Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

«Μη με χάσεις, μη χαθείς. Σε περιμένω»

"Σε χρειάζομαι όπως χρειάζομαι το καλοκαίρι. Σε χρειάζομαι.
Είναι ένα μυστήριο ο έρωτας αυτός που δε θέλησε ποτέ να πεθάνει. Να που έμαθα να στηρίζομαι επάνω σου. Και ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ σ' εσένα. Τα γράμματα σου τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω. Είναι η μοναδική χαρά μου.
Η μοναδική.
Η τελείως μοναδική σ' αυτούς τους ζοφερούς καιρούς''



Γράμμα σ΄εκείνη..
Για να του απαντήσει με τη σειρά της ...

"Θυμάμαι το χαμόγελο σου και νομίζω πως, αν έγινα γυναίκα σου για όλη μου τη ζωή, είναι γιατί με μάγεψε το γέλιο σου. Κανείς δεν ξέρει να γελάει σαν εσένα. Ξέρω πως δεν είναι ένα γέλιο σαν τα άλλα, ξέρεις τι θέλω να πω. Για μένα είναι μια χάρη, ένας τρόπος να λες ευχαριστώ στα όμορφα πράγματα της γης αυτής. Είναι σαν τον καρπό του δέντρου. Το χαμόγελο σου είναι βάλσαμο στην καρδιά μου..."

Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ και Κονσουέλο.
Ένας έρωτας μαγικός, όπως μαγικός είναι ο μεγάλος Έρωτας .
Αυτός που γίνεται γέφυρα, συνάντηση και ένωση, πέρασμα και σωτηρία. Αυτός που σε οδηγεί στην ουσία.
Που σε μαθαίνει ουρανό..


Στην τελευταία του πτήση, αυτήν που δεν άφησε κανένα ίχνος του, παρά τη βεβαιότητα πως αναζητά ακόμη τον μικρό τους παράδεισο, είχε μαζί του μια φωτογραφία της και δυο της λόγια

«Μη με χάσεις, μη χαθείς. Σε περιμένω»

υγ :
Πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια για να βρει ένας ψαράς στα νερά της Μασσαλίας το βραχιόλι που του χε χαρίσει με χαραγμένο το όνομά της
 

                                          ----------------------------------------- 

(Αποσπάσματα από το "Ο μικρός πρίγκιπας και το ρόδο του"  του  Alain Vircondelet )

''Οσο απίστευτο και αν φαίνεται, καμία από τις πολλές βιογραφίες του Εξυπερί δεν εκμεταλλεύτηκε την πολύτιμη πηγή πληροφοριών που αντιπροσώπευε η σύζυγός του, η μόνη γυναίκα που παντρεύτηκε. Ολοι παρέλειψαν να τη συναντήσουν και δεν αναζήτησαν τους κληρονόμους της μετά τον θάνατό της, προτιμώντας να την αγνοούν, στριμώχνοντάς την σε λίγες μόνο αράδες. Προφανώς η παράξενη και μποέμ Νοτιοαμερικάνα δεν έμοιαζε να ταιριάζει με τον μύθο.

Και όμως χάρη στα μαύρα σιδερένια σεντούκια που έφερε η Κονσουέλο ­ αυτό ήταν το όνομά της ­ από τη Νέα Υόρκη, μετά τον θάνατο του άντρα της, ανακαλύπτουμε εκατοντάδες γράμματα, φωτογραφίες, ζωγραφιές, μια φωτογραφική μηχανή, το σωσίβιό του, αεροπορικούς χάρτες ζωγραφισμένους με το χέρι, ακουαρέλες του Μικρού Πρίγκιπα, ένα σενάριο ταινίας για τον Γκαμπέν, βιβλία και, προπαντός, ένα μαύρο δακτυλογραφημένο τετράδιο με σημειώσεις στο περιθώριο από το χέρι της Κονσουέλο. 





Ανοίγοντας τις κασέλες κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα βρισκόταν μπρος σε μια εκπληκτική εκ νέου αποκάλυψη της ζωής και του έργου του Σεντ Εξυπερί, ότι ο μύθος έπρεπε να ξαναγραφεί, ότι η ανάγνωση των ντοκουμέντων θα μας αποκάλυπτε ανέκδοτες μαρτυρίες γύρω από την εποποιία του θαρραλέου αεροπόρου, τους έρωτες του ρομαντικού συγγραφέα, τις χίμαιρες ενός ανθρώπου που συχνά υπήρξε εύπιστος. Γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Κονσουέλο δεν ήταν η ανόητη κούκλα που όλοι πίστευαν. Ο Σεντ Εξυπερί την ερωτεύτηκε τρελά.
«Φίλησέ με ή ρίχνω το αεροπλάνο» της είπε το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν, την ώρα που την πήγαινε περίπατο στους αιθέρες. Του απάντησε ότι μόλις είχε χάσει τον άνδρα της. 

Ο Σεντ Εξυπερί σβήνει τη μηχανή. Η Κονσουέλο πανικοβάλλεται και υποκύπτει. 
Ο Σεντ Εξυπερί συνεχίζει απτόητος, κάνει ακροβατικά που κόβουν την ανάσα και μοιάζουν λίγο με εκβιασμό. Προτού προσγειωθούν της ζητάει το χέρι της. Αρχίζει η εκπληκτική ιστορία του έρωτά τους. 


Η Κονσουέλο θα γίνει η ηγερία του. Οι δυο τους μάς φέρνουν στον νου άλλα διάσημα ζευγάρια του αιώνα: Ελσα Τριολέ και Αραγκόν, Γκαλά και Νταλί κ.ά. Η ιστορία τους περιλαμβάνει μεγάλες απουσίες, υπέροχες εξομολογήσεις και φοβερούς διαπληκτισμούς. Το ζευγάρι χωρίζει, ο ένας απατάει τον άλλον, αλλά ως το τέλος λατρεύονται. Μια ημέρα ωστόσο η Κονσουέλο δεν αντέχει άλλο και αποφασίζει να επιστρέψει στη Γουατεμάλα. Στο πλοίο παίρνει ένα τηλεγράφημα:«Αεροπορικό ατύχημα στη Γουατεμάλα ­ Ο Saint Exupery κινδυνεύει να πεθάνει». 
Η Κονσουέλο τρέχει στο νοσοκομείο, όπου βρίσκει τον άντρα της με 32 κατάγματα και το ένα μάτι στο κούτελο. Τον φροντίζει και του παραστέκεται μέρα νύχτα. Μόλις όμως συνέρχεται φεύγει για τη Νέα Υόρκη. Η Κονσουέλο αποφασίζει τότε να ζήσει σε ένα κοινόβιο καλλιτεχνών. Δεν αντέχει να περιμένει τον Αντουάν και να πνίγεται από την αγωνία. Γράφει ένα βιβλίο, το Oppede, που εκδόθηκε από τον Gallimard, έργο συγκινητικό, απελπισμένο, με θέμα την προσμονή. Συνδέεται με τον Αντρέ Μπρετόν, με τον Μαξ Ερνστ και ζει έναν τρελό έρωτα με τον διάσημο αρχιτέκτονα Μπερνάρ Ζερφύς. 

Το 1943 ο Αντουάν τής ζητεί να συναντηθούν στη Νέα Υόρκη. Εκείνη τρέχει. Νομίζει ότι όλα θα ξαναρχίσουν, γρήγορα όμως απογοητεύεται. Την πηγαίνει σε έναν δικηγόρο για να χωρίσουν. Τότε τα γεγονότα παίρνουν δραματική τροπή: ο Σεντ Εξυπερί αλλάζει γνώμη, σηκώνεται και την αγκαλιάζει. Τον ρωτάει αν μιλάει σοβαρά και εκείνος απαντά: «Στο διάβολο οι νόμοι, σ' αγαπάω».Αποφασίζουν τότε να εγκατασταθούν σε προάστιο της Νέας Υόρκης, όπου ο Αντουάν γράφει τον «Μικρό Πρίγκιπα». Δυσκολεύεται να γράψει. Η Κονσουέλο τον υποχρεώνει να κάθεται στο γραφείο του.




Από αγάπη για την Κονσουέλο γράφει καθημερινά πέντε-έξι σελίδες από το έργο που θα γίνει το αριστούργημά του, τον «Μικρό Πρίγκιπα», βιβλίο που συμβολίζει την επιλογή του τρόπου ζωής του: να προστατέψει την ποίηση, ποτέ να μη σκύψει, να μην ταπεινωθεί. «Να δώσουμε στους ανθρώπους πνευματικό νόημα, πνευματικές ανησυχίες. Δεν μπορούμε πια να ζούμε χωρίς ποίηση, χωρίς χρώμα και χωρίς αγάπη» επανελάμβανε. Ολόκληρη η ιστορία του με την Κονσουέλο δείχνει την ίδια ανάγκη: να παραμείνει στον χώρο της ποίησης. Στη ζωή τους κυριαρχεί η ποίηση.





Στη Νέα Υόρκη ο Αντουάν ιχνογραφεί τον Μικρό Πρίγκιπα, στα σιδερένια σεντούκια όμως βρίσκουμε μια ζωγραφιά της Κονσουέλο, πολύ παλιότερη, που μοιάζει περίεργα με εκείνην του Μικρού Πρίγκιπα. Μαθαίνουμε πως η Κονσουέλο είχε βρει τον τίτλο του βιβλίου του Νυχτερινή πτήση («Vol de nuit»). Καταλαβαίνουμε ότι ανάμεσά τους λειτουργούσε μια έντονη δημιουργική αλληλεπίδραση, ότι πίσω από το έργο βρίσκεται η Κονσουέλο, πράγμα που κανένας βιογράφος δεν είχε αντιληφθεί. 

Στις 31 Ιουλίου 1944, όταν ο Αντουάν απογειώνεται από το Μπογκό της Κορσικής, έχει μαζί του ­ στο μέρος της καρδιάς ­ μια φωτογραφία της Κονσουέλο που είχε τραβήξει στη Νέα Υόρκη μετά από μια ερωτική νύχτα. Ημίγυμνη, είναι ξαπλωμένη στο συζυγικό κρεβάτι, με τα μαλλιά ξέπλεκα πάνω στο μαξιλάρι.
 Στο πίσω μέρος η Κονσουέλο γράφει: «Μη με χάσεις, μη χαθείς. Σε περιμένω». Ο Σεντ Εξυπερί δεν θα γυρίσει πίσω. Θα χαθεί στη θάλασσα. Ο μύθος αρχίζει, για 50 χρόνια και περισσότερο, χωρίς εκείνην. Η ιστορία δεν θέλει να ξέρει για την Κονσουέλο. Ετσι αποφάσισαν οι βιογράφοι. Και όμως εκείνη υπήρξε το τριαντάφυλλό του, το λουλούδι του Μικρού Πρίγκιπα, το παιδί που δεν απέκτησαν ποτέ, το μοναδικό του αγαθό, αντικείμενο του έρωτά του και αιτία των δοκιμασιών του.









Πέρα από το ενδιαφέρον για τον Σεντ Εξυπερί, τα μυστικά που αποκαλύπτει η βιογραφία του Alain Vircondelet, που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στη Γαλλία, θέτουν το ερώτημα σχετικά με τον ρόλο του βιογράφου μπροστά στην Ιστορία. Πώς παραμελήθηκε για τόσα χρόνια μια τόσο σημαντική πτυχή; Τι σημαίνει βιογραφία; Γιατί και για ποιον γράφεται; Οπωσδήποτε το θέμα δεν είναι εύκολο ενώ ο γνωστός λίβελος του Προυστ Εναντίον του Σεντ-Μπεβ έκανε τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα γιατί αν, όπως το βεβαιώνει ο συγγραφέας της «Αναζήτησης», το εγώ του δημιουργού φανερώνεται μόνο μέσα στα βιβλία του, για ποιον λόγο να ασχοληθεί κανείς και με την ύπαρξή του; Και όμως τα βιβλία αυτού του τύπου γοητεύουν τους φίλους του είδους καθώς και τους λογίους, ανθούν στις αγγλοσαξονικές χώρες και στη Γαλλία, ενώ δεν είναι εξαιρετικά δημοφιλή στην Ελλάδα. Πρόσφατα με έκπληξή μου ανακάλυπτα το γεγονός αυτό όταν ένας φίλος μού εξήγησε πως στην Ελλάδα όλοι γνωρίζουν τα πάντα για τους πάντες εν ζωή, έτσι λοιπόν δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο να μαθευτεί μετά θάνατον, οπότε γιατί να γράφονται βιογραφίες; Μου διηγήθηκε μάλιστα και το εξής, γνωστό φαίνεται, ανέκδοτο: σε έναν ξένο κατάσκοπο που απορούσε, στη διάρκεια του πολέμου, σχετικά με την απουσία πραγματικών μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα δόθηκε η απάντηση ότι δύο χώρες στον κόσμο δεν τις χρειάζονται: η Ιαπωνία, επειδή κανείς δεν μιλάει, και η Ελλάδα, επειδή όλος ο κόσμος φλυαρεί.



Πολλοί συγγραφείς προσπαθούν συνήθως να δικαιολογήσουν το διάβημά τους. Μερικοί ομολογούν την ενοχή τους, θεωρούν ότι δεν υπάρχει αθώος βιογράφος. Η βιογραφία παρουσιάζεται κυρίως ως έκφραση θαυμασμού, συνήθως ένα είδος επικοινωνίας μέσω της ταύτισης, πράγμα που φαίνεται και στον «William Shakespeare» του Βίκτωρος Ουγκό. Από την ταύτιση όμως ως τη συγκεκαλυμμένη αυτοβιογραφία τα όρια είναι δυσδιάκριτα. Ιδιαίτερα όταν ο βιογράφος είναι και συγγραφέας. Κινδυνεύει να παρεκτραπεί προς το μυθιστόρημα αφανίζοντας τα τραχιά σημεία που δεν θα εξυπηρετούσαν τον μύθο και μάλιστα τον μύθο του άλλου εγώ. Ο Vircondelet το έθεσε ωραία: την Κονσουέλο την έσβησαν γιατί αποτελούσε αταξία απέναντι στον μύθο.''

'Αρθρο της Κατριν Βελισσάρη  από εδώ 


και πληρέστερα στοιχεία για τη ζωή του ε δ ώ 

--------------