Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Καυτό φαγητό και καψούρα



Όταν οι παλιές γυναίκες τέλειωναν το μαγείρεμα του φαγητού της μέρας, έκλειναν τη φωτιά και το σκέπαζαν με το καπάκι.
Για να «ξεκουραστεί» έλεγαν. Ποτέ δεν το σέρβιραν αμέσως.
Του έδιναν ανθρώπινες ιδιότητες, του έδειχναν σεβασμό. Ήταν η τροφή της οικογένειας. Σαν να κουράστηκε να ετοιμαστεί για να προκαλέσει ευχαρίστηση και το άφηναν λίγο να πάρει μιαν ανάσα. Να ξαποστάσει. Να ησυχάσει από την επίθεση αγάπης που του έκαναν όση ώρα το μαγείρευαν.
Τα πιτσιρίκια πεινασμένα από παιχνίδι λυσσάγανε από την πείνα αλλά ήταν ανένδοτες. Το τελετουργικό έπρεπε να εφαρμοστεί στο ακέραιο.


Αυτό που έμαθε από παιδί το εφαρμόζει και μέχρι σήμερα ο Τάσος. Όποτε μαγειρεύει το αφήνει λίγο μετά το τέλος. Να ηρεμήσει και να καθίσουν τ’ αρώματά του, να μπορέσει να δείξει τις γεύσεις του.
Να μην τον κάψει επειδή είναι πολύ ζεστό και να το απολαύσει.
Το ίδιο κάνει και στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Προσπαθεί να εφαρμόσει το ίδιο τελετουργικό.


Γνωρίζεις κάποιον που σου αρέσει. Η ορμή της πρώτης επαφής μοιάζει με το καυτό φαγητό, δεν μπορείς να διακρίνεις τίποτε, λειτουργούν μόνο οι πέντε αισθήσεις. Και ό,τι δημιουργούν με το κάψιμο που επακολουθεί.
Πολλοί μένουν εκεί, στο κάψιμο. Πιστεύουν, όσος καιρός και αν περάσει, πως τίποτε δεν θα μπορέσει να συγκριθεί μ’ αυτήν τη φωτιά. Κανένα άλλο συναίσθημα, καμιά άλλη πράξη του ανθρώπου που γνώρισαν.
Αυτό είναι η καψούρα.
Μια διαρκής αναζήτηση του πρώτου καψίματος.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα γνωρίσουν ποτέ την πραγματική αγάπη.
Την αγάπη που περιέχει πολύ περισσότερη καψούρα. Γιατί εκτός από τις πέντε αισθήσεις, αναπτύσσονται αργά αλλά σταθερά και τα συναισθήματα που προκαλούν. Σαν τα αρώματα του φαγητού που θέλουν το χρόνο τους για να δείξουν το μεγαλείο τους.
Θέλουν το χρόνο τους για να κάνουν την ανάσα να βγει από βαθειά, από όλο το είναι. Η καψούρα έχει μόνο κομμένη ανάσα, σαν δύσπνοια. Ψυχική και σωματική.
Αυτοί που κολλάνε στην καψούρα δεν αντέχουν μεγάλες ανάσες γιατί αυτό προϋποθέτει ένωση και αυτοί έμαθαν να είναι μόνοι. Έμαθαν να χρησιμοποιούν τον άντρα που ερωτεύονται σαν συμπλήρωμα υπαρξιακής διατροφής.
Δεν μπορούν ν’ αντλήσουν τίποτε από μέσα τους. Ένα ψυχικό ξεροπήγαδο είναι που προσπαθούν να το γεμίσουν με κουβάδες ξένης αγάπης.
Πάντα θα είναι με στεγνό το στόμα, πάντα θα υπάρχει μια ακόρεστη δίψα.
Μέχρι να σκάσουν τα χείλια όταν δεν μπορούν να βρουν την καψούρα .
Δεν υπάρχει στην ουσία αυτός που καψουρεύτηκαν, τον φαντάζονται χρόνια και πιστεύουν για ένα διάστημα πως τον βλέπουν. Μα είναι το είδωλό του. Ένα είδωλο που λειτουργεί σαν το τοτέμ που δημιούργησαν στη φαντασία τους και το προσκυνούν χωρίς ποτέ να καταλάβουν τι αντιπροσωπεύει και γιατί το πιστεύουν.


Υπάρχουν και οι άλλοι που πιστεύουν βαθειά πως ο έρωτας είναι ένα καλό μαγείρεμα. Είναι η προετοιμασία ενός σημαντικού γεύματος.
Θα φροντίσουν τα βρουν καλά υλικά, θα το προετοιμάσουν, θα του δώσουν βρασμό, θα το αφήσουν να ξεκουραστεί και μετά θα το απολαύσουν.
Είναι αυτοί που πιστεύουν πως την μεγαλύτερη ορμή την έχει η ηρεμία. Η ηρεμία δημιουργείται από αυτόν που προετοίμασε τον αγώνα για να μπει στην μάχη.
Γιατί διαφορετικά θα ηττηθούν, θα καούν.
Γιατί θέλουν να δώσουν χρόνο στον αγαπημένο τους ν’ αναδείξει τη γεύση του κορμιού του σε κάθε του σημείο.
Για ν’ αναπτυχθούν οι μυρωδιές του, οι δικές του που θα τις αναγνωρίζει ακόμη και από μακριά.
Για να προλάβουν με τις πολλές εξερευνήσεις του σώματός του να μάθουν καλά το σχήμα του, την κάθε καμπύλη του, την παραμικρή ατέλεια ή τελειότητα, ώστε και με κλειστά μάτια να είναι αρκετό ένα μόνο άγγιγμα οπουδήποτε για ν’ αναφωνήσουν πως ναι είναι ο δικός μου άνθρωπος.
Για να μπορούν το ηχόχρωμα της φωνής του, τον ερωτικό του ψίθυρο, τη θυμωμένη κραυγή ή την ήρεμη ομιλία να την αντιλαμβάνονται μεταξύ πολλών άλλων, έστω και αν δεν είναι κοντά.
Για να τον βλέπουν τέλος και να χαίρονται με αυτό που είναι μπροστά τους, όχι με εκείνο που φαντάζονται, όπως ο καψούρης.
Να δώσουν το χρόνο λίγο στις αισθήσεις τους να προετοιμαστούν. Να μην ξαφνιαστούν.
Είναι αυτοί που δεν θέλουν να καούν αμέσως, θέλουν τη φωτιά να διαρκέσει, επειδή γνωρίζουν πως το τζάκι αποδίδει με ξύλα που καίγονται αργά, όχι με ξερόχορτα.


Είναι τέλος αυτοί που δεν θέλουν να σχετιστούν λαίμαργα και με ανεξέλεγκτη την πείνα τους. Μια συναισθηματική πείνα που δημιουργεί την καψούρα, όχι τον έρωτα και την αγάπη.
Προτιμούν να περιμένουν λίγο μετά τη γνωριμία, έτσι για να κυκλοφορήσει το άρωμα της σχέσης γύρω τους και στο μυαλό τους, σαν προστατευτική αύρα ηδονής.


Αυτά σκεφτόταν ο Τάσος μαγειρεύοντας, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ένας από αυτούς που είχε καεί μαζί του. Του το έκλεισε πάλι ευγενικά.
Μότο ο έρωτας και η αγάπη δημιουργούν καψούρα. Και ο χρόνος και η διάρκεια. Αυτοί που μετά τον πρώτο καιρό δεν είναι καψούρηδες με τον άνθρωπό τους, απλά δεν ξέρουν και δεν θέλουν να ερωτευτούν.
Σίγουρα κάπου αλλού έχουν δώσει όρκο πίστης.


Εντάξει, καταλάβατε πως ο Τάσος είναι καλοφαγάς. Άλλωστε ένας δυνατός έρωτας μοιάζει πολύ μ’ ένα καλό γεύμα.



Γιώργος Γλαύκος 
από ΕΔΩ 

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016



Έκανες το τέλος φυγή
και εγώ για να σε τιμωρήσω
προσποιούμαι πως δεν σε σκέφτομαι
σε αποφεύγω
και δεν ομολογώ πως στέκομαι σε κάθε σου λέξη
ζωές ολόκληρες να φαντάζομαι.
Είναι από τα γράμματα που έγραψες
πριν αποφασίσεις να μας στερήσεις
στιγμές ευτυχίας.
Θυμάμαι εκείνο το πρωινό στεκόσουν μες την βροχή
και εγώ κάτω από μια τρύπια ομπρέλα
μιλούσες
μου μιλούσες και οι σταγόνες κυλούσαν πάνω και μέσα στα χείλη σου
δεν άκουσα τίποτα
μόνο κοιτούσα μια τα μάτια
μια τα χείλη
ω Θεέ μου, υπάρχεις και έχεις βρεγμένα χείλη
και έχεις μάτια που κοιτούν την ψυχή.
Δεν θα μάθω ποτέ αν μου ζήτησες να φύγω μαζί σου
γιατί μόνο σε κοιτούσα και σε αγαπούσα μες τον κόσμο τον δικό μου.
Θυσίασα μια απόφαση για να σε κοιτώ.
Θα έδινα μια ζωή για να σε κοιτώ.
Θα χάριζα όλα μου τα υπάρχοντα για να στέκομαι σκιά του κορμιού σου
και τις νύχτες ήσυχα θα χανόμουν μες την ανάσα σου
ανάσα μου
χαμένες ευκαιρίες που πονούν σαν ένα τέλος.
Δεν ξεκινήσαμε ποτέ για το ταξίδι που μου 'χες τάξει
δεν επισκεφτήκαμε τις κοιλάδες που ζωγραφίσαμε στα χαρτιά
όμως εγώ ψάχνω μια "Αλεξάνδρεια"
απεγνωσμένα και ακούραστα.
Άλλοι χτίζουν σπίτια
εγώ θέλω να σε φωλιάσω
σε μια στιγμή του χρόνου, εκεί γύρω στο 1855
κοντά στην οδό Σερίφ.
Τα πρωινά θα σου φτιάχνω λευκά περιστέρια να πετούν έξω από το παράθυρό μας
και μουσική θα ντύνει τα δωμάτια με φως
θα΄ναι πάντα αρχές φθινοπώρου
γιατί έχει ενδιαφέρον η ψύχρα όταν σουρουπώνει.
Λευκά υφάσματα
βιβλία
σημειώσεις
και τα πινέλα.
Θέλω εκεί να γίνεις ο ποταμός
και εγώ η γη
να με ποτίζεις
και να ανθίζω για εσένα.


Erina  Espiritu 


Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Leonard Cohen



[...]

Πάρε τη λέξη πεταλούδα. Για να πεις αυτή τη λέξη δε χρειάζεται να κάνεις τη φωνή σου πιο ελαφριά από ένα γραμμάριο, ούτε χρειάζεται να την εφοδιάσεις με μικρά σκονισμένα φτερά. Δε χρειάζεται να φανταστείς μιαν ηλιόλουστη ημέρα ή ένα χωράφι με ασφοδέλους. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι ερωτευμένη ή να έχεις ερωτευτεί τις πεταλούδες. Η λέξη πεταλούδα δεν είναι η πραγματική πεταλούδα. Υπάρχει η λέξη, μα υπάρχει και η πεταλούδα. Αν μπερδέψεις αυτά τα δύο, οι άνθρωποι θα έχουν κάθε δικαίωμα να σε κοροϊδεύουν. Μην το παρακάνεις με τη λέξη. 



Μήπως προσπαθείς να υπονοήσεις ότι αγαπάς τις πεταλούδες τελειότερα από οποιονδήποτε άλλον ή ότι πραγματικά αντιλαμβάνεσαι τη φύση τους; Η λέξη πεταλούδα είναι απλά ένα δεδομένο. Δεν είναι μια ευκαιρία για να πλανιέσαι στον αέρα, να πετάξεις ψηλά, να πιάσεις φιλία με τα λουλούδια, να συμβολίσεις την ομορφιά και το εύθραυστο ή να υποδυθείς την πεταλούδα με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Μην υποδύεσαι τις λέξεις. Ποτέ μην προσπαθήσεις να υψωθείς από το πάτωμα, όταν μιλάς για πέταγμα. Ποτέ μην κλείνεις τα μάτια, μην τινάζεις απότομα το κεφάλι σου στο πλάι, όταν μιλάς για θάνατο. Μην καρφώνεις τα φλογισμένα σου μάτια πάνω μου όταν μιλάς για έρωτα. Αν θέλεις να με εντυπωσιάσεις όταν μιλάς για έρωτα, βάλε το χέρι σου στην τσέπη ή κάτω από το φόρεμά σου και χαϊδέψου. Αν η φιλοδοξία σου και η πείνα σου για χειροκρότημα σε έκαναν να μου μιλήσεις για έρωτα, θα 'πρεπε να μάθεις πώς να το κάνεις χωρίς να ξεφτιλίζεις τον εαυτό σου ή το κείμενο.

Ποια είναι η έκφραση που απαιτούν οι καιροί; Οι καιροί απαιτούν μη έκφραση έτσι κι αλλιώς. Η εποχή δε ζητάει καμιά απολύτως έκφραση. Έχουμε δει φωτογραφίες με χαροκαμένες ασιάτισσες μητέρες. Δε μας αφορά η αγωνία των οργάνων σου που πασπατεύεις.

Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να εκφράσεις με το πρόσωπό σου, που να μπορεί να συναγωνιστεί με τη φρίκη αυτής της εποχής. Μην προσπαθήσεις καν. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να φέρεις τον εαυτό σου αντιμέτωπο με τη χλεύη εκείνων που έχουν νιώσει αυτά τα πράγματα βαθιά. Έχουμε δει στις ειδήσεις ανθρώπους στο έπακρο του πόνου και του ξεριζωμού. Όλοι ξέρουν ότι τρως καλά κι ότι πληρώνεσαι κιόλας για να σταθείς εδώ. Κάνεις αυτό που κάνεις μπροστά σε ανθρώπους που βίωσαν την καταστροφή. Αυτό θα έπρεπε να σε κάνει πολύ μετρημένη. Πες τις λέξεις, δώσε το δεδομένο, κάνε στην άκρη.

Όλοι ξέρουν ότι υποφέρεις. Δε μπορείς να πεις στο ακροατήριο όλα όσα ξέρεις για τον έρωτα με κάθε γραμμή που θα απαγγέλεις για τον έρωτα. Παραμέρησε και θα ξέρουν ό,τι ξέρεις γιατί ήδη το ξέρουν. Δεν έχεις να τους μάθεις τίποτα. Δεν είσαι πιο όμορφη απ’ αυτούς. Ούτε πιο σοφή. Μην τους βάζεις τις φωνές. Μην τους βιάζεις στην ψύχρα. Αυτό είναι κακό σεξ. Αν τους δείξεις το περίγραμμα των γεννητικών σου οργάνων, τότε δώσε τους κι αυτό που τάζεις. Να θυμάσαι ότι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι δε θέλουν έναν ακροβάτη στο κρεβάτι τους.
Ποια είναι η ανάγκη μας; Να είμαστε κοντά στο φυσικό άντρα, να είμαστε κοντά στη φυσική γυναίκα. Μην παριστάνεις ότι είσαι μια λατρεμένη τραγουδίστρια μ’ ένα τεράστιο πιστό ακροατήριο, που σε ακολούθησε στα πάνω και στα κάτω της ζωής σου μέχρι τούτη εδώ τη στιγμή. Οι βόμβες, τα φλογοβόλα κι όλα τα σκατά κατέστρεψαν πολλά περισσότερα από δέντρα και χωριά. Κατέστρεψαν και τη σκηνή. Νόμισες ότι το επάγγελμά σου θα γλίτωνε από τη γενική καταστροφή; Δεν υπάρχει πια σκηνή. Δεν υπάρχουν πια φώτα της ράμπας και προβολείς. Στέκεσαι μέσα στον κόσμο. Γι' αυτό να είσαι σεμνή. Πες τις λέξεις, δώσε τα δεδομένα, παραμέρισε. Στάσου μόνη. σαν να είσαι στο δωμάτιό σου. Μην το παίζεις.

Αυτό είναι ένα εσωτερικό τοπίο. Είναι μέσα. Είναι πολύ προσωπικό. Σεβάσου την προσωπική ησυχία του υλικού. Αυτά τα κομμάτια γράφτηκαν στη σιωπή. Το θάρρος του παιχνιδιού είναι να το αρθρώσεις. Η πειθαρχία του είναι να μην το παραβιάσεις. Κάνε το ακροατήριο να νιώσει την αγάπη σου για μια τέτοια ήσυχη συνθήκη, παρόλο που αυτή είναι ανύπαρκτη. Να είστε καλές πουτάνες. Το ποίημα δεν είναι σλόγκαν. Δε μπορεί να σε διαφημίσει. Δε μπορεί να προωθήσει τη φήμη σου ως ευαίσθητης. Δεν είσαι επιβήτορας. Δεν είσαι η γυναίκα φονιάς. Όλες αυτές οι βλακείες περί γκάνγκστερ του έρωτα. Είσαι σπουδάστρια της πειθαρχίας. Μην «παίζετε» τις λέξεις. Οι λέξεις πεθαίνουν όταν τις «παίζετε», μαραίνονται και μετά, το μόνο που απομένει είναι η φιλοδοξία σας.
Πες τις λέξεις με την ακρίβεια που θα τσέκαρες έναν κατάλογο πλυντηρίου. Μην αρχίσεις να συγκινείσαι με το δαντελένιο μπλουζάκι. Μην καυλώνεις όταν λες βρακί. Μην αρχίζεις να ανατριχιάζεις με την πετσέτα. Τα σεντόνια δεν πρέπει να σου βγάζουν μιαν ονειροπόλα έκφραση στα μάτια. Δεν υπάρχει λόγος να κλάψεις με τη λέξη μαντίλι. Οι κάλτσες δεν είναι εδώ για να σου θυμίζουν παράξενα και μακρινά ταξίδια. Όλα αυτά είναι απλά η μπουγάδα σου. Είναι μόνο τα ρούχα σου. Μην κάνεις μπανιστήρι μέσα από αυτά. Απλά φόρα τα.
Το ποίημα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πληροφορία. Είναι το Σύνταγμα της έσω χώρας. Αν το απαγγείλεις με στόμφο και το φουσκώσεις με ευγενικές προθέσεις, τότε δε θα είσαι καλύτερη από τους πολιτικούς που τόσο περιφρονείς. Τότε, θα είσαι απλά κάποιος που κουνάει μια σημαία και κάνει την πιο φτηνή έκκληση σ’ ένα είδος συναισθηματικού πατριωτισμού.

Να σκέφτεσαι τις λέξεις σαν επιστήμη, όχι σαν τέχνη. Είναι μια αναφορά. Είσαι ομιλήτρια σε μια συνεδρίαση του Κλαμπ Εξερευνητών του Ομίλου του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ. Αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν όλα τα ρίσκα της ορειβασίας. Σε τιμούν, παίρνοντας ως δεδομένο ότι τα γνωρίζεις. Αν τους τρίψεις τη μούρη μέσα σ’ αυτά, θα είναι σαν να τους προσβάλλεις για τη φιλοξενία τους. Μίλα τους για το ύψος του βουνού, τον εξοπλισμό που χρησιμοποίησες, να είσαι συγκεκριμένη όσον αφορά στις επιφάνειες και το χρόνο που σου χρειάστηκε για ν’ ανέβεις. Μη χειριστείς το ακροατήριο για να εκμαιεύσεις κομμένες ανάσες κι αναστεναγμούς. Αν γίνεις άξια γι' αυτά, αυτό δε θα οφείλεται στην εκτίμηση που είχες εσύ για το συμβάν, αλλά στη δική τους. Αυτό θα γίνει από τα στατιστικά στοιχεία κι όχι από το τρέμουλο της φωνής σου ή το σκίσιμο του αέρα με τα χέρια σου. Θα γίνει με τα δεδομένα και την ήσυχη οργάνωση της παρουσίας σου.

Απόφυγε τη διάνθιση. Μη φοβηθείς να είσαι αδύναμη. Σου πηγαίνει να 'σαι κουρασμένη. 

Μοιάζεις ότι θα μπορούσες να συνεχίζεις πολύ ακόμα. Έλα τώρα στην αγκαλιά μου. Για μένα είσαι η εικόνα της ομορφιάς.







Λέοναρντ Κοέν 

| απόσπασμα από το βιβλίο ποιημάτων του «Death of a ladies΄ man»
Μετάφραση Λίνας Νικολακοπούλου

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Έφυγε η Συρία, έφυγε



Έφυγε η Συρία, έφυγε
πήρε τις μαντίλες της, τους δρόμους της, τα χαλάσματά της,
ζεύτηκε τους νεκρούς της και έφυγε.
Πήρε τη λαλιά της και τις προσωπικές της υποθέσεις,
τον εναέριο χώρο της και τις χερσαίες δυνάμεις της,
πήρε την γεωπολιτική της θέση κι έφυγε.

Έφυγε η Συρία, έφυγε
την είδαν το πρωί ν’ αφήνει το κλειδί
κάτω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας,
να λέει μια σύντομη προσευχή,
να δένει τα κορδόνια της και να φεύγει.
Την είδαν να χαιρετά τον Χατζίκ που έχει το μανάβικο στην γωνία,
το Κουρνάτ ας Σαουντά, τη Νεκρά Θάλασσα και να φεύγει.
Την είδαν να χαιρετά τις μηλιές στην αυλή της,
το σκυλί που κοιμόταν στο δρόμο,
τους ανταποκριτές του πρακτορείου Ρόιτερς.

Έφυγε η Συρία, έφυγε
δεν άντεχε άλλους θανάτους το κορμί της,
δε χώραγε άλλους θανάτους το πετσί της.
Τους θυμάται έναν έναν τους νεκρούς της,
κι ας είναι χιλιάδες και χιλιάδες,
κι ας μην θυμάται πρόσθεση κι αφαίρεση.

Γιάζρα Χαλίντ  (απόσπασμα) 




art by Jesùs Leguizamo



Πηγή

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Το Άσπρο Καράβι..



Είμαι ο Μπάζιλ Έλντον, φαροφύλακας του Νορθ Πόιντ, όπως ήταν ο παππούς μου κι ο πατέρας μου πριν από μένα. Ο γκρίζος φάρος βρίσκεται μακριά από την παραλία, πάνω σε κάτι γλιστερούς υφάλους που φαίνονται μόνο κατά την άμπωτη κι όχι στη φουσκονεριά. Εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα διαβαίνουν μπροστά από τούτο το φάρο τα θαυμαστά πλοία των εφτά θαλασσών. 

Τον καιρό του παππού μου τα καράβια ήταν πολλά, στα χρόνια του πατέρα μου λιγότερα. 

Τώρα όμως περνούν τόσα λίγα, που μερικές φορές αισθάνομαι παράξενα μόνος, λες και είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που απόμεινε στη γη.


Τα μεγάλα εμπορικά ιστιοφόρα του παλιού καιρού με τ' άσπρα πανιά έρχονταν από μακρινούς τόπους κι άγνωστα λιμάνια της Ανατολής, από χώρες που ο ήλιος τους λάμπει ζεστός και μεθυστικές μοσχοβολιές μυρώνουν τον αέρα μέσα σε παράξενους κήπους και χαρούμενους ναούς. Οι παλιοί καραβοκύρηδες που επισκέπτονταν τον παππού μου, συχνά του μιλούσαν γι' αυτά τα μέρη κι αυτός με τη σειρά του τά 'λεγε στον πατέρα μου. Κι ο πατέρας μου ύστερα τα διηγόταν σε μένα τ' ατέλειωτα φθινοπωρινά δειλιvά, ενώ έξω θρηνολογούσε απελπισμένα ο ανατολικός άνεμος. Διάβασα πολλά γύρω απ' αυτές τις ιστορίες, αλλά και γι' άλλα πράγματα εκτός απ' αυτές, σε βιβλία που μου είχαν δώσει διάφοροι άνθρωποι, τότε που ήμουν νέος ακόμη και γεμάτος δίψα για παράξενες γνώσεις.



Αλλά πιο σαγηνευτικές κι από τις ιστορίες των γεροθαλασσόλυκων και τις ιστορίες των βιβλίων είναι οι απόκρυφες ιστορίες του ωκεανού. Γαλανός, πράσινος, γκρίζος, άσπρος ή μαύρος, γαλήνιος σαν το λάδι, ή αγριεμένος με κύματα θεόρατα, ο ωκεανός δεν είναι ποτέ σιωπηλός. Περνούσα όλο μου τον καιρό να τον αγναντεύω και να τον αφουγκράζομαι, κι έτσι τον ξέρω καλά. 

Στην αρχή μου διηγόταν απλές μικρές ιστοριούλες, για ήσυχες ακρογιαλιές και κοντινά λιμάνια. Αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο φιλικός. Τώρα άρχισε να μου μιλά και γι' άλλα πράγματα. Για πράγματα παράξενα κι απόμακρα στο χώρο και στο χρόνο. Κάποιες φορές, εκεί κατά το ηλιοβασίλεμα, η πορφυρή γραμμή των οριζόντων, που αχνοφαινόταν πίσω απ' το θάμπος, άνοιγε για να μου δείξει κάτι απ' τους άλλους κόσμους. Κι άλλες φορές πάλι τη νύχτα, τα βαθιά νερά της θάλασσας φωσφόριζαν σαν κρυσταλλένια αποκαλύπτοντάς μου τα μάγια του βυθού της. Κι απ' αυτά που έβλεπα, άλλα μου φώτιζαν το χτες, άλλα μου παρουσίαζαν το παρόν κι άλλα μου φανέρωναν το μέλλον, γιατί ο ωκεανός είναι αρχαιότερος απ' τα όρη και πλουσιότερος σε μνήμες και ονείρατα του χρόνου.

Το Άσπρο Καράβι ερχόταν συνήθως απ' το Νοτιά με την πανσέληνο, όταν τ' ολόγιομο φεγγάρι έλαμπε ψηλά στο στερέωμα. Απ' το Νοτιά αρμένιζε ήρεμα και σιωπηλά στη θάλασσα. Και είτε αυτή ήταν οργισμένη ή γαλήνια, είτε ο αγέρας ευνοϊκός ή αντίθετος, αυτό γλιστρούσε πάντα απαλά και βουβά με τα πανιά του να ξεχωρίζουν από μακριά και τις μεγάλες παράξενες σειρές κουπιά, που είχε στα πλευρά του να λάμνουν ρυθμικά. Μια νύχτα είδα πάνω στο κατάστρωμά του ένα γενειοφόρο άντρα που φορούσε μπέρτα. Μου φάνηκε ότι μου έκανε νόημα να μπαρκάρω για τ' άγνωστα μέρη. Τον ξανάδα πολλές φορές μετά, όταν είχε πανσέληνο και πάντα μου έκανε το ίδιο νόημα.

Το φεγγάρι έλαμπε ολόλαμπρο τη νύχτα που ανταποκρίθηκα στο κάλεσμά του. Έφτασα στο Άσπρο Καράβι περπατώντας πάνω απ' τα νερά στη γέφυρα που είχαν δημιουργήσει οι αχτίδες του φεγγαριού. Ο άντρας που μου έκανε τα νοήματα, με καλωσόρισε με μια μουσική γλώσσα - ξαφνιασμένος διαπίστωσα ότι τη γνώριζα πολύ καλά. Κι ύστερα οι ώρες γέμισαν με τα μελωδικά τραγούδια των κωπηλατών, καθώς αρμενίζαμε για το μυστήριο Νότο. Από ψηλά μας συντρόφευε τ' ολόγιομο φεγγάρι ραντίζοντάς μας με λαμπερές ανταύγειες στο χρώμα του κεχριμπαριού.

Κι όταν άρχισε να χαράζει η μέρα πλημμυρισμένη ροδόχρυσο φως, είδα επιτέλους τις καταπράσινες ακρογιαλιές των μακρινών τόπων, που ως τότε μου ήταν άγνωστοι, να λάμπουν πανέμορφες. Λες και αναδύθηκαν μες από τα γαλανά νερά, ξαφνικά μεγαλόπρεπα υψίπεδα εμφανίστηκαν μπρος μου στολισμένα με αραιά δέντρα. Ανάμεσά τους έβλεπα εδώ κι εκεί άσπρες λαμπερές στέγες και κιονοστοιχίες παράξενων ναών. 

Καθώς ζυγώναμε όλο και πιο κοντά στην καταπράσινη ακτή, ο συνοδός μου με πληροφόρησε ότι αυτή η χώρα είναι η γη της Ζαρ. Εδώ, μου είπε, κατοικούν όλα τα όνειρα και οι όμορφες σκέψεις που γεννιούνται απ' το μυαλό των ανθρώπων μια φορά κι ύστερα λησμονιούνται. Κοίταξα πολύ προσεχτικά και διαπίστωσα ότι μου έλεγε αλήθεια - γιατί ανάμεσα σ' αυτά που αντίκριζα τώρα εκεί μπροστά μου, είδα πολλά πράγματα που μού 'χαν φανερωθεί για πρώτη φορά πέρα απ' την αχνοπόρφυρη γραμμή των οριζόντων ή στα νυχτερινά φωσφορίζοντα βάθη του ωκεανού. 
Είδα ακόμη μορφές και οντότητες εκθαμβωτικής ομορφιάς που δεν είχα ξαναδεί ποτέ πριν στη ζωή μου. Είδα επίσης οράματα νεαρών ποιητών που πέθαναν φτωχοί πριν προφτάσουν να δείξουν στον κόσμο αυτά που είδαν κι ονειρεύτηκαν. 
Αλλά δε ρίξαμε άγκυρα στα λιμάνια της Ζαρ, που οι γεμάτες άλση πλαγιές της κατηφόριζαν ως αυτά, γιατί λένε ότι όποιος πατήσει το πόδι του στη γη της, δεν ξαναγυρίζει ποτέ πια στις ακρογιαλιές του τόπου του.


Το Άσπρο Καράβι είχε αρχίσει τώρα ν' απομακρύνεται σιωπηλά απ' τη σπαρμένη με ναούς γη της Zap, όταν πέρα μακριά, στα βάθη του ορίζοντα φάνηκαν οι ντελικάτες σκεπές απ' τα κτίρια μιας ονειρικής πολιτείας. 

Ο γενειοφόρος άντρας μου είπε τότε: «Αυτή είναι η Θαλαριόν, η πόλη των χίλιων θαυμάτων. Την κατοικούν όλα εκείνα τα μυστήρια που ο άνθρωπος μάταια προσπάθησε να καταλάβει». Όταν πια είχαμε πλησιάσει πολύ, διαπίστωσα βλέποντάς την ότι η πόλη ήταν μεγαλύτερη απ' οποιαδήποτε άλλη είχα δει ή ονειρευτεί προηγουμένως. Οι λεπτόσχημες κορυφές των ναών της βυθίζονταν τόσο ψηλά στον ουρανό, που κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να τις διακρίνει. Τα μελαγχολικά γκρίζα τείχη της χάνονταν μακριά, πέρα από τον ορίζοντα. Πίσω απ' αυτά δεν έβλεπε κανείς τίποτε παρά μόνο μερικές παράξενες απειλητικές στέγες οικοδομημάτων, διακοσμημένες με εκπληκτικές τοιχογραφίες και θαυμάσια ανάγλυφα. Φλεγόμουν απ' την επιθυμία να επισκεφθώ αυτήν τη μαγευτική, αλλά παράλληλα και απωθητική, πόλη. Παρακάλεσα, λοιπόν, το συνοδό μου να μ' αφήσει στην αποβάθρα που βρισκόταν κοντά στη θεόρατη σκαλιστή πύλη Ακαριέλ. Αυτός, όμως, αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας: «Στη Θαλαριόν, στην πόλη των χίλιων θαυμάτων, πολλοί μπήκαν, αλλά κανείς δεν ξαναγύρισε. Μονάχα δαίμονες την κατοικούν και πλάσματα παρανοϊκά, που έχουν πάψει νά 'ναι πλέον άνθρωποι. Στους δρόμους της ξασπρίζουν εγκαταλειμμένα τα κόκαλα όλων εκείνων που αντίκρισαν το είδωλο Λαθί, που κυβερνά την πόλη». Κι έτσι, το Άσπρο Καράβι διάβηκε μπρος από τα τείχη της Θαλαριόν. Μετά, και για μέρες πολλές, πετώντας κατά το Νοτιά, μας ακολούθησε ένα πουλί με λαμπερά φτερά, που το γαλανό τους χρώμα συναγωνιζόταν τ' ουρανού.



Κάποτε φάνηκε μια χαριτωμένη ακρογιαλιά, πνιγμένη σε χαρούμενα πολύχρωμα λουλούδια. Πέρα απ' αυτή το μάτι μας ταξίδεψε σε πανέμορφα μικρά δάση και αλσύλλια, μια ζωγραφιά κάτω από το φως του ήλιου, που χανόταν πέρα, στα βάθη του ορίζοντα. Από μακριά, ποιος ξέρει από πού, ακούγονταν τραγούδια και μουσικές όλο λυρισμό και αρμονία. Κάθε τόσο ένα κρυσταλλένιο γέλιο παιχνίδιζε μέσα σ' αυτή τη μουσική, τόσο γλυκό που φώναξα με ανυπομονησία στους κωπηλάτες να κάνουν πιο γρήγορα. Βιαζόμουν ν' αντικρίσω το όνειρο. Ο γενειοφόρος φίλος μου δε μιλούσε, με παρατηρούσε μόνο καθώς πλησιάζαμε την ακτή που ήταν σπαρμένη κρίνα. Και ξαφνικά, ο αγέρας που ήρθε απ' τους λουλουδιασμένους κήπους και τα πυκνόφυλλα δάση, έφερε μια μυρωδιά που μ' ανακάτεψε. Όταν ο αγέρας δυνάμωσε, η ατμόσφαιρα ολόγυρα πλημμύρισε από την εμετική αποφορά ανοιχτών τάφων ή πόλεων που τις είχε χτυπήσει πανούκλα. Και καθώς απομακρυνόμασταν πανικόβλητοι απ' αυτή την καταραμένη ακτή, ο συνοδός μου τελικά μου φανέρωσε το μυστικό της. «Αυτή που βλέπεις είναι η Ζούρα, η χώρα των ανεκπλήρωτων ηδονών».

Κι έτσι, για μια φορά ακόμη το Άσπρο Καράβι συνέχισε ν' αρμενίζει σε χλιαρές, ευλογημένες θάλασσες με μοσχοβολημένες αύρες να το χαϊδεύουν, ακολουθώντας το πέταγμα του πουλιού. Ταξιδεύαμε νύχτα μέρα. Όταν είχε πανσέληνο, μας νανούριζαν τα μελωδικά τραγούδια των κωπηλατών, το ίδιο μαυλιστικά όπως ήταν κι εκείνη τη μακρινή νύχτα, που έφυγα μακριά από τον τόπο μου. Αγκυροβολήσαμε κάτω από το φεγγαρόφωτο στο λιμάνι της Σόνα-Νιλ. Δυο δίδυμοι κρυστάλλινοι οβελίσκοι, που αναδύονταν απ' τη θάλασσα μοιάζοντας με άγρυπνους φρουρούς, ενώνονταν πάνω ψηλά σχηματίζοντας μια επιβλητική πύλη. Αυτή είναι η Χώρα της Φαντασίας. Περπατήσαμε ξανά πάνω στη χρυσή γέφυρα που σχημάτισαν οι φεγγαροαχτίδες για να βγούμε στην ακτή.

Ο χώρος, ο χρόνος, η δυστυχία και ο θάνατος είναι ανύπαρκτα στη Σόνα-Νιλ, κι έτσι έμεινα σ' αυτή αμέτρητους αιώνες. Τα λιβάδια και τα χωράφια της είναι καταπράσινα. Πολύχρωμα κι ευωδιαστά τα άνθη, γαλάζια και μουσικά τα ποταμάκια, κρυσταλλένιες και καθάριες οι κρήνες, μεγαλόπρεποι και λαμπεροί οι ναοί, τα κάστρα και οι πολιτείες της Σόνα-Νιλ. Σ' αυτή τη γη δεν υπάρχουν σύνορα, γιατί πίσω από κάθε όμορφη έκπληξη σε περιμένει μια άλλη, ακόμη ωραιότερη. Στην εξοχή και στις θαυμαστές πόλεις κινούνται συνέχεια οι χαρούμενοι κάτοικοι της. Όλοι τους έχουν μια φυσική αρχοντιά, όλοι τους είναι ευτυχισμένοι. Στους αιώνες που έμεινα εκεί, περιπλανιόμουν ευτυχισμένος μέσα σε κήπους, απ' όπου χαριτωμένες παγόδες ξεπρόβαλλαν πίσω από όμορφες πρασινάδες και δρόμοι στρωμένοι με άσπρες πλάκες χάνονταν μέσα σε εξωτικά λουλούδια. Ανέβηκα σε ήρεμους λόφους, απ' την κορφή των οποίων αγνάντεψα την ονειρική τοιχογραφία πόλεων που κούρνιαζαν σε απέραντες πεδιάδες. Είδα, επίσης, πέρα στο μακρινό ορίζοντα να λαμπυρίζουν οι χρυσοί τρούλοι κυκλώπειων πόλεων. Και είδα στο φως του φεγγαριού τη θάλασσα να στραφταλίζει, τους κρυστάλλινους οβελίσκους και το γαλήνιο λιμάνι όπου βρισκόταν αγκυροβολημένο το Άσπρο Καράβι.

Ήταν στο έτος του Θαρπ, όταν είδα πάλι μια νύχτα με πανσέληνο να διαγράφεται ψηλά η μορφή του ουράνιου πουλιού. Ένιωσα τότε τα πρώτα σκιρτήματα της ανησυχίας. Έτσι, μίλησα στο γενειοφόρο φίλο μου και του ζήτησα με λαχτάρα να μ' αφήσει να φύγω για τη μακρινή Καθούρια. Κανείς δεν την έχει δει, αλλά όλοι πιστεύουν ότι βρίσκεται πέρα απ' τους Βασαλτικούς Κίονες της Δύσης. Είναι η Χώρα της Ελπίδας. Εκεί λάμπουν στην ιδανική μορφή τους όλα τα πράγματα που γνωρίσαμε κάπου αλλού. Αλλά ο συνοδός μου αποκρίθηκε: «Άκου! Οι άνθρωποι λένε ότι οι θάλασσες που βρέχουν την Καθούρια, είναι επικίνδυνες. Στη Σόνα-Νιλ δεν υπάρχει πόνος, ούτε θάνατος, αλλά πέρα απ' τους Βασαλτικούς Κίονες της Λύσης, κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει». Με το καινούριο φεγγάρι, όμως, ανέβηκα στο Άσπρο Καράβι μαζί με το δισταχτικό φίλο μου κι άφησα το χαρούμενο λιμάνι γι' άγνωστες θάλασσες.

Το πουλί πετούσε μπροστά μας και μας οδηγούσε προς τους Βασαλτικούς Κίονες της Δύσης. 

Αλλά αυτή τη φορά οι κωπηλάτες δεν τραγουδούσαν τα μελωδικά τους τραγούδια στο φως του ολόγιομου φεγγαριού. Προσπαθούσα συνέχεια να φανταστώ την άγνωστη γη της Καθούρια με τα πανέμορφα δάση και τα παλάτια της. Προσπαθούσα να ονειρευτώ τις πρωτόγνωρες απολαύσεις που με περίμεναν εκεί. 
«Η Καθούρια», μονολογούσα, «είναι η κατοικία των θεών! Είναι η γη με τις αμέτρητες χρυσές πολιτείες! Τα δάση της είναι από αλόη και σάνταλο, όπως τα ευωδιαστά άλση της Ταμορίν. Ανάμεσα στα δέντρα φτερουγίζουν χαριτωμένα πουλιά με ολόγλυκο κελάδημα. Στα λουλουδιασμένα καταπράσινα όρη της Καθούρια ορθώνονται ναοί από ρόδινο μάρμαρο, στολισμένοι με θαυμαστά ανάγλυφα και τοιχογραφίες. Στις αυλές τους χοροπηδούν δροσερά ασημένια συντριβάνια. Το ευωδιαστό νερό τους, που έρχεται από τον ποταμό Ναργκ, τινάζεται ψηλά μ' ένα τραγουδιστό κελάρυσμα. Χρυσά τείχη κλείνουν τις πόλεις της Καθούρια· ακόμη και οι δρόμοι της είναι στρωμένοι με χρυσάφι. Στους κήπους αυτών των πόλεων ανθίζουν παράξενες ορχιδέες πλάι σε λίμνες που το νερό τους μοσχοβολά και ο βυθός τους είναι φτιαγμένος από κεχριμπάρι και κοράλλι. Τις νύχτες οι δρόμοι και τα περιβόλια πλημμυρίζουν απ' το φως πυρσών, που είναι φτιαγμένοι από το τρίχρωμο καύκαλο της χελώνας. Οι μεθυστικές νότες του τραγουδιστή και του λαουτιέρη αντηχούν παντού. Όλα τα σπίτια στις πόλεις της Καθούρια είναι παλάτια. Το καθένα είναι χτισμένο πάνω σ' ένα αρωματισμένο κανάλι που το νερό του έρχεται από τον ποταμό Ναργκ. Τα σπίτια είναι από μάρμαρο και πορφύριο. Οι χρυσές σκεπές τους αντανακλούν το φως του ήλιου, αυξάνοντας έτσι το μεγαλείο των πόλεων. Ευτυχισμένοι θεοί τις κοιτούν από μακρινές βουνοκορφές. Το πιο ωραίο απ' όλα είναι το παλάτι του μεγάλου μονάρχη, του Ντοριέμπ. Μερικοί λένε πως είναι ημίθεος, άλλοι θεός. Το παλάτι του Ντοριέμπ είναι πανύψηλο. Μαρμάρινοι πύργοι στολίζουν ολόγυρα τα τείχη του. Στις απέραντες αίθουσές του συνωθούνται τα πλήθη για να θαυμάσουν τα τρόπαια των αιώνων που τις στολίζουν. Η στέγη του είναι από ατόφιο χρυσάφι και στηρίζεται πάνω σε ψηλές κολόνες από ρουμπίνι και αμέθυστο. Στ' αετώματά της βλέπει κανείς ανάγλυφες μορφές θεών και ηρώων, έτσι ώστε αυτός που τα κοιτάζει έχει την ψευδαίσθηση ότι αντικρίζει τον Όλυμπο. Το πάτωμα του παλατιού είναι από γυαλί. Από κάτω κυλούν, θαυμαστά φωτισμένα, τα νερά του Ναργκ, γεμάτα πολύχρωμα, φανταχτερά ψάρια που δε θα τα δεις πουθενά αλλού, παρά μόνο στην ονειρεμένη Καθούρια».

Έτσι ονειρευόμουν την Καθούρια, αλλά ο γενειοφόρος άντρας δε σταματούσε να με προειδοποιεί να γυρίσουμε πίσω στις ευτυχισμένες ακρογιαλιές της Σόνα-Νιλ. Γιατί η Σόνα-Νιλ είναι γνωστή στους ανθρώπους, ενώ την Καθούρια δεν την έχει δει κανείς ποτέ.


Την τριακοστή πρώτη μέρα από τότε που ξεκινήσαμε ακολουθώντας το πουλί, αντικρίσαμε τους Βασαλτικούς Κίονες της Δύσης. Αχνοφαίνονταν μέσ' απ' την ομίχλη, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να δει πέρα απ' αυτούς ή να διακρίνει την κορφή τους, που, όπως λένε μερικοί, χάνεται στον ουρανό. Ο γενειοφόρος φίλος μου ξανά με παρακάλεσε να γυρίσουμε πίσω, αλλά εγώ δεν τον άκουσα. Είχα την αίσθηση ότι πέρα απ' τις ομιχλιασμένες Βασαλτικές Κολόνες με καλούσε η μουσική των τραγουδιστών και των λαουτιέρηδων, μια μελωδία γλυκύτερη κι από τα πιο γλυκά τραγούδια της Σόνα-Νιλ, μια απάντηση στις προσευχές μου. Στις προσευχές που έκανα τότε, στη Χώρα της Φαντασίας, κι ύστερα την άφησα για νά 'ρθω εδώ, ταξιδεύοντας με τ' ολόγιομο φεγγάρι. Κι έτσι, με τη μαγεία της μουσικής το Άσπρο Καράβι βυθίστηκε μέσα στην ομίχλη ανάμεσα στους Βασαλτικούς Κίονες της Δύσης. Αλλά όταν η μουσική σταμάτησε και η ομίχλη διαλύθηκε, δεν αντικρίσαμε τη γη της Καθούρια, αλλά μια αγριεμένη, φουρτουνιασμένη θάλασσα. Το Άσπρο Καράβι παράδερνε τώρα πάνω της αβοήθητο, έρμαιο των κυμάτων, που το ταξίδευαν προς κάποια άγνωστη γη. Και μετά ακούσαμε από μακριά το μουγκρητό νερών που γκρεμίζονταν. Κι ύστερα είδαμε εκεί πέρα, στο μακρινό ορίζοντα, τους θεόρατους αναβρασμούς από έναν τερατώδη καταρράχτη, που χυνόταν μαζί μ' όλους τους άλλους ωκεανούς του κόσμου στο κενό της αβύσσου. Τότε ο γενειοφόρος άντρας μου είπε, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του: «Εγκαταλείψαμε την όμορφη γη της Σόνα-Νιλ! Τώρα δε θα την ξαναδούμε ποτέ πια! Οι θεοί είναι πιο δυνατοί απ' τους ανθρώπους. Και νίκησαν!» Και τότε εγώ έκλεισα τα μάτια μου να μη δω την καταστροφή που ερχόταν μοιραία. Να μη βλέπω πια ούτε το πουλί που χτυπούσε κοροϊδευτικά τα γαλάζια φτερά του πάνω απ' την άκρη της αβύσσου.

Μέσα στο έρεβος του σκότους που βυθίστηκα, άκουσα τα ουρλιαχτά ανθρώπων και πλασμάτων που δεν ήταν άνθρωποι. Ο άνεμος που ερχόταν απ' την ανατολή λυσσομανώντας με πάγωνε. 

Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι καθόμουν πάνω σε μια πλάκα που βρέθηκε ανεξήγητα κάτω απ' τα πόδια μου. Μετά άκουσα κάτι να τσακίζεται. Άνοιξα τα μάτια μου και διαπίστωσα ότι στεκόμουν πάνω στην πλατφόρμα του φάρου απ' όπου είχα φύγει πριν από αμέτρητους αιώνες. Κάτω βαθιά στα σκοτάδια, διαγραφόταν αδιόρατα το τεράστιο περίγραμμα ενός καραβιού που συντριβόταν στα δολοφονικά βράχια. Διαπίστωσα ακόμη ότι το φως του φάρου, για πρώτη φορά από τότε που είχε αναλάβει ο παππούς μου, είχε σβήσει.



Αργότερα, την ίδια νύχτα, όταν μπήκα μέσα στο φάρο, είδα στον τοίχο το ημερολόγιο. Έδειχνε την ημερομηνία της ημέρας που έφυγα μακριά. Όταν ξημέρωσε, βγήκα και πήγα να ψάξω για τα συντρίμμια στους βράχους. Τα μόνα που βρήκα ήταν ένα πεθαμένο παράξενο πουλί, που είχε το χρώμα του ουρανού, κι ένα ξύλινο δοκάρι, ολόλευκο, πιο άσπρο κι απ' τους αφρούς των κυμάτων ή απ' τα χιόνια στις βουνοκορφές.

Κι έτσι, από τότε ο ωκεανός δε μου ξαναφανέρωσε τα μυστικά του, αλλά ούτε και το Άσπρο Καράβι ξαναφάνηκε ποτέ να έρχεται απ' το Νότο, αν και το ολόγιομο φεγγάρι αρμένισε πολλές φορές στον ουρανό..



Χ.Φ. Λάβκραφτ,
από τη συλλογή  «Η ονειρική αναζήτηση της άγνωστης Καντάθ», 

εκδ. Αίολος, σε μτφ: Π. Σκάγιαννης - Μάκης Πανώριος

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Μια ελαφίνα τον Δεκαπενταύγουστο



Θα μπορούσες να την έλεγες και θύμα της Παναγιάς. Το όνομά της ήταν Μαρία. Οκτώ χρονών η μητέρα της την εγκατέλειψε. Αν είχε γεννηθεί άλλη μέρα… Αν ο πατέρας της δεν επέμενε για το όνομα Μαρία, η μητέρα της θα ήταν ακόμα μαζί της.
Γεννήθηκε 15 Αυγούστου.





-Μην το πούμε Μαρία το κορίτσι μας Ιωάννη. Μη. Δεν θέλω να γιορτάζει τη μέρα μιας κοίμησης, τη μέρα ενός θανάτου. Η κόρη μου θέλω να είναι αφιερωμένη στη ζωή. Στη χαρά της ζωής.

Ήταν μια παράξενη γυναίκα η μητέρα της. Λίγο απόμακρη και λίγο ξένη.

-Μα τι είναι αυτά τα καμώματα; Έχεις χάσει το μυαλό σου; Υπάρχει πιο ωραίο όνομα; Γεννήθηκε ανήμερα της Παναγίας… και τη μητέρα μου Μαρία τη λένε, το ξεχνάς;

Η μητέρα παρακάλεσε. Δεν εισακούστηκε.

Το κορίτσι δεν είχε καμμιά αμφιβολία. Αν δεν είχε αυτό το όνομα, η μαμά θα την έπαιρνε ακόμα αγκαλιά. Θα την ονόμαζε με όλα εκείνα τα όμορφα ονόματα, με αυτά που κάποιες λίγες φορές, όταν δεν ήταν παραδομένη στη σιωπή την κατέκλυζε… «μωρό μου», «καρδιά μου», «καρδιά της καρδιάς μου». Κι όλα τα άλλα της ποίησης τα ονόματα, θα χάιδευαν τα αυτιά και την ψυχή της, όλα εκείνα τα ονόματα που συνήθιζε εκείνες τις λίγες, ευλογημένες στιγμές να της λέει: Οφηλία, Βιργινία, Ιοκάστη, Ελεονώρα μου.. ρόδο παντοτινό μου…

Τις πιο πολλές φορές όμως η μαμά ήταν βυθισμένη στη σιωπή. Ένα άγαλμα ασάλευτο. Το κορίτσι πίστευε ότι εκείνο φταίει για όλα αυτά. Και πάνω απ’ όλα το όνομα της. Η μητέρα της δεν την είχε πει ποτέ Μαρία.

Ήταν μια παράξενη γυναίκα η μητέρα της. Επιρρεπής σε κόσμους δικούς της, αδιαφανείς και αδιαπέραστους. Μια γυναίκα εύθραυστη κι εσωστρεφής που κάποιοι, άστοχα, θα έσπευδαν να χαρακτηρίσουν «αλλοπαρμένη», ίσως και «τρελή». Όμως ήταν η μητέρα της. Η μοναδική της μητέρα και το κορίτσι ήταν συνδεδεμένο μαζί της με ένα τρόπο μοναδικό κι ανυπέρβλητο.
Το κορίτσι λάτρευε αυτήν ακριβώς την ιδιαίτερη μαμά. Και με καμία άλλη υγιή και συνηθισμένη μαμά δεν θα την άλλαζε στον κόσμο. Κι ας ένοιωθε ότι δεν θα την είχε για πάντα κοντά της. Ίσως γι αυτό. Ίσως ήξερε ότι δεν θα κρατήσει πολύ. Και γι’ αυτό, κάθε λεπτό λαχταρούσε να είναι μαζί της.

Συνέβη λίγο μετά τα γενέθλια της. Έσβησε τα οκτώ κεράκια. Κι όταν όλοι τραγουδούσαν το να ζήσεις Μαρία και χρονιά πολλά, άκουσε καθαρά, τη φωνή της μητέρας της, να λέει με νόημα «κι ας μην έχεις εμένα κοντά». Ήταν μια ομολογία εγκατάλειψης. Το κορίτσι από την ημέρα που γεννήθηκε προετοιμαζόταν γι’ αυτή τη στιγμή. Πήγαν οι δυο τους στο δωμάτιο της. Εκείνο το βράδυ, η μαμά την είπε «Ελαφίνα μου».

Κράτησε το πρόσωπο της στα χέρια της κι έκλαψε ένα σιωπηλό, υπόκωφο κλάμα. Της είπε «σ’ αγαπάω, Ελαφίνα μου» και το κορίτσι σιγουρεύτηκε ότι η μαμά σε λίγο θα φύγει. Τη ρώτησε για πρώτη φορά «γιατί δεν με λες Μαρία», «γιατί δεν σου αρέσει το όνομά μου»;

Θα σου πω ένα παραμύθι που είναι αληθινό είπε η μαμά, κι εσύ θα καταλάβεις… Λένε πως εκείνα τα χρόνια τα παλιά, την εποχή που η αλήθεια των μύθων κυβερνούσε τη γη, κάθε Δεκαπενταύγουστο, τα χαράματα, ένα ελάφι ξεκινούσε από τον Όλυμπο. Λένε ότι έφτανε στους πρόποδες του βουνού, πλάι στο εκκλησάκι που υπάρχει εκεί, στη βρύση με το παγωμένο νερό. Έφτανε διψασμένο μόλις τελείωνε η λειτουργία Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν σε, την μόνην Θεοτόκον, σαν από θαύμα και αφού ξεκουραζόταν και έπινε με λαχτάρα το παγωμένο νερό, έσκυβε ευλαβικά και γινόταν θυσία.

Όλοι μαζί οι πιστοί, μαζί και τα μικρά παιδιά, με βίαιο και φριχτό τρόπο, άλλος έκοβε το κεφαλάκι του, τα πόδια, τα μάτια του τα λυπημένα, άλλος κάρφωνε την καρδιά… Και μετά, όλοι μαζί με μουσικές, έστηναν ένα χορταστικό γεύμα. Ήταν το δώρο της Παναγιάς. Λένε μάλιστα πως μια φορά δεν το άφησαν το ελάφι να πιει νερό. Βιάστηκαν να το σφάξουν διψασμένο όπως ήταν, αποτέλειωσαν το διψασμένο ελάφι. Κι όλα αυτά συμβαίνουν τη μέρα του Δεκαπενταύγουστου.

Δεν υπάρχει έλεος στους ανθρώπους, είπε η μητέρα. Ο Δεκαπενταύγουστος για μένα έχει αίμα, θάνατο, θυσία…δεν θέλω, είπε. Η μητέρα του Θεού πεθαίνει αλλά είναι γιορτή γιατί σμίγει με τον γιο της τον αγαπημένο, φοβάμαι τη Μαρία… οι γυναίκες που έχουν τόσο πολύ πονέσει…αποζητούν τον θάνατο με κάθε τρόπο…

Ελαφίνα, το όνομα μου είναι Ελαφίνα, σκέφτηκε το κορίτσι.
Κι αναρωτήθηκε πώς θα είναι να μεγαλώνει μοναχό του.



Φωτεινή Τσαλίκογλου

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Αόρατες Πόλεις







"Αν υπάρχει κόλαση , 
είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, 
η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα , που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί . 
Δυο τρόποι υπάρχουν για να γλιτώσεις απ΄το μαρτύριό της . 
Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς. Δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην τη βλέπεις πια . 
Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση . 
ψάξε και μάθε ν αναγνωρίζεις ποιος και τι , στη μέση της κόλασης δεν είναι κόλαση. 
Και κάνε τα αυτά να διαρκέσουν . 
Δώσε τους χώρο"
Ο επίλογος ενός παλιού και πολυδιαβασμένου βιβλίου που μάλλον δε θα κουραστώ να διαβάζω ξανά και ξανά ..  Που μιλάει για πόλεις. Πόλεις αόρατες και πόλεις κρυμμένες. Τοπία μνήμης και τόπους επιθυμίας. Κρεμασμένες πάνω απ την άβυσσο, ή βυθισμένες σ΄ ανήλιαγα βάθη, πόλεις αστραφτερές ή  βουβές. Εγκαταλειμμένες ή παραιτημένες.
Πόλεις διττές . Των υπονόμων και των ουρανών "του ποντικού , και του χελιδονιού" .   Που όσο και ν αλλάζουν , ένα μένει ανάλλαχτο.  Το φτερούγισμα , που πάντα  θα προσπαθεί  να ξεφύγει από το τρωκτικό.


Ο Καλβίνο γράφει για πόλεις. Ή για ζωές.  Για το μακρύ ταξίδι μίας σειράς ΄κατακτήσεων΄ , για την ανάγκη και τη γοητεία της γνωριμίας μαζί τους και  για το φόβο που ελλοχεύει στην ίδια την ανάγκη. Πασχίζοντας στο ξένο, στο αλλιώτικο, να βρούμε το οικείο που αναγνωρίζουμε 
κινδυνεύουμε  να ανακαλύπτουμε κάθε φορά  το ξένο μέσα μας .
Ή και το αντίστροφο.  


Σε κάθε αύριο άλλωστε, το χθες μας ξαναβρίσκουμε ..




-----------

Aποσπάσματα του βιβλίου :


Οι πόλεις και η μνήμη. 2. (Η πόλη Ισιδώρα)


Ο άντρας που ιππεύει για μέρες πολλές σε άγρια εδάφη ποθεί να συναντήσει μια πόλη. 

Κάποτε φτάνει στην Ισιδώρα, πόλη όπου τα μέγαρα έχουν κρεμαστές ελικοειδείς κλίμακες καλυμμένες από θαλάσσιους κοχλίες, πόλη όπου κατασκευάζονται με όλους τους κανόνες της τέχνης κιάλια και βιολιά, πόλη όπου όταν ο ξένος είναι αναποφάσιστος ανάμεσα σε δυο γυναίκες συναντάει πάντα μια τρίτη, πόλη όπου οι κοκορομαχίες εκφυλίζονται σε αιματηρούς καβγάδες ανάμεσα σ’ αυτούς που βάζουν στοιχήματα. Όλα αυτά τα πράγματα σκεφτόταν κάθε φορά που ποθούσε μια πόλη. 
Η Ισιδώρα είναι επομένως η πόλη των ονείρων του: με μία μόνο διαφορά. Η ονειρεμένη πόλη τον εμπεριείχε νεαρό. στην Ισιδώρα φτάνει σε προχωρημένη ηλικία. Στην πλατεία είναι το πεζούλι των γέρων που κοιτάζουν τη νεολαία να περνά. βρίσκεται καθισμένος στη σειρά μαζί τους. 

Οι επιθυμίες έχουν ήδη γίνει μνήμες. 








Οι λεπτές πόλεις. 5. (Η πόλη Οκταβία)


Αν θέλετε να με πιστέψετε, καλώς. Τώρα θα σας πω πώς είναι φτιαγμένη η Οκταβία, η πόλη-αράχνη. Υπάρχει ένα βάραθρο ανάμεσα σε δύο απόκρημνα βουνά: η πόλη βρίσκεται στο κενό, δεμένη στις δυο άκρες με σκοινιά και αλυσίδες και πεζογέφυρες. Περπατάς σε ξύλινους δοκούς, προσεκτικά μην πατήσεις στα διάκενα ή γραπώνεσαι απ' τους κόμπους του κανναβόσκοινου. Από κάτω, δεν υπάρχει τίποτα, για εκατοντάδες κι εκατοντάδες μέτρα: μερικά σύννεφα μόνο που τρέχουν. πιο χαμηλά διακρίνεται ο πάτος του βαράθρου.


Η βάση της πόλης είναι ένα δίχτυ που χρησιμεύει ως πέρασμα και ως στήριγμα. Όλα τα υπόλοιπα, αντί να υψώνονται προς τα πάνω, κρέμονται από κάτω: σχοινένιες σκάλες, αιώρες, σπίτια φτιαγμένα σαν σακιά, κρεμαστάρια, μπαλκόνια σα μικρά καράβια, ασκοί νερού, καυστήρες υγραερίου, σούβλες, καλάθια κρεμασμένα σε σπάγκους, αναβατήρες, ντους, εφαλτήρια και κρίκοι για παιχνίδια, τελεφερίκ, λαμπτήρες, γλάστρες με αναρριχώμενα φυτά.

Κρεμασμένη πάνω από την άβυσσο, η ζωή των κατοίκων της Οκταβίας είναι λιγότερο αβέβαιη απ' ό,τι στις άλλες πόλεις. Ξέρουν ότι το δίχτυ δεν θα αντέξει περισσότερο από όσο είναι να αντέξει.





Οι πόλεις και τα σημάδια. 4. (Η πόλη Ιπαθία)

Από όλες τις αλλαγές της γλώσσας που είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει ο ταξιδιώτης στις μακρινές χώρες, καμιά δεν συγκρίνεται με αυτό που τον περιμένει στην πόλη της Ιπαθίας, γιατί δεν αφορά τις λέξεις αλλά τα πράγματα. Μπήκα στην Ιπαθία ένα πρωί, ένας κήπος με μανόλιες καθρεφτιζόταν σε γαλάζιες λιμνοθάλασσες, εγώ άρχισα να τριγυρνώ πίσω από φράχτες σίγουρος πως θα ανακάλυπτα ωραίες και νέες κοπέλες να κάνουν μπάνιο: αλλά στο βάθος του νερού τα καβούρια δάγκωναν τα μάτια των γυναικών, που είχαν αυτοκτονήσει με μια πέτρα δεμένη στο λαιμό, και τα πράσινα από τα φύκια μαλλιά τους.

Ένιωθα αδικημένος και θέλησα να ζητήσω το δίκιο μου στον Σουλτάνο. Ανέβηκα τις σκάλες από πορφυρίτη του παλατιού με τους ψηλότερους τρούλους, διέσχισα έξι αυλές πλακοστρωμένες με μαγιόλικες και στολισμένες με σιντριβάνια. Η μεσαία αίθουσα ήταν κλεισμένη με κάγκελα: οι καταδικασμένοι, με μαύρες αλυσίδες στα πόδια ανέβαζαν βράχους βασάλτη από ένα νταμάρι που βρισκόταν κάτω από τη γη.


Δεν μου έμενε παρά να ρωτήσω τους φιλόσοφους. Μπήκα στη μεγάλη βιβλιοθήκη, χάθηκα ανάμεσα στα ράφια που κατέρρεαν από τις δεμένες περγαμηνές, ακολούθησα την αλφαβητική σειρά χαμένων αλφαβήτων, πάνω και κάτω σε διαδρόμους, σκάλες και γέφυρες. Στην πιο μακρινή αίθουσα, αυτή των παπύρων, σε ένα σύννεφο καπνού, εμφανίστηκαν μπροστά μου τα ζαβλακωμένα μάτια ενός εφήβου, ξαπλωμένου σε μια ψάθα, που δεν ξεκολλούσε τα χείλη του από μια πίπα οπίου.


«Που είναι ο σοφός;» Ο καπνιστής έδειξε πίσω από το παράθυρο. Ήταν ένας κήπος με παιδικά παιχνίδια: την τσούνια, την κούνια, την σβούρα. Ο φιλόσοφος ήταν καθισμένος στη χλόη. Είπε : «τα σημάδια διαμορφώνουν μια γλώσσα, αλλά όχι εκείνη που νομίζεις ότι γνωρίζεις». Κατάλαβα πως έπρεπε να απελευθερωθώ από τις εικόνες που μέχρι εδώ μου προαναγγέλλανε τα πράγματα που έψαχνα: μονάχα τότε θα κατόρθωνα να κατανοήσω τη γλώσσα της Ιπαθίας.


Τώρα μου είναι αρκετό να ακούσω το χλιμίντρισμα των αλόγων και το πλατάγιασμα των μαστιγίων και αμέσως με πιάνει μια ερωτική λαχτάρα: στην Ιπαθία πρέπει να μπεις στους στάβλους και στις σχολές ιππασίας για να δεις ωραίες γυναίκες να ανεβαίνουν στη σέλα με γυμνούς τους μηρούς και μπότες ψηλές ως τις γάμπες τους, και μόλις πλησιάσει ένας ξένος νεαρός, τον ρίχνουν πάνω στα δεμάτια σανού ή άχυρου και τον πιέζουν με τις δυνατές τους ρόγες.


Κι όταν η ψυχή μου δεν θέλει άλλες τροφές και ερεθίσματα πέρα από μουσική, ξέρει ότι θα τη βρει στα νεκροταφεία: οι μουσικοί κρύβονται στους τάφους, από τον ένα λάκκο στον άλλο ακούγονται τρίλιες από φλάουτα, ακόρντα από άρπες.


Βεβαίως θα έρθει και στην Ιπαθία η μέρα που η μόνη μου επιθυμία θα είναι να φύγω. Ξέρω πως δεν θα αναγκαστώ να κατέβω στο λιμάνι αλλά να ανέβω στην πιο ψηλή κορυφή του βράχου και να περιμένω πότε θα περάσει κάποιο καράβι από εκεί πάνω. Θα περάσει όμως ποτέ; Δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς απάτη.




Οι πόλεις και οι νεκροί. 2. (Η πόλη Αδέλμα)


Ποτέ στα ταξίδια μου, δεν είχα φτάσει μέχρι την Αδέλμα. Ήταν δειλινό όταν ξεμπάρκαρα. Ο ναυτικός που στην προβλήτα άρπαξε στον αέρα το σκοινί και το έδεσε στη δέστρα έμοιαζε με κάποιον που είχε κάνει μαζί μου στρατιώτης και που είχε πια πεθάνει. Ήταν η ώρα που αγόραζες ψάρια στη χοντρική. Ένας γέρος φόρτωνε ένα καλάθι με αχινούς πάνω σε ένα κάρο. είχα την εντύπωση πως τον γνώριζα. όταν γύρισα το κεφάλι μου, είχε εξαφανιστεί σε ένα στενοσόκακο, αλλά κατάλαβα πως έμοιαζε με ένα ψαρά που ήταν ήδη γέρος όταν εγώ ήμουν μικρός, δεν ήταν δυνατόν να κυκλοφορεί ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς. Η θέα ενός αρρώστου από πυρετό που καθόταν ζαρωμένος καταγής με μια κουβέρτα στο κεφάλι με τάραξε: λίγες μέρες πριν πεθάνει, ο πατέρας μου είχε κίτρινα μάτια και βρόμικα γένια όπως αυτός ο άγνωστος. Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου. δεν τολμούσα πλέον να κοιτάξω κανέναν κατάματα.


Σκέφτηκα: «Αν η Αδέλμα είναι μια πόλη που βλέπω στα όνειρά μου, στην οποία δεν συναντάει κανείς παρά νεκρούς, το όνειρο με φοβίζει. Αν η Αδέλμα είναι μια αληθινή πόλη, που κατοικείται από ζωντανούς, θα είναι αρκετό να συνεχίσω να τους παρατηρώ ώστε οι ομοιότητες να διαλυθούν και να εμφανιστούν άγνωστα πρόσωπα, που όμως κι αυτά μου δημιουργούν άγχος. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση είναι καλύτερο να πάψω να τους κοιτάζω».

Μια μανάβισσα ζύγιζε ένα κατσαρό λάχανο στο καντάρι και το έβαζε μέσα σε ένα κρεμασμένο από σκοινί καλάθι που μια κοπέλα κατέβαζε από ένα μπαλκόνι. Η κοπέλα ήταν ίδια με μια από το χωριό μου που είχε τρελαθεί από έρωτα και είχε αυτοκτονήσει. Η μανάβισσα σήκωσε το πρόσωπό της: ήταν η γιαγιά μου.

Σκέφτηκα: «στη ζωή φτάνεις σε μια στιγμή στην οποία ανάμεσα στους ανθρώπους που έχεις γνωρίσει, οι νεκροί είναι περισσότεροι από τους ζωντανούς. Και το μυαλό αρνείται να δεχτεί άλλες φυσιογνωμίες, άλλες εκφράσεις: σε όλα τα νέα πρόσωπα που συναντά, αποτυπώνει τα παλιά εκμαγεία, για το καθένα βρίσκει τη μάσκα που του ταιριάζει καλύτερα».


Οι χαμάληδες ανέβαιναν τις σκάλες ο ένας πίσω από τον άλλο, σκυμμένοι κάτω από νταμιτζάνες και βαρέλια. τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα πίσω από τσουβαλένιες κουκούλες. «Τώρα οι κουκούλες θα τραβηχτούν και θα τους αναγνωρίσω», σκεφτόμουνα με ανυπομονησία και με φόβο. Αλλά δεν ξεκολλούσα το βλέμμα μου από πάνω τους. μόλις έστρεφα το βλέμμα μου στο πλήθος που πλημμύριζε εκείνα τα στενοσόκακα, έβλεπα να με αιφνιδιάζουν πρόσωπα αναπάντεχα, που επανεμφανίζονταν από παλιά, που με κοιτούσαν έντονα σαν να ήθελαν να τα αναγνωρίσω, να με αναγνωρίσουν, σαν να με είχαν ήδη αναγνωρίσει. Ίσως κι εγώ, στον καθένα από αυτούς, να θύμιζα κάποιον που ήταν νεκρός. Είχα μόλις φτάσει στην Αδέλμα και ήμουν ήδη ένας από αυτούς, είχα περάσει στη δική τους πλευρά, μπερδεμένος σ’ εκείνον τον κυματισμό ματιών, ρυτίδων, μορφασμών.


Σκέφτηκα: «Ίσως η Αδέλμα να είναι μια πόλη στην οποία φτάνει κανείς όταν πεθαίνει και στην οποία ξαναβρίσκει τα άτομα που είχε γνωρίσει. Αυτό σημαίνει πως έχω πεθάνει κι εγώ». 

Σκέφτηκα επίσης: 
«Σημαίνει ακόμα πως στο υπερπέραν δεν υπάρχει ευτυχία». 





Οι πόλεις και τα μάτια. 1. (Η πόλη Βαλδράδα)


Οι αρχαίοι έχτισαν τη Βαλδράδα στις ακτές μιας λίμνης, με σπίτια γεμάτα βεράντες χτισμένες τη μία πάνω από την άλλη και δρόμους ψηλούς που έχουν στο επίπεδο του νερού τα καγκελωτά τους στηθαία. Έτσι, φτάνοντας, ο επισκέπτης βλέπει δυο πόλεις: μια όρθια πάνω από τη λίμνη και μια αναποδογυρισμένη που καθρεφτίζεται σ’ αυτή. Δεν υπάρχει ή δεν συμβαίνει τίποτα στη μια Βαλδράδα που να μην επαναλαμβάνεται στην άλλη Βαλδράδα, αφού η πόλη χτίστηκε έτσι ώστε το κάθε της σημείο να αντανακλάται στον καθρέφτη της, και η Βαλδράδα του νερού περιλαμβάνει όχι μόνο τις αυλακώσεις και τα ανάγλυφα των προσόψεων που ορθώνονται πάνω από τη λίμνη αλλά και τα εσωτερικά των δωματίων με τις οροφές και τα πατώματα, την προοπτική των διαδρόμων, τους καθρέφτες των ντουλαπιών.


Οι κάτοικοι της Βαλδράδας ξέρουν ότι όλες οι πράξεις τους είναι ταυτόχρονα η ίδια η πράξη και η εικόνα της στον καθρέφτη, που έχει την ιδιαίτερη εκείνη αξιοπρέπεια των εικόνων, και αυτή τους η συνειδητοποίηση τούς απαγορεύει να αφεθούν έστω για μια στιγμή στην τύχη και στη λήθη. Ακόμα και όταν οι εραστές με τα γυμνά τους κορμιά προσπαθούν να δουν ποια στάση θα πάρουν για να αντλήσουν τη μεγαλύτερη ηδονή ο ένας από τον άλλον, ακόμα κι όταν οι δολοφόνοι σπρώχνουν το μαχαίρι στις μαύρες φλέβες του λαιμού κάνοντας να πεταχτεί όσο περισσότερο αίμα μπορούν, καθώς η λάμα γλιστράει όλο και περισσότερο ανάμεσα στους τένοντες, δεν είναι τόσο το ζευγάρωμα ή το σφάξιμο αυτό που τους ενδιαφέρει όσο το ζευγάρωμα ή το σφάξιμο των διαυγών και ψυχρών εικόνων τους στον καθρέφτη.

Ο καθρέφτης άλλοτε μεγαλώνει την αξία των πραγμάτων και άλλοτε την αρνείται. Όσα πράγματα μοιάζουν να αξίζουν πάνω από τον καθρέφτη δεν έχουν πάντα την ίδια αξία στο καθρέφτισμά τους. Οι δύο δίδυμες πόλεις δεν είναι ίδιες, αφού ό,τι υπάρχει και συμβαίνει στη Βαλδράδα δεν είναι συμμετρικό: σε κάθε πρόσωπο, σε κάθε χειρονομία, απαντούν από τον καθρέφτη σημείο προς σημείο ένα αντίστροφο πρόσωπο, μια αντίστροφη χειρονομία. Οι δυο Βαλδράδες ζουν η μία για την άλλη, κοιτάζοντας η μια την άλλη συνεχώς στα μάτια αλλά χωρίς να αγαπιούνται.







Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

«Μη με χάσεις, μη χαθείς. Σε περιμένω»

"Σε χρειάζομαι όπως χρειάζομαι το καλοκαίρι. Σε χρειάζομαι.
Είναι ένα μυστήριο ο έρωτας αυτός που δε θέλησε ποτέ να πεθάνει. Να που έμαθα να στηρίζομαι επάνω σου. Και ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ σ' εσένα. Τα γράμματα σου τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω. Είναι η μοναδική χαρά μου.
Η μοναδική.
Η τελείως μοναδική σ' αυτούς τους ζοφερούς καιρούς''



Γράμμα σ΄εκείνη..
Για να του απαντήσει με τη σειρά της ...

"Θυμάμαι το χαμόγελο σου και νομίζω πως, αν έγινα γυναίκα σου για όλη μου τη ζωή, είναι γιατί με μάγεψε το γέλιο σου. Κανείς δεν ξέρει να γελάει σαν εσένα. Ξέρω πως δεν είναι ένα γέλιο σαν τα άλλα, ξέρεις τι θέλω να πω. Για μένα είναι μια χάρη, ένας τρόπος να λες ευχαριστώ στα όμορφα πράγματα της γης αυτής. Είναι σαν τον καρπό του δέντρου. Το χαμόγελο σου είναι βάλσαμο στην καρδιά μου..."

Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ και Κονσουέλο.
Ένας έρωτας μαγικός, όπως μαγικός είναι ο μεγάλος Έρωτας .
Αυτός που γίνεται γέφυρα, συνάντηση και ένωση, πέρασμα και σωτηρία. Αυτός που σε οδηγεί στην ουσία.
Που σε μαθαίνει ουρανό..


Στην τελευταία του πτήση, αυτήν που δεν άφησε κανένα ίχνος του, παρά τη βεβαιότητα πως αναζητά ακόμη τον μικρό τους παράδεισο, είχε μαζί του μια φωτογραφία της και δυο της λόγια

«Μη με χάσεις, μη χαθείς. Σε περιμένω»

υγ :
Πέρασαν πάνω από πενήντα χρόνια για να βρει ένας ψαράς στα νερά της Μασσαλίας το βραχιόλι που του χε χαρίσει με χαραγμένο το όνομά της
 

                                          ----------------------------------------- 

(Αποσπάσματα από το "Ο μικρός πρίγκιπας και το ρόδο του"  του  Alain Vircondelet )

''Οσο απίστευτο και αν φαίνεται, καμία από τις πολλές βιογραφίες του Εξυπερί δεν εκμεταλλεύτηκε την πολύτιμη πηγή πληροφοριών που αντιπροσώπευε η σύζυγός του, η μόνη γυναίκα που παντρεύτηκε. Ολοι παρέλειψαν να τη συναντήσουν και δεν αναζήτησαν τους κληρονόμους της μετά τον θάνατό της, προτιμώντας να την αγνοούν, στριμώχνοντάς την σε λίγες μόνο αράδες. Προφανώς η παράξενη και μποέμ Νοτιοαμερικάνα δεν έμοιαζε να ταιριάζει με τον μύθο.

Και όμως χάρη στα μαύρα σιδερένια σεντούκια που έφερε η Κονσουέλο ­ αυτό ήταν το όνομά της ­ από τη Νέα Υόρκη, μετά τον θάνατο του άντρα της, ανακαλύπτουμε εκατοντάδες γράμματα, φωτογραφίες, ζωγραφιές, μια φωτογραφική μηχανή, το σωσίβιό του, αεροπορικούς χάρτες ζωγραφισμένους με το χέρι, ακουαρέλες του Μικρού Πρίγκιπα, ένα σενάριο ταινίας για τον Γκαμπέν, βιβλία και, προπαντός, ένα μαύρο δακτυλογραφημένο τετράδιο με σημειώσεις στο περιθώριο από το χέρι της Κονσουέλο. 





Ανοίγοντας τις κασέλες κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα βρισκόταν μπρος σε μια εκπληκτική εκ νέου αποκάλυψη της ζωής και του έργου του Σεντ Εξυπερί, ότι ο μύθος έπρεπε να ξαναγραφεί, ότι η ανάγνωση των ντοκουμέντων θα μας αποκάλυπτε ανέκδοτες μαρτυρίες γύρω από την εποποιία του θαρραλέου αεροπόρου, τους έρωτες του ρομαντικού συγγραφέα, τις χίμαιρες ενός ανθρώπου που συχνά υπήρξε εύπιστος. Γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Κονσουέλο δεν ήταν η ανόητη κούκλα που όλοι πίστευαν. Ο Σεντ Εξυπερί την ερωτεύτηκε τρελά.
«Φίλησέ με ή ρίχνω το αεροπλάνο» της είπε το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν, την ώρα που την πήγαινε περίπατο στους αιθέρες. Του απάντησε ότι μόλις είχε χάσει τον άνδρα της. 

Ο Σεντ Εξυπερί σβήνει τη μηχανή. Η Κονσουέλο πανικοβάλλεται και υποκύπτει. 
Ο Σεντ Εξυπερί συνεχίζει απτόητος, κάνει ακροβατικά που κόβουν την ανάσα και μοιάζουν λίγο με εκβιασμό. Προτού προσγειωθούν της ζητάει το χέρι της. Αρχίζει η εκπληκτική ιστορία του έρωτά τους. 


Η Κονσουέλο θα γίνει η ηγερία του. Οι δυο τους μάς φέρνουν στον νου άλλα διάσημα ζευγάρια του αιώνα: Ελσα Τριολέ και Αραγκόν, Γκαλά και Νταλί κ.ά. Η ιστορία τους περιλαμβάνει μεγάλες απουσίες, υπέροχες εξομολογήσεις και φοβερούς διαπληκτισμούς. Το ζευγάρι χωρίζει, ο ένας απατάει τον άλλον, αλλά ως το τέλος λατρεύονται. Μια ημέρα ωστόσο η Κονσουέλο δεν αντέχει άλλο και αποφασίζει να επιστρέψει στη Γουατεμάλα. Στο πλοίο παίρνει ένα τηλεγράφημα:«Αεροπορικό ατύχημα στη Γουατεμάλα ­ Ο Saint Exupery κινδυνεύει να πεθάνει». 
Η Κονσουέλο τρέχει στο νοσοκομείο, όπου βρίσκει τον άντρα της με 32 κατάγματα και το ένα μάτι στο κούτελο. Τον φροντίζει και του παραστέκεται μέρα νύχτα. Μόλις όμως συνέρχεται φεύγει για τη Νέα Υόρκη. Η Κονσουέλο αποφασίζει τότε να ζήσει σε ένα κοινόβιο καλλιτεχνών. Δεν αντέχει να περιμένει τον Αντουάν και να πνίγεται από την αγωνία. Γράφει ένα βιβλίο, το Oppede, που εκδόθηκε από τον Gallimard, έργο συγκινητικό, απελπισμένο, με θέμα την προσμονή. Συνδέεται με τον Αντρέ Μπρετόν, με τον Μαξ Ερνστ και ζει έναν τρελό έρωτα με τον διάσημο αρχιτέκτονα Μπερνάρ Ζερφύς. 

Το 1943 ο Αντουάν τής ζητεί να συναντηθούν στη Νέα Υόρκη. Εκείνη τρέχει. Νομίζει ότι όλα θα ξαναρχίσουν, γρήγορα όμως απογοητεύεται. Την πηγαίνει σε έναν δικηγόρο για να χωρίσουν. Τότε τα γεγονότα παίρνουν δραματική τροπή: ο Σεντ Εξυπερί αλλάζει γνώμη, σηκώνεται και την αγκαλιάζει. Τον ρωτάει αν μιλάει σοβαρά και εκείνος απαντά: «Στο διάβολο οι νόμοι, σ' αγαπάω».Αποφασίζουν τότε να εγκατασταθούν σε προάστιο της Νέας Υόρκης, όπου ο Αντουάν γράφει τον «Μικρό Πρίγκιπα». Δυσκολεύεται να γράψει. Η Κονσουέλο τον υποχρεώνει να κάθεται στο γραφείο του.




Από αγάπη για την Κονσουέλο γράφει καθημερινά πέντε-έξι σελίδες από το έργο που θα γίνει το αριστούργημά του, τον «Μικρό Πρίγκιπα», βιβλίο που συμβολίζει την επιλογή του τρόπου ζωής του: να προστατέψει την ποίηση, ποτέ να μη σκύψει, να μην ταπεινωθεί. «Να δώσουμε στους ανθρώπους πνευματικό νόημα, πνευματικές ανησυχίες. Δεν μπορούμε πια να ζούμε χωρίς ποίηση, χωρίς χρώμα και χωρίς αγάπη» επανελάμβανε. Ολόκληρη η ιστορία του με την Κονσουέλο δείχνει την ίδια ανάγκη: να παραμείνει στον χώρο της ποίησης. Στη ζωή τους κυριαρχεί η ποίηση.





Στη Νέα Υόρκη ο Αντουάν ιχνογραφεί τον Μικρό Πρίγκιπα, στα σιδερένια σεντούκια όμως βρίσκουμε μια ζωγραφιά της Κονσουέλο, πολύ παλιότερη, που μοιάζει περίεργα με εκείνην του Μικρού Πρίγκιπα. Μαθαίνουμε πως η Κονσουέλο είχε βρει τον τίτλο του βιβλίου του Νυχτερινή πτήση («Vol de nuit»). Καταλαβαίνουμε ότι ανάμεσά τους λειτουργούσε μια έντονη δημιουργική αλληλεπίδραση, ότι πίσω από το έργο βρίσκεται η Κονσουέλο, πράγμα που κανένας βιογράφος δεν είχε αντιληφθεί. 

Στις 31 Ιουλίου 1944, όταν ο Αντουάν απογειώνεται από το Μπογκό της Κορσικής, έχει μαζί του ­ στο μέρος της καρδιάς ­ μια φωτογραφία της Κονσουέλο που είχε τραβήξει στη Νέα Υόρκη μετά από μια ερωτική νύχτα. Ημίγυμνη, είναι ξαπλωμένη στο συζυγικό κρεβάτι, με τα μαλλιά ξέπλεκα πάνω στο μαξιλάρι.
 Στο πίσω μέρος η Κονσουέλο γράφει: «Μη με χάσεις, μη χαθείς. Σε περιμένω». Ο Σεντ Εξυπερί δεν θα γυρίσει πίσω. Θα χαθεί στη θάλασσα. Ο μύθος αρχίζει, για 50 χρόνια και περισσότερο, χωρίς εκείνην. Η ιστορία δεν θέλει να ξέρει για την Κονσουέλο. Ετσι αποφάσισαν οι βιογράφοι. Και όμως εκείνη υπήρξε το τριαντάφυλλό του, το λουλούδι του Μικρού Πρίγκιπα, το παιδί που δεν απέκτησαν ποτέ, το μοναδικό του αγαθό, αντικείμενο του έρωτά του και αιτία των δοκιμασιών του.









Πέρα από το ενδιαφέρον για τον Σεντ Εξυπερί, τα μυστικά που αποκαλύπτει η βιογραφία του Alain Vircondelet, που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στη Γαλλία, θέτουν το ερώτημα σχετικά με τον ρόλο του βιογράφου μπροστά στην Ιστορία. Πώς παραμελήθηκε για τόσα χρόνια μια τόσο σημαντική πτυχή; Τι σημαίνει βιογραφία; Γιατί και για ποιον γράφεται; Οπωσδήποτε το θέμα δεν είναι εύκολο ενώ ο γνωστός λίβελος του Προυστ Εναντίον του Σεντ-Μπεβ έκανε τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα γιατί αν, όπως το βεβαιώνει ο συγγραφέας της «Αναζήτησης», το εγώ του δημιουργού φανερώνεται μόνο μέσα στα βιβλία του, για ποιον λόγο να ασχοληθεί κανείς και με την ύπαρξή του; Και όμως τα βιβλία αυτού του τύπου γοητεύουν τους φίλους του είδους καθώς και τους λογίους, ανθούν στις αγγλοσαξονικές χώρες και στη Γαλλία, ενώ δεν είναι εξαιρετικά δημοφιλή στην Ελλάδα. Πρόσφατα με έκπληξή μου ανακάλυπτα το γεγονός αυτό όταν ένας φίλος μού εξήγησε πως στην Ελλάδα όλοι γνωρίζουν τα πάντα για τους πάντες εν ζωή, έτσι λοιπόν δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο να μαθευτεί μετά θάνατον, οπότε γιατί να γράφονται βιογραφίες; Μου διηγήθηκε μάλιστα και το εξής, γνωστό φαίνεται, ανέκδοτο: σε έναν ξένο κατάσκοπο που απορούσε, στη διάρκεια του πολέμου, σχετικά με την απουσία πραγματικών μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα δόθηκε η απάντηση ότι δύο χώρες στον κόσμο δεν τις χρειάζονται: η Ιαπωνία, επειδή κανείς δεν μιλάει, και η Ελλάδα, επειδή όλος ο κόσμος φλυαρεί.



Πολλοί συγγραφείς προσπαθούν συνήθως να δικαιολογήσουν το διάβημά τους. Μερικοί ομολογούν την ενοχή τους, θεωρούν ότι δεν υπάρχει αθώος βιογράφος. Η βιογραφία παρουσιάζεται κυρίως ως έκφραση θαυμασμού, συνήθως ένα είδος επικοινωνίας μέσω της ταύτισης, πράγμα που φαίνεται και στον «William Shakespeare» του Βίκτωρος Ουγκό. Από την ταύτιση όμως ως τη συγκεκαλυμμένη αυτοβιογραφία τα όρια είναι δυσδιάκριτα. Ιδιαίτερα όταν ο βιογράφος είναι και συγγραφέας. Κινδυνεύει να παρεκτραπεί προς το μυθιστόρημα αφανίζοντας τα τραχιά σημεία που δεν θα εξυπηρετούσαν τον μύθο και μάλιστα τον μύθο του άλλου εγώ. Ο Vircondelet το έθεσε ωραία: την Κονσουέλο την έσβησαν γιατί αποτελούσε αταξία απέναντι στον μύθο.''

'Αρθρο της Κατριν Βελισσάρη  από εδώ 


και πληρέστερα στοιχεία για τη ζωή του ε δ ώ 

--------------






Τρίτη 31 Μαΐου 2016

"Τα όνειρα του Αϊνστάιν''

  
[...]
Ας υποθέσουμε ότι ο χρόνος είναι κυκλικός., ότι αναδιπλώνεται και κλείνει στον εαυτό του. Ο κόσμος επαναλαμβάνεται με ακρίβεια, χωρίς σταματημό·

Οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι θα ζήσουν τα ίδια πράγματα πάλι και πάλι. Οι έμποροι δεν ξέρουν ότι θα κλείσουν την ίδια δουλειά ξανά και ξανά. Οι πολιτικοί δεν ξέρουν ότι θα εκφωνήσουν τον ίδιο λόγο απ το ίδιο βήμα άπειρες φορές μέσα στους κύκλους του χρόνου. Οι γονείς βλέπουν το πρώτο γέλιο του παιδιού τους σαν κάτι το ανεκτίμητο, λες και δεν πρόκειται να το ξανακούσουν ποτέ. Οι αγαπημένοι που οδεύουν για πρώτη φορά προς τον έρωτα γδύνονται συνεσταλμένα και νιώθουν έκπληξη στη θέα του χυτού ποδιού, της εύθραυστης θηλής. Και πώς να ξέρουν ότι το κάθε κρυφοκοίταγμα, το κάθε άγγιγμα θα επαναληφθεί ξανά και ξανά και ξανά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και πριν; 
... Απλώς δεν μπορούν να ξέρουν -όπως ακριβώς ένα μυρμήγκι που περπατά στο χείλος ενός στρογγυλού κρυστάλλινου πολύφωτου δεν μπορεί να ξέρει ότι θα επιστρέψει εκεί απ' όπου ξεκίνησε.





[...]

Σ' αυτό τον κόσμο, ο χρόνος μοιάζει σαν μικρή φλέβα νερού που εκτρέπεται κάθε τόσο από κάποιο βοτσαλάκι ή από το σποραδικό φύσημα του ανέμου. Πού και πού, ένα από τα παρακλάδια της φλέβας του χρόνου αναγκάζεται να ξεστρατίσει εξαιτίας κάποιας κοσμικής διαταραχής- γυρίζει λοιπόν πίσω και συμβάλλει και πάλι με το κυρίως ρεύμα. Κι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τα πουλιά, το χώμα, οι άνθρωποι που παγιδεύονται στο διακλαδισμένο ρεύμα γυρίζουν ξαφνικά πίσω στο χρόνο. 
Εύκολα αναγνωρίζει κανείς τους ανθρώπους που ταξίδεψαν στο παρελθόν. 
Τα ρούχα τους είναι σκουρόχρωμα και εντελώς ίδια. Περπατούν στις μύτες, πασχίζουν να μη βγάλουν ούτε έναν ήχο, τρέμουν μήπως λυγίσουν έστω κι ένα φυλλαράκι απ' το γρασίδι. 
Κι όλα αυτά επειδή φοβούνται ότι το καθετί που θα αλλάξουν στο παρελθόν ίσως επηρεάσει δραστικά το μέλλον.



[...]

Σ' αυτόν τον κόσμο βλέπει κανείς αμέσως ότι κάτι πάει στραβά. Σχεδόν δεν υπάρχουν σπίτια στις κοιλάδες ή τις πεδιάδες. Όλοι ζουν ψηλά στα βουνά.

Κάποτε, πάει καιρός, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι όσο απομακρύνεται κανείς από το κέντρο της Γης τόσο πιο αργά κυλάει ο χρόνος. Κοντά στην επιφάνεια της Γης, βέβαια, η επίδραση του ύψους είναι απειροελάχιστη, μπορεί όμως να μετρηθεί με εξαιρετικά ευαίσθητα όργανα. Μόλις έγινε γνωστό το φαινόμενο, μερικοί που φλέγονταν από τον πόθο να νουν νέοι ανέβηκαν στα βουνά. Τώρα, όλα τα σπίτια χτίζονται στο Ντομ, στο Μάττερχορν, στο Μόντε Ρόζα και στις άλλες ψηλές περιοχές. Στις χαμηλότερες ζώνες κανένα σπίτι δεν πουλιέται πια.

Πολλοί πάντως δεν αρκούνται να κατοικούν στο βουνό. Για να εκμεταλλευτούν στο έπακρο το φαινόμενο, έχτισαν τα σπίτια τους πάνω σε πασσάλους. Σε κάθε γωνιά του κόσμου, οι βουνοκορφές είναι σπαρμένες με τέτοια σπίτια, που από μακριά μοιάζουν σαν παχουλά περιστέρια στηριγμένα πάνω σε μακριά ισχνά πόδια.
Οι πιο παθιασμένοι με την ιδέα της μακροζωίας χτίζουν τα σπίτια τους σε ψηλότερους πασσάλους. Μερικά σπίτια μάλιστα στέκουν κοντά ένα χιλιόμετρο πάνω από το έδαφος, τα ξύλινα πόδια τους θυμίζουν οδοντογλυφίδες. Το ύψος έγινε τεκμήριο κοινωνικής καταξίωσης. Όποιος είναι αναγκασμένος να κοιτάξει προς τα πάνω για να δει το γείτονα. του από το παράθυρο της κουζίνας του, πιστεύει ότι ο γείτονας του θα νιώσει τις αρθρώσεις του να πονούν αργότερα απ' ό,τι ο ίδιος, θα δει τα μαλλιά του να πέφτουν αργότερα, θα ρυτιδιάσει επίσης αργότερα, και βέβαια δεν θα χάσει την ερωτική του επιθυμία τόσο γρήγορα.
Και φυσικά, όποιος χαμηλώνει το βλέμμα του για να δει κάποιο άλλο σπίτι, εύκολα θα περιφρονήσει τους ενοίκους του, θα τους χαρακτηρίσει ξοφλημένους, αδύναμους και κοντόφθαλμους. Ορισμένοι παινεύονται πως έζησαν όλη τους τη ζωή στα ψηλά, ότι γεννήθηκαν στο ψηλότερο σπίτι της ψηλότερης βουνοκορφής και ποτέ δεν κατέβηκαν από κει. 
Απολαμβάνουν τη νιότη τους μπροστά στον καθρέφτη και περιφέρονται στα μπαλκόνια τους ολόγυμνοι.

[...]


Φανταστείτε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι ζουν μόνο για μία ημέρα. 
Είτε ο ρυθμός της καρδιάς και της αναπνοής τους έχει επιταχυνθεί τόσο ώστε μια ολόκληρη ζωή να συμπιέζεται στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Γη για να στραφεί γύρω από τον άξονα της μία φορά, είτε η κίνηση της Γης γύρω από τον εαυτό της έχει επιβραδυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε μία πλήρης περιστροφή να διαρκεί όσο και μία ολόκληρη ανθρώπινη ζωή -όποια ερμηνεία κι αν διαλέξει κανείς, θα είναι σωστή. 
Και στις δύο περιπτώσεις, κάθε άντρας και κάθε γυναίκα βλέπει μία ανατολή και ένα ηλιοβασίλεμα.

Σ' αυτόν τον κόσμο, ουδείς ζει αρκετά ώστε να παρακολουθήσει την εναλλαγή των εποχών. 
Andre Kertesz
Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβριο σε μια οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης δεν πρόκειται να δει ποτέ τον υάκινθο, τον κρίνο, το αστράκι, το κυκλάμινο, το εντελβάις, δεν θα δει ποτέ τα φύλλα του σφενταμιού να κοκκινίζουν και να χρυσίζουν, δεν θα ακούσει ποτέ τα τριζόνια και τ' αηδόνια. 
Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβριο θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στο κρύο. Αντίστοιχα, κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο δεν θα νιώσει ποτέ τις νιφάδες του χιονιού πάνω στα μαγουλά του, δεν θα δει ποτέ το κρύσταλλο της παγωμένης λίμνης, δεν θα ακούσει ποτέ το τρίξιμο που κάνουν οι μπότες όταν σέρνονται πάνω στο φρέσκο χιόνι. Κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στη ζέστη. 

Την ανομοιομορφία των εποχών την πληροφορούνται οι άνθρωποι από τα βιβλία.



[...]

Δυο άντρες προσπερνούν, με τις εφημερίδες τους παραμάσχαλα. Τριακόσια μέτρα νοτιότερα, ένα αηδόνι πετάει τεμπέλικα πάνω από τον Ααρ.
Ο κόσμος σταματάει.
Το στόμα του φούρναρη μένει ακίνητο στη μέση της φράσης. Το βήμα του παιδιού μένει μετέωρο, η μπάλα κρέμεται στον αέρα. Ο άντρας και η γυναίκα πετρώνουν κάτω από την καμάρα. Οι δύο άντρες μαρμαρώνουν. η συζήτηση τους κόβεται, όπως όταν η βελόνα ενός φωνόγραφου σηκώνεται ψηλά. Το πουλί παύει να πετάει και μένει ακίνητο πάνω από το ποτάμι σαν μετέωρο κομμάτι σκηνικού.

Ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου αργότερα, ο κόσμος ξαναξεκινάει.
Ο φούρναρης συνεχίζει να αγορεύει σαν να μη συνέβη τίποτε. Το παιδί τρέχει πίσω από την μπάλα. Ο άντρας και η γυναίκα έρχονται ακόμη πιο κοντά. Οι δύο άντρες συνεχίζουν να συζητούν για τις πρόσφατες αυξήσεις στην τιμή του βοδινού. Το αηδόνι φτεροκοπάει και συνεχίζει να διαγράφει ένα τόξο πάνω από τον Ααρ.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο κόσμος ξανασταματάει. Έπειτα ξαναξεκινάει. Σταματάει. Ξεκινάει.

Τι σόι κόσμος είναι αυτός; Εδώ ο χρόνος δεν είναι συνεχής, αλλά ασυνεχής. Ο χρόνος είναι σαν τις ίνες των νεύρων: από μακριά φαίνεται ενιαίος, από κοντά όμως βλέπει κανείς πως είναι κομματιασμένος, με μικροσκοπικά χάσματα ανάμεσα στις ίνες. Η νευρική δράση διατρέχει ένα τμήμα του χρόνου, σταματάει απότομα, κοντοστέκεται, υπερπηδά το κενό και συνεχίζει στο γειτονικό τμήμα.
Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο θα έπρεπε να μεγεθυνθεί και να κατακερματιστεί σε χίλια κομμάτια, και το καθένα απ' αυτά σε άλλα χίλια, προτού αντιληφθεί κανείς την απουσία ενός και μόνο τέτοιου κομματιού. Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε τα χάσματα ανάμεσα στα τμήματά του είναι ανεπαίσθητα. Έπειτα από κάθε επανέναρξη του χρόνου, ο νέος κόσμος μοιάζει πολύ με τον παλιό. Οι θέσεις και οι κινήσεις των σύννεφων μοιάζουν ακριβώς ίδιες, το ζύγιασμα των πουλιών, η ροή των συζητήσεων, οι σκέψεις.
Τα επιμέρους τμήματα του χρόνου συνταιριάζονται σχεδόν τέλεια, αλλά όχι απόλυτα.
Κάπου κάπου προκύπτουν πολύ μικρές μετατοπίσεις.

Για παράδειγμα, σήμερα Τρίτη στη Βέρνη, ένας άντρας και μια γυναίκα, κοντά στα τριάντα κι οι δύο, στέκονται κάτω από έναν φανοστάτη στην Γκέρμπερνγκάσσε.
Γνωρίστηκαν πριν από ένα μήνα.
Εκείνος την αγαπάει τρελά, όμως φοβάται την αγάπη επειδή κάποτε μια άλλη γυναίκα τον παράτησε χωρίς προειδοποίηση, κι αυτό τον τσάκισε. Αυτή τη φορά πρέπει να είναι βέβαιος. Παρατηρεί βουβός το πρόσωπο της γυναίκας, αποζητά παρακλητικά τα αληθινά της αισθήματα, ψάχνει για το πιο μικρό σημάδι, το πιο ελαφριό παίξιμο του φρυδιού της, το πιο αχνό κοκκίνισμα στα μάγουλα της, την υγρή λάμψη των ματιών της.

Στα αλήθεια, κι εκείνη τον αγαπάει το ίδιο, δεν μπορεί όμως να εκφράσει την αγάπη της με λόγια.
Κι έτσι του χαμογελάει, ανυποψίαστη για τους φόβους του.

Καθώς στέκονται κάτω από το φανοστάτη, ο χρόνος σταματάει και ξαναρχίζει.
Κι ύστερα, τα κεφάλια τους έχουν ακριβώς την ίδια κλίση όπως και πριν, τα χτυποκάρδια τους διαγράφουν κύκλους με απαράλλαχτο τρόπο. Όμως κάπου μέσα στις βαθιές λίμνες του νου της γυναίκας εμφανίστηκε μια αχνή σκέψη που δεν υπήρχε πριν. Η νεαρή γυναίκα ανασκαλεύει αυτή τη νέα σκέψη μέσα στο ασυνείδητο της, και την ίδια στιγμή μια αδιόρατη κενότητα διαγράφεται στο χαμόγελο της.
Αυτή την υποψία δισταγμού δεν θα μπορούσε να την αντιληφθεί κανένας, παρά μόνο εκείνος που θα την αναζητούσε με τη μεγαλύτερη προσοχή. Κι όμως, ο επίμονος νεαρός την πρόσεξε και την ερμήνευσε σαν το σημάδι που περίμενε. Λέει στη νεαρή ότι δεν μπορεί να την ξαναδεί, επιστρέφει στο μικρό του διαμέρισμα στην Τσόιγκχαουσγκάσσε, αποφασίζει να μετακομίσει στη Ζυρίχη και να δουλέψει στην τράπεζα του θείου του.
Η γυναίκα αφήνει πίσω της το φανοστάστη της Γκέρμπερνγκάσσε, γυρίζει σπίτι της με αργό βήμα κι αναρωτιέται γιατί δεν την αγάπησε εκείνος...


Edvard Munch


[...]
Σ’ αυτόν τον κόσμο συνυπάρχουν δύο χρόνοι. Ένας χρόνος μηχανικός και ένας σωματικός.
Ο πρώτος είναι άκαμπτος και μεταλλικός,σαν ένα τεράστιο σιδερένιο εκκρεμές που αιωρείται πέρα δώθε,πέρα δώθε,πέρα δώθε. Ο δεύτερος στριφογυρίζει και σπαρταράει σαν χρυσόψαρο έξω από τη γυάλα. Ο πρώτος είναι αδυσώπητος,προκαθορισμένος. Ο δεύτερος αμφιταλαντεύεται και παίρνει τις αποφάσεις του καθ’ οδόν.
Πολλοί είναι πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχει μηχανικός χρόνος.
[…]
 Φορούν ρολόγια στα χέρια τους,όμως μόνο ως διακοσμητικά ή από ευγένεια προς όσους επιμένουν να κάνουν τέτοια δώρα. Στο σπίτι τους δεν έχουν ρολόγια. Προτιμούν να ακούνε τους χτύπους της καρδιάς τους. Βιώνουν τους ρυθμούς των διαθέσεων και των πόθων τους. Τρώνε όποτε πεινάσουν,πηγαίνουν στη δουλειά τους όποτε ξυπνήσουν,κάνουν έρωτα όλες τις ώρες της ημέρας. Και βέβαια γελούν στη σκέψη του μηχανικού χρόνου. Ξέρουν πως ο χρόνος κυλά μια έτσι και μια αλλιώς. Ξέρουν πως ο χρόνος αγωνίζεται να προχωρήσει φορτωμένος με ένα βαρίδι δυο τόνων όταν τρέχουν με το πληγωμένο παιδί τους στο νοσοκομείο ή πρέπει να υπομείνουν το βλέμμα ενός δύστροπου γείτονα. Κι ακόμη,ξέρουν πως ο χρόνος χάνεται από τα μάτια τους σαν αστραπή όταν περνούν όμορφα με τους φίλους τους,δέχονται επαίνους ή φωλιάζουν στην αγκαλιά μιας κρυφής αγάπη.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που πιστεύουν ότι αυτό που δεν υπάρχει είναι το σώμα τους. Η ζωή τους υπακούει στο μηχανικό χρόνο. Σηκώνονται το πρωί στις επτά. Τρώνε μεσημεριανό στις δώδεκα και βραδινό στις έξι. Φτάνουν σε κάθε ραντεβού στην ώρα τους, πιστοί στις προσταγές του ρολογιού τους. Κάνουν έρωτα μεταξύ οκτώ και δέκα το βράδυ. Δουλεύουν σαράντα ώρες κάθε εβδομάδα,διαβάζουν την εφημερίδα τους κάθε Κυριακή,παίζουν σκάκι κάθε Τρίτη βράδυ. Όταν γουργουρίζει το στομάχι τους, κοιτάζουν το ρολόι τους για να δουν αν είναι ώρα για φαγητό. Αν βρεθούν σε ένα κονσέρτο και κινδυνέψουν να απορροφηθούν από τη μουσική,κοιτάζουν το ρολόι πάνω από  τη σκηνή για να δουν σε πόση ώρα πρέπει να επιστρέψουν σπίτι.
[...]
Ο κάθε χρόνος είναι αληθινός,όμως οι αλήθειες τους δεν είναι οι ίδιες.


αποσπάσματα από το βιβλίο του Alan Lightman  "Τα όνειρα του Αϊνστάιν''
εκδ. Κάτοπτρον





"Δέκα λεπτά μετά τις έξι, σύμφωνα με το αθέατο ρολόι του τοίχου.
 Λεπτό με λεπτό, καινούργιες φιγούρες διαγράφονται. Στο ισχνό φως του δωματίου, ο νεαρός υπάλληλος του γραφείου ευρεσιτεχνιών είναι ακόμη σωριασμένος στην καρέκλα του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του. Τους τελευταίους μήνες, από τα μέσα του Απριλίου και μετά, είδε πολλά όνειρα για το χρόνο. Τα όνειρα κατακυρίευσαν την έρευνά του, τον εξάντλησαν τόσο ώστε κάποιες στιγμές δεν ήξερε αν ήταν ξύπνιος ή αν κοιμόταν.
Αλλά τώρα πια τα όνειρα τελείωσαν. Η φύση του χρόνου θα μπορούσε να πάρει πολλές μορφές, εκείνες που ονειρεύτηκε σε ισάριθμες νύχτες.  μονάχα μία όμως φαντάζει επιτακτική.
Όχι ότι οι άλλες είναι αδύνατες.
Θα μπορούσαν να υπάρξουν, σε άλλους κόσμους όμως.".





Το βιβλίο αριθμεί λιγότερο από 160 σελίδες. 
Έχει 33 κεφάλαια, τα οποία περικλείονται από πρόλογο και επίλογο. Ο πρόλογος και ο επίλογος περιγράφουν τα πρώτα λεπτά του Αϊνστάιν στο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών την ημέρα ακριβώς που δημοσιεύτηκε η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας. 
Από τα 33 κεφάλαια, τα τρία περιγράφουν στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής του Αϊνστάιν στη Βέρνη και την παρέα του με τον Μισέλ Μπέσσο. 
(Ανοίγω μεγάλη παρένθεση. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο Μπέσσο, ο Αϊνστάιν έστειλε επιστολή στην οικογένειά του, στην οποία έγραψε το περίφημο «Τώρα ο Μπέσσο έχει αναχωρήσει από αυτόν τον παράξενο κόσμο λίγο πριν από μένα. Αυτό δεν σημαίνει κάτι. Άνθρωποι σαν κι εμάς που πιστεύουμε στη φυσική, γνωρίζουμε ότι η διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι μόνο μια πεισματάρικα επίμονη ψευδαίσθηση». Κλείνει η παρένθεση). 
Τα υπόλοιπα τριάντα κεφάλαια περιγράφουν αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως όνειρα του Αϊνστάιν.
 Κάθε κεφάλαιο είναι ολιγοσέλιδη περιγραφή μιας πόλης (που έμμεσα δείχνει πως είναι η Βέρνη, αν και όχι πάντα) και στην οποία συμβαίνει κάτι παράξενο, κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Όσοι γνωρίζουν την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, έστω ακροθιγώς, σε κάποιες περιγραφές θα αναγνωρίσουν μια τραβηγμένη στα όρια εφαρμογή της στην καθημερινότητα. 
Λόγου χάριν, σε ένα κεφάλαιο περιγράφεται μια πόλη όπου τα πάντα κινούνται αενάως. Όταν λέω τα πάντα, εννοώ και όλα τα κτήρια. Αυτό γίνεται σε μια προσπάθεια να κερδηθεί χρόνος (θυμίζω: όσο πιο γρήγορα κινείσαι, τόσο πιο αργά ρέει ο χρόνος για σένα). Άρα πιο πετυχημένος δεν είναι αυτός που έχει το καλύτερο ή το μεγαλύτερο σπίτι, αλλά το γρηγορότερο. Σε άλλο κεφάλαιο έχουμε αντίθετη ροή του χρόνου, σε άλλο ζωή χωρίς δυνατότητα μέτρησης του χρόνου, ή με διαφορετική ροή από πόλη σε πόλη. 
Γενικά το βιβλίο δείχνει τη σχέση εξάρτησης των ανθρώπων από το χρόνο. 

Σε κάθε περίπτωση κλείνει το κεφάλαιο με μια θλιβερή διαπίστωση. 
Για παράδειγμα, στο τέλος του δέκατου κεφαλαίου, στο οποίο περιγράφει την παγίδευση στον χρόνο, τελειώνει ως εξής: 

«Η τραγωδία αυτού του κόσμου είναι ότι οι πάντες είναι μόνοι. 
Δεν μπορείς να μοιραστείς με το παρόν μια ζωή πιασμένη από το παρελθόν. 
Κάθε άνθρωπος που κολλάει στο παρελθόν μένει μονάχος.»





Το σχόλιο , υπογράφει ο Γεροτάσος  στο περιοδικό Mετα4four Νοέμβριος 201
3





Ο Άλαν Λάιτμαν γεννήθηκε στο Μέμφις του Τεννεσσί το 1948
και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια.
Ανάμεσα στα βιβλία του, που έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες, περιλαμβάνονται τα λογοτεχνικά έργα: Τα όνειρα του Αϊνστάιν (1993), Ο καλός Μπενίτο (1995), Χορός για δύο (1996), καθώς και σημαντικά επιστημονικά βιβλία.
Από το 1989 είναι καθηγητής αστροφυσικής στο ΜΙΤ, ενώ κατέχει την έδρα ανθρωπιστικών σπουδών John E. Burchard στο ίδιο ίδρυμα.