Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012


ΠΙΚ



(…) ‘Να μην ξέρει την αδυναμία που του έχεις, θα την εκμεταλλευτεί’. 
Ή ‘μη δίνεις τίποτα από τον εαυτό σου. Τότε σε εκτιμούν οι άντρες’. 
Ή ‘να μη σε βρίσκει πάντα στο τηλέφωνο. Γιατί σε θεωρεί δεδομένη’. 

Και τη χαρά του να τιμήσεις, να φωταγωγήσεις να προσφέρεις, να τον ακούσεις, πού την πάς; 
Η οξυδέρκειά τους; 
Σιδερένια μπάλα σε κομψά σφυρά – και πάνε σέρνοντας,.


Φαίνεται, Κέικ, λέω, πως η αγάπη δεν είναι αρκετή για όσους δεν αγαπάνε αρκετά, θέλει στρατηγική. Πρέπει να μετατραπεί σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα. 
Ποιος θα τρομάξει περισσότερο τον άλλον: το αγαπημένο ερωτικό άθλημα. 
Ποιος θα ντρεσάρει γρηγορότερα τον άλλον. 
Ποιος θα αποδειχθεί πιο έξυπνος. (δηλαδή πιο φοβισμένος). 
Ποιος θα επιβληθεί. 
Να επιβληθεί η γυναικα; Τι να τον κάνει όμως έναν άντρα που του επιβάλλεται;
Να επιβληθεί ο άντρας; Ποιος άντρας που τιμά το φύλο του έχει πρόβλημα με την επιβολή; 
Μόνο αυτός που δεν μπορεί να προστατέψει. 
Σώσον ημάς από τέτοιες αγάπες. Δεν θέλω να πάρω μέρος ποτέ πια σε τέτοια εκπαιδευτικά προγράμματα. 
Μεγάλωσα, αποφάσισα. Δε συμπλέω.

(…) Εδώ και πολύ μικρό διάστημα έχω βεβαιωθεί. 
Το εκπαιδευτικό σύστημα της αγάπης δεν με αφορά. Χρειάζεται μεταρρύθμιση. 
Δεν καταλαβαίνω τη διδακτέα ύλη. «Στον έρωτα η καλύτερη του ενός είναι η χειρότερη του άλλου». Εγώ αυτή την τάξη δεν πρόκειται ποτέ να την περάσω. 
Γι’ αυτό σκασιαρχείο καλύτερα. Το σκυλί και βόλτα.

 Εμένα κάνε με μόνο κύκλο ομόκεντρο, να νιώθω τη συγγένεια. 
Και τότε η καλύτερή σου είναι η καλύτερή μου. 
Αλλά ομόκεντρο. 
Αλλιώς ζηλεύω. 
Και όταν ζηλεύω γίνομαι έξυπνη. 
Και όταν γίνομαι έξυπνη τα καταστρέφω όλα.

Μαλβίνα Κάραλη 

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

ΜΠΑ, ΤΙΠΟΤΑ





-Ποιά χωρίζει σήμερα, γυναίκα; ρώτησε η μικρή
-Μια εξαισίως ανόητη. Αρχετυπικό μοντέλο. Απ’ αυτές που, παρά να διαλύσουν το γάμο τους, προτιμούν να διαλύονται οι ίδιες. Είκοσι χρόνια παντρεμένη. Επέμενε. Ασυνεννοησία, πλήξη, ανευθυνότητα, καθολική ανυπαρξία του άλλου, απιστίες – όλα ήταν ψιλοπράγματα. Μαρτύριο της σταγόνας – αυτό το τόσο άρρηκτα συνδεδεμένο με την τρέχουσα συζυγική ζωή- αυτή και πάλι έμενε. Την έκανε σκουπίδι, του έβρισκε βορβορώδη άλλοθι: κακή παιδική ηλικία, γολγοθάς του στρατού, η επιθετικότητα που εισπράττει από το προϊστάμενο και την εξαπολύει κι αυτός με τη σειρά του σαν αγέλη αγριόσκυλων πάνω στον πλησιέστερο άνθρωπο…
 Όλη της η θέση ζωής ήταν ένα διαρκές: "Σ’ ευχαριστώ που με θεωρείς τον πιο κοντινό σου άνθρωπο, ξαμόλυσε και άλλα αγριόσκυλα εναντίον μου".

…Αν πέσει πάνω σε μπερδεμένο, σε ανασφαλή, σε αναποφάσιστο, σε ασταθή, σε άντρα με ιδιότητες που μόνο ως γυναικείες είναι ανεκτές μέχρι χαριτωμένες, την έβαψε. 
Θα τον επινοήσει ως αρχετυπικό. 
Μεταθέτει το μοντέλο του αρχετυπικού πάνω στο εύρημά της, αρνούμενη να συλλάβει πως αυτός σφαδάζει κάτω από το βάρος της επιταγής…
Η δεινοσαυρική πλέον ευφυία της (εγκέφαλος σε μέγεθος μήλου) της απαγορεύει ακόμα και να σκεφτεί πως η τρυφερότητα, η ευγένεια, η καλοσύνη είναι ανθρώπινες ιδιότητες, που μερίδιό τους της αναλογεί. Αν αυτός την κακομεταχειρίζεται, την ταπεινώνει, την εξοντώνει ηθικά, δεν παίζει ρόλο. Αυτή η γυναίκα δεν είναι απλώς δυστυχισμένη και καταπιεσμένη, είναι ένας προδότης του αγώνα της ανθρώπινης επιβίωσης. Το μεγαλύτερο προνόμιό της είναι το δικαίωμα στην αυτογελοιοποίηση…
Είμαι ευτυχισμένη όσο μου λέει πως με αγαπάει και ας μη μου το δείχνει.
Είμαι ευτυχισμένη όσο δεν πηγαίνει με άλλες.
Είμαι ευτυχισμένη όσο δεν το ξέρω.
Είμαι ευτυχισμένη όσο δεν με αφήνει.
Είμαι ευτυχισμένη όσο κάθε δεκαπέντε μέρες μου αφιερώνει μία ώρα.
Είμαι ευτυχισμένη όσο δεν με δέρνει.
Είμαι ευτυχισμένη όσο οι μώλωπές μου είναι ασήμαντοι.
Όσο δε μου βγάζει με το μαχαίρι τα μάτια, ωραία. 
Όσο δεν το στρίβει κιόλας το μαχαίρι, αξίζει ακόμα να είμαι παντρεμένη μαζί του. 
Η κλίμακα της Σούζαν Μπρέγκερ, κουκλίτσα μου… 
Αρχέτυπο γυναίκα.

…Ο αρχετυπικός άντρας είναι ευτυχώς έτσι φτιαγμένος, ώστε η γυναίκα να είναι μόνο ένα επεισόδιο στη ζωή του. 
Ποτέ όλη του η ζωή: αρχές, υπαρξιακό, αναγνώριση, φιλία, ποδόσφαιρο, γυναίκα. 
Έτσι πάει. 
Γι’ αυτό και είναι ο μόνος τύπος που δεν μας κρατάει κακία…


Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Νίκος Καββαδίας - "Αγαπάω" και άλλα τρία ποιήματα



γαπάω τ᾿ τι θλιμμένο στν κόσμο.
Τ
θολ τ ματάκια, τος ρρώστους νθρώπους,
τ
ξερ γυμν δέντρα κα τ ρημα πάρκα,
τ
ς νεκρς πολιτεες, τος τρισκότεινους τόπους.

Τος σκυφτος δοιπόρους πο μ᾿ να δισάκι
γι
μία πολιτεία μακρυν ξεκιννε,
το
ς τυφλος μουσικος τν πολύβουων δρόμων,
το
ς φτωχούς, τος λτες, ατος πο πειννε.

Τ χλωμ τ κορίτσια πο πάντα προσμένουν
τ
ν ππότην πο εδαν μία βραδι στ᾿ νειρό τους,
ν
φαν π᾿ τ βάθη το πέραντου δρόμου.
Το
ς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ σπρόφτερό τους.

Τ καράβια πο φεύγουν γι καινούρια ταξίδια
κα
δν ξέρουν καλ -ν ποτ θ γυρίσουν πίσω
γαπάω, κα θά θελα μαζί τους ν πάω
κι ο
τε πι ν γυρίσω.

γαπάω τς κλαμμένες ραες γυνακες
πο
κυττνε μακριά,πο κυττνε θλιμμένα ...
γαπάω σ τοτον τν κόσμο -,τι κλαίει
γιατ
μοιάζει μ᾿ μένα.


* Περιοδικ τς Μεγάλης λληνικς γκυκλοπαίδειας, 

το Παύλου Δρανδάκη, ρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.






Πνε δυ μνες πο φυγα κ᾿ μως δν σοχω γράψει

τ λόγιά μου πς ξέχασα θ λς «Πάντα σ θσαι

πολυαγαπημένη μου σο μακρι κ᾿ ν πάω!»

Κ᾿ μως τ ξέρω γ καλ πς πάντα μ θυμσαι.



Πς ταν τς θολς βραδυς στν κάμαρά σου μόνη

κεντώντας τ᾿ σπρα ροχα σου κάνεις σκυφτ νυκτέρι

σκέφτεσαι τ γλυκόλογα πο θ ν λέ τ γράμμα
πο ταχυδρόμος αριο στν πόρτα σου θ φέρη.



Τ γράμμα πο κάθε πρω γράφω κα δ σο στέλνω

κ᾿ τσι περνν βάσταχτα ο θλιβερές σου μέρες

κα πς σιγαν στν παναγι δεόμενη γι μένα
πο λύπητα μ δέρνουνε ο μανιασμένοι γέρες.



Κ᾿ σως νομίζεις τώρα σ πς κάποιαν λλη γαπ

βαθειά, τρανήν, ξωτική, βρκα δ στ ξένα

πο μ᾿ χει δέσει πεια σφιχτ κα μ᾿ χει μαγεμμένο.
... Κα σκέφτομαι τ μάτια σου θολά, πλημμυρισμένα,
μως, ν μπόραες γι νρθς στν θλια κάμαρά μου
σκυμμένο θ ν μ᾿ βλεπες πάνω σ᾿ να γράμμα
ν σκέφτομαι ... ν μ μπορ ... ν θέλω ν σο γράψω
κα σκίζοντάς το ν ξεσπ σ᾿ να θλιμμένο κλάμμα.



ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ (ψευδώνυμο του Ν Καββαδία)

* Περιοδικ τς Μεγάλης λληνικς γκυκλοπαίδειας,
το Παύλου Δρανδάκη, ρ. φύλλου 173, 10 Μαρτίου 1929.





 Τώρα τ καλοκαίρι πάει ... πέρασε ...
Κ᾿ ενε καιρς ν φύγουμε γι πέρα.
Δυ
μνες περάσαμε τσι σκοπα
ν κ᾿ εχαμε πολλς δέες στ νο μας.
κενα πο σκεφθήκαμε δν κάναμε
κα
πάντα τ᾿ ναβάλαμε γι τ᾿ αριο
γι
κάποιαν κάθε μέρα γράμμα γράφαμε
πο
μως ατ δν τόλαβεν κόμα.

Σ ναυτικς ταβέρνες καθήσαμε
σ
γέρους πλάϊ πο λέγαν στορίες
κα
πο συχνά, σιγ μς συμβούλευαν
μ
λόγια πο πι τχαμε ξεχάσει.
Σ πανηγύρια πήγαμε χωριάτικα
ψηλ
σ ρημοκλήσια γκρεμισμένα
κι
πιάσαμε μαντήλι κα χορέψαμε
μ
παληκάρια, κα παιδολες νιές.

Πολλς φορς τ᾿ γέρι μς κοίμισε
μέσα σ
βάρκα ... κάτω π᾿ να δέντρο
κι
κάναμ᾿ ναν πνο τόσον συχο
τσι μακρ ... σ νχαμε πεθάνει ...
Κα τ᾿ αριο ποτ δν σκεφθήκαμε
ο
τε κα τν μέρα τς φυγς μας.
... Τώρα τ
πλοο μς παίρνει. Πέρα τ γνωστο
τρικυμίες!, ο μπόρες! ...


13.09.1928
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στ Περιοδικ τς Μεγάλης λληνικς γκυκλοπαίδειας

στς 21 κτωβρίου 1928, ρ. φύλλου 153, σελίδα 3.


ρθε μία θύμησι παλη πολ κα χτύπησε

τν πόρτα τς θλιμμένης τς ψυχς μου ...
ταν να θλιμμένο δειλινό.
Ξερ τ φύλλα χάμω πέφτανε.
Ο γερανο στ νότο πέταγαν.
Μέσ᾿ στ γαλήνη τ καράβια ρμενίζαν
κα σ φτωχ ψυχ κάτι περίμενες ...
Στ πέλαγο γολέτα τν νείρων σου ταξίδευε.
Στ πέλαγο γολέτα τν νείρων σου βυθίστηκε.
Κα κενο πο περίμενες τ πήρανε
ο γερανο στ μακριν ταξίδι τους.
Μ τ ξερόφυλλα τ πρε γέρας το φθινοπώρου
τ κλέψαν τ καράβια τ λευκόπανα.
Φτωχ ψυχ ... Προσμένοντας πόμεινες.


ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στ Περιοδικ τς Μεγάλης λληνικς γκυκλοπαίδειας

στς 20 Μαΐου 1928, ρ. φύλλου 131, σελίδα 2.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Η κόρη της Αβύσσου





Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου


Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.

Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.

Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
(Που είναι τα πουλιά;)

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Τα πλοία (Κ.Καβάφης - Πεζά Ποιήματα)



Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. 
Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. 
H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
      H πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ' όχι μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
      Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.
      Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να αποβιβασθή· και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.
      Aλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ' όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.
      Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.

Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. 
Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ' όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. 
 Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. 
Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν - ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν - τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ' αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. 
Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα - τις ηξεύρει πού.

(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993)