Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011








Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο δάσος μια πανύψηλη καμηλοπάρδαλη με πολλές καφέ και άσπρες βούλες.
Είχε τόσο υψηλά και ευγενικά αισθήματα που κάθε που νύχτωνε έχωνε το λεπτό της κεφάλι μέσα στα σύννεφα και καθόταν ώρες ατέλειωτες, κοιτούσε τα αστέρια και το ασημένιο φεγγάρι και δεν μιλούσε.
Και γέμιζε η καρδιά της όνειρα.
Για όλα του κόσμου τα θαύματα ένιωθε έρωτα μέσα της έτσι όπως αισθανόταν ελεύθερη ,πάνω εκεί κρεμασμένη στο μεγάλο παράθυρο του Ουρανού .
Για εκείνο μόνο το μικρό μολυβί μυρμηγκάκι ,που την αγαπούσε ανάμεσα στα πέλματα της ,όμως δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα. Ούτε καν ήξερε πως υπήρχε δηλαδή.
Στεκόταν εκείνο και την κοιτούσε ερωτευμένο , σα να είχε χώσει κι αυτό το μαύρο κεφαλάκι του μέσα στα σύννεφα κι ονειρευόταν ότι ήταν λέει εκεί ψηλά ,ξαπλωμένο στο χνουδωτό της αυτί και βλέπανε μαζί τα πεφταστέρια.
Της φώναζε , της ψιθύριζε, της έλεγε γλυκόλογα από εκεί χαμηλά που ζούσε, μ όλη του τη δύναμη, μα εκείνη τίποτα. Πλήρης αδιαφορία.
Ώσπου μια ζεστή νύχτα του καλοκαιριού , απελπισμένο, αποφάσισε να σκοτωθεί από έρωτα. Είχε βρει και τον πιο ωραίο τρόπο να το κάνει μάλιστα. Θα έμπαινε αθόρυβα - έτσι κι αλλιώς αθόρυβο ήτανε για κείνη - κάτω απ τα λεπτά μακριά της πόδια και εκείνη θα τον πατούσε και θα τον σκότωνε για πάντα.
Έτσι κι έκανε. Έκλεισε τα μάτια , χαιρέτησε το χορτάρι και τα λουλούδια για τελευταία φορά και προχώρησε αποφασιστικά κρατώντας την αναπνοή του.
Που να ξέρει τώρα το μολυβί μυρμηγκάκι πως οι ψηλές ρομαντικές καμηλοπαρδάλεις με τις καφέ και άσπρες βούλες , το μόνο που αντιλαμβάνονται ,εκτός απ τους φωτεινούς πλανήτες και τα αστέρια τα μακρινά, είναι ακόμα και το πιο ανεπαίσθητο γαργάλημα στις πατούσες τους!
Αρκεί ένα τόσο δα μυρμηγκάκι για να καταλάβουν ότι πατούν τα πόδια τους κάτω στη Γη , να βγάλουνε για λίγο το κεφάλι από τα σύννεφα και να κοιτάξουν κάτω.
Ναι εδώ κάτω!
Η όμορφη καμηλοπάρδαλη ακούμπησε για λίγο τα όνειρα της απλωμένα στα άσπρα σύννεφα κι έστρεψε τον μακρύ λαιμό της προς το μέρος του.
Το μυρμηγκάκι είδε ξαφνικά τα τεράστια μάτια της να τον κοιτούν απορημένα λες και έβλεπαν για πρώτη φορά αστέρι να χει πέσει κάτω στο χώμα.
Κανείς δεν μπορούσε να είναι απολύτως σίγουρος για το πόση ώρα στάθηκαν έτσι, εκεί ,να κοιτιούνται.
Ακίνητα. Αμίλητα.
Το μόνο που θυμούνται όλα τα ζώα τους δάσους να σας πουν, χρόνια μετά, είναι ότι ετούτη ήταν η πιο όμορφη αγάπη που χαν δει.
Φτιαγμένη από αστέρια, από σύννεφα ,από χώμα και φύλα πεσμένα κατάχαμα.
Κι ότι άλλο μπορεί δηλαδή να βρισκόταν ανάμεσα σε μια ψηλή , λυγερή καμηλοπάρδαλη κι ένα μολυβί , μικρό μυρμηγκάκι.
 
Νίκος Βουτσινάς



There's a saying old, says that love is blind
Still we're often told, "seek and ye shall find"
So I'm going to seek a certain lad I've had in mind


Looking everywhere, haven't found him yet
He's the big affair I cannot forget
Only man I ever think of with regret



I'd like to add his initial to my monogram
Tell me, where is the shepherd for this lost lamb?



There's a somebody I'm longin' to see
I hope that he, turns out to be
Someone who'll watch over me



I'm a little lamb who's lost in the wood
I know I could, always be good
To one who'll watch over me



Although he may not be the man some
Girls think of as handsome
To my heart he carries the key



Won't you tell him please to put on some speed
Follow my lead, oh, how I need
Someone to watch over me



Won't you tell him please to put on some speed
Follow my lead, oh, how I need
Someone to watch over me



Someone to watch over me

Writer: GERSHWIN, GEORGE





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου