Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Ναι Βιρτζίνια, ο Αγιος Βασίλης υπάρχει


Το 1897 η 8χρονη Βιρτζίνια έστειλε ένα γράμμα στην εφημερίδα The New York Sun ζητώντας μια απάντηση στο ερώτημα που προβληματίζει ακόμα παιδιά αυτής της ηλικίας: ήθελε να μάθει αν υπάρχει Αγιος Βασίλης. Ο εκδότης της εφημερίδας, Francis P. Church, ανταποκρίθηκε στην επιστολή της μικρής, δίνοντας την απάντησή του μέσα από ένα σημείωμα στην εφημερίδα.Το σημείωμα αυτό έμελλε να σημαδέψει την ιστορία της εφημερίδας, αφού αναδημοσιευόταν από τότε κάθε χρόνο μέχρι το 1949, οπότε σταμάτησε να εκδίδεται το έντυπο. Σήμερα, το ίδιο κείμενο θεωρείται μια από τις πιο ξεχωριστές αναφορές στον αγαπημένο άγιο των παιδιών.

"Dear Editor: Είμαι 8 χρόνων.
Μερικοί από τους μικρούς μου φίλους λένε ότι δεν υπάρχει Aη-Βασίλης.
Ο μπαμπάς μου λέει "Αν το δεις στην The Sun, έτσι θάναι".
Παρακαλώ, πείτε μου την αλήθεια, υπάρχει ο άγιος Βασίλης;
Virginia O'Hanlon"

"Βιρτζίνια, οι φίλοι σου κάνουν λάθος. Έχουν επηρεασθεί από τον σκεπτικισμό της εποχής μας. Δεν πιστεύουν παρά μόνο ό,τι βλέπουν. Νομίζουν ότι τίποτα δεν υπάρχει αν δεν μπορούν να το αντιληφθούν με το μικρό τους το μυαλό. Όλα τα μυαλά Βιρτζίνια, ανεξάρτητα από το αν είναι ενήλικων ή παιδιών, είναι μικρά. Σ' αυτό το τεράστιο σύμπαν ο άνθρωπος είναι ένα μικρούτσικο έντομο, ένα μυρμήγκι, όσον αφορά την διάνοιά του, σε σχέση με τον απέραντο κόσμο γύρω του, όπως μετριέται με την έλλογη ικανότητά του να συλλάβει όλη την αλήθεια και τη γνώση. Ναι, Βιρτζίνια, ο άγιος Βασίλης υπάρχει.
Υπάρχει όπως σίγουρα υπάρχει η αγάπη και η γενναιοδωρία και η ευλάβεια και ξέρεις ότι σ' αγκαλιάζουν και δίνουν στη ζωή σου ομορφιά και χαρά. Αλίμονο! πόσο ζοφερός θα ήταν ο κόσμος μας αν δεν υπήρχε ο Aη-Βασίλης. Θα ήταν τόσο ζοφερός όσο αν δεν υπήρχαν Βιρτζίνιες. Δεν θα υπήρχε η αγνή πίστη των παιδιών, η ποίηση, η φαντασία που κάνει υποφερτή την ύπαρξή μας. Δε θα είχαμε χαρά παρά μόνο με τις αισθήσεις και την όραση. Το εξωτερικό φως με το οποίο η παιδικότητα γεμίζει τον κόσμο θα σβήσει.
Δεν πιστεύεις στον Aη-Βασίλη! Μπορεί επίσης να μη πιστεύεις τις νεράιδες. Μπορεί να πείσεις τον μπαμπά σου να προσλάβει ανθρώπους να παρακολουθούν όλες τις καμινάδες την παραμονή των Χριστουγέννων για να πιάσουν τον Αη-Βασίλη, αλλά ακόμη και αν δεν τον δεις να κατεβαίνει, τι θα αποδείκνυε αυτό; Κανένας δεν βλέπει τον Αη-Βασίλη αλλά αυτό δεν είναι απόδειξη ότι δεν υπάρχει ο Αη-Βασίλης. Τα πιο σπουδαία πράγματα στον κόσμο είναι εκείνα τα οποία ούτε οι μεγάλοι ούτε τα παιδιά μπορούν να δουν. Είδες ποτέ νεράιδες να χορεύουν στα ξέφωτα; Σίγουρα όχι, αλλά αυτό δεν είναι απόδειξη ότι δεν υπάρχουν. Κανένας δεν μπορεί να αντιληφθεί ή να φανταστεί όλα τα θαύματα που είναι αόρατα και δεν μπορείς να τα δεις στον κόσμο.
Μπορείς να χωρίσεις τα τμήματα μιας παιδικής κουδουνίστρας και να δεις τι είναι αυτό που κάνει το θόρυβο, αλλά υπάρχει ένα πέπλο που καλύπτει τον αόρατο κόσμο, το οποίο ούτε ο δυνατότερος άνθρωπος, ούτε η συνενωμένη δύναμη των δυνατότερων ανθρώπων που έχουν ζήσει δεν θα μπορούσαν να το τραβήξουν. Μόνο η πίστη, η ποίηση, η αγάπη, η φαντασία μπορούν να τραβήξουν αυτήν την κουρτίνα και να δει και να περιγράψει την υπερφυσική ομορφιά και δόξα πίσω της. Είναι όλα πραγματικά; Α, Βιρτζίνια, σ' αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα πραγματικό και μόνιμο.
Δεν υπάρχει Αη-Βασίλης; Δόξα τω Θεώ ζει και θα ζει για πάντα. Μετά από χιλιάδες χρόνια από τώρα Βιρτζίνια, ίσως 10 φορές 10.000 χρόνια από τώρα, θα συνεχίσει να δίνει χαρά στην καρδιά των παιδιών.
Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένος ο Καινούριος Χρόνος.
Francis P. Church,
New York Sun, 1897"







Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο δάσος μια πανύψηλη καμηλοπάρδαλη με πολλές καφέ και άσπρες βούλες.
Είχε τόσο υψηλά και ευγενικά αισθήματα που κάθε που νύχτωνε έχωνε το λεπτό της κεφάλι μέσα στα σύννεφα και καθόταν ώρες ατέλειωτες, κοιτούσε τα αστέρια και το ασημένιο φεγγάρι και δεν μιλούσε.
Και γέμιζε η καρδιά της όνειρα.
Για όλα του κόσμου τα θαύματα ένιωθε έρωτα μέσα της έτσι όπως αισθανόταν ελεύθερη ,πάνω εκεί κρεμασμένη στο μεγάλο παράθυρο του Ουρανού .
Για εκείνο μόνο το μικρό μολυβί μυρμηγκάκι ,που την αγαπούσε ανάμεσα στα πέλματα της ,όμως δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα. Ούτε καν ήξερε πως υπήρχε δηλαδή.
Στεκόταν εκείνο και την κοιτούσε ερωτευμένο , σα να είχε χώσει κι αυτό το μαύρο κεφαλάκι του μέσα στα σύννεφα κι ονειρευόταν ότι ήταν λέει εκεί ψηλά ,ξαπλωμένο στο χνουδωτό της αυτί και βλέπανε μαζί τα πεφταστέρια.
Της φώναζε , της ψιθύριζε, της έλεγε γλυκόλογα από εκεί χαμηλά που ζούσε, μ όλη του τη δύναμη, μα εκείνη τίποτα. Πλήρης αδιαφορία.
Ώσπου μια ζεστή νύχτα του καλοκαιριού , απελπισμένο, αποφάσισε να σκοτωθεί από έρωτα. Είχε βρει και τον πιο ωραίο τρόπο να το κάνει μάλιστα. Θα έμπαινε αθόρυβα - έτσι κι αλλιώς αθόρυβο ήτανε για κείνη - κάτω απ τα λεπτά μακριά της πόδια και εκείνη θα τον πατούσε και θα τον σκότωνε για πάντα.
Έτσι κι έκανε. Έκλεισε τα μάτια , χαιρέτησε το χορτάρι και τα λουλούδια για τελευταία φορά και προχώρησε αποφασιστικά κρατώντας την αναπνοή του.
Που να ξέρει τώρα το μολυβί μυρμηγκάκι πως οι ψηλές ρομαντικές καμηλοπαρδάλεις με τις καφέ και άσπρες βούλες , το μόνο που αντιλαμβάνονται ,εκτός απ τους φωτεινούς πλανήτες και τα αστέρια τα μακρινά, είναι ακόμα και το πιο ανεπαίσθητο γαργάλημα στις πατούσες τους!
Αρκεί ένα τόσο δα μυρμηγκάκι για να καταλάβουν ότι πατούν τα πόδια τους κάτω στη Γη , να βγάλουνε για λίγο το κεφάλι από τα σύννεφα και να κοιτάξουν κάτω.
Ναι εδώ κάτω!
Η όμορφη καμηλοπάρδαλη ακούμπησε για λίγο τα όνειρα της απλωμένα στα άσπρα σύννεφα κι έστρεψε τον μακρύ λαιμό της προς το μέρος του.
Το μυρμηγκάκι είδε ξαφνικά τα τεράστια μάτια της να τον κοιτούν απορημένα λες και έβλεπαν για πρώτη φορά αστέρι να χει πέσει κάτω στο χώμα.
Κανείς δεν μπορούσε να είναι απολύτως σίγουρος για το πόση ώρα στάθηκαν έτσι, εκεί ,να κοιτιούνται.
Ακίνητα. Αμίλητα.
Το μόνο που θυμούνται όλα τα ζώα τους δάσους να σας πουν, χρόνια μετά, είναι ότι ετούτη ήταν η πιο όμορφη αγάπη που χαν δει.
Φτιαγμένη από αστέρια, από σύννεφα ,από χώμα και φύλα πεσμένα κατάχαμα.
Κι ότι άλλο μπορεί δηλαδή να βρισκόταν ανάμεσα σε μια ψηλή , λυγερή καμηλοπάρδαλη κι ένα μολυβί , μικρό μυρμηγκάκι.
 
Νίκος Βουτσινάς



There's a saying old, says that love is blind
Still we're often told, "seek and ye shall find"
So I'm going to seek a certain lad I've had in mind


Looking everywhere, haven't found him yet
He's the big affair I cannot forget
Only man I ever think of with regret



I'd like to add his initial to my monogram
Tell me, where is the shepherd for this lost lamb?



There's a somebody I'm longin' to see
I hope that he, turns out to be
Someone who'll watch over me



I'm a little lamb who's lost in the wood
I know I could, always be good
To one who'll watch over me



Although he may not be the man some
Girls think of as handsome
To my heart he carries the key



Won't you tell him please to put on some speed
Follow my lead, oh, how I need
Someone to watch over me



Won't you tell him please to put on some speed
Follow my lead, oh, how I need
Someone to watch over me



Someone to watch over me

Writer: GERSHWIN, GEORGE





Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

το οριζόντιο ύψος ..







Μια φορά κι έναν καιρό, πλάι σ' ένα πανύψηλο, υπερήφανο κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη, ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι' αυτό και τεντωνότανε αδιάκοπα στις άκρες των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα. 
Μάταιη προσπάθεια και αρκετά οδυνηρή, γιατί, κάθε φορά που έκανε αυτήν τη γυμναστική, για μέρες μετά, την πόναγε ανυπόφορα η μέση της.

Το κυπαρίσσι, που παρακολουθούσε αφ' υψηλού τον αγώνα της αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης:

" Δεν γνωρίζετε τι χάνετε, αγαπητή μου αγριάδα, εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεσθε. Δίχως να θέλω διόλου να υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του κόσμου και θα ήταν ακόμη πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. Ωστόσο ευελπιστώ ή, μάλλον, έχω τη βεβαιότητα ότι η βροχή θα λιώσει, σιγά σιγά,αυτά τα αναιδή βουνά και τότε θα δω και τη Γουατεμάλα. Το σχέδιο αυτό είναι βεβαίως μακροπρόθεσμο, αλλά μπορώ να περιμένω, αφού, ως γνωστόν, ζω επτακόσια χρόνια."

Η αγριάδα, αν και δεν ήξερε ούτε πού βρίσκεται αυτή η Γουατεμάλα ούτε αν τα βουνά λιώνουν απ' τη βροχή ούτε, ακόμη, αν είναι πολλά τα επτακόσια χρόνια, ακούγοντας αυτά τ' ανήκουστα λόγια, ένιωθε την καρδιά της να μαραζώνει και, τις νύχτες που κοιμόταν, έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. Ψήλωνε, λέει, ψήλωνε τόσο, που ξεπερνούσε κατά πολύ στο μπόι το κυπαρίσσι, ξεπερνούσε ακόμη και τα πιο ψηλά βουνά κι έβλεπε από κει πάνω όχι μόνο τη Γουατεμάλα αλλά και το Ακαλακούμπα, χώρα ακόμα πιο μακρινή, ακόμη πιο ωραία, όπου οι άνθρωποι χόρευαν ένα γρήγορο χορό που τονε λέγαν ρούμπα.
Βέβαια, όταν ξύπναγε, το πρώτο πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα σαλιγκάρι τόσο αργοκίνητο, που έμενε στο οπτικό πεδίο της όλη τη μέρα, προκαλώντας της κατάθλιψη και κάνοντάς την να μη βλέπει την ώρα πότε θα ξανανυχτώσει, για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί το μακρυνό Ακαλακούμπα και τον γρήγορο χορό που τόνε λένε ρούμπα.



Έτσι ζούσαν κυπαρίσσι κι αγριάδα, πλάι πλάι, αλλά το καθένα στον κόσμο του, ώσπου μια μέρα φθινοπωρινή ( χρόνια πολλά, πάρα πολλά πριν από τα επτακόσια), που ο ουρανός είχ' ένα χρώμα μολυβί, μια λάμψη ξαφνική, ονόματι αστροπελέκι, χτύπησε κατακέφαλα το κυπαρίσσι και το έκαψε. 
Η βροχή που ακολούθησε, μπόρα τρικούβερτη, αντί να λιώσει τα βουνά που του 'κρυβαν τη Γουατεμάλα, τη στάχτη του έλιωσε και γκρίζα λάσπη την υπερηφάνεια του έκανε.
Η αγριάδα, άναυδη στην αρχή, όταν συνήλθε κάπως, μακάρισε το ελάχιστό της μπόι και θρήνησε το κυπαρίσσι που - πώς να το κάνουμε;- αν και φλύαρο και υπερφίαλο, της είχε χαρίσει το όνειρο των μεγάλων αποστάσεων, του απέραντου κόσμου. Μετά απ' αυτό το θλιβερό γεγονός, σταμάτησε την έτσι κι αλλιώς ανώφελη γυμναστική της και μόνο αραιά και πού έβλεπε στον ύπνο της το εξωτικό Ακαλακούμπα. Κανένας όμως δε χόρευε εκεί τη ρούμπα. Ήτανε, βέβαια, ακόμη νεαρά και εστερείτο πείρας, τόσο εστερείτο πείρας, που καν δεν γνώριζε τις φυσικές της ιδιότητες.
Έτσι, ένα ανοιξιάτικο πρωί, παραξενεύτηκε πολύ, νιώθοντας να τη φαγουρίζουνε οι ρίζες της, κι ακόμα πιο πολύ παραξενεύτηκε σαν είδε, δυο μέρες τρεις αργότερα, λίγο πιο κει, μέσα απ' το χώμα να προβάλλει ένα μικρό, χλωροπράσινο βλαστάρι αγριάδας

" Μπα, καινούργια απόχτησα γειτόνισσα!" ήταν η πρώτη σκέψη της, 
αλλά όταν είπε
" καλωσόρισες, γειτόνισσα", άκουσε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να λέει και το βλαστάρι τα ίδια λόγια, να την καλωσορίζει, δηλαδή με τη φωνή της. Το ίδιο έγινε, ακριβώς, άλλες δυο μέρες τρεις αργότερα, όταν καινούργιο εμφανίστηκε, πιο πέρα, βλασταράκι.
Μπορεί, λοιπόν, να ήταν άπειρη, αλλά κουτή δεν ήταν. Έτσι, κατάλαβε ότι στον εαυτό της μίλαγε, αφού τα νέα αυτά βλαστάρια από τις ρίζες της ξεπήδαγαν και σαρξ εκ της σαρκός της ήσαν.

Λόγια πολλά για να μη λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ' την αιωνιότητα, 
μέσα σε χρόνια ελάχιστα, πολύ πιο λίγα από επτακόσια, η αγριάδα είχε, ρίζα τη ρίζα, καταβολάδα την καταβολάδα, βλαστάρι το βλαστάρι, όλο τον κάμπο καταχτήσει κι όλα τα βουνά ως την κορφή τους και πιο πέρα. 
Για πιο πέρα δεν μπορώ να πω· τα μάτια μου μονάχα ως τις βουνοκορφές την ακολούθησαν· πιο πέρα δεν άντεξαν. 
Έμαθα ωστόσο, από έγκυρες πηγές, πως έφτασε στο Ακαλακούμπα και πως στο δροσερό και καταπράσινο χαλί της χορεύουν τώρα γυμνοπόδαροι εραστές τη ρούμπα.

Επιμύθιο Ι: Όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεσαι, τόσο πιο μακριά από τ'αστροπελέκια είσαι.
Επιμύθιο ΙΙ: Δια του οριζοντίου ύψους, η απόστασις, έως το Ακαλούμπα, καλύπτεται εις χρόνον κατά πολύ συντομότερον των επτακοσίων ετών.

                                                                                                                   Αργύρης Χιόνης 
                                                                           Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες .. 

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011


Απώλεια Μέλλοντος 

Υπήρξαν εποχές στην ιστορία όπου οι άνθρωποι δεν ζούσαν
έτρεμαν και θρηνούσαν περιμένοντας το Μεγάλο Γεγονός. Πότε ήταν η Δευτέρα Παρουσία, το Τέλος του Κόσμου, ο Κομήτης του Χάλεϋ που θα αφάνιζε τη Γη… Η γιαγιά μου διηγιόταν πώς πήραν όλοι τα βουνά το 1910 με τον φόβο του κομήτη (παρόλο που οι αστρονόμοι τον ήξεραν, αυτός αιώνες τώρα περνάει από τη Γη κάθε εβδομήντα χρόνια).
Και μετά ήταν οι στρογγυλές και μαγικές ημερομηνίες. Το 1000 μ.Χ., το 2000… τώρα στις 12.12.12, που είπανε οι Μάγιας… Περίοδοι πανικού, όπου ο κόσμος ξεχνούσε τα προβλήματά του και βυθιζόταν στο άγχος.
Εμείς στην Ελλάδα ζούμε εδώ και δυόμισι χρόνια μια τέτοια εποχή, με διαδοχικούς συνεχόμενους πανικούς. Θα έρθει η δόση… δεν θα έρθει… πέφτουμε στον γκρεμό… όχι ακόμα… χανόμαστε… βουλιάζουμε… χρεοκοπούμε… Τόσο, που πια συνηθίσαμε και δεν μας κάνει πολλή εντύπωση.
Ζούμε την καθημερινή μας ζωή, παλεύουμε ο καθένας με τα προβλήματά του, εργαζόμαστε (όσοι έχουν δουλειά), ερωτευόμαστε, αρρωσταίνουμε – αλλά μέσα σε όλα αυτά έχουμε τη μόνιμη αίσθηση ότι περπατάμε επάνω σε λεπτό πάγο που κάθε στιγμή μπορεί να σπάσει και να χαθούμε σε παγωμένα βάθη.
Ζωή υπό προθεσμία. Ζωή με δόσεις. Κανένας μας δεν έχει μέλλον. Κανείς δεν κάνει σχέδια μακροπρόθεσμα. Αυτό είναι ίσως η χειρότερη απώλεια. Ιδιαίτερα για τους νέους. Εμείς οι μεγάλοι, πάει: σωστά ή λάθος, το ζήσαμε το μέλλον μας. Το κάναμε παρελθόν. Αλλά οι νέοι; Κι αναρωτιέμαι – πώς θα έρθουν η ανάπτυξη και η ανάκαμψη όταν κανείς δεν πιστεύει στο μέλλον; Όταν κάποιος δεν σπέρνει – πώς θα θερίσει;
Νομίζω ότι απ” όλα τα πράγματα που χάσαμε –κι έχουμε χάσει πολλά– η προοπτική του μέλλοντος είναι το σημαντικότερο. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που σχεδιάζει και προγραμματίζει. Όλα τα άλλα ζωντανά πλάσματα ζούνε στο παρόν. Η έννοια του μελλοντικού χρόνου μοιάζει να τους είναι άγνωστη.
Αλλά το ίδιο πια συμβαίνει και σ” εμάς. Τρομαγμένα ζώα είμαστε, σε μικρούς πανικούς περνάμε τις μέρες μας, ζώντας ήσσονες καταστροφές και τρέμοντας τη μεγάλη. Ήμασταν που ήμασταν ανασφαλείς ως λαός, μας ήρθαν όλα αυτά και μας ισοπέδωσαν.
Ζητείται μέλλον. Απωλέσθη ανάμεσα στο «λεφτά υπάρχουν» και στο «δεν υπάρχει σάλιο»…


 Νίκος Δήμου
Από τη Lifo

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011




Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.

Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…
Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.

Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.
Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξέ με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.
Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.

Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τρυγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.
Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι -
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.
Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.
Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.

Ώσπου χάραξε…
Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.
Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση…


Νίκος Καρούζος - Χριστούγεννα του σταλαγμίτη



Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1926 στο Ναύπλιο 
 Οι γονείς του ήταν η Κωνσταντίνα Πιτσάκη και ο Δημήτρης Καρούζος. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και ο παππούς από την πλευρά της μητέρας του ιερέας και δάσκαλος και συνέβαλαν σημαντικά στα πρώτα παιδικά του χρόνια στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερα η πλούσια βιβλιοθήκη του ιερέα παππού του.
Το 1944 ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές στην γενέτειρά του και την ίδια περίοδο εντάσσεται στην Ε.Π.Ο.Ν  Ναυπλίου στο τμήμα διαφώτησης. To 1945 εισάγεται στη Νομική  Τον Ιούνιο του 1946 γλιτώνει από σύλληψη και εκτέλεσή του από την Οργάνωση Χ 
 Την επόμενη χρονιά εξορίζεται στην Ικαρία για πέντε μήνες. 
Το 1951  υπηρετεί τη θητεία του στη Μακρόνησο και το 1953 εξορίζεται πάλι
 Νοσηλεύτηκε στο 401 Στρ,Νοσοκ. όπου απαλλάχθηκε από την στρατιωτική θητεία χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας, για λόγους υγείας.

 Το 1961  βραβεύεται με το Β' Κρατικό Βραβείο ποίησης και το 1962 με Α΄Βραβείο ποίησης της Ομάδας των Δώδεκα.
Τον Μάιο  του 67  συλλαμβάνεται για δηλώσεις που έκανε σε βάρος του Παττακού 
 Το διάστημα 83-84  και το 86  εργάζεται στο Γ' Πρόγραμμα της Ε.Ρ.Α κάνοντας εκπομπές για την λογοτεχνία. Το 1988 βράβευεται με το Κρατικό Λογοτεχνικό βραβείο ποίησης. Αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας (καρδιολογικά, κατανάλωση αλκοόλ, διάγνωση καρκίνου). Νοσηλεύεται σε διάφορες κλινικές της Ελλάδος και του εξωτερικού
Πεθαίνει στις 28 Σεπτεμβρίου  1990 στο Νοσοκομείο Υγεία.