"....Μείνε λιγάκι ακόμη. Βράδιασε. Το χρυσόμαλλο δέρας που λέγαμε ..
- Ω, η σκέψη έρχεται αργά σ' εμάς τις γυναίκες - ξεκουράζει κάπως.
Αντίθετα,
οι άντρες δε σταματούν ποτέ τους να σκεφτούν, - ίσως φοβούνται, ίσως δε
θέλουν να δουν κατάματα το φόβο τους, να δουν την κούρασή τους, να ξε-
κουραστούνε - δειλοί, ματαιόδοξοι, πολυάσχολοι, προχωρούν στο σκοτάδι.
οι άντρες δε σταματούν ποτέ τους να σκεφτούν, - ίσως φοβούνται, ίσως δε
θέλουν να δουν κατάματα το φόβο τους, να δουν την κούρασή τους, να ξε-
κουραστούνε - δειλοί, ματαιόδοξοι, πολυάσχολοι, προχωρούν στο σκοτάδι.
Τα ρούχα τους μυρίζουν πάντα καπνό
από μια πυρκαγιά που πλάι της ή μέσα της είχαν περάσει χωρίς να το ξέρουν.
Γδύνονται γρήγορα,
ρίχνουν τα ρούχα τους στο πάτωμα, πέφτουν στην κλίνη.
Όμως και το ίδιο τους το σώμα μυρίζει καπνό, - τους ναρκώνει.
Μες στο τρίχωμα του στήθους τους έβρισκα, σαν κοιμόνταν πια, κάτι λεπτά, καμμένα φύλλα
ή κάτι πούπουλα σταχτόμαυρα από πουλιά σκοτωμένα.
ή κάτι πούπουλα σταχτόμαυρα από πουλιά σκοτωμένα.
Τότε
εγώ τα μάζευα και τα φυλούσα σε μια κασετίνα - τα μόνα σημάδια μιας μυστικής επαφής -
εγώ τα μάζευα και τα φυλούσα σε μια κασετίνα - τα μόνα σημάδια μιας μυστικής επαφής -
ποτέ δεν τους τάδειξα - δε θα τ' αναγνώριζαν.
Κάποιες στιγμές, ω, ναι, ήταν ωραίοι - έτσι γυμνοί, παραδομένοι στον ύπνο,
εντελώς απροσποίητοι, αφημένοι, με τα μεγάλα, δυνατά σώματά τους
υγρά, μαλακωμένα, σαν θορυβώδη ποτάμια
που κυλήσαν από ψηλά βουνά σε γαλήνια πεδιάδα,
ή σαν παιδιά εγκαταλειμμένα.
Τότε τους αγαπούσα πράγματι, σα να τους γέννησα εγώ.
Παρατηρούσα τα μακριά ματόκλαδά τους
κ' ήθελα να τους πάρω μέσα μου για να τους προφυλάξω, ή έτσι να ζευγαρώσω μ' ολόκληρο το σώμα τους.
κ' ήθελα να τους πάρω μέσα μου για να τους προφυλάξω, ή έτσι να ζευγαρώσω μ' ολόκληρο το σώμα τους.
Κοιμόταν.
Κι ο ύπνος σου επιβάλλει το σεβασμό,
γιατί 'ναι τόσο σπάνιος.
Πάνε κι αυτά.
Ξεχαστήκαν.... "
από την " Ελένη " του Γ. Ρίτσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου