Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ας μείνουμε εδώ, στη βροχή..



Ας μείνουμε εδώ, στη βροχή.
Όπως ένας άντρας και μια γυναίκα που αγαπιούνται. Βλέπω στα κατακόρυφα νερά ρούχα να στροβιλίζονται, δόντια ακίνδυνα να αστράφτουν, μάτια να μη βλέπουν τίποτα. Γιατί υπάρχουν πράγματα που είναι αιώνια. Παρότι γήινα. Το βρόχινο νερό, ας πούμε, η πέτρα που κουβαλάει ο άνθρωπος, η δόξα που αποθέτει στην κόμη μας ο έρωτας.

Μην πας πιο κάτω.
Πιο κάτω τα νερά αγριεύουν. Γίνονται χείμαρροι. Μετά θολά ποτάμια. Τραβάνε γραμμή για τους μεγάλους καταρράκτες. Έτσι ακούγεται – κανείς δεν επέστρεψε να μας πει αν είναι αλήθεια. Μονάχα ο θεός, αλλά αυτός δεν μιλάει. Μιμείται εξίσου καλά την ύπαρξη και την ανυπαρξία. Η ζωή είναι απλώς μία σκέψη του. Για τη δική μας ζωή μιλάω. Αν στροβιλιστούμε τώρα στη βροχή, η σκέψη του θα γίνει σάρκα. Θα την μυρίσεις πάνω μου. Θα την μυρίσω πάνω σου. Έτσι γίνεται – δεν υπάρχουν αναίμακτες θυσίες. Μα, μη φοβάσαι. Ύστερα η βροχούλα θα ξεπλύνει το βωμό από τα κόκκινα.

Ούτε μέσα να μπούμε.
Με κούρασαν τα ασφαλή στέγαστρά μας. Δεν βρέχει εκεί. Στους χορούς μας εκεί δεν μπαίνουμε μούσκεμα. Εκεί μόνο φυσάει. Θυμάσαι τότε πράγματα αλλόκοτα. Κάποιους ανθρώπους που περάσαν βιαστικά από τη ζωή σου, εξερχόμενοι για λίγο από τη δική τους ζωή΄ ένα μπλε ποδήλατο που σε δυσκόλευε στις ανηφόρες΄ τρεις φόβους που για χρόνια τους ερμήνευες λάθος. Και φυσάει δαιμονισμένα από παντού. Σαν να ’ναι οι τοίχοι μας φασματικοί. Φέρνει διάφορα απέξω. Αίφνης, στο μαξιλάρι σου ανακαλύπτεις ένα ματωμένο φτερό.

Τότε είναι που χωρίζουν οι άνθρωποι.
Τη στιγμή ακριβώς που ανακαλύπτουν ότι συνορεύουν. Κάθονται και μετράνε τα πασαλάκια των ορίων. Μοιάζει να μην τους αφορά που συναντήθηκαν – εκεί, στο ξέφωτο, στoυς αγρους. Τελικά, απελαύνονται εντός τους. Αναζητούν τη φύση του σώματός τους, λογχίζουν τα πλευρά τους, γνωρίζουν το καλό και το κακό. Γι’ αυτό και δεν είναι θλίψη αυτό που βλέπεις στα μάτια τους. Σάστισμα είναι. “Τι παραδείσια εξορία ο εαυτός”, παρηγοριούνται. Δεν θεραπεύονται ποτέ. Μόνο στον ύπνο τους φυτεύουνε μηλιές, αλλά κι εκεί σε γαίες ναρκοθετημένες γύρω γύρω.

Ξέρω – δεν βρέχει τώρα.
Όμως μπορώ να κάνω έτσι με το χέρι το δεξί και να ’ρθουνε ευθύς τα νέφη να μας συγχωρέσουν. Όλα θα γίνουν γαλανά, υγρά και διάφανα. Ακόμα και αυτά που κάποτε ποδοπατήσαμε αλύτρωτοι – ένα μερμήγκι που έτρεχε για τη φωλιά του, τη μάσκα που ήτανε για χρόνια πρόσωπό μας, το στρώμα που, γνωρίζοντας το βάρος μας, έμαθε καλά τη γλώσσα των νικητών και των ηττημένων. Θυμήσου μόνο πού έκρυψες το γρανιτένιο σου μαχαίρι, ιέρεια. Θυμήσου μόνο ότι η ελευθερία αναρριχάται σε άλλον. Ποτέ κανείς δεν πάτησε στον εαυτό του για ν’ ανέβει ψηλά, να ανοίξει τους κρουνούς στα σύννεφα.





Πίνακας : Julian Alden Weir  "Φθινοπωρινή βροχή"  1890


(Α, πρέπει αμέσως να συνέλθω. Να βγω μια βόλτα στη βροχή, έστω και μόνος. Μ’ έπιασε πάλι Αυτό από το χέρι σαν μητέρα. Κάπου θέλει να με πάει Αυτό. “Στην ποίηση”, λέει. “Στην ποίηση”. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι Αυτό, γιατί είναι αόρατο. Μονάχα ως γλυκασμό το αισθάνομαι. Λέω συχνά πως είναι πνεύμα αγαθό, ας το ακολουθήσω. Μετά όμως αμφιβάλω. Με γλυκασμούς μας παρασέρνουν και τα πνεύματα τα πονηρά. Κι αν μπω στην ποίηση με Αυτό ξεναγό, αν γίνω όργανό του, θα σπείρω στον κόσμο δυνάμεις ανεξέλεγκτες. Γιατί η ποίηση είναι χρησμός που επαληθεύεται. Γίνεται ειμαρμένη. Πώς ν’ αναλάβω τέτοια ευθύνη; Γι’ αυτό και κρατιέμαι μακριά από δαύτη. Στυλώνω το πόδια μου σε Αυτό. Πιάνω μιαν άκρη και μιλάω. Λέω τα δικά μου. Λέω μόνο λόγια. Γιατί όλα πρέπει να ειπωθούν. Τα πιο ταπεινά κυρίως. 
Όμως εσύ να έρθεις. Να σε χορέψω, να με χορέψεις στη βροχή. 
Όχι στην ποίηση. Σπάνια εμφανίζομαι πλέον εκεί.) 

 Πάνος Σταθόγιαννης  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου