Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012



Η τελευταία επιστολή του Μ. Ρασούλη
     ========================

Μια άγνωστη επιστολή, που είχε στείλει ο τραγουδοποιός Μανώλης Ρασούλης, λίγο πριν το θάνατό του στη φίλη του και δημοσιογράφο Ζωή Νιομανάκη έφερε στο φως της δημοσιότητας η εφημερίδα "Το Ποντίκι".

Όπως αναφέρει η δημοσιογράφος του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού καναλιού WDR (West Deutscher Rundfunk), ένα χρόνο μετά το θάνατο, του μεγάλου καλλιτέχνη και παρατηρώντας την Αθήνα του σήμερα, επιλέγει να τη μοιραστεί με όλους μας, θεωρώντας ότι οι τελευταίες του δημόσιες κουβέντες, αξίζουν να φτάσουν σε όλους τους Έλληνες. 


Νοέμβριος 2010

«Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: ''Άκουσον μεν, πάταξον δε''.

Ο σκοπός της επιστολής μου είναι να στείλω δύο μηνύματα:

1. Εγώ προσωπικά δεν δέχομαι τους τίτλους pigs - οκνηρός - άσωτος κ.λπ. που μας φόρτωσαν γενικεύοντας κάποιοι απ' τα βόρεια.

2. Υπάρχει μια Ελλάδα μες στην Ελλάδα, όπως υπήρχε μια Γερμανία από το 1933 έως το 1945.

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και 25 χρόνια, ζώντας με τους συμπατριώτες μου, βιώνοντας μια διαρκώς γενικευόμενη, αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, έλεγα ότι αυτό το στυλ θα καταστρέψει την Ελλάδα, μπορεί και την ανθρωπότητα. Έκανα το οτιδήποτε να εκφράσω το αντίδοτο. Μάλλον απ' ό,τι φαίνεται ηττήθηκα.

Στην Ελλάδα σφυρηλατήθηκε και εγκαθιδρύθηκε ένας μέσος πολίτης, μικροαστός, νεόπλουτος, αρχοντοχωριάτης. Επικυριάρχησε στο κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό, ψυχολογικό, αισθητικό προσκήνιο, καταστρέφοντας τον ρυθμό και το στυλ της χώρας.

Επίσης, καταστρέφοντας τη λαϊκή κουλτούρα, δηλαδή το αυθεντικό τραγούδι, που είναι το θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς μας, απαξιώνοντας την λόγια ποίηση, εγκαθιδρύοντας, διά πυρρός και σιδήρου, τα πολιτιστικά κέντρα της χαράς και της αισιοδοξίας, όπως τα ονόμασαν, κάτι χαζοκαμπαρέ, τα λεγόμενα σκυλάδικα.

Διαμόρφωσαν έναν χαζοκαμπαρετζίδικο τρόπο σκέψης, καθιστώντας την Ελλάδα ένα νομιμοποιημένο πορνοστάσιο.

Ο πολιτισμός, καθώς και ο τουρισμός, δέχτηκαν σκληρά πλήγματα. Από τους περιηγητές του '60 φτάσαμε στα ξενοδοχεία των 5.000 ανθρώπων που, με τα βραχιολάκια στο χέρι, βίωναν τις διακοπές τους και έφευγαν σχεδόν χωρίς να ξέρουν σε ποια χώρα τους φέραν. Η εποποιία του Ζορμπά, των παιδιών του Πειραιά, παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Πωλήθηκαν κατά κόρον και ο μύθος και η παρθενικότητα της χώρας, αλλά και το συμπαθές ναΐφ του μέσου ρωμιού αντικαταστάθηκε από την κουτοπονηριά, από το απρόσωπο, από τον μέσο όρο των super market και των τραπεζών και τώρα το σλόγκαν του Υπουργείου Τουρισμού "Έλα στην Ελλάδα να ζήσεις τον μύθο σου" ακούγεται γελοίο και κούφιο.

Υπάρχει μια άλλη Ελλάδα μες στην Ελλάδα, εξόριστη και καταδικασμένη από τα ποικίλα golden boys και τους εγχώριους κερδοσκόπους που δεν αναγνωρίζουν πατρίδα ή πολιτισμό, αλλά ορκίζονται στη money-land. Ανίκανοι και άπληστοι.

Δεν συμμετείχα στους ολυμπιακούς αγώνες γιατί ήμουν σίγουρος ότι μετά την φαμφάρα θα ακολουθούσε η ξεφτίλα, όπως και έγινε. Η Αθήνα είναι πρωτοφανές φαινόμενο πρωτεύουσας που έχει τον μισό πληθυσμό της χώρας στην επικράτειά της. Αλαζονική πόλη, αφού λανσάρεται ως μητέρα της δημοκρατίας και του μέτρου. Τώρα είναι αμετροεπής μητρόπολη, βρώμικη μητέρα απίστευτης εγκληματικότητας. Δημοκρατία δεν υπάρχει, πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει.

Όλα ελέγχονται από το ΔΝΤ, την Ευρώπη, τους Γεωργιανούς και Ρουμανόγυφτους εγκληματίες. Παλιότερα σκεφτόμουν μήπως φέρναμε 100 Γερμανούς (βλέπε Ρεχάγκελ), να αναλάβουν για 100 χρόνια τη χώρα, μπας και ισορροπήσει. Θα με κατηγορούσαν για ανθέλληνα. Τώρα τους έφεραν ή ήρθαν λόγω ανωτέρας βίας και την πληρώνουν αυτοί που δεν έφταιξαν. Χιλιάδες χάνουν τις δουλειές τους, άλλοι αυτοκτονούν και άλλοι αγοράζουν ακριβά σπίτια στο κέντρο του Λονδίνου.

Κατά τα άλλα, τα εκλεκτά στελέχη του ελληνικού status πουλούν φούμαρα ότι είναι απόγονοι του Αριστοτέλη, του Σωκράτη και του Ηράκλειτου. Και αυτά χωρίς εσωτερική λογική, και έτσι ξανακαταλήξαμε σε μια νέα Greek salad, σε μια δραματική φαρσοκωμωδία. Εγώ προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει και να αντιπροτείνω κάποιες λύσεις. Ως εκ τούτου υπέστην ποικίλα πογκρόμ.

Ηττήθηκε η αντίληψή μας, γι' αυτό φτάσαμε στο παρόν χάλι. Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά είναι μέρος μιας παγκόσμιας κρίσης. Το ανθρώπινο είδος βρίσκεται στο απόλυτο αδιέξοδο. Ο πλανήτης έχει καταστραφεί. Δεν μπορούμε πια να αναπτύξουμε τους ρυθμούς της βιομηχανίας όπως παλιά και ταυτόχρονα να σώσουμε το περιβάλλον.

Τι μέλλει γενέσθαι; Κάθε κρίση γεννά πόλεμο. Το απεύχομαι και κάνω κάθε τι για να μην μας συμβεί. Γεννήθηκα σαράντα μέρες μετά τη βόμβα στη Χιροσίμα. Ως εκ τούτου προσπαθώ στη Μέση Ανατολή, εδώ και οχτώ χρόνια, να δημιουργηθεί ένας κοινός παρονομαστής για τους δυο λαούς, γιατί από αυτό το άλυτο πρόβλημα μπορεί να ξεκινήσει ένας παγκόσμιος πόλεμος.

Ονειρευόμουνα να γίνει η Ελλάδα μια πολιτισμική Ελβετία και μητέρα που θα κυοφορήσει ένα όραμα για την παγκόσμια ειρήνη. Τώρα είμαστε στο στόχαστρο όλου του δυτικού κόσμου και παράδειγμα προς αποφυγή. Να μην ξεχάσω να πω ότι πριν από χρόνια έστειλα μια επιστολή στην Süddeutsche Zeitung περί όλων αυτών, αλλά δεν ενδιαφέρθηκαν για το θέμα.

Πέρυσι και φέτος ο Γερμανός ανταποκριτής της ίδιας εφημερίδας στην Κωνσταντινούπολη ήρθε στην Ελλάδα, μου πήρε δύο συνεντεύξεις και πάλι η διεύθυνση της εφημερίδας αδιαφόρησε. Πάντως εγώ προσπάθησα.

Επίσης, ως προς το θέμα που ετέθη να πουλήσει η Ελλάδα τα νησιά της και την Ακρόπολη, έχω να πω: 
(α) Η Ακρόπολη δεν είναι ιδιοκτησία μας. Ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα και 
(β) Μεγάλες εκτάσεις της Ελλάδας, και όχι μόνο, έχουν αγοραστεί από Γερμανούς. Πρόσφατα συμμετείχα σε ένα φεστιβάλ ποίησης στη Μαγιόρκα, όπου ο κυβερνήτης της μας έλεγε με αγωνία ότι οι Γερμανοί έχουν αγοράσει το 80% του νησιού και θέλουν να το προσαρτήσουν στη Γερμανία. Αν αυτό αποτελεί ένα σχέδιο επεκτατισμού στον νότο εκ μέρους της Γερμανίας, δεν γνωρίζω. Αν, λόγω της κρίσης, οι νεοέλληνες ξαναχαθούμε στη διασπορά, θα ήθελα να έρθουν στην Ελλάδα ποιητές, διανοούμενοι, επιστήμονες από όλο τον κόσμο, και από εδώ να ξεκινήσει μια προσπάθεια διαιώνισης της ζωής πάνω στον πλανήτη σε ένα ανώτερο επίπεδο.

Αυτά προς το παρόν. Σας χαιρετώ όλους και τον καθένα χωριστά.

Εμμανουήλ Ρασούλης, Έλλην τραγουδοποιός"

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012





γαπητο φίλοι
σως τ γράμμα ατ ν μν διαβαστε ποτέ, π κανέναν, λλ στ᾿ λήθεια δ μ νοιάζει. σως μέχρι ν φτάσει στ χέρια σας νχω πει λότελα ξεχαστ π᾿ λους. λλά, οτε δ κι᾿ ατ τ τελευταο μ νοιάζει. ξάλλου, δν χω κα πολλ ν σς π, θέλω μόνο ν σς θυμίσω τι κάποτε πρξα.
Κάποτε πρξα κι᾿ μουν κα ζω κα θάνατος μαζί.
Κα ζω κα Χάρος μουν!

ζησα, τμολογ, μι ζω δηλητηριασμένη, γι᾿ ατ θαρρ ποφάσισα ν τν γκαταλείψω. κενο πο γι τος λλους τανε ζωή, γι μένα θάνατος ταν. Γεννιόμουνα κα πέθαινα κάθε μέρα, ρα κα στιγμή. Ζοσα μ τ θάνατο, ζοσα γι ν πεθάνω, μ τουλάχιστον δ ζοσα νεκρ πως ο γύρω μου, τ μικρ στεα νθρωπάκια πο λέγαν πς μ᾿ γάπησαν, κι᾿ ς μν μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ς μν τόλμησαν ποτ ν διαβάσουν τν ψυχ ποκρυβε περίσσιο φς κα σκοτάδι μέσα της. Κατ βάθος μ φοβόντουσαν κα δν ργοσαν ν τραπον ες τακτον φυγήν.
Δν ντεχαν ν μ κοιτον κατάμματα, μν τύχει κα τος κλέψω τν ψυχή τους.
γαπήθηκα, γαπήθηκα πολύ, μ μπορε ποτ κανες ν φαντασθ τι λυπόμουνα βαθει ταν καταλάβαινα τι μ᾿ γαποσαν; γώ, σως ν μν γάπησα ρκετά, χι σο πρεπε.
Τν δανικό μου ρωτα θαρρ τν ζησα στ φαντασία μου. ψυχή μου κα γάπη γεννήθηκαν τν δια μέρα. Ατ τ νιωθα μέσα μου, κι᾿ μως δν πίστευα τι θ πρχε μέρα πο θ μο ποδείκνυε τι γαποσα ληθινά. Δν ενε στ᾿ λήθεια τραγικό, μι μεγάλη ερωνεία, ν μιλον γι τν γάπη νθρωποι πο δν τν γνωρίζουν κα ν σιωπον ντελς κενοι πο νοιώθουν τν ψυχή τους ν πνίγεται στ πόνο της;

Πολλο
λέγαν τι ζοσα μεσ᾿ στ κεφάλι μου.
Κάτι πρεπε ν πον κι᾿ ατοί...
Πς λλως θ μ κατέτασσαν σ συγκεκριμένη κατηγορία νθρώπων;
νθρωποι, νθρωπάκια! ζω να τεράστιο ψέμα πο λλοι τ γαπνε κι᾿ λλοι - ο λίγοι - προσπαθον ν τ κάνουν ληθιν ζωή. σες, γαπητο γνωστοί μου φίλοι, πς ζετε; Ζετε; Μι φάρσα, ατ ταν δικιά μου ζωή. Κανες δν τν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρς ν τ θέλω, ζησα στ περίπου, κα σκηνοθέτησα τ θάνατό μου. Κι᾿ μως γαποσα τ ζωή, λλ πάντα ατ μοπαιρνε ,τι λλο γαποσα. Μο λειπε πάντα μι καρδι πο ν πον γι μένα. Κι ταν δύσκολο, δύσκολο πολ ν ζ μονάχη μου μέσ᾿ σνα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στ μικρά της ζως κα στ τίποτα. μουνα σν παράσιτο, σν μαρο ξωτικ πο χασε τ δρόμο κι᾿ ντ ν ταξιδέψει στν νειροκόσμο του, ξέπεσε σ τούτη δ τ γ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μ ρώτησε κρυφ ν εμαι χήρα σν φοροσα μαρα βαρειά. γέλασα. λήθεια ταν! ν μάντεψε τν ψυχή μου, καλ τν νόμασε χήρα...
Ε
νε πο θ παρακαλοσαν ν εχαν ζήσει στν ποχή μου. γώ, θθελα ν ζήσω σ κάποιαν λλην ποχή. ζησα νάμεσα σ μι γενει ττημένη. Κάποιοι πό μας κάναν τν πόνο στίχο, τν ργ τραγούδι, λλ κανες δν τόλμησε... - οτ᾿ π μς οτ᾿ π᾿ τος λλους - δν τόλμησε ν ν ξεφύγει π᾿ τ χαραγμένο μονοπάτι, δν τόλμησε ν πε ,τι στ᾿ λήθεια σκεφτότανε, δν τόλμησε ν κάνει ,τι στ᾿ λήθεια θελε ν κάνει. Ο περισσότεροι ταν - εμασταν - δειλο πο ᾿ψαχναν πλ ναύρουν τν ατοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωπο κι᾿ νάπηροι. λίγοι γέροι μ κακόβουλο φος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κα περφίαλοι... πόκληροί της ντίληψης...

Κι᾿ μως νάμεσα σ᾿ ατος ταν κα Κ., μόνος πο θ μποροσε ποτ ν μ καταλάβει, λλ οτε κα κενος τόλμησε... Μοπε μάλιστα, πς μ λυπόταν γιατί τν γαποσα... τι μουνα γι᾿ ατν μι παρηγοριά. Τχε ποχή, κανες δν ταν αυτός του! Γι᾿ ατ θαρρ κα ζησα τόσο μόνη, κι᾿ ς εχα πάντοτε κάποιους ν μ συντροφεύουν, δέλφια μου σένα πόνο πο δ θ μποροσαν ποτ ν συλλάβουν. καναν τ πάντα γι μέ, λλ γάπη τους ταν μι θυσία πο ποτ δν δέχτηκα μ εμένεια κι᾿ ο νησυχίες τους χειροπέδες γι μένα. “Πόσο ενε στεία ζω μ κα πόσο στειότεροι εμαστε μες πο τν νεχόμαστε τέτοια”, γραψα, θυμμαι, κάποτε στ μερολόγιό μου...
Μά,
π τότε χουν πει περάσει χρόνια. Πόσα, δν ξεύρω, φο χρόνος δν χει πει γι μ καμμία σημασία. Τώρα, εμαι κάπου λλο κα ζ - ν τούτη δ κατάσταση θεωρεται ζω - μέσ᾿ π᾿ τς ναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τ τετράδια το μυαλο κα κυττάζω πίσω. λα ζητάω τ χαμένα, τς μικρς στιγμές, τν γαπημένο... Γυρν τ βλέμμα κα τν κυττάζω πάντα τ δρόμο πο φήσαμε. Ενε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες κα φρίκη... ενε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος... κι᾿ μως - θε συγχώρεσέ με - θ τν περνα μ τν καρδι γεμάτη δάκρυα κα μεταμέλεια... Μ τν καρδι δεμένη μ τ σίδερα τς μαρτίας θ ξεκινοσα ν σ᾿ ερω μοναδικ κι᾿ ξέχαστή μου γάπη...
Δ θέλω τίποτε λλο, μόνο ν φτάσω, ν σταθ κοντά σου τόσο πο φτάνει γι ν δ... ν δ τ πρτο βλέμμα σου κενο πο μο ᾿ριχνες σν φτανα... τς μικρολες λες κενες ρυτίδες στ πρόσωπό σου... ν δ τ χέρια σου ν᾿ πλώνονται σ μένανε ν μ γκαλιάσουν... ν δ... ν νοιώσω τ φίλημά σου...
Ενε τόσο μεγάλος καϋμς κα εμεθα τόσο μικρο νας-νας μες ο νθρωποι πο τν ποτελομεν...

Τ
λόγια ατ σως νκούγονται σν παραλήρημα νς τοιμοθανάτου, μά, λοί, δν μπορ ν πεθάνω φο εμαι π χρόνια πει νεκρή. σο ζοσα, σο ζησα, μουνα παιδί. μουνα να παιδ μυαλο, μπορ ν τ παραδέχωμαι λλ κα ποι παιδ δν ενε μυαλο; να παιδ εμαι κόμη... να παιδ πο γράφει σ σς, τος γνωστούς του φίλους, γι ν τος πε: ν μείνετε πάντα παιδιά, κι᾿ ν ενε δυνατν μυαλα παιδιά. Ν ζήσετε τ ζωή σας μ τρέλλα, ν ζήσετε παράλογα, ν σκοτώσετε τ λογικ πονε φονις τς χαρς κα τς ζως, ν τολμήσετε ν κάνετε τ δύσκολα, τ μεγάλα, τ σημαντικά, ν᾿ κολουθήσετε τ δύσβατα μονοπάτια, ν᾿ φήσετε ν θρονιαστε στν καρδιά σας γι πάντα νοιξη κα τ χαμόγελο στ χείλη, ν᾿ γαπήσετε μ πάθος κα ν καετε π᾿ τ φλόγα τς γάπης σας, ν κάνετε τν πόνο, τ χαρά, τν κάθε σας στιγμ τραγούδι, κι᾿ ταν ρθ᾿ ρα στερν ν πεθάνετε χι π πλξι, λλ π ελικρίνεια πως φίλος τζίτζικας, πο τόσο ραία τ λεγε μ μες τ παίρναμε γι γκρίνια...

Τώρα, καθ
ς γράφω τς τελευταες γραμμές, κυττ πίσω κα ντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ζησα λεύθερη σο καμμι λλη γυναίκα τς ποχς μου, κανα πράγματα πο δν κανε καμμι λλη, κι᾿ γαπήθηκα σο λίγες. Καί, δν τ ξεχν, καθς τ βλέμμα μου σβηνε, κείνη τ μελαγχολικ αγούλα τ᾿ πρίλη, δν μουν πει μόνη. Νέοι πο μ᾿ γάπησαν ρθαν ν μ᾿ ποχαιρετήσουν κα φίλες γκαρδιακς στ προσκεφάλι μου να τελευταο τραγούδι ν μο χαρίσουν...

Α
τ εναι τ γράμμα μου στν κόσμο πο ποτ δν γραψε σ μένα, πως λέει κι᾿ καλή μου φίλη.

Μ
γάπη
Μαρίκα Πολυδούρη