Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Τα μάτια δε βλέπουν μονάχα ..




 Μετά από εκατομμύρια των δισεκατομμυρίων χρόνια, ξαφνικά σκέφτηκε τον εαυτό του σαν Έιμς. Όχι τον συνδιασμό από μήκη κύματος που σ' όλο το σύμπαν ήταν το ισοδύναμο του Έιμς-- αλλά τον ήχο καθεαυτό. Του ήρθε μια ξεθωριασμένη ανάμνηση των ηχητικών κυμάτων που δεν άκουγε πια ούτε γινόταν ν' ακούσει ξανά. Το καινούριο του αντικείμενο ζωντάνευε αναμνήσεις από τόσα και τόσα παλιά, πανάρχαια πράγματα. Ισοπέδωσε την ενεργειακή δίνη η οποία ήταν η έκφανση της ατομικότητάς του και οι δυναμικές γραμμές του απλώθηκαν πέρα από τα άστρα. Το σήμα της απάντησης του Μπροκ έφτασε. Σίγουρα, σκέφτηκε ο Έιμς, μπορούσε να το πει στον Μπροκ. Σίγουρα, μπορούσε να το πει σε κάποιον. Η παραλλαγμένη ενεργειακή μορφή του Μπροκ, επικοινώνησε 
«Έρχεσαι ή όχι, Έιμς;» 
«Φυσικά». 
«Θα πάρεις μέρος στο διαγωνισμό;» 
«Ναι» 
Οι δυναμικές γραμμές του Έιμς πάλλονταν από συγκίνηση. «Οπωσδήποτε. Έχω σκεφτεί μια εντελώς καινούρια μορφή τέχνης. Κάτι πραγματικά ασυνήθιστο». 
«Τι χαμένος κόπος! Μα πώς μπορείς να πιστεύεις οτι μετά από τόσα εκατομμύρια των δισεκατομυρίων χρόνια μπορεί να δημιουργηθεί καινούρια παραλλαγή! Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα καινούριο». 
Για μια στιγμή ο Μπροκ ξέφυγε από τη φάση και την επικοινωνία κι ο Έιμς βιάστηκε να προσαρμόσει τις δικές του δυναμικές γραμμές. Προσπαθώντας το, έπιασε άλλες σκέψεις που πλανιόνταν στη διαστρική σκόνη, με φόντο τους γαλαξίες και το βελούδινο τίποτα, δυναμικές γραμμές που πάλλονταν στην απέραντη αχλύ της ενεργειακής ζωής που κείτεται ανάμεσα στους γαλαξίες. Ο Έιμς είπε «Σε παρακαλώ, Μπροκ, ακολούθα τις σκέψεις μου. Μην κλείνεσαι. Σκέφτηκα να δουλέψω με Ύλη! Φαντάσου! Μια συμφωνία με Ύλη. Γιατί να παιδευόμαστε με την ενέργεια. Φυσικά και δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο στην ενέργεια· πώς θα μπορούσε να υπάρχει; Δεν είναι φανερό λοιπόν ότι πρέπει να ασχοληθούμε με την Ύλη;» 
«Ύλη!» Ο Έιμς διερμήνευσε τους ενεργειακούς παλμούς του Μπροκ σαν εκείνους της αηδίας. Είπε «Γιατί όχι... Κι εμείς είμασταν κάποτε Ύλη, όταν -- όταν -- Ω, ένα τρισεκατομμύριο χρόνια πριν τελοσπάντων! Γιατί να μην κατασκευάσουμε πράγματα σε ένα περιβάλλον Ύλης η -- άκουσε Μπροκ -- γιατί να μην κατασκευάσουμε ομοιώματα των εαυτών μας από Ύλη, των εαυτών μας όπως ήταν κάποτε;» 
«Δε θυμάμαι πώς ήταν· κανείς δε θυμάται» είπε ο Μπροκ. 
«Εγώ θυμάμαι» είπε ο Έιμς, ζωηρά. «Δε σκεφτόμουν τίποτα άλλο από αυτό και αρχίζω να θυμάμαι. Μπροκ, άσε με να σου δείξω. Πες μου αν κάνω λάθος. Πες μου».
 «Όχι. Είναι ανόητο. Είναι -- αποκρουστικό».
«Ασε με να προσπαθήσω, Μπροκ. Είμαστε φίλοι· ανταλλάσσουμε παλμούς ενέργειας από την αρχή -- από τη στιγμή που γίναμε αυτό που είμαστε. Σε παρακαλώ Μπροκ». 
«Σύντομα, όμως».



 Ο Έιμς δεν είχε νιώσει ποτέ τέτοιο τρέμουλο πάνω στις δυναμικές γραμμές του -- για πόσον καιρό, άραγε; Αν το δοκίμαζε τώρα για τον Μπροκ και πετύχαινε, ίσως τολμούσε να χειριστεί την Ύλη μπροστά στο Συμβούλιο των Ενεργειακών Πλασμάτων, που η ζοφερή αναμονή τους για κάτι καινούριο κρατούσε ολόκληρους αιώνες. Η Ύλη σπάνιζε έξω εκεί ανάμεσα στους γαλαξίες, αλλά ο Έιμς τη μάζεψε σαρώνοντας τα κυβικά έτη φωτός, διαλέγοντας τα άτομα, που τα έπλασε και τα έσπρωξε μέσα σε μια ωοειδή φόρμα που περίμενε από κάτω. «Δεν θυμάσαι, Μπροκ;» ρώτησε απαλά. «Δεν ήταν κάπως έτσι;» 
Η δίνη του Μπροκ τρεμούλιασε μέσα στη φάση. 
«Μην προσπαθείς να μου θυμίσεις. Δεν θυμάμαι». 
«Αυτό ήταν το κεφάλι. Κεφάλι λεγόταν. Το θυμάμαι τόσο καθαρά. Θέλω να το πω. Εννοώ με ήχο». Περίμενε και μετά είπε «Κοίτα, το θυμάσαι αυτό;» 
Στην επάνω πλευρά του ωοειδούς εμφανίστηκε ΚΕΦΑΛΙ. 
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Μπροκ. 
«Αυτή είναι η λέξη για το κεφάλι. Τα σύμβολα που έδιναν ήχο στη λέξη. Πες μου ότι θυμάσαι, Μπροκ!» 
«Υπήρχε κάτι στη μέση» είπε δισταχτικά ο Μπροκ. Ένα κάθετο πρήξιμο σχηματίστηκε. 
Ο Έιμς είπε «Ναι! Μύτη, αυτό ήταν!» και πάνω του εμφανίστηκε ΜΥΤΗ. 
«Και αυτά δίπλα της είναι μάτια». ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΑΤΙ-ΔΕΞΙ ΜΑΤΙ. 
Ο Έιμς μελέτησε τη μορφή που είχε σχεδιάσει κι οι δυναμικές γραμμές του πάλλονταν αργά-αργά. Ήταν σίγουρα ικανοποιημένος; 
«Στόμα» είπε με μικρά ρίγη να τον διαπερνούν «και πηγούνι και το μήλο του Αδάμ και ο αυχένας. Πώς ξαναγυρνάνε πίσω οι λέξεις». Και παρουσιάστηκαν πάνω στη μορφή. 
«Δεν τα είχα σκεφτεί για εκατομμύρια των δισεκατομμυρίων χρόνια όλα αυτά. Γιατί μου τα θύμησες τώρα; Γιατί;»
 Ο Έιμς στιγμιαία χάθηκε στις σκέψεις του. 
«Κάτι λείπει. Ένα όργανο για να ακούμε, κάτι για τα ηχητικά κύματα. Αυτιά ! Πού πάνε; Δεν θυμάμαι πού να τα βάλω». 
Ο Μπροκ φώναξε «Παράτα τα! Και τα αυτιά και όλα ! Μη θυμάσαι!» 
Ο Έιμς είπε χωρίς σιγουριά. «Γιατί πειράζει να θυμάσαι;»
 «Γιατί το εξωτερικό δεν ήταν σκληρό και κρύο, αλλά απαλό και ζεστό. Γιατί τα μάτια ήταν τρυφερά και ζωντανά και τα χείλη έτρεμαν και ήταν απαλά πάνω στα δικά μου». 



Οι δυναμικές γραμμές της Μπροκ πάλλονταν και τρεμούλιαζαν. 
«Συγνώμη! Συγνώμη! » είπε ο Έιμς. 


«Μου θύμισες ότι κάποτε ήμουν γυναίκα και ήξερα τον έρωτα, και ότι τα μάτια δεν είναι μόνο για να βλέπουν, κάνουν και κάτι ακόμα, που εγώ δεν έχω κανένα να το κάνει για μένα. Με βία, πρόσθεσε Ύλη στο χονδροφτιαγμένο κεφάλι και είπε
 «Ας το κάνουν αυτά, λοιπόν» και γύρισε κι όρμησε στο άπειρο. 

Και ο Έιμς είδε και θυμήθηκε κι αυτός ότι κάποτε ήταν άνδρας. Και η δίνη της δίκης του δύναμης χώρισε το κεφάλι στα δυο κι όρμησε μέσα στους γαλαξίες, πίσω απ' τα ίχνη της ενέργειας της Μπροκ -- πίσω από την αιώνια καταδίκη της ζωής. 
Και τα μάτια του θρυμματισμένου κεφαλιού από Ύλη σπινθηροβολούσαν από την υγρασία που είχε βάλει εκεί η Μπροκ για να απεικονίσει τα δάκρυα. 
Το κεφάλι από Ύλη έκανε αυτό που τα ενεργειακά πλάσματα δεν μπορούσαν πια να κάνουν, και δάκρυσε για όλη την ανθρωπότητα, και για την εύθραυστη ομορφιά των κορμιών που είχαν παρατήσει ένα τρισεκατομμύριο χρόνια πριν.

Isaac Asimov 
 "Eyes do more than see"  1965 

{μτφ. Άννα Πήλιουρα) 

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

η μάσκα του κόκκινου θανάτου





Ο «Κόκκινος Θάνατος» ρήμαζε από καιρό τη χώρα. Καμιά επιδημία δεν είχε ποτέ σταθεί τόσο θανατερή, τόσο φριχτή. Το αίμα ήταν η ενσάρκωση κι η σφραγίδα του – το κόκκινο και απαίσιο αίμα. Δυνατοί πόνοι, ξαφνικές ζαλάδες, από τους πόρους άφθονη αιμορραγία, κι έπειτα ο θάνατος. Οι κόκκινες βούλες πάνω στο κορμί, και ειδικά στο πρόσωπο του θύματος, σήμαιναν την αποκήρυξή του από τους συνανθρώπους του, τη στέρηση κάθε βοήθειας και συμπόνιας. Η εκδήλωση της αρρώστιας, η πρόοδός της και ο θάνατος ήταν ζήτημα μισής ώρας.

Αλλά ο πρίγκηπας Πρόσπερο ήταν ευτυχισμένος, ατρόμητος και συνετός. Όταν το κράτος του ερημώθηκε από το μισό πληθυσμό, κάλεσε κοντά του χίλιους γερούς και ξένοιαστους ιππότες και κυρίες της αυλής του, και μαζί με όλους και όλες κλείστηκε σ' έναν οχυρό του πύργο κι απομονώθηκε αυστηρά. Αυτός ο πύργος ήταν μια πολύ μεγάλη και περίλαμπρη οικοδομή, κτισμένη σύμφωνα με τα εκκεντρικά, μα ωστόσο σεπτά γούστα του ίδιου του πρίγκιπα. Τον έζωνε ένας ψηλός και ισχυρός τοίχος, με σιδερένιες πύλες. Οι αυλικοί έφεραν μαζί τους φουρνέλα και βαριά σφυριά, και κάρφωσαν τις πύλες, έτσι που να μην ανοίγουν. Δεν άφησαν κανένα μέσον για να μπει κανείς από τους έξω, μέσα στην απελπισία του, είτε για να βγει κανείς από τους κλεισμένους, μέσα στο μεθύσι του. Ο πύργος ήταν εφοδιασμένος άφθονα με όλα τα καλά. Με τέτοιες προφυλάξεις, οι αυλικοί μπορούσαν ν' αψηφούν τη μετάδοση της επιδημίας. Ο έξω κόσμος ας φρόντιζε μονάχος για τον εαυτό του. Στο μεταξύ, ήταν ανοησία να κάθεται κανείς να χολοσκά και να συλλογιέται. Ο ηγεμόνας είχε φροντίσει να μη λείψει καμιά διασκέδαση: γελωτοποιοί, θεατρίνοι, χορεύτριες, μουσικοί, όμορφες γυναίκες και κρασί. Όλα αυτά, κι απόλυτη ασφάλεια μαζί, ήταν μέσα στον πύργο. Έξω ήταν ο «Κόκκινος Θάνατος».


Έκλεινε πια ο πέμπτος ή ο έκτος μήνας από τότε που ο πρίγκηπας Πρόσπερο είχε κλειστεί σοτν πύργο, ενώ έξω λυσσομανούσε η επιδημία, όταν έδωσε για τους χίλιους φίλους του ένα χορό μεταμφιεσμένων εξαιρετικής μεγαλοπρέπειας.
Ήταν ένα θέαμα που χαιρόσουν να το βλέπεις, αυτός ο χορός. Πρώτα, όμως, ας μιλήσω για τις αίθουσες. Ήταν εφτά αίθουσες στη σειρά – ένα μεγαλείο αυτοκρατορικό. Σε πολλά παλάτια, αυτές οι συνεχόμενες αίθουσες σχηματίζουν μια μακριά κι ολόισια προοπτική, ενώ οι πολύφυλλες πόρτες ανοίγουν σχεδόν ως τους τοίχους κι από τις δυό πλευρές, έτσι που τίποτα σχεδόν δεν εμποδίζει τη θέα σε όλη τους την έκταση. Εδώ, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά, όπως θα μπορούσε κανείς να το περιμένει από την αγάπη του ηγεμόνα για το αλλόκοτο. Οι αίθουσες είχαν μια τόσο ακανόνιστη διάταξη, που το μάτι δεν μπορούσε ν' απλωθεί πέρα από μια και μόνη αίθουσα, μ' ένα μικρό κομμάτι από τη διπλανή της. Κάθε είκοσι ή τριάντα γιάρδες ήταν και μιαν απότομη στροφή, και σε κάθε στροφή είχες μια καινούργια εντύπωση. Δεξιά κι αριστερά, καταμεσής του κάθε τοίχου, ένα ψηλόστενο γοτθικό παράθυρο έβλεπε σ' έναν κλειστό διάδρομο, που ακολουθούσε κι αυτός την ίδια φιδωτή διάταξη. Αυτά τα παράθυρα ήταν από χρωματιστά τζάμια, που το χρώμα τους παράλλαζε σύμφωνα με την απόχρωση που επικρατούσε στη διακόσμηση της σχετικής αίθουσας. Η πρώτη αίθουσα, λόγου χάρη, στην άκρη άκρη ανατολικά, είχε γαλάζιες κουρτίνες – και τα παράθυρα είχαν κι αυτά ένα ζωηρό γαλάζιο χρώμα. Η δεύτερη ήτανε ταπετσαρισμένη βυσσινιά, και τα τζάμια ήταν βυσσινιά. Η τρίτη πράσινη, το ίδιο και τα τζάμια. Η τέταρτη πορτοκαλιά, όπως και το φως που έμπαινε, η πέμπτη λευκή, η έκτη μενεξεδιά. Η έβδομη ήταν ολόκληρη ντυμένη με μαύρες βελούδινες ταπετσαρίες, που κρέμονταν απ' το ταβάνι και σκέπαζαν τους τοίχους, πέφτοντας με βαριές πτυχές πάνω στο χαλί που ήταν από το ίδιο ύφασμα κι είχε το ίδιο χρώμα. Αλλά μονάχα σ' αυτή την αίθουσα το χρώμα των τζαμιών δεν ταίριαζε με τη διακόσμηση. Εδώ, τα τζάμια ήταν κόκκινα – ένα βαθύ κόκκινο σαν αίμα. Καμιά από τις εφτά αίθουσες δεν είχε ούτε λάμπες, ούτε καντηλέρια, ούτε πολυέλαιο. Κανένα φως μέσα στις ίδιες τις αίθουσες. Στο διάδρομο όμως, αντίκρυ στο κάθε παράθυρο, ήταν από ένας ψηλός τρίποδας, που στην κορυφή του άναβε μια δυνατή φωτιά, ρίχνοντας τη λάμψη της μεσ' από το χρωματιστό τζάμι και φωτίζοντας άπλετα την αντίστοιχη αίθουσα. Έτσι, οι αίθουσες έπαιρναν μια πλούσια και φαντασμαγορική εμφάνιση. Αλλά στη δυτική ή μαύρη αίθουσα, το φως της φωτιάς καθώς ξεχυνότανε πάνω στα μαύρα υφάσματα μεσ' από το κόκκινο σαν αίμα τζάμι, της έδινε μια όψη φρικαλέα, και μια τόσο άγρια έκφραση στα πρόσωπα, που λίγοι είχαν το θάρρος να πατήσουν το πόδι τους εκεί μέσα.


Σ' αυτή την αίθουσα επίσης, ακουμπιστά στο δυτικό τοίχο, ορθωνότανε ένα πελώριο εβένινο εκκρεμές. Το βαρίδι του κουνιότανε δώθε κείθε μ' ένα μουντό, βαρύ, μονότονο τικ τακ. Κι όταν ο λεπτοδείκτης έκανε το γύρο της πλάκας και χτυπούσε η ώρα, από τα μετάλλινα πνεμόνια του ρολογιού έβγαινε ένας ήχος τόσο καθαρός, δυνατός, βαθύς και εξαιρετικά μουσικός, αλλά τόσο παράξενος κι εντατικός, που σε κάθε ώρα, οι μουσικοί της ορχήστρας σταματούσαν άθελα για μια στιγμή την εκτέλεση του κομματιού που έπαιζαν, για ν' ακούσουν τον ήχο. Έτσι, κι οι χορευτές αναγκάζονταν να σταματήσουν τους στροβιλισμούς, και μια ακεφιά πλάκωνε ολόκληρη την εύθυμη συντροφιά. Κι όσο χτυπούσε ακόμα το ρολόι, έβλεπες τους ξένοιαστους να χλωμιάζουν, και τους πιο ηλικιωμένους και ατάραχους να χαϊδεύουν με το χέρι τους το μέτωπο, σα να 'τανε παραδομένοι σε μιαν αόριστη ονειροπόληση ή συλλογή. Όταν όμως έσβηνε ολότελα η ηχώ, ένα ξαλαφρωμένο γέλιο έβγαινε απ' όλα τα στόματα μεμιάς, οι μουσικοί κοιτάζονταν αναμεταξύ τους και χαμογελούσανε, σα να κορόιδευαν την ίδια τους την ταραχή, κι ορκίζονταν ψιθυριστά ο ένας στον άλλον πως ο κατοπινός χτύπος του ρολογιού δε θα τους έκανε την ίδια συγκλονιστική εντύπωση. Κι έπειτα, όταν περνούσαν εξήντα λεπτά (που κάνουν τρεις χιλιάδες εξακόσια δευτερόλεπτα του χρόνου που κυλάει και φεύγει) ακούγονταν άλλα χτυπήματα του ρολογιού, και πλάκωνε η ίδια ακεφιά, η ίδια ταραχή και συλλογή όπως πρωτύτερα.
Παρ' όλ' αυτά, ωστόσο, ήταν ένα τρικούβερτο και θαυμάσιο γλέντι. Τα γούστα του ηγεμόνα ήταν ιδιότυπα. Είχε μάτι εκλεπτυσμένο για τα χρώματα και τους συνδυασμούς. Περιφρονούσε τη συμβατική μόδα. Τα σχέδιά του ήταν τολμηρά, γεμάτα φλόγα, κι οι εμπνεύσεις τους είχαν μια βάρβαρη λαμπρότητα. Μερικοί θα μπορούσαν να τον πάρουν για τρελό. Οι ακόλουθοί του, όμως, ένιωθαν πως δεν ήταν. Έπρεπε να τον ακούς, να τον βλέπεις και να τον αγγίζεις, για να 'σαι βέβαιος πως δεν ήτανε τρελός.



Είχε επιβλέψει ο ίδιος για την πρόσθετη διακόσμηση των εφτά αιθουσών σ' αυτή τη μεγάλη γιορτή. Και η δική του κατεύθυνση είχε δώσει στη μασκαράτα τον ξεχωριστό της χαρακτήρα. Σίγουρα είχε κάτι το πολύ τραγελαφικό. Κάτι που σε θάμπωνε, σε αναστάτωνε – φανταχτερή, φαντασμαγορική. Αλλόκοτες μορφές, με αταίριαστα μέλη και ντυσίματα. Εξωφρενικές φαντασίες, που μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να συλλάβει, πολλή ομορφιά, πολλή ακολασία, κάτι το πολύ αλλόκοτο και κάπως τρομακτικό μαζί, ακόμα και κάτι που θα μπορούσε να προξενήσει όχι λίγη αηδία. Λες κι ένα πλήθος όνειρα πηγαινοέρχονταν μέσα στις εφτά αίθουσες – όνειρα που κλωθογύριζαν εδώ κι εκεί, παίρνοντας το χρώμα τους από τις αίθουσες, και κάνοντας τη ζωηρή μουσική της ορχήστρας να φαίνεται σαν μια ηχώ από τα βήματά τους. Και ξαφνικά χτυπάει το εβένινο ρολόι μέσα στη βελουδένια αίθουσα. Και τότε, για μια στιγμή, όλα ησυχάζουν, όλα σωπαίνουν, εκτός από τη φωνή του ρολογιού. Τα όνειρα παγώνουνε κοκαλιασμένα εκεί που στέκονται. Μα να, σβήνουνε του ρολογιού οι ήχοι – κρατήσανε μονάχα μια στιγμή – κι ένα ξαλαφρωμένο μισοπνιγμένο γέλιο φτεροκοπάει πίσω τους έτσι που φεύγουν. Και τώρα, η μουσική φουντώνει, τα όνειρα ξαναζωντανεύουν και κλωθογυρίζουν πέρα δώθε πιο εύθυμα παρά ποτέ, παίρνοντας το χρώμα τους από τα ποικιλόχρωμα τζάμια, απ' όπου ξεχύνεται το φως που ρίχνουνε οι τρίποδες. Αλλά στην πιο δυτική αίθουσα από τις εφτά, κανένας από τους μασκαρεμένους δεν τολμά να πάει. Γιατί η νύχτα προχωρεί, κι από τα αιματοβαμμένα τζάμια χύνεται ένα φως πιο κόκκινο, κι η μαυρίλα τρομάζει εκεί μέσα, κι όποιος πατήσει το πόδι του στο μελανί χαλί, του έρχεται από το εβένινο ρολόι ένα τικ τακ αχνό, πιο εμφαντικά επίσημο απ' ό,τι φθάνει στ' αυτιά εκείνων που γλεντούνε στις παραπέρα αίθουσες.
Αυτές οι άλλες αίθουσες είναι γεμάτες κόσμο και σφύζουνε από ζωή. Κι η δίνη του γλεντιού δε σταματάει – ώσπου, τέλος, άρχισαν να χτυπούν μεσάνυχτα στο μεγάλο ρολόι. Και τότε η μουσική κόπηκε, έπαψαν οι στροβιλισμοί των χορευτών, και μια ανησυχητική παύση έγινε σε όλα. Τώρα όμως το ρολόι θα χτυπήσει δώδεκα φορές – και για τούτο, ίσως, περισσότερες σκέψεις, χάρη στον περισσότερο χρόνο τρύπωσαν μέσα στο μυαλό των στοχαστικών, ανάμεσα στους άλλους που γλεντούσαν ξένοιαστοι. Ίσως και για τούτο, επίσης, πριν σβήσει ολότελα κι η τελευταία ηχώ του τελευταίου χτύπου, πολλοί βρήκαν τον καιρό να προσέξουν την παρουσία ενός πρωσοπιδοφόρου, που κανένας δεν τον είχε αντιληφθεί πρωτύτερα. Κι όταν η είδηση αυτής της καινούργιας παρουσίας διαδόθηκε παντού ψιθυριστά, υψώθηκε μια σιγανή βοή, ένα μουρμουρητό, που εκδήλωνε αποδοκιμασία κι έκπληξη – και, τέλος, τρόμο, φρίκη κι αηδία.
Πρέπει να υποθέσει κανείς, πως σε μια συντροφιά από εξωφρενικά φαντάσματα σαν αυτά εδώ, καμιά συνηθισμένη εμφάνιση δε θα μπορούσε να προκαλέσει τόση αίσθηση. Η ελευθερία στο μασκάρεμα ήταν πράγματι, σχεδόν απεριόριστη. Όμως αυτός εδώ το είχε παρακάνει, είχε ξεπεράσει ως και την απέραντη εκκεντρικότητα του πρίγκηπα. Και στου πιο ρέμπελου την καρδιά, υπάρχουν χορδές που όταν τις αγγίξεις συγκινείται. Ακόμα και για τον πιο χαμένο άνθρωπο, που παίρνει στ' αστεία και τη ζωή και το θάνατο, υπάρχουν πράγματα που δεν τα παίρνει στο αστείο. Πράγματι, ολόκληρη η συντροφιά, φαινότανε τώρα να το καταλαβαίνει πως το κοστούμι του ξένου δεν είχε τίποτα το έξυπνο ή το κατάλληλο για την περίσταση. Ήταν ψηλός και κοκαλιάρης, τυλιγμένος απ' το κεφάλι ως τα πόδια μέσα σ' ένα σάβανο. Η μάσκα που του έκρυβε το πρόσωπο έμοιαζε τόσο πολύ με αλύγιστη όψη νεκρού, που απ' όσο κοντά κι αν την εξέταζες, δυσκολευόσουν ν' ανακαλύψεις πως ήταν μια απατηλή εντύπωση και μόνο. Όλα αυτά, ωστόσο, οι τρελοί γλετζέδες θα μπορούσαν να τ' ανεχθούν, αν όχι να τα εγκρίνουν. Αλλά ο μασκαράς αυτός είχε προχωρήσει ως το σημείο να πάρει τη μορφή του Κόκκινου Θανάτου. Η φορεσιά του ήταν γεμάτη αίματα, και το πλατύ του μέτωπο, καθώς και όλο το πρόσωπό του, είχαν παντού τις απαίσιες κόκκινες βούλες.
Όταν η ματιά του Πρίγκιπα Πρόσπερο έπεσε πάνω σ' αυτή τη μορφή που έμοιαζε με φάντασμα (και που με αργό κι επίσημο βήμα, σα να 'θελε να παίξει ακόμα καλύτερα το ρόλο του, πηγαινοερχότανε ανάμεσα στους χορευτές), τον είδανε ν' αναριγάειστην αρχή, λες από τρόμο, ή κι από αηδία. Όμως αμέσως έπειτα κοκκίνισε από το θυμό του.


«Ποιος τολμά;» ρώτησε με τραχιά φωνή τους αυλικούς που στέκονταν κοντά του - «ποιος τολμά να μας προσβάλλει μ' αυτό το βλάσφημο εμπαιγμό; Πιάστε τον και βγάλτε του τη μάσκα – για να δούμε ποιος είναι αυτός που κρεμάσομε στις επάλξεις του πύργου μόλις βγει ο ήλιος!»
Ο ηγεμόνας Πρόσπερο στεκότανε στην ανατολική ή γαλάζια αίθουσα όταν πρόφερε αυτά τα λόγια. Αντήχησαν δυνατά και καθαρά απ' άκρη σ' άκρη και στις εφτά αίθουσες, γιατί ο πρίγκηπας ήταν άνθρωπος ρωμαλέος και με θάρρος, κι η μουσική είχε σωπάσει σ' ένα γνέψιμο του χεριού του.
Στη γαλάζια αίθουσα στεκόταν ο πρίγκηπας έχοντας πλάι του μια ομάδα κατάχλωμους αυλικούς. Στην αρχή, όσο ακόμα μιλούσε, οι αυλικοί έκαναν να ορμήσουν πάνω στον παρείσακτο, που εκείνη τη στιγμή βρισκότανε αρκετά κοντά, και που τώρα πλησίαζε ακόμα πιο κοντά, με βήμα σταθερό κι επιβλητικό. Αλλά από κάποιο ακαθόριστο φόβο που είχε εμπνεύσει σε όλους με τη μεταμφίεσή του, δε βρέθηκε κανένας που ν' απλώσει το χέρι του και να τον συλλάβει. Κι έτσι, ανεμπόδιστος, έφτασε σε μιας γιάρδας απόσταση από τον ηγεμόνα – κι ενώ το πλήθος, με μια ομαδική ορμέμφυτη κίνηση, αποτραβιότανε από τη μέση και μαζευότανε γύρω στους τοίχους, προχώρησε ολόισια – με το ίδιο επίσημο και μετρημένο βήμα που τον χαρακτήριζε απ' την αρχή – από τη γαλάζια αίθουσα στη βυσσινιά, από τη βυσσινιά στην πράσινη, από την πράσινη στην πορτοκαλιά από τούτη τη λευκή, έπειτα στη μενεξεδιά, χωρίς κανένας να τον σταματήσει. Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, ο ηγεμόνας Πρόσπερο, έξω φρενών από το θυμό και τη ντροπή του για τη στιγμιαία του ανανδρία, όρμησε και πέρασε βιαστικά τις έξι αίθουσες, χωρίς να τον ακολουθήσει κανένας από τους περίτρομους αυλικούς. Κράταγε υψωμένο ένα μαχαίρι που τράβηξε από τη ζώνη του, και είχε φτάσει ακάθεκτος σε τρία τέσσερα πόδια απόσταση από τον άλλον που προχωρούσε, όταν, αυτός ο τελευταίος, που βρισκότανε στην άλλη άκρη της μενεξεδιάς αίθουσας, γύρισε απότομα κι αντίκρυσε το διώκτη του. Μια διαπεραστική κραυγή – και το μαχαίρι έπεσε γυαλιστερό πάνω στο μαύρο χαλί κι αμέσως έπειτα ο ηγεμόνας Πρόσπερο, νεκρός. Τότε, μέσα στην απόγνωσή τους, συγκεντρώνοντας όλο τους το θάρρος, ένα πλήθος αυλικοί χύθηκαν μεμιάς μέσα στη μαύρη αίθουσα, και καθώς άδραξαν τον προσωπιδοφόρο που στεκότανε ολόισιος κι ακίνητος στον ίσκιο του εβένινου ρολογιού, απόμειναν παράλυτοι από την ανείπωτη φρίκη, βλέποντας πως το σάβανο κι η νεκρική μάσκα, που τα τράβηξαν με τόση δύναμη, σκέπαζαν μια άυλη μορφή.


Και τώρα κατάλαβαν την παρουσία του Κόκκινου Θανάτου. Είχε έρθει σαν κλέφτης μες στη νύχτα. Κι ο ένας μετά τον άλλον έπεσαν οι γλετζέδες μέσα στις αιματοβαμμένες αίθουσες του γλεντιού των, και ο καθένας πέθανε στην ίδια απεγνωσμένη στάση όπου είχε πέσει. Και η ζωή του εβένινου ρολογιού έσβησε μαζί με τη ζωή του τελευταίου γλετζέ. Και στους τρίποδες ξεψύχησαν οι φλόγες. Σκοτάδι και Σαπίλα και ο Κόκκινος Θάνατος κυριάρχησαν απόλυτα απάνω σε όλα.





Έντγκαρ Άλαν Πόε
σε μτφ Κοσμά Πολίτη

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Dragon's World: Α fanatsy made real

ΔΡΑΚΟΙ:   ΜΥΘΟΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
''Dragon's World: a fanatsy made real''  





'' ίσως γιατί οι δράκοι είμαστε εμείς .. ''**








Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ φαντασίας όπου παρουσιάζεται μια εναλλακτική επιστημονική ιστορία με την οποία οι δράκοι ήταν πραγματικοί και έζησαν σε αυτή τη γη . 

Ο Δρ Tanner (Paul Hilton) είναι ένας επιστήμονας αποστάτης ο οποίος επιχειρεί να αποδείξει την ύπαρξη των δράκων - το οποίο ο ίδιος πιστεύει ότι ζούσαν σε αυτόν τον πλανήτη την ίδια εποχή με τους δεινόσαυρους - με κόστος την έλλειψη σεβασμού στην αρχαιολογική κοινότητα. 
Αλλά μια ανασκαφή στην Ανατολική Ευρώπη αποκαλύπτει αντικείμενα που οι θεωρίες του Tanner μπορεί να είναι έγκυρες. Με τη βοήθεια των δύο από τους συναδέλφους του (Aidan Woodward και Katrine Μπαχ), ο Tanner εξετάζει τα ευρήματα απ την ανασκαφή που φαίνεται να έχουν δράκους, και ο ίδιος εξηγεί το πώς ζούσαν, ιστορίες που ζωντανεύουν σε αναδρομές στο παρελθόν και στην τεχνολογία γραφικών του υπολογιστή. 

Το ''Dragon's World: a fanatsy made real ''  παράχθηκε για την καλωδιακή τηλεόραση στο Animal Planet, όπου για πρώτη φορά μεταδόθηκε στις 20 Μαρτίου 2005

** από τις "σκόρπιες σκέψεις"

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

''Ο άρρωστος του θαλάμου 7 ''



Φτάσαμε σ' έναν ήλιο τόσο διάφανο και ανάριο 
που δεν είναι σίγουρο καν αν υπάρχει...

«Ποια είναι αλήθεια η φύση, η ουσία... το χαρακτηριστικό της ύπαρξης; Όχι δεν εννοώ της ζωής, αλλά κυριολεκτικά αυτής της ίδιας της ύπαρξης. Τι είναι εκείνο που κάνει κάτι να υπάρχει, και κάτι να μην υπάρχει;Τι σημαίνουν τελικά αυτές οι λέξεις, που τόση κατάχρηση τους κάνουμε καθημερινά; Αν συμφωνήσουμε με την αντίληψη του Μπεργκσόν, ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε καν την ιδέα της ανυπαρξίας – μια και δεν μπορεί να υπάρχει... ανυπαρξία – τότε ποιο νόημα έχει πάλι η λέξη “ύπαρξη”; Με τι μπορούμε να την αντιπαραθέσουμε για να έχουμε κάποια διάκριση, κάποια αναγκαία αντίθεση;
Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι η μοίρα κάθε τέτοιας ανάλυσης είναι καταδικασμένη να καταλήγει σε ασυνάρτητες εκφράσεις σαν τις παραπάνω. Δυστυχώς, αυτό δεν καταργεί το αρχικό θεμελιώδες ερώτημα. Απόδειξη ο ήρωας του επόμενου διηγήματος που προσπάθησε ν' ακολουθήσει τις σχετικές συνέπειες ως το τέλος.
Τώρα που το σκέφτομαι... Ποιο τέλος;» 
Γιώργος Μπαλάνος




Τον είχαν βρει να τριγυρίζει άσκοπα στους δρόμους και δεν είχαν καταφέρει ακόμη να μάθουν ούτε τ' όνομά του. Κανένας δεν τον είχε αναζητήσει, ούτε στο αστυνομικό τμήμα όπου έμεινε για κανα εικοσιτετράωρο, ούτε στην ψυχιατρική κλινική όπου βρισκόταν τώρα. Ο γιατρός τον κοίταξε σκεφτικά. Κι όμως... δε φαινόταν αλήτης... δεν έδειχνε για άνθρωπος χωρίς κανέναν στον κόσμο. Ο γιατρός δεν μπορούσε να το καταλάβει...
Ο άγνωστος ήταν μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι ατενίζοντας ίσια μπροστά, ανέκφραστα, χωρίς να δίνει καμία σημασία στο γιατρό δίπλα του, λες κι ο τελευταίος δεν υπήρχε καν. Ο γιατρός τον κοίταξε για λίγες στιγμές ακόμη, εξεταστικά, με κάτι παραπάνω από επαγγελματικό ενδιαφέρον. Ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση...
Ο άγνωστος φορούσε ένα ακριβό, καλοραμμένο κοστούμι όταν τον έφεραν οι αστυνομικοί. Τα παπούτσια και τα υπόλοιπα ρούχα του ήταν της ίδιας κλάσης. Τα χέρια του δεν έδειχναν άνθρωπο που δούλευε μ' αυτά για να βγάλει το ψωμί του. Δεν πρέπει να ήταν συνηθισμένα σε πιο βαρύ εργαλείο από το χρυσό στυλό που είχε στην τσέπη του. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό ήταν και το μοναδικό αντικείμενο που είχε στην τσέπη του. Κανένα στοιχείο, κανένα χαρτί, τίποτα που να δείχνει ποιος ήταν.
Στην αρχή οι αστυνομικοί που τον σταμάτησαν στο δρόμο σκέφτηκαν ότι ήταν μεθυσμένος, μετά ότι είχε πάθει ανμησία, μετά ότι ήταν τρελός. Έτσι, κάποτε, έφτασε στην ψυχιατρική κλινική. Είχε σχεδόν τρελάνει τους αστυνομικούς, πριν τον κουβαλήσουν εκεί, με τις παράξενες απαντήσεις του στις ερωτήσεις τους. Για μια στιγμή είχαν φανταστεί ότι τους κορόιδευε.
Τον είχαν ρωτήσει ποιος ήταν.
“Δεν είμαι”, είχε απαντήσει εκείνος, με άχρωμη, ουδέτερη προφορά. Η φωνή του έδειχνε άνθρωπο μορφωμένο, χωρίς όμως να προδίδει και την καταγωγή του.
“Μας κοροιδεύετε, κύριε;” τον αγριοκοίταξε ο αστυνομικός που είχε κάνει την ερώτηση. Η εμφάνιση του αγνώστου τον έκανε να μην του μιλήσει στον ενικό, τουλάχιστον όχι ακόμη.
“Δεν μπορώ να κοροιδέψω κάτι που δεν υπάρχει”, αποκρίθηκε ο άλλος με τον ίδιο τρόπο.
“Τι δεν υπάρχει;” ρώτησε σαστισμένα ο αστυνομικός. Δεν ήξερε αν έπρεπε να θυμώσει ή όχι. Η απάντηση του φάνηκε προσβλητική, αλλά στον τόνο της φωνής δεν υπήρχε καμία περιφρόνηση ή κοροϊδία. Ήταν μια απλή δήλωση. “Τι δεν υπάρχει;” ρώτησε πάλι.
“Τίποτε” απάντησε ο άλλος.
“Και, δηλαδή, τι είμαι εγώ εδώ;” ρώτησε απότομα ο αστυνομικός. Είχε αποφασίσει ότι μάλλον θα έπρεπε να θυμώσει με τον άλλο.
“Δεν είσαι πουθενά”, είχε απαντήσει ο άγνωστος αδιάφορα.
“Τι θες να πεις τώρα; Πας γυρεύοντας να σε κλείσουμε μέσα;” φούντωσε τώρα ο αστυνομικός.
Ο άλλος δεν έδειξε να προσέχει την αλλαγή στον ενικό. “Δεν υπάρχει «μέσα»”, ήταν η αδιάφορη απάντησή του.
Ο αστυνομικός άρχισε να υποψιάζεται ότι είχε να κάνει με τρελό. Κατά παράξενο τρόπο, η σκέψη τον καθησύχασε. Η τρέλα ήταν κάτι που το καταλάβαινε. Είχε δει πολλά με τα μάτια του τόσα χρόνια στην υπηρεσία. Ο άγνωστος δεν ήταν δική του δουλειά. Υπήρχαν γιατροί για τέτοιες περιπτώσεις παλαβών.

Φυσιολογικά ο γιατρός δε θα τον δεχόταν έτσι εύκολα στην κλινική. Δεν ήξερε αν ο άλλος ανήκε σε κανένα ασφαλιστικό ταμείο... αν υπήρχε κάποιος να πληρώσει το λογαριασμό... αλλά κάτι στον άγνωστο είχε ξυπνήσει μέσα του το επαγγελματικό ενδιαφέρον, και κάτι παραπάνω. Και στο κάτω-κάτω, ο τύπος φαινόταν άνθρωπος που το φυσούσε το χρήμα. Αν μάθαιναν ποιος ήταν, σίγουρα δεν θ' αντιμετώπιζαν πρόβλημα πληρωμής. Έτσι φώναξε μια νοσοκόμα.
“Ετοιμάστε, παρακαλώ, το κρεβάτι στο θάλαμο 7 για τον κύριο...;” είπε, και μετά κοντοστάθηκε κοιτάζοντας με παραπλανητική αφέλεια τον άγνωστο. Αλλά το κόλπο δεν έπιασε. Ο άγνωστος ούτε απάντησε, ούτε άλλαξε έκφραση. Ο γιατρός έκανε μια μοιρολατρική κίνηση με τους ώμους του. Δεν είχε και καμιά ιδιαίτερη ελπίδα ότι θα έπιανε αυτό το απλό κόλπο.
Για την ώρα ο ανώνυμος άντρας θα έμενε γνωστός ως “ο άρρωστος του θαλάμου 7”.

Τώρα, λίγες μέρες αργότερα, ο γιατρός στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι του αρρώστου στο θάλαμο 7, χωρίς να έχει καταφέρει να μάθει τίποτα περισσότερο για τον άγνωστο. Κανένας δεν είχε μπορέσει ν' ανακαλύψει ποιος ήταν. Τα μόνα που είχαν γίνει γνωστά γι' αυτόν ήταν τα τυπικά πορίσματα των ιατρικών εξετάσεων ρουτίνας, των εργαστηριακών αναλύσεων, και τα κλινικά συμπτώματα της ακαθόριστης ψυχιατρικής πάθησης από την οποία προφανώς υπέφερε. Ο γιατρός εξέτασε τα σχετικά χαρτιά για μια ακόμη φορά, σαν να περίμενε να διαβάσει κάτι ανάμεσα στις γραμμές, κάτι που δεν υπήρχε εκεί...
Κάτι που δεν υπήρχε... για έναν άρρωστο που επέμενε ότι δεν υπήρχε πουθενά, ποτέ. Ταίριαζε!
Ο φάκελος του αρρώστου δεν ήταν ιδιαίτερα κατατοπιστικός, ακόμη και για έναν ψυχίατρο. Σωματικά ο άλλος ήταν υγιής. Καμία οργανική πάθηση του νευρικού συστήματος, καμία ορμονική διαταραχή, με φυσιολογικές νευρολογικές αντιδράσεις και φυσιολογικό εγκεφαλογράφημα. Αυτό, βέβαια, δε σήμαινε και πολλά πράγματα. Μια γνήσια ψυχιατική περίπτωση σπάνια παρουσιάζει οργανικά παθολογικά ευρήματα στα οποία θα μπορούσε να αποδοθεί το πρόβλημα. Από ψυχιατρικής πλευράς όμως...
Ο άλλος ήταν ψυχικά άρρωστος, αυτό ήταν φανερό. Αλλά τι είχε; Ο γιατρός δεν ήταν καν σίγουρος κατά πόσο ο βολικά γενικός όρος “ψύχωση”, που υπήρχε στον φάκελο του αρρώστου, ήταν ο κατάλληλος για την περίπτωση. Ο γιατρός αναστέναξε. Η αβεβαιότητα της κλινικής διάγνωσης και η ασάφεια των όρων στην ψυχιατρική ήταν παροιμιώδεις, και αιτία συνεχών πειραγμάτων από τους συναδέλφους των άλλων ειδικοτήτων. Δεν ήταν λίγοι άλλωστε οι γιατροί, το ήξερε, που δε θεωρούσαν καν γιατρούς τους ψυχιάτρους, ούτε επιστήμη την ψυχιατρική. Φυσικά το επαγγελματικό φιλότιμο δεν τον άφηνε να το παραδεχτεί αυτό, αλλά ήξερε ότι είχαν ένα κάποιο δίκιο.
Τουλάχιστον η ψυχιατρική θεράπευε ή τουλάχιστον έλεγχε πολλά συμπτώματα στις ψυχικές νόσους. Κατά πόσο όμως θεράπευε και την ίδια την αρρώστια, αυτό ήταν άλλο θέμα. Αλλά και η συμπτωματική θεραπεία, κάτι ήταν κι αυτό.
Στην περίπτωση αυτή ο γιατρός είχε πρόβλημα ακόμη και με την απλή, έστω και αυθαίρετη, διάγνωση. Έπρεπε ν' αποφασίσει σε ποια κατηγορία ψυχικών νόσων να εντάξει τούτον τον άρρωστο και μετά ν' αποφασίσει για τη θεραπευτική αγωγή που θ' ακολουθούσε – τη θεραπεία των συμπτωμάτων έστω. Θα έπρεπε να εντοπίσει τουλάχιστον κάποιο σύνδρομο. Η τελευταία ήταν μια ωραία λέξη για ένα τεράστιο σύνολο συμπτωμάτων που εντυπωσίαζε οποιονδήποτε δεν ήταν ψυχίατρος.
Ο ίδιος, ως ψυχίατρος, ήξερε ότι το “σύνδρομο” ήταν απλώς άλλο ένα από τα πολλά ονόματα της άγνοιας. Είχαν και οι άλλες ειδικότητες παρόμοιες βολικές λέξεις εκτός από το “σύνδρομο”: ίωση, ρευματικά, λοίμωξη, νευραλγία ήταν μερικές μονάχα από τις άδειες λέξεις που χρησιμοποιούσαν όταν κανένας δεν ήξερε τι έχει ο άρρωστος πέραν του ότι υπέφερε από κάτι.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο γιατρός αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα. Η πρώτη του εντύπωση ήταν ότι είχε να κάνει μ' εκείνη την ομάδα συνδρόμων – να τη πάλι αυτή η λέξη: - που λέγεται σχιζοφρένεια. Ο επίμονος αρνητισμός του αρρώστου τουλάχιστον έδειχνε μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση. Ως πρώτη διάγνωση είχε γράψει στο μπλοκ του εκείνη τη σοβαρή μορφή που περιέργως ονομάζεται “Απλή Σχιχοφρένεια”, αν και δεν είναι διόλου απλή. Μετά πρόσθεσε στη διάγνωση την κατατονική της παραλλαγή... μετά τη σχιζοθυμική... Έβαλε ένα ερωτηματικό δίπλα από κάθε κατηγορία... Ύστερα τα έσβησε όλα εκνευρισμένος. Η ασθένεια του αγνώστου δεν έπρεπε να είναι σχιζοφρένεια. Τουλάχιστον όχι κάποιας τυπικής μορφής.
Το πρόβλημα ήταν ότι ο άγνωστος δεν παρουσίαζε κανένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της ψύχωσης. Οι σκέψεις του είχαν φυσιολογικούς συσχετισμούς και διασυνδέσεις. Οι απαντήσεις του έδειχναν ότι πρόσεχε φυσιολογικά και καταλάβαινε τις ερωτήσεις που του γίνονταν, και απαντούσε ανάλογα. Η προσωπικότητά του φαινόταν ανέπαφη. Οι νοητικές του ικανότητες το ίδιο... Μήπως έπασχε από καταθλιπτική ψύχωση; Όχι, όχι. Αδιάφορα από τα ποικίλα παρόμοια χαρακτηριστικά, η πείρα του γιατρού αρνιόταν να δεχτεί ότι εδώ είχε να κάνει με μια περίπτωση σχιζοφρένειας ή κατάθλιψης.
Και οι κλινικές εξετάσεις δεν είχαν δείξει νευροπαθολογικά ευρήματα και έτσι δε βοηθούσαν στη διαφορική διάγνωση.
Ο γιατρός κόντευε να τρελαθεί - μια λέξη “ταμπού”, που ποτέ δε χρησιμοποιούσε στις επαγγελματικές συζητήσεις ή, πολύ περισσότερο, με τους ασθενείς του. Σύντομα και άλλοι γιατροί της κλινικής ενδιαφέρθηκαν για τον περίεργο άρρωστο, αλλά οι διάφορες γνώμες τους, συχνά αντικρουόμενες, έκαναν ακόμη πιο αβέβαιη τη διάγνωση.
“Δεν καταλαβαίνω τίποτε”, μουρμούρισε ο γιατρός μεγαλόφωνα χωρίς να το θέλει – και αμέσως κοκκίνισε αμήχανα, επίσης χωρίς να το θέλει, γιατί μονάχα οι πελάτες του και οι ηθοποιοί στη σκηνή μιλούσαν μόνοι τους μεγαλόφωνα, όχι οι ψυχίατροι.
“Δεν υπάρχει τίποτε για να καταλάβεις, γιατρέ”, άκουσε από δίπλα του μια φωνή. Είχε ξεχάσει! Δεν ήταν μόνος στο θάλαμο, και ο άρρωστος τον είχε ακούσει.
Η παρατήρηση πρόδινε μια φυσιολογική επαφή με το περιβάλλον, ένα λογικό συνειρμό και συσχετισμό ερώτησης-απάντησης... φτάνει μόνο να μην υπήρχε αυτή η παράξενη αρνητικότητα έναντι κάθε έννοιας ύπαρξης. Και ο άγνωστος ασθενής φαινόταν καλλιεργημένο άτομο...
“Κόγκιτο έργκο σουμ”, σχολίασε ο γιατρός, επίτηδες στα λατινικά. 
Και μετά πρόσθεσε κάπως αμήχανα:
 “Θυμήθηκα τα λόγια του Ντεκάρτ, ξέρετε”.
“Σκέφτομαι, άρα υπάρχω”, είπε ο άρρωστος, μεταφράζοντας τη φράση με την ίδια πάντα άχρωμη φωνή. Και μετά, εντελώς απρόσμενα, έκανε μια ερώτηση – την πρώτη ενεργή αντίδραση που παρατηρούσε απ' αυτόν ο γιατρός:
“Γιατρέ... υπάρχει ο Ντεκάρτ;”
 Ο γιατρός δεν κατάλαβε στην αρχή. Η ερώτηση ήταν μάλλον ασυνάρτητη, λαθεμένη, τουλάχιστον ως προς το χρόνο του ρήματος. Μετά, κατάλαβε το αληθινό της νόημα, και ανατρίχιασε. Υπήρχαν σκοτεινά βάθη πίσω της. Και για πρώτη φορά διέκρινε κάποια έκφραση στο πρόσωπο του αρρώστου. Για πρώτη φορά τα μάτια του άλλου ήταν καρφωμένα στα δικά του. Μάτια γκριζογάλαζα σαν τον ουρανό. Και πίσω τους έχασκε το ίδιο άδειο και απύθμενο χάος.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας άρρωστος επηρέαζε τον ψυχίατρό του. Αλλά ο γιατρός δεν ήταν από τους ανθρώπους που το βάζουν εύκολα κάτω.
“Υπήρξε. Στο παρελθόν”, απάντησε. Κάτι στον κοφτό, επιθετικό τόνο της φωνής του δεν ταίριαζε σε γιατρό.
“Και το παρελθόν υπάρχει; Υπάρχει τώρα;”, επέμεινε ο άλλος.
Α, δεν ήταν τίμιο τούτο το παιχνίδι με τις λέξεις! Υπήρχε κάτι το αδυσώπητο στο ερώτημα, κάτι που έκανε ρίγη ανατριχίλας να ταξιδέψουν στη σπονδυλική στήλη του γιατρού. Πως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το παρελθόν υπήρχε τώρα; Δεν υπήρχε βέβαια. Μόνο έμμεσες ενδείξεις υπήρχαν ότι υπήρξε κάποτε ένα παρελθόν. Αποδείξεις όχι. Έπρεπε να δεχτεί κανείς μερικά αξιώματα πριν παραδεχτεί ότι υπήρξε το παρελθόν, και τ' αξιώματα δεν έχουν ούτε χρειάζονται αποδείξεις. Κυριολεκτικά, ήταν πάντα αδύνατο ν' αποδείξει κανείς την ύπαρξη του παρελθόντος. Το δεχόμαστε, κι αυτό ήταν όλο.
Ο φιλόσοφος Ντεκάρτ...; Ναι, είχε καταπιαστεί κι αυτός με το πρόβλημα της απόδειξης της ύπαρξης, αλλά το μόνο που είχε καταφέρει ήταν ν' αποδείξει ότι υπήρχε ο εαυτός του! Ο Ντεκάρτ είχε αποδείξει στον Ντεκάρτ ότι υπήρχε ο Ντεκάρτ! Τίποτε άλλο! Σκέφτομαι, άρα υπάρχω...
Ένας αρχέγονος τρόμος πλημμύρισε ξαφνικά το γιατρό. Τα κύματά του έπνιξαν για λίγο μέσα του τον ορθολογιστή επιστήμονα και – ναι, γιατί όχι; - το λογικό άνθρωπο.
“Σκέφτομαι, άρα υπάρχω”, ψιθύίρισε πάλι, χωρίς να το θέλει, και με πανικό κατάλαβε ότι υπήρχε κάποιος ερωτηματικός τόνος, κάποια αμφιβολία στη φωνή του.
Αυτό δεν έπρεπε να συνεχιστεί άλλο! Σηκώθηκε απότομα και βγήκε από το θάλαμο. Πίσω του πρόλαβε ν' ακούσει τον άρρωστο να λέει:
“Δεν υπάρχεις, αν δεν αποδείξεις ότι σκέφτεσαι. Ο Ντεκάρτ προτίμησε να ξεφύγει απο το φοβερό ερώτημα της τελικής υπόστασης με μια υπεκφυγή. Μόνον εγώ ακολούθησα τις συνέπειές του ερωτήματος ως το τέλος...”
Ο γιατρός απομακρύνθηκε απο το θάλαμο 7 σχεδόν τρέχοντας και χωρίς να δίνει σημασία στις περίεργες ματιές των νοσοκόμων στο διάδρομο, που τον κοίταζαν παραξενεμένοι. Το ύφος του θα πρόδινε τη θύελλα που λυσσομανούσε μέσα του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Και γιατί να τον νοιάζει; Δεν μπορούσε ν' αποδείξει καν ότι υπήρχαν οι νοσοκόμοι.
Ποιος ήταν ο υπαρκτός κόσμος; Υπήρχε καν κάτι τέτοιο;
Μήπως δεν είχε γνωρίσει εκατοντάδες αρρώστους – τρελούς; - που πίστευαν και ζούσαν σε δικούς τους – φανταστικούς; - κόσμους; Γιατί δε θα μπορούσε να είναι κι αυτός ο ίδιος ένας – Τι; Τρελός; - σαν κι εκείνους; Μήπως ήταν παραίσθηση ότι ήταν ψυχίατρος; Μήπως στην πραγματικότητα ήταν κι αυτός ένας άρρωστος κλεισμένος τώρα σ' ένα κελί, και γύρω του τον εξέταζαν οι αληθινοί ψυχίατροι;
Δεν υπήρχε τρόπος ν' αποδείξει ότι ο κόσμος – ο δικός του κόσμος – δεν ήταν επίσης μια παραίσθηση. Ούτε ο πόνος ενός τσιμπήματος, ούτε η αφή των γύρω αντικειμένων... ούτε τίποτε άλλο αρκούσαν για ν' αποδείξουν ότι ο δικός του κόσμος ήταν πραγματικός, κι όχι μια άδεια εικόνα σ' ένα αρρωστημένο μυαλό. Μια παραίσθηση μπορούσε κάλλιστα να είναι εντελώς σαφής και ολοκληρωμένη. Ως ψυχίατρος το ήξερε καλά αυτό. Είχε συναντήσει τέτοιες παραισθήσεις σε άλλους. Γιατί δε θα μπορούσε τάχα και η δική του υπόσταση να ήταν μια παραίσθηση;
Αλλά... αλλά τότε δεν υπήρχε κανένα αντικειμενικό κριτήριο της πραγματικότητας! Αυτό το είχε δείξει ήδη ο Ντεκάρτ πριν από αιώνες. Το μόνο που μπορούσε να πει ήταν ότι αυτός υπήρχε γιατί σκεφτόταν. Όμως δεν υπήρχε καμία απόδειξη για την ύπαρξη όλου του υπόλοιπου κόσμου. Ήταν κι αυτό κάτι... μια σανίδα σωτηρίας – αλλά, τι είχε πει ο άρρωστος του θαλάμου 7, τη στιγμή που έβγαινε από το δωμάτιο; Ποιο ήταν το περιεχόμενο της φράσης του;
Ότι δεν μπορείς ν' αποδεχτείς ως σίγουρη ούτε τη δική σου ύπαρξη, αν δεν αποδείξεις πρώτα ότι σκέπτεσαι! Όμως, αν ένας άνθρωπος δε δεχόταν κανένα αξίωμα, ήταν αδύνατο ν' αποδείξει ότι υπήρχε σκέψη ή οτιδήποτε. Μπορεί τελικά και να μην υπήρχε τίποτε! Μονάχα κενό με την ψευδαίσθηση της ύπαρξης.
Η σύγκρουσή του μ' ένα νοσοκόμο στο διάδρομο τον συνέφερε για λίγο. Ζήτησε μηχανικά συγνώμη και συνέχισε το δρόμο του. Κάτι έπρεπε να κάνει πριν να είναι πολύ αργά, πριν το σπέρμα βλαστήσει. Και πρώτα απ' όλα έπρεπε ν' απαλλαγεί απο τον άγνωστο του θαλάμου 7. Ο τύπος απέπνεε κάτι ακαθόριστα επικίνδυνο, μια παράξενη σκοτεινή απειλή, όχι για τη σωματική, αλλά για την υπαρξιακή του υπόσταση... Ίσως η αστυνομία να είχε μάθει στο μεταξύ κάτι γι' αυτόν.
Και τι εννοούσε άραγε ο άλλος, όταν είπε ότι είχε ακολουθήσει τις συνέπειες του ερωτήματος μέχρι το τέλος; Άστο, καλύτερα να μην το σκέφτομαι... συλλογίστηκε ο γιατρός, σχεδόν πανικόβλητος. Μπορεί στο μεταξύ η αστυνομία να είχε εξακριβώσει ποιος ήταν ο άγνωστος, κι έτσι να γλίτωνε από δαύτον.


Είχε κιόλας βραδιάσει, αλλά με το αυτοκίνητό του ο γιατρός έφτασε στο τμήμα μέσα σε λίγα λεπτά. Παρκάρισε απ' έξω κι ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες. Σίγουρα κάποιος αξιωματικός υπηρεσίας θα υπήρχε μέσα.
Δεν υπήρχε κανένας εκεί! Το τμήμα ήταν εντελώς άδειο. Ο γιατρός έψαξε... περίμενε... τίποτε. Δεν υπήρχε κανένας αστυνομικός ή έστω πολίτης στο κτίριο. Ψυχή! Δεν μπορεί! Σκέφτηκε. Τουλάχιστον ο αξιωματικός υπηρεσίας θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Μήπως είχε βγει για λίγο έξω; Ο γιατρός θυμήθηκε ότι κάτω από το τμήμα είχε δει ένα μικρό καφενείο. Θα ρωτούσε τον καφετζή. Ίσως μάλιστα ο αξιωματικός να βρισκόταν εκεί, για κανέναν καφέ...
Ο καφετζής τον κοίταξε αδιάφορα όταν μπήκε. Το καφενείο δεν είχε κανέναν πελάτη.
“Συγνώμη”, είπε ο γιατρός κομπιάζοντας, “αλλά μήπως ξέρετε που είναι ο αξιωματικός υπηρεσίας του τμήματος;”
“Ποιανού τμήματος;” ρώτησε απορημένα ο καφετζής. “Δεν υπάρχει αστυνομικό τμήμα εδώ στην περιοχή. Το κοντινότερο τμήμα απέχει τουλάχιστον τρία χιλιόμετρα από δω”.
“Μα... τώρα μόλις ανέβηκα πάνω. Είναι στο ίδιο κτίριο με σας”.
Ο άλλος τον κοίταξε παράξενα. Ήταν φανερό ότι τον νόμιζε μεθυσμένο ή τρελό. Ο γιατρός βγήκε σχεδόν αχνίζοντας από το μαγαζί, στάθηκε δύο βήματα έξω από την πόρτα, στο πεζοδρόμιο, και σήκωσε το χέρι του, δείχνοντας.
“Αυτό εκεί τι είναι;” φώναξε οργισμένα προς τον καφετζή. “Δεν το ήξερες, χριστιανέ μου;” Και η φωνή του πάγωσε, και κόπηκε απότομα.
Δεν υπήρχε πουθενά κανένα φωτισμένο αστυνομικό τμήμα! Μονάχα τα σκοτεινά παράθυρα ενός παλιού κτιρίου με κατοικίες.

-- --
Ο αστυφύλακας του τμήματος κατέβηκε στο παλιό καφενείο που υπήρχε κάτω από το τμήμα για να πιει έναν καφέ. Χαιρέτησε τον καφετζή και τον ρώτησε το συνηθισμένο
 “Τι νέα;”. 
Ο καφετζής έκανε έναν ακαθόριστο μορφασμό και ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
“Ησυχία. Δεν πάτησε ψυχή απόψε. Είσαι ο πρώτος. Αναδουλειές...”

-- --
Ο καφετζής κοίταξε τον άδειο σκοτεινό δρόμο έξω από το μαγαζί του και αναστέναξε. Τι παλιογειτονιά ήταν αυτή! Ψυχή δεν κυκλοφορούσε τα βράδια. Φοβόταν και να πάει σπίτι του. Αλλά τι περίμενε; Το αστυνομικό τμήμα ήταν χιλιόμετρα μακριά, και σπάνια περνούσε περιπολικό ή αστυφύλακας από την περιοχή. Έπρεπε ν' αλλάξει γειτονιά.
Ορίστε, είχε βραδιάσει και κανένας, απολύτως κανένας, δεν είχε ακόμη πατήσει το πόδι στο μαγαζί του. 
Ούτε κανένας περαστικός καν για να ρωτήσει που πέφτει κάποιος δρόμος...

-- --
Ο αρχιφύλακας υπηρεσίας γέμισε για μια ακόμη φορά την κούπα του από τον καφέ φίλτρου που είχε στο θερμός πάνω στο γραφείο του. Η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσε τώρα έναν αρωματικό ελληνικό καφέ με μπόλικο καϊμάκι, αλλά δεν υπήρχε κανένα καφενείο σε λογική απόσταση από το τμήμα. 
Αναστέναξε, τράβηξε την πρώτη αχνιστή ρουφηξιά από το καφετί υγρό, και άναψε τσιγάρο...

-- --
Ο διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής κάλεσε δύο νοσοκόμους για να τους δώσει οδηγίες. “Έχουμε μεγάλες ελλείψεις χώρου”, τους εξήγησε. 
“Δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούμε γι' αποθήκη ένα καλό δωμάτιο. Σκέφτηκα να καθαρίσουμε το θάλαμο 7 και να βάλουμε εκεί κανένα κρεβάτι. Είναι μήνες τώρα που τον έχουμε ως αποθήκη για τ' άπλυτα και ο χώρος πάει εντελώς χαμένος. 
Για φροντίστε το”.

-- --
Ο γιατρός έστριψε στο τελευταίο τετράγωνο. Μετά τη στροφή θα έβλεπε τη φωτεινή πινακίδα της κλινικής. Ίσως κάποιος συνάδελφος να μπορούσε να τον βοηθήσει. Όταν είδε το άδειο, χορταριασμένο οικόπεδο μετά τη στροφή, δεν άντεξε. Βγήκε τρικλίζοντας από τ' αυτοκίνητό του, έπεσε στο ξερό γρασίδι κι άρχισε να κλαίει με σπασμωδικά αναφιλητά για μια κλινική που δεν υπήρξε ποτέ. 
Για ένα κόσμο που δεν υπήρχε.

-- --
Η κοκαλιάρα αδέσποτη γάτα περιεργάστηκε προσεκτικά το άδειο οικόπεδο. Επιτέλους είχε βρει ένα ήσυχο μέρος για να γεννήσει τα γατάκια της. Η δυνατή της όσφρηση την πληροφόρησε ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος ανθρώπου εκεί γύρω. Ακόμη κι αν είχε περάσει κάποιος από κει τις τελευταίες μέρες, η μύτη της θα την προειδοποιούσε γι' αυτό. Όχι, ήταν σίγουρα το ιδανικό μέρος για να γεννήσει τα γατάκια της.

-- --
Τα ποντίκια σουλατσάριζαν άφοβα ανάμεσα στα πυκνά αγριόχορτα που σκέπαζαν το απόμερο, εγκαταλειμμένο οικόπεδο. Ήξεραν ότι δεν κινδύνευαν καθόλου. Από καιρό τώρα δεν υπήρχαν άνθρωποι ή γάτες στην περιοχή.

--  --
Πόσο αλήθεια, είχε απλωθεί τούτη η πόλη τα τελευταία χρόνια! Με την αξία της γης στην περιοχή, δεν είχε απομείνει ούτε ένα οικόπεδο που δεν είχε γίνει πολυκατοικία. Το τσιμέντο σκέπαζε πια το καθετί. 
Μονάχα τ' αστέρια που τρεμόσβηναν ψηλά στον ουρανό θύμιζαν κάτι από τη χαμένη φύση.

-- --
Ήταν μια όμορφη νύχτα. Χωρίς φεγγάρι, χωρίς άστρα, χωρίς κανέναν κόσμο να λεκιάζει το παρθένο μαύρο βελούδο του απόλυτου κι απέραντου κενού. 
Ήταν μια άδεια, αιώνια νύχτα.
Μια ανύπαρκτη νύχτα σ' ένα ανύπαρκτο σύμπαν.


Γιώργος Μπαλάνος 
" Όλα τα χρώματα των ήλιων " 
εκδ. Locus 7 )