Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Αν είμαι διατεθειμένος να πληρώσω το τίμημα..(ν)

''Αν είμαι διατεθειμένος να πληρώσω το τίμημα, μπορώ να κάνω τα πάντα''



Ένας άνθρωπος προχωράει απελπισμένος στην έρημο. Μόλις έχει πιει την τελευταία σταγόνα νερό από το παγούρι του. Ο ήλιος που καίει πάνω από το κεφάλι του και οι γύπες που τον περιτριγυρίζουν, προμηνύουν το επικείμενο τέλος του.
“Νερό!” φωνάζει. “Νερό! Λίγο νερό!“
Βλέπει από δεξιά να έρχεται προς το μέρος του ένας βεδουίνος πάνω σε μια καμήλα.
“Δόξα τω Θεώ!” λέει. “Νερό σε παρακαλώ…νερό!“
“Δεν μπορώ να σου δώσω νερό” του λέει ο βεδουίνος. “Είμαι έμπορος, και το νερό είναι απαραίτητο για να ταξιδεύει κανείς στην έρημο.“
“Πούλησέ μου λίγο νερό” τον εκλιπαρεί εκείνος. “Θα σε πληρώσω…“
“Αδύνατον “εφέντη”. Δεν πουλάω νερό, πουλάω γραβάτες.“
“Γραβάτες;;;;“
“Ναι, κοίτα τι ωραίες γραβάτες…Αυτές εδώ είναι ιταλικές και είναι προσφορά, οι τρεις δέκα δολάρια…Κι αυτές εδώ, από ινδικό μετάξι, αθάνατες…Κι αυτές εδώ…“
“Όχι…Όχι…Δεν θέλω γραβάτες, νερό θέλω…Φύγε! Φύγεεεε!“

Ο έμπορος συνεχίζει το δρόμο του, και ο διψασμένος εξερευνητής προχωράει σταθερά μέσα στην έρημο.
Σκαρφαλώνει σ’ ένα αμμόλοφο και βλέπει να έρχεται από αριστερά άλλος έμπορος.
Οπότε, τρέχει προς το μέρος του και του λέει: “Πούλησέ μου λίγο νερό, σε παρακαλώ…“
“Νερό δεν γίνεται” του απαντάει ο έμπορος, “έχω όμως να σου προσφέρω τις καλύτερες γραβάτες της Αραβίας…“
“Γραβάτες!!! Δεν θέλω γραβάτες! Θέλω νερό!” φωνάζει ο άνθρωπος απελπισμένος.
“Έχουμε προσφορά” επιμένει ό άλλος. “Αγοράζοντας δέκα γραβάτες, παίρνεις ακόμη μία δωρεάν…“
“Δεν θέλω γραβάτες!!!“
“Μπορείς να πληρώσεις σε τρεις άτοκες δόσεις και με πιστωτική κάρτα. Έχεις πιστωτική κάρτα;“
Φωνάζοντας έξαλλος, ο διψασμένος συνεχίζει το δρόμο του προς το πουθενά.
Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ σέρνεται πια, ο ταξιδιώτης σκαρφαλώνει σ΄έναν ψηλό αμμόλοφο κι από ΄κει ατενίζει τον ορίζοντα.
Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπουν τα μάτια του. Μπροστά, στα χίλια μέτρα, βλέπει καθαρά μια όαση. Μερικούς φοίνικες και μια απίστευτη βλάστηση γύρω από τη γαλάζια αντανάκλαση του νερού.
Ο άντρας τρέχει προς τα εκεί φοβούμενος μήπως είναι οφθαλμαπάτη. Δεν είναι όμως, η όαση είναι αληθινή.
Το μέρος φυλάσσεται. Το προστατεύει ένας φράκτης με μία μόνο είσοδο που τη φυλάει ένας φρουρός.
“Σας παρακαλώ, αφήστε με να περάσω. Χρειάζομαι νερό…νερό. Σας παρακαλώ…“
“Αδύνατον, κύριε. Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος χωρίς γραβάτα.“


Στην καθημερινή μας ζωή αποφασίζουμε σχεδόν για καθετί που κάνουμε και καθετί που σταματάμε να κάνουμε.
Η συμμετοχή στη ζωή μας είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και αναπόφευκτη.

Είμαστε αναγκαστικά συνένοχοι για όλα όσα μας συμβαίνουν, γιατί με τον άλφα ή βήτα τρόπο έχουμε επιλέξει να μας συμβούν.

“Ε, καλά…εγώ όμως πρέπει κάθε μέρα να πάω στη δουλειά…. δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι’ αυτό…ακόμη κι αν δεν θέλω και δεν το επιλέγω, πάλι πρέπει να πάω. Δεν μπορώ να δώσω στον εαυτό μου την άδεια να μην πάω αύριο στη δουλειά.”
Αν είμαι διατεθειμένος να πληρώσω το τίμημα, μπορώ.

Είτε το ξέρεις προκαταβολικά είτε όχι, πάντα υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσεις.
“Α, έτσι…Αν όμως πληρώσω το τίμημα, αύριο τα παιδιά μου δεν θα έχουν να φάνε.”

Ωραία, αυτό θα είναι το τίμημα. Οπότε, επιλέγω να πάω στη δουλειά. Και επιλέγω να συνεχίσω να δουλεύω, να κρατήσω τη δουλειά μου. Επιλέγω να μπορώ να θρέψω τα παιδιά μου. Και μου φαίνεται σωστό που κάνω αυτή την επιλογή. 

Όμως, εγώ το επιλέγω, έτσι; 
Εγώ είμαι αυτός που αποφασίζει. 
Σύμφωνα με τιςαρχές μου, είναι πιο σημαντικό να μπορώ να θρέψω τα παιδιά μου από το να ικανοποιήσω την επιθυμία μου να χουζουρεύω μέχρι αργά στο κρεβάτι. Αυτό μου φαίνεται σωστό. Είναι δική μου απόφαση. Και ακριβώς επειδή είναι δική μου απόφαση, έχει αξία.

Ένας από τους όρους της αυτοεξάρτησης, είναι ότι μέσω της άδειας που έχω δώσει στον εαυτό μου να είμαι αυθεντικός, συνειδητοποιώ αυτομάτως ότι μου αξίζει οποιαδήποτε ανταμοιβή παρουσιάζεται, για τις σωστές αποφάσεις που παίρνω. 

Γιατί, ό,τι έκανα δεν ήταν υποχρέωσή μου, αλλά δική μου απόφαση. Μπορούσα να πάρω αυτήν ή την άλλη απόφαση, συνεπώς, μου ανήκει ο έπαινος για την επιτυχία.


Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης είναι ο δρόμος της ανάληψης της ευθύνης για τον εαυτό μας. Για να βαδίσεις αυτόν τον δρόμο χρειάζεται:

Να είσαι σε θέση να το κάνεις, να έχεις τα κατάλληλα εφόδια και να πάρεις την απόφαση.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένο μέρος για να προετοιμαστεί κανείς για τον δρόμο
Θα ανακαλύπτουμε τους όρους και τις συνθήκες στη διαδρομή.
Θα βελτιώνουμε τα εφόδιά μας όσο προχωράμε.
Θα παγιώνεται η απόφασή μας όσο περισσότερο δρόμο αφήνουμε πίσω μας.
Jorge Bucay  ''Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης'' από τα "Φύλλα Πορείας Ι" 
(Απόσπασμα) 






Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΑΡΤΗΣΗΣ είναι ο πρώτος από μια σειρά τεσσάρων τόμων που φέρουν τον γενικό τίτλο: "Φύλλα Πορείας" 


Με γλώσσα απλή, καθημερινή, σύντομες και συχνά ελλειπτικές προτάσεις, ο Χόρχε Μπουκάι καθοδηγεί τον αναγνώστη σε μια συζήτηση φιλική, θεραπευτική, καθόλου θεωρητική, με μεγάλη πρακτική αξία, όπου, χωρίς να προτείνει λύσεις, βοηθάει να βρεθούν Η ζωή, οι σχέσεις μας, η στάση και η συμπεριφορά μας μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Η προσωπική του άποψη είναι ένα απόσταγμα σοφίας, εμπειρίας, πολύχρονης θεραπευτικής πρακτικής και στοχασμού του μελετητή της παγκόσμιας μυθολογίας και διανόησης.
Στο ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΑΡΤΗΣΗΣ, ο Μπουκάι διδάσκει χωρίς να κάνει κήρυγμα. Γίνεται μαζί δάσκαλος και μαθητής, καταθέτει μαρτυρίες και σκέψεις άλλων, αναλύει και εξηγεί, τεκμηριώνει επιστημονικά και μας οδηγεί σε λογικά συμπεράσματα, ακυρώνοντας την αυθεντία του καθοδηγητή.
Τα "Φύλλα Πορείας" του είναι λιγότερο κατευθυντήριες γραμμές και περισσότερο αφορμές για προβληματισμό. Για κάθε κατάσταση κάνει μια νύξη και διηγείται μια "ιστορία" που "κάτι λέει", κάτι που μας αφήνει να το εννοήσουμε μόνοι μας, αποκομίζοντας τη χαρά της ανακάλυψης και την ικανοποίηση της συνειδητοποίησης. 
[από την παρουσίαση της έκδοσης]

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Νυχτερινή Συνάντηση

  Πριν πάρει την ανηφοριά για τους γαλάζιους λόφους, ο Τόμας Γκομέζ σταμάτησε για καύσιμα στο απόμακρο βενζινάδικο.
-"Σα πολλή μοναξιά έχεις εδώ, ε παππού;" έκανε ο Τόμας. Ο γέρος σκούπισε με το πανί του το παρμπρίζ του μικρού φορτηγού.
-"Δεν είναι κι άσκημα".
-"Πως σου φαίνεται ο 'Αρης, παππού";
-"Καλός είναι. Πάντοτε υπάρχει κάτι καινούριο να δεις. Όταν πρωτόρθα δω πέρσι το χα πάρει απόφαση να μη περιμένω τίποτα, να μη ζητώ τίποτα και να μη με ξαφνιάζει τίποτα. Πρέπει να ξεχάσουμε τη Γη και τη ζωή που ξέραμε κάποτε. Πρέπει να μας απασχολεί μόνον αυτό που χουμε δω και το πόσο διαφορετικό είναι. Και μόνο που παρατηρώ τον καιρό είναι μεγάλη διασκέδαση. Είναι ο αρειανός καιρός. Καφτός σα τη κόλαση τη μέρα, παγερός σα τον θάνατο, τη νύχτα. Είναι διασκέδαση να βλέπεις διαφορετικά λουλούδια, διαφορετική βροχή.Ήρθα στον 'Αρη για να περάσω τα γεράματά μου κι ήθελα να βρω ένα τόπο που το καθετί είναι διαφορετικό. Ένας γέρος έχει ανάγκη από διαφορετικά πράματα, ξέρεις. Οι νεαροί δε κάνουνε κέφι να κουβεντιάζουνε μαζί του και τους συνομήλικούς του τους βρίσκει φοβερά βαρετούς. Έτσι σκέφτηκα πως το καλύτερο που χα να κάνω ήταν να βρω ένα μέρος όσο πιο διαφορετικό γινόταν, όπου θ' αρκούσε ν' ανοίξω τα μάτια για να δω και κάτι ενδιαφέρον. Αγόρασα τούτο το βενζινάδικο. Αν αρχίσει να πέφτει πολλή δουλειά, θα τραβήξω για κανέναν άλλο πιο παλιό δρόμο, που δε θα χει τόση κίνηση, όπου θα μπορώ να βγάζω ίσα-ίσα, όσα χρειάζομαι για να ζω και θα μου μένει χρόνος για ν' απολαμβάνω τα διαφορετικά πράματα που υπάρχουν εδώ".
-"Ανακάλυψες τη φιλοσοφία της ζωής, παππού", χαμογέλασε ο Τόμας, με τα μελαχρινά του χέρια ακουμπισμένα στο τιμόνι. Ένιωθε ωραία. Δούλευε σε μιαν από τις νέες αποικίες, δέκα μέρες σερί και δυο σχόλη και τώρα πήγαινε σ' ένα γλέντι.
-"Τίποτε δε με ξαφνιάζει πια", συνέχισε ο γέρος, "απλά κοιτάζω. Απλά ρουφώ εμπειρίες. Αν δε μπορείς να δεχτείς τον 'Αρη έτσι όπως είναι, καλύτερα να γυρίσεις στη Γη. Το καθετί είναι τρελό δω πέρα, το χώμα, ο αγέρας, τα κανάλια, οι ιθαγενείς -δεν έχω δει κανέναν ακόμη αλλ' ακούω πως υπάρχουν- ως και τα ρολόγια. Ακόμη και το δικό μου ρολόι συμπεριφέρεται παράξενα. Ναι, ακόμη κι ο χρόνος είναι τρελός δω πέρα. Έρχονται στιγμές που νιώθω σα να μαι ολομόναχος, δίχως δεύτερη ψυχή σ' όλο τον πλανήτη. Θα βαζα και στοίχημα γι' αυτό. 'Αλλες φορές πάλι νιώθω σαν οχτάχρονο παιδί και μ' ανάλογο μπόι, ενώ το καθετί γύρω μου είναι ψηλότερο. Χριστέ μου, αυτός είναι τόπος για ένα γέρο! Μου χαρίζει ζωντάνια και με κρατά ευτυχισμένο. Ξέρεις σαν τι μοιάζει ο 'Αρης; Με κάτι που μου κάνανε δώρο κάποια Χριστούγεννα πριν εβδομήντα τόσα χρόνια. Δε ξέρω αν τα χεις δει ποτέ, λέγονταν καλειδοσκόπια. Είχανε χρωματιστά γυαλάκια, χάντρες και δε ξερωτί μες σ' ένα σωλήνα. Τα κρατούσες στον ήλιο, κοίταζες από την άλλη μεριά και το θέαμα σου κοβε την ανάσα. Δε μπορείς να φανταστείς τι σχέδια έβλεπες! Λοιπόν κάπως έτσι είναι ο 'Αρης. Απόλαυσέ τον. Μη ζητάς τίποτ' άλλο απ' αυτό που ναι. Χριστέ μου, το ξερες πως τούτος δω ο δρόμος φτιάχτηκε από τους Αρειανούς κι έχει ηλικία πάνω από δεκάξι αιώνες; Δες πόσο καλά κρατάει ακόμα! Ενάμιση δολάριο για τη βενζίνα, ευχαριστώ και καλή σου νύχτα".


Ο Τόμας πήρε πάλι τον αρχαίο δρόμο, γελώντας σιγανά. 

Ήτανε μακρύς δρόμος, που ξετυλιγόταν μες στο σκοτάδι και τους λόφους. Κρατούσε το τιμόνι και κατά καιρούς, άπλωνε το χέρι στο καλάθι με το κολατσιό και τσίμπαγε κάτι. Οδηγούσε σταθερά για καμμιάν ώρα τώρα, δίχως να δει κανένα φως. Μόνον ο δρόμος που τραβούσε μπρος, το βουητό της μηχανής του κι ο 'Αρης σιωπηλός ολόγυρα. 
Ο 'Αρης ήτανε πάντα σιωπηλός κόσμος, αλλά η αποψινή νύχτα ήτανε πιο ήσυχη από κάθε άλλη. 
Η έρημος κι οι άδειες κοίτες των θαλασσών έφευγαν αριστερά και δεξιά του, με τα βουνά ν' αχνοφαίνονται στο φόντο των άστρων.

Απόψε η μυρωδιά του Χρόνου πλανιότανε στον αγέρα. 

Ο Τόμας χαμογέλασε κι έπαιξε μ' αυτή τη φαντασία στο νου του. Ήτανε κι αυτή μια σκέψη. 
Ποια να ταν αλήθεια η μυρωδιά του Χρόνου; Μύριζε σκόνη, ρολόγια κι ανθρώπους. Κι αν αναρωτιόσουνα ποιος να ταν ο ήχος του Χρόνου, αυτός ήτανε σα νερό που κελάρυζε σε μια σκοτεινή σπηλιά και σαν απόμακρες φωνές και σα χώμα που πεφτε σ' άδεια καπάκια κουτιών και σα βροχή. Και για να το πάει ακόμα πιο πέρα, σαν τι να μοιαζε τάχατες ο Χρόνος; Ο Χρόνος έμοιαζε σα νιφάδες χιονιού που πέφτανε σιωπηλά σε σκοτεινό δωμάτιο ή σα βουβή ταινία σε παλιό κινηματογράφο ή σαν εκατό δισεκατομμύρια πρόσωπα να πέφτουν αργά σα μπαλόνια, κάτι προς το χάος και το τίποτα. 
Κι απόψε -ο Τόμας έβγαλε το χέρι από το παράθυρο να νιώσει τον άνεμο- μπορούσε σχεδόν ν' αγγίξει τον Χρόνο. Οδηγούσε το φορτηγό του μες από τους λόφους του Χρόνου... 
Ένιωσε ανατριχίλα στο σβέρκο κι ανακάθισε απότομα, κοιτάζοντας το δρόμο μπροστά.

Σταμάτησε το φορτηγό σε μια μικρή, νεκρή, αρειανή πόλη, έσβησε τη μηχανή κι άφησε τη σιγαλιά να τονε τυλίξει ολόγυρα. Κάθισε κει αγναντεύοντας, δίχως ν' ανασαίνει, πέρα τ' άσπρα κτίρια στο φεγγαρόφωτο. Ήταν ακατοίκητα από αιώνες. Τέλεια κι άψογα, ερειπωμένα ναι, αλλά τέλεια... 'Αναψε πάλι τη μηχανή κι έκανε κανα δυο χιλιόμετρα, μπορεί και παραπάνω, πριν σταματήσει ξανά. Εκεί βγήκε από τ' αμάξι, πήρε μαζί του το καλάθι με το φαγητό και τράβηξε σ' ένα μικρό ύψωμα απ' όπου μπορούσε ν' αγναντέψει τη σκονισμένη πόλη που άφησε πίσω του. 'Ανοιξε το θερμός και γέμισε τη κούπα με καφέ. Ένα νυχτοπούλι φτερούγισε πάνω από το κεφάλι του. Ο Τόμας ένιωθε πολύ ωραία εκεί, πολύ γαλήνια.


Θα χε περάσει κανά πεντάλεπτο, όταν ακούστηκε ένας ήχος. 

Πέρα στους λόφους, εκεί που στριβε ο αρχαίος δρόμος, το μάτι του πήρε μια κίνηση. Διέκρινε αμυδρό φως και μετά άκουσε κάτι σα μουρμουρητό. Γύρισε αργά με τη κούπα του καφέ στο χέρι κι είδε να προβάλλει από τους λόφους κάτι παράξενο. Ήτανε μια μηχανή που μοιαζε σμαραγδοπράσινο έντομο, σαν αλογάκι της Παναγίας, που ταξίδευε ντελικάτο στον κρύο αγέρα, δυσδιάκριτο, μ' αμέτρητα πράσινα πετράδια να τρεμοσβήνουνε σ' όλο του το κορμί, ενώ τα μάτια του λαμπύριζαν ίδια με κόκκινα πολυπρισματικά ρουμπίνια. Τα έξι πόδια της μηχανής ανεβοκατεβαίνανε στον αρχαίο δρόμο μ' έναν ήχο σα περαστικό πρωτοβρόχι κι από τη ράχη της μηχανής, ένας Αρειανός με μάτια από αναλυτό χρυσάφι, ατένιζε από ψηλά τον Τόμας σα να κοίταζε στα βάθη ενός πηγαδιού.
Ο Τόμας σήκωσε το χέρι και σκέφτηκε: "Καλησπέρα", αυτόματα, αλλά δε σάλεψε τα χείλη, γιατί τούτος ήταν Αρειανός. Αλλά ο Τόμας είχε ταξιδέψει στα γαλάζια ποτάμια της Γης, είχεν ανταμωθεί με ξένους στο δρόμο κι είχε φάει με ξένους ανθρώπους σε ξένα σπίτια, με μοναδικό του όπλο πάντα το χαμόγελο. Δε κρατούσε ντουφέκι, ούτε κι ένιωθε την ανάγκη για κάτι τέτοιο, τώρα, έστω κι αν η καρδιά του πετάρισε για λίγο. Τα χέρια του Αρειανού ήτανε κι αυτά άδεια. Για μια στιγμή μείνανε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στο δροσερόν αγέρα. Πρώτος αντέδρασε ο Τόμας.
-"Καλησπέρα!" είπε
-"Καλησπέρα!" είπε κι ο Αρειανός στη γλώσσα του. Δε κατάλαβαν ο ένας τον άλλο.
-"Είπες καλησπέρα;" ρωτήσανε κι οι δυο.
-"Τι είπες;" ρωτήσανε πάλι κι οι δυο, έκαστος σε διαφορετική γλώσσα. Σταθήκανε κι οι δυο τους συνοφρυωμένοι.
-"Πως σε λένε;" ρώτησεν ο Τόμας στ' αγγλικά.
-"Τι γυρεύεις εδώ;" ρώτησεν ο άλλος στ' αρειανά.
-"Που πηγαίνεις;" ρωτήσανε κι οι δυο σαστισμένα.
-"Με λένε Τόμας Γκομέζ".
-"Με λένε Μουέ Κα". Κανένας δε κατάλαβε, αλλά με τα λόγια χτυπήσανε το δάχτυλο στο στήθος τους και το μήνυμα έγινε σαφές. Ύστερα ο Αρειανός γέλασε:
-"Περίμενε!" Ο Τόμας ένιωσεν άγγιγμα στο κεφάλι αν και κανένα χέρι δε τον είχεν ακουμπήσει. "Ορίστε!" είπεν ο Αρειανός στ' αγγλικά. "Τώρα μπορούμε να συνεννοηθούμε"!
-"Έμαθες τόσο γρήγορα τη γλώσσα μου"!
-"Απλό πράγμα!" Κοιτάξανε για μια στιγμή, σιωπηλοί κι αμήχανοι κι οι δυο, τη κούπα με τον αχνιστό καφέ στο χέρι του Τόμας. "Κάτι διαφορετικό;" ρώτησεν ο Αρειανός, κοιτώντας μια τον Τόμας και μια τη κούπα, εννοώντας ίσως και τα δυο.
-"Να σου προσφέρω μια κούπα;" προθυμοποιήθηκε ο Τόμας.
-"Ευχαριστώ". Ο Αρειανός κατέβηκεν από τη μηχανή του. Ο Τόμας γέμισε ακόμα μια κούπα μ' αχνιστό καφέ και τη πρότεινε στον άλλο. Τα χέρια τους συναντηθήκανε και -σαν ομίχλη- περάσανε τονα μες από τ' άλλο.


-"Ιησούς Χριστός!" φώναξε ο Τόμας, αφήνοντας να του πέσει η κούπα.
-"Στ' όνομα των Θεών!" έκανε κι ο Αρειανός στη γλώσσα του. Παγωνιά και τρόμος τους είχε τυλίξει. Ο Αρειανός έσκυψε να πιάσει τη κούπα μα δε μπόρεσε να την αγγίξει.
-"Χριστέ μου!" ψέλλισε πάλι ο Τόμας. Ο Αρειανός πάσχισε πάλι και πάλι να πιάσει τη κούπα, μα στάθηκε αδύνατο. Τελικά σηκώθηκε, έμεινε για λίγο συλλογισμένος και μετά τράβηξε μαχαίρι από τη ζώνη. "Έι!" φώναξε αλαφιασμένος ο Τόμας.
-"Με παρεξήγησες. Έλα πιασ' το!" τονε παρότρυνεν ο Αρειανός και του το πέταξε. Ο Τόμας έκαμε χούφτα τις παλάμες μα το μαχαίρι πέρασε μες από τα χέρια του κι έπεσε στο χώμα. Έσκυψε να το σηκώσει μα δε μπόρεσε να το αγγίξει καν και σηκώθηκε πάλιν ανατριχιάζοντας.
-"Τ' άστρα!" είπε.
-"Τ' άστρα!" είπε κι ο Αρειανός, κοιτάζοντας με τη σειρά του τον Τόμας. Τ' άστρα φαίνονταν αστραφτερά και καθάρια πίσω από τη φιγούρα του Αρειανού, σα σπίθες ενσωματωμένες στη διάφανη φωσφορική μάζα μιας θαλάσσιας μέδουσας. Μπορούσες να δεις τ' άστρα να τρεμοφέγγουνε σα βιολετιά μάτια στο στομάχι και το στήθος του Αρειανού και να στραφταλίζουνε σα κοσμήματα στον καρπό του.
-"Μπορώ να δω από μέσα σου!" είπεν ο Τόμας
-"Κι εγώ το ίδιο!" αποκρίθηκεν ο Αρειανός, κάνοντας παραπίσω. Ο Τόμας ψαχούλεψε το κορμί του, ένιωσε τη ζεστασιά κι αναθάρρησε. Είμαι αληθινός, σκέφτηκε. Ο Αρειανός άγγιξε τη μύτη και τα χείλη του. Έχω σάρκα, είμαι ζωντανός, είπε σχεδόν από μέσα του. Ο Τόμας κοίταξε μ' ορθάνοιχτα μάτια τον ξένο:
-"Κι αν εγώ είμαι αληθινός, τότε συ πρέπει να 'σαι πεθαμένος".
-"Όχι, συ είσαι πεθαμένος!"
-"Είσαι φάντασμα"!
-"Είσαι οπτασία"! Στεκόντανε δείχνοντας ο ένας τον άλλο, με τ' άστρα να φέγγουνε μες από το κορμί τους σα στιλέτα, σα παγοκρύσταλλα και σα πυγολαμπίδες. Μετά, αρχίσαν να ψηλαφίζονται πάλι, ο καθένας βρίσκοντας τον εαυτό του γερό, ζεστό, ταραγμένο, σαστισμένο, τρομαγμένο κι ο άλλος παρέκει ήταν ο εξωπραγματικός, ένα φασματικό πρίσμα που λαμπύριζε με το φως των μακρινών κόσμων. Είμαι μεθυσμένος, σκέφτηκεν ο Τόμας. Δε θα πω λέξη σε κανέναν αύριο για τούτη την ιστορία, τίποτα, το παραμικρό. Στέκονταν εκεί στον αρχαίο δρόμο, σα μαρμαρωμένοι κι οι δυο.
-"Από που ήρθες;" ρώτησε τελικά ο Αρειανός.
-"Από τη Γη".
-"Που είναι αυτή";
-"Εκεί", ο Τόμας έδειξε τον ουρανό.
-"Πότε";
-"Φτάσαμε πριν ένα χρόνο και βάλε, δε το θυμάσαι";
-"Όχι".
-"Κι όλοι σας είχατε πεθάνει, εκτός από ελάχιστους. Είσαι σπάνιο είδος, δε το 'ξερες";
-"Δεν είναι αλήθεια".
-"Ναι, νεκροί, όλοι σας. Είδα τα κουφάρια σας. Μαυρισμένα μες σε δωμάτια, σε σπίτια, εντελώς άψυχα. Χιλιάδες τέτοια".
-"Είναι γελοίο αυτό που λες. Είμαστε ολοζώντανοι!"
-"Φίλε μου δεχτήκατε εισβολή, μόνο που δε το ξέρετε. Ελόγου σου θα πρέπει να ξέφυγες".
-"Δε ξέφυγα. Δεν υπήρχε τίποτα να του ξεφύγω. Τι θες να πεις; Πηγαίνω τώρα σε μια γιορτή, στο κανάλι, κοντά στα Όρη Ενιάλ. Εκεί ήμουνα και χτες το βράδυ. Δε βλέπεις τη πόλη κει κάτω;" ρώτησε δείχνοντας ο Αρειανός. Ο Τόμας κοίταξε κι είδε τα ερείπια.
-"Μπα, η πόλη που μου δείχνεις είναι νεκρή εδώ και χιλιάδες χρόνια". Ο Αρειανός γέλασε.
-"'Ακου νεκρή! Εκεί κοιμήθηκα χτες"!
-"Κι εγώ ήμουν εκεί τη περασμένη βδομάδα και τη προπερασμένη και μόλις πριν λίγο πέρασα μέσα της. Είναι σκέτα ερείπια. Δε βλέπεις τις γκρεμισμένες κολώνες";
-"Τις κολώνες; Τις βλέπω και πολύ καθαρά μάλιστα. Το φεγγαρόφωτο βοηθά. Οι κολώνες είναι ολόρθες".
-"Η σκόνη σκεπάζει τους δρόμους", είπεν ο Τόμας.
-"Οι δρόμοι είναι ολοκάθαροι"!
-"Τα κανάλια είναι κατάξερα κεί".
-"Τα κανάλια είναι γεμάτα μενεξελί κρασί".
-"Η πόλη είναι νεκρή".
-"Είναι ολοζώντανη!" επέμεινεν ο Αρειανός, γελώντας πιο πολύ τώρα. "Α κάνεις μεγάλο λάθος. Δε βλέπεις τα φώτα της γιορτής; Υπάρχουν όμορφες γόνδολες σα λεπτόκορμες κοπέλες κι όμορφες κοπέλες λεπτόκορμες σα γόνδολες, κοπελιές με το χρώμα της άμμου, κοπελιές με φλογερά λουλούδια στα χέρια. Τις βλέπω, μικροσκοπικές φιγούρες, να τρέχουνε στους δρόμους κει κάτω. Εκεί πηγαίνω τώρα, στη γιορτή. Θα κάνουμε βαρκάδες στα νερά όλη νύχτα, θα τραγουδήσουμε, θα πιούμε, θα κάνουμε έρωτα. 

Μα πως δε τα βλέπεις";

-"Φίλε, η πόλη που λες είναι πεθαμένη, σα σαύρα ξεραμένη από τον ήλιο. Ρώτησε όποιον θες από μας. Εγώ που λες πάω στη Πράσινη Πόλη απόψε. Είναι η νέα κοινότητα που στήσαμε κοντά στο δρόμο του Ιλλινόις. Τα χεις μπερδέψει τα πράματα. Φέραμε μαζί ένα εκατομμύριο κυβικά πόδια ξυλεία από το Όρεγκον και δυο ντουζίνες τόνους καλά ατσάλινα καρφιά και φτιάξαμε με δαύτα τα ομορφότερα χωριουδάκια που δες ποτέ. Απόψε θα καεί το πελεκούδι σ' ένα απ' αυτά. Δυο ρουκέτες φτάνουν από τη Γη με τις γυναίκες και τα κορίτσια μας. Θα χουμε χορούς κι ουίσκι-" Ο Αρειανός φάνηκε να ταράζεται τώρα.
-"Προς τα κει είπες";
-"Να κι οι ρουκέτες". ο Τόμας προχώρησε στο φρύδι του λόφου κι έδειξε πέρα χαμηλά. "Τις βλέπεις";
-"Όχι".
-"Μα πανάθεμά σε, κει είναι! Εκείνα τα μακρόστενα ασημένια πράματα".
-"Δε βλέπω τίποτα". Τώρα ήταν η σειρά του Τόμας να γελάσει.
-"Μα συ είσαι τελείως στραβός"!
-"Σου λέω πως βλέπω θαυμάσια. Εσύ πρέπει να σαι στραβός"!
-"Όμως βλέπεις τη καινούρια πόλη, έτσι δεν είναι";
-"Βλέπω μόνο τον ωκεανό με τα νερά σ' άμπωτη".
-"Τα νερά που λες έχουν εξατμιστεί εδώ και σαράντα αιώνες".
-"Έλα, τέρμα τ' αστεία. Το παρατράβηξες".
-"Είναι αλήθεια σου λέω". Ο Αρειανός σοβάρεψε απότομα.
-"Για πες μου πάλι, στ' αλήθεια δε βλέπεις τη πόλη όπως στη περιγράφω; Με τις κολώνες της κατάλευκες, τις ντελικάτες βάρκες της, τα φώτα της γιορτής -εγώ τα βλέπω ολοκάθαρα. Κι άκου! Δεν ακούς τη μουσική; Δεν είναι διόλου μακριά". Ο Τόμας αφουγκράστηκε και μετά κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
-"Δεν ακούω τίποτα".
-"Κι εγώ από την άλλη μεριά", είπεν ο Αρειανός, "δε μπορώ να δω όσα μου περιγράφεις. Τι να πει κανείς"; Και πάλι νιώσανε παγωνιά. Ήτανε σα να έρρεε πάγος στις φλέβες τους.
-"Λες να...";
-"Τι πράγμα";
-"Είπες ήρθατε από τον ουρανό";
-"Από τη Γη".
-"Το 'Γη' είναι ένα όνομα, ένα τίποτα", απάντησε ο Αρειανός, "αλλά ...καθώς ανέβαινα το πέρασμα πριν από καμιάν ώρα..." άγγιξε το σβέρκο του, "...ένιωσα..."
-"Μια παγωνιά μήπως";
-"Ακριβώς".
-"Και τώρα τι νιώθεις";
-"Πάλι μια παγωνιά. Κάτι περίεργο. Ήτανε σα κάτι ν' άλλαξε στο φως, στους λόφους, στο δρόμο", μουρμούρισε ο Αρειανός, "κάτι το παράξενο στο δρόμο και στο φως και για μια στιγμή ένιωσα σα να μουν ο τελευταίος ζωντανός στον κόσμο..."
-"Το ίδιο κι εγώ!" έκανε ο Τόμας κι ήταν σα να μιλούσε σε παλιόν αγαπημένο φίλο, που αντάλλασσε τα μυστικά της καρδιάς του, νιώθοντας να τονε ζεσταίνει η κουβέντα. Ο Αρειανός έκλεισε τα μάτια και μετά τ' άνοιξε πάλι.
-"Αυτό δε μπορεί να σημαίνει παρά ένα πράγμα. Πρέπει να 'χει να κάνει με τον Χρόνο. Είσαι μια εικόνα από το Παρελθόν!"
-"Όχι, συ είσαι από το Παρελθόν", είπεν ο Γήινος, έχοντας τον καιρό να συλλογιστεί καλύτερα.
-"Φαίνεσαι τόσο σίγουρος. Πως μπορείς ν' αποδείξεις ποιος είναι από το Παρελθόν και ποιος από το Μέλλον; Σε ποια χρονιά είμαστε";
-"Στο δυο χιλιάδες ένα"!
-"Και τι σημαίνει αυτό για μένα"; Ο Τόμας το συλλογίστηκε κι ανασήκωσε τους ώμους.
-"Τίποτα".
-"Είναι σα να σου λεγα πως είμαστε στο 4462835 Σ. Ε. Κ. Δε σημαίνει τίποτα ή και κάτι λιγότερο από το τίποτα. Που είναι το ρολόι για να μας δείξει πως είναι τ' άστρα";
-"Μα τα ερείπια το αποδεικνύουν! Μαρτυρούν ότι εγώ είμαι το Μέλλον, εγώ είμαι ο ζωντανός ενώ συ είσαι νεκρός"!
-"Το καθετί μέσα μου το αρνείται αυτό. Η καρδιά μου χτυπά, το στομάχι μου πεινά, το στόμα μου διψά. Όχι, όχι, κανείς μας δεν είναι νεκρός, ούτε ζωντανός. Κι όμως είμαστε πιο ζωντανοί από καθετί άλλο. Είμαστε κάπου ανάμεσα, θα ταν ίσως το πιο σωστό. Δυο περαστικοί ξένοι που ανταμώσανε μες στη νύχτα, αυτό είμαστε. 

Δυο περαστικοί ξένοι. 
Ερείπια είπες";

-"Ναι. Φοβάσαι";


-"Ποιος θέλει να δει το Μέλλον; Ποιος το βλέπει ποτέ; Ένας άνθρωπος μπορεί ν' αντιμετωπίσει το Παρελθόν, αλλά να σκεφτεί πως -οι κολώνες είναι γκρεμισμένες είπες; Κι οι θάλασσες άδειες, τα κανάλια ξερά, οι κοπελιές πεθαμένες και τα λουλούδια μαραμένα;" 

Ο Αρειανός έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, αλλά μετά κοίταξε μπροστά. 
"Μα είναι κει. Τα βλέπω. Δε μου φτάνει αυτό; Είναι κει τώρα και με περιμένουν, ό,τι κι αν λες εσύ". Και τον Τόμας τονε περίμεναν οι ρουκέτες, εκεί μακριά κι η πόλη κι οι γυναίκες από τη Γη.
-"Δε πρόκειται να συμφωνήσουμε ποτέ", μουρμούρισε
-"Ας συμφωνήσουμε να διαφωνήσουμε", είπεν ο Αρειανός. "Τι σημασία έχει ποιος είναι το Παρελθόν και ποιός είναι το Μέλλον, αν είμαστε κι οι δυο ζωντανοί; Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, αύριο ή και σε δέκα χιλιάδες χρόνια. Πώς ξέρεις αν εκείνοι οι ναοί κει κάτω δεν είναι ναοί του δικού σου πολιτισμού εκατό αιώνες από σήμερα, ερειπωμένοι και γκρεμισμένοι; Δε το ξέρεις. Τότε μη ρωτάς. Αλλά η νύχτα δε κρατά πολύ. Δες, οι σπίθες από τις φωτιές της γιορτής πετάνε κιόλας στον ουρανό, μαζί με τα πουλιά". Ο Τόμας άπλωσε το χέρι του. Ο Αρειανός έκαμε το ίδιο. Οι παλάμες τους δεν άγγιξαν, πέρασαν η μια μες στην άλλη.
-"Θ' ανταμωθούμε ξανά";
-"Ποιος ξέρει; Ίσως καμμιάν άλλη νύχτα".
-"Θα θελα να ρθω μαζί σου στη γιορτή".
-"Κι εγώ θα θελα να ρθω στη νέα πόλη σας, να δω τα σκάφη που λες, να δω κείνους τους ανθρώπους και ν' ακούσω τα όσα συνέβησαν".
-"Έχε γεια", είπεν ο Τόμας
-"Καλή σου νύχτα". 


Ο Αρειανός ξεμάκρυνε σιωπηλός με το πράσινο μεταλλικόν όχημά του και χάθηκε πέρα στους λόφους. Ο Τόμας γύρισε στο φορτηγό και ξεκίνησε το ίδιο σιωπηλός, προς την αντίθετη κατεύθυνση. 
Θεέ μου, τι όνειρο κι αυτό! αναστέναξε, με τα χέρια του στο τιμόνι, με τη σκέψη στις ρουκέτες, τις γυναίκες, το δυνατόν ουίσκι, τους χορούς της Βιρτζίνια και το γλέντι.
Τι παράξενο όραμα κι αυτό! σκεφτόταν ο Αρειανός τραβώντας γοργά το δρόμο του, με τη σκέψη στη γιορτή, τα κανάλια, τις βάρκες, τις γυναίκες με τα χρυσαφένια μάτια και τα τραγούδια.

Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Τα φεγγάρια είχανε δύσει, τ' άστρα λαμπυρίζανε στον άδειο δρόμο, όπου τώρα απλωνότανε σιγαλιά.  Δε σάλευε το παραμικρό κει, ούτε ήχος, ούτε αμάξι, ούτε πρόσωπο, ούτε τίποτα. 

Κι έτσι έμεινε για όλη την υπόλοιπη, δροσερή, σκοτεινή νύχτα...
_______________________________________________________


 Raymond Douglas Bradbery
"Nightly Meeting"

Μτφ : Γιώργος Μπαλάνος  

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

"Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης" - (92-98) Συνειδητοποίηση (Ν)



Συνειδητοποίηση 

Η δική μου άποψη για την αυτογνωσία αρχίζει με το να θυμάμαι ότι : 
Δεν είναι ότι έχω σώμα, αλλά ότι είμαι σώμα
Δεν είναι ότι έχω συναισθήματα, αλλά ότι είμαι τα συναισθήματα που νιώθω
Δεν είναι ότι έχω έναν τρόπο σκέψης , αλλά ότι είμαι ο τρόπος που σκέφτομαι 




Τελικά, ο καθένας μας είναι οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, το ίδιο το σώμα του και συγχρόνως, κάτι παραπάνω : το είναι του 
Ο καθένας μας πρέπει να ξέρει πως είναι όλα όσα μας βοηθάει ν αφομοιώσουμε η αλληγορία της άμαξας. 
Εάν επιχειρήσω να με γνωρίσω, πρέπει ν αρχίσω από την αυτοπαρατήρηση με βλέμμα αθώο και ειλικρινές, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς να ξεκινάω με ήδη διαμορφωμένη άποψη για το πώς θα έπρεπε να είμαι
Ποτέ δε θα μπορέσω να γνωρίσω τον εαυτό  μου αν ψάχνω να τον βρω με βλέμμα επικριτικό
Είναι αρκετά συνηθισμένο -κι εγώ θεωρώ αρκετά καταστροφικό- ν αναλύουμε τις πράξεις και τις σκέψεις μας με λέξεις όπως αυτές :
''Τι ηλίθιος που είμαι''
''Επρεπε να το χω καταλάβει..''
''Μα πώς μπορώ να είμαι τόσο βλάκας;"
''Μου ρχεται να πάω να αυτοκτονήσω!"
κλπ κλπ 
Λέω λοιπόν, πως αν μπορούσε κανείς να το μετατρέψει όλο αυτό σε μια συμπεριφορά πιο επιδοκιμαστική, πιο επιφυλακτική, αν μπορούσε να πει:
"Έκανα λάθος. Την επόμενη φορά  θα προσπαθήσω να το κάνω καλύτερα.."
"αυτό , καλό έίναι να το θυμάμαι.."
"Φέρθηκα επιπόλαια, καμιά φορά το άγχος μου δε με βοηθάει.."
"Από δω και πέρα θα προσπαθώ να βρίσκω εναλλακτικές λύσεις .."
τότε παραδόξως, θα μπορούσε κανείς ν αλλάξει.
Κανείς δεν πραγματοποιεί μια αλλαγή επειδή το απαιτούν οι περιστάσεις . 
Κανείς δεν αλλάζει πραγματικά από φόβο
Κανείς δε μεγαλώνει με διαρκή έλεγχο και καταπίεση

Τι καλά θα ήταν αν παύαμε να είμαστε τόσο επικριτές και κατήγοροι.. 
Αυτός είναι ο μόνος δρόμος γιατί , στην πραγματικότητα, θα πρέπει να έχω συντροφιά τον εαυτό μου σε όλη μου τη ζωή, είτε μου αρέσει είτε δε μου αρέσει. σύντομη ή μακρόχρονη, πολλή ή λίγη, αυτή είναι η ζωή μου, και θα πρέπει να σταθώ στο πλευρό του εαυτού μου 

Η λέξη amigo (φίλος)  αποτελεί σύνθεση τριών μονοσύλλαβων λέξεων  a-me-cum (μαζί-με-εμένα) 
Εκείνος που είναι δίπλα μου, μαζί μου
Τι καλά που θα ήταν να συμπεριλαμβάνεται ο καθένας από μας στη λίστα των φίλων του εαυτού του..
Αφού θα είμαι με τον εαυτό μου για πάντα , τότε καλά θα ήταν να στέκομαι συνειδητά στο πλευρό μου.. 
Αφού είμαι με τον εαυτό μου από την αρχή και κανείς δεν ξέρει περισσότερα για μένα απ ό,τι εγώ (κανείς, ούτε καν ο θεραπευτής μου)  τι καλά που θα ήταν αν μπορούσα να είμαι για τον εαυτό μου ένας καλός φίλος να στέκομαι στο πλευρό μου, να κάνω και να σκέφτομαι ό,τι καλύτερο για μένα. 

Το να θέλω να κάνω για μένα κάτι διαφορετικό απ αυτό που είμαι, δεν είναι ο δρόμος της γνωριμίας με τον εαυτό μου, αλλά ο δρόμος της αλλαγής. Και θα σου πω τώρα κάτι που κάποια άλλη φορά θα επαναλάβω εκτενέστερα: 
η προσπάθεια ν αλλάξεις τον εαυτό σου δεν είναι δημιουργική. είναι λάθος δρόμος, είναι παρέκκλιση , είναι απομάκρυνση απ την ορθή πορεία
Ο δρόμος της γνωριμίας με τον εαυτό μου ξεκινάει όταν αποδέχομαι ότι είμαι αυτό που είμαι, και δουλεύω με αφετηρία όσα ανακαλύπτω  για να δω τι θα κάνω με μένα. Να δω τι θα κάνω για να είμαι εγώ ο ίδιος καλύτερα- εάν θέλω όντως να είμαι καλύτερα- ξέροντας όμως, ότι καλά είμαι όπως είμαι. φυσικά , θα είναι ακόμη καλύτερα αν βοηθήσω να πραγματοποιηθεί αυτή η αλλαγή.

Μερικές φορές, η αλλαγή είναι η εξερεύνηση μιας πορείας που δεν έχει ακολουθήσει κανείς νωρίτερα

Επιτρέψτε μου ν αναφέρω σαν παράδειγμα την εμπειρία μου σ έναν χώρο ίσως όχι πολύ σπουδαίο, που με εξυπηρετεί όμως εδώ , ως παράδειγμα:
Στο δικό μου δρόμο προς την αυτογνωσία, συνειδητοποίησα ότι πολλοί θύμωναν μαζί μου όταν δεν ήξερα τι να απαντήσω στην απλή ερώτηση: "Με τι ασχολείσαι; " 
Δεν ένιωθα άνετα να λέω ούτε γιατρός, ούτε ψυχίατρος, ούτε ψυχαναλυτής ,ούτε ψυχοθεραπευτής. Απέρριπτα όλες αυτές τις ιδιότητες
Αν και είμαι πτυχιούχος Γιατρός θεωρώ ότι γιατρός είναι εκείνος που θεραπεύει ανθρώπους κι έχω καταλάβει εδώ και καιρό, ότι εγώ τουλάχιστον, δεν θεράπευσα ποτέ κανέναν (το πολύ πολύ να θεραπεύτηκε κάποιος μόνος του δίπλα μου) 
Ψυχίατρος δεν είμαι, γιατί ψυχίατρος είναι εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με ψυχικές ασθένειες, και μολονότι εκπαιδεύτηκα στην ειδικότητα αυτή και εργάσθηκα για πάνω από δέκα χρόνια σε νοσοκομεία  και ψυχιατρικά ιδρύματα ως συμβασιούχος γιατρός, πάει πολύς καιρός που δεν ασχολούμαι πια μ αυτό
Ψυχαναλυτής δεν κατάφερα να γίνω, γιατί ποτέ δεν στήριξα απόλυτα τη δουλειά μου στην ψυχαναλυτική σχολή 
Ψυχοθεραπευτής θα μπορούσα να είμαι,  όμως , ούτε στην ψυχοθεραπεία αφιερώνω όλο μου το χρόνο. Επιπλέον, ο όρος θεραπευτής, αναφέρεται στη φροντίδα αρρώστων, κι εγώ δουλεύω περισσότερο με υγιείς "ασθενείς"  παρά με αρρώστους που πάσχουν από κάτι
Τι κάνω λοιπόν ;
Παρατηρώ. 
Αυτοπαρατηρούμαι . Συνειδητοποιώ, πως αυτό που έχω γνωρίσει εγώ ως εαυτό μου δεν ανταποκρίνεται σε κανένα επάγγελμα που ξέρω, και δέχομαι ότι δε μπορώ να ορίσω τη δουλειά μου με καμία από τις λέξεις που ανέφερα και που συνηθίζουν να μου αποδίδουν οι άλλοι 
Ωστόσο, ακούω το αίτημα και την ανάγκη τους να ξέρουν τι δουλειά κάνω

Το αίτημά τους με βοήθησε ν αντιληφθώ πως είχα κι εγώ ανάγκη να ορίσω ποιος είμαι
Είχα ήδη διαχωρίσει τον εαυτό μου . δεν ήμουν αυτό που ήταν οι άλλοι. Όμως, τι ήμουν ;
Έπρεπε να βρω έναν καινούριο τρόπο να ορίζω τον εαυτό μου 
Και τον βρήκα : επαγγελματίας βοηθός 
Βοηθός από τη λέξη βοήθεια και επαγγελματίας γιατί έχω εκπαιδευτεί γι αυτήν τη δουλειά και πληρώνομαι για να την κάνω . Δεν έχει να κάνει με τίποτε άλλο, δεν είναι γιατί "διδάσκω"  κάποιο δόγμα, αλλά γιατί, να το πω απλα, απ αυτό ζω

[...]

Το μοντέλο της θεραπείας Γκεστάλτ, το επινόησε ο Φριτζ Περλς . 
Στην αρχή της καριέρας του, ο Περλς ξεκίνησε λέγοντας ότι δεν μπορούσε να θεραπεύει ασθενείς, και ότι εκείνος αντί της θεραπείας, μπορούσε μόνο να τους προσφέρει αγάπη . όλα τα άλλα, θα έπρεπε να τα κάνουν μόνοι τους . Μετά, τους έλεγε  ότι το μόνο που μπορούσε να τους δώσει ήταν εργαλεία - κάποια βοηθήματα για να θεραπεύσουν μόνοι τους τον εαυτό τους . 
Τα τελευταία χρόνια στο Εσάλεν, όταν πήγαινε να τον δει κάποιος ασθενής ο Φριτζ του έλεγε:
"Δεν διαθέτω τα μέσα ,δεν έχω άλλη αγάπη να σου δώσω, δε μπορώ να σου δώσω τίποτε που δεν το γνωρίζεις ούτε θέλω να έχω την ευθύνη της θεραπείας σου . Το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω είναι ένα σημείο απ όπου θα προχωρήσεις μόνος σου μαθαίνοντας να βοηθάς τον εαυτό σου " 

Η ιδέα αυτή μου φαίνεται πολύ σημαντική. Έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα για τη θεραπεία, γιατί με αφετηρία αυτό το σημείο, η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ειδικό και τον ασθενή, δεν είναι τίποτε περισσότερο (και τίποτε λιγότερο)  από ένα εργαλείο για να βοηθήσει ο ασθενής μόνος του τον εαυτό του. 
Σ αυτό αναφέρομαι όταν λέω ότι είμαι επαγγελματίας βοηθός 
Η ειδικότητά μου συνίσταται στην προσφορά βοήθειας στους άλλους με βάση το γεγονός ότι εγώ έχω διαβάσει κάποια πράγματα που δεν έχουν διαβάσει ή δεν έχουν ζήσει εκείνοι. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το μόνο που κάνω. Σε βοηθάω να θεραπευτείς, να μεγαλώσεις, να ωριμάσεις, να παρατηρείς τον εαυτό σου . Κι αυτό δεν είναι ούτε πολύ ούτε λίγο - δε το λέω ούτε με έπαρση, ούτε με ταπεινοφροσύνη- Το λέω, γιατί αληθινά έτσι πιστεύω πως είναι . 

Με αφορμή αυτό που λέω , αναρωτιέμαι καμιά φορά αν μπορεί να θεωρηθεί θεραπευτικό να μιλάει κανείς για τα προβλήματά του με κάποιον φίλο. 
Εγώ , νομίζω πως ναι . Είμαι πεπεισμένος ότι η κουβεντούλα μ έναν καλό φίλο μπορεί να είναι πολύ θεραπευτική. Οπωσδήποτε , είναι λυπηρό να σκέφτομαι ότι κάποιος μπορεί να πάει σε ψυχοθεραπευτή επειδή δεν έχει φίλους. 
Αυτό σημαίνει ότι δε χρειάζονται οι θεραπευτές ;
Δεν είναι έτσι . Σε πολλές περιπτώσεις, ο ψυχοθεραπευτής δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τον φίλο, όπως και οι φίλοι επιτελούν λειτουργίες που δε μπορεί ν αναπληρώσει ο θεραπευτής 
Και η ιδιαιτερότητα αυτή, δεν έχει καθόλου να κάνει με την υποτιθέμενη αντικειμενικότητα του θεραπευτή. 
Κανείς δεν είναι αντικειμενικός . Μην αυταπατάσαι και μην αφήνεις κανέναν να σε εξαπατήσει. Για να έχουμε αντικειμενική άποψη, θα έπρεπε να είμαστε αντικείμενα . Από τη στιγμή που είναι κανείς υποκείμενο, είναι καταδικασμένος να δίνει μόνο τη δική του υποκειμενική άποψη 
Επομένως, αυτό που μπορεί να προσφέρει ο θεραπευτής, ο βοηθός ,ο ψυχολόγος, είναι ένα υποκειμενικό βλέμμα από τη θέση του θεραπευτή . μια θέση που σχεδιάζεται ανάλογα με τον ασθενή, για να μάθει να βοηθάει ή να θεραπεύει ο ίδιος τον εαυτό του
Μου φαίνεται ότι κανείς δε μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω από αυτό  

Χόρχε Μπουκάι 
από το "Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης"   Φύλλα πορείας Ι 
(εκδ. Όπερα) 

πίνακες : Mino Geretti 

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

''Το τελευταίο κατασκεύασμα''



Οι κινούμενες άμμοι απλώνονταν στο πρόσωπο της Γης και σε λίγο θα την σκέπαζαν όλη.
Για χιλιάδες χρόνια τώρα οι ωκεανοί ήταν στεγνοί και τα απόνερα της τελευταίας παλίρροιας είχαν χαθεί από τις ατέλειωτες ακτές. Η Γη ήταν γριά πια, το δέρμα της ήταν ξερό και ρυτιδωμένο από τη σκόνη που αγκάλιαζε τα πάντα. Σαν ζωντανό πλάσμα οι άμμοι πολλαπλασιάζονταν, γεννημένες σ' ερήμους όπου κάποτε αρμένιζαν καράβια.
Ο θάνατος της υγρασίας σήμαινε και το θάνατο του ανθρώπου. Ένα ανθρώπινο πλάσμα δεν είναι αδιάβροχο: τα ζωτικά του υγρά εξατμίζονται σαν το νερό από μια ασμάλτωτη πήλινη κανάτα.
Ένας-ένας στην αρχή, μετά η μια φυλή μετά την άλλη και το ένα έθνος μετά το άλλο, ο άνθρωπος εξαφανίστηκε το ίδιο μαγικά όσο είχε εμφανιστεί. Τα κόκαλά του έγιναν σκόνη από την τριβή των κόκκων και τα μεταλλικά του άλατα διαλύθηκαν στις άμμους.
Ωστόσο για πολύ καιρό κατάφερνε ν' αναβάλλει την οριστική του εξαφάνιση. 
Με το κάθε τεχνολογικό μέσο που είχε στη διάθεσή του, πολεμούσε τις ερήμους σ' έναν εξαρχής χαμένο πόλεμο που, ωστόσο, έκανε αιώνες να χαθεί.

Τώρα ο πόλεμος είχε σχεδόν τελειώσει. Τα παλιά λιβάδια, τα δάση, οι λόφοι, ακόμοι και οι εκτάσεις του παγου στους δύο πόλους – όλα είχαν σκεπαστεί από τις άμμους. Ολα τα έργα του ανθρώπου, οι πόλεις του, οι δρόμοι του και γέφυρές του, τα είχαν καταπιεί οι αμμόλοφοι. Το κάθε έντομο, πουλί και ζώο κοιμόταν κάτω από εκείνη την ύπουλη κίτρινη κουβέρτα. Μονάχα σε μια τελευταία κοιλάδα, σ' ένα τελευταίο σπίτι, επιζούσε μια τελευταία σπίθα ζωής.

Ο Τελευταίος Ανθρωπος της Γης βγήκε από την πόρτα του και στάθηκε ν' αγναντέψει το τοπίο. Η κοιλάδα του ήταν μικρή και ρηχή, εντελώς κλεισμένη από παντού μ' ένα γυάλινο θόλο. Υπήρχε κάτι καινούριο να δει τούτο το πρωινό: οι άμμοι είχαν φτάσει.
Σαν ζωντανό πλάσμα, πιο καστανόξανθο και πιο φοβερό κι από λιοντάρι, οι άμμοι έσπρωχναν και φούσκωναν πάνω στο γυαλί. Σηκώνονταν κι απλώνονταν γύρω από το αθέατο εμπόδιο. Μπορούσες να τις ακούσεις να ψιθυρίζουν πάνω στο γυαλί, πασχίζοντας να μπουν μέσα.
Και το γυαλί ράγισε. Σπάζοντας από την πίεση πίσω του, ένα μεγάλο κομμάτι του έπεσε προς τα μέσα. Αμέσως ένα μεγάλο μπράτσο κίτρινης άμμου χώθηκε στην κοιλάδα και άπλωσε τα δάχτυλά της γύρω από το σπίτι. Ακολούθησαν άλλα κι άλλα, ώσπου ένας μεγάλος χείμαρρος που ζύγωνε από τα νώρα έθαψε το πίσω μέρος του σπιτιού ως τη μαρκίζα της στέγης.

Δίχως να δείχνει καμιά ιδιαίτερη συγκίνηση, ο Τελευταίος Άνθρωπος της Γης παρακολουθούσε αυτή την εισβολή από τον μπροστινό κήπο του. Η θάλασσα της άμμου απλωνόταν στη χλόη μπροστά στα πόδια του, τόσο χρυσαφένια και απαλή, σχεδόν προκλητική. Φαινόταν άκακη. Ήταν αδύνατο να της αντισταθείς.
Ήταν τόσο λίγος ο χρόνος που απέμενε. Αλλά υπήρχε ένα τελευταίο πράγμα που μπορούσε να κάνει ο Τελευταίος Άνθρωπος της γης. Γυρίζοντας, έτρεξε στη βεράντα μέσα από τις άμμους που έφταναν ως τον αστράγαλό του και μπήκε βιαστικά στο σπίτι για να βρει ένα φτυαράκι κι έναν κουβά.
Μια στιγμή αργότερα ξαναβγήκε θριαμβευτικά. Ο Τελευταίος Άνθρωπος της γης ήταν μονάχα έξι χρονών. Άρχισε να χτίζει ένα κάστρο στην άμμο.



Brian Wilson Aldiss (1925- )*


[Ο Γιώργος Μπαλάνος
επιλέγει, προλογίζει & μεταφράζει στη συλλογή 
"Η Παρέλαση των Ηλιθίων"
Εκδόσεις Locus 7]





* (γνωστές του ΄ρήσεις΄ ) 

Όταν η παιδική ηλικία πεθαίνει, τα πτώματά της τα λέμε «ενήλικες».

Η τέχνη είναι ένα από τα λίγα πράγματα, μαζί με τον έρωτα και τη φιλία, που αξίζει να ενδιαφέρεται κανείς.

• Η επιστημονική φαντασία δεν γράφεται περισσότερο για τους επιστήμονες απ’ όσο οι ιστορίες φαντασμάτων γράφονται για τα φαντάσματα.


• Πολιτισμός είναι η απόσταση που έχει βάλει ο άνθρωπος ανάμεσα σ’ αυτόν και τα περιττώματά του.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Ο άντρας που αγάπησε μια Φαϊόλι



 Τούτη είναι η ιστορία του Τζων Ώντεν και μιας Φαϊόλι, και κανένας δεν τη γνωρίζει καλύτερα από μένα. Ακούστε την... 


Άρχισε εκείνη τη βραδιά ενώ ο Ώντεν σεργιάνιζε - γιατί αυτό μπορούσε να το κάνει - στις πιο αγαπημένες του τοποθεσίες σε εκείνο τον κόσμο. Αντάμωσε τη Φαϊόλι κοντά στο Φαράγγι των Νεκρών. Ήταν καθισμένη σε ένα βράχο, με τα φτερά της από φως να τρεμοσβήνουν, πάλι και πάλι, και μετά να χάνονται εντελώς, ώσπου κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινο κορίτσι φάνηκε καθισμένο εκεί. Ήταν σαν μια κοπέλα ντυμένη στα λευκά και έκλαιγε, με τις μακριές μαύρες μπούκλες της να πέφτουν απαλά γύρω από τη μέση της. Την πλησίασε μέσα σε εκείνο το απόκοσμο φως από το ετοιμοθάνατο, σχεδόν πεθαμένο ήλιο, όπου τα ανθρώπινα μάτια δεν μπορούσαν να υπολογίσουν αποστάσεις ή να συλλάβουν σωστά την προοπτική (αν και τα δικά του μπορούσαν), και ακούμπησε το δεξί του χέρι στον ώμο της. Τη χαιρέτησε και της μίλησε με λόγια παρηγοριάς. Ωστόσο θα έλεγε κανείς ότι ο Ώντεν ήταν σαν να μην υπήρχε καθόλου. Η κοπέλα συνέχισε να κλαίει, και ασημένια ρυάκια σχηματίστηκαν στα μάγουλά της που είχαν το χρώμα του χιονιού ή του γυμνού κόκαλου. Τα αμυγδαλωτά μάτια της κοίταζαν μπροστά σαν να έβλεπαν από μέσα του, και τα μακριά νύχια της χώνονταν στις παλάμες της, και παρ' όλα αυτά δεν έβγαζαν αίμα. 
Ο Ώντεν κατάλαβε τότε ότι ήταν αλήθεια τα όσα έλεγαν για τις Φαϊόλι - ότι τα μάτια τους μπορούσαν να δουν μονάχα ότι ήταν ζωντανό αλλά ποτέ κάτι νεκρό, και ότι στη μορφή ήταν σαν τις πιο ωραίες γυναίκες στο σύμπαν. 

Όντας νεκρός ο ίδιος, ο Ώντεν στάθηκε για μια στιγμή να αναλογιστεί τις συνέπειες αν ξαναγινόταν ζωντανός, προσωρινά βέβαια. Ήταν γνωστό ότι η Φαϊόλι έρχονταν να συντροφέψουν τον άνθρωπο ένα μήνα πριν το θάνατό του - εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που συνέχιζαν ακόμη να πεθαίνουν - και περνούσαν μαζί του τον τελευταίο μήνα της ζωής του. Στο διάστημα αυτό του πρόσφεραν κάθε δυνατή απόλαυση που ήταν δυνατό να νιώσει ένα ανθρώπινο πλάσμα. Έτσι, όταν έφτανε η μέρα για το φιλί του θανάτου, το φιλί που ρουφούσε και την τελευταία στάλα ζωής από το κορμί του, εκείνος αποδεχόταν το θάνατο με προθυμία κι αξιοπρέπεια. Τον αποδεχόταν; Κάτι ακόμη περισσότερο - τον αποζητούσε! Γιατί ήταν τόση η μαγική δύναμη των Φαϊόλι πάνω σε όλα τα πλάσματα που, ύστερα από αυτή την εμπειρία, δεν τους απόμενε τίποτα άλλο να ποθήσουν από τούτη τη ζωή.
 Ο Τζων Ώντεν αναλογίστηκε τη ζωή και το θάνατό του, στην κατάσταση του κόσμου στον οποίο βρισκόταν, τη φύση των καθηκόντων του και της κατάρας που τον βάραινε... και τη Φαϊόλι. 
Ήταν το πιο πανέμορφο πλάσμα που είχε δει ποτέ σε όλα τα τετρακόσιες χιλιάδες χρόνια της ύπαρξής του. Και η θέα της τον έκανε να αγγίξει το σημείο κάτω από την αριστερή μασχάλη του που ενεργοποιούσε τον απαραίτητο μηχανισμό για να ξαναγυρίσει στον κόσμο των ζωντανών. Το πλάσμα ανασκίρτησε μόλις ένιωσε το άγγιγμά του γιατί, ξαφνικά τώρα ο Ώντεν ξαναποκτούσε τις αισθήσεις της ζωής, το κορμί του ήταν πάλι σάρκα, και το ίδιο σάρκα, ζεστή και θηλυκιά ήταν κι εκείνη που άγγιζε. Κατάλαβε ότι για μια ακόμη φορά το άγγιγμά του είχε ένα άγγιγμα άντρα. 
"Είπα Γεια σου, και μην κλαις ", της επανέλαβε. 
Η φωνή της ήταν σαν αύρα, που ο Ώντεν είχε ξεχάσει, που θρόϊζε μέσα σε φυλλωσιές που επίσης είχε ξεχάσει, με όλη τη δροσιά, τις ευωδιές και τα χρώματά τους. Όλα ξαναγύρισαν σαν χείμαρρος στη θύμησή του έτσι, όταν την άκουσε να τον ρωτά: 
«Από που ξεφύτρωσες, άνθρωπε; Πριν από μια στιγμή δεν ήσουν εδώ». 
«Έρχομαι από το Φαράγγι των Νεκρών», της αποκρίθηκε. 
«Άσε με να αγγίξω το πρόσωπό σου». Ο Ώντεν έγνεψε καταφατικά, κι εκείνη άπλωσε το χέρι της. «Είναι παράξενο που δεν σε ένιωσα να πλησιάζεις». 
«Παράξενος είναι και τούτος ο κόσμος», της απάντησε. 
«Αυτό είναι αλήθεια», έγνεψε εκείνη. «Είσαι το μοναδικό ζωντανό πλάσμα πάνω του». 
«Πώς σε λένε;» τη ρώτησε ο Ώντεν. 
«Μπορείς να με φωνάζεις Σύθια», αποκρίθηκε εκείνη. 
«Κι εμένα Τζων. Τζων Ώντεν». 
«Ήρθα για να μείνω μαζί σου, να σου προσφέρω παρηγοριά και ηδονή», του είπε, και ο Ώντεν κατάλαβε ότι η τελετουργία άρχιζε. 
«Γιατί έκλαιγες όταν σε βρήκα;» 
«Γιατί νόμιζα ότι δεν υπήρχε κανένας σε τούτο τον κόσμο και γιατί ήμουν τόσο κουρασμένη από τα ταξίδια μου» του απάντησε. «Μένεις εδώ κοντά;»
 «Όχι πολύ μακριά», της απάντησε. «Μάλλον κοντά, θα 'λεγα». 
«Θα με πας εκεί;» του ζήτησε. «Στο μέρος όπου ζεις». 
«Μετά χαράς». Κατηφόριζαν ολοένα και πιο βαθιά στο Φαράγγι, ενώ ολόγυρά τους απλώνονταν τα λείψανα των πλασμάτων που είχαν ζήσει κάποτε. Ωστόσο η Σύθια δε φαινόταν να βλέπει τίποτε από όλα αυτά. Περπατούσε με τα μάτια της καρφωμένα στο πρόσωπό του 'Ωντεν και με το χέρι της ακουμπισμένο στο μπράτσο του. «Γιατί ονομάζεις τούτο το μέρος Φαράγγι των Νεκρών;» τον ρώτησε. 
«Γιατί βρίσκονται εδώ, ολόγυρά μας, τα πλήθη των νεκρών». 
«Δε νιώθω τίποτα». 
«Το ξέρω». 

Διέσχισαν την Κοιλάδα των Ωστών, όπου εκατομμύρια κόκαλα νεκρών από πάμπολες φυλές και κόσμους του σύμπαντος ήταν σωριασμένα ολόγυρά τους, αλλά εκείνη δεν έβλεπε τίποτε από όλα αυτά. Είχε έρθει στο κοιμητήρι όλων των κόσμων, αλλά ούτε που το καταλάβαινε αυτό. Είχε συναντήσει το φροντιστή, το νεκροφύλακά του, αλλά δεν ήξερε ότι ήταν εκείνος που περπατούσε δίπλα της τρικλίζοντας σαν μεθυσμένος. Ο Τζων Ώντεν την οδήγησε σπίτι του. Δεν ήταν στα αλήθεια εκεί η κατοικία του, αλλά θα γινόταν τώρα. Μπαίνοντας ενεργοποίησε τα αρχαία ηλεκτρονικά κυκλώματα τα οποία βρίσκονταν μέσα στο σπίτι που φώλιαζε στην πλαγιά του βουνού. Σαν απάντηση, φώτα έλαμψαν στους τοίχους, φώτα που ποτέ δεν τα είχε χρειαστεί έως τότε αλλά που τα χρειαζόταν τώρα. Η πόρτα έκλεισε συρτά πίσω τους, και η θερμοκρασία ανέβηκε φτάνοντας σε φυσιολογικά επίπεδα ζεστασιάς. Φρέσκος αέρας άρχισε να κυκλοφορεί στο χώρο. Ο Ώντεν τον ρούφηξε στα πνευμόνια του και τον έβγαλε πάλι, απολαμβάνοντας αυτή τη ξεχασμένη αίσθηση. Η καρδιά του χτυπούσε πάλι στο στήθος του, κάτι κόκκινο και ζεστό που του θύμιζε τον πόνο και τη χαρά. Για πρώτη φορά εδώ και αμέτρητα χρόνια ετοίμασε φαγητό και έβγαλε ένα μπουκάλι κρασί από τα βαθιά, σφραγισμένα κελάρια. Πόσοι άλλοι θα μπορούσαν να αντέξουν τα όσα είχε αντέξει εκείνος; Ίσως κανείς. Η Σύθια τον συντρόφεψε στο γεύμα, τσιμπολογώντας από το πιάτο της, δοκιμάζοντας λίγο από το κάθετι, τρώγοντας ελάχιστα. Από την άλλη μεριά, εκείνος καταβρόχθισε απίστευτες ποσότητες. Ήπιαν και το κρασί τους και ένιωσαν ευτυχείς. 
«Πολύ παράξενος τούτος ο τόπος», παρατήρησε κάποια στιγμή εκείνη. «Που κοιμάσαι;» «Συνήθιζα να κοιμάμαι εκεί», της απάντησε, δείχνοντας ένα δωμάτιο που σχεδόν είχε ξεχάσει ότι υπήρχε. Μπήκαν και της έδειξε το χώρο. Εκείνη του έγνεψε προς το κρεβάτι, προσκαλώντας τον να γευτεί τις ηδονές της σάρκας. Εκείνη τη νύχτα έκανε έρωτα μαζί της, πολλές φορές, με ένα άγριο πάθος που έκαψε το αλκοόλ από τις φλέβες του κι έδωσε μια βίαιη ώθηση στη ζωή του. Ήταν κάτι σαν πείνα, αλλά ακόμα πιο δυνατό. 
Την άλλη μέρα, όταν ο ετοιμοθάνατος ήλιος έριξε τις χλωμές σαν από φεγγαρόφωτο πινελιές του στην Κοιλάδα των Οστών, ο Ώντεν ξύπνησε. Η Σύθια τράβηξε το κεφάλι του πάνω στο στήθος της, μην έχοντας κοιμηθεί η ίδια, και τον ρώτησε: 
«Τι είναι εκείνο που σε ωθεί Τζων Ώντεν; Δεν είσαι σαν τους ανθρώπους που ζουν και πεθαίνουν. Εσύ δέχεσαι τη ζωή σχεδόν σαν ένας Φαϊόλι, ρουφώντας από αυτή ότι μπορείς και ζώντας τη με ένα ρυθμό που μαρτυρά μια αίσθηση χρόνου που κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να έχει. Πες μου, τι ακριβώς είσαι;» 
«Είμαι κάποιος που ξέρει», της απάντησε. «Είμαι κάποιος που ξέρει ότι οι μέρες ενός ανθρώπου είναι μετρημένες και που πασχίζει να τις διαθέσει ανάλογα, καθώς νιώθει να του τελειώνουν». «Είσαι παράξενος», είπε η Σύθια. «Πες μου, σε ευχαρίστησα;» 
«Περισσότερο από το καθετί που γνώρισα ποτέ», τη διαβεβαίωσε. 
Η Σύθια αναστέναξε, και ο Ώντεν αναζήτησε τα χείλη της για μια ακόμα φορά. Έφαγαν πρωινό μαζί, και μετά βγήκαν να σεργιανίσουν στην Κοιλάδα των Οστών. Εκείνος δεν μπορούσε τώρα να διακρίνει τις αποστάσεις ούτε να συλλάβει σωστά την προοπτική, κι εκείνη δεν μπορούσε να δει οτιδήποτε που είχε ζήσει κάποτε αλλά τώρα ήταν νεκρό. Οι δυο τους κάθισαν σε ένα βραχάκι, και ο Ώντεν της έδειξε το σκάφος που μόλις είχε φτάσει από τον ουρανό. Η Σύθια κοίταξε προς το σημείο που έδειχνε το χέρι του. Της εξήγησε ότι τα ρομπότ είχαν κιόλας αρχίσει να ξεφορτώνουν από τα αμπάρια του σκάφους τα λείψανα των νεκρών από τους διάφορους κόσμους. Αλλά όσο και αν η Σύθια κοίταζε προς τα κει, ήταν αδύνατον να δει τη σκηνή που της περιέγραφε. Ακόμη και όταν τον πλησίασε ένα ρομπότ και του έδωσε να υπογράψει τις αποδείξεις παραλαβής των νεκρών, η Σύθια ούτε έβλεπε ούτε καταλάβαινε τι γινόταν.

Στις μέρες που ακολούθησαν, η ζωή του άρχισε να αποκτά μια ονειρική όψη, γεμάτη με τις απολαύσεις που του χάριζε η Σύθια, αν και με κάποιες αναπόφευκτες πινελιές οδύνης. Εκείνη τον έβλεπε συχνά να κάνει μορφασμούς πόνου, και τον ρωτούσε σχετικά, απορώντας για την έκφρασή του. Ο Ώντεν γελούσε πάντα και απαντούσε. «Ο πόνος και η ηδονή είναι συχνά πολύ κοντά το ένα στο άλλο», ή κάτι ανάλογο. 
Καθώς οι μέρες κυλούσαν, η Σύθια άρχισε να ετοιμάζει το φαγητό, να του τρίβει τις πλάτες, να του ετοιμάζει το ποτό του και να του απαγγέλλει κάποια ποιήματα που ο Ώντεν είχε αγαπήσει κάποτε. Ένας μήνας. Ο Ώντεν ήξερε ότι σε ένα μήνα όλα θα τελείωναν. Οι Φαϊόλι ότι και αν ήταν, πλήρωναν για τη ζωή που έπαιρναν με τις απολαύσεις της σάρκας. Πάντοτε ήξεραν πότε πλησίαζε η τελευταία ώρα ενός ανθρώπου. Και από την άποψη αυτή, έδιναν πάντοτε περισσότερα από όσα έπαιρναν. Η ζωή ήταν κάτι το φευγαλέο και πρόσκαιρο, έτσι και αλλιώς, και οι Φαϊόλι την έκαναν πιο πλούσια πριν την πάρουν μαζί τους. Ίσως το έκαναν για να συντηρήσουν τη δική τους, σαν αντίτιμο για τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει' ποιος ξέρει; Ο Τζων Ώντεν ήξερε ότι καμία Φαϊόλι σε ολάκερο το σύμπαν δεν είχε γνωρίσει ποτέ άνθρωπο σαν κι αυτόν. Η Σύθια ήταν σαν φίλντισι, με το κορμί της πότε κρύο και πότε καυτό στα χάδια του, το στόμα της μια μικροσκοπική φλόγα που φούντωνε ότι άγγιζε, με τα δόντια της σαν μυτερές βελόνες και τη γλώσσα της σαν την καρδιά του λουλουδιού. 

Κι έτσι ο Ώντεν ένιωσε κάποτε να ξυπνά μέσα του εκείνο που λεγόταν αγάπη για τη Φαϊόλι που λεγόταν Σύθια. Τίποτε δεν έπρεπε να συμβεί στα αλήθεια πέρα από αυτή την αγάπη. 
Ο Ώντεν ήξερε ότι τον ήθελε, για να τον χρησιμοποιήσει τελικά, και ήταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος στο σύμπαν που ήταν σε θέση να ξεγελάσει ένα πλάσμα του είδους της. Είχε την τέλεια άμυνα τόσο ενάντια στη ζωή όσο και ενάντια στο θάνατο. Τώρα που ήταν πάλι άνθρωπος, και ζωντανός, έκλαιγε συχνά όταν το αναλογιζόταν. Του έμενε παραπάνω από ένας μήνας ζωή. Του έμεναν ίσως τρεις ή και τέσσερις μήνες. Έτσι τούτος ο μήνας ήταν ένα τίμημα που το πλήρωνε μετά χαράς για τα όσα είχε να του προσφέρει η Φαϊόλι. Η Σύθια όργωνε το κορμί του και το αποστράγγιζε από κάθε στάλα ηδονής που έκρυβαν τα κουρασμένα νεύρα του. Τον άλλαζε μεταμορφώνοντάς τον σε φλόγα, σε πάγο, σε μικρό παιδί, σε γέρο... Όταν οι δυο τους ήταν μαζί, τα συναισθήματά του ήταν τέτοια που σκεφτόταν ότι δεν θα 'ταν κι άσκημη ιδέα να αποδεχτεί το θάνατο στο τέλος του μήνα που ήδη πλησίαζε γοργά. Γιατί όχι; Ήξερε ότι σκόπιμα η Σύθια τον είχε γεμίσει με την παρουσία της. Αλλά τι παραπάνω θα είχε να του προσφέρει μετά η ζωή; Τούτο το πλάσμα που είχε έρθει πέρα από τα άστρα του είχε προσφέρει ότι θα μπορούσε ποτέ να ποθήσει ένας άντρας. Τον είχε περάσει από τη βάπτιση του πάθους και τον είχε χρίσει με τη γαλήνη που ακολουθεί μετά. Ίσως η τελική λήθη του τελευταίου της φιλιού ήταν η ιδανική λύση. 
Ο Ώντεν την άρπαξε και την έσφιξε πάνω του. Η Σύθια δεν τον καταλάβαινε, αλλά ανταποκρίθηκε. Τη λάτρεψε τότε, και παρά λίγο αυτό να γίνει ο χαμός του. Υπάρχει κάτι που λέγεται αρρώστια και που χτυπά όλα τα ζωντανά πλάσματα. Αυτός το ήξερε καλύτερα από τον κάθε θνητό. Εκείνη δεν μπορούσε να το καταλάβει. 'Ηταν ένα πλάσμα με μορφή γυναίκας που δε γνώριζε παρά μονάχα ότι είχε σχέση με τη ζωή. Έτσι ποτέ δεν επιχείρησε να της εξηγήσει, αν και με την κάθε μέρα που περνούσε τα φιλιά της γίνονταν πιο φλογερά και πιο αλμυρά. Το καθένα τους του φαινόταν να είναι η ολοένα και πιο πυκνή σκιά, η ολοένα πιο σκοτεινή, πιο βαριά και πιο παράξενη, του μοναδικού πράγματος που ο Ώντεν ήξερε ότι λαχταρούσε πιότερο από καθετί. Και η μέρα θα 'ρχόταν. 
Και ήρθε. 

Την έσφιγγε πάνω του και τη χάιδευε, και οι μέρες συνέχιζαν να φυλλορροούν γύρω τους. Ο Ώντεν ήξερε, καθώς παραδινόταν στα παιχνίδια της, στο μεγαλείο των χειλιών της και στα στήθη της, ότι σαν όλους όσοι είχαν γνωρίσει τις Φαϊόλι, είχε παγιδευτεί από τη δύναμη της σαγήνης τους. Η δύναμη τους αυτή ήταν και η αδυναμία τους. Μια Φαϊόλι ήταν η Ιδανική Γυναίκα. Μέσα από την αδυναμία τους γεννιόταν η επιθυμία να ευχαριστήσουν. 
Ο Ώντεν ποθούσε να ενωθεί και να γίνει ένα με τη χλωμή εικόνα του κορμιού της, να βυθιστεί μέσα στους κύκλους των ματιών της και να μην ξαναβγεί ποτέ από εκεί. 

Είχε νικηθεί, το 'ξερε. Γιατί όπως χάνονταν οι μέρες γύρω του, έτσι χανόταν και η δύναμή του. Μόλις και μπόρεσε να συρθεί για να πλησιάσει και να υπογράψει τις αποδείξεις που του έφερε το ρομπότ, τσακίζοντας πλευρά και θρυμματίζοντας κρανία με το φοβερό βήμα του. Για μια στιγμή ζήλεψε το μηχάνημα που στεκόταν μπροστά του. Ήταν δίχως φύλο, δίχως πάθη και πόθους, απόλυτα αφοσιωμένο στο καθήκον. 
Πριν το αφήσει να φύγει, ο Ώντεν το ρώτησε, «Πες μου, τι θα έκανες αν διέθετες επιθυμίες και συναντούσες κάτι που σου πρόσφερε όλα όσα πόθησες ποτέ;» 
«Θα - προσπαθούσα να το - κρατήσω», απάντησε το ρομπότ, με κόκκινα φωτάκια να αναβοσβήνουν γύρω στο κεφάλι του. Ύστερα έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε αργά, αφήνοντας πίσω του το Μεγάλο Κοιμητήρι. 
«Σωστά», μουρμούρισε, μονολογώντας ο Ώντεν, «μονάχα που αυτό είναι αδύνατο να γίνει». 
Η Σύθια δεν τον καταλάβαινε. Εκείνη την τριακοστή πρώτη μέρα επέστρεψαν στο μέρος που είχαν ζήσει μαζί ένα μήνα τώρα και ο Ώντεν ένιωσε να τον κυριεύει, δυνατός και πανίσχυρος, ο φόβος του θανάτου. Η Σύθια ήταν πιο υπέροχη από κάθε άλλη φορά, και ο Ώντεν φοβόταν τούτη την τελευταία συνάντηση. 
«Σε αγαπώ», της είπε τελικά, κάτι που το έλεγε για πρώτη φορά, κι εκείνη τον φίλησε. 
«Το ξέρω», του αποκρίθηκε, «και έφτασε σχεδόν η ώρα να με αγαπήσεις ολοκληρωτικά. Πριν από την τελευταία πράξη αγάπης, Τζων Ώντεν, πες μου ένα πράγμα: τι είναι εκείνο που σε ξεχωρίζει; Πώς ξέρεις όσο κανένας θνητός για πράγματα που δεν είναι ζωή; Πώς με πλησίασες εκείνη την πρώτη βραδιά δίχως να το καταλάβω;» 
«Είναι γιατί είμαι ήδη νεκρός», της αποκρίθηκε. «Δεν μπορείς να το δεις όταν κοιτάξεις στα μάτια μου;» 
«Δεν καταλαβαίνω» μουρμούρισε εκείνη. 
«Τότε φίλησέ με και ξέχασέ το. Είναι καλύτερα έτσι». 

Όμως η Σύθια ήταν περίεργη και επέμεινε. «Πώς γίνεται και πετυχαίνεις αυτή την ισορροπία ανάμεσα στη ζωή και σε εκείνο που δεν είναι ζωή, αυτό το κάτι που σου επιτρέπει να έχεις συνείδηση κι ωστόσο όχι ζωή;» 
«Υπάρχουν συσκευές μέσα σε τούτο το σώμα που έχω την ατυχία να κατοικώ. Αν αγγίξω αυτό το σημείο κάτω από την αριστερή μασχάλη μου, οι πνεύμονές μου θα σταματήσουν να ανασαίνουν και η καρδιά μου να χτυπά. Ταυτόχρονα θα μπει σε λειτουργία ένα ηλεκτρο-χημικό σύστημα σαν εκείνο που διαθέτουν τα ρομπότ - ναι, τα ρομπότ είναι αόρατα για τα μάτια σου, το ξέρω. Αυτή είναι η ζωή μου μέσα στο θάνατο. Είναι κάτι που το ζήτησα ο ίδιος, γιατί με τρόμαζε η ιδέα της τελικής εκμηδένισης. Έτσι προσφέρθηκα εθελοντικά να γίνω ο νεκροφύλακας του σύμπαντος, γιατί σε τούτο τον τόπο δεν υπάρχουν άλλοι που να με βλέπουν και να νιώθουν αποτροπιασμό από το νεκρικό παρουσιαστικό μου. Γι' αυτό είμαι αυτό που είμαι. Φίλησέ με και κάνε με να δεχτώ το θάνατο». 

Αλλά έχοντας πάρει τη μορφή γυναίκας, ή ίσως όντας γυναίκα από την αρχή, η Φαϊόλι που λεγόταν Σύθια εξακολουθούσε να νιώθει περιέργεια.
 «Εδώ αγγίζεις είπες;» τον ρώτησε, και τον άγγιξε στο σημείο κάτω από την αριστερή μασχάλη. Με την πράξη της αυτή ο Ώντεν χάθηκε από τα μάτια της, και ταυτόχρονα ένιωσε να κυριαρχεί πάλι μέσα του η ψυχρή λογική ανεξάρτητη από κάθε συναίσθημα. Κι επειδή ακριβώς δεν ένιωθε πια συναίσθημα, ο Ώντεν δεν ξανάγγιξε το κρίσιμο σημείο για να ξαναζήσει. Αντίθετα στάθηκε αθέατος να την παρακολουθεί, καθώς τον αναζητούσε παντού στα μέρη όπου είχε ζήσει κάποτε. 
Η Σύθια τον αναζήτησε σε κάθε γωνιά, σε κάθε τρύπα και κάθε κρυψώνα, και όταν δεν μπόρεσε να ξαναβρεί κανένα ζωντανό άνθρωπο εκεί, άρχισε πάλι να κλαίει γοερά, όπως τη νύχτα που την είχε πρωτοδεί. Ύστερα τα φτερά της εμφανίστηκαν πάλι στη ράχη της, τρεμοσβήνοντας πάλι και πάλι, αδύναμα, πριν υλοποιηθούν εντελώς. Μετά το πρόσωπό της έλιωσε και το κορμί της διαλύθηκε. Στη θέση της έμεινε μια στήλη από σπίθες που στροβιλίστηκε για λίγο μπροστά του πριν σβήσει κι αυτή.
 Αργότερα εκείνη τη τρελή νύχτα, όταν ο Ώντεν απόκτησε πάλι την ικανότητα να διακρίνει αποστάσεις και να έχει την αίσθηση της προοπτικής, άρχισε να την αποζητά. 

Αυτή ήταν η ιστορία του Τζων Ώντεν, του μοναδικού ανθρώπου που αγάπησε ποτέ μια Φαϊόλι και έζησε - αν μπορεί να το πει κανείς αυτό ζωή. 
Και κανένας δεν την ξέρει καλύτερα από μένα. Καμία θεραπεία για την αρρώστια του δεν βρέθηκε ποτέ. Και ξέρω ότι εξακολουθεί να τριγυρίζει εκεί, στο Φαράγγι των Νεκρών, και να στοχάζεται κοιτάζοντας γύρω του τους σκελετούς. Πότε πότε κοντοστέκεται δίπλα στο βράχο όπου τη γνώρισε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του με δάκρυα που δεν υπάρχουν, κι αναρωτιέται για την απόφασή του. 
Έτσι έχει το πράγμα, και το δίδαγμα μπορεί να είναι ότι η ζωή (και ίσως και η αγάπη) είναι πιο δυνατή από εκείνο που περιέχει. Όμως μονάχα μια Φαϊόλι θα μπορούσε να σας απαντήσει με σιγουριά, αλλά οι Φαϊόλι δεν έρχονται πια εδώ.

Roger Zelanzy 
"Τhe man who loved the faioli"   (Ο άνθρωπος που αγάπησε μια Φαϊόλι)
1967
μεταφρ. Γιώργος Μπαλάνος








Ο Ρότζερ Τζόζεφ Ζελάζνυ γεννήθηκε 13 Μάη 1937 στο Euclid του Οχάιο των ΗΠΑ, μοναχογιός του Πολωνού μετανάστη Joseph Frank Zelazny και της Ιρλανδοαμερικανίδας Josephine Flora Sweet. 
Στη μέση εκπαίδευση, ήταν εκδότης της σχολικής εφημερίδας και παράλληλα από τους ιδρυτές της Δημιουργικής Ομάδας Γραφής. Το 1955 μπήκε για σπουδές στο Western Reserve University, στη Βρετανία κι αποφοίτησε το 1959. Αμέσως έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Ν. Υόρκης κι αποφοίτησε το 1962, μ' εξειδίκευση στο ελισαβετιανό δράμα. Μεταξύ 1962-9 εργάζεται στο Social Security Administration στο Cleveland και μετά στη Baltimore, περνώντας τον ελεύθερο χρόνο του γράφοντας ιστορίες ΕΦ. 
Θεωρείται, μαζί με τον Σάμουελ Ντιλέινι (Samuel Delany) και τον Χάρλαν Έλισον, από τις αντιπροσωπευτικές μορφές του αμερικανικού νέου κύματος που στρέψανε το ενδιαφέρον της ΕΦ από τον εξωτερικό κόσμο της τεχνολογίας στην εξερεύνηση του εσωτερικού κόσμου μέσω ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, γλωσσολογίας κ.λπ. 
'Αρχισε να δημοσιεύει διηγήματά του το 1962 και βρίσκει αναγνώριση το 1965, κερδίζοντας 2 βραβεία Νέμπιουλα κι ένα Χιούγκο. Το τελευταίο ήταν για το μυθιστόρημα του "This Immortal", και τα πρώτα για το διήγημα "Οι Πόρτες Του Προσώπου Του, Οι Λάμπες Του Στόματός Του" και για τον "Κυρίαρχο Των Ονείρων". 
Σημαντικά έργα και τα τρία, φανερώνουνε τη γοητεία που ασκούνε σ' αυτόν οι αρχετυπικές εικόνες των μύθων είτε είναι παλιότεροι όπως οι αρχαιοελληνικοί, είτε νεότεροι, όπως ο "Μόμπυ Ντικ". 
Η αγάπη του για τις μυθολογικές αναφορές είναι εμφανέστερη στο "Lord Of Light" (1967), που κέρδισε και βραβείο. Πρόκειται για ένα ιδιοφυές έργο με καλοσχεδιασμένη πλοκή και θαυμάσια αφήγηση όπου μια ομάδα ανθρώπων σ' έναν άλλον πλανήτη υποδύονται (και κατά μία έννοια γίνονται) τους θεούς του ινδικού πανθέου, με τη βοήθεια μιας ιδιαίτερα εξελιγμένης τεχνολογίας, αναπαριστώντας με τις προσωπικές τους διαμάχες τη "Μαχαμπχαράτα". Ακολούθησε το "Isle Of Dead" (1969) και το "Creatures Of Light AndDarkness" (1969), που κυριαρχούν οι Θεοί της Αιγυπτιακής μυθολογίας. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το"Damnation Alley", το πιο βίαιο ίσως βιβλίο του, που μεταφέρθηκε πολύ αλλαγμένο στον κινηματογράφο το 1977 από τον Τζακ Σμάιτ. Από το 1970 άρχισε ν' απομακρύνεται προς το χώρο της φαντασίας με τη σειρά μυθιστορημάτων "'Aμπερ", μα επιστρέφει στην EΦ το 1975 κερδίζοντας το Χιούγκο και το Νέμπιουλα με τη νουβέλα "Home Is The Hangman". 
Συνέχισε συνεργασία με τον Φίλιπ Ντικ στο "Deus Ire" (1976), κάπως αντιφατικό μυθιστόρημα κι εξακολούθησε να γράφει παρακολουθώντας το ρεύμα της εποχής κι αφομοιώνοντας στοιχεία της 10ετίας του '80, όπως γίνεται φανερό περισσότερο στο μυθιστόρημα "Coils" (1982), που 'γραψε σε συνεργασία με τον Φρεντ Σαμπερχάγκεν και το διήγημα "Η Βασίλισσα Των Διδδίων".
 Έπεσε πολύ νωρίς θύμα της μοίρας των λογοτεχνών που γράφουν στο ζενίθ της έντασης και του οίστρου τους -την αναπόφευκτη πτώση, όταν οι έμμονες ιδέες κι οι ανησυχίες τους πάρουνε συγκεκριμένη μορφή. Οι επίπονες εξερευνήσεις του στο χώρο του εσωδιαστήματος και στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιδρούν στις βαθιές ψυχικές προκλήσεις και τις κρίσεις της εξέλιξης της προσωπικότητας τους φάνηκαν να τον εξάντλησαν για ένα διάστημα. Αργότερα έδειξε κάποια σημάδια δημιουργικής ανάκαμψης, χάρη στην αναζωπύρωση του είδους από το αμφιλεγόμενο κίνημα των τεχνοπάνκ. 
Πέθανε στις 14 Ιουνίου 1995 από καρκίνο, σ' ηλικία 58 ετών.

[τα στοιχεία από το http://www.peri-grafis.com/ ]