Τρίτη 31 Μαΐου 2011



" Δύστυχο "



Όχι η ελπίδα. 



Η επιθυμία πεθαίνει τελευταία.

 νίκος δήμου 













          Έξω βρέχει...
          Με εμάς τους δύο,τι να τρέχει
          δεν μου είπες.

                     Δεν σε βρήκα
                     και δίχως μια σου καληνύχτα
                     επιστρέφω.

                               Να είχες κατι και για μένα
                               έστω απ`τα ειπωμένα.
                               Σαν δεν αφοράς κανένα
                               πόσο κοντά είναι τα ξένα.

                                                    Να με σώσεις
                                                    χωρίς τον φόβο να με νιώσεις,
                                                    να μπορούσες !

                                                                                     Δεν υπήρχα
                                                               στην τελευταία καληνύχτα σου              
                                                                                     θυμάμαι...

στίχοι , μουσική  Νίκος Ζουδιαρης 


  • Κυριακή 22 Μαΐου 2011

    Αγαπημένη . . . ( ένα γράμμα .. )









    Αγαπημένη,

    Ποτέ δεν τα κατάφερνα στους αποχαιρετισμούς.
     Η ζωή,  βλέπεις, μας αξιώνει με έρωτες, στους χωρισμούς όμως μας αφήνει απροστάτευτους. 
    Μόνος του μαθαίνει καθένας να λύνεται απ' τα χάδια. 
    Και το μαθαίνει σωστά, καλύτερα απ' το να σμίγει. 
    Ίσως γιατί η μοίρα μας είναι η μοναξιά. Η μοναξιά κι ο φόβος της, ο φόβος του άδειου κρεβατιού, της άγραφης σελίδας...ο φόβος της ελευθερίας που μοιάζει στιγμές στιγμές να ποθούμε παράφορα -βλάσφημος πόθος, βρισιά σ' όποιον αγαπήσαμε.
    Δεν ξέρω γιατί σου γράφω Μαργαρίτα. 
    Θα μπορούσα να φύγω έτσι, η Ισπανία κι η Αλγερία με περιμένουν. Τα νέα λιμάνια, τα νέα κορμιά, τα καινούρια χαρτιά κι οι υποσχέσεις τους, δεν ξέρω γιατί σου γράφω. 
    Χωρίς λέξη θα ήταν καλύτερα, σκέφτομαι. 
    Αλλά είμαι πια αιχμάλωτος των λέξεων. 
    Κι ας μην την διάλεξα εγώ αυτή την αιχμαλωσία -ποιος άλλωστε διαλέγει τα δεσμά του;- ωστόσο είναι πολλές φορές, λυτρωτική. 
    Κι ύστερα δεν είμαι δειλός. 
    Ένας εραστής, ένας πραγματικός εραστής, ακόμα κι αδέξιος, ακόμα και απένταρος δεν επιτρέπεται να είναι δειλός. Οι έρωτες δε συγχωρούν τους μικρόψυχους ούτε χαρίζονται στους φοβισμένους.
    Ζήσαμε μαζί Μαργαρίτα. Και ζήσαμε ωραία. 
    Πολύ καιρό αλλά ο καιρός πεινάει, θέλει αίμα. 
    Και το αίμα θέλει δρόμους, καινούριους δρόμους, κάθε φορά και πιο μακρινούς. Είσαι μια γυναίκα πολύτιμη, αμύθητη ερωμένη κι εγώ για το αμύθητο δεν έχω παρά λόγια. Αλλιώς δε μπορώ να το αποκτήσω και θα ήμουν αφελής αν περίμενα από σένα να μου χαριστείς. Αρκετά γενναιόδωρη ήσουν.
    Ακούγομαι σκληρός; Μπορεί να είμαι.
     Όμως όχι για να σε πληγώσω μα για να πληγωθώ. Για να πληγωθώ φεύγω.
    "Οι πληγές είναι φωλιές λουλουδιών", 
    τα δικά μου λουλούδια, οι δικές μου πληγές είναι οι λέξεις μου.
    Τώρα, μετά απο σένα, μακριά απο σένα, είναι έτοιμες ν' ανθίσουν. 

    Δε σε φιλώ, σε περιέχω
    Αλέξανδρος Δ. (Α. Δ.)




    *Το κείμενο είναι απ' την παράσταση: "Η Μαργαρίτα Γκωτιέ ταξιδεύει απόψε" που ανέβηκε το 2005, στο Θέατρο "Άνεσις", με πρωταγωνίστρια την Πέμυ Ζούνη. Συγγραφέας του έργου είναι ο Ακης Δήμου . 
     Το γράμμα αυτό, υποτίθεται ότι γράφτηκε απ' τον Αλέξανδρο Δουμά (υιό), για την κυρία με τις Καμέλιες, Μαργαρίτα Γκωτιέ. 
    Στην πραγματικότητα η Μαργαρίτα Γκωτιέ, δεν ήταν παρά η Μαρί Ντιπλεσί
    (το πραγματικό της όνομα ήταν Αλφονσίν Πλεσί), που γεννήθηκε σε ένα χωριό της Νορμανδίας το 1844 και άρχισε να εκδίδεται από τα 12 χρόνια της. 
    Η Ντιπλεσί, ήταν διάσημη εταίρα της εποχής που ο Αλέξανδρος Δουμάς γνώρισε το 1844, στο θέατρο Βαριετέ κι έγινε εραστής της. Προκειμένου δε να προσαρμοστεί στην πανάκριβη ζωή της, ζήτησε την οικονομική συνδρομή του πατέρα του. Οι δρόμοι τους χώρισαν το καλοκαίρι του 1845, ύστερα απο ομηρικούς κι ατέλειωτους καυγάδες. Ο χωρισμός τους επισφραγίστηκε με ένα γράμμα... 
    Δύο χρόνια μετά, το 1847, η Ντιπλεσί πέθανε στο Παρίσι, αφού είχε παντρευτεί τον κόμη Περεγκό, μ' ένα γάμο που είχε κηρυχτεί άκυρος.
     Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ο Αλέξανδρος Δουμάς, απομονώθηκε στο Σεν Ζερμέν και αποτύπωσε μέσα σε ένα μήνα στο χαρτί την ιστορία της Μαρί, που μετανομάστηκε πλέον σε Μαργαρίτα Γκωτιέ για τις ανάγκες του έργου του... 
    Η Κυρία με τις Καμέλιες εκδόθηκε με μεγάλη επιτυχία, το 1848....



    Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

    Eρωτικό τραγούδι







    Τα βράδια να κάθομαι θα 'θελα μαζί σου σε ξένα μπαλκόνια
    το φως ζεστό να 'ταν κι η ατμόσφαιρα όχι πια τόσο φωτεινή
    Θα τα πήγαινα καλά μαζί σου και θα ξε-ιδρώναμε από πάνω μας τη μέρα
    Τότε, ναι τότε μπορεί και να σ' αγαπούσα.

    Κι ύστερα, έτσι απλά
    απλώνομαι μέσα σου
    περνάμε στην ουσία
    κι ύστερα ζούμε.
    Και το χαμόγελό σου πέφτει σε μικρές μπουκίτσες
    πάνω μου.

    Τα βράδια να ιππεύσω μαζί σου θα 'θελα, καβάλα σ' άλογα ψηλά
    κι οι αγροί, οι αγροί να λιώνουν κάτω από τα βήματά μας.
    Ο ήλιος να πεθαίνει σαν ένα ζώο και να τον βλέπεις να ανοίγει τα μάτια διάπλατα.
    Κι εμείς να εισβάλουμε στο κόκκινό του και να πεθαίνουμε μαζί του.





    ένα ποίημα του Konstantin Wecker
    σε μετάφραση της Σοφίας Γεωργαλλίδη
    από τη σελίδα της εδώ

    Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

    Η μοναδική λύση ...










    Άραγε πως ξεκίνησαν όλα;
    Η μεγάλη Αναζήτηση...
    Τι μας σπρώχνει και μας κεντρίζει να ψάχνουμε για τη φύση, για το νόημα και το σκοπό της ύπαρξης των πάντων; Γιατί να ξεχειλίζουμε από τόσα αναπάντητα Μεγάλα Ερωτηματικά;
    Μερικοί λένε ότι ο κόσμος είναι το όνειρο κάποιων θεών...
    Μπορεί... αλλά εξίσου άνετα κάποιος άλλος θα έλεγε ότι οι θεοί είναι το όνειρο κάποιων ανθρώπων. Και όπως είπαμε, μόνο χάρη στην κακή τύχη πραγματοποιεί κανείς όλα τα όνειρά του. Γιατί...
    ...χωρίς όνειρα, ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να φτιάξουν τίποτα – ούτε καν να διασφαλίσουν την ίδια τους την ύπαρξη.
    Όμως υπάρχει και μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση:
    Ίσως το όνειρο και ο ονειρευόμενος να είναι έννοιες τόσο αλληλένδετα συνδεδεμένες που “δημιουργός” και “δημιούργημα” χάνουν πλέον κάθε νόημα.

    Γιώργος Μπαλάνος



    Στοχαζόταν στο σκοτάδι και δεν υπήρχε κανείς άλλος. Ούτε μια φωνή, ούτε ένας ψίθυρος. Ούτε το άγγιγμα ενός χεριού. Ούτε η ζεστασιά μιας άλλης καρδιάς.
    Σκοτάδι.
    Μοναξιά.
    Μια αιώνια φυλακή όπου τα πάντα ήταν μαύρα και σιωπηλά και όπου τίποτε δε σάλευε. Φυλάκιση χωρίς προηγούμενη καταδίκη. Τιμωρία χωρίς αδίκημα. Το ανυπόφορο που έπρεπε να υποφερθεί, εκτός κι αν μπορούσε να επινοήσει κάποιο τρόπο απόδρασης.
    Καμία ελπίδα σωτηρίας από πουθενά. Ούτε λύπηση, ούτε συμπόνια, ούτε οίκτος από κάποια άλλη ψυχή, κάποιον άλλο νου. Καμία πόρτα για ν' ανοιχτεί, καμία κλειδαριά για να διαρρηχτεί, κανένα κάγκελο για να πριονιστεί. Μονάχα η πυκνή, βαθιά κατάμαυρη νύχτα για να ψαχουλεύεις στα τυφλά και να μη βρίσκεις τίποτε.
    Κάνεις ένα κύκλο με το χέρι σου προς τα δεξιά και δεν υπάρχει τίποτε. Σαρώνεις με το μπράτσο σου προς τ' αριστερά και ανακαλύπτεις μονάχα κενό απόλυτο και πλήρες. Βαδίζεις μπροστά μέσα στο σκοτάδι σαν ένας τυφλός χαμένος σε κάποια απέραντη, ξεχασμένη αίθουσα και δεν υπάρχει ούτε πάτωμα, ούτε αντίλαλοι από πατημασιές, ούτε τίποτε που να σου φράζει το δρόμο.
    Μπορούσε ν' αγγίξει και να αισθανθεί ένα και μόνον πράγμα. Κι αυτό ήταν ο εαυτός του.
    Συνεπώς τα μόνα διαθέσιμα μέσα για να ξεφύγει απο τη δυσχερή θέση του ήταν εκείνα που υπήρχαν μέσα του . Θα έπρεπε να γίνει ο ίδιος το όργανο της σωτηρίας του.
    Πώς;
    Κανένα πρόβλημα δεν είναι υπεράνω λύσης. Με τη θέση αυτή η επιστήμη ζει. Χωρίς αυτή, η επιστήμη πεθαίνει. Ήταν ο απόλυτος επιστήμονας. Ως τέτοιος, δεν μπορούσε ν' αρνηθεί αυτή την πρόκληση προς τις ικανότητές του.
    Τα μαρτύριά του ήταν εκείνα της ανίας, της μοναξιάς, της πνευματικής και σωματικής στειρότητας. Δεν ήταν δυνατό να τα αντέξει. Η ευκολότερη διέξοδος απόδρασης είναι μέσω της φαντασίας. Κρύβεσαι σ' ένα ζουρλομανδύα και ξεφεύεις από τη σωματική παγίδα καταφεύγοντας σ' ένα δικό σου ονειρικό κόσμο.
    Αλλά τα όνειρα δεν επαρκούν. Είναι εξωπραγματικά και υπερβολικά σύντομα. Η επιθυμητή ελευθερία θα πρέπει να είναι γνήσια και μακράς διαρκείας. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πλάσει μια απτή πραγματικότητα από τα όνειρα, μια πραγματικότητα έτσι φτιαγμένη ώστε ν' αντέχει για όλη την αιωνιότητα. Θα έπρεπε να είναι αυτοδιαιωνιζόμενη. Τίποτε λιγότερο δε θα μπορούσε να κάνει την απόδραση πλήρη.
    Έτσι, κάθισε στο μεγάλο σκοτάδι και πάλεψε με το πρόβλημα. Δεν υπήρχε ρολόι, ούτε ημερολόγιο για να μετρά τη διάρκεια της σκέψης. Δεν υπήρχαν εξωτερικά στοιχεία για να υπολογιστούν. Δεν υπήρχε τίποτε εκτός από τις διεργασίες μέσα στον ευέλικτο νου του.
    Και μια θέση: κανένα πρόβλημα δεν είναι υπεράνω λύσης.
    Τη βρήκε τελικά. Θα σήμαινε την απόδραση από την ατέρμονη νύχτα. Θα του παρείχε εμπειρίες, περιπέτεια, πνευματική άσκηση, ψυχαγωγία, ζεστασιά, αγαπη, τον ήχο των φωνών, το άγγιγμα των χεριών.
    Το σχέδιο ήταν κάθε άλλο παρά απλό. Απεναντίας, ήταν αρκετά πολύπλοκο ώστε ν' αψηφά το ξέμπλεγμά του για ατέλειωτους αιώνες. Έπρεπε να είναι έτσι αν ήθελε να έχει μονιμότητα. Η ανεπιθύμητη εναλλακτική λύση θα ήταν μια γοργή επιστροφή στη σιωπή και τα πικρά σκοτάδια.
    Χρειάστηκε μεγάλη επεξεργασία. Ένα εκατομμύριο και μια όψεις έπρεπε να ληφθούν υπόψη, μαζί με τις ποικίλες μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Και όταν έγινε κι αυτό, έπρεπε να καταπιαστεί και με το επόμενο εκατομμύριο. Και μετά με το επόμενο... και με το μεθεπόμενο... και με το μεταμεθεπόμενο...
    Δημιούργησε ένα πανίσχυρο δικό του όνειρο, έναν τόπο άπειρης πολυπλοκότητας σχεδιασμένο στην κάθε του λεπτομέρεια ως και την τελευταία τελεία και κόμμα. Μέσα σ' αυτόν θα ξαναζούσε εξαρχής. Αλλά όχι πλέον ως ο εαυτός του. Θα διασκόρπιζε την υπόσταση του σε αναρίθμητα μέρη, σ' ένα τεράστιο πλήθος με ποικίλα σχήματα και μορφές, η καθεμιά από τις οποίες θα ήταν αναγκασμένη ν' αγωνιστεί στο δικό της ιδιαίτερο περιβάλλον.
    Και σκλήραινε αυτόν τον αγώνα ως τα όρια της αντοχής με το να ξεσκεφτεί τον εαυτό του, δυσχεραίνοντας τα μέρη του με μια απερίγραπτη άγνοια και εξαναγκάζοντάς τα να μάθουν εξαρχής. Θα έσπερνε την εχθρότητα ανάμεσά τους υπαγορεύοντας τους βασικούς κανόνες του παιχνιδιού. Εκείνοι που θα συμμορφώνονταν με τους κανόνες θ' αποκαλούνταν καλοί. Εκείνοι που τους παρέβαιναν θ' αποκαλούνταν κακοί. Έτσι θα υπήρχαν ατέλειωτες επιβραδυντικές συγκρούσεις μέσα στη μια και μεγάλη σύγκρουση.
    Όταν τα πάντα ήταν έτοιμα και τελειωμένα σκόπευε να διασπαστεί και να πάψει να είναι πια ένας, αλλά να διασκορπιστεί σ' ένα ανείπωτο πλήθος από οντότητες. Ύστερα τα μέρη του θα έπρεπε να πολεμήσουν προκειμένου να μπορέσουν να επιστρέψουν πίσω στην ενότητα και τον εαυτό του.
    Αλλά πρώτα έπρεπε να μετατρέψει το όνειρο σε πραγματικότητα. Α, ααυτό θα ήταν το αληθινό τέστ!
    Η ώρα ήταν τώρα. Το πείραμα έπρεπε ν' αρχίσει.
    Σκύβοντας μπροστά, κοίταξε προς το σκοτάδι και είπε:
    “Γεννηθήτω φως”.
    Και εγένετο φως.


    Αναζητώντας Παράξενους Θεούς
    Επιλογή - Μετάφραση – Πρόλογοι: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
    ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7


    Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΛΥΣΗ, Έρικ Φρανκ Ράσσελ

    Μετάφραση: Γιώργος Μπαλάνος - Από την ανθολογία "ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥΣ ΘΕΟΥΣ"

    Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

    οι λέξεις ...


    "...Ότι επιθυμείτε, ναι κύριε, αλλά οι λέξεις είναι αυτές που 
    τραγουδάνε, οι λέξεις είναι αυτές που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν...


    Πέφτω στα πόδια τους και τις προσκυνάω τις λέξεις...


    Τις αγαπάω, τρέχω στο κατόπι τους, τις φτάνω, τις αγκαλιάζω, τις δαγκώνω, τις εξαντλώ από έρωτα...


    Αγαπώ πολύ τις λέξεις...
    Τις αναπάντεχες...
    Αυτές που λαίμαργα περιμένουμε, που εκστατικά ακούμε μέχρι που ξαφνικά να κάμουν μόνες τους την εμφάνισή τους...
    Λαμποκοπούν σαν πολύτιμες χρωματιστές πέτρες, πηδάνε σαν ασημόψαρα, είναι αφρός, νήμα, μέταλλο, δροσιά...
    Είναι έδεσμα... Τις πιάνω στα πεταχτά, όταν πηγαίνουν βουίζοντας και αρπάζοντας-τες, τις ξεπλένω, τις μαδάω, τις σερβίρω στο πιάτο μου με ένα σωρό καρυκεύματα...
    Είναι καρπός... Τις αισθάνομαι στα χέρια μου κρυσταλλικές, παλλόμενες, φιλντισένιες, φυτικές, λαδερές, τις αισθάνομαι σαν φύκια, σαν αχάτες, σαν ελιές... Και τότε τις ανακατώνω, τις κτυπάω μέσα σ' ένα γουδί, τις λιώνω, τις πίνω, τις τρώγω λαίμαργα, ενώ άλλες τις αφήνω απείραχτες, μόνο τις στολίζω και τις απελευθερώνω...
    Τις αφήνω σαν σταλαχτίτες μέσα στο ποίημά μου, τις αφήνω σαν κομματάκια μελαχροινό ξύλο που άφησε η θύελλα, σαν κάρβουνο που άφησε η φωτιά, σαν συντρίμμια ετερόκλιτα από ένα ναυάγιο που μας τα κάνει δώρο η τρικυμία της ζωής...


    Τα πάντα βρίσκονται μέσα στις λέξεις...
    Μια ιδέα ολόκληρη αλλάζει, επειδή μια λέξη μετατοπίστηκε ή γιατί μια άλλη κάθισε όπως μια βασιλοπούλα μέσα σε μια φράση που δεν την περίμενε η βασιλοπούλα και την υπόταξε...
    Έχουνε σκιά, διαφάνεια, βάρος, φτερά, τρίχες οι λέξεις, έχουνε όλα εκείνα που τους πρόσθεσαν τα χάδια τόσων χρόνων των νερών του ποταμού, οι τόσες μεταναστεύσεις από πατρίδα σε πατρίδα, η ιδιότητά τους να ριζώνουν...


    Είναι αρχαιότατες οι λέξεις και είναι προσφατότατες...
    Ζούνε κρυμμένες μέσα σ' ένα φέρετρο, όπως ζούνε και πάνω στο μόλις ανοιγμένο μπουμπούκι ενός λουλουδιού..."




    Πάμπλο Νερούδα, "Ωδή στις λέξεις", (μετάφραση: Τάσος Λιβέρης).