Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Εκείνο το λουλούδι που μαραίνεται..





Στο έκτο βιβλίο του Ηροδότου διαβάζει κανείς για τον Κυνέγειρο. Το όνομα μάλλον γνωστό: αν ζοριστούμε, θυμόμαστε, μέσες άκρες, την ιστορία από το σχολείο: Αθηναίος πολίτης που στη μάχη του Μαραθώνα, προκειμένου να κρατήσει ένα πλοίο των Περσών στη στεριά, πιάνει την πρύμνη του διαδοχικά με τα δυο του χέρια. Όταν οι Πέρσες του κόβουν τα χέρια του, ορμάει και δαγκώνει το πλοίο με τα δόντια του - μέχρι που του κόβουν και το κεφάλι. Η ιστορία για κείνον τον Κυνέγειρο τελειώνει κάπου εδώ. 

Ανάμεσα στις άλλες ολέθριες παρενέργειές του ακόμη μια, όχι και τόσο πολύ υπογραμμισμένη: ο εθνοφασισμός καταστρέφει την αφήγηση, την κάνει μύνημα  και επαίτιο.   Και αυτή η ιστορία του παλαιού Κυνέγειρου έγινε (ένα ακόμη) πρώτης τάξεως εργαλείο στα χέρια των πατριδοκάπηλων προκειμένου να υποστηριχθεί μια νοσηρή θεωρία «περί μοναδικότητας των Ελλήνων ηρώων» - θεωρία άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ρατσιστικούς λόγους περί ανωτερότητας των φυλών. Εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια διάφορες ατομικές τραγικές αποκοτιές (: ο ανώνυμος μαραθωνοδρόμος, ο Λεωνίδας με τους τριακόσιους (και τους εφτακόσιους Θεσπιείς), η μοναξιά του τελευταίου Παλαιολόγου, και κάμποσοι άλλοι) γίνηκαν συλλογικά έμβλημα των λογιών εθνοφασιστών που γύρευαν συναισθηματικά ερείσματα των ελληνοπρεπών τεράτων τους - κι ήταν αυτοί οι ίδιοι φασίστες που πρόδωσαν και ρήμαξαν τον τόπο που ονομάζουν Ελλάδα.

Σκέφτομαι την ένταση που ένιωσα όταν πρωτοάκουσα για ετούτον τον Κυνέγειρο (θα ήμουν οχτώ ή δέκα - κάπου εκεί), ένταση που παραδόξως με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Δεν είναι τόσο η αφοβιά, μήτε η υπερφυσική, υπεράνθρωπη αντοχή στον σωματικό πόνο’ είναι η αίσθηση πως αυτός ο Κυνέγειρος άπαξ και χιμήξει στα καράβια ενός Μεγάλου Βασιλιά δεν σταματιέται, δεν αντιμετωπίζεται, δεν νικιέται ακόμη κι αν τον κομματιάσεις, ακόμη κι αν του κόψεις τα δυο χέρια. 
Ο Κυνέγειρος ήταν κάποιος δεν πιανόταν - κάποιος που πήγαινε τα πράγματα μέχρι το τέλος


Μίλησα για τον Κυνέγειρο για να πω πως το ίδιο ακριβώς νιώθω όταν σκέφτομαι τον Αλέξανδρο Παναγούλη (Αλέκο τον φώναζαν όλοι οι γύρω του): ήταν κι αυτός κάποιος που πήγαινε τα πράγματα μέχρι το τέλος. Κι αν ο Κυνέγειρος ο Ευφορίωνος είναι λέξεις δυόμιση χιλιετιών μέσα σε τέσσερις γραμμές του Ηροδότου, ένα αρχαίο στραφτάλισμα που φτάνει ως εμάς ως μύθος και μόνο, ο Παναγούλης είναι απίστευτα κοντά μας, μέρος του κόσμου μας, του υλικού και συναισθηματικού. Αλλιώς: έχω περπατήσει στα μέρη που περπάτησε, έχω μπει στα σπίτια που μπήκε, έχω κάνει κάποτε χειραψία με τον αδελφό του, έχω δει δεκάδες φωτογραφίες του, έχω ακούσει τη φωνή του, έχω δει τον γραφικό του χαρακτήρα, έχω ακούσει αμέτρητες αφηγήσεις για αυτόν από ανθρώπους που έζησαν κοντά του. Αν ζούσε σήμερα θα ήταν εξήντα πέντε χρονών.

Υπάρχουν στη γλώσσα μας δυο βιβλία που αποκαλύπτουν ένα μέρος από αυτό που υπήρξε ο Παναγούλης. Το ένα, η πιο σοβαρή και εμπεριστατωμένη μέχρι σήμερα δημοσιογραφική δουλειά για αυτόν, γράφτηκε από τον Κώστα Μαρδά (με τη στενή, όπως δηλώνεται, συνεργασία του αδελφού του Αλέκου Στάθη Παναγούλη) και κυκλοφόρησε το 1997 με τον τίτλο «Αλέξανδρος Παναγούλης - Πρόβες Θανάτου». Σε τούτο το βιβλίο γίνεται μια εξαιρετικά προσεκτική προσπάθεια να συγκεντρωθούν όσα περισσότερα ντοκουμέντα και στοιχεία για την παράφορη όσο και πολύτροπη ζωή του Παναγούλη. Ανάμεσα σε αυτά και ορισμένα κρίσιμα κείμενα του ίδιου του Παναγούλη: η απολογία του στο Στρατοδικείο της χούντας, ένα αυτοβιογραφικό κείμενο για την απόπειρα του κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλο γραμμένο το 1974, η ιστορική συνέντευξη του στην Οριάνα Φαλάτσι που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γιουροπέο στα 1973 κι αναδημοσιεύτηκε στις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ευρώπης. Το βιβλίο του Μαρδά είναι ένα βιβλίο βάσης - και φυσικά (όπως κάθε τι που αναφέρεται στον Παναγούλη) μπορεί να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα.

Ωστόσο, η Φαλάτσι είναι που έχει γράψει και το εμβληματικό μυθιστόρημα για τον Παναγούλη, αυτό που τον έκανε θρύλο σε ολόκληρο τον κόσμο. Το «Ένας άντρας», δημοσιευμένο το 1980, είναι ένα αναμφίβολο αριστούργημα (στα σίγουρα το σπουδαιότερο από τα λογοτεχνικά βιβλία της κάποτε εκπληκτικής από κάθε άποψη Φαλάτσι, που δυστυχώς στα τελευταία της γραπτά ξέπεσε σε μια απρόσμενη όσο και ρατσιστική αντιαραβική μισαλλοδοξία). Η Φαλάτσι έζησε με τον Παναγούλη έναν θυελλώδη έρωτα’ και, όσο κι αν μπορεί να αμφισβητηθεί η οπτική μιας τόσο παράφορα ερωτευμένης γυναίκας, καταφέρνει να γράψει ταυτόχρονα, κι αυτό είναι ενδεικτικό του επιτεύγματός της, ένα οριακό όσο και σπαρακτικό ερωτικό δράμα, ένα σκοτεινό πολιτικό θρίλερ και την βιογραφία ενός απόλυτα διονυσιακού ανθρώπου που τρεφόταν από την ίδια του την τραγωδία, από τον πόνο και τον κίνδυνο, που έπαιζε ελκόμενος με τον θάνατο και λαγγευόταν με το να στέκεται απέναντι σε κάθε ισχύ, να γυρεύει την καταστροφή του, να πηγαίνει από την άκρη του γκρεμού γελώντας, ενός ανθρώπου που δεν γινόταν να σταματήσει, να συμβιβαστεί, να υποχωρήσει, να νικηθεί. 
Η Φαλάτσι γράφει, όπως πάντοτε, την δική της ιστορία - μα είναι η μόνη φορά, και στα βιβλία της και στη ζωή της, που αυτή η τόσο εγωκεντρική και εγωίστρια έγινε κομπάρσος, μια πιστή Πηνελόπη που υποτάχτηκε στον άντρα που είχε μέσα του την αντάρα της θάλασσας - κι αυτό είναι ενδεικτικό της ντελιριακής μέθης στην οποία οδηγούσε τους γύρω του ο Παναγούλης, είτε αυτοί ήσαν φίλοι και συναγωνιστές, είτε βασανιστές, είτε η Φαλάτσι. 
Το «Ένας άντρας» είναι το βιβλίο του Παναγούλη - και το χρωστούμε στην Φαλάτσι. 


Η ζωή του Παναγούλη με λέξεις κλειδιά - δεν είναι τόσο εύκολο όσο νομίζει κανείς. 

Ημερομηνία γέννησης: 2 Ιουλίου του 1939. Αθήνα, σπίτι στη Γλυφάδα. Πατέρας του ο δημοκρατικός αξιωματικός Βασίλης Παναγούλης - πέθανε το 1970. Μητέρα του η Αθηνά Παναγούλη - πέθανε το καλοκαίρι του 1991. Αλλα δύο αδέλφια: ο μεγαλύτερος Γιώργος, υπολοχαγός των υποβρύχιων καταδρομών, ο οποίος, αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1967, προσπαθησε να διαφύγει στο εξωτερικό για να οργανώσει αντίσταση μα δολοφονήθηκε από την χούντα στην οποία τον παρέδωσε το κράτος του Ισραήλ, και ο Στάθης (κι αυτός με ηρωική και πολύπλευρη δράση κατά της χούντας, φυλάκιση και ιδιαίτερα σκληρούς βασανισμούς, μετέπειτα βουλευτής και υφυπουργός). Σπουδές στο Πολυτεχνείο της Αθήνας. Ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου - ανένδοτοι αγώνες. 114 και 15%. Ξυλοδαρμοί από αστυνομικούς, προσωπική σχέση με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Από το 1965 εμμονή στην ανάγκη προετοιμασίας ένοπλου αγώνα για την επερχόμενη δικτατορία. Με την έναρξη της δικτατορίας, τον Απρίλιο του 1967, λιποταξία από την μονάδα που υπηρετεί. Δημιουργία της οργάνωσης Ελληνική Αντίσταση, διαβίωση στην παρανομία, επαφές για να εξασφαλιστούν χρήματα, όπλα και υποστήριξη. Ταξίδια στο εξωτερικό. Κύπρος - υποστήριξη από τον εθνικιστή όσο και αινιγματικό Υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γεωρκάτζη. Σχέδιο δολοφονίας του Παπαδόπουλου και ανατροπής του καθεστώτος. Ψευδώνυμο «Ανίκητος» - όχι τυχαία. Στις 13 Αυγούστου του 1968 αποτυχημένη απόπειρα να ανατινάξει το αυτοκίνητο του δικτάτορα στην λεωφόρο Αθηνών - Σουνίου. Σύλληψη και έναρξη βασανιστηρίων. Ιωαννίδης, Θεοφιλογιαννάκος, Μάλλιος, Μπάμπαλης. Πλήρης άρνηση οποιασδήποτε συνεργασίας. Τον Νοέμβριο του 1968 διπλή καταδίκη σε θάνατο από το χουντικό Στρατοδικείο - η ποινή δεν εκτελέστηκε μετά από τον ξεσηκωμό της διεθνούς κοινής γνώμης που ξεσηκώθηκε υπέρ του. Συνεχή βασανιστήρια, απεργίες πείνας, απόπειρες απόδρασης, εγκλεισμός σε ένα κελί τάφο στο Μπογιάτι. Ποιήματα που γράφονται με αίμα σε μικρά κομμάτια χαρτί, σε σπιρτόκουτα. Έξοδος από την φυλακή με την αμνηστία του Αυγούστου του 1973, παρά την πεισματική του άρνηση να υπογράψει αίτηση χάριτος. Συνάντηση με την Οριάνα Φαλάτσι, ερωτική σχέση. Διαφυγή στην Ιταλία, προσπάθεια εξασφάλισης υποστήριξης για ένοπλο αγώνα. Έκδοση των ποιημάτων του σε δίγλωσσες εκδόσεις - βραβεία και διακρίσεις. Πτώση της χούντας, επιστροφή στην Ελλάδα. Βουλευτής Αθήνας με την Ένωση Κέντρου. Μηνύσεις κατά χουντικών αξιωματικών. Μάρτυρας στις δίκες των βασανιστών. Ανοιχτή τοποθέτηση ενάντια στον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ που τον θεωρεί ενδιαμεσο άνθρωπο της δικτατορίας. Έρευνα για τα αρχεία της ΕΣΑ. Συνεχείς απειλές κατά της ζωής του. Ανεξαρτητοποίηση από την Ένωση Κέντρου. Αρνητική στάση προς τον Αντρέα Παπανδρέου. Λίγο πριν από την δημοσιοποίηση των αρχείων της ΕΣΑ, δολοφονία του, καλυμένη με τον μανδύα ενός τροχαίο ατυχήματος. Ημερομηνία θανάτου: 1η Μαϊου του 1976.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ας πούμε έναν άψυχο ξύλινο σκελετό. Το κρίσιμο είναι η σάρκα και το αίμα - η λάμψη στα μάτια. Γιατί ο Παναγούλης δεν έιναι μήνυμα – ο Παναγούλης είναι κάποιος που περπτάει στα τρίστρατα.



 






Γράφω πάνω στο τεντωμένο σκοινί μιας αντίφασης: γυρεύω σε αυτό το κείμενο το ζωτικό τρέμισμα που σκόρπισε γύρω του εκείνος ο Παναγούλης, ενώ προσπαθώ να σταθώ ενάντια στην κάθε βία απέναντι στο ανθρώπινο σώμα, άρα και απέναντι στην πράξη βίας που αποφάσισε και αποπειράθηκε να πραγματώσει εκείνος ο ίδιος στις 13 του Αυγούστου του 1968.

Και θέλω να το ξεκαθαρίσω: θεωρώ την απόφαση του Παναγούλη να σκοτώσει έναν άνθρωπο πράξη φασιστική· κανένας άνθρωπος δεν δικαιούται να αφαιρεί την ζωή από ένα τρεμάμενο ανθρώπινο σώμα, ακόμη κι αν το σώμα ανήκει σε έναν δολοφόνο ή σε έναν δικτάτορα (κι ούτε μπορούμε να προεκτείνουμε την άμυνα σε τέτοιο βαθμό, διότι σε αυτή τη λογική ακολουθία θα δικαιολογήσουμε αδιανόητα εγκλήματα όπως τον όλεθρο της Χιροσίμα). Ο Παναγούλης όταν αποφάσιζε την αφαίρεση της ζωής του δικτάτορα Παπαδόπουλου αποδέχτηκε για τον εαυτό του τον ρόλο που υποδύθηκαν οι λογιών φασίστες της ιστορίας: ανάμεσά τους ο ίδιος ο Παπαδόπουλος και οι συν αυτώ, οι στρατοδίκες που τον καταδίκασαν σε θάνατο και οι εσατζίδες που τον βασάνιζαν πέρα από τα όρια της απανθρωποίσης, του τεχνικού θανάτου. Τούτη η αντίφαση είναι και μια από τις εκδοχές της τραγωδίας εκείνου του Αλέκο: προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον θάνατο προς όφελος των αξιών της ζωής – και στα χρόνια της κράτησής του βρέθηκε να αντιμέτωπος με λογής εκδοχής του θανάτο. Μέσα σε αυτήν την διαδρομή είχε να αντιπαρατάξει την ψυχή του και το αίμα του. 

Αυτά τα δύο γίναν τα υλικά της ποίησης του. 

Με αυτούς του όρους μιας διαρκώς διαγκούμενης τραγωδίας προσπαθώ να μιλήσω για τα ποιήματα του Παναγούλη. Λέω προσπαθώ – γιατί στην περίπτωση του Παναγούλη είναι δύσκολο να διαλέξεις τι είναι ποίημα και τι δεν είναι. Ας πούμε, δεν είναι λίγοι αυτοί που λογαριάζουν για καλύτερο ποίημα την απολογία του στο Έκτακτο Στρατοδικείο, στις 8 Νοεμβρίου του 1968. Οι τελευταίες φράσεις ετούτης της απολογίας ανήκουν ήδη στη σφαίρα του θρύλου - είναι η η πιο χαρακτηριστική δημόσια δήλωση του Παναγούλη που έδειξε σε όλους πως ήταν για να πάει τα πράγματα μέχρι το τέλος:

(...) Γνωρίζω ποιες είναι οι ποινές που προβλέπονται από τον νόμο, και γνωρίζω και ότι αυτές οι ποινές που προβλέπονται από τον νόμο θα επιβληθούν, αλλά δεν υποχωρώ, διότι, κύριοι δικαστές, γνωρίζω ότι το ωραιότερο κύκνειο άσμα ενός πραγματικού αγωνιστή είναι ο επιθανάτιος ρόγχος του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα μιας τυραννίας και αυτή τη θέση την αποδέχομαι.
 Άλλοι πάλι, περισσότερο θεωρητικοί, πιστεύουν πως το καλύτερό του ποίημα είναι αυτό:


ΘΕΛΩ

Θέλω να προσευχηθώ
με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω

Θέλω να τιμωρήσω
με την ίδια δύναμη που θέλω να συγχωρήσω

Θέλω να προσφέρω
με την ίδια δύναμη πού ’θελα στο ξεκινήμα

Θέλω να νικήσω
αφού δεν μπορώ να νικηθώ

Ο τότε αυτοεξόριστος Βασίλης Βασιλικός προλογίζοντας στα 1971 το «Πρώτο Μπογιάτι», την πρώτη συλλογή ποιημάτων του τότε φυλακισμένου θανατοποινίτη Αλέκου Παναγούλη, έπιασε από την αρχή την κρίσιμη φράση: Σε αυτό το «δεν μπορώ να νικηθώ» συνοψίζεται όλη η τραγική μοίρα του Αλέκου.
Είναι πραγματικά αξιοσημείωτη η κριτική ευστοχία του (γενικά βιαστικού) Βασιλικού - και μάλιστα σε έναν καιρό που παρόμοιες ψυχολογικές παρατηρήσεις έμοιαζαν περιττή πολυτέλεια. Πράγματι ο Παναγούλης ήταν κάποιος που δεν μπορούσε να νικηθεί - ήτανε τέτοια η φύση του και τέτοια η τραγωδία του. Το μόνο που είχε ήταν να πάει την τραγωδία μέχρι την έξοδο. Αλλιώς: αυτό που έγραψε ο Θεοδωράκης στα «Τραγούδια του Αγώνα»:


Όταν χτυπήσεις δυο φορές,
κι ύστερα τρεις και πάλι δυο, Αλέξανδρέ μου,
θα δω το πρόσωπό σου.

Σε βλέπω σε κελί στενό,
να σέρνεις πρώτος το χορό
πάνω στον θάνατό σου.

Ο Παναγούλης είναι ο μεγαλύτερος τραγικός ήρωας της μεταπολεμικής Ελλάδας - για μένα και, φαντάζομαι, και για πολλούς άλλους. Τούτο, τουλάχιστον για την δική μου οπτική, είναι λογοτεχνική αίσθηση, και όχι επ ουδενί ιστορική αξιολόγηση - θαρρώ πως θα ήταν αδικαίωτη έπαρση να στήνουμε από την αναιδή μας ασφάλεια ζυγαριές ηρωϊσμού, για να απονείμουμε κάποιον τέτοιο τίτλο σε ανθρώπους σαν τον Παναγούλη, τον Λαμπράκη, τον Μουστακλή, τον Καράγιωργα, τον Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη και εκατοντάδες άλλους που γίναν παρανάλωμα για ιδέες, αξίες και ιδανικά.
Απλώς κατάγράφω τούτη την αίσθηση: διαβάζω τα ποιήματα του Παναγούλη, τα όσα έχουν γραφτεί για αυτόν, βλέπω τις φωτογραφίες του, την ματιά του, τις λιγοστές τηλεοπτικές εικόνες του που απέμειναν, ακούω την τόσο χαρακτηριστική φωνή του και τον νιώθω να έρχεται απευθείας μέσα από τους στίχους του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Ο Παναγούλης από την αρχή έσερνε τον χορό πάνω στον θάνατό του’ όποτε αυτός ματαιωνόταν, γέμιζε από μια παράξενη μελαγχολία:

ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ

Κέρδιζα μια ζωή
Ένα εισιτήριο για το θάνατο
Και ταξιδεύω ακόμη
Κάποιες στιγμές
νόμισα πως έφτανα
στου ταξιδιού το τέλος.

Μα έκανα λάθος.
Εκπλήξεις ήταν μόνο
της διαδρομής.


Είναι δύσκολο να μιλήσεις όρους φιλολογικούς για ποιήματα που έχουν γραφτεί με το αίμα ενός ανθρώπου. Το σχεδόν αποκλειστικό σώμα των ποιημάτων του Παναγούλη έχουν γραφτεί μέσα στις φυλακές (η Φαλάτσι περιγράφει την εκ των υστέρων βασανιστική προσπάθειά του να ψαρέψει στίχους και ποιήματα που είχαν κατασχεθεί και καταστραφεί από τους δεσμοφύλακες). Τρεις συλλογές («Το πρώτο Μπογιάτι», «Το δεύτερο Μπογιάτι», «Μέσα από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα») αφού εκδόθηκαν σε δίγλωσσες εκδόσεις στο εξωτερικό (κυρίως στην Ιταλία) συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο από τον ίδιο τον Παναγούλη (αφιερωμένο Στην Αθηνά Παναγούλη και σε όλες τις Μητέρες που αγωνίζονται).
Στον τόμο των εκδόσεων Παπαζήση συμπεριλαμβάνονται ένα κείμενο του Πιερ Πάολο Παζολίνι και τρία κείμενα του Βασίλη Βασιλικού για την ποίηση του Παναγούλη, γραμμένα στα χρόνια της χούντας, καθώς και το Γράμμα του 1969 του ίδιου του Παναγούλη προς το Συμβούλιο της Ευρώπης που περιγράφει τα φριχτά βασανιστήριά του. Στο σύνολο μετράω ενενήντα εννιά ποιήματα συχνά με υποσελίδια σχόλια του ποιητή τους (η πιο συχνή ένδειξη: Απομόνωση - πρωτογραφτηκε με αίμα)’ άλλο ένα ποίημα (κατά πάσα πιθανότητα το τελευταίο του) θα το βρει κάτω από το μαξιλάρι του η Φαλάτσι και θα το διασώσει στο βιβλίο της. Επομένως, σε μια νέα, φιλολογικά επιμελημένη τούτη τη φορά, έκδοση των ποιημάτων του Παναγούλη το σύνολο των ποιημάτων θα ανέβαινε στα εκατό’ ως επίμετρο (ή ως δεύτερο μέρος) θα μπορούσαν να τοποθετηθούν μαζί με το Γράμμα και τα τρία κείμενα του Παναγούλη που περιέχονται στο βιβλίο του Μαρδά (Απολογία, Κείμενο για πρώτες ώρες μετά την απόπειρα, Συνέντευξη στη Φαλάτσι), ενδεχομένως και κάποιες ακόμη συνεντεύξεις του και ορισμένα πολιτικά του κείμενα. Έτσι, μια τέτοια έκδοση θα σήμαινε και τα Άπαντα του Παναγούλη - και θα ήταν (έστω και καθυστερημένη) τιμή για όλους μας.

Για χρόνια δεν μπορούσα να αξιολογήσω μέσα μου τα ποιήματα του Παναγούλη - προφανώς με λόγχιζε η υποψία πως τα αγαπούσα επειδή ήταν δικά του κι όχι επειδή με συγκλόνιζαν ως ποιήματα αυτά καθ’ αυτά. Χρειάστηκα δεκαπέντε χρόνια για να κατασταλάξω: ο Παναγούλης γράφει τα ποιήματα του για να βρει ηθικό και συναισθηματικό σημείο έναντι του οποίου μπορεί να σταθεί. Με άλλα λόγια: γράφει τα ποιήματά του για να επιβιώσει’ κι αυτά μοιραία ορίζονται από τις ανάγκες του - αν είναι το χαρτάκι μικρό θα βγουν μικρά, αν είναι μεγάλο θα βγουν μεγαλύτερα, αν τα γράφει με αίμα και σπιρτόξυλο θα αποφύγει τον μεγάλο στίχο, αν έχει μολύβι θα τον επιλέξει πιο εύκολα. Λένε πως οι μεγάλοι ποιητές είναι αυτοί που σβύνουν - ο Παναγούλης δεν είχε σβηστήρα, μήτε τη δυνατότητα να χαλαλίζει το μελάνι του. Το ύφος του είναι σαφώς ρητορικό - οι λέξεις που αρχίζουν με κεφαλαία γράμματα είναι αναμενόμενο καταφύγιο. Κάποτε εκφράζεται σχηματικά, κάνει ακροστιχίδες’ συχνότερα λειτουργεί με δυϊκά σχήματα. Κάποτε γίνεται απλοϊκός - κάποτε χάνεται σε εικόνες που δεν ολοκληρώνονται σε ποίημα. Άλλοτε πάλι καλοί στίχοι ναυαγούν σε ένα ρητορικό σύνολο. Κάμποσα από τα ποιήματά του είναι σημειώσεις που θα μπορούσαν να γίνουν ποιήματα. Ο έγκλειστος Παναγούλης χρησιμοποίησε τα ποιήματα του ως έναν καθρέφτη για να πειστεί πως υπάρχει, πως είναι εκεί. 



Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ

Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα χυμένο στο πάτωμα για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί.

Μα τι να γράψω;
Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
Παράξενο και πήζει το μελάνι
Μέσ’ από φυλακή σας γράφω
στην Ελλάδα
Όλα αυτά τα σημειώνω για να πω πως από τα εκατό ποιήματά του Παναγούλη μετράω εικοσιεφτά (και όσα παραθέτω ανήκουν σε αυτά), τα οποία (και μιλώ πάντοτε για μένα) δεν διστάζω να τα βάλω δίπλα στα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Αυτό δεν είναι διόλου λίγο: λογαριάζω τον Αναγνωστάκη τον πιο σημαντικό από όσους μεταπολεμικούς ποιητές έχω διαβάσει, και δεν μιλώ μόνο για τους έλληνες μα και για τον Άλαν Γκίνσμπερκ και τον Ντίλαν Τόμας και τον Πολ Τσελάν και όσους από τους μεταφρασμένους ξένους έχουν πέσει στα χέρια μου - αν λοιπόν, βρίσκω εικοσιεφτά ποιήματα στον Παναγούλη που θα τα έβαζα κοντά σε αυτά του Αναγνωστάκη σημαίνει πως τον πιστεύω ως έναν από τους πιο κρίσιμους ποιητές της γλώσσας μας. Και για μια τέτοια εκτίμηση νομίζω εικοσιεφτά ποιήματα αρκούν - φαντάζομαι πως και ο Αναγνωστάκης, φαντάζομαι και ο Καβάφης, θα υπολόγιζαν για καλό έναν τέτοιο αριθμό.








Στον καθρέφτη των ποιημάτων του ο Παναγούλης είχε μονάχα το πρόσωπό του - συχνά θέλησε να υποδυθεί ρόλους, αυτό κάνουμε όλοι μπροστά στον καθρέφτη (ακόμη κι όταν δεν βρισκόμαστε στην απομόνωση)’ από την άποψη αυτή βρέθηκε ως προς την προθετικότητα (και μόνο ως προς αυτή) κοντά στον Κάλβο - μα δεν είχε την γλώσσα, μήτε τη λυρική τόλμη του Ζακυνθινού. Ωστόσο είχε έμπυρη ορμή: όταν κάποτε κοίταξε τον καθρέφτη δίχως να συλλογιστεί πως πρέπει να κρύψει την τραγωδία του, προκειμένου να γίνει καθολικότερος’ τότε έδωσε πραγματικά διαμάντια, ποιήματα παλίντονα και πυρωμένα που αν τα διαβάσεις δεν τα ξεχνάς ποτέ:
Τρία βήματα μπροστά
και τρία πίσω πάλι.
Χίλιες φορές την ίδια διαδρομή
Έξη χιλιάδες βήματα...

Ο σημερινός περίπατος με κούρασε
ίσως γιατί τα βήματα μετρούσα
Τώρα σταμάτησα
μα αύριο
αντίθετα θα αρχίσω να βαδίζω
(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)
και κάτι άλλο σκέφτομαι
μικρότερα τα βήματα αν κάνω
τέσσερα-τέσσερα μπορεί να τα μετρώ!

Καλά το σκέφτηκα
Πιο όμορφη να γίνει η διαδρομή!...

Η Διαδρομή είναι ένα από τα εικοσιεφτά κρίσιμα ποιήματα που έχω διαλέξει από τον Παναγούλη’ η Σκιά είναι ένα άλλο. Τα βάζω πλάι πλάι γιατί είναι δυο σπαρακτικά αριστουργήματα - και γιατί και τα δύο απαντούν με όρους υπαρκτικούς στον Καβάφη.

Αγάπησα το Φως πολύ
Ετσι κατόρθωσα ένα κερί ν’ ανάψω
και το θαμπό, το λιγοστό του φως, το κέρναγα

Μα πριν χαρά να νιώσω και γι’ αυτό
μ’ απελπισία είδα βαρύ
να ρίχνω αλλού και το σκοτάδι

Αφού το ίδιο φως που εγώ κρατούσα
με του κορμιού μου τη Σκιά
σκοτάδι γέμιζε τις στράτες που περνούσα.

Το τρίτο καβαφογενές ποίημα είναι η Ιθάκη από το «Δεύτερο Μπογιάτι»

Οδυσσέα σαν βγήκες στην Ιθάκη
τι δυστυχία θα νιωσες
Αφού κι άλλη ζωή μπροστά σου είχες
γιατί τόσο νωρίς να φτάσεις;

Χωρίς σκοπό έμεινες πια
από μεγάλος έμεινες μικρός
«Πιο μακρυνή ας ήταν η Ιθάκη»
πιστεύω πως ψιθύρισες
και πως δεν θέλησες
καινούρια πια Ιθάκη να ζητήσεις
γιατί φοβήθηκες
πως και σ’ αυτή νωρίς θα φτάσεις

Απ’ την αρχή έπρεπε
αλλιώτικη Ιθάκη να ζητούσες
Ιθάκη όμορφη και μακρυνή
που να τη φτάσει
δεν ζητά μονάχα ένας

Τέτοια δεν ήταν η δική σου
αφού μονάχος την ποθούσες
κι αν όμορφη την είδαν οι πολλοί
στην πέννα ενός Ομήρου το χρωστάει.

Αν κανείς συλλογιστεί την διαλεκτική αντιπρόταση του έγκλειστου Παναγούλη στον εμπειριστή Καβάφη, ίσως να νιώσει το γιατί μίλησα πρωτύτερα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη - ιδίως τον Αναγνωστάκη των πρώτων Εποχών.

Όταν ξαναδιάβασα προσεκτικά τα βασανιστήρια που έγιναν στον Παναγούλη (φαντάζομαι πως ελάχιστοι άνθρωποι στον εικοστό αιώνα έχουν υποστεί τόσο άγρια και ποικιλμένα σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια επί τόσο μακρό χρονικό διάστημα - και το πιο εξωφρενικό, τα έχουν αντέξει) και προσπάθησα να τα συνδέσω με τα ποιήματα του (κάτι τέτοιο κάνει και ο Παζολίνι) και τα υπόλοιπα γραπτά του, διαπίστωσα (έκπληκτος έως έντρομος) πως μέσα στον πραγματωμένο εφιάλτη της ανάκρισης ο Παναγούλης χρησιμοποιούσε τον πόνο ως μέθοδο συναισθηματικής θωράκισης, την βεβαιότητα του θανάτου του ως υλικό αντίβαρο στον πόνο, την ανάγκη να μην νικηθεί ως ηθικό αντίβαρο στη βεβαιότητα του θανάτου.

Έτσι, οδηγημένος από ένα απόλυτα εγκεφαλικό σχήμα, ο βασανιζόμενος έγκλειστος, μόνος απέναντι στους βασανιστές του, έπαιξε ένα ακραίο παιχνίδι πρόκλησης, ενδεικτικό μιας εξαιρετικά σπάνιας ευφυίας και μιας άνευ ορίων προμηθεϊκής ορμής: την ώρα που οι Θεοφιλογιαννάκος, Χατζηζήσης, Μάλλιος, Μπάμπαλης και κάμποσοι άλλοι, υπό την υψηλή καθοδήγηση του μετέπειτα αόρατου δικτάτορα Ιωαννίδη, του βάζαν πυρωμένες βελόνες στην ουρήθρα, του σβήνανε τσιγάρα στους όρχεις, του κάναν φάλαγγα, τον δέρναν ομαδικώς, του κάνανε εγχειρήσεις δίχως αναισθησία, του στερούσαν για μήνες τον ύπνο, τον κρατούσαν για μήνες σιδεροδέσμιο, τον δέρνανε ομαδικά, τον χτίζανε ζωντανό σε τάφους, εκείνος τους έβριζε, τους έλεγε «παπαδοπουλάκια», καμωνόταν πως δεν καταλάβαινε τον πόνο ή πως γαργαλιόταν, έκανε συνεχής μπλόφες, όποτε έβρισκε ευκαιρία τους χτυπούσε ή τους δάγκωνε για να τους αποσυντονίσει, απήγγειλε φανταστικές περιγραφές για το πώς τους είχε πηδήξει το προηγούμενο βράδυ ή πώς είχε πηδήξει τις γυναίκες τους. Μονάχα ένα περιστατικό - από τα δεκάδες μαρτυρημένα: μια μέρα, ενώ τον έδερναν ομαδικά, αυτός έξυνε με μανία τους αστραγάλους του’ όταν τον ρώτησαν γιατί τον ξύνουν οι αστράγαλοί του, αυτός απάντησε «δεν με ξύνουν οι αστράγαλοί μου, με ξύνουν τα αρχίδια μου που είναι μεγάλα και φτάνουν μέχρι τους αστραγάλους».

Κι όταν τέλέιωναν όλοι αυτοί, αφήνοντας τον πεσμένο σαν έναν σάρκινο σάκο, αναλάμβανε ο επί των ψυχολογικών βασανιστηρίων Χατζηζήσης που τον προσφωνούσε ειρωνικά Ω Σωκρατες - ο ματωμένος και τσακισμένος Παναγούλης του απαντούσε άλλοτε ως εταίρος σε πλατωνικό διάλογο κι άλλοτε υποδυόμενος τον Ιησού Χριστό.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαλύσει ψυχολογικά τους βασανιστές του, να τους οδηγήσει σε κατάρρευση, να κάνει τον Ιωαννίδη να κρεπάρει τάζοντας του «εγώ θα σε τουφεκίσω Παναγούλη», ενώ εκείνος του απαντούσε «δεν έχεις τα αρχίδια».
Ενδεικτική είναι η δήλωση του Θεοφιλογιαννάκου στη δίκη των βασανιστών του 1975 (τότε που ο Παναγούλης είπε μονάχα τα απολύτως απαραίτητα, προτιμώντας να αντιπαρατεθεί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου)’ στο τέλος μιας εμετικής απολογίας ο Θεοφιλογιαννάκος δήλωσε:

«ο Παναγούλης είναι ο μόνος που δεν λύγισε ποτέ, ο υπ’ αριθμόν ένα αντιστασιακός.
(...) Όταν του είπα, πως εγώ θα τον βοηθήσω να διαφύγει, αρκεί να παέι στο εξωτερικό και να μας αφήσει ήσυχους, μου απάντησε ‘Λάθος πόρτα χτύπησες, Θεοφιλογιαννάκο. Ο Παναγούλης θα δραπετεύσει και θα βγει’
(...). Αυτός είναι αντιστασιακός
Μίλησα για τα βασανιστήρια του Παναγούλη, για να δείξω το πώς γράφτηκαν τα ποιήματά του - για να μιλήσω για τον τρόπο που αυτός ο παράφορος δεσμώτης γονιμοποιούσε τον πόνο και τον έκανε άνθος, έπαιρνε την φρίκη και την έκανε ποίημα. Να το πω αλλιώς: ο Παναγούλης αναγκάστηκε να κάνει την εντάφια ζωή ποίηση για να την αντέξει. Η Μπογιά θαρρώ πως είναι το πιο ακραίο δείγμα τούτης της ανάγκης - κι ούτε μπορώ να φανταστώ άλλο ανάλογο ποίημα. Αν το είχε γράψει ο Χέμιγουεϊ ή ο Τσε Γκεβάρα θα ήταν στα στόματα εκατοντάδων εκατομμυρίων σε όλον τον κόσμο.



Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά.

Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε που βρήκα την μπογιά.

Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δεν βρήκαν

Γιατί στιγμή δεν σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν

Έτσι έγραψε τα ποιήματά του ο Αλέκος Παναγούλης. Όταν βγήκε από τον τάφο ουσιαστικά έγραψε τρία καινούρια ποιήματα. Το τετράστιχο της προμετωπίδας του «Μέσα από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα», γραμμένο την μέρα της αποφυλάκισης του, το αναστάσιμο Αγάπης λέξεις ξεχασμένες / αναστημένες / με φέρνουν πάλι στη ζωή γραμμένο λίγες μέρες αργότερα, προφανώς μετά το πρώτο σμίξιμό του με την Φαλάτσι, και το τελευταίο ποίημα, εκείνο που αναγγέλει το τέλος του, την έξοδο από την τραγωδία: Το τέλος μου θα έρθει όπως το θέλουν / αυτοί που έχουν την ΕξουσίαΣτην πραγματικότητα το τέλος του θα ερχόταν όπως το είχε προκαλέσει ο ίδιος. Όταν του κόβαν τα χέρια, θα δάγκωνε το πλοίο του Μεγάλου Βασιλιά, να το κρατήσει ένας μόνος του, με τα δόντια.

  Έτσι ώστε: απάντηση να πάρουν πάλης βοή / για να βρουν ανάπαυση οι πρώτοι νεκροί.

    Ο Παναγούλης ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον καιρό του, πολύ μεγαλύτερος από τα δικά μας μέτρα και σταθμά, πολύ μεγαλύτερος από τις μεταπολιτευτικές μας ανάγκες και προσδοκίες. Για αυτό και τον τυλίγουμε με την αμηχανία μας, για αυτό και τον παραδίνουμε στη σιωπή. Τον εξωθούμε στο περιθώριο του νου μας γιατί δεν τον αντέχουμε, τον διώχνουμε από μέσα μας γιατί δειλιάζουμε να τον συλλογιστούμε’ είναι η ίδια μοναξιά εκείνων των παλιών ηρώων του Σοφοκλή - σκέψου τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, τον Φιλοκτήτη, τον Ηρακλή.

Ο Παναγούλης κάμποσες φορές στα σύντομη ζωή του βίωσε τούτη την τραγική μοναξιά: όταν το 1969 δραπέτευσε από την φυλακή μαζί με τον δεσμοφύλακά του Γιώργο Μωράκη δίχως κανένας να του δώσει καταφύγιο· στις εκλογές του 1974, όταν εκείνος ο παγκοσμίου φήμης τυραννοκτόνος και μάρτυρας της χούντας ψηφίστηκε μόλις στην έκτη θέση και εκλέχτηκε βουλευτής με τη Β’ κατανομή· το 1976, όταν έβλεπε να μένει όλο και πιο μόνος του στην υπόθεση της αποκάλυψης των αρχείων της ΕΣΑ - φυσικά και αυτήν την πήγε μέχρι το τέλος, δηλαδή μέχρι το τέλος του το ξημέρωμα εκείνης της Πρωτομαγιάς που αιμορραγεί. Πάνω από όλα ο Παναγούλης  βίωσε την τραγική μοναξιά του ιδεαλισμού του: αποφάσισε να σκοτώσει για να υπερασπσιτεί αξίες ζωής, έβαλεε βόμβες για να αντισταθεί σε αυτούς που βομβαρδίζουν.

Ο Παναγούλης πέθανε.
Άφησε πίσω του πράξεις και ποιήματα, αιμάτινη ιστορία, λαχανιάσματα, παραφορά, σπασμούς που αναταράζουν το νου και την καρδιά όσων των γνώριζαν. Άφησε πίσω του την προμηθεϊκή λαχτάρα του για ανθρώπινες κοινωνίες, ανθρώπινες αξίες, ηθικά διλλήματα, ασυνάρτητα νεύματα. Για αντίσταση σε κάθε αφέντη, μεγάλο τιμονιέρη, πιστολά πρόεδρο, φιλήσυχο αστό που θέλει «αυξημένη αστυνόμευση στα σύνορα». Ο Παναγούλης άφησε πίσω του το τραγικό του άλμα - την παράφορη βεβαιότητα ότι θα πάει τούτο το άλμα του μέχρι το τέλος.  Και κάποτε, μέσα στον αλλόκοτο τάφο του Μπογιατίου, βρήκε την ανάσα να απαντήση με μια αχάλαστη κατάφαση στην άρνηση του θανάτου.

ΝΑ ΤΟ ΠΟΤΙΣΕΙΣ

Μη κλαις για μένα
ας ξέρεις πως πεθαίνω
να με βοηθήσεις δε μπορείς

Μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω.
Να το ποτίσεις.
        
Αυτό για μένα είναι το καλύτερό του ποίημα.



Από την Πρωτομαγιά του 1976 πέρασαν εικοσιοχτώ χρόνια’ οι αξίες για τις οποίες ο Παναγούλης χόρεψε πάνω στο θάνατό του γίνανε τετριμμένα λόγια. Οι Αμερικάνοι βομβαρδίζουν όποια πόλη επιθυμούν – κι όσο περισσότερο βομβαρδίζουν οι Πρόεδροι τους, τόσο ευκολότερα επανκελέγονται. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι - μα οι άνθρωποι της Δύσης πλουταίνουν με την πείνα των υπολοίπων ίσων συνανθρώπων τους.
Αν δώσεις το όνομα του Παναγούλη στις μηχανές αναζήτησης του internet, βρίσκεις ξεκούδουνες αναφορές, ονόματα σε καταλόγους γιατρών, φαρμακοποιών - στην ουσία τίποτε. Στα ελληνικά σχολικά βιβλία δεν θα διαβάσεις ούτε ένα από τα ποιήματα του. Το βιβλίο του πια το βρίσκεις σε ελάχιστα βιβλιοπωλεία. Μήτε μια έκδοση από το Υπουργείο Παιδείας ή το Υπουργείο Πολιτισμού - έστω από την Βουλή των Ελλήνων ή την Προεδρία της Δημοκρατίας. Στα στρατόπεδα του ελληνικού στρατού οι στρατιώτες εκπαιδεύονται φωνάζοντας «πού θα πιούμε το αίμα μας – στον Βόσπορο». Οι πρώτοι νεκροί δεν πήραν απάντηση πάλης βοή, μα βόμβο τηλεοράσεων και συνθήματα κομματικών νεολαιών για παντοτινούς πρωθυπουργούς.


Έχουμε μάθει να καταναλώνουμε μηνύματα – οι τραγωδίες παραείναι σύνθετες και ενοχλητικές για την αυτοκατάφασή μας. Ο Παναγούλης ενοχλεί - ως μνήμη, ως ανθρώπινο σήμα, ως πολιτικό αίτημα, ως τραγικό άλμα. Ναι, ο Παναγούλης ενοχλεί και θα ενοχλεί για πάντα το Έθνος, το Κόμμα, την Εκκλησία, τους Μεγάλους Αδελφούς, τους Μεγάλους Βασιλιάδες, τους Μεγάλους Αρχηγούς κι όλους τους ρουφιάνους τους, όσους λογαριάζουν τους ανθρώπους για υπηκόους, για σκλάβους, για υποτελείς, για καύσιμο της Ιστορίας. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί ήταν τραγικός ήρωας και όχι άγαλμα: τα αρχίδια του έφταναν ως τον αστράγαλο και δεν σκεπάζονται από τα ψέματα, τις φενάκες, τους οπορτουνισμούς, τις δημαγωγίες, τις Νέες Εποχές. Ενοχλεί γιατί δεν τον φόβιζε μήτε το Μπογιάτι, μήτε το Κολοσσαίο, μήτε το Γκουλάκ, το Γκουαντανάμο, μήτε τα νυχτερινά περίπολα των φιλήσυχων πολιτών, μήτε καν το διάλειμμα για τις διαφημίσεις. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν ήταν ελέγξιμος, διαπραγματεύσιμος, συζητήσιμος, λελογισμένος, προβλεπόμενος, ανταλλάξιμος, ενοχλεί γιατί δεν φοβότανε τίποτε και κανέναν, μήτε τα φλογοβόλα, μήτε τους παπάδες, μήτε τον διαλεκτικό ιστορισμό, γιατί ζωντάνευε τους τοίχους του τάφου του μοναχός του, κι όταν οι βασανιστές του βάζαν πυρωμένες βελόνες στην ουρήθρα εκείνος γελούσε και τους έφτυνε. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν μπορεί να ελεγχθεί, να οριοθετηθεί, να γίνει ηρωικό παρελθόν, γλυκιά συναίνεση, Κυριακή Προσευχή, Σύμβολο της Πίστεως, γιατί δεν σταματιέται με τίποτε και με κανέναν, παράφορο αίμα μέσα στις φλέβες, χαλάει την σύμπνοια των ιδεών, χουγιάζει τους χωροφύλακες, ακυρώνει τα πολυβόλα των τυράννων. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν αποσύρεται, δεν γίνεται πεπρωμένο, διαφημιστική αφίσα, σύνθημα της ένδοξης πλειοψηφίας, πακέτο προς διανομή’ κοντολογής, ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν τελειώνει - γιατί παραμένει λαχάνιασμα, πυρωμένη ματιά, μοναχική αποκοτιά, ερωτικός σπασμός και πιρουέτα θανάτου.


Εξάλλου, λένε, η παλιά μάχη τέλειωσε. Πλέον κανένας μεγάλος βασιλιάς δεν έχει προηγούμενα με κανέναν. Τώρα πια ζούμε τον καιρό της ειρήνης - έτσι λένε.


Γι αυτό, λοιπόν: ξεχάστε τον Παναγούλη κι ανοίξτε την τηλεόραση.
Θα σας δείξουμε ημέρες λελογισμένα ηλιόλουστες, όσες και όσο χρειάζεται για να μην διαμαρτυρηθεί κανένας για τη βαρυχειμωνιά, σφυγμομετρημένους ψεύτες, εμπόρους του προσώπου τους, φτηνούς δημαγωγούς, χαμογελαστούς φασίστες που θα σας εξηγήσουν την αναγκαιότητα της Χιροσίμα, οργανικούς διανοούμενους που θα τάξουν άφθονη Ιστορία για όποιον συμφωνεί - γενικότερα: ομορφιές, ρόδινα ακρογιάλια, δωμάτια με θέα, καουμπόιδες που καθαρίζουν τους κακούς, χαρούμενες γιορτές των χορτάτων, χάρτινο ουρανό και χάρτινη θάλασσα, υποκατάστατα ψωμιού και υποκατάστατα αγάπης, καλούς Θεούς που αγαπούν τα υπάκουα παιδιά, κακούς διαβόλους για να κρατούν τα γκέμια, και πολλούς πολλούς εφιάλτες για να γεμίσουν την χαρούμενη μοναξιά σας.Μα κάπου στα βάθη της νυχτερινής απελπισίας, μέσα στην αφόρητη ερημία ενός πλήθους που έμαθε να πλαγιάζει με μικρές υπογλώσσιες δόσεις «προσαρμοσμένης λογικής» (όπου οι πλούσιοι ζούνε και οι φτωχοί πεθαίνουν), μέσα στα σπίτια με τα ενισχυμένα κουφώματα, τα διπλά τζάμια, τις τριπλές κλειδαριές, τα τετραπλά τηλεκοντρόλ, ένας παλιός σπασμός λογχίζει τον νου μας, βάνει φωτιά στα στέρεα όνειρά μας, καταστρέφει τη νύχτα μας. Οι πεινασμένοι, οι βασανισμένοι, οι εξόριστοι, οι μετανάστες, οι απόκληροι και καταφρονεμένοι του πάντοτε θαυμαστού καινούριου κόσμου στέκουν εκεί έξω και περιμένουν. Όσοι πηγαίνουν στο παράθυρο, κάποτε βλέπουν τους θαμπούς ίσκιους τους.
Και κάποιος, εικοσιοχτώ χρόνια πεθαμένος, ανασαίνει την παμπάλαια τραγωδία του και χνωτίζει το τζάμι:

[...]

Μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω.

Να το ποτίσεις.




Θανάσης Τριαρίδης
Για τα ποιήματα του Αλέξανδρου Παναγούλη 

(Δημοσιεύτηκε στην Φιλολογική Βραδυνή στις 13-4-2004.)








Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Τότε ποὺ ὁ Δομίνικος Παναγιωτόπουλος ἀποφάσισε νὰ ζωγραφίσει τὸ Θεό


ργύρης Χιόνης


Ο ζω­γρά­φος Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος, ­ν μι ζω­ ζω­γρά­φι­ζε νε­κρς φύ­σεις, λου­λού­δια σ βά­ζα κι λ­λα τέ­τοι­α, μι μέ­ρα, ­τσι, στ κα­λ κα­θού­με­να, ­πο­φά­σι­σε ν ζω­γρα­φί­σει τ Θε­ό. Κα σ ν μν ­φτα­νε α­τό, ­πο­φά­σι­σε ­πί­σης πς ­,τι ε­χε ζω­γρα­φί­σει μέ­χρι τό­τε ­ταν ­νά­ξιο λό­γου κι ­ξιο ν κα­ε. ­ρι­ξε λοι­πν στ φω­τι ­λες τς νε­κρς φύ­σεις κα τ λου­λού­δια σ βά­ζα κι ­λα τ’ λ­λα σχε­τι­κά, πο ε­χε φτιά­ξει, κα βάλ­θη­κε ν σκέ­φτε­ται πς ν ζω­γρα­φί­σει τ Θε­ό.
Δομ. Θεοτοκόπουλος
"Θέα από το Τολέντο" (λεπτ)
          

  Τ πρό­βλη­μα δν ­ταν δι­ό­λου ­πλό, για­τί Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος ­ταν κα­λς ζω­γρά­φος κα δν το πή­γαι­νε ν φτιά­ξει ­ναν ­σπρο­μάλ­λη γέ­ρο σν τν ϊ Βα­σί­λη κά­τι τέ­τοι­ο.
          
  ­με­νε λοι­πν σι­ω­πη­λός, μέ­ρες ­τέ­λει­ω­τες, μπρο­στ στν κά­τα­σ­πρη, λεί­α ­πι­φά­νεια το στο­κα­ρι­σμέ­νου μου­σα­μά του, μ μι μό­νο σκέ­ψη ν γυ­ρί­ζει μέ­σα στ μυα­λό του: «Πς ε­ναι Θε­ός;»
           

 Ο μέ­ρες ­γι­ναν μή­νας κι μή­νας μ­νες κι Δο­μί­νι­κος δν ­λε­γε ν κου­νή­σει ­π’ τ θέ­ση του, δν ­λε­γε ν βά­λει λ­λη σκέ­ψη στ μυα­λό του.
            Τ φαΐ πο το ‘­φερ­νε μι γρι γει­τό­νισ­σα ­με­νε σχε­δν ­νέγ­γι­χτο. Ο φί­λοι του, κα­φε­νό­βιοι καλ­λι­τέ­χνες, ­πως λ­λω­στε ­ταν κι ­διος κά­πο­τε, τν ­χα­σαν ­π’ τς πα­ρέ­ες τους. ­νας δε­σμός, πο πι­θα­νν ν ­δη­γο­σε στ γά­μο, δι­α­λύ­θη­κε. ­κό­μα κι γρι γει­τό­νισ­σα, πο τν φρόν­τι­ζε, στα­μά­τη­σε στ τέ­λος ν πη­γαι­νο­έρ­χε­ται, για­τί φο­βή­θη­κε πς το ‘­χε στρί­ψει καί, πο­τ δν ξέ­ρεις τί γί­νε­ται μ’ α­τος τος τρε­λος καλ­λι­τέ­χνες.
            Μι μέ­ρα, ­νας ζη­τιά­νος χτύ­πη­σε τν πόρ­τα του. Μν παίρ­νον­τας ­πάν­τη­ση κα βρί­σκον­τας ξε­κλεί­δω­τα, μπ­κε κι ε­δε τ Δο­μί­νι­κο ν κά­θε­ται, μ τν πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη πρς τν πόρ­τα, ­κί­νη­τος μπρο­στ στ κα­βα­λέ­το του.
            « Θε­ς ν σο δί­νει χρό­νια, πα­λι­κά­ρι μου», ε­πε ζη­τιά­νος, «δ­σε μου μι βο­ή­θεια».
            Στ ­κου­σμα τς λέ­ξης Θε­ός, Δο­μί­νι­κος βγ­κε ­π’ τν ­ε­ρό του λή­θαρ­γο κα στρά­φη­κε πρς τ γέ­ρο.
            «­χεις δε πο­τ τ Θε­ό;» ρώ­τη­σε.
            «Συ­νέ­χεια τν ­χω μ­πρός μου», ­πάν­τη­σε ζη­τιά­νος. «­κό­μα κα τού­τη τ στιγ­μ πού σου μι­λ τν βλέ­πω, για­τί Θε­ς ε­ναι τ πάν­τα».
            «Τ πάν­τα…», ­πα­νέ­λα­βε σν ­χ Δο­μί­νι­κος.
            «Ναί, τ πάν­τα», ξα­νά­πε ζη­τιά­νος. «Ε­ναι μα­χαί­ρι κα ρ­ν κα πυρ­κα­γι κα δά­σος κα ­ρη­μος κα πο­τα­μς κα σύν­νε­φο κα γ κα κό­κα­λα γυ­μν κα γυ­μν κορ­μί… Τ πάν­τα».
            «Ε­σαι ζη­τιά­νος σο­φός;» ρώ­τη­σε, γε­μά­τος θαυ­μα­σμό, Δο­μί­νι­κος.
            «Ε­μαι Θε­ός», ­πο­κρί­θη­κε ζη­τιά­νος.
            Δο­μί­νι­κος πε­τά­χτη­κε τό­τε ­π’ τ θέ­ση του κι ­πε­σε στ γό­να­τα ν προ­σκυ­νή­σει ­κε­νον πο τό­σον και­ρ ­ψα­χνε τ μορ­φή του.
            ζη­τιά­νος γέ­λα­σε κα­λο­συ­νά­τα. «Δν ε­πα Θε­ός», ε­πε, «ε­πα Θε­ός, ­πως Θε­ς ε­σαι κι ­σ κα ο μπο­γι­ς κα τ πι­νέ­λα σου…. Δέ σο ‘­πα ­τι τ πάν­τα ε­ναι Θε­ός; Σή­κω τώ­ρα κα δ­σε μου μι βο­ή­θεια, για­τί ­χω τρες μέ­ρες ν βά­λω Θε­ στ στό­μα μου».
            Δο­μί­νι­κος ­πά­κου­σε κι ζη­τιά­νος ­φυ­γε ε­χα­ρι­στη­μέ­νος.
            ­ταν ξα­νά­μει­νε μό­νος, Δο­μί­νι­κος ρ­χι­σε ν κλαί­ει. Δν ­κλαι­γε ­π ­πελ­πι­σί­α ο­τε ­π χα­ρά, δν κα­τα­λά­βαι­νε κν ­τι ­κλαι­γε. Τ δά­κρυ­α ­νά­βλυ­ζαν μό­να τους ­π’ τ μά­τια του.
            ­π τό­τε, Δο­μί­νι­κος ξα­νάρ­χι­σε νά ζω­γρα­φί­ζει νε­κρς φύ­σεις κα ζων­τα­νς κι ,τι λ­λο το ‘ρ­χό­τα­νε στ νο ν ζω­γρα­φί­σει κα πο­τ δν ξα­νά­κα­ψε τί­πο­τα, για­τί τ πάν­τα ­ταν τώ­ρα Θε­ός.


Αργύρης Χιόνης
από τις


Ιστορίες μις παλις ποχς (Αγόκερος, θήνα, 1981).





ΔομίνικοςΘεοτοκόπουλος
"Ο Άγιος Δομινικος προσευχόμενος"