Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Οι φόνοι της οδού Μοργκ




Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ (1)


'Εντγκαρ Άλαν Πόε 













Ποιο τραγούδι τραγουδούσαν οι Σειρήνες;

Με ποιο όνομα κρυβόταν ο Αχιλλέας ανάμεσα στις γυναίκες;

Δύσκολα ερωτήματα, μα όχι εντελώς αναπάντητα.

ΣΕΡ ΤΟΜΑΣ ΜΠΡΑΟΥΝ (2)



ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ, τις οποίες χαρακτηρίζουμε αναλυτικές, ελάχιστη ανάλυση επιδέχονται καθαυτές. Τις εκτιμούμε μόνον λόγω των αποτελεσμάτων τους. Γνωρίζουμε, μεταξύ άλλων, πως αποτελούν πηγή ζωηρότατης απόλαυσης για κείνον που τις διαθέτει πλουσιοπάροχα. Όπως ένας δυνατός άνδρας καμαρώνει για την σωματική του ρώμη, και χαίρεται να ασκεί έντονα τους μύες  του, έτσι και ο αναλυτής πλημμυρίζει από αγαλλίαση ενώ ασκεί την  διανοητική δραστηριότητα του διαχωρίζειν. Αντλεί ευχαρίστηση ακόμη και από τα πλέον ασήμαντα πράγματα, αρκεί να δίνουν αφορμή στο ταλέντο του να λάμψει. Του αρέσουν τα αινίγματα, τα πνευματικά παιχνίδια, τα ιερογλυφικά, και αφιερώνει στην διαλεύκανσή τους το σύνολο της οξυδέρκειάς του, που φαντάζει στην μέση αντίληψη των άλλων υπερφυσική.

Όντως, τα κατορθώματά του -που πραγματοποιούνται με αυστηρή μεθοδικότητα- περιβάλλονται από μιαν αύρα διαίσθησης.

Η ευχέρεια στην επίλυση προβλημάτων είναι πολύ πιθανόν να βελτιώνεται με την μελέτη των μαθηματικών, και ιδιαίτερα του κλάδου, που κακώς μονοπωλεί -λόγω της αναγωγικής μεθόδου που 
χρησιμοποιεί- το όνομα της ανάλυσης. Ωστόσο, το να υπολογίζει κανείς δεν σημαίνει οπωσδήποτε πως αναλύει. Ένας σκακιστής,λόγου χάριν, υπολογίζει, χωρίς να καταβάλει την παραμικρή  προσπάθεια ανάλυσης. Όποιος πιστεύει πως το σκάκι χρειάζεται  αναλυτικές ικανότητες, το έχει παρεξηγήσει. 

Εν πάση περιπτώσει δεν προτίθεμαι να συντάξω διατριβή επί του θέματος˙ απλά προλογίζω ένα κάπως παράξενο αφήγημα, διατυπώνοντας ορισμένες παρατηρήσεις, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν  τυχαίες. Δοθείσης της ευκαιρίας, λοιπόν, ας μου επιτραπεί να ισχυριστώ πως οι υψηλότερες δυνάμεις της λογικής σκέψης ωφελούνται περισσότερο από το σεμνότατο παιγνίδι της ντάμας, παρά από την περίτεχνη επιπολαιότητα του σκακιού. Πράγματι, στο  σκάκι, του οποίου οι αλλόκοτες κινήσεις είναι τόσο διαφορικές και με τόσο διαφορετική αξία, κάθε τι πολύπλοκο εγκαταλείπεται (συχνότατο σφάλμα) για χάρη του προφανούς. Εδώ, κυρίαρχος του παιγνιδιού είναι η προσοχή. Αν χαθεί προς στιγμήν, θα γίνει οπωσδήποτε κάποιο λάθος, που θα έχει σαν αποτέλεσμα μιαν απώλεια ή και την ολοκληρωτική ήττα. Οι πιθανές κινήσεις, που δεν είναι μόνο πολλές αλλά και περίπλοκες, προσφέρουν άπειρες ευκαιρίες για λάθη˙ εννέα στις δέκα περιπτώσεις κερδίζει μάλλον ο πιο προσεχτικός παρά ο πιο έξυπνος. Αντίθετα, στην ντάμα, όπου η βασική κίνηση είναι μία, με ελάχιστες παραλλαγές, οι πιθανότητες απροσεξίας μειώνονται και η ένταση της προσοχής ατονεί. Τα τυχόν πλεονεκτήματα του παίκτη οφείλονται καθαρά στην ανωτερότητα της οξυδέρκειάς του. 
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: ας υποθέσουμε ένα παιχνίδι ντάμας, όπου τα εναπομείναντα 
πιόνια είναι μόνο τέσσερις βασιλιάδες, και ως εκ τούτου δεν προβλέπεται να γίνει κάποιο λάθος. Είναι φανερό πως – εφόσον οι παίκτες είναι ισοδύναμοι -η νίκη μπορεί να προδικαστεί μόνο από μια recherché[ευρηματική] κίνηση, που είναι αποτέλεσμα μεγάλης διανοητικής προσπάθειας. Μη έχοντας την παραμικρή τυπική διέξοδο, ο αναλυτής ορμά προς το πνεύμα του αντιπάλου του, βολεύεται μια χαρά εκεί μέσα, και όχι σπάνια καταφέρνει να δει αστραπιαία τις μοναδικές κινήσεις (συχνά πολύ απλές), που θα πρέπει να αποφύγει.

Το Ουΐστ (3) είναι από καιρό γνωστό για την θετική επίδρασή του  στην υπολογιστική δύναμη. Οι εξαιρετικά οξυδερκείς άνθρωποι αντλούν μεγάλη ευχαρίστηση από αυτό το παιγνίδι, ενώ αποφεύγουν το σκάκι, το οποίο θεωρούν αφελές. Αναμφίβολα, τίποτε δεν ασκεί την αναλυτική ικανότητα περισσότερο. Μπορεί ο καλύτερος σκακιστής της Χριστιανοσύνης να μην είναι μόνο καλός -ο καλύτερος έστω- σκακιστής. Όμως η ικανότητα στο Ουΐστ είναι ταυτόσημη με την ικανότητα σε όλες τις σοβαρές πνευματικές μάχες, όπου ο νους έχει αντίπαλο τον νου. Όταν λέω ικανότητα, εννοώ την τέλεια γνώση του παιγνιδιού, η οποία συνίσταται στην κατανόηση όλων των πηγών άντλησης νομίμου πλεονεκτήματος. Οι πηγές αυτές είναι πολλές, πολύ διαφορετικές, και βρίσκονται συνήθως στα λαγούμια της σκέψης, που δεν μπορεί να φτάσει η κοινή λογική.

Η προσεκτική παρατήρηση ισοδυναμεί με ισχυρή μνήμη. Ένας παρατηρητικός σκακιστής μπορεί να πετύχει και στο Ουΐστ. Οι κανόνες του Χόιλ (4) , που βασίζονται στον απλό μηχανισμό του παιχνιδιού, είναι εν γένει επαρκώς κατανοητοί. Έτσι, η μνήμη και οι μεθοδικές -με το βιβλίο στο χέρι- κινήσεις θεωρούνται ως τα κατεξοχήν χαρακτηριστικά του καλού παιξίματος. Πέραν όμως των ορίων ισχύος αυτού του απλού κανόνα, υφίσταται η δεξιότητα του αναλυτή. Ο αναλυτής συγκεντρώνει σιωπηλά πλήθος παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Βέβαια, το ίδιο κάνουν και οι αντίπαλοί του. Η ανωτερότητα των δικών του πληροφοριών δεν έγκειται τόσο στην αξία των συμπερασμάτων όσο στην ποιότητα των παρατηρήσεων. 
Εδώ, η απαιτούμενη γνώση αφορά στο τι παρατηρείς. Ο παίκτης μας δεν θέτει το παραμικρό όριο στον εαυτό του, ούτε, επειδή αντικείμενό του είναι το παιγνίδι, απορρίπτει συμπεράσματα που προέρχονται από εξωτερικούς παράγοντες. Εξετάζει το ύφος του συμπαίκτη του, συγκρίνοντάς το με το ύφος των αντιπάλων του. Μελετά τον τρόπο με τον οποίο κρατά καθένας τα χαρτιά του, 
συχνά υπολογίζοντας τις αξίες τους από τις ματιές που τους ρίχνουν οι παίκτες˙ από «ατού» σε «ατού», κι από «δικαίωμα» σε«δικαίωμα». Παρατηρεί κάθε αλλαγή στα πρόσωπα των παικτών, 
σχηματίζοντας έτσι ένα σημαντικό απόθεμα αναγνωρίσιμων συναισθηματικών μεταπτώσεων, από την βεβαιότητα μέχρι την έκπληξη, κι από την αίσθηση του θριάμβου μέχρι την λύπη. Από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ένα «κόλπο», ο αναλυτής μπορεί να εικάσει αν αυτός που το έκανε είναι σε θέση να το ξανακάνει.
Καταλαβαίνει πότε μια κίνηση είναι προσποίηση, από τον τρόπο με τον οποίο έπεσε το χαρτί στο τραπέζι. Μια αμηχανία, μια απρόσεκτη κουβέντα, το πέσιμο ή το γύρισμα ενός χαρτιού -με την αγωνία ή την αφροντισία που συνοδεύουν την προσπάθεια απόκρυψης της λανθασμένης ενέργειας- η στενοχώρια, η αργοπορία, η βιασύνη, ο φόβος, όλα αυτά παρέχουν στην έμφυτη αντίληψη του αναλυτή σοβαρές ενδείξεις για την ορθότητα των εικασιών του. 
Μετά από δύο ή τρεις γύρους, είναι σε θέση να κατανοήσει απόλυτα την τεχνική κάθε αντιπάλου, και να μαντέψει τον συνδυασμό των φύλλων του. Κανονίζει πια τα χαρτιά του, σαν να είχαν οι άλλοι τα δικά τους ανοιχτά.  
Ωστόσο, η ικανότητα της ανάλυσης δεν πρέπει να συγχέεται με την απλή εξυπνάδα. Ο αναλυτής είναι κατ’ ανάγκην έξυπνος, ενώ ο απλά ευφυής είναι συνήθως ανίκανος για αναλυτική σκέψη. Η συμπερασματική ή συνδυαστική δύναμη που έχει συνήθως η ευφυΐα και που οι ψυχίατροι (εσφαλμένα κατά την γνώμη μου)  θεωρούν ως αρχέγονη δύναμη, παρατηρείται συχνότατα και σε άτομα που η νοημοσύνη τους αγγίζει τα όρια της ηλιθιότητας. Ήδη πολλοί ηθολόγοι συγγραφείς το έχουν παρατηρήσει αυτό. Βέβαια, ανάμεσα στην εξυπνάδα και την αναλυτική ικανότητα υπάρχει πολύ μεγαλύτερη διαφορά, από εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στην φαντασία και την φαντασιοπληξία. Όμως, σε γενικές γραμμές, είναι ανάλογη. Έτσι, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως οι ευφυείς είναι κατά κανόνα και φαντασιόπληκτοι, ενώ οι πραγματικά ευφάνταστοι δεν είναι παρά αναλυτικά πνεύματα.
Η ιστορία που ακολουθεί είναι -κατά κάποιον τρόπο- ένα είδος «κάλυψης» όσων ήδη προτάθηκαν. Τουλάχιστον έτσι παρουσιάζεται στον αναγνώστη.

Την άνοιξη και εν μέρει το καλοκαίρι του 18** βρισκόμουν στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκα με τον Μεσιέ Σ. Αύγουστο Ντυπέν. Ο νεαρός αυτός ευγενής κατάγονταν από μια πραγματικά εξαίρετη και
ένδοξη οικογένεια, αλλά εξ αιτίας πλήθους δυσάρεστων γεγονότων, είχε πέσει σε τέτοια φτώχεια, ώστε η ενεργητικότητα του χαρακτήρα του λύγισε, κι έπαψε να εμφανίζεται στον κόσμο ή να ενδιαφέρεται για την ανάκτηση της περιουσίας του. Από αβροφροσύνη των πιστωτών του, διατήρησε ένα μικρό υπόλοιπο της πατρικής περιουσίας του. Με το εισόδημα που έπαιρνε, και με 
αιματηρές οικονομίες, κατόρθωνε να εξασφαλίζει τα προς το ζειν, χωρίς να ποθεί και τα περιττά. Μόνη του αδυναμία ήταν τα βιβλία. Αλλά στο Παρίσι τα βιβλία δεν θεωρούνται πολυτέλεια.

Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά σ’ ένα σκοτεινό παλαιοβιβλιοπωλείο της Οδού Μονμάρτ, όπου αναζητούσαμε και οι δύο το ίδιο αξιόλογο και σπάνιο βιβλίο, με αποτέλεσμα να γνωριστούμε. Από τότε συναντηθήκαμε πολλές φορές. Ενδιαφέρθηκα για την μικρή ιστορία της οικογενείας του, την οποία μου διηγήθηκε λεπτομερώς, με την ειλικρίνεια ενός Γάλλου που μιλά για τον εαυτό του.
Εξεπλάγην από την απέραντη έκταση των γνώσεών του. Ιδιαίτερα βαθιά εντύπωση μου έκαναν η άγρια ενάργεια και η θαυμαστή ζωντάνια της φαντασίας του. Γυρεύοντας στο Παρίσι διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα, αισθάνθηκα πως η συναναστροφή μου μ’ έναν τέτοιον άνθρωπο, θα ήταν για μένα θησαυρός ανεκτίμητος. Το συναίσθημά μου αυτό του το εξομολογήθηκα με κάθε ειλικρίνεια. Στο τέλος, αποφασίσαμε πως για όσο διάστημα θα έμενα στο Παρίσι, καλά θα ήταν να συγκατοικούμε. Καθώς οι οικονομικές μου δυνατότητες ήταν κάπως καλύτερες από τις δικές του, μου επέτρεψε να ενοικιάσω, και να επιπλώσω με τον κάπως υπερβολικά μελαγχολικό ρυθμό που ταίριαζε και τους δυο μας, σε μιαν ερημική γωνιά του Σαιν Ζερμέν, ένα ετοιμόρροπο και αλλόκοτο μέγαρο, εγκαταλειμμένο από καιρό λόγω διαφόρων δεισιδαιμονιών, στις οποίες εμείς δεν δίναμε σημασία. Αν ο κόσμος μάθαινε τον τρόπο με τον οποίο ζούσαμε, θα μας θεωρούσε τρελούς˙ ίσως αρκετά ακίνδυνους, αλλά τρελούς. Η απομόνωσή μας ήταν απόλυτη. Δεν δεχόμαστε ποτέ επισκέψεις. Κρατήσαμε ζηλότυπα το μυστικό την νέα κατοικία μας από τους προηγούμενους γνωστούς μας, αν και ο Ντυπέν είχε πάψει από καιρό να έχει γνωστούς και φίλους στο Παρίσι.
Ζούσαμε μόνοι, με συντροφιά τον εαυτό μας. Ο φίλος μου είχε την bizarrerie [ιδιοτροπία] (πώς αλλιώς να την ονομάσω;) να είναι ερωτευμένος με την νύχτα. Ενέδωσα και σ’ αυτήν την μανία του, χωρίς την παραμικρή αντίσταση, εγκαταλείποντας την ψυχή μου στις φαντασιοπληξίες του. Η νύχτα, η σκοτεινή αυτοκράτειρα, δεν μας ήταν πάντα πιστή, αλλά εμείς μπορούσαμε να εκβιάζουμε την παρουσία της. Με την πρώτη υποψία αυγής, κλείναμε τις τεράστιες γρίλιες του παλιού μας μεγάρου, ανάβαμε ένα δυο κεριά που φώτιζαν το περιβάλλον μας με το ωχρό και ασθενικό φως τους, και με την βοήθειά τους πελαγοδρομούσαμε στα όνειρά μας, διαβάζοντας, γράφοντας ή κουβεντιάζοντας, ώσπου το ρολόι μας ειδοποιούσε πως έφτασε το αληθινό σκοτάδι. Τότε παίρναμε τους δρόμους ο ένας πλάι στον άλλο, συνεχίζοντας τις κουβέντες της ημέρας, περιπλανώμενοι σε απομακρυσμένες γειτονιές μέχρι αργά, αναζητώντας, μέσα στ’ άγρια φώτα και τα σκοτάδια της τεράστιας πόλης, την απεραντοσύνη της πνευματικής έξαρσης, που πολλοί μόνο στην επίμονη και ψυχρή έρευνα μπορούν να βρουν.
Κάτι τέτοιες ώρες δεν μπορούσα παρά να παρατηρώ και να θαυμάζω (παρόλο που η πλούσια πνευματικότητά μου με είχε εντελώς προετοιμάσει) την παράξενη αναλυτική ικανότητα του Ντυπέν. Κι εκείνος φαινόταν πολύ ευχαριστημένος να την εξασκεί, αν όχι να την επιδεικνύει. Πολλές φορές μάλιστα, δεν δίσταζε να μου εξομολογείται την ευχαρίστηση που ένοιωθε. Κόμπαζε, μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο, πως οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν γι’ αυτόν πλασμένοι από γυαλί. Τον ισχυρισμό του τον αποδείκνυε συνήθως με εκπληκτικά δείγματα της φοβερής εμπειρίας του. Τις στιγμές αυτές, η συμπεριφορά του ήταν ψυχρή και κάπως αφηρημένη. Τα μάτια του έχαναν κάθε έκφραση και η φωνή του - πλούσια φωνή τενόρου- έβγαινε τρεμουλιαστή και κάπως οργισμένη, όχι όμως και χωρίς κάποιον τόνο περίσκεψης ή ειλικρίνειας. Παρατηρώντας τον, θυμόμουν συχνά την παλαιά φιλοσοφική διδασκαλία για την Διπλή Ψυχή, και διασκέδαζα πολύ με την σκέψη ενός διπλού Ντυπέν: ο δημιουργικός και ο αναλυτικός.
Μην βάλετε με το νου σας πως όλες αυτές οι λεπτομέρειες είναι γιατί προτίθεμαι να σας διηγηθώ καμιά ιστορία μυστηρίου ή να συνθέσω κανένα ρομαντικό μυθιστόρημα. Ό,τι είπα για τον Γάλλο, είναι απλώς αποτέλεσμα της μελέτης μιας ερεθισμένης ή αν θέλετε ασθενούσης διάνοιας. Και για να συγκεκριμενοποιήσω τις παρατηρήσεις μου μ’ ένα παράδειγμα, ακούστε το παρακάτω. Ίσως κάνω μ’ αυτό εναργέστερη την ιδέα μου.


Μια νύχτα περπατούσαμε άσκοπα σ’ ένα βρώμικο στενοσόκακο του Παλαί Ρουαγιάλ. Βυθισμένοι στις σκέψεις μας, είχαμε να ανταλλάξουμε κουβέντα τουλάχιστον για ένα τέταρτο, όταν ξαφνικά ο Ντυπέν είπε:
«Στην πραγματικότητα είναι κοντούτσικος. Γι’ αυτό θα τα κατάφερνε καλύτερα στο Βαριετέ!»
«Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό» απάντησα εγώ αστόχαστα, χωρίς καν να αντιληφθώ τον αλλόκοτο τρόπο με τον οποίο ο φίλος μου είχε συλλάβει τι σκεπτόμουν. Τόσο απορροφημένος ήμουν.
Χρειάστηκα ένα ολόκληρο λεπτό για να συγκεντρωθώ, και να νοιώσω δυνατή έκπληξη.
«Ντυπέν» είπα σοβαρά, «αυτό είναι πέρα από την λογική μου. Δεν διστάζω να σου πω πως έχω μείνει κατάπληκτος˙ μόλις και μετά βίας εμπιστεύομαι τις αισθήσεις μου. Πώς είναι δυνατόν να 
ξέρεις ότι σκεπτόμουν...» Εδώ σταμάτησα, για να αποκλείσω κάθε αμφιβολία μου αν ήξερε πραγματικά ποιον σκεπτόμουν.
«...τον Σαντιγύ!» είπε ο Ντυπέν. «Γιατί σταματάς; Σκεφτόσουν ότι το μικρό ανάστημά του δεν ταιριάζει στην τραγωδία».
Πραγματικά, αυτό ακριβώς συλλογιζόμουν. Ο Σαντιγύ ήταν ένας quondam [πρώην] μπαλωματής της Οδού Σαιν Ντενύ. Είχε ερωτευθεί ξαφνικά το θέατρο κι επιχείρησε να παίξει τον rôle [ρόλο] του Ξέρξη στην τραγωδία του Κρεμπιγιόν (5.) Η κακή του ηθοποιία έγινε αφορμή να δουν το φως πολλές σάτιρες εναντίον του.
«Πες μου, για όνομα του Θεού, την μέθοδο που χρησιμοποιείς -αν υπάρχει μέθοδος- για να βολιδοσκοπήσεις την ψυχή μου σε τούτη εδώ την υπόθεση» φώναξα, πολύ πιο κατάπληκτος απ’ όσο έδειχνα.
"Ο μανάβης" είπε ο φίλος μου, «ήταν η αιτία για να φτάσεις στο συμπέρασμα πως ο πρώην μπαλωματής δεν είναι αρκετά ψηλός για Ξέρξης et id genus omne [και τα σχετικά]».
«Ο μανάβης; Με καταπλήσσεις. Δεν γνωρίζω κανέναν μανάβη». 
«Ωστόσο, μανάβης ήταν ο άνθρωπος που έπεσε πάνω σου μόλις μπήκαμε σ’ αυτόν τον δρόμο, πριν ένα τέταρτο».
Πραγματικά, το θυμήθηκα εκείνη την στιγμή. Κάποιος μανάβης, που είχε στο κεφάλι του ένα μεγάλο καλάθι με μήλα, έπεσε απρόσεκτα πάνω μου και σχεδόν με πέταξε κάτω, ενώ στρίβαμε από την Οδό Σ. στο στενό βαδίζαμε τώρα. Τι σχέση Όμως μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τι σχέση είχαν όλα αυτά με τον Σαντιγύ. Στα λόγια του Ντυπέν δεν υπήρχε ίχνος charlâtanerie [αγυρτείας]. 
Αναζητώντας, μέσα στ’ άγρια φώτα και τα σκοτάδια της τεράστιας πόλης, την απεραντοσύνη της πνευματικής έξαρσης, που πολλοί μόνο στην επίμονη και ψυχρή έρευνα μπορούν να βρουν. 
«Θα σου εξηγήσω, και θα τα καταλάβεις όλα» μου είπε. «αμέσως μόλις κάνουμε ανάποδα την πορεία των σκέψεών σου, ξεκινώντας από την στιγμή που σου μίλησα και πηγαίνοντας προς την rencontre [σύγκρουση] με τον μανάβη. Να οι σημαντικότεροι κρίκοι αυτής της αλυσίδας: ο Σαντιγύ, ο Ωρίων(6) , ο Δρ. Νικόλ (7), ο Επίκουρος, η Στερεοτομία (8), οι πέτρες του δρόμου, ο μανάβης».
Μερικοί άνθρωποι δεν έτυχε ποτέ να κάνουν προς τα πίσω τα βήματα, με τα οποία η σκέψη τους έφτασε σε ορισμένα συμπεράσματα. Το εγχείρημα είναι συχνά πολύ ενδιαφέρον, και ο πρωτόπειρος μένει έκπληκτος διαπιστώνοντας πόσο μακριά βρίσκεται η αφετηρία από τον στόχο, και πόση ασυναρτησία απλώνεται ανάμεσά τους. Αυτό μου συνέβη όταν άκουσα τι είπε ο Γάλλος, κι αναγνώρισα πως ήταν όλα αλήθεια.
«Αν θυμάμαι καλά, μιλούσαμε για άλογα, λίγο πριν αφήσουμε την οδό Σ.» συνέχισε εκείνος. «Καθώς μπαίναμε σε τούτο τον δρόμο, μας προσπέρασε βιαστικά ένας μανάβης, μ’ ένα μεγάλο καλάθι στο κεφάλι, και σε στρίμωξε κοντά σ’ ένα μεγάλο σωρό πέτρες, στο σημείο όπου ο δρόμος επισκευάζεται. Με το στρίμωγμα, αναγκάστηκες να πατήσεις πάνω σε μια χαλαρωμένη πλάκα, γλίστρησες και στραμπούλιξες λιγάκι τον αστράγαλό σου. Φάνηκες αρκετά θυμωμένος και κατσούφιασες. Μουρμούρισες μερικές λέξεις, έριξες μια ματιά στο σωρό και ύστερα προχώρησες 
σιωπηλός. Δεν είχα πρόθεση να εξετάσω τις πράξεις σου, αλλά τώρα τελευταία η παρατηρητικότητα μου έχει γίνει ένα είδος έμμονης συνήθειας. Στην συνέχεια, προσήλωσες το βλέμμα σου στο έδαφος, παρατηρώντας εξοργισμένος τις λακκούβες και τα ρείθρα του πεζοδρομίου. Έτσι κατάλαβα πως σκεπτόσουν ακόμη τις πέτρες, κι αυτό κράτησε ώσπου φτάσαμε στην μικρή Οδό Λαμαρτίν, που έχει στρωθεί δοκιμαστικά με βιδωτές πλάκες. Εδώ, η όψη σου φωτίστηκε κι αντιλήφθηκα τα χείλη σου να σαλεύουν.
Μουρμούρισες την λέξη Στερεοτομία, έναν όρο που μου θύμισε το είδος του οδοστρώματος. Ξέρω βέβαια πως δεν μπορείς να σκεφτείς την στερεοτομία, χωρίς να φέρεις στο νου σου τον Επίκουρο και την θεωρία του περί ατόμων, από την στιγμή που προ ημερών είχαμε συζητήσει το θέμα, και θυμάσαι που λέγαμε ότι οι ασαφείς μαντείες αυτού του σοφού Έλληνα είχαν επιβεβαιωθεί από την πρόσφατη διατύπωση της Υπόθεσης των Νεφελωμάτων. Ήταν αδύνατον λοιπόν, ύστερα απ’ όλα αυτά, να μην σηκώσεις τα μάτια προς τον ουρανό και συγκεκριμένα προς το νεφέλωμα του Ωρίωνα.
Έτσι κι έκανες, πράγμα που μου επιβεβαίωσε ότι βρισκόμουν στο σωστό δρόμο.
»Αλλά στο χθεσινό φύλλο του σατιρικού περιοδικού Μουσείο, δημοσιεύθηκε μια σάτιρα με πικρούς υπαινιγμούς για την αλλαγή του ονόματος του πρώην μπαλωματή και την οικειοποίηση των κοθόρνων απ’ αυτόν. Ο πικρόχολος συντάκτης παρέθετε κι ένα λατινικό στίχο, για τον οποίο έχουμε συζητήσει συχνά. Εννοώ τον στίχο:

Perdidit antiquum litera prima sonum
[Το πρώτο γράμμα έχασε τον πρώτο του ήχο]

Όπως λέγαμε, ο στίχος αναφέρονταν στον Ωρίωνα [Orion], που παλιότερα γραφόταν Urion. Με τόσες κουβέντες που κάναμε επί του θέματος, δεν το είχες ξεχάσει εντελώς. Ότι το συνδύασες με τον Σαντιγύ, φάνηκε από το χαμόγελό σου. Προφανώς σκέφτηκες πως ο δυστυχής πρώην μπαλωματής είχε πάει ολωσδιόλου χαμένος. Μέχρι εκείνη την στιγμή περπατούσες σκυφτός. Από κει και πέρα τεντώθηκες σ’ όλο σου το ύψος. Ήμουν σίγουρος πια πως σκεφτόσουν το μικρό ανάστημα του Σαντιγύ. Και τότε διέκοψα τις σκέψεις σου, για να κάνω παρατηρήσω πως ο φίλος μας είναι κοντούτσικος, και θα τα κατάφερνε καλύτερα στο Βαριετέ».

Δεν είχε περάσει πολύ καιρός από το περιστατικό, όταν κοιτάζοντας την απογευματινή έκδοση της Εφημερίδος των Δικαστηρίων, μας τράβηξε την προσοχή το παρακάτω δημοσίευμα:
‘ΑΛΛΟΚΟΤΟΙ ΦΟΝΟΙ: Σήμερα, γύρω στις 3 το πρωί, απαίσιες και παρατεταμένες κραυγές, που έρχονταν από τον τέταρτο όροφο ενός σπιτιού της Οδού Μοργκ, σήκωσαν στο πόδι την συνοικία Σαιν Ροκ. Το σπίτι αυτό είναι γνωστό πως ανήκει σε κάποια Μαντάμ Λεσπανέιγ και στην κόρη της, Δεσποινίδα Καμίλλη Λεσπανέιγ. Ύστερα από αρκετές αργοπορημένες απόπειρες να παραβιαστεί ομαλά η πόρτα, χρησιμοποιήθηκε λοστός και οκτώ ή δέκα γείτονες μπήκαν στο σπίτι, συνοδευόμενοι από δύο gendarmes [Αστυνομικούς]. Όμως οι κραυγές είχαν πάψει. Καθώς ανέβαιναν την σκάλα του πρώτου ορόφου, ακούστηκαν δύο ή και περισσότερες φωνές, σαν κάποιοι να φιλονικούσαν άγρια στο επάνω μέρος του σπιτιού. Όταν έφτασαν στον δεύτερο όροφο, οι φωνές σίγησαν κι απλώθηκε απόλυτη ησυχία σε όλο το σπίτι. Χωρίστηκαν κι άρχισαν να ερευνούν τα δωμάτια. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου βρίσκεται το τέταρτο διαμέρισμα, ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν κλειδωμένο από μέσα. Αναγκάστηκαν να παραβιάσουν την πόρτα, και τότε βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα αποτρόπαιο θέαμα, που τους γέμισε όλους με δέος και κατάπληξη. 
’Χάος επικρατούσε στο δωμάτιο. Τα έπιπλα ήταν σπασμένα και τα κομμάτια τους πεταμένα παντού. Υπήρχε μόνον ένα κρεβάτι. Το στρώμα του είχε αποσπαστεί και ήταν πεταμένο στο πάτωμα καταμεσής του δωματίου. Σε μια καρέκλα βρισκόταν ένα ξυράφι γεμάτο αίματα. Στο τζάκι βρέθηκαν δύο τρεις μακριές τούφες γκρίζα μαλλιά, επίσης ματωμένα. Ήταν φανερό πως είχαν ξεριζωθεί. Στο πάτωμα βρέθηκαν τέσσερα Ναπολεόνια (9) , ένα σκουλαρίκι από τοπάζι, τρία μεγάλα ασημένια κουτάλια, τρία μικρότερα από métal d'Alger [αλπακά], και δύο τσάντες με τέσσερις χιλιάδες Φράγκα περίπου. Τα συρτάρια ενός bureau [γραφείου], που βρισκόταν στην γωνία, είχαν παραβιαστεί και λεηλατηθεί, αν και πολλά πράγματα είχαν μείνει ακόμη μέσα. Ένα μικρό σιδερένιο χρηματοκιβώτιο βρέθηκε κάτω από το στρώμα (όχι κάτω από το κρεβάτι). Ήταν ανοιχτό, με το κλειδί ακόμη περασμένο στην κλειδαριά. Μέσα δεν είχε παρά λίγα χαρτιά μικρής αξίας, και ορισμένα παλαιά γράμματα. ’ Ίχνη της Μαντάμ Λεσπανέιγ δεν βρέθηκαν. Όμως παρατήρησαν πως υπήρχε σκορπισμένη πολλή στάχτη γύρω στο τζάκι, και ψάχνοντας στην καπνοδόχο, βρήκαν (ανατριχιάζει και που το σκέφτεται κανείς!) το πτώμα της κόρης με το κεφάλι προς τα κάτω. Το κορμί της, που ήταν ακόμη ζεστό, έφερε πολλές κακώσεις, οφειλόμενες, το δίχως άλλο, στην σκληρότητα με την οποία την έσυραν, σε αρκετά μεγάλη απόσταση, μέχρι την καπνοδόχο. Στο πρόσωπο του πτώματος υπήρχαν μεγάλες γρατσουνιές και στον λαιμό του μελανά σημάδια και βαθιά ίχνη από νύχια, σαν να είχε στραγγαλιστεί.
’Αφού έψαξαν όλο το σπίτι, τα μέλη της ομάδας προχώρησαν σε μια μικρή πλακόστρωτη αυλή, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί βρήκαν το πτώμα της γηραιάς Κυρίας, με τον λαιμό κομμένο τόσο βαθιά, ώστε με την πρώτη προσπάθεια που έκαναν να μετακινήσουν την νεκρή, το κεφάλι έπεσε. Τόσο το σώμα όσο και το κεφάλι της γηραιάς Κυρίας, έφεραν τρομερές κακώσεις. Ιδιαίτερα το σώμα της, ήταν τόσο κακοποιημένο, ώστε μόλις και μετά βίας διατηρούσε το ανθρώπινο σχήμα του. ’Απ’ όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον, δεν ρίχτηκε ακόμη το παραμικρό φως σ’ αυτό το φρικτό μυστήριο’.


Στο φύλλο της επομένης αναφέρονταν οι ακόλουθες λεπτομέρειες: 

‘Η τραγωδία της Οδού Μοργκ. Πολλά άτομα εξετάστηκαν ως τώρα σχετικά με την αλλόκοτη και φοβερή αυτή υπόθεση» (στην Γαλλία η λέξη υπόθεση δεν έχει ακόμη εκείνο το επιπόλαια πονηρό νόημα που έχει σε μας) «αλλά τίποτε δεν ξεκαθαρίστηκε ακόμη, ώστε να ριχτεί κάποιο φως. Παρακάτω δημοσιεύουμε τα πρακτικά των ανακρίσεων:
’Πωλίν Ντιμπούργκ˙ πλύστρα. 

Καταθέτει πως απ’ εδώ και τρία χρόνια γνώριζε και τις δύο νεκρές, και έπλενε τα ρούχα τους. Η γηραιά Κυρία και η κόρη της φαίνονταν να έχουν καλή σχέση˙ κάτι περισσότερο μάλιστα: ήταν αφοσιωμένες η μία στην άλλη. Στην πληρωμή ήταν τακτικότατες. Για τον τρόπο και τα μέσα της ζωής τους δεν γνωρίζει τίποτε. Πάντως είχε την πληροφορία ότι η Μαντάμ Λεσπανέιγ ήταν χαρτορίχτρα. Οι φήμες έλεγαν πως η γηραιά Κυρία είχε κομπόδεμα. Όποτε πήγε για να πάρει τα άπλυτα ή να φέρει τα καθαρά, δεν συνάντησε ξένο πρόσωπο στο σπίτι.Υπηρέτης δεν υπήρχε κανείς. Μόνο ο τέταρτος όροφος ήταν επιπλωμένος.
’Πιερ Μορώ˙ καπνοπώλης.

 Καταθέτει ότι προμήθευε, επί τέσσερα χρόνια, ταμπάκο και φυτίλι στην Μαντάμ Λεσπανέιγ. Οι δύο νεκρές κατοικούσαν στο σπίτι αυτό πάνω από έξι χρόνια. Προηγουμένως το ενοικίαζαν σε κάποιον κοσμηματοπώλη, που υπενοικίαζε τα επάνω δωμάτια σε διάφορα άτομα. Το σπίτι ήταν περιουσία της Μαντάμ Λ. Είχε βαρεθεί την συμπεριφορά των ενοικιαστών και δεν έβαζε πια κανέναν. Η γηραιά Κυρία ήταν ξεμωραμένη. Την κόρη της ο μάρτυρας την είχε δει πέντε ή έξι φορές, κατά τα έξι τελευταία χρόνια. Και οι δύο έκαναν εξαιρετικά αποτραβηγμένη ζωή. Ο κόσμος πίστευε πως είχαν λεφτά. Είχε ακούσει κι αυτός στην γειτονιά πως η Μαντάμ Λεσπανέιγ έλεγε την μοίρα, μα δεν πίστευε τέτοιο πράγμα. Τα μόνα πρόσωπα που είχε δει να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι ήταν ένας βαστάζος (μία ή δύο φορές) κι ένας γιατρός (οκτώ ή δέκα φορές).
’Οι καταθέσεις των περισσοτέρων γειτόνων ήταν περίπου ίδιες. 
Δεν αναφέρθηκε κανένας τακτικός επισκέπτης στο σπίτι των δύο νεκρών γυναικών. Κανείς δεν ήξερε αν είχαν στενούς συγγενείς. Τα εξώφυλλα των παραθύρων, που έβλεπαν στον δρόμο, τα άνοιγαν σπανίως. Το ίδιο και τα παράθυρα του πίσω μέρους του σπιτιού, εκτός από ένα δωμάτιο στον τέταρτο όροφο. Το σπίτι ήταν καλούτσικο και όχι πολύ παλιό.

’Ισίδωρος Μυζέ˙ gendarme [Αστυνομικός]. 

Καταθέτει ότι εκλήθη στο σπίτι περί τις τρεις τα ξημερώματα. Βρήκε στην εξώπορτα είκοσι έως τριάντα άτομα, που προσπαθούσαν να την παραβιάσουν. Στο τέλος την παραβίασαν με ξιφολόγχη και όχι με λοστό. Δε δυσκολεύτηκαν πολύ να την ανοίξουν. Ήταν δίφυλλη και ξεμαντάλωτη επάνω και κάτω. Οι κραυγές συνεχίζονταν ως την στιγμή που παραβιάστηκε η πόρτα. Αμέσως μετά σταμάτησαν. Έμοιαζαν με κραυγές ανθρώπου ή ανθρώπων που βρίσκονταν σε μεγάλη αγωνία. Ήταν δυνατές και συνεχείς. Ο μάρτυς προχώρησε στην σκάλα. Όταν έφτασε στον πρώτο όροφο, άκουσε δύο φωνές να μαλώνουν δυνατά. Η μια ήταν τραχιά και η άλλη στριγκή και πολύ περίεργη. Μπόρεσε να ξεχωρίσει μερικές λέξεις από την πρώτη. Έχει την ιδέα πως ήταν φωνή Γάλλου. Επίσης ήταν βέβαιος πως η φωνή ήταν ανδρική. Οι λέξεις που ξεχώρισε είναι sacré [καταραμένε] και diable [διάβολε]. Η στριγκή φωνή ήταν -κατά την άποψή του- φωνή ξένης γυναίκας. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε, μα πιστεύει πως μιλούσε ισπανικά. Η περιγραφή του δωματίου και των πτωμάτων συμφωνούσε με την περιγραφή που δώσαμε στο χθεσινό μας φύλλο.

’Ερίκος Ντυβάλ˙ γείτονας, χρυσοχόος.

 Καταθέτει ότι μπήκε στο σπίτι με την πρώτη ομάδα. Επιβεβαιώνει την κατάθεση του Μυζέ. Μόλις παραβίασαν την πόρτα και μπήκαν, την ξανάκλεισαν αμέσως, για να κρατήσουν έξω το πλήθος που είχε μαζευτεί. Κατά την γνώμη του, η στριγκή φωνή ανήκε μάλλον σε Ιταλό. Πάντως είναι βέβαιος πως δεν ανήκε σε Γάλλο. Αν η φωνή ήταν ανδρική ή γυναικεία, δεν μπορεί να το βεβαιώσει. Ίσως να ήταν γυναικεία. Ιταλικά ο μάρτυς δεν γνωρίζει. Από τον τόνο όμως, κρίνει πως ο ομιλητής ήταν Ιταλός. Την Μαντάμ Λεσπανέιγ και την κόρη της τις γνώριζε καλά. Μάλιστα, είχε κουβεντιάσει μαζί τους πολλές φορές. Επίσης βεβαιώνει πως η στριγκή φωνή δεν ανήκε σε καμία από τις δύο.

’...Οντενχάιμερ˙ restaurateur [εστιάτωρ]. 

Προσήλθε αυθόρμητα ως μάρτυς. Επειδή δεν μιλούσε γαλλικά, έδωσε την κατάθεσή του με διερμηνέα. Γεννήθηκε στο Άμστερνταμ. Περνούσε τυχαία έξω από το σπίτι, την ώρα που ακούστηκαν οι κραυγές. Κράτησαν κάμποσα λεπτά, ίσως δέκα. Ήταν δυνατές, απαίσιες και απελπισμένες. Μπήκε με τους άλλους στο κτίριο. Επιβεβαίωσε όλα τα σημεία των προηγουμένων καταθέσεων, πλην ενός: είναι βέβαιος πως η στριγκή φωνή ήταν ανδρική και μάλιστα Γάλλου. Δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει λόγια, γιατί οι φωνές ήταν δυνατές, γρήγορες, τρομαγμένες και θυμωμένες. Η τραχιά φωνή είπε sacré [καταραμένε], diable [διάβολε], και μία φορά mon Dieu [Θεέ μου].

’Ιούλιος Μινιώ˙ τραπεζίτης. 
Μινιώ και Υιός, Οδός Ντιλοβίν. 
Είναι ο γηραιότερος Μινιώ. Η Μαντάμ Λεσπανέιγ είχε κάποια περιουσία. Διατηρούσε ανοιχτό λογαριασμό στην τράπεζά του, από την άνοιξη του **** (πριν από επτά χρόνια). Έκανε συχνά μικροκαταθέσεις. Δεν είχε πραγματοποιήσει την παραμικρή ανάληψη μέχρι τρεις ημέρες πριν τον φόνο της, οπότε απέσυρε προσωπικά 4.000 Φράγκα. Το ποσόν κατεβλήθη σε χρυσό, που τον μετέφερε στο σπίτι της ένας υπάλληλος.

’Αδόλφος Λεμπόν˙ υπάλληλος της Μινιώ και Υιός. 

Καταθέτει πως το μεσημέρι της συγκεκριμένης ημέρας, συνόδευσε την Μαντάμ Λεσπανέιγ στο σπίτι της, με 4.000 Φράγκα σε δύο τσάντες. Την πόρτα άνοιξε η Δεσποινίς Λεσπανέιγ, η οποία πήρε από τα χέρια του την μία από τις δύο τσάντες, ενώ η γηραιά Κυρία τον απάλλαξε από την άλλη. Αυτός χαιρέτησε και έφυγε. Στον δρόμο δεν είδε κανέναν εκείνη την ώρα. Είναι πάροδος˙ πολύ ήσυχη.

’Ουίλιαμ Μπερντ˙ ράφτης. Καταθέτει πως μπήκε στο σπίτι με τον κόσμο που είχε μαζευτεί από κάτω. Είναι Άγγλος. Ζει στο Παρίσι δυο χρόνια. Άκουσε καθαρά τις φωνές που φιλονικούσαν. Η τραχιά ανήκε σε Γάλλο. Κατάφερε να ξεχωρίσει αρκετές λέξεις, αλλά δεν τις θυμάται όλες. Άκουσε καθαρά τις λέξεις sacré [καταραμένε] και mon Dieu [Θεέ μου]. Την ίδια στιγμή, ακούστηκε
ένας θόρυβος, σαν να πάλευαν πολλά άτομα˙ σπρωξιές, χτυπήματα... Η στριγκή φωνή ήταν πολύ δυνατή, δυνατότερη από την τραχεία. Το αποκλείει να ανήκε σε Άγγλο. Έμοιαζε με φωνή Γερμανού. Ίσως να ήταν γυναικεία. Γερμανικά δεν γνωρίζει. 


’Τέσσερις από τους ως άνω μάρτυρες, όταν επανεξετάστηκαν, δήλωσαν πως η πόρτα του δωματίου ήταν κλειδωμένη από μέσα. Τα πάντα ήταν ήσυχα˙ ούτε στεναγμοί ακούγονταν ούτε άλλος θόρυβος. Όταν παραβίασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα, δεν είδαν κανέναν. Τα παράθυρα και του πίσω και του μπροστινού δωματίου ήταν κλειστά και καλά ασφαλισμένα από μέσα. Η πόρτα που χώριζε τα δύο δωμάτια ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη. Η πόρτα, που έβγαζε από το μπροστινό δωμάτιο στον διάδρομο, ήταν κλειδωμένη από μέσα. Ένα μικρό δωμάτιο του τετάρτου ορόφου, που έβλεπε στον δρόμο, είχε την πόρτα ορθάνοιχτη. Ήταν γεμάτο παλιά κρεβάτια, κιβώτια και διάφορα άλλα πράγματα, που μετακινήθηκαν και ερευνήθηκαν προσεκτικά. Δεν έμεινε γωνιά του σπιτιού που να μην ερευνηθεί με την δέουσα προσοχή. Ακόμα και σκούπες χώθηκαν στις καπνοδόχους. Το σπίτι ήταν τετραώροφο με mansardes (σοφίτες). Μια καταπακτή στην οροφή ήταν καρφωμένη πολύ σταθερά, και φαινόταν να μην έχει ανοιχτεί εδώ και πολλά χρόνια. Το χρονικό διάστημα ανάμεσα στις φωνές που μάλωναν και στην παραβίαση της πόρτας του δωματίου, προσδιορίστηκε πολύ διαφορετικά από κάθε μάρτυρα. Μερικοί δήλωσαν πως ήταν ελάχιστο: τρία λεπτά, κι άλλοι κάπως μεγαλύτερο: πέντε λεπτά. Η πόρτα ανοίχτηκε με δυσκολία. 


’Αλφόνσο Καρθίο˙ εργολάβος κηδειών. Καταθέτει πως διαμένει στην Οδό Μοργκ. Γεννήθηκε στην Ισπανία. Ήταν ένας από την ομάδα των γειτόνων που εισέβαλαν στο σπίτι. Δεν ανέβηκε τις σκάλες, γιατί είναι νευρικός και φοβάται τις συνέπειες που μπορεί να έχουν για το νευρικό του σύστημα οι ανώμαλες καταστάσεις. Άκουσε, ωστόσο, τις φωνές που φιλονικούσαν. Η τραχιά ήταν φωνή Γάλλου. Η στριγκή ανήκε σε Άγγλο˙ είναι βέβαιος γι’ αυτό. Αγγλικά δεν γνωρίζει, αλλά το συμπεραίνει από τον τόνο. 

’Αλμπέρτο Μοντάνι˙ ζαχαροπλάστης. Καταθέτει πως ήταν από τους πρώτους που ανέβηκαν τις σκάλες. Άκουσε τις φωνές. Η τραχιά ήταν φωνή Γάλλου και ξεχώρισε πολλές λέξεις. Έμοιαζαν με αυστηρές παρατηρήσεις. Δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει τις λέξεις που πρόφερε η στριγκή φωνή. Μιλούσε γρήγορα και τραύλιζε. Νομίζει πως μάλλον ανήκε σε Ρώσο. Ωστόσο, Ιταλός αυτός, δεν
μίλησε ποτέ με Ρώσο.

’Αρκετοί μάρτυρες, που κλήθηκαν για δεύτερη φορά, βεβαίωσαν πως οι καπνοδόχοι όλων των δωματίων του τετάρτου ορόφου ήταν πολύ στενές, ώστε να επιτρέπουν το πέρασμα ανθρωπίνου σώματος. Όταν μιλούσαν για σκούπες, αναφέρονταν στις κυλινδρικές βούρτσες που μεταχειρίζονται οι καπνοδοχοκαθαριστές. Τέτοιες βούρτσες ανεβοκατέβηκαν σε κάθε καπνοδόχο του σπιτιού. Στο πίσω μέρος του σπιτιού δεν υπάρχει καμία δίοδος. Συνεπώς αποκλείεται να έφυγε κάποιος από εκεί, την ώρα που οι γείτονες και οι συγκεντρωμένοι περαστικοί ανέβαιναν τις σκάλες. Το σώμα της κοπέλας ήταν τόσο γερά σφηνωμένο στην καπνοδόχο, ώστε μόνο όταν το τράβηξαν γερά τέσσερις πέντε μαζί, στάθηκε δυνατόν να το ξεκολλήσουν.

’Πωλ Ντυμά˙ ιατρός. Καταθέτει πως κλήθηκε περί τα ξημερώματα, για να εξετάσει τα πτώματα. Και τα δύο είχαν τοποθετηθεί στο κρεβάτι του δωματίου, όπου βρέθηκε το πτώμα της κόρης. Το σώμα της νεαράς Κυρίας έφερε πολλές κακώσεις και εκδορές. Η εικόνα που παρουσίαζε οφειλόνταν, ασφαλώς, στον βίαιο τρόπο με τον οποίο σφηνώθηκε στην καπνοδόχο. Ο λαιμός της ήταν σε αθλία κατάσταση. Έφερε βαθιές γρατσουνιές ακριβώς κάτω από το σαγόνι, και μελανά σημάδια, που προφανώς ήταν αποτυπώματα δαχτύλων. Το χρώμα του προσώπου ήταν τρομακτικά αλλοιωμένο, και τα μάτια σχεδόν πεταγμένα από τις κόγχες τους. Η γλώσσα ήταν εν μέρει κομμένη με τα δόντια. Ένα μεγάλο σημάδι που -το δίχως άλλο- οφείλονταν σε πίεση από γόνατο, κάλυπτε το στομάχι. Κατά την γνώμη του Μ. Ντυμά, η Δεσποινίς Λεσπανέιγ στραγγαλίστηκε από ένα ή πολλά άγνωστα άτομα. Το σώμα της μητέρας ήταν φρικτά ακρωτηριασμένο. Τα οστά των δεξιών άκρων ήταν λίγο ως πολύ τσακισμένα και της δεξιάς πλευράς του σώματος ήταν όλα σπασμένα. Το αριστερό κνημιαίον οστούν ήταν θρυμματισμένο, όπως και τα πλευρά, στο αριστερό μέρος του θώρακα. Έφερε παντού μώλωπες και εκχυμώσεις. Τέτοιου είδους αποτελέσματα θα μπορούσαν να προκληθούν από ένα ξύλινο ρόπαλο, ένα σιδερένιο ραβδί, μια καρέκλα, οτιδήποτε βαρύ και αμβλύ -τέλος πάντων – μπορεί να χειριστεί ένας δυνατός άνδρας. Καμιά γυναίκα, με κανένα όπλο, δεν μπορεί να προκαλέσει τέτοια ζημιά. Το κεφάλι της εκλιπούσης ήταν τελείως χωρισμένο από το σώμα και σχεδόν λειωμένο. Ο λαιμός είχε κοπεί προφανώς με κάποιο κοφτερό εργαλείο˙ ίσως ξυράφι.

’Αλέξανδρος Ετιέν˙ χειρουργός. Εκλήθη παράλληλα με τον Μ. Ντυμά, για την εξέταση των σωμάτων. Κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα.
’Οι ανακρίσεις δεν έριξαν περισσότερο φως στην υπόθεση. Όλοι συμφωνούν πως δεν ξανάγινε τόσο περίπλοκος και μυστηριώδης φόνος στο Παρίσι. Η Αστυνομία αντιμετωπίζει με τρομερή αμηχανία την παντελή έλλειψη στοιχείων. Πυκνό σκοτάδι απλώνεται παντού’.
Η απογευματινή έκδοση της εφημερίδας ανέφερε πως μεγάλη ανησυχία και έξαψη επικρατούσαν στην συνοικία όπου έγινε το έγκλημα. Και νέοι μάρτυρες εξετάστηκαν, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ωστόσο, ένα υστερόγραφο προσέθετε ότι ο Αδόλφος Λεμπόν συνελήφθη και φυλακίστηκε, παρόλο που δεν προέκυψαν σοβαρά στοιχεία εναντίον του.

Ο Ντυπέν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την πρόοδο αυτής της σκοτεινής υπόθεσης. Τουλάχιστον αυτό έδειχνε η συμπεριφορά του, δεδομένου ότι δεν έκανε κανένα απολύτως σχόλιο. Μόνο όταν 
διαβάσαμε πως ο Λεμπόν φυλακίστηκε, ζήτησε την γνώμη μου για τους φόνους.
Δεν μπόρεσα παρά να συμφωνήσω με όλο το Παρίσι πως το μυστήριο ήταν αξεδιάλυτο. Πραγματικά, δεν έβλεπα πώς θα μπορούσε να εντοπιστεί ο δράστης. 
«Δεν πρέπει να κρίνουμε από τα μέσα που χρησιμοποιούν» είπε ο Ντυπέν. «Πρόκειται για μια εξαιρετικά επιπόλαιη εξέταση. Η περίφημη για την οξυδέρκειά της παρισινή Αστυνομία, είναι απλά 
και μόνο πονηρή. Δεν διαθέτουν μέθοδο. Ενεργούν περιστασιακά. Παίρνουν απειράριθμα μέτρα αλλά, όχι σπάνια, είναι τόσο ανεπιτυχή, ώστε να μας φέρνουν στον νου τον Μεσιέ Ζουρντέν, που ζητούσε την robe-de-chambre [ρόμπα] του, pour mieux entendre la musique [για ν’ ακούει καλύτερα την μουσική](10).  Οι επιτυχίες τους είναι συχνά εκπληκτικές, αλλά τις περισσότερες φορές έρχονται στο φως μόνο χάρη στην επιμέλεια και την ενεργητικότητά τους. Όταν αυτά τα δύο δεν αποδώσουν, τα σχέδια είναι ανώφελα. Ο Βιντόκ (11), παραδείγματος χάρην, έκανε εκπληκτικές εικασίες και ερευνούσε πολύ υπομονετικά. Έβλαπτε την όρασή του, γιατί κρατούσε το αντικείμενο πολύ κοντά. Ξεχώριζε ίσως ένα ή δύο σημεία με ασυνήθιστη διαύγεια, αλλά
έχανε το όλο. 


Υπάρχει κάποιο λάθος στην επιμονή μας να ερευνούμε αποκλειστικά το βάθος. Η αλήθεια δεν βρίσκεται πάντα χωμένη σ’ ένα πηγάδι. Αντίθετα, όσον αφορά τα σημαντικότερα πράγματα, πιστεύω πως εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, βρίσκονται πάντα στην επιφάνεια. Το λάθος βρίσκεται στις 
πεδιάδες που τα αναζητούμε και όχι στις κορυφές των βουνών, όπου βρίσκονται. Οι μορφές και οι πηγές αυτού του λάθους μπορούν να τυποποιηθούν στην περίπτωση της παρατήρησης των ουρανίων σωμάτων. Όταν ρίχνουμε φευγαλέες ματιές σ’ ένα αστέρι, όταν το λοξοκοιτάζουμε, στρέφοντας προς το μέρος του το εξωτερικό μέρος του αμφιβληστροειδούς (που είναι πιο ευαίσθητο στις ασθενείς εντυπώσεις του φωτός από το εσωτερικό) εκτιμούμε καλύτερα την λάμψη του, η οποία θαμπώνει όταν στρέψουμε κατευθείαν το βλέμμα μας προς το αστέρι. Στην δεύτερη περίπτωση το μάτι δέχεται μεγαλύτερο αριθμό ακτινών, αλλά στην πρώτη αυξάνεται η δυνατότητα κατανόησης αυτού που βλέπεις. Η αδικαιολόγητη εμβρίθεια περιπλέκει και εξασθενίζει την σκέψη 
μας. Η επίμονα εξονυχιστική και κατά μέτωπον παρατήρηση μπορεί να εξαφανίσει ως και την ίδια την Αφροδίτη από το ουράνιο θόλο.
»Όσο για τους φόνους... Πριν σχηματίσουμε οποιαδήποτε γνώμη, ας προβούμε σε μερικές προσωπικές έρευνες. Θα μας διασκεδάσουν αρκετά».

Εκείνη την στιγμή, σκέφτηκα πως η λέξη διασκέδαση κάθε άλλο παρά ταίριαζε στην περίσταση, αλλά δεν είπα τίποτε.
«Εξάλλου» συνέχισε ο Ντυπέν, «αυτός ο Λεμπόν με εξυπηρέτησε κάποτε και του είμαι υποχρεωμένος. Πάμε λοιπόν να δούμε το σπίτι με τα ίδια μας τα μάτια. Γνωρίζω τον Γκ., τον Διευθυντή της Αστυνομίας, και δεν θα δυσκολευτούμε να πάρουμε την απαιτούμενη άδεια». 



Η άδεια εξασφαλίστηκε, και ξεκινήσαμε αμέσως για την Οδό Μοργκ, μιαν αξιοθρήνητη πάροδο ανάμεσα στην Οδό Ρισελιέ και την Οδό Σαιν Ροκ. Φτάσαμε αργά το απόγευμα, γιατί η περιοχή 
ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι μας. Το σπίτι το εντοπίσαμε αμέσως, αφού στο απέναντι πεζοδρόμιο βρίσκονταν ακόμη συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι, που κοίταζαν προς τις κλειστές 
γρίλιες με νοσηρή και άσκοπη περιέργεια. Ήταν ένα συνηθισμένο παριζιάνικο σπίτι, δίπλα στην εξώπορτα του οποίου υπήρχε μια μικρή τζαμαρία με συρταρωτή πόρτα, που προοριζόταν για loge de concierge [θυρωρείο]. Πριν μπούμε μέσα, κατηφορίσαμε τον δρόμο, στρίψαμε σε μιαν αλέα, ξανατρίψαμε λίγο παρακάτω, και βρεθήκαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ο Ντυπέν εξέτασε την 
γειτονιά και το κτίριο με μια σχολαστικότητα της οποίας το σκοπό δεν μπόρεσα να καταλάβω.
Κάναμε πίσω και βρεθήκαμε πάλι στην πρόσοψη του σπιτιού.
Χτυπήσαμε, δείξαμε τα πιστοποιητικά μας στους άνδρες που της Αστυνομίας, που είχαν αναλάβει την φύλαξη, και μας επετράπη η είσοδος. Ανεβήκαμε την σκάλα και μπήκαμε στο δωμάτιο, όπου βρέθηκε το πτώμα της Δεσποινίδος Λεσπανέιγ. Οι δύο νεκρές ήταν ακόμη ξαπλωμένες εκεί. Η χαώδης κατάσταση είχε διατηρηθεί σχολαστικά, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν είδα τίποτε περισσότερο απ’ όσα ανέφερε η Εφημερίς των Δικαστηρίων. 
Ο Ντυπέν περιεργάστηκε το κάθε τι, χωρίς να παραλείψει τα πτώματα. Ύστερα πήγαμε στα άλλα δωμάτια και στην αυλή, συνοδευόμενοι από έναν gendarme [Αστυνομικό]. Η έρευνά μας διήρκεσε μέχρι που σκοτείνιασε για τα καλά, οπότε αποφασίσαμε να φύγουμε. Πηγαίνοντας για το σπίτι, ο φίλος μου ανέβηκε για ένα λεπτό στα γραφεία μιας καθημερινής εφημερίδας.
Έχω ήδη αναφερθεί στις αμέτρητες ιδιοτροπίες του φίλου μου, και στο γεγονός πως je le ménageais [τον άντεχα] (αφού δεν υπάρχει αντίστοιχη έκφραση στην αγγλική). Τώρα προστέθηκε σ’ αυτές τις ιδιοτροπίες και η άρνησή του να κουβεντιάσει οτιδήποτε σχετικό με τον φόνο. Ακολούθησε την ίδια τακτική μέχρι το μεσημέρι της επομένης. Τότε με ρώτησε ξαφνικά αν είχα παρατηρήσει τίποτε παράξενο, στον τόπο της θηριωδίας. Τόνισε την λέξη «παράξενο» μ’ έναν τρόπο που μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω άθελά μου. 
«Όχι, τίποτε παράξενο» είπα. «Ή τουλάχιστον τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι ανέφερε η εφημερίδα».
«Η Εφημερίς» αποκρίθηκε, «δεν μπόρεσε να εισχωρήσει στην ασυνήθιστη φρίκη του πράγματος. Ωστόσο, άφησε τις άχρηστες απόψεις των εφημερίδων, που έχουν την εντύπωση πως αυτό το μυστήριο είναι αξεδιάλυτο, ακριβώς διότι η λύση του είναι πολύ απλή. Αναφέρομαι, βέβαια, στα outré [υπερβολικά] χαρακτηριστικά του. Η Αστυνομία βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση, λόγω της φαινομενικής απουσίας κινήτρου -όχι τόσο για τον φόνου καθεαυτό, όσο για την θηριωδία με την οποία διαπράχθηκε. Επίσης, τους μπερδεύει η αδυναμία τους να συνδυάσουν τις φωνές που φιλονικούσαν, με το γεγονός πως δεν βρέθηκε κανείς επάνω εκτός από την νεκρή Δεσποινίδα Λεσπανέιγ, καθώς και με το γεγονός πως δεν υπήρχε η παραμικρή έξοδος, από την οποία θα μπορούσε να ξεφύγει οποιοσδήποτε χωρίς να γίνει άμεσα αντιληπτός από τους ανθρώπους που ανέβαιναν την σκάλα. Η χαώδης κατάσταση των δωματίων, το σφηνωμένο στην καπνοδόχο πτώμα -με το κεφάλι προς τα κάτω- το φρικτά ακρωτηριασμένο σώμα της γηραιάς Κυρίας, και πλήθος άλλες σκέψεις που δεν χρειάζεται να σου απαριθμήσω, όλα αυτά είναι ικανά να παραλύσουν τις δυνάμεις 
τους, και να καταρρίψουν την περίφημη οξυδέρκεια των ανδρών της Αστυνομίας. Περιέπεσαν στο χονδροειδές αλλά κοινότατο σφάλμα να μπερδέψουν το ασυνήθιστο με το δυσνόητο. Όμως σ’ αυτές ακριβώς τις αποκλίσεις από το συνηθισμένο αναζητά -αν τελικά προθυμοποιηθεί να το κάνει- η λογική σκέψη το δρόμο που θα την οδηγήσει την αλήθεια. 

Σε έρευνες όπως αυτή που πραγματοποιούμε, δεν πρέπει κανείς απλώς να ρωτά ‘τι συνέβη’, αλλά ‘τι συνέβη για πρώτη φορά’. Στην πραγματικότητα, η ευκολία με την οποία θα φτάσω -ή μάλλον έφτασα- στην λύση του μυστηρίου, είναι ευθέως ανάλογη του φαινομενικά άλυτου χαρακτήρα που αποδίδει στο μυστήριο ετούτο η Αστυνομία».
Τον κοιτούσα βουβός και κατάπληκτος. 


«Τώρα» συνέχισε εκείνος, ρίχνοντας μια ματιά στην πόρτα του δωματίου που βρισκόμασταν, «περιμένω ένα πρόσωπο, που ακόμη κι αν δεν είναι ο ίδιος δράστης του μακελειού, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να φέρει μέρος της ευθύνης για το συμβάν. Ως προς το χειρότερο μέρος των φόνων, είναι κατά πάσα πιθανότητα αθώος. 
Ελπίζω να μην πέφτω έξω στην υπόθεσή μου, γιατί πάνω της έχω στηρίξει όλες μου τις ελπίδες να ξεδιαλύνω τον γρίφο. Περιμένω τον άνθρωπο -εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο- από λεπτό σε λεπτό. Είναι 
αλήθεια πως ενδέχεται να μην έρθει. Αλλά υπάρχει και η πιθανότητα να έρθει. Αν έρθει πάντως, θα χρειαστεί να τον κρατήσουμε. Εδώ έχω πιστόλια, που γνωρίζουμε και οι δύο να χρησιμοποιούμε, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις». 
Πήρα τα πιστόλια, χωρίς να έχω ιδέα τι πρόκειται να κάνω, και χωρίς να πιστεύω σε ό,τι άκουγα, ενώ ο Ντυπέν συνέχισε τον μονόλογό του. Σας έχω ήδη αναφέρει την αφηρημάδα που τον κυρίευε σε ανάλογες καταστάσεις. Απευθυνόταν σε μένα, αλλά η φωνή του -μολονότι διόλου δυνατή- είχε εκείνον τον τόνο που συνήθως της δίνουμε όταν μιλάμε σε κάποιον από μεγάλη απόσταση. Τα μάτια του, ανέκφραστα, κοίταζαν μόνο τον τοίχο.


«Αποδείχθηκε πλήρως από την ανάκριση, ότι οι φωνές που ακούστηκαν να φιλονικούν, δεν ήταν οι φωνές των ιδίων των γυναικών. Αυτό μας απαλλάσσει αναμφίβολα από το ερώτημα μήπως η γηραιά Κυρία σκότωσε πρώτα την κόρη της και ύστερα αυτοκτόνησε. Αναφέρω αυτό το σημείο, κυρίως για λόγους μεθόδου, δεδομένου ότι η δύναμη της Μαντάμ Λεσπανέιγ ήταν ανεπαρκής, ώστε να σπρώξει το πτώμα της κόρης στην καπνοδόχο, όπως το βρήκαν. Άλλωστε, η φύση των τραυμάτων που έφερε αποκλείει εντελώς την ιδέα της αυτοκτονίας. Ο φόνος έγινε, λοιπόν, από τρίτους, και οι φωνές τους ήταν εκείνες που ακούστηκαν να φιλονικούν. Ας αναφερθούμε τώρα, όχι σε όλα όσα κατατέθηκαν γι’ αυτές τις φωνές, αλλά σε ό,τι παράξενο ειπώθηκε. Παρατήρησες τίποτε παράξενο;

Επεσήμανα πως ενώ οι μαρτυρίες συμφωνούσαν πως η τραχιά φωνή ανήκε σε Γάλλο, όλες ανεξαιρέτως διαφωνούσαν μεταξύ τους για την στριγκή φωνή ή στριγκλιά, όπως την ονόμασε κάποιος.
«Έτσι έχουν οι καταθέσεις» είπε ο Ντυπέν, «αλλά δεν ήταν αυτό το παράξενο. Σου διέφυγε κάτι πολύ ξεχωριστό. Έπρεπε να το είχες αντιληφθεί. Όντως, όπως πολύ σωστά επεσήμανες, οι μάρτυρες συμφωνούν για την τραχιά φωνή˙ είναι όλοι της ίδιας γνώμης. Όμως, σχετικά την στριγκή φωνή, το παράξενο δεν είναι πως διαφωνούν, αλλά πως ένας Ιταλός, ένας Άγγλος, ένας Σπανιόλος, ένας Ολλανδός κι ένας Γάλλος, στην προσπάθειά τους να την περιγράψουν, την αποδίδουν όλοι ανεξαιρέτως σε αλλοδαπό.
Καθένας από την πλευρά του είναι σίγουρος πως δεν ανήκε σε συμπατριώτη του. Ωστόσο κανείς δεν την αποδίδει σε άτομο του οποίου την γλώσσα γνωρίζει˙ το αντίθετο μάλιστα. Ο Γάλλος την θεωρεί φωνή Ισπανού, και ‘θα ξεχώριζε οπωσδήποτε μερικές λέξεις αν γνώριζε ισπανικά’. Ο Γερμανός επιμένει ότι ανήκει σε Γάλλο, αλλά διαβάσαμε πως ‘επειδή δεν μιλούσε γαλλικά, έδωσε την
κατάθεσή του με διερμηνέα’. Ο Άγγλος την θεωρεί φωνή Γερμανού, αλλά ‘δεν γνωρίζει Γερμανικά’. Ο Ισπανός είναι βέβαιος πως ήταν φωνή Άγγλου αλλά ‘το συμπεραίνει από τον τόνο’, διότι ‘δεν γνωρίζει αγγλικά’. Ο Ιταλός πιστεύει πως ήταν Ρώσος ‘αλλά δεν έχει μιλήσει ποτέ με Ρώσο’. Ένας δεύτερος Γάλλος διαφωνεί με τον πρώτο Γάλλο, και είναι βέβαιος ότι ήταν φωνές Ιταλού, αλλά επειδή δεν γνωρίζει αυτήν την γλώσσα, όπως και ο Ισπανός, ‘το κατάλαβε από τον τόνο’. Αλήθεια, πόσο ασυνήθιστα περίεργη ήταν αυτή η φωνή, για να δημιουργήσει τόσο διαφορετικές εντυπώσεις! Οι κάτοικοι πέντε μεγάλων χωρών της Ευρώπης δεν βρήκαν στον τόνο τίποτε οικείο! Θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε πως ανήκε σε Ασιάτη ή Αφρικανό. Ούτε Αφρικανοί ούτε Ασιάτες κατοικούν στο Παρίσι. Αλλά χωρίς να αρνηθούμε το συμπέρασμα, θα σου επιστήσω την προσοχή σε τρία σημεία. Ένας μάρτυρας ονόμασε τη φωνή ‘μάλλον σκληρή παρά στριγκή’. Άλλοι δύο κατέθεσαν πως ο κάτοχός της μιλούσε ‘γρήγορα και τραύλιζε’. Κανείς δεν ανέφερε ότι ξεχώρισε λέξεις ή ήχους που να μοιάζουν με λέξεις».
«Δεν ξέρω» συνέχισε ο Ντυπέν, «τι είδους εντύπωση σου έκαναν σου όσα είπα ως τώρα, αλλά δεν θα διστάσω να προσθέσω πως ορισμένα νόμιμα συμπεράσματα -ακόμη και από αυτό το σημείο των καταθέσεων, το σημείο που αφορά στην τραχιά και στην στριγκή φωνή – αρκούν για να δημιουργήσουν μιαν υποψία, η οποία θα πρέπει να κατευθύνει την έρευνα στο εξής. Μίλησα για ‘νόμιμα συμπεράσματα’, αλλά δεν εξέφρασα με ακρίβεια αυτό που ήθελα να πω. Σκοπεύω να καταδείξω πως αυτά τα συμπεράσματα είναι τα μόνα σωστά και πως η υποψία προκύπτει από αυτά αναγκαστικά, ως μοναδική συνέπειά τους. Αρκεί να σκεφτείς πως αυτή η υποψία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να συγκεκριμενοποιήσω, να κατευθύνω τις έρευνές μου μέσα στο δωμάτιο.

»Αλλά ας μεταφερθούμε τώρα νοερά στο δωμάτιο του εγκλήματος. Τι θα έπρεπε να αναζητήσουμε εκεί; Τα μέσα διαφυγής που μεταχειρίστηκαν οι φονιάδες. Φυσικά, παραπάει να πούμε πως πιστεύουμε σε υπερφυσικά γεγονότα. Η Μαντάμ και η Δεσποινίς Λεσπανέιγ δεν δολοφονήθηκαν, βέβαια, από πνεύματα. Οι δράστες ήταν υπαρκτοί και δραπέτευσαν με υπαρκτό τρόπο. Πώς όμως; Ευτυχώς, δεν υπάρχει παρά μόνο ένας τρόπος να εξετάσουμε λογικά το ζήτημα, κι ο τρόπος αυτός πρέπει να μας οδηγήσει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ας αναζητήσουμε, λοιπόν, τις πιθανές εξόδους.

 Είναι προφανές ότι την ώρα που άρχισε να ανεβαίνουν την σκάλα εκείνοι που έσπευσαν στον τόπο της τραγωδίας, οι φονιάδες ήταν ακόμη στο δωμάτιο που βρέθηκε το πτώμα της Δεσποινίδος Λεσπανέιγ ή τουλάχιστον στο διπλανό.  Άρα τις εξόδους που ζητάμε μόνο σ’ αυτά τα δύο δωμάτια μπορούμε να τις βρούμε. Η Αστυνομία ερεύνησε τα πατώματα, τις οροφές, τους τοίχους, τα πάντα. Δεν βρέθηκε καμία μυστική έξοδος. Μα και να εμπιστευόμουν τα μάτια τους, πάλι εγώ θα 
έκανα την δική μου έρευνα. Δεν υπήρχε καμία μυστική έξοδος. Και οι δύο πόρτες, που οδηγούσαν στο διάδρομο, ήταν καλά κλειδωμένες, με τα κλειδιά αφημένα από μέσα. Ας δούμε τώρα τις καπνοδόχους. Παρόλο που, για ένα ή δύο μέτρα πάνω από το τζάκι, το φάρδος τους είναι φυσιολογικό, στην συνέχεια στενεύουν˙ μόλις και μετά βίας μπορεί να περάσει μια γάτα. Επομένως, η μόνη πιθανή οδός διαφυγής ήταν τα παράθυρα. Όμως από τα παράθυρα του μπροστινού δωματίου ήταν αδύνατον να φύγει κανείς, γιατί στον δρόμο βρίσκονταν συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι, και θα τον έβλεπαν. Μένουν λοιπόν τα παράθυρα του πίσω δωματίου. Από εδώ πρέπει να πέρασαν οι φονιάδες. Αυτό είναι ένα αναγκαίο συμπέρασμα και σαν λογικοί άνθρωποι δεν πρέπει να το απορρίψουμε, μόνο και μόνο επειδή φαινομενικά είναι ‘απίθανο’.
Οφείλουμε ν’ αποδείξουμε πως το φαινομενικά ‘απίθανο’ δεν είναι και πραγματικά ‘απίθανο’.


»Υπάρχουν δυο παράθυρα στο δωμάτιο. Το ένα από αυτά είναι ελεύθερο από έπιπλα κι έτσι απολύτως ορατό. Το άλλο κρύβεται στο κάτω μέρος του από ένα βαρύ κρεβάτι, που είναι τραβηγμένο κοντά του. Το πρώτο παράθυρο ήταν γερά μανταλωμένο από μέσα. 
Εκείνος που προσπάθησε να το ανοίξει, χρειάστηκε να καταβάλει υπερβολική δύναμη. Στο κάτω αριστερό μέρος της κάσας, υπήρχε μια βαθιά τρύπα από τρυπάνι. Μέσα της είχε χωθεί, σχεδόν ως το κεφάλι, ένα μεγάλο καρφί. Στο δεύτερο παράθυρο υπήρχε επίσης ένα όμοιο καρφί, που -όπως και στο πρώτο – δεν το άφηνε να ανοίξει. Η Αστυνομία αρκέστηκε ν’ αποκλείσει τα παράθυρα ως πιθανές εξόδους. Γι’ αυτό θεώρησαν μάταιο να τραβήξουν τα καρφιά και ν’ ανοίξουν τα παράθυρα.
»Η δική μου εξέταση ήταν πιο λεπτομερής, για το λόγο που προανέφερα. Όφειλα να αποδείξω, δηλαδή, πως το φαινομενικά απίθανο δεν είναι και πραγματικά απίθανο.
»Άρχισα λοιπόν ν’ ακολουθώ μιαν à posteriori [εκ των υστέρων] μέθοδο συλλογισμού. Οι φονιάδες δραπέτευσαν από το ένα ή το άλλο παράθυρο. Αλλ’ αν έγινε έτσι, πώς τα ξαναμαντάλωσαν από μέσα; Άλλωστε, τα γερά κατεβασμένα μάνταλα οδήγησαν την Αστυνομία να αποκλείσει τα παράθυρα εξ αρχής και να σταματήσει ν’ ασχολείται μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά ήταν μανταλωμένα. Συνεπώς κάπως θα μπορούσαν να μανταλώνουν από μόνα τους. Το συμπέρασμα ήταν αναπόφευκτο. 
Προχώρησα προς το ελεύθερο παράθυρο, τράβηξα το καρφί και δοκίμασα να το ανοίξω με όλη μου την δύναμη. Μάταιος κόπος. Δεν έμενε λοιπόν παρά να υπάρχει κάποιο κρυφό ελατήριο. Μια προσεκτική έρευνα μου το αποκάλυψε σε λίγο. Το πίεσα και, ευχαριστημένος από την ανακάλυψη, απέφυγα ν’ ανοίξω το παράθυρο.
»Έβαλα πάλι το καρφί στην θέση του και το παρατήρησα προσεκτικά. Ένα άτομο, βγαίνοντας από το παράθυρο, θα μπορούσε να το ξανακλείσει πίσω του. Το ελατήριο θα έπιανε. Ωστόσο, ήταν αδύνατον να ξανατοποθετηθεί το καρφί στην τρύπα του. Το συμπέρασμα λοιπόν και πάλι ήταν απλό: οι δολοφόνοι θα ξέφυγαν από το άλλο παράθυρο. Ας υποθέσουμε τώρα πως τα ελατήρια ήταν ίδια και στα δύο παράθυρα. Θα έπρεπε λοιπόν να βρεθεί μια διαφορά στα καρφιά ή τουλάχιστον στον τρόπο που ήταν καρφωμένα. Ανεβαίνοντας στο κρεβάτι, κοίταξα προσεκτικά το δεύτερο παράθυρο. Πέρασα το χέρι μου πίσω από το κρεβάτι και ανακάλυψα το ελατήριο. Το πίεσα και διαπίστωσα την ομοιότητά του με το άλλο. Το καρφί ήταν γερό και φαινόταν μπηγμένο ως το κεφάλι.
»Αν σου πέρασε από το νου πως αυτή η ανακάλυψη με έφερε σε αμηχανία, τότε σίγουρα δεν έχεις καταλάβει ακόμη την φύση των συμπερασμάτων μου. Για να χρησιμοποιήσω μιαν έκφραση του συρμού, δεν πιάστηκα ποτέ κορόιδο, δεν βγήκα από τον δρόμο που είχα χαράξει ούτε στιγμή. Οι κρίκοι της αλυσίδας μου δεν είχαν το παραμικρό ελάττωμα. Είχα βρει το μυστικό. Κι αυτό το μυστικό, λοιπόν, ήταν το καρφί. Ανέφερα προηγουμένως πως ήταν όμοιο με το καρφί του άλλου παραθύρου. Όμως αυτό δεν έβγαζε νόημα (παρ’ όλη την νομιμότητα του συμπεράσματος) αν η έρευνα κατέληγε εκεί. ‘Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτό το καρφί’ σκέφτηκα.
Το έπιασα, και το κεφάλι του έμεινε στα χέρια μου, μαζί μ’ έναν περίπου πόντο σώματος. Το υπόλοιπο παρέμεινε στην τρύπα. Το σπάσιμο ήταν παλιό, γιατί οι άκρες του ήταν σκουριασμένες. Είχε συντριβεί με μια σφυριά, που έχωσε το κεφάλι ακόμη βαθύτερα στην κάσα. Το ξανάβαλα στην θέση του προσεκτικά. Δεν φαινόταν τίποτε από το σπάσιμο. Πίεσα το ελατήριο και το πλαίσιο ανυψώθηκε ελαφρά. Το κεφάλι του καρφιού υψώθηκε κι αυτό μαζί με το πλαίσιο, χωρίς να πέσει από την θέση του. Κατέβασα πάλι το παράθυρο, και όλα ήταν όπως πριν.

»Μέχρι εδώ, το αίνιγμα είχε λυθεί. Ο φονιάς έφυγε απ’ αυτό το παράθυρο. Το σπασμένο καρφί είχε ξεγελάσει την αστυνομία. Το πλαίσιο κατέβηκε {βούτηξε} πίσω του και μαντάλωσε αυτόματα. Η Αστυνομία απέδωσε το μαντάλωμα στο καρφί, και δεν ασχολήθηκε παραπέρα.

»Το άλλο πρόβλημα είναι πώς κατέβηκε ο φονιάς. Απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μου έδωσε ο περίπατος που κάναμε γύρω από το κτίριο. Δυόμισι μέτρα περίπου μακρύτερα από το παράθυρο, 
κατεβαίνει ο σωλήνας του αλεξικέραυνου. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι δυνατόν να τον φτάσει αυτός που βγαίνει από το παράθυρο. Παρατήρησα όμως πως τα παντζούρια του τετάρτου ορόφου ήταν περίεργα, ένα είδος που οι Γάλλοι μαραγκοί ονομάζουν ferrades, σπάνιο σήμερα, αλλά πολύ συνηθισμένο στα παλιά κτίρια της Λυών και του Μπορντώ. Μοιάζουν με τα κανονικά (τα μονά, όχι τα διπλά), αλλά από την μέση και κάτω έχουν κάγκελα, πράγμα που σημαίνει πως μπορεί κάποιος να πιαστεί άνετα. Στην προκειμένη περίπτωση, το φάρδος τους είναι πάνω από ένα μέτρο. Όταν πήγαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού, ήταν μισάνοιχτα, σχημάτιζαν δηλαδή ορθή γωνία με τον τοίχο. Προφανώς, η Αστυνομία τα εξέτασε – όπως κι εμείς άλλωστε – αλλά καθώς τ’ αντίκρισαν έτσι μισάνοιχτα (είμαι απόλυτα βέβαιος πως έτσι σκέφθηκαν) δεν αντιλήφθηκαν ή αψήφησαν το φάρδος τους.  Εξάλλου, ήταν βέβαιοι πως από τα παράθυρα αυτά δεν είχε βγει κανείς, οπότε σταμάτησαν να τα σκέφτονται. Εγώ όμως είδα ξεκάθαρα πως αν το παντζούρι του παραθύρου που ήταν πίσω από το κρεβάτι άνοιγε διάπλατα, έφτανε σε απόσταση πενήντα πόντων από τον σωλήνα του αλεξικέραυνου. Και είδα ξεκάθαρα πως οποιοσδήποτε διέθετε εξαιρετική δύναμη και θάρρος, θα μπορούσε να φτάσει το παράθυρο από τον σωλήνα του αλεξικέραυνου. Ένας κλέφτης δεν είχε παρά ν’ απλώσει το χέρι του και να πιαστεί γερά από τα κάγκελα. Υποθέτουμε, βέβαια, πως τα παντζούρια θα ήταν διάπλατα ανοιχτά. Ύστερα θα έπρεπε ν’ αφήσει το σωλήνα του αλεξικέραυνου και να κρεμαστεί στο κενό. Μια δυνατή σπρωξιά με τα πόδια του στον τοίχο, θα έκανε οπωσδήποτε το παντζούρι να κλείσει και υπό την προϋπόθεση πως τα τζάμια ήταν ανοιχτά, να τον οδηγήσει στο εσωτερικό του δωματίου.
»Ωστόσο μην ξεχνάς την εξαιρετική δύναμη και το θάρρος που απαιτεί το εγχείρημα. Το πρώτο που θέλω να σου επισημάνω είναι η δυνατότητα να γίνει κάτι τέτοιο. Το δεύτερο και σημαντικότερο είναι η υποψία πως εδώ έχουμε να κάνουμε με κάποια εξαιρετικά ασυνήθιστη, υπερφυσική θα έλεγα, ευκινησία.
»Μα, θα μου πεις σίγουρα, χρησιμοποιώντας την γλώσσα των νομικών, για να ‘στηρίξω την υπόθεσή μου’, θα έπρεπε μάλλον να υποτιμήσω παρά να υπερτιμήσω την δύναμη που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Σύμφωνα με το δικαστήριο, έτσι είναι. Όχι όμως σύμφωνα και με την λογική. Τελικός στόχος μου ήταν και είναι η αλήθεια. Άμεση πρόθεσή μου, λοιπόν, είναι να σε πείσω να βάλεις δίπλα δίπλα την εξαιρετικά ασυνήθιστη ενεργητικότητα που αποδίδω στον φονιά με την πολύ παράξενη στριγκή (ή σκληρή) τραυλίζουσα φωνή».

Κι ενώ μιλούσε, μια αόριστη, μισοσχηματισμένη ιδέα άστραψε ξαφνικά στο νου μου. Βρισκόμουν στα πρόθυρα να καταλάβω, χωρίς να καταλαβαίνω καλά καλά ακόμη, όπως συμβαίνει όταν πάει κανείς να θυμηθεί κάτι που δεν το θυμάται ακριβώς.
«Έχω μεταθέσει, όπως θα δεις, το πρόβλημα» συνέχισε ο φίλος μου. «από τον τρόπο της εξόδου στον τρόπο της εισόδου. Νομίζω πως και στις δύο περιπτώσεις, ήταν ο ίδιος. Ας μεταφερθούμε τώρα νοερά στο εσωτερικό του σπιτιού. Είπαν πως τα συρτάρια του γραφείου είχαν συληθεί, αλλά υπήρχαν ακόμη πολλά αντικείμενα μέσα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με παραλογισμό. Πρόκειται για καθαρή εικασία και μάλιστα ανόητη. Πώς μπορούν να γνωρίζουν αν τα αντικείμενα που βρέθηκαν στα συρτάρια δεν είναι όσα και στην αρχή; Η Μαντάμ Λεσπανέιγ και η κόρη της έκαναν μοναχική ζωή, δεν είχαν φίλους, σπάνια έβγαιναν και συνεπώς δεν χρειάζονταν πλούσια γκαρνταρόμπα. Όσα βρέθηκαν στα συρτάρια ήταν αρκετά για τις γυναίκες αυτές. Γιατί, λοιπόν, ένας κλέφτης να παρατήσει τέσσερις χιλιάδες φράγκα και να φορτωθεί έναν μπόγο ρούχα; Το χρυσάφι είχε μείνει ανέπαφο. Σχεδόν όλο το ποσό, το οποίο ανέφερε ο Μεσιέ Μινιώ, ο τραπεζίτης, παρέμενε σε δύο τσάντες στο πάτωμα. Βγάλε, λοιπόν, από το νου σου την ληστεία ως κίνητρο. Πρόκειται για μιαν ανόητη εκδοχή των Αστυνομικών, επειδή άκουσαν για την παράδοση των χρημάτων. Συμπτώσεις δέκα φορές πιο αξιοσημείωτες από την συγκεκριμένη (να παραδοθούν χρήματα σε κάποιον τρεις ημέρες πριν τον φόνο του) συμβαίνουν κάθε στιγμή, χωρίς καν να τις αντιλαμβανόμαστε. 

Οι συμπτώσεις είναι μεγάλη παγίδα για τους διανοητές που δεν γνωρίζουν την  θεωρία των πιθανοτήτων, την θεωρία στην οποία χρωστούν τις αποδείξεις τους τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της ανθρώπινης έρευνας. Στην προκειμένη περίπτωση, αν είχε χαθεί το χρυσάφι, η παράδοσή του τρεις ημέρες πριν από τους φόνους θα ήταν κάτι παραπάνω από σύμπτωση. Η εκδοχή της Αστυνομίας για το κίνητρο θα επιβεβαιωνόταν. Η πραγματικότητα όμως μας δείχνει πως αν το χρυσάφι ήταν το κίνητρο των φόνων, τότε ο φονιάς ήταν εντελώς βλαξ, για να ξεχάσει και το χρυσάφι και το κίνητρό του, φεύγοντας.

»Έλα τώρα να ερευνήσουμε τη σφαγή, Φύλαξε καλά στον νου σου όσα σου μόλις ανέφερα- την εξαιρετική ευκινησία, την περίεργη φωνή και την απουσία κινήτρου σε έναν τόσο αποτρόπαιο φόνο – κι έλα να ρίξουμε μια ματιά στην σφαγή καθεαυτή. Οι συνηθισμένοι δολοφόνοι δεν χρησιμοποιούν τέτοιες μεθόδους. Το κυριότερο, δεν κρύβουν τα θύματά τους με τέτοιο τρόπο. Ένα πτώμα σφηνωμένο στην καμινάδα, θα συμφωνείς ασφαλώς πως είναι κάτι εξαιρετικά outré [ασυνήθιστο], κάτι εξαιρετικά αταίριαστο με την κοινή αντίληψη για τις ανθρώπινες ενέργειες , ακόμη και αν οι δράστες ήταν οι χειρότεροι άνθρωποι στον κόσμο. Σκέψου πόση δύναμη θα έπρεπε να έχει αυτός που έσπρωξε εκεί μέσα το σώμα, για να χρειαστεί η δύναμη τόσων ανδρών, προκειμένου να το βγάλουν έξω.
»Υπολόγισε τώρα ορισμένες άλλες τώρα ενδείξεις αυτής της θαυμαστής δύναμης. Στο τζάκι υπήρχαν πολλές και πυκνές – πολύ πυκνές – τούφες γκρίζων μαλλιών. Είχαν ξεριζωθεί. Γνωρίζεις ασφαλώς πόση δύναμη απαιτείται για να ξεκολλήσεις είκοσι ή τριάντα τρίχες μαζί. Τι εν λόγω τούφες τις είδες˙ όπως κι εγώ. Στις ρίζες τους υπήρχαν ακόμη κομμάτια από το δέρμα του κρανίου (φρικτό θέαμα!) Κολοσιαία πράγματι θα ήταν η δύναμη που κατάφερε να ξεριζώσει εκατομμύρια ίσως τρίχες μονομιάς! Έπειτα ο λαιμός της γηραιάς Κυρίας δεν ήταν απλά κομμένος˙ το κεφάλι ήταν κυριολεκτικά αποσπασμένο από το σώμα με μόνη την χρήση ενός ξυραφιού. Σου επιστώ την προσοχή στην κτηνώδη αγριότητα αυτών των ενεργειών. Αφήνω τώρα τα μελανά σημάδια που είχε στο σώμα της η Μαντάμ Λεσπανέιγ. Ο Μεσιέ Ντυμά και ο αξιολογότατος συνάδελφός του, Μεσιέ Ετιέν, απεφάνθησαν πως προκλήθηκαν από αμβλύ αντικείμενο. Το αμβλύ αυτό αντικείμενο ήταν το πλακόστρωτο της αυλής, όπου έπεσε το σώμα από το παράθυρο που βρίσκεται πάνω από το κρεβάτι. Αυτό το γεγονός δεν το αντιλήφθηκε η Αστυνομία, όπως άλλωστε και το φάρδος των παντζουριών. Τα καρφιά των παραθύρων κρατούσαν την σκέψη τους μακριά από κάθε ενδεχόμενο να ανοίχθηκαν τα παράθυρα. »Αν συνυπολογίσουμε και το χάος που επικρατούσε στο δωμάτιο, βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν συνδυασμό εξαιρετικής ευκινησίας, υπερφυσικής δύναμης, ανηλεούς σφαγής, απουσίας κινήτρου, κτηνώδους grotesquerie [υπερβολής] αδιανόητης για άνθρωπο, και μιας φωνής άγνωστης σε ανθρώπους πολύ διαφορετικών εθνοτήτων. Τι συμπέρασμα βγάζεις; Τι προκαλούν στη φαντασία σου όλα αυτά;»

Καθώς ο Ντυπέν πρόφερε τις τελευταίες λέξεις, ένοιωσα κάτι να σαλεύει σ’ όλο μου το σώμα. 
«Κάποιος τρελός» είπα. «Αυτός θα το έκανε. Κάποιος εξαγριωμένος μανιακός, που δραπέτευσε από το γειτονικό Maison de Santé [Άσυλο].
«Δεν είναι κακή ιδέα. Συμβαίνει όμως η φωνή ενός τρελού - ακόμη και στην περίπτωση της χειρότερης κρίσης- να μην ανταποκρίνεται στην περιγραφή της παράξενης φωνής που άκουσαν όσοι ανέβαιναν την σκάλα. Εξάλλου, οι τρελοί ανήκουν σε κάποιο έθνος. Η γλώσσα τους, όσο ασυνάρτητη κι αν είναι, αποτελείται πάντα από λέξεις. Επιπροσθέτως, οι τρίχες ενός τρελού δεν μπορεί να μοιάζουν με αυτές που κρατώ στο χέρι μου. Τις απέσπασα από τα ξυλιασμένα δάχτυλα της Μαντάμ Λεσπανέιγ. Τι λες τώρα;» αποκρίθηκε ο Ντυπέν και μου έτεινε μία από τις τούφες που κρατούσε.

«Μα, Ντυπέν» φώναξα ταραγμένος, «αυτές δεν είναι ανθρώπινες τρίχες!» 
«Μήπως είπα εγώ πως είναι;» μου αντιγύρισε εκείνος. «Πριν φτάσουμε σ’ ένα συμπέρασμα όμως, θα ήθελα να δεις ετούτο το μικρό σκαρίφημα. Πρόκειται για αναπαράσταση αυτών που ορισμένοι μάρτυρες περιέγραψαν ως ‘μελανιές και βαθιές νυχιές’, ενώ άλλοι (οι Μ. Ντυμά και Ετιέν) ως ‘μελανά σημάδια, που προφανώς ήταν αποτυπώματα δακτύλων». 
«Θα διαπιστώσεις πως το σκαρίφημα παριστά μια λαβή σταθερή και δυνατή» συνέχισε ο φίλος μου, απλώνοντας το χαρτί στο τραπέζι που βρισκόταν μπροστά μας. «Δεν υπάρχει ούτε ένα γλίστρημα. Τα δάχτυλα έκλεισαν γερά, σχηματίζοντας μια τρομερή μέγγενη, ώσπου το θύμα ξεψύχησε. Προσπάθησε τώρα να εφαρμόσεις τα δάχτυλά σου στα αποτυπώματα που βλέπεις». 

Προσπάθησα μάταια να το κάνω. «Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορούμε να βγάλουμε σωστό  συμπέρασμα» παρατήρησε ο Ντυπέν. «Το χαρτί είναι επίπεδο, έτσι που το άπλωσες στην επιφάνεια του τραπεζιού. Όμως ο ανθρώπινος λαιμός είναι κυλινδρικός. Πάρε αυτό το ξύλο. Μοιάζει περισσότερο με λαιμό. Δοκίμασε τώρα να το γραπώσεις με το χέρι σου».

Επανέλαβα το πείραμα, αλλά δυσκολευόμουν ακόμη περισσότερο. 
«Αυτά δεν είναι σημάδια από ανθρώπινο χέρι» συμπέρανα. 

«Διάβασε τώρα αυτό χωρίο του Κυβιέ (12) » με πρόλαβε ο Ντυπέν. Ήταν μια σύντομη περιγραφή της μορφολογίας και της ανατομίας του μεγάλου καστανού Ουραγκοτάγκου των νησιών των Ανατολικών Ινδιών. Το γιγάντιο ανάστημα, η κολοσσιαία δύναμη και ενεργητικότητα, η αγριότητα και η μιμητική τάση αυτών των θηλαστικών είναι γνωστά σε όλους. Τότε κατάλαβα γιατί οι φόνοι ήταν τόσο φρικιαστικοί.



«Η περιγραφή των δαχτύλων συμφωνεί απολύτως με το σχέδιο» είπα, όταν τελείωσα το διάβασμα. «Νομίζω πως το μόνο ζώο που θ’ άφηνε σημάδια σαν κι αυτά που σχεδίασες, είναι ο Ουραγκοτάγκος. Εξάλλου, αυτές οι καστανόξανθες τρίχες ταιριάζουν στο ζώο του Κυβιέ. Μα δεν μπορώ να καταλάβω πώς ακριβώς συνδέονται με τον φοβερό φόνο όλα αυτά. Κι από την άλλη, είπαν ότι ακούστηκαν δύο φωνές κι ότι η μία ανήκε σε Γάλλο».

«Ακριβώς. Θυμήσου τώρα την έκφραση Mon Dieu! [Θεέ μου!] που όλοι σχεδόν οι μάρτυρες απέδωσαν σ’ αυτήν την φωνή. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, νομίζω πως σωστά ένας από τους μάρτυρες (ο Μοντάνι, ο ζαχαροπλάστης) είπε πως έμοιαζε να κάνει αυστηρές παρατηρήσεις. Σ’ αυτές τις αυστηρές παρατηρήσεις, λοιπόν, στηρίζω κάθε ελπίδα για την λύση του μυστηρίου. Υπάρχει κάποιος Γάλλος που γνωρίζει πολλά για τους φόνους. Μπορεί μάλιστα -το πιθανότερο- να είναι αθώος. Μπορεί να μην ευθύνεται για το αιματηρό μέρος του δράματος. Μπορεί ο Ουραγκοτάγκος να έφυγε από αυτόν. Μπορεί να ανακάλυψε τα ίχνη του και να τον κυνήγησε μέχρι το δωμάτιο, μα όλα όσα συνταρακτικά συνέβησαν να μην του επέτρεψαν να τον ξαναπιάσει. Ακόμη ελεύθερος είναι. Δεν θα συνεχίσω αυτές τις -πως να τις πω;- εικασίες. Το συμπέρασμα στο οποίο με οδηγούν δεν με ικανοποιεί.  Κι αφού δεν ικανοποιεί εμένα πώς θα ικανοποιήσει οποιονδήποτε 
άλλον; Ας τις αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, απλά σαν εικασίες. 

Αν ο Γάλλος, για τον οποίο μίλησα προηγουμένως, είναι πράγματι αθώος, ετούτη η αγγελία που άφησα εχθές το βράδυ στα γραφεία του Κόσμου (εφημερίδα που ασχολείται με τα ναυτιλιακά και διαβάζεται πολύ από τους ναυτικούς) θα τον οδηγήσει σίγουρα εδώ».

Μου έδωσε ένα χαρτί που έγραφε:
ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ: Στο Δάσος της Βουλώνης συνελήφθη νωρίς το πρωί της *** τρέχοντος (ημέρα των φόνων) μεγάλος καστανός Ουραγκοτάγκος από την Βόρνεο. Ο ιδιοκτήτης του (διαπιστώθηκε πως είναι ναυτικός σε μαλτέζικο πλοίο), μπορεί να τον παραλάβει -αφού αποδείξει πως του ανήκει και καταβάλει ορισμένα από τα έξοδα για την σύλληψη και την φύλαξή του- παρουσιαζόμενος στον αριθμό*** της Οδού***, Φομπούργκ Σαιν Ζερμαίν, Au troisiême [τρίτος όροφος].

«Και πώς ξέρεις ότι είναι ναυτικός, και μάλιστα σε μαλτέζικο πλοίο;» ρώτησα.

«Δεν το ξέρω» είπε ο Ντυπέν. «Είμαι απόλυτα βέβαιος! Δες αυτήν την κορδέλα. Από το σχήμα και την ρυπαρή εμφάνισή της, είναι βέβαιο πως χρησιμοποιήθηκε για να πιάσει μια από κείνες τις μακριές queues [αλογοουρές] που τόσο αρέσει στους ναυτικούς να κάνουν. Δες και τον κόμπο της. Είναι καθαρά μαλτέζικος. Την βρήκα στην βάση του σωλήνα του αλεξικέραυνου. Αποκλείεται να ανήκε είτε στην μία είτε στην άλλη μακαρίτισσα. Αν η κορδέλα με παραπλάνησε, και ο Γάλλος δεν είναι μέλος μαλτέζικου πληρώματος, η σχετική αναφορά στην αγγελία δεν πρόκειται να κάνει ζημιά. Θα νομίσει πως κάτι δεν κατάλαβα καλά, κάποιο λάθος έγινε, και δεν θα το ερευνήσει περισσότερο. Αν όμως υπέθεσα σωστά, κάνουμε μια μεγάλη επιτυχία. Στην αρχή, αν και αθώος, ο Γάλλος θα διστάσει να παρουσιαστεί, φοβούμενος την ανάμειξή του στους φόνους. Ύστερα όμως θα σκεφτεί: ‘Είμαι αθώος. Είμαι φτωχός. Ο Ουραγκοτάγκος μου αξίζει πολλά. Για μένα είναι ολόκληρη περιουσία. Γιατί να τον χάσω, από μερικούς αστείους φόβους; Μπορώ να τον πάρω πίσω. Τον βρήκαν στο δάσος της Βουλώνης, πολύ μακριά από εκεί που έγινε η σφαγή. Ποιος θα φανταστεί πως ένα κουτό ζώο έκανε τέτοια πράξη; Η Αστυνομία μπερδεύτηκε, δεν βρήκε άκρη με τα στοιχεία. Αλλ’ ακόμη κι αν ανακαλύψουν ότι οι φόνοι έγιναν από το ζώο, δεν μπορούν ν’ αποδείξουν πως το γνώριζα, ούτε να με ενοχοποιήσουν. Εξάλλου τώρα πια είμαι γνωστός. Αυτός που έβαλε την αγγελία με περιγράφει σαν ιδιοκτήτη του ζώου. Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς γνωρίζει. Αν δεν παρουσιαστώ για να πάρω πίσω το ζώο, θα κινήσω υποψίες. Δεν είναι σκοπός μου να στρέψω την προσοχή ούτε πάνω μου ούτε πάνω στο ζώο. Θα απαντήσω στην αγγελία. Θα πάρω πίσω τον Ουραγκοτάγκο και θα τον κρύψω μέχρι που να ξεχαστεί η υπόθεση’ ».

Την ίδια στιγμή, ακούσαμε βήματα στις σκάλες.
«Ετοίμασε το πιστόλι σου» είπε ο Ντυπέν, «αλλά μην το χρησιμοποιήσεις, μην το φανερώσεις καν, πριν σου κάνω νόημα».
Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή και ο επισκέπτης μπήκε χωρίς να χτυπήσει. Ανέβηκε μερικά σκαλιά, αλλά φάνηκε να διστάζει. Τον ακούσαμε να κατεβαίνει. Ο Ντυπέν ετοιμάστηκε να τρέξει πίσω του, αλλά τα βήματα ακούστηκαν πάλι ν’ ανεβαίνουν. Αυτή την φορά δεν δίστασε. Κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς την πόρτα του δωματίου που βρισκόμασταν, και χτύπησε.

«Πέρασε μέσα» είπε φιλόξενα ο Ντυπέν. Ο επισκέπτης μπήκε μέσα. Ήταν οπωσδήποτε ναυτικός˙ ένας πανύψηλος, γεροδεμένος άνδρας, με τολμηρό παρουσιαστικό, κάθε άλλο παρά αντιπαθητικός. Το ηλιοκαμένο πρόσωπό του είχε σχεδόν χαθεί πίσω απ’ το μούσι και την μουστάκα του. Κρατούσε ένα χοντρό δρύινο ματσούκι, αλλά φαινόταν άοπλος. Μας καλησπέρισε στα γαλλικά. Η προφορά του, παρόλο που θύμιζε κάπως την προφορά των κατοίκων της Νεφσατέλ (13), έδειχνε πως η καταγωγή  του ήταν από το Παρίσι.
«Κάθισε, φίλε μου» του είπε ο Ντυπέν. «Υποθέτω πως ήρθες για τον Ουραγκοτάγκο. Στ’ αλήθεια σε ζηλεύω. Πανέμορφο ζώο και πολύτιμο. Πόσων χρονών υπολογίζεις να είναι;» 
Ο ναυτικός ανάσανε βαθιά, σαν να ’φυγε από πάνω του ένα βάρος, και απάντησε με θάρρος: 
«Δεν μπορώ να υπολογίσω. Πάντως όχι πάνω από τεσσάρω πέντε. Τον έχετε εδώ;»
«Όχι βέβαια. Δεν μπορούσα να τον κρατήσω εδώ. Νοίκιασα έναν στάβλο στην Οδό Ντυμπούρ. Θα τον πάρεις αύριο το πρωί. Υποθέτω πως μπορείς ν’ αποδείξεις ότι σου ανήκει;» 
«Βέβαια, Κύριε»
«Θα λυπηθώ πολύ όταν μας τον πάρεις» είπε ο Ντυπέν.
«Δεν μπήκατε άδικα στον κόπο, Κύριε. Δεν θα σας αφήσω έτσι» είπε ο άνδρας. «Το σωστό, σωστό. Είμαι πρόθυμος να σας πληρώσω που μου βρήκατε το ζώο. Κάτι λογικό βέβαια…»
«Σωστά τα λες» τον διέκοψε ο φίλος μου. «Να είσαι βέβαιος πως έτσι έχει το πράγμα. Για να δούμε λοιπόν! Τι θα μου δώσεις; Α, το βρήκα! Όσο πιο πολλές πληροφορίες μπορείς για τους φόνους 
της Οδού Μοργκ».





Τις τελευταίες λέξεις τις πρόφερε αργά και σιγανά. Το ίδιο αργά και σιγανά κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Την κλείδωσε κι έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. Ύστερα τράβηξε το πιστόλι από την ζώνη 
του, και το ακούμπησε στο τραπέζι εντελώς ατάραχος. 

Το πρόσωπο του ναυτικού έγινε κατακόκκινο, σαν να πνιγόταν. Σηκώθηκε όρθιος κι άρπαξε το μπαστούνι του, αλλά την ίδια στιγμή σωριάστηκε πάλι στην καρέκλα του κι άρχισε να τρέμει. Το πρόσωπό του έγινε κάτωχρο, σαν νεκρού. Δεν έβγαλε κουβέντα. 
Τον λυπήθηκα αφάνταστα.

«Φίλε μου» είπε καλοσυνάτα ο Ντυπέν, «άδικα ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε βλάψουμε. Σου δίνω το λόγο της τιμής μου, ως ευγενής και Γάλλος, πως δεν πρόκειται να πάθεις το παραμικρό. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως δεν έκανες εσύ τις θηριωδίες της Οδού Μόργκ. Δεν χρειάζεται όμως να αρνείσαι πως με κάποιον τρόπο είσαι μπλεγμένος. Αν κατάλαβες καλά όσα σου είπα, θα είσαι πια βέβαιος πως έχω τις πληροφορίες μου. Η κατάσταση, λοιπόν, είναι η εξής: δεν έκανες τίποτε που θα μπορούσες να το αποφύγεις, τίποτε που να σε ενοχοποιεί. Δεν διέπραξες καν ληστεία, ενώ θα μπορούσες. Δεν έχεις τίποτε να κρύψεις. Ύστερα, σκέψου πως στην φυλακή βρίσκεται ένας αθώος για τους φόνους, που μόνο εσύ μπορείς ν’ αποδείξεις ποιος τους έκανε».

Ο ναυτικός ζωντάνεψε, ακούγοντας τα τελευταία λόγια του Ντυπέν, αλλά δεν ξαναβρήκε το αρχικό του θάρρος. 
«Ο Θεός να βάλει το χέρι του» είπε σπάζοντας την σιωπή, στην οποία ήταν βυθισμένος μέχρι εκείνη την στιγμή. «Λοιπόν, θα σας πω ό,τι ξέρω, αν και δεν περιμένω να πιστέψετε ούτε τα μισά. Θα ήμουν τρελός αν το περίμενα. Είμαι αθώος και θα σας πω όλη την αλήθεια, έστω κι αν είναι να πεθάνω».


Εν ολίγοις μας είπε τα εξής. Πριν από κάμποσο καιρό, ταξίδευσε στο Ινδικό Αρχιπέλαγος. Κάποιοι αποβιβάστηκαν στην Βόρνεο, κι αυτός πήγε μαζί τους. Έκαναν μια βόλτα στο εσωτερικό του νησιού. Εκεί έπιασε τον Ουραγκοτάγκο, με την βοήθεια κάποιου φίλου του. Ο φίλος πέθανε αργότερα, κι έτσι έμεινε ο μόνος ιδιοκτήτης του ζώου. Μετά από μεγάλες δυσκολίες, λόγω της αγριότητας που έδειξε το πλάσμα στο ταξίδι της επιστροφής, κατάφερε να τον κλείσει στο σπίτι του, στο Παρίσι. Για να μην προκαλέσει την περιέργεια των γειτόνων, τον κρατούσε κλεισμένο, ώσπου να θρέψει η πληγή από ένα μυτερό σανίδι, που του καρφώθηκε στο πόδι, όταν επέστρεφαν με το καράβι. Σκόπευε να τον πουλήσει.
Τα ξημερώματα που έγιναν οι φόνοι, γύρισε σπίτι από κάποιο γλέντι με άλλους ναυτικούς, και βρήκε το ζώο στην κρεβατοκάμαρά του. Είχε εισβάλει σπάζοντας την πόρτα της αποθήκης που βρισκόταν κλεισμένο, και τώρα στεκόταν μπροστά σ’ έναν καθρέφτη, κρατώντας ξυράφι κι έχοντας το πρόσωπο πασαλειμμένο με σαπουνάδες. Προφανώς, προσπαθούσε να ξυριστεί, όπως είχε δει να κάνει το αφεντικό του. Ο ναυτικός τρόμαξε πολύ όταν είδε το ξυράφι στα χέρια ενός τόσο άγριου ζώου. Για μια στιγμή, δεν ήξερε τι να κάνει αλλά ύστερα θυμήθηκε το μαστίγιο, με το οποίο κατάφερνε να το ελέγχει ακόμη και στις χειρότερες κρίσεις του. Το άρπαξε και πήγε προς το ζώο. Εκείνο μόλις τον είδε έγινε έξαλλο. Βγήκε από την πόρτα του δωματίου, κατέβηκε τις σκάλες κι από ένα παράθυρο, που δυστυχώς συνέβη να είναι ανοιχτό, χύθηκε στον δρόμο.

Ο Γάλλος ρίχτηκε πίσω του απελπισμένος. Κάθε φορά που τον πλησίαζε αρκετά, ο πίθηκος γύριζε και τον φοβέριζε με το ξυράφι που κρατούσε πάντα στο χέρι του. Ύστερα ξανάρχιζε η καταδίωξη, που κράτησε κάμποση ώρα. Ήταν περασμένες τρεις και οι δρόμοι είχαν αδειάσει εντελώς. Περνώντας ένα σοκάκι, στο τέρμα της Οδού Μοργκ, το βλέμμα του φυγά έπεσε στο φωτισμένο παράθυρο του δωματίου της Μαντάμ Λεσπανέιγ. Του έκανε μεγάλη εντύπωση φαίνεται. Τρέχοντας προς το κτίριο, είδε τον σωλήνα του αλεξικέραυνου, σκαρφάλωσε πάνω του με αφάνταστη ευλυγισία, άρπαξε το ορθάνοιχτο παντζούρι και κρατώντας το, γλίστρησε κατευθείαν στο πίσω μέρος του κρεβατιού. Όλα έγιναν μέσα σε μια στιγμή. Ο Ουραγκοτάγκος κλότσησε πίσω του το παντζούρι, καθώς χωνόταν στο δωμάτιο. 
Ο ναυτικός χάρηκε και φοβήθηκε μαζί. Τώρα είχε πολλές ελπίδες να ξαναπιάσει το θηρίο, αφού -το δίχως άλλο- δεν μπορούσε να ξεφύγει απ’ την παγίδα, όπου κλείστηκε μόνο του, παρά μόνο με την βοήθεια του αλεξικέραυνου. Τότε θα το έπιανε αμέσως. Από την άλλη, είχε ένα σωρό λόγους να ανησυχεί για το τι θα γινόταν μέσα στο σπίτι. Αυτή η τελευταία σκέψη τον έκανε ν’ ακολουθήσει το φυγά του. Οι ναυτικοί είναι τα καταλληλότερα πρόσωπα για το σκαρφάλωμα στα αλεξικέραυνα. Όμως όταν έφτασε στο ύψος του παραθύρου, στάθηκε αδύνατον να συνεχίσει. Ίσα που μπορούσε να σκύψει και να κοιτάξει στο εσωτερικό του δωματίου. Αυτό που είδε του προκάλεσε τόση φρίκη, ώστε λίγο έλειψε να γεμιστεί. Την ίδια στιγμή, ξέσπασαν μέσα στο σκοτάδι εκείνες οι απαίσιες κραυγές που σήκωσαν στο πόδι τους κατοίκους της Οδού Μόργκ. Η Μαντάμ Λεσπανέιγ και η κόρη της ήταν με τις νυχτικιές και φαίνεται πως εκείνη την ώρα τακτοποιούσαν κάποια έγγραφα στο χρηματοκιβώτιο, που αναφέρθηκε προηγουμένως. Το είχαν κουβαλήσει στην μέση του δωματίου. Ήταν ανοιχτό, και το περιεχόμενό του βρισκόταν στο πάτωμα. Κατά τα φαινόμενα, τα θύματα είχαν γυρισμένη την πλάτη στο παράθυρο. Το ζώο δεν το κατάλαβαν αμέσως, αν κρίνουμε από το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την είσοδό του στο δωμάτιο μέχρι το ξέσπασμα των κραυγών. Όσο για το χτύπημα του παντζουριού, το πιθανότερο είναι να νόμισαν πως το έκανε ο αέρας.
Την στιγμή που ο ναυτικός κοίταξε μέσα στο δωμάτιο, το πελώριο ζώο άρπαξε την Μαντάμ Λεσπανέιγ από τα μαλλιά (που ήταν λυμένα καθώς τα είχε μόλις κτενίσει) και άρχισε να κουνά μπροστά στο πρόσωπό της το ξυράφι, όπως κάνουν οι κουρείς. Η κόρη βρισκόταν στο πάτωμα μπρούμυτα, ασάλευτη˙ είχε λιποθυμήσει. Οι κραυγές και η αντίσταση της γηραιάς Κυρίας (που είχαν σαν αποτέλεσμα το ξερίζωμα των μαλλιών της) μετέβαλλαν την, κατά τα φαινόμενα, άκακη πρόθεση του Ουρακοτάγκου σε οργή. Μια αστραπιαία κίνηση του δυνατού χεριού του ήταν αρκετή 
για να αποχωρίσει σχεδόν ολοκληρωτικά το κεφάλι από το σώμα της γηραιάς ΚυρίαςΤο αίμα τον έκανε να φρενιάσει. Τα δόντια του έτριζαν, τα μάτια του πετούσαν φλόγες και τότε χίμηξε στην λιπόθυμη κοπέλα.  Έκλεισε τις φοβερές παλάμες του γύρω στον λαιμό της και έσφιξε τα δάχτυλά του σαν μέγγενη, ώσπου εκείνη ξεψύχησε. Την ίδια στιγμή, το τρελό, αγριεμένο βλέμμα του έπεσε στην πλάτη του κρεβατιού, και αναγνώρισε, έξω από το παράθυρο, το παραμορφωμένο από την φρίκη πρόσωπο του αφεντικού του. Η εικόνα του μαστιγίου γέμισε το μυαλό του, και μετέβαλε την μανία του σε φόβο. Ήξερε την τιμωρία που τον περίμενε, και φαίνεται πως θέλησε να ξεφύγει, κρύβοντας τις αιματηρές πράξεις του.
Άρχισε να τριγυρνά στην κάμαρα ταραγμένος, πετώντας κάτω και σπάζοντας ό,τι έβρισκε μπροστά του, ως και το στρώμα απ’ το κρεβάτι. Τέλος, άρπαξε πρώτα το πτώμα της κόρης και το έχωσε στην καμινάδα, στην θέση ακριβώς που βρέθηκε από τους γείτονες.
Στην συνέχεια, έπιασε την γριά και την εκσφενδόνισε από το παράθυρο στην αυλή. 
Τη στιγμή που ο Ουραγκοτάγκος πλησίαζε στο παράθυρο, με το ακρωτηριασμένο πτώμα στα χέρια, ο ναυτικός έπιασε τρομαγμένος τον σωλήνα του αλεξικέραυνου, γλίστρησε κακήν κακώς μέχρι τον δρόμο, και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Ο φόβος του για τις συνέπειες της σφαγής, τον έκανε να εγκαταλείψει πρόθυμα το ζώο στην τύχη του. Τα λόγια που άκουσαν αυτοί που ανέβαιναν την σκάλα, ήταν τα επιφωνήματα τρόμου και φρίκης του Γάλλου, μαζί με τα λυσσασμένα ουρλιαχτά του κτήνους. 


Λίγα πράγματα έχω να προσθέσω. Προφανώς, ο Ουρακοτάγκος βγήκε από το δωμάτιο, χρησιμοποιώντας τον σωλήνα του αλεξικέραυνου -λίγο πριν ανοίξουν την πόρτα με την ξιφολόγχη-και το παράθυρο οπωσδήποτε έκλεισε πίσω του. Αργότερα, το αφεντικό του κατάφερε να τον πιάσει και να τον πουλήσει πανάκριβα στον Jardin des Plantes [Βοτανικό Κήπο]. Ο Λεμπόν αφέθηκε ελεύθερος, αμέσως μόλις επισκεφθήκαμε τον Διευθυντή της Αστυνομίας στο bureau [γραφείο] του, και του αφηγηθήκαμε τα γεγονότα (με μερικές συμπληρώσεις από τον Ντυπέν). Ο αξιωματικός αυτός, μ’ όλο που είχε καλές διαθέσεις απέναντι στο φίλο μου, δεν κατάφερε να κρύψει εντελώς την απογοήτευση του για την έκβαση της υπόθεσης. Του ξέφυγαν μάλιστα μια δυο σαρκαστικές εκφράσεις, με τις οποίες ήθελε οπωσδήποτε να δηλώσει πως καλύτερα θα ήταν να κοιτάζει καθένας την δουλειά του.

«Ας λέει αυτός» είπε ο Ντυπέν που δεν έκρινε απαραίτητο να ανταποδώσει. «Ας αναπτύσσει θεωρίες. Έτσι ησυχάζει την συνείδηση του. Εγώ είμαι ευχαριστημένος που τον νίκησα στο ίδιο του το στρατόπεδο. Το γεγονός πως απέτυχε να λύσει το μυστήριο δεν είναι τόσο παράξενο όσο νομίζει. Στην πραγματικότητα, ο φιλαράκος μας παραείναι πονηρός για να διαθέτει την απαιτούμενη βαθύτητα σκέψης. Οι γνώσεις του δεν έχουν ρίζες. Ένα κεφάλι είναι, χωρίς σώμα, σαν τις παραστάσεις της Θεάς Λαβέρνα (14), ή μάλλον ένα κεφάλι με ώμους, όπως ο μπακαλιάρος. Στο βάθος όμως είναι καλός άνθρωπος. Συμπαθώ ιδιαιτέρως την αριστοτεχνική υποκρισία του, με την οποία απέκτησε φήμη ιδιοφυΐας. Εννοώ τον τρόπο με τον οποίο de nierce qui est, et d’ expliquer ce qui n’ est pas [Αρνείται αυτό που υπάρχει και εξηγεί αυτό που δεν υπάρχει]» (15)


ΤΕΛΟΣ

Έντγκαρ Άλαν Πόε 
σε μτφ Γιώργος Μπλάνας



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1.Το διήγημα Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ [The Murders in the Rue Morgue] πρωτοδημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 1841, στο Graham's Magazine, στη Φιλαδέλφεια, όπου ο Πόε ζούσε εκείνη την εποχή.  Επειδή ήταν πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα δημοφιλή διηγήματά του, οι εκδότες δεν έδειξαν ιδιαίτερη προθυμία να το δημοσιεύσουν. Ο ίδιος ο Πόε είχε προσπαθήσει να το συμπεριλάβει σε μια δεύτερη έκδοση του δίτομου Τερατουργήματα και Αραβουργήματα [Tales of the Grotesque and Arabesque], επικαλούμενος το τερατώδες των αιματηρών φόνων που προσπαθεί να εξιχνιάσει ο προδρομικός ντετέκτιβ Ντυπέν. Όμως ο εκδότης δεν φάνηκε διατεθειμένος να συμφωνήσει. Ισχυριζόταν πως η δίτομη έκδοση είχε πολύ μικρή εμπορική δυναμική και πως δεν ήθελε να την καταστρέψει τελείως με μια αιμόφυρτη ιστορία. Έτσι, οι Φόνοι κατέληξαν να δημοσιευθούν στο περιοδικό του οποίου συντάκτης ήταν ο Πόε. Σε γενικές γραμμές, οι αναγνώστες αντέδρασαν μάλλον θετικά. Φυσικά, οι έντονες περιγραφές, όλα εκείνα τα κάπως εξεζητημένα επίθετα -προκειμένου για πτώματα- ο αποκεφαλισμός και το πέταγμα ενός πτώματος από τον τέταρτο όροφο, προκάλεσαν ορισμένους κριτικούς. Στους Φόνους της Οδού Μοργκ, ο Πόε παρουσιάζει για πρώτη φορά έναν τύπο διανοούμενου, που θα στοιχειώσει στο εξής την λογοτεχνία. Πρόκειται για τον Γάλλο ξεπεσμένο αριστοκράτη Σ. Αύγουστο Ντυπέν. Μαζί του, εμφανίζονται ο εύπορος Αμερικανός Αφηγητής, και ο -επίσης Γάλλος – ο ζηλιάρης, πάντα τυπικός και πάντα αποτυχημένος Αστυνομικός Διευθυντής Μεσιέ Γκ.

2. Η επιγραφή (What song the Syrens sang, or what name Achilles assumed when he hid himself among the women, although puzzling questions, are not beyond all conjecture) προέρχεται από το βιβλίο του ιατροφιλόσοφου Τόμας Μπράουν [Sir Thomas Brown, 1605-1682], Hydriotaphia, στο οποίο μελετά τις αρχαϊκές συνήθειες της καύσης των νεκρών. Στο έργο αυτό, ο Μπράουν ισχυρίζεται πως καμιά από τις φαινομενικά παράλογες συνήθειες των αρχαίων λαών δεν ήταν χωρίς νόημα.

3. Το Ουίστ [Whist] είναι χαρτοπαίγνιο στο οποίο συμμετέχουν τέσσερις παίκτες.

4. Ο Έντμουντ Χόιλ [Edmund Hoyle, 1672-1769] δημοσίευσε, το 1742, μια μικρή πραγματεία για το Ουίστ. Ακόμη και σήμερα ισχύουν οι κανόνες που θεμελίωσε τότε.

5. Προσπέρ Ζολυό Κρεμπιγιόν [Prosper-Jolyot de Crebillon, 1674-1762]. Γάλλος συγγραφέας μελοδραμάτων και αισθηματικών μυθιστορημάτων.

6. Ωρίων. Ισημερινός αστερισμός. Τα τέσσερα φωτεινότερα αστέρια του σχηματίζουν ένα μεγάλο τετράπλευρο, στο μέσον του οποίου εγγράφεται λοξή ευθυγραμμία τριών λιγότερο φωτεινών αστεριών. Περιλαμβάνει ένα από τα ελάχιστα νεφελώματα που μπορούμε να δούμε με γυμνό μάτι.

7. Ο Δρ. Νίκολ [John Pringle Nichol, 1804-1859], καθηγητής της αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, διατύπωσε την περίφημη Υπόθεση των Νεφελωμάτων, σύμφωνα με την οποία οι δίνες που παρατηρούνται στον ουρανό είναι μάζες από αέρια και σκόνη. Η συμπίεσή τους δημιουργεί τους αστέρες. Από τα θραύσματα της περιδίνησης των Νεφελωμάτων, γεννώνται οι πλανήτες.

8. Στερεοτομία είναι η τεχνική της κοπής και λάξευσης των υλικών που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

9. Ναπολεόνιο. Παλιό γαλλικό νόμισμα αξίας είκοσι φράγκων. Πρωτοκόπηκε το 1803 και κυκλοφορούσε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Λεγόταν και Λουδοβίκειο.

10.  Ο Μεσιέ Ζουρντέν [Monsieur Jourdain] είναι ο πρωταγωνιστής του περίφημου έργου του Μολιέρου [Jean-Baptiste Poquelin- Molière,1622-1673] Ο Αρχοντοχωριάτης [Le Bourgeois Gentilhomme].

11. Ο Βιντόκ [Eugene Francois Vidocq, 1775-1857] είναι το πραγματικό πρόσωπο πάνω στο οποίο χτίστηκε η προσωπικότητα του Ντυπέν. Υπήρξε εγκληματίας, κατάδικος αρκετές φορές, αλλά και πράκτορας της Αστυνομίας του Παρισιού -από το 1811 – δεδομένου ότι γνώριζε καλά τον υπόκοσμο και διέθετε σπάνια ευστροφία. Παραιτήθηκε από τη θέση του πράκτορα, μετά από φήμες που τον έφεραν αναμεμειγμένο στα εγκλήματα που εξιχνίαζε.

12. Ο Κυβιέ [George Cuvier,1769-1832] υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους επιστήμονες, γνωστός κυρίως για την μελέτη των ζωικών οργανισμών.

13. Η Νεφσατέλ [Neufchâtel]. Περιοχή της Νορμανδίας. 


14. Λαβέρνα [Laverna]. Ρωμαϊκή θεότητα, που προστάτευε τους κλέφτες.

15. Η φράση ανήκει στην Νέα Ελοΐζα [Nouvelele Héloïse] του Jean-Jacques Rousseau[1712-1778].