Τρίτη 31 Μαΐου 2016

"Τα όνειρα του Αϊνστάιν''

  
[...]
Ας υποθέσουμε ότι ο χρόνος είναι κυκλικός., ότι αναδιπλώνεται και κλείνει στον εαυτό του. Ο κόσμος επαναλαμβάνεται με ακρίβεια, χωρίς σταματημό·

Οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι θα ζήσουν τα ίδια πράγματα πάλι και πάλι. Οι έμποροι δεν ξέρουν ότι θα κλείσουν την ίδια δουλειά ξανά και ξανά. Οι πολιτικοί δεν ξέρουν ότι θα εκφωνήσουν τον ίδιο λόγο απ το ίδιο βήμα άπειρες φορές μέσα στους κύκλους του χρόνου. Οι γονείς βλέπουν το πρώτο γέλιο του παιδιού τους σαν κάτι το ανεκτίμητο, λες και δεν πρόκειται να το ξανακούσουν ποτέ. Οι αγαπημένοι που οδεύουν για πρώτη φορά προς τον έρωτα γδύνονται συνεσταλμένα και νιώθουν έκπληξη στη θέα του χυτού ποδιού, της εύθραυστης θηλής. Και πώς να ξέρουν ότι το κάθε κρυφοκοίταγμα, το κάθε άγγιγμα θα επαναληφθεί ξανά και ξανά και ξανά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και πριν; 
... Απλώς δεν μπορούν να ξέρουν -όπως ακριβώς ένα μυρμήγκι που περπατά στο χείλος ενός στρογγυλού κρυστάλλινου πολύφωτου δεν μπορεί να ξέρει ότι θα επιστρέψει εκεί απ' όπου ξεκίνησε.





[...]

Σ' αυτό τον κόσμο, ο χρόνος μοιάζει σαν μικρή φλέβα νερού που εκτρέπεται κάθε τόσο από κάποιο βοτσαλάκι ή από το σποραδικό φύσημα του ανέμου. Πού και πού, ένα από τα παρακλάδια της φλέβας του χρόνου αναγκάζεται να ξεστρατίσει εξαιτίας κάποιας κοσμικής διαταραχής- γυρίζει λοιπόν πίσω και συμβάλλει και πάλι με το κυρίως ρεύμα. Κι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τα πουλιά, το χώμα, οι άνθρωποι που παγιδεύονται στο διακλαδισμένο ρεύμα γυρίζουν ξαφνικά πίσω στο χρόνο. 
Εύκολα αναγνωρίζει κανείς τους ανθρώπους που ταξίδεψαν στο παρελθόν. 
Τα ρούχα τους είναι σκουρόχρωμα και εντελώς ίδια. Περπατούν στις μύτες, πασχίζουν να μη βγάλουν ούτε έναν ήχο, τρέμουν μήπως λυγίσουν έστω κι ένα φυλλαράκι απ' το γρασίδι. 
Κι όλα αυτά επειδή φοβούνται ότι το καθετί που θα αλλάξουν στο παρελθόν ίσως επηρεάσει δραστικά το μέλλον.



[...]

Σ' αυτόν τον κόσμο βλέπει κανείς αμέσως ότι κάτι πάει στραβά. Σχεδόν δεν υπάρχουν σπίτια στις κοιλάδες ή τις πεδιάδες. Όλοι ζουν ψηλά στα βουνά.

Κάποτε, πάει καιρός, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι όσο απομακρύνεται κανείς από το κέντρο της Γης τόσο πιο αργά κυλάει ο χρόνος. Κοντά στην επιφάνεια της Γης, βέβαια, η επίδραση του ύψους είναι απειροελάχιστη, μπορεί όμως να μετρηθεί με εξαιρετικά ευαίσθητα όργανα. Μόλις έγινε γνωστό το φαινόμενο, μερικοί που φλέγονταν από τον πόθο να νουν νέοι ανέβηκαν στα βουνά. Τώρα, όλα τα σπίτια χτίζονται στο Ντομ, στο Μάττερχορν, στο Μόντε Ρόζα και στις άλλες ψηλές περιοχές. Στις χαμηλότερες ζώνες κανένα σπίτι δεν πουλιέται πια.

Πολλοί πάντως δεν αρκούνται να κατοικούν στο βουνό. Για να εκμεταλλευτούν στο έπακρο το φαινόμενο, έχτισαν τα σπίτια τους πάνω σε πασσάλους. Σε κάθε γωνιά του κόσμου, οι βουνοκορφές είναι σπαρμένες με τέτοια σπίτια, που από μακριά μοιάζουν σαν παχουλά περιστέρια στηριγμένα πάνω σε μακριά ισχνά πόδια.
Οι πιο παθιασμένοι με την ιδέα της μακροζωίας χτίζουν τα σπίτια τους σε ψηλότερους πασσάλους. Μερικά σπίτια μάλιστα στέκουν κοντά ένα χιλιόμετρο πάνω από το έδαφος, τα ξύλινα πόδια τους θυμίζουν οδοντογλυφίδες. Το ύψος έγινε τεκμήριο κοινωνικής καταξίωσης. Όποιος είναι αναγκασμένος να κοιτάξει προς τα πάνω για να δει το γείτονα. του από το παράθυρο της κουζίνας του, πιστεύει ότι ο γείτονας του θα νιώσει τις αρθρώσεις του να πονούν αργότερα απ' ό,τι ο ίδιος, θα δει τα μαλλιά του να πέφτουν αργότερα, θα ρυτιδιάσει επίσης αργότερα, και βέβαια δεν θα χάσει την ερωτική του επιθυμία τόσο γρήγορα.
Και φυσικά, όποιος χαμηλώνει το βλέμμα του για να δει κάποιο άλλο σπίτι, εύκολα θα περιφρονήσει τους ενοίκους του, θα τους χαρακτηρίσει ξοφλημένους, αδύναμους και κοντόφθαλμους. Ορισμένοι παινεύονται πως έζησαν όλη τους τη ζωή στα ψηλά, ότι γεννήθηκαν στο ψηλότερο σπίτι της ψηλότερης βουνοκορφής και ποτέ δεν κατέβηκαν από κει. 
Απολαμβάνουν τη νιότη τους μπροστά στον καθρέφτη και περιφέρονται στα μπαλκόνια τους ολόγυμνοι.

[...]


Φανταστείτε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι ζουν μόνο για μία ημέρα. 
Είτε ο ρυθμός της καρδιάς και της αναπνοής τους έχει επιταχυνθεί τόσο ώστε μια ολόκληρη ζωή να συμπιέζεται στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Γη για να στραφεί γύρω από τον άξονα της μία φορά, είτε η κίνηση της Γης γύρω από τον εαυτό της έχει επιβραδυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε μία πλήρης περιστροφή να διαρκεί όσο και μία ολόκληρη ανθρώπινη ζωή -όποια ερμηνεία κι αν διαλέξει κανείς, θα είναι σωστή. 
Και στις δύο περιπτώσεις, κάθε άντρας και κάθε γυναίκα βλέπει μία ανατολή και ένα ηλιοβασίλεμα.

Σ' αυτόν τον κόσμο, ουδείς ζει αρκετά ώστε να παρακολουθήσει την εναλλαγή των εποχών. 
Andre Kertesz
Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβριο σε μια οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης δεν πρόκειται να δει ποτέ τον υάκινθο, τον κρίνο, το αστράκι, το κυκλάμινο, το εντελβάις, δεν θα δει ποτέ τα φύλλα του σφενταμιού να κοκκινίζουν και να χρυσίζουν, δεν θα ακούσει ποτέ τα τριζόνια και τ' αηδόνια. 
Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβριο θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στο κρύο. Αντίστοιχα, κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο δεν θα νιώσει ποτέ τις νιφάδες του χιονιού πάνω στα μαγουλά του, δεν θα δει ποτέ το κρύσταλλο της παγωμένης λίμνης, δεν θα ακούσει ποτέ το τρίξιμο που κάνουν οι μπότες όταν σέρνονται πάνω στο φρέσκο χιόνι. Κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στη ζέστη. 

Την ανομοιομορφία των εποχών την πληροφορούνται οι άνθρωποι από τα βιβλία.



[...]

Δυο άντρες προσπερνούν, με τις εφημερίδες τους παραμάσχαλα. Τριακόσια μέτρα νοτιότερα, ένα αηδόνι πετάει τεμπέλικα πάνω από τον Ααρ.
Ο κόσμος σταματάει.
Το στόμα του φούρναρη μένει ακίνητο στη μέση της φράσης. Το βήμα του παιδιού μένει μετέωρο, η μπάλα κρέμεται στον αέρα. Ο άντρας και η γυναίκα πετρώνουν κάτω από την καμάρα. Οι δύο άντρες μαρμαρώνουν. η συζήτηση τους κόβεται, όπως όταν η βελόνα ενός φωνόγραφου σηκώνεται ψηλά. Το πουλί παύει να πετάει και μένει ακίνητο πάνω από το ποτάμι σαν μετέωρο κομμάτι σκηνικού.

Ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου αργότερα, ο κόσμος ξαναξεκινάει.
Ο φούρναρης συνεχίζει να αγορεύει σαν να μη συνέβη τίποτε. Το παιδί τρέχει πίσω από την μπάλα. Ο άντρας και η γυναίκα έρχονται ακόμη πιο κοντά. Οι δύο άντρες συνεχίζουν να συζητούν για τις πρόσφατες αυξήσεις στην τιμή του βοδινού. Το αηδόνι φτεροκοπάει και συνεχίζει να διαγράφει ένα τόξο πάνω από τον Ααρ.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο κόσμος ξανασταματάει. Έπειτα ξαναξεκινάει. Σταματάει. Ξεκινάει.

Τι σόι κόσμος είναι αυτός; Εδώ ο χρόνος δεν είναι συνεχής, αλλά ασυνεχής. Ο χρόνος είναι σαν τις ίνες των νεύρων: από μακριά φαίνεται ενιαίος, από κοντά όμως βλέπει κανείς πως είναι κομματιασμένος, με μικροσκοπικά χάσματα ανάμεσα στις ίνες. Η νευρική δράση διατρέχει ένα τμήμα του χρόνου, σταματάει απότομα, κοντοστέκεται, υπερπηδά το κενό και συνεχίζει στο γειτονικό τμήμα.
Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο θα έπρεπε να μεγεθυνθεί και να κατακερματιστεί σε χίλια κομμάτια, και το καθένα απ' αυτά σε άλλα χίλια, προτού αντιληφθεί κανείς την απουσία ενός και μόνο τέτοιου κομματιού. Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε τα χάσματα ανάμεσα στα τμήματά του είναι ανεπαίσθητα. Έπειτα από κάθε επανέναρξη του χρόνου, ο νέος κόσμος μοιάζει πολύ με τον παλιό. Οι θέσεις και οι κινήσεις των σύννεφων μοιάζουν ακριβώς ίδιες, το ζύγιασμα των πουλιών, η ροή των συζητήσεων, οι σκέψεις.
Τα επιμέρους τμήματα του χρόνου συνταιριάζονται σχεδόν τέλεια, αλλά όχι απόλυτα.
Κάπου κάπου προκύπτουν πολύ μικρές μετατοπίσεις.

Για παράδειγμα, σήμερα Τρίτη στη Βέρνη, ένας άντρας και μια γυναίκα, κοντά στα τριάντα κι οι δύο, στέκονται κάτω από έναν φανοστάτη στην Γκέρμπερνγκάσσε.
Γνωρίστηκαν πριν από ένα μήνα.
Εκείνος την αγαπάει τρελά, όμως φοβάται την αγάπη επειδή κάποτε μια άλλη γυναίκα τον παράτησε χωρίς προειδοποίηση, κι αυτό τον τσάκισε. Αυτή τη φορά πρέπει να είναι βέβαιος. Παρατηρεί βουβός το πρόσωπο της γυναίκας, αποζητά παρακλητικά τα αληθινά της αισθήματα, ψάχνει για το πιο μικρό σημάδι, το πιο ελαφριό παίξιμο του φρυδιού της, το πιο αχνό κοκκίνισμα στα μάγουλα της, την υγρή λάμψη των ματιών της.

Στα αλήθεια, κι εκείνη τον αγαπάει το ίδιο, δεν μπορεί όμως να εκφράσει την αγάπη της με λόγια.
Κι έτσι του χαμογελάει, ανυποψίαστη για τους φόβους του.

Καθώς στέκονται κάτω από το φανοστάτη, ο χρόνος σταματάει και ξαναρχίζει.
Κι ύστερα, τα κεφάλια τους έχουν ακριβώς την ίδια κλίση όπως και πριν, τα χτυποκάρδια τους διαγράφουν κύκλους με απαράλλαχτο τρόπο. Όμως κάπου μέσα στις βαθιές λίμνες του νου της γυναίκας εμφανίστηκε μια αχνή σκέψη που δεν υπήρχε πριν. Η νεαρή γυναίκα ανασκαλεύει αυτή τη νέα σκέψη μέσα στο ασυνείδητο της, και την ίδια στιγμή μια αδιόρατη κενότητα διαγράφεται στο χαμόγελο της.
Αυτή την υποψία δισταγμού δεν θα μπορούσε να την αντιληφθεί κανένας, παρά μόνο εκείνος που θα την αναζητούσε με τη μεγαλύτερη προσοχή. Κι όμως, ο επίμονος νεαρός την πρόσεξε και την ερμήνευσε σαν το σημάδι που περίμενε. Λέει στη νεαρή ότι δεν μπορεί να την ξαναδεί, επιστρέφει στο μικρό του διαμέρισμα στην Τσόιγκχαουσγκάσσε, αποφασίζει να μετακομίσει στη Ζυρίχη και να δουλέψει στην τράπεζα του θείου του.
Η γυναίκα αφήνει πίσω της το φανοστάστη της Γκέρμπερνγκάσσε, γυρίζει σπίτι της με αργό βήμα κι αναρωτιέται γιατί δεν την αγάπησε εκείνος...


Edvard Munch


[...]
Σ’ αυτόν τον κόσμο συνυπάρχουν δύο χρόνοι. Ένας χρόνος μηχανικός και ένας σωματικός.
Ο πρώτος είναι άκαμπτος και μεταλλικός,σαν ένα τεράστιο σιδερένιο εκκρεμές που αιωρείται πέρα δώθε,πέρα δώθε,πέρα δώθε. Ο δεύτερος στριφογυρίζει και σπαρταράει σαν χρυσόψαρο έξω από τη γυάλα. Ο πρώτος είναι αδυσώπητος,προκαθορισμένος. Ο δεύτερος αμφιταλαντεύεται και παίρνει τις αποφάσεις του καθ’ οδόν.
Πολλοί είναι πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχει μηχανικός χρόνος.
[…]
 Φορούν ρολόγια στα χέρια τους,όμως μόνο ως διακοσμητικά ή από ευγένεια προς όσους επιμένουν να κάνουν τέτοια δώρα. Στο σπίτι τους δεν έχουν ρολόγια. Προτιμούν να ακούνε τους χτύπους της καρδιάς τους. Βιώνουν τους ρυθμούς των διαθέσεων και των πόθων τους. Τρώνε όποτε πεινάσουν,πηγαίνουν στη δουλειά τους όποτε ξυπνήσουν,κάνουν έρωτα όλες τις ώρες της ημέρας. Και βέβαια γελούν στη σκέψη του μηχανικού χρόνου. Ξέρουν πως ο χρόνος κυλά μια έτσι και μια αλλιώς. Ξέρουν πως ο χρόνος αγωνίζεται να προχωρήσει φορτωμένος με ένα βαρίδι δυο τόνων όταν τρέχουν με το πληγωμένο παιδί τους στο νοσοκομείο ή πρέπει να υπομείνουν το βλέμμα ενός δύστροπου γείτονα. Κι ακόμη,ξέρουν πως ο χρόνος χάνεται από τα μάτια τους σαν αστραπή όταν περνούν όμορφα με τους φίλους τους,δέχονται επαίνους ή φωλιάζουν στην αγκαλιά μιας κρυφής αγάπη.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που πιστεύουν ότι αυτό που δεν υπάρχει είναι το σώμα τους. Η ζωή τους υπακούει στο μηχανικό χρόνο. Σηκώνονται το πρωί στις επτά. Τρώνε μεσημεριανό στις δώδεκα και βραδινό στις έξι. Φτάνουν σε κάθε ραντεβού στην ώρα τους, πιστοί στις προσταγές του ρολογιού τους. Κάνουν έρωτα μεταξύ οκτώ και δέκα το βράδυ. Δουλεύουν σαράντα ώρες κάθε εβδομάδα,διαβάζουν την εφημερίδα τους κάθε Κυριακή,παίζουν σκάκι κάθε Τρίτη βράδυ. Όταν γουργουρίζει το στομάχι τους, κοιτάζουν το ρολόι τους για να δουν αν είναι ώρα για φαγητό. Αν βρεθούν σε ένα κονσέρτο και κινδυνέψουν να απορροφηθούν από τη μουσική,κοιτάζουν το ρολόι πάνω από  τη σκηνή για να δουν σε πόση ώρα πρέπει να επιστρέψουν σπίτι.
[...]
Ο κάθε χρόνος είναι αληθινός,όμως οι αλήθειες τους δεν είναι οι ίδιες.


αποσπάσματα από το βιβλίο του Alan Lightman  "Τα όνειρα του Αϊνστάιν''
εκδ. Κάτοπτρον





"Δέκα λεπτά μετά τις έξι, σύμφωνα με το αθέατο ρολόι του τοίχου.
 Λεπτό με λεπτό, καινούργιες φιγούρες διαγράφονται. Στο ισχνό φως του δωματίου, ο νεαρός υπάλληλος του γραφείου ευρεσιτεχνιών είναι ακόμη σωριασμένος στην καρέκλα του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του. Τους τελευταίους μήνες, από τα μέσα του Απριλίου και μετά, είδε πολλά όνειρα για το χρόνο. Τα όνειρα κατακυρίευσαν την έρευνά του, τον εξάντλησαν τόσο ώστε κάποιες στιγμές δεν ήξερε αν ήταν ξύπνιος ή αν κοιμόταν.
Αλλά τώρα πια τα όνειρα τελείωσαν. Η φύση του χρόνου θα μπορούσε να πάρει πολλές μορφές, εκείνες που ονειρεύτηκε σε ισάριθμες νύχτες.  μονάχα μία όμως φαντάζει επιτακτική.
Όχι ότι οι άλλες είναι αδύνατες.
Θα μπορούσαν να υπάρξουν, σε άλλους κόσμους όμως.".





Το βιβλίο αριθμεί λιγότερο από 160 σελίδες. 
Έχει 33 κεφάλαια, τα οποία περικλείονται από πρόλογο και επίλογο. Ο πρόλογος και ο επίλογος περιγράφουν τα πρώτα λεπτά του Αϊνστάιν στο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών την ημέρα ακριβώς που δημοσιεύτηκε η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας. 
Από τα 33 κεφάλαια, τα τρία περιγράφουν στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής του Αϊνστάιν στη Βέρνη και την παρέα του με τον Μισέλ Μπέσσο. 
(Ανοίγω μεγάλη παρένθεση. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο Μπέσσο, ο Αϊνστάιν έστειλε επιστολή στην οικογένειά του, στην οποία έγραψε το περίφημο «Τώρα ο Μπέσσο έχει αναχωρήσει από αυτόν τον παράξενο κόσμο λίγο πριν από μένα. Αυτό δεν σημαίνει κάτι. Άνθρωποι σαν κι εμάς που πιστεύουμε στη φυσική, γνωρίζουμε ότι η διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι μόνο μια πεισματάρικα επίμονη ψευδαίσθηση». Κλείνει η παρένθεση). 
Τα υπόλοιπα τριάντα κεφάλαια περιγράφουν αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως όνειρα του Αϊνστάιν.
 Κάθε κεφάλαιο είναι ολιγοσέλιδη περιγραφή μιας πόλης (που έμμεσα δείχνει πως είναι η Βέρνη, αν και όχι πάντα) και στην οποία συμβαίνει κάτι παράξενο, κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Όσοι γνωρίζουν την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, έστω ακροθιγώς, σε κάποιες περιγραφές θα αναγνωρίσουν μια τραβηγμένη στα όρια εφαρμογή της στην καθημερινότητα. 
Λόγου χάριν, σε ένα κεφάλαιο περιγράφεται μια πόλη όπου τα πάντα κινούνται αενάως. Όταν λέω τα πάντα, εννοώ και όλα τα κτήρια. Αυτό γίνεται σε μια προσπάθεια να κερδηθεί χρόνος (θυμίζω: όσο πιο γρήγορα κινείσαι, τόσο πιο αργά ρέει ο χρόνος για σένα). Άρα πιο πετυχημένος δεν είναι αυτός που έχει το καλύτερο ή το μεγαλύτερο σπίτι, αλλά το γρηγορότερο. Σε άλλο κεφάλαιο έχουμε αντίθετη ροή του χρόνου, σε άλλο ζωή χωρίς δυνατότητα μέτρησης του χρόνου, ή με διαφορετική ροή από πόλη σε πόλη. 
Γενικά το βιβλίο δείχνει τη σχέση εξάρτησης των ανθρώπων από το χρόνο. 

Σε κάθε περίπτωση κλείνει το κεφάλαιο με μια θλιβερή διαπίστωση. 
Για παράδειγμα, στο τέλος του δέκατου κεφαλαίου, στο οποίο περιγράφει την παγίδευση στον χρόνο, τελειώνει ως εξής: 

«Η τραγωδία αυτού του κόσμου είναι ότι οι πάντες είναι μόνοι. 
Δεν μπορείς να μοιραστείς με το παρόν μια ζωή πιασμένη από το παρελθόν. 
Κάθε άνθρωπος που κολλάει στο παρελθόν μένει μονάχος.»





Το σχόλιο , υπογράφει ο Γεροτάσος  στο περιοδικό Mετα4four Νοέμβριος 201
3





Ο Άλαν Λάιτμαν γεννήθηκε στο Μέμφις του Τεννεσσί το 1948
και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια.
Ανάμεσα στα βιβλία του, που έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες, περιλαμβάνονται τα λογοτεχνικά έργα: Τα όνειρα του Αϊνστάιν (1993), Ο καλός Μπενίτο (1995), Χορός για δύο (1996), καθώς και σημαντικά επιστημονικά βιβλία.
Από το 1989 είναι καθηγητής αστροφυσικής στο ΜΙΤ, ενώ κατέχει την έδρα ανθρωπιστικών σπουδών John E. Burchard στο ίδιο ίδρυμα.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου