Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

''Ν.'' Stephen King (μέρος 2ο)




2.  Οι σημειώσεις από τις συνεδρίες



1 Ιουνίου 2007
Ο Ν. είναι 48 χρονών, εταίρος σε μια μεγάλη λογιστική εταιρία στο Πόρτλαντ, διαζευγμένος, πατέρας δύο κοριτσιών. Η μία κόρη του κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Καλιφόρνια, η άλλη είναι τριτοετής σε ένα κολλέγιο εδώ στο Μέιν. Περιγράφει την παρούσα σχέση του με την πρώην σύζυγό του ως ‘’απόμακρη αλλά φιλική’’

Λέει : ‘’Ξέρω ότι δείχνω μεγαλύτερος από 48 χρονών. Είναι επειδή δεν κοιμάμαι αρκετά. Έχω δοκιμάσει το Άμπιεν και το άλλο, εκείνο με την πράσινη νυχτοπεταλούδα, αλλά απλώς με κάνουν να μαστουρώνω’’.
Όταν τον ρωτάω πόσο καιρό υποφέρει από αϋπνίες, δε χρειάζεται χρόνο να σκεφτεί: ‘’Δέκα μήνες’’.

Τον ρωτάω αν οι αϋπνίες είναι ο λόγος που τον έφερε σε μένα. Χαμογελάει κοιτώντας το ταβάνι. Οι περισσότεροι ασθενείς διαλέγουν την πολυθρόνα, τουλάχιστον στην πρώτη τους επίσκεψη – μια γυναίκα μου είπε ότι το να ξαπλωθεί στο ντιβάνι θα την έκανε να νιώθει σαν ‘’καρικατούρα νευροπαθούς σε γελοιογραφία του Νιου Γιόρκερ’’ - , αλλά ο Ν. πήγε κατευθείαν στο ντιβάνι. Τώρα είναι ξαπλωμένος εκεί με τα χέρια του πλεγμένα σφιχτά πάνω στο στήθος του.

‘’Νομίζω ότι κι οι δυο μας ξέρουμε ότι δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα, δόκτωρ Μπονσέτ’’ λέει
Τον ρωτάω τι εννοεί.
‘’ Αν ήθελα απλώς να ξεφορτωθώ τις σακούλες κάτω απ τα μάτια μου, θα πήγαινα είτε σ΄έναν πλαστικό χειρουργό είτε στον παθολόγο μου- ο οποίος με έστειλε σε σένα, παρεμπιπτόντως, λέει ότι είσαι πολύ καλός- και θα ζητούσα κάτι πιο ισχυρό από τα Άμπιεν ή από τα χάπια με την πράσινη νυχτοπεταλούδα. Πρέπει να υπάρχουν και πιο ισχυρά πράγματα, σωστά; ‘’
Δε λέω τίποτε σ αυτό.
‘’Όπως το βλέπω εγώ, η αϋπνία είναι πάντα σύμπτωμα για κάτι άλλο’’
Του λέω ότι δεν είναι πάντα έτσι, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι . Και, προσθέτω, όταν υπάρχει κάποιο άλλο πρόβλημα, η αϋπνία σπάνια είναι το μόνο σύμπτωμα.
'’Α, έχω κι άλλα’’ λέει.  ‘’ Ένα κάρο. Για παράδειγμα, κοίταξε τα παπούτσια μου’’

Κοιτάζω τα παπούτσια του. Είναι δετά μποτάκια. Το αριστερό είναι δεμένο στο πάνω μέρος, αλλά το δεξί στο κάτω. Του λέω ότι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.

‘’Ναι,’’ λέει ‘’Όταν πήγαινα στο λύκειο, ήταν μόδα τα κορίτσια να δένουν τα σπορτέξ τους στο κάτω μέρος μόλις έκαναν σταθερή σχέση μ ένα αγόρι. Ή αν υπήρχε κάποιο αγόρι που τους άρεσε και με το οποίο ήθελαν σταθερή σχέση’’

Τον ρωτάω αν αυτός έχει μια σταθερή σχέση, σκεπτόμενος ότι ίσως έτσι χαλαρώσει η υπερένταση που διακρίνω στη στάση του σώματός του – οι αρθρώσεις των πλεγμένων δαχτύλων του έχουν ασπρίσει, θαρρείς και φοβάται ότι μπορεί να πετάξουν και να φύγουν αν δεν ασκήσει μια ορισμένη ποσότητα πίεσης για να τις κρατήσει στη θέση τους – αλλά δε γελάει. Δε χαμογελάει καν.

‘’Το χω περάσει το στάδιο των ερώτων στη ζωή μου’’ λέει, ‘’αλλά υπάρχει κάτι που θέλω’’
Σωπαίνει σκεφτικός.
‘’Προσπάθησα να δέσω και τα δυο παπούτσια μου στο κάτω μέρος. Δεν ωφέλησε. Αλλά το ένα πάνω και το άλλο κάτω – αυτό πραγματικά φαίνεται να βοηθάει κάπως’’ Ελευθερώνει το δεξί του χέρι από τη θανάσιμη λαβή του αριστερού και το σηκώνει ψηλά με τον αντίχειρα και το δείκτη σχεδόν ν΄αγγίζονται ‘’Περίπου τόσο’’
Τον ρωτάω τι είναι αυτό που θέλει.
‘’Να ξαναρθεί στα ίσια του το μυαλό μου. Όμως το να προσπαθεί κανείς να γιατρέψει το μυαλό του δένοντας τα κορδόνια των παπουτσιών του σύμφωνα με κάποιον κώδικα επικοινωνίας που χρησιμοποιούσαν τα κοριτσάκια στο λύκειο.. ελαφρώς τροποποιημένο ώστε να ταιριάζει στην παρούσα κατάσταση.. αυτό είναι τρελό, δε νομίζεις; Κι οι τρελοί πρέπει να ζητούν βοήθεια. Αν τους έχει απομείνει έστω κι ένα ίχνος λογικής – πράγμα που κολακεύω τον εαυτό μου ότι συμβαίνει σ εμένα - , το καταλαβαίνουν αυτό. Οπότε, να με’’.



Ξαναπλέκει τα χέρια του και με κοιτάζει προκλητικά και τρομαγμένα. Επίσης, νομίζω, και με κάποια ανακούφιση. Είχε περάσει ξάγρυπνος νύχτες ολόκληρες, προσπαθώντας να φανταστεί πώς θα ήταν να πει σ΄έναν ψυχίατρο ότι φοβάται για την πνευματική του υγεία, και, όταν το έκανε, ούτε έτρεξα τσιρίζοντας να φύγω απ το δωμάτιο ούτε κάλεσα τους άντρες με τις άσπρες μπλούζες. Κάποιοι ασθενείς φαντάζονται ότι έχω ένα απόσπασμα από τέτοιους λευκοντυμένους άντρες στο διπλανό δωμάτιο, εξοπλισμένους με απόχες και ζουρλομανδύες.
Του ζητάω να μου δώσει μερικά παραδείγματα της παρούσας διανοητικής του δυσλειτουργίας και ανασηκώνει τους ώμους.
‘’Οι συνήθεις βλακείες της ΙΨΔ. Τα έχεις ακούσει όλα εκατό φορές πριν. Το βαθύτερο αίτιο είναι αυτό που ήρθα εδώ να αντιμετωπίσω. Εκείνο που συνέβη πέρσι τον Αύγουστο. Σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσες να με υπνωτίσεις και να με κάνεις να το ξεχάσω’’ Με κοιτάζει όλο ελπίδα.
Του λέω ότι, ενώ τίποτα δεν είναι αδύνατον, ο υπνωτισμός πετυχαίνει καλύτερα όταν χρησιμοποιείται μάλλον ως βοήθημα της μνήμης παρά ως φραγμός της
‘’Α’’ λέει, ‘’δεν το ήξερα αυτό. Σκατά’’ Καρφώνει πάλι το βλέμμα στο ταβάνι. Οι μύες στο πλάι του προσώπου του κινούνται, και νομίζω ότι έχει κάτι ακόμη να πει. ‘’Αυτό θα μπορούσε να αποβεί επικίνδυνο ξέρεις’’ Σταματάει, αλλά είναι απλώς μια παύση. Οι μύες κατά μήκος του σαγονιού του ακόμα σφίγγονται και χαλαρώνουν. ‘’Αυτό που μου συμβαίνει θα μπορούσε να αποβεί πολύ επικίνδυνο’’ Άλλη μια παύση. ‘’Για μένα’’ Άλλη μια παύση . ‘’Πιθανόν και για άλλους’’

Κάθε ψυχοθεραπευτική συνεδρία είναι μια σειρά από επιλογές. Από δρόμους που διακλαδίζονται χωρίς καθοδηγητικές πινακίδες. Εδώ θα μπορούσα να τον ρωτήσω ποιο ακριβώς είναι αυτό – το επικίνδυνο πράγμα – αλλά επιλέγω να μην το κάνω. Αντ΄αυτού, τον ρωτάω τι είδους βλακείες της ΙΨΔ εννοεί. Εκτός απ το να δένει τα κορδόνια των παπουτσιών του το ένα πάνω και το άλλο κάτω, το οποίο είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα (αυτό δεν το λέω)

‘’Τα ξέρεις όλα’’ λέει και μου ρίχνει μια πονηρή ματιά, η οποία με κάνει να νιώσω κάπως άβολα. Δεν το δείχνω. Δεν είναι ο πρώτος ασθενής που με έχει κάνει να νιώσω άβολα. Οι ψυχίατροι στην πραγματικότητα είναι σαν τους σπηλαιολόγους και οποιοσδήποτε σπηλαιολόγος θα σας πει ότι οι σπηλιές είναι γεμάτες νυχτερίδες και ζωύφια. Όχι ευχάριστα, αλλά τα περισσότερα ουσιαστικά αβλαβή.

Του ζητάω να μου κάνει το χατήρι. Και να θυμάται ότι ακόμα τώρα γνωριζόμαστε.
‘’Δεν έχουμε δημιουργήσει ακόμα μια σταθερή σχέση, ε ;’’
΄Όχι, του λέω, όχι ακόμα.
‘’Λοιπόν, καλύτερα να βιαστούμε’’ λέει, ‘’γιατί η κατάστασή μου έχει χτυπήσει πορτοκαλί συναγερμό δόκτορ Μπονσέτ. Και πλησιάζει να χτυπήσει κόκκινο’’
Τον ρωτάω αν μετράει πράγματα
‘’Φυσικά μετράω’’ λέει. ‘’Τον αριθμό των ορισμών στα σταυρόλεξα των Νιου Γιορκ Τάιμς.. και τις Κυριακές τον μετράω δύο φορές , γιατί αυτά τα σταυρόλεξα είναι μεγαλύτερα κι ένας δεύτερος έλεγχος φαίνεται απαραίτητος. Επιβεβλημένος, για την ακρίβεια. Τα βήματά μου. Τις φορές που καλεί το τηλέφωνο όταν παίρνω κάποιον. Τρώω στο Κολόνιαλ Ντάινερ τις περισσότερες καθημερινές, απέχει τρία τετράγωνα απ το γραφείο μου, και πηγαίνοντας εκεί, μετράω μαύρα παπούτσια. Επιστρέφοντας, μετράω τα καφέ. Δοκίμασα μια φορά να μετρήσω τα κόκκινα, αλλά ήταν γελοίο. Μόνο οι γυναίκες φοράνε κόκκινα παπούτσια και πάλι όχι πολλές. Όχι τη μέρα. Μέτρησα μόνο τρία ζευγάρια, έτσι επέστρεψα στο Κολόνιαλ και ξανάρχισα, μόνο που τη δεύτερη φορά μέτρησα τα καφέ παπούτσια’’

Τον ρωτάω αν χρειάζεται να μετρήσει έναν ορισμένο αριθμό παπουτσιών κάθε φορά προκειμένου να αισθανθεί ικανοποιημένος.
‘’Τριάντα είναι καλά’’ λέει. ‘’Δεκαπέντε ζευγάρια Τις περισσότερες μέρες, αυτό δεν έιναι πρόβλημα’’
Και γιατί είναι ανάγκη να φτάσει έναν ορισμένο αριθμό;
Το σκέφτεται λίγο, ύστερα με κοιτάει. ‘’Αν πω «ξέρεις», θα μου ζητήσεις απλώς να εξηγήσω τι είναι αυτό που υποτίθεται ότι ξέρεις. Θέλω να πω, κι εσύ έχεις ασχοληθεί κι άλλες φορές με ΙΨΔ κι εγώ το έχω ψάξει – διεξοδικά- τόσο παρατηρώντας τον εαυτό μου όσο και στο ιντερνετ, οπότε γιατί να μη μπούμε απλώς στο ψητό;’’

Του λέω ότι οι περισσότεροι ασθενείς που μετράνε, αισθάνονται ότι το να φτάσουν σ΄ένα ορισμένο άθροισμα, γνωστό ως ‘’ο αριθμός στόχος’’, είναι απαραίτητο για να μη διασαλευτεί η τάξη των πραγμάτων. Για να συνεχίσει ο κόσμος να περιστρέφεται γύρω απ τον άξονά του, ούτως ειπείν
Γνέφει ικανοποιημένος και η γλώσσα του λύνεται.

‘’Μια μέρα, όταν επέστρεφα μετρώντας στο γραφείο, προσπέρασα έναν άντρα με το ένα πόδι κομμένο απ το γόνατο και κάτω. Στηριζόταν σε πατερίτσες και φορούσε μια κάλτσα στο κολόβωμά του. Αν φορούσε ένα μαύρο παπούτσι, δε θα υπήρχε πρόβλημα. Γιατί, βλέπεις, επέστρεφα. Όμως ήταν καφέ. Αυτό με αποσυντόνισε για όλη την υπόλοιπη μέρα, κι εκείνη τη νύχτα δε μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου. Γιατί οι μονοί αριθμοί είναι κακοί’’ Χτυπάει τον κρόταφό του ‘’Τουλάχιστον εδώ μέσα. Υπάρχει ένα ορθολογικό κομμάτι του εαυτού μου που ξέρει ότι όλα αυτά είναι κουραφέξαλα, αλλά υπάρχει κι ένα άλλο κομμάτι που είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν είναι, κι αυτό το κομμάτι υπερισχύει. Θα έλεγε κανείς πως, απ τη στιγμή που δε συνέβη τίποτε κακό – αντιθέτως, κάτι καλό συνέβη εκείνη τη μέρα, ένας έλεγχος της Εφορίας για τον οποίο ανησυχούσαμε ακυρώθηκε χωρίς κανέναν απολύτως λόγο – τα μάγια θα λύνονταν, αλλά δε λύθηκαν. Ειχα μετρήσει τριάντα εφτά καφέ παπούτσια αντί για τριάντα οχτώ, κι όταν δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, εκείνο το παράλογο κομμάτι του μυαλού μου είπε ότι αυτό συνέβη επειδή όχι απλώς μέτρησα περισσότερα από τριάντα, αλλά μέτρησα πολύ περισσότερα από τριάντα.
Όταν γεμίζω το πλυντήριο πιάτων, μετράω τα πιάτα. Αν είναι ζυγός αριθμός πάνω απ το δέκα, πάει καλά. Αν όχι, προσθέτω τον απαραίτητο αριθμό καθαρών πιάτων για να τον διορθώσω. Το ίδιο κάνω με τα πηρούνια και τα κουτάλια. Πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δώδεκα κομμάτια απ το καθένα στη μικρή πλαστική θήκη στο μπροστινό μέρος του πλυντηρίου. Το οποίο, μια που τώρα πια ζω μόνος, συνήθως σημαίνει ότι προσθέτω καθαρά ‘’

Κάνεις το ίδιο και με τα μαχαίρια, ρωτάω, κι αμέσως κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.
‘’Ποτέ μαχαίρια. Όχι στο πλυντήριο πιάτων’’
Όταν τον ρωτάω γιατί όχι, λέει ότι δεν ξέρει. Έπειτα από μια παύση, μου ρίχνει ένα ένοχο λοξό βλέμμα. ‘’Πάντα πλένω τα μαχαίρια στο χέρι, στο νεροχύτη’’
Τα μαχαίρια στην ειδική θήκη του πλυντηρίου για τα κουταλοπήρουνα θα διασάλευαν την τάξη του κόσμου, προτείνω ως συμπέρασμα
‘’όχι!’’ φωνάζει ‘’ Καταλαβαίνεις δόκτωρ Μπονσέντ, αλλά όχι εντελώς’’
Τότε , πρέπει να με βοηθήσεις, λέω εγώ.
‘’Η τάξη του κόσμου έχει ήδη διασαλευτεί. Εγώ τη διασάλευσα το περασμένο καλοκαίρι, όταν πήγα στον Αγρό του ΄Ακερμαν. Μόνο που δεν το κατάλαβα. Τουλάχιστον τότε’’
Αλλά το έχεις καταλάβει τώρα; ρωτάω
‘’Ναι. Ίσως να μην καταλαβαίνω τα πάντα, αλλά καταλαβαίνω αρκετά’’

Τον ρωτάω αν προσπαθεί να διορθώσει τα πράγματα ή αν απλώς προσπαθεί να εμποδίσει την κατάσταση να επιδεινωθεί

Ένα βλέμμα ανείπωτης ανακούφισης ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του, χαλαρώνοντας όλους τους μύες εκεί. Κάτι που ζητούσε επιτακτικά να εκφραστεί έχει επιτέλους ειπωθεί δυνατά. Γι αυτές τις στιγμές ζω. Δεν είναι θεραπεία, κάθε άλλο, αλλά προς το παρόν ο Ν. έχει βρει λίγη ανακούφιση. Αμφιβάλλω αν τα περίμενε. Οι περισσότεροι ασθενείς δεν το περιμένουν.
‘’Δε μπορώ να διορθώσω τα πράγματα’’ ψιθυρίζει. ‘’Αλλά μπορώ να εμποδίσω να γίνουν χειρότερα. Ναι. Το προσπάθησα’’

Έχω και πάλι φτάσει σε ένα από εκείνα τα σημεία όπου ο δρόμος διακλαδίζεται. Θα μπορούσα να τον ρωτήσω τι συνέβη το περασμένο καλοκαίρι – τον περασμένο Αύγουστο, υποθέτω – στον Αγρό του Άκερμαν, αλλά πιθανώς είναι ακόμα πολύ νωρίς γι αυτό. Καλύτερα να χαλαρώσω πρώτα λίγο ακόμα τις ρίζες αυτού του χαλασμένου δοντιού. Και ειλικρινά αμφιβάλλω κατά πόσον η αιτία της μόλυνσης μπορεί να είναι τόσο πρόσφατη. Το πιθανότερο είναι πως, ό,τι κι αν συνέβη το περασμένο καλοκαίρι, λειτούργησε απλώς ως θρυαλλίδα.
Του ζητάω να μου μιλήσει για τα άλλα συμπτώματά του.
Γελάει. ‘’Αυτό θα μας έπαιρνε όλη η μέρα και μας απομένουν μόνο..’’ κοιτάζει το ρολόι του ‘’…είκοσι δύο λεπτά. Το είκοσι δύο είναι καλός αριθμός παρεμπιπτόντως’’
Επειδή είναι ζυγός; Ρωτάω
Το νεύμα του δείχνει ότι σπαταλάω χρόνο με το προφανές.
‘’Τα ..συμπτώματά μου, όπως τα λες .. εμφανίζονται κατά ομάδες’’ Τώρα κοιτάζει ψηλά στο ταβάνι. ‘’Υπάρχουν τρεις τέτοιες ομάδες. Ξεφυτρώνουν από μέσα μου.. από το λογικό κομμάτι του εαυτού μου.. σα βράχοι.. βράχοι, ξέρεις.. ω Θεέ μου, ω καλέ μου Θεέ.. σαν τους καταραμένους βράχους σ΄εκείνο τον καταραμένο αγρό…’’

Δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του. Στην αρχή δε φαίνεται να το αντιλαμβάνεται, μόνο κείτεται στο ντιβάνι με τα δάχτυλά του πλεγμένα, κοιτώντας το ταβάνι. Αλλά ύστερα απλώνει το χέρι στο τραπέζι πλάι του, όπου βρίσκεται αυτό που η Σάντι, η γραμματέας μου, αποκαλεί Το Αιώνιο Κουτί Με Τα Κλινέξ. Παίρνει δυο χαρτομάντηλα, σκουπίζει τα μάγουλά του , ύστερα τα τσαλακώνει. Εξαφανίζονται μέσα στα πλεγμένα του δάχτυλα.

‘’Υπάρχουν τρεις ομάδες’’ ξαναλέει, με φωνή που δεν είναι τελείως σταθερή. ‘’Η πρώτη είναι το μέτρημα. Είναι σημαντικό, αλλά όχι τόσο σημαντικό όσο το άγγιγμα. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που έχω ανάγκη να τα αγγίζω. Τα μάτια της κουζίνας για παράδειγμα. Πριν φύγω απ το σπίτι το πρωί ή πριν πλαγιάσω το βράδυ. Ίσως μπορώ να δω ότι είναι σβηστά – τα βέλη σ όλους τους διακόπτες δείχνουν προς τα επάνω, τα ίδια τα μάτια είναι όλα μαύρα – αλλά παρόλα αυτά πρέπει να τα αγγίξω για να είμαι απολύτως σίγουρος. Και το τζάμι της πόρτας του φούρνου ασφαλώς. Κατόπιν άρχισα ν αγγίζω και τους διακόπτες που ανάβουν τα φώτα πριν φύγω απ το σπίτι ή απ το γραφείο. Απλά δυο φορές στα πεταχτά. Πριν μπω στο αυτοκίνητό μου, πρέπει να αγγίξω τέσσερεις φορές την οροφή. Και έξι φορές όταν φτάσω στον προορισμό μου. Το τέσσερα είναι καλός αριθμός, και το έξι είναι εντάξει, αλλά το δέκα… το δέκα είναι σαν….’’ Μπορώ να δω ένα δάκρυ που του έχει ξεφύγει, να χαράζει μια τεθλασμένη γραμμή απ τη γωνία του δεξιού ματιού του ως το λοβό του αυτιού του.

Σα ν΄αποκτάς μια σταθερή σχέση με την κοπέλα των ονείρων σου; προτείνω

Χαμογελάει. Ένα συμπαθητικό, κουρασμένο χαμόγελο – ένα χαμόγελο που το βρίσκει ολοένα πιο δύσκολο να σηκωθεί το πρωί
‘’Ακριβώς’’ λέει. ‘’Κι έχει τα κορδόνια στα σπορτέξ της δεμένα στο κάτω μέρος για να το ξέρουν όλοι’’
Αγγίζεις κι άλλα πράγματα; Ρωτάω , ξέροντας ήδη την απάντηση σ αυτό. Έχω δει πολλές περιπτώσεις σαν του Ν. στα πέντε χρόνια που ασκώ το επάγγελμα. Κάποιες φορές φαντάζομαι αυτούς τους δυστυχείς σαν άντρες και γυναίκες που τους ραμφίζουν μέχρι θανάτου αρπακτικά πουλιά. Τα πουλιά είναι αόρατα – τουλάχιστον ώσπου ένας ψυχίατρος που θα είναι καλός, ή τυχερός, ή και τα δύο, να τα ψεκάσει με τη δική του εκδοχή της λουμινόλης και να ρίξει πάνω τους το κατάλληλο φως – αλλά δεν παύουν να είναι απολύτως πραγματικά. Το εκπληκτικό είναι που τόσοι άνθρωποι με ΙΨΔ καταφέρνουν να ζουν παραγωγικές ζωές, παρόλα αυτά. Εργάζονται, τρώνε (συχνά, είναι αλήθεια, είτε όχι αρκετά είτε υπερβολικά πολύ), πηγαίνουν στον κινηματογράφο, κάνουν έρωτα με τα κορίτσια ή τα αγόρια τους, με τις γυναίκες ή τους άντρες τους.. και όλον αυτόν τον καιρό, εκείνα τα πουλιά είναι εκεί, γαντζωμένα πάνω τους, και τους σπαράζουν κομματάκι κομματάκι τις σάρκες.
‘’Αγγίζω πολλά πράγματα’’ λέει και χαρίζει πάλι στο ταβάνι το κουρασμένο, γοητευτικό χαμόγελό του.
‘’Ό,τι κι αν πεις, το αγγίζω’’



Stephen King
"Ν"
από τις "ιστορίες του Λυκόφωτος"
μτφ Νεκτάριος Καλαϊτζής


(συνεχίζεται)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου