξεχνούσε μια ερώτηση που είχε κάνει. 
- Το ηλιοβασίλεμά σου θα το έχεις. Θα το απαιτήσω. Μα, στα πλαίσια της διακυβέρνησης μου, θα περιμένω μέχρι να έρθουν ευνοϊκές συνθήκες. 
- Και πότε θα γίνει αυτό; ζήτησε να μάθει ο μικρός πρίγκιπας. 
- Χμ! Χμ! του απάντησε ο βασιλιάς, αφού συμβουλεύτηκε ένα χοντρό ημερολόγιο... χμ! χμ! αυτό θα γίνει κατά... περίπου... απόψε, κατά τις επτά και σαράντα! Και τότε θα δεις πόσο πρόθυμα με υπακούν. 

Ο μικρός πρίγκιπας χασμουρήθηκε. Τον κυρίευε μελαγχολία καθώς θυμόταν τα ηλιοβασιλέματα που είχε χάσει. Άλλωστε, είχε αρχίσει κιόλας να βαριέται κάπως. 
- Δεν έχω πια να κάνω τίποτε εδώ, είπε στο βασιλιά. Θα πρέπει να φύγω! 
- Μη φεύγεις, απάντησε ο βασιλιάς, ήταν, βλέπεις τόσο περήφανος που είχε έναν υπήκοο. Μη φεύγεις, θα σε κάνω υπουργό! 
- Υπουργό, σε τι; - Υπουργό... της Δικαιοσύνης! 
- Μα δεν βρίσκεται κανείς εδώ για να τον δικάσω! 
- Ποτέ δεν ξέρει κανείς, του είπε ο βασιλιάς. Δεν έχω κάνει ακόμη το γύρο του βασιλείου μου. Είμαι πολύ γέρος, δεν υπάρχει τόπος για την καρότσα μου και το περπάτημα πολύ με κουράζει. 
- Όμως εγώ έχω δει κιόλας, είπε ο μικρός πρίγκιπας που έσκυψε για να ρίξει μια τελευταία ματιά στην άλλη μεριά του πλανήτη. Δεν υπάρχει κανείς εκεί κάτω... 
- Τότε, λοιπόν, θα δικάζεις τον ίδιο τον εαυτό σου, απάντησε ο βασιλιάς. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κρίνεις ο ίδιος τον εαυτό σου, απ' όσο να σε κρίνουν οι άλλοι. Αν τα καταφέρεις να τον κρίνεις σωστά, αυτό θα σημαίνει πως είσαι ένας αληθινά σοφός. 
-Εγώ, είπε ο μικρός πρίγκιπας, μπορώ να κρίνω τον εαυτό μου όπου και να 'ναι. Δεν χρειάζεται να είμαι εδώ. 
- Χμ! Χμ! είπε ο βασιλιάς. Έχω βάσιμες υποψίες πως σε κάποια μεριά του πλανήτη μου βρίσκεται ένας γερο-ποντικός. Τον ακούω τη νύχτα. Θα μπορείς, λοιπόν, να δικάζεις αυτό το γερο-ποντικό. Πότε-πότε θα τον καταδικάζεις σε θάνατο. Έτσι η ζωή του θα εξαρτιέται από την κρίση σου. Αλλά και κάθε φορά θα του δίνεις χάρη, έτσι για να τον έχεις και γι' άλλη δίκη. Δεν υπάρχει παρά ένας μονάχα. 
- Εμένα καθόλου δεν μ' αρέσει να καταδικάζω σε θάνατο, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας. Νομίζω, λοιπόν, ότι θα πρέπει να φύγω. 
- Όχι, είπε ο βασιλιάς. 

Όμως ο μικρός πρίγκιπας, που είχε τελειώσει τις προετοιμασίες του, μη θέλοντας να στεναχωρήσει το γερο-μονάρχη, είπε:
 - Αν η Μεγαλειότητά σου θα 'θελε να την υπακούν πρόθυμα, θα 'πρεπε να μου δώσει μια διαταγή λογική. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να με διατάξει να φύγω σ' ένα λεπτό. Μου φαίνεται πως οι συνθήκες είναι ευνοϊκές... Καθώς ο βασιλιάς δεν έδινε καμιά διαταγή, ο μικρός πρίγκιπας δίστασε στην αρχή. Ύστερα, αφού αναστέναξε, ξεκίνησε να φύγει. 
- Θα σε κάνω πρεσβευτή μου, βιάστηκε τότε να του φωνάξει ο βασιλιάς, με μεγαλόπρεπο ύφος εξουσίας.

 «Πολύ παράξενοι είναι οι μεγάλοι», είπε από μέσα του ο μικρός πρίγκιπας, καθώς συνέχιζε το ταξίδι του.