Λένε ότι στην Ούλθαρ, που βρίσκεται πέρα από τον ποταμό Σκάι, κανένας δεν μπορεί να σκοτώσει γάτα, και μπορώ αληθινά να το πιστέψω αυτό καθώς κοιτάζω αυτόν που κάθεται γουργουρίζοντας μπροστά στη φωτιά. Γιατί η γάτα είναι απόκρυφη και κοντά σε παράξενα πράγματα που οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν. Είναι η ψυχή της αρχαίας Αιγύπτου και κομιστής ιστοριών από τις ξεχασμένες πόλεις Μερόη και Οφίρ. Είναι συγγενής των κυρίων της ζούγκλας και κληρονόμος των μυστικών της πανάρχαιης και καταχθόνιας Αφρικής. Η Σφίγγα είναι εξαδέλφη της και μιλάνε την ίδια γλώσσα, αλλά είναι πιο αρχαία από τη Σφίγγα και θυμάται αυτά που εκείνη είχε ξεχάσει..
.jpg)

Σ' αυτό το ασυνήθιστο καραβάνι υπήρχε ένα μικρό αγόρι που δεν είχε πατέρα και μητέρα παρά μόνον ένα μικρούτσικο μαύρο γατάκι που αγαπούσε πολύ. Η πανούκλα δεν είχε φανεί ευγενική μαζί του, αλλά του είχε αφήσει αυτό το μικρό μαλιαρό πράγμα για να απαλύνει τη θλίψη του. Και όταν κανείς είναι πολύ μικρός μπορεί να βρει μεγάλη ανακούφιση στα ζωηρά καμώματα ενός μικρού μαύρου γατιού. Έτσι το αγόρι, που οι μελαψοί άνθρωποι φώναζαν Μένες, χαμογελούσε πιο συχνά απ' ό,τι έκλαιγε καθώς έπαιζε με το χαριτωμένο γατάκι του στα σκαλιά μιας παράξενα ζωγραφισμένης άμαξας.
Την τρίτη μέρα της παραμονής των περιπλανώμενων στην Ούλθαρ, ο Μένες δεν μπορούσε να βρει το γατάκι του και, καθώς έκλαιγε δυνατά με λυγμούς στην αγορά, κάποιοι χωρικοί του μίλησαν για το γέρο και τη γυναίκα του και για τις φωνές που ακούγονταν τη νύχτα. Όταν άκουσε αυτά τα πράγματα, οι λυγμοί του μετατράπηκαν σε περισυλλογή και τελικά σε προσευχή. Ύψωσε τα χέρια του προς τον ήλιο και προσευχήθηκε σε μια γλώσσα που κανένας χωρικός δεν μπορούσε να καταλάβει, μια και η προσοχή τους ήταν κυρίως στραμμένη προς τον ουρανό και τα περίεργα σχήματα που έπαιρναν τα σύννεφα. Ήταν πολύ παράξενο, αλλά καθώς το μικρό αγόρι έλεγε την παράκλησή του φαινόταν να σχηματίζονται ψηλά οι θολές νεφελώδεις φιγούρες εξωτικών πραγμάτων, υβριδικών πλασμάτων στεφανωμένων με δίσκους που τους πλαισίωναν κέρατα. Η φύση είναι γεμάτη με τέτοιες οπτικές απάτες για να εντυπωσιάζει τους ευφάνταστους.

Έτσι, η Ούλθαρ πήγε να κοιμηθεί μάταια οργισμένη και, όταν οι άνθρωποι ξύπλησαν την αυγή, ιδού, κάθε γάτα είχε επιστρέψει στη συνηθισμένη της εστία! Μικρές και μεγάλες, μαύρες, γκρίζες, ραβδωτές, κίτρινες και άσπρες, δεν έλειπε καμία. Πολύ καλοθρεμμένες και παχιές εμφανίστηκαν οι γάτες και έβγαζαν γουργουρητά ευχαρίστησης. Οι πολίτες μιλούσαν μεταξύ τους για το γεγονός και δεν ήταν λίγος ο θαυμασμός τους. Ο γερο-Κράνον επέμενε πάλι ότι ήταν οι μελαψοί άνθρωποι που τις είχαν πάρει, μια και οι γάτες δεν επέστρεφαν ποτέ ζωντανές από την καλύβα του γέρου και της γυναίκας του. Αλλά όλοι συμφώνησαν σε ένα πράγμα: η άρνηση κάθε γάτας να φάει το κρέας της ή να πιει το γάλα της ήταν εξαιρετικά περίεργη. Για δυο ολόκληρες μέρες οι καλοθρεμμένες και τεμπέλικες γάτες της Ούλθαρ δεν άγγιζαν κανένα φαγητό, παρά μόνον κοιμούνταν, στον ήλιο ή κοντά στη φωτιά.
Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα προτού οι χωρικοί παρατηρήσουν ότι το σούρουπο δεν άναβε κανένα φως στα παράθυρα της καλύβας κάτω από τα δέντρα. Μετά, ο λιπόσαρκος Νιθ παρατήρησε ότι κανένας δεν είχε δει το γέρο ή τη γυναίκα του από τη νύχτα που έφυγαν οι γάτες. Αφού πέρασε άλλη μια βδομάδα, ο δήμαρχος αποφάσισε ότι ήταν καθήκον του να ξεπεράσει τους φόβους του και να επισκεφθεί την παράξενα σιωπηλή κατοικία. Ήταν βέβαια, αρκετά προσεκτικός ώστε να πάρει μαζί του για μάρτυρες τον Σανγκ το σιδερά και τον Θαλ τον πετρά. Το μόνο που βρήκαν όταν έσπασαν την εύθραστη πόρτα ήταν δύο καθαροί ανθρώπινοι σκελετοί πάνω στο χωμάτινο πάτωμα και μερικά ασυνήθιστα σκαθάρια να έρπουν στις σκοτεινές γωνίες.
Στη συνέχεια, πολλά λέγονταν ανάμεσα στους πολίτες της Ούλθαρ. Ο Ζαθ ο δικαστικός διαφωνούσε με τον Νιθ το λιπόσαρκο συμβολαιογράφο και όλοι κατέκλυζαν με ερωτήσεις τον Κράνον, τον Σανγκ και τον Θαλ. Ρωτούσαν ακόμα και το μικρό Ατάλ, το γιο του πανδοχέα, και του έδωσαν για ανταμοιβή ένα ζαχαρωτό. Μιλούσαν για το γερο-χωρικό και τη γυναίκα του, για το καραβάνι με τους μελαψούς περιπλανώμενους, για το μικρό Μένες και τον ουρανό κατά τη διάρκεια της προσευχής του, γι' αυτά που έκαναν οι γάτες τη νύχτα που έφυγε το καραβάνι και γι' αυτά που βρέθηκαν αργότερα στην καλύβα κάτω από τα σκοτεινά δέντρα στην απωθητική αυλή.
Και στο τέλος, οι πολίτες ψήφισαν τον αξιοσημείωτο αυτό νόμο, για τον οποίο μιλάνε οι έμποροι στη Χάθεγκ και ο οποίος συζητιέται από τους ταξιδιώτες στη Νιρ, δηλαδή ότι στην Ούλθαρ κανένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να σκοτώσει γάτα.
H. P. Lovecraft ( Xάουαρντ Φίλιπ Λάβκραφτ)
σε μτφ Αλίκης Ακοντίδου
εκδ Κάκτος 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου