Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Και τι δε θα ‘δινα..


Και τι δε θα ‘δινα να μου ‘ρχόταν στη μνήμη
κείνος ο χωματόδρομος με τις ξερολιθιές
κι ένας ψηλός καβαλάρης ν’ ανατέλλει ξημερώνοντας
(με το φαρδύ και τριμμένο του πόντσο)
κάποια μέρα στις μέρες του κάμπου,
κάποια μέρα όπως όλες.




Και τι δε θα ‘δινα να μου ‘ρχόταν στη μνήμη
η μητέρα μου κοιτώντας τα χαράματα
στο κτήμα της Σάντα Ιρένε,
δίχως να ξέρει ότι τ’ όνομά της θα γινόταν Μπόρχες.


Και τι δε θα ‘δινα για κείνη τη μνήμη
πως πολεμούσα λέει στη Σεπέδα
και είδα τον Εστανίσλαο δελ Κάμπο
να χαιρετάει το πρώτο βόλι
με την έξαψη του θάρρους.

Και τι δε θα ‘δινα να θυμηθώ
μια εξώπορτα στο απόμερο σπίτι
που κάθε βράδυ άνοιγε ο πατέρας μου
προτού παραδοθεί στον ύπνο
και που την άνοιξε για τελευταία φορά
στις δεκατέσσερις Φεβρουαρίου του ’38.
Και τι δε θα ‘δινα να μου ‘ρχόταν στη μνήμη
τα καράβια του Χένγκιστ
καθώς σηκώναν άγκυρες από τις αμμουδιές της Δανίας
για να κυριεύσουν ένα νησί
που δεν ήταν ακόμα η Αγγλία.

Και τι δε θα ‘δινα να θυμηθώ
(κάποτε τον θυμόμουν μα τώρα πια όχι)
έναν πίνακα χρυσαφί του Τέρνερ,
αχανή σαν τη μουσική.

Και τι δε θα ‘δινα να μου ‘ρχόταν η μνήμη
πως ακούω τη φωνή του Σωκράτη
που, εκείνο το απόβραδο, πίνοντας το κώνειο
εξέταζε γαλήνιος το πρόβλημα
της αθανασίας
εναλλάσσοντας συλλογισμούς και μύθους
καθώς ο θάνατος σκαρφάλωνε κυανός
από τα παγωμένα κιόλας πόδια του.


 


Και τι δε θα ‘δινα να θυμηθώ
που μου ‘χες πει πως μ’αγαπούσες
κι εγώ δεν είχα κλείσει μάτι ως το πρωί
έτσι κατάπληκτος, κι ευτυχισμένος.




Χόρχε Λουίς Μπόρχες  
Ελεγεία της ανέφικτης ανάμνησης
[μτφ: Δημ. Καλοκύρης]


πίνακες  J. M. W. Turner  (1775–1851)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου