Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

"Ζητεῖται Ἐλπίς"




ταν μπκε στ καφενεο, κενο τ πόγεμα, τανε νωρς κόμα. Κάθισε σ᾿ να τραπέζι, πίσω π τ μεγάλο τζάμι πο βλεπε στ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σ λλα τραπέζια, παίζανε χαρτι συζητούσανε.
ρθε καφές. ναψε τσιγάρο, πιε δυ γουλιές, κι νοιξε τν πογευματιν φημερίδα.
Καινούριες μάχες εχαν ρχίσει στν νδοκίνα. «Α πώλειαι κατέρωθεν πρξαν βαρύταται», λεγε τ τηλεγράφημα.
να κόμα απωνικ λιευτικ πο γύρισε μ ραδιενέργεια.
« σκι το νέου παγκοσμίου πολέμου πλοται ες τν κόσμον μας», ταν τίτλος μις λλης εδησης.
στερα διάβασε λλα πράγματα: τ λλειμμα το προϋπολογισμο, προαγωγς κπαιδευτικν, μι παγωγή, να βιασμό, τρες ατοκτονίες. Ο δυό, γι οκονομικος λόγους. Δυ νέοι, 30 κα 32 χρον. πρτος νοιξε τ γκάζι, δεύτερος χτυπήθηκε μ πιστόλι.
λλο εδε κριτικ γι να ρεσιτλ πιάνου, πειτα κάτι γι τ μόδα, τέλος τν «Κοσμικ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθς παρ τ κυρί κα τ κυρί Μ. Τ. 
Χάρμα εμορφίας κα κομψότητος κυρία Β. Χ. μ φόρεμα κομψότατο μπριμ κα τκ πολ σίκ. λεγκάντικη μφάνισις δεσποινς Ο. Ν.»

ναψε κι λλο τσιγάρο. ριξε μι ματι στς «Μικρς γγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευ ρίστη, κ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτρο πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ες σοβαρν κύριον δωμάτιον ες β´ ροφον, εάερον, εήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρς γοράν...
Σκέψεις γυρίζανε στ νο του.
π τότε πο τέλειωσε δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, σκι το τρίτου δν εχε πάψει ν βαραίνει πάνω στν κόσμο μας. Κα στ μεταξύ, τ αμα χυνότανε, στν Κορέα χτές, στν νδοκίνα σήμερα, αριο...
Πέρασε τ χέρι του στ μαλλιά του. Σκούπισε τν δρώτα στ μέτωπό του· εχε δρώσει, κι μως δν κανε ζέστη.
πόλεμος, βόμβα δρογόνου, ο ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, «Κοσμικ Κίνησις»... Τ πανόραμα τς ζως!
Δν εχε λλάξει διόλου πρς τ καλύτερο ζωή μας στερ᾿ π τν πόλεμο. λα εναι, τ δια σν κα πρίν. Κι μως εχε λπίσει κι ατός, πως εχαν λπίσει κατομμύρια νθρωποι σ᾿ λη τ γ, πς στερ᾿ π τν πόλεμο, στερ᾿ π τόσο αμα πο χύθηκε, κάτι θ᾿ λλαζε. Πς θρχόταν ερήνη, πς φιάλτης το πολέμου δ θ σκιωνε πι τ γ μας, πς δ θ γίνονταν τώρα ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, πς...
Σουρούπωνε. Μερικ φτα εχαν νάψει κιόλας στ μαγαζι ντίκρυ. Στ καφενεο δν εχανε νάψει κόμα τ φτα. Το ρεσε τσι τ μίφως.
Σκέφτηκε τ σύγχυση πο πικρατε στν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στν τομέα τν δεν, σύγχυση στν κοινωνικ τομέα, σύγχυση...
Δν φταιγε φημερίδα πο κανε τώρα ατς τς σκέψεις. Τ σκεφτότανε λα ατ τν τελευταο καιρό, πότε μ λιγότερη, πότε μ περισσότερη νταση. Σκεφτότανε τ σκοτειν πρόσωπο τς ζως. Τν ερήνη, τ βαθι τούτη λαχτάρα, πο κρέμεται π μι κλωστή. Σκεφτότανε τ φτώχεια, τν θλιότητα. Σκεφτότανε τ φόβο πο χει μπε στς καρδιές.
Στν καθρέφτη, δίπλα του, εδε τ πρόσωπό του. να πολ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δ μαρτυροσε τν ταραχ πο εχε μέσα του.
Εχε πολεμήσει κι ατς στν τελευταο πόλεμο. Κα εχε λπίσει. Μ τώρα τανε πι χωρς λπίδα. Ναί, δ φοβότανε ν τ μολογήσει στν αυτό του πς τανε χωρς λπίδα.
Μι σειρ π διαψεύσεις λπίδων ταν ζωή του. Εχε λπίσει τότε,...
Εχε λπίσει στερα...
Κάποτε, πρν π χρόνια, εχε λπίσει στν κομμουνισμό. Μ εχε διαψευσθε κι κε. Τώρα δν εχε λπίδα σ καμι δεολογία!
Ζήτησε να ποτήρι νερ κόμα. Ατ διάψευση π τς λογς-λογς δεολογίες τανε βέβαια γενικ φαινόμενο. Κα παραπάνω π τ διάψευση, κούραση, διαφορία, πο ο πι πολλοί, μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστ στς διάφορες δεολογίες.
Κοίταζε τ τρόλλεϋ πο περνάγανε λοένα στ λεωφόρο, τ πλθος... Μπροστά του, φημερίδα νοιχτή. λα ατ πο εχε δε κα πρωτύτερα: σκι το καινούριου πολέμου, νδοκίνα, ο δυ ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, «Κοσμικ Κίνησις»...
Τσιγάρα! νας πλανόδιος μπκε.
Πρε να πακέτο.
Στς ξι σελίδες τς φημερίδας: ζωή. Κι ατός, τανε τώρα νας νθρωπος πο δν χει λπίδα.
Θυμήθηκε, πρν π χρόνια, τανε παιδ κόμα, εχε ρρωστήσει βαρι μι θεία του, ξαδέρφη τς μητέρας του. Τν εχανε σπίτι τους. ρθε γιατρός· βγαίνοντας π τ δωμάτιο τς ρρωστης, επε μ πίσημο φος:
Δν πάρχει πλέον λπίς!
τσι κι ατός, τώρα, εχε φτάσει στ σημεο ν λέει:
- Δν πάρχει πλέον λπίς!
Το φάνηκε φοβερ πο τανε χωρς λπίδα. Εχε τν ασθηση πς ο λλοι στ καφενεο τν κοιτάζανε κι λλοι π τ δρόμο σκέφτονταν κα ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Ατς κε δν χει λπίδα!» Σ ν ταν γκλημα ατό. Σ ν εχε να σημάδι πάνω του πο τ μαρτυροσε. Σ ν τανε γυμνς νάμεσα σ ντυμένους.
Σκέφτηκε τ διηγήματα πο εχε γράψει, δίνοντας τσι μι διέξοδο στν γωνία του. γγιζε θέματα το καιρο μας: τν πόλεμο, τν κοινωνικ δυστυχία... στόσο, δν τ ποφάσιζε ν τ κδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τν τικέτα πο θ το δίνανε σίγουρα ο μν κα ο δέ. χι, πρεπε ν τ βγάλει. Στ διάολο τικέτα! Ατς ταν νας νθρωπος, τίποτε λλο. Οτε ριστερς οτε δεξιός. νας νθρωπος πο εχε λπίσει λλοτε, κα τώρα δν χει λπίδα, κα πο νιώθει χρέος του ν τ πε ατό. Βέβαια, λλοι θχουν λπίδα, σκέφτηκε. Δν μπορε παρ νάχουν.
Ξανάριξε μι ματι στν φημερίδα: νδοκίνα, «Κοσμικ Κίνησις», τ ρεσιτλ πιάνου, ο δυ ατοκτονίες γι οκονομικος λόγους, ο «Μικρς γγελίες»...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζπ ν καλ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικς...
βγαλε τν τζέντα του, κοψε να φύλλο κι γραψε μ τ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ λπίς
στερα πρόσθεσε τ νομά του κα τ διεύθυνσή του. Φώναξε τ γκαρσόνι. θελε ν πληρώσει, ν πάει κατευθείαν στν φημερίδα, ν δώσει τν γγελία του, ν παρακαλέσει, ν πιμείνει ν μπε πωσδήποτε στ αριαν φύλλο.


" Ζητεται λπίς"

ντώνης Σαμαράκης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου