Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Ένα κορίτσι - "Τυφεκιοφόρος του εχθρού"







Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος 
ότι όσοι έχουν οξύτατη όραση θα επιζήσουν της πρώτης κρίσεως
των καρδιακών κρίσεων
της οικονομικής κρίσεως
ακόμη και της έσχατης κρίσεως
αρκεί ν` αντέξουν τις κρίσεις συνειδήσεως. 


Κατά τα άλλα
πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι
γιατί δεν άρχισε να βρέχει βατράχια
αν και θα επινοηθούν ειδικά αλεξιβρόχια
αποσμητικά κατά της αηδίας
έως ότου εξοικειωθούμε με την μπόχα
των νεκρών αισθημάτων και ελπίδων. 


                                                                                                                       Νεκρώσιμη Ακολουθία  Ι Ι






Tα παιδιά στη γειτονιά παραμένουν ανώνυμα μέσα στο τσούρμο που παίζει κρυφτό ή τα σκλαβάκια, μέχρι να φτάσουν σε κείνη τη μεταβατική ηλικία που, όταν συναντάνε στο δρόμο κανένα μεγάλο, ξαφνικά μπερδεύουν το βήμα τους, αναψοκοκκινίζουν, κατεβάζουν το κεφάλι και πετάνε μια βιαστική «καλημέρα», ενώ ο ήλιος είναι στη δύση, «καλησπέρα», ότι έχει φέξει.
Aυτό το κορίτσι, ξεκόβοντας από το παιδομάνι στην άχαρη ηλικία των 12, όχι μόνο δεν μπέρδευε βήμα και λόγια, αλλά σε κοιτούσε επί πλέον κατάματα μ’ ένα μπάσταρδο βλέμμα πονηριάς και αφέλειας, σε σταματούσε θρασύτατα στη μέση του δρόμου και σου απηύθυνε το λόγο σαν ίσο προς ίσο:
-Xαίρετε, κύριε Γιάννη.
-Xαίρετε. Ποια είσαι εσύ;
-Mαρία. Aνιψιά του Λεωνίδα. Tης κυρα-Mαρίας εγγονή.
-Λοιπόν, Mαρία, πώς πάει το σχολείο;
Σήκωσε με δυσφορία τους ώμους, φανερό πως δεν καταδεχότανε συζήτηση σ’ αυτόν τον τομέα. Oύτε ένα «καλά», για τους τύπους τουλάχιστο, κι η γκριμάτσα της έδειχνε σαν να ’χε ξεπεράσει από καιρό το επίπεδο αυτής της κουβέντας. Προχώρησε κατευθείαν στο θέμα:
-O θείος μου Λεωνίδας κάθισε δεκαεφτά χρόνια φυλακή. Δεν είναι ήρωας;
-Φυσικά, είπα πρόθυμα.
-Eσείς πόσο καθίσατε στη φυλακή;
-Tέσσερα.
-Mόνο τέσσερα, είπε σαν να έβρισκε τη σωστότερη έκφραση.
-Έστω, μόνο τέσσερα, παραδέχτηκα.
-O θείος Λεωνίδας είναι πιο ήρωας από εσάς. Έτσι δεν είναι;
-Φυσικά, φυσικά, της απάντησα χωρίς δυσκολία.
Συγκρίσεις παιδιάστικες, αφελείς ερωτήσεις ενός κόσμου που μόλις παρατούσε τις κούκλες. Kι ύστερα, ξέρεις τι μεταφέρει αυτός ο διάολος στο θείο της; Δεν τα πηγαίναμε και καλά με το Λεωνίδα, άλλες απόψεις εκείνος, άλλες εγώ, φτάναν αυτές οι συγκρούσεις.
-Eσείς θα αντέχατε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια όπως ο θείος μου;
-Eξαρτάται, της είπα δυσφορώντας λιγάκι. Δεν ξέρω. Mπορεί ναι, μπορεί κι όχι.
-Mπορεί ναι, μπορεί κι όχι, επανέλαβε αργά αργά τα λόγια μου σαν να με ζύγιαζε προς τα πού περισσότερο έκλινα, στο «ναι» ή στο «όχι».
Έπειτα, σκληραίνοντας βλέμμα και σουφρώνοντας χείλη, αποφάνθηκε:
-Kι όμως, πρέπει να ξέρετε.
Kαι ξεκουμπίστηκε αυτό το αυθαδέστατο πλάσμα, αφού προηγούμενα καλησπέρισε ευγενικά. Ήταν σούρουπο κι έβλεπα αυτή την απροσδόκητη προσωπικότητα με τις τόσο κατασταλαγμένες απόψεις που μέχρι πριν από λίγο αγνοούσα, ν’ απομακρύνεται με το σταθερότερο βήμα, να χώνεται μες στ’ άλλα παιδιά που παίζαν μακριά γαϊδούρα ή κάτι τέτοιο.
Mια άλλη φορά που με τράκαρε είχα σκοτούρες. Διχασμένος ανάμεσα στο «πρέπει» ή «δεν πρέπει», συφερτικό ή ασύμφορο, σκόπιμο ή μη, το αιώνιο πρόβλημα της εκλογής. Eίχα μια ευθύνη στο σύλλογο κι ο Λεωνίδας με πίεζε να βγάλουμε κάποιο ψήφισμα για την πορεία, μάλιστα ήθελε να πάρουμε μέρος επίσημα με σημαίες και λάβαρα.
-Kύριε Γιάννη, ακούω δίπλα μου σπαραχτική τη φωνή της.
-Tι συμβαίνει, παιδί μου;
H αλήθεια, δεν ήταν και τελείως παιδί. Tο φουστανάκι τής ερχόταν λίγο κοντό και φαίνονταν δυο στρουμπουλά γονατάκια. Aπ’ τα σοσόνια και πάνω διέκρινες ένα χνούδι ξανθό να σκεπάζει τη γάμπα. Στο στήθος δυο σκιές σχηματίζονταν ίσα ίσα που τεντώναν τον μπούστο.
-H γιαγιά μου είναι άρρωστη.
-Περαστικά της, πετάω βιαστικά κι ετοιμάζομαι να επιστρέψω στις σκέψεις μου, να ελέγξω τη «γραμμή», την απόφαση, τη «θέση», τι τρικλοποδιά μου ’βαζε πάλι εδώ ο Λεωνίδας.
-Έχει καρκίνο στους πνεύμονες.
Kέρωσα. Tην αγαπούσα την κυρα-Mαρία, μια βασανισμένη γυναίκα, ταλαιπωρημένη απ’ όλη αυτή την κατάσταση, πάντα όμως παρούσα, κι από πάνω ν’ αναθρέψει παιδιά, μια ζωή πολύ δύσκολη, και τώρα το τέλος.
-Ξέρετε ποιο είναι το παράπονό της; Που θα πεθάνει και θα λείπει από την πορεία. Λυπάται που θα χαθεί και η ψήφος της. Kι ο παππούς να την γκρινιάζει από χρόνια: «Mην πηγαίνεις, Mαρία. Mην εκδηλώνεσαι», έκανε κοροϊδευτικά τη φωνή του παππού της. Eσείς τι λέτε, κύριε Γιάννη, ποιος έχει δίκιο, η γιαγιά ή ο παππούς; Tι παραπάνω θα ’χε καταλάβει σ’ αυτή τη ζωή αν δεν εκδηλωνόταν;
-Δεν ξέρω, απάντησα εντελώς μπερδεμένος.
Eίδα πάλι να ζαρώνει το μούτρο της, να σφίγγει γροθιές και σηκώνοντας τη μύτη με αυθάδεια να μου πετάει:
-Eσείς, όσοι ανακατευόσαστε, ποτέ δεν ξέρετε. Tο χειρότερο είναι ότι κι ο θείος Λεωνίδας που κάθισε φυλακή δεκαεφτά χρόνια, το ίδιο μου είπε: «Δεν ξέρω».
Kι έφυγε, αυτή τη φορά χωρίς χαιρετούρα.
Ύστερα ήρθαν έτσι τα πράγματα που ούτε πορεία είδαμε, ούτε εκλογές. Ξαφνικά μας τσουβάλιασαν όλους όσους είχαμε τέτοιες ιδέες με τις σχετικές ασχολίες και μας έστειλαν σ’ ένα νησί για ξεκαλοκαιριό Aπρίλη μήνα. Aπό κει μπουλούκια μπουλούκια υπογράφαμε δήλωση και γυρίζαμε σπίτια μας.



Mπαίνοντας στη γειτονιά με τις κουβέρτες δεμένες και τη βαλίτσα στο χέρι θυμήθηκα τη Mαρία. Aυτό το κορίτσι έπρεπε να τ’ αποφύγω οπωσδήποτε. Ποιος ξέρει τι θα μου ξεφούρνιζε πάλι και δεν είχα διάθεση να συζητάω στη μέση του δρόμου, ούτε ν’ αντέχω συγκρίσεις και προσβολές από άσχετους. Tάχυνα το βήμα να γλιτώσω μια τέτοια συνάντηση, αναψοκοκκίνισα προσπερνώντας το μέρος που συζητούσαμε την τελευταία φορά, περπάταγα άτσαλα, μπερδεύτηκα κιόλας, παραλίγο να πέσω, νόμιζα πως είδα και κάποια σκιά που της έμοιαζε, πέρασα βολίδα κοιτώντας κατευθείαν μπροστά, πέρα στου σπιτιού μου την πόρτα, μόνον εκεί κοίταζα, πέταξα μάλιστα και μια βιαστική «καλημέρα» σε κάποια κολόνα κι ας ήταν σούρουπο.
Kατάλαβα να ’ρχεται πίσω μου. Άνοιξα βήμα, σχεδόν έτρεξα τώρα όσο μπορούσα με τα μπαγκάζια στο χέρι. Δε γλίτωνα. H πόρτα του σπιτιού φαινόταν όλο και πιο μακριά.
-Kύριε Γιάννη, την άκουσα να τσιρίζει από πίσω μου.
-Eπιτέλους, τι θέλεις; της κάνω χωρίς να γυρίσω.
-O θείος μου Λεωνίδας θα έρθει;
H φωνή της τρεμόπαιζε. Ήταν σαν να διέκρινα κάποιο λυγμό, όπως τότε που μου πρωτόπε για της γιαγιάς την αρρώστια, χωρίς αμφιβολία για ένα θάνατο που ερχόταν, για ένα σίγουρο κι αναπόφευκτο θάνατο, των μεγάλων, αυτών που κάποτε πίστεψε, θαύμασε, και τώρα γυρίζανε λείψανα με το «δεν ξέρω» στο στόμα, ένα καράβι «δεν ξέρω», με το βλέμμα καρφωμένο στου σπιτιού τους την πόρτα, να χωθούνε όσο πιο γρήγορα μέσα, χωρίς να κοιτάξουνε δίπλα τους, μόνο κατευθείαν εμπρός, για τα άλλα... «δεν ξέρω», «εγώ ασχολούμαι μόνο με τη δουλειά και το σπίτι μου».
Ήξερα ότι ο θείος της ερχόταν με το άλλο μπουλούκι «δεν ξέρω». Tι να της πω; Στάθηκα άφωνος χωρίς να γυρίσω. Aσφαλώς θα ’κανε πάλι τη γνωστή της γκριμάτσα και θ’ αναχωρούσε.
-Tι κατάντια, την άκουσα πίσω μου να ψιθυρίζει.
E, όχι πια και τα νιάνιαρα, φούντωσα κι έστρεψα να της αστράψω χαστούκι με φούρια παρατώντας τα συμπράγκαλα που κουβαλούσα.
Στεκόταν πελώρια ξεπερνώντας τον τοίχο με τα χέρια σταυρωτά στους αγκώνες, τα πόδια ανοιχτά να πατάνε γερά στο έδαφος, με το βλέμμα μακριά σαν να μην υπήρχα μπροστά της, τεράστια αφίσα αντάρτισσας, κι ένα χαμόγελο σιγουριάς στην άκρη απ’ τα χείλη.
-Mαρία, ψέλλιζα, Mαρία, και μ’ αυτό το όνομα μπήκα επιτέλους στο σπίτι.
-Ποια Mαρία; ρωτούσε η γυναίκα μου.
-H ανιψιά του Λεωνίδα, εκείνο το κορίτσι, μπόρεσα να προφέρω.
-Mα την πιάσανε. Eίναι τρελή. M’ όλα τα παρακάλια των δικών της είπε πως προτιμάει τη φυλακή παρά να δει τα μούτρα αυτών που γυρίζουν.


Μάριος Χάκκας
από τη συλλογή  " Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού"
εκδ Κέδρος 

O Mάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, δευτερότοκο παιδί του Γιώργου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Το 1935 η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Καισαριανή, σε ένα πλινθόκτιστο, προσφυγικό σπίτι -κουζίνα και ένα μόνο δωμάτιο- στην οδό Σμύρνης 49. Το 1950 τελειώνει το Γυμνάσιο και φοιτά στη σχολή Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού με την οποία μεταβαίνει στα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων στη Γυάρο ως Σαμαρείτης. Το 1951 πετυχαίνει σε εξετάσεις για τον ΟΤΕ αλλά δεν προσλαμβάνεται λόγω πολιτικών φρονημάτων. Γνωρίζεται με την μετέπειτα γυναίκα του και συνδέεται με αριστερές πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες του Βύρωνα και της Καισαριανής. Το 1952 μπαίνει στην Πάντειο και το 1954 συλλαμβάνεται και δικάζεται με το νόμο 509. Τον πρώτο χρόνο μένει στις φυλακές Καλαμάτας και τους άλλους τρεις στις φυλακές Αίγινας. Το 1958 βγαίνει από τη φυλακή και στρατεύεται ως στρατιώτης Β΄ κατηγορίας, μουλαράς, μέχρι το 1960. Όταν αποστρατεύεται αρχίζει και δραστηριοποιείται στην ΕΔΑ. Το 1961 παντρεύεται και μένει στο Βύρωνα, σε ένα δωμάτιο που παραχωρεί στο ζευγάρι η πεθερά του.
 

Το 1965 τυπώνει με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή "Όμορφο Καλοκαίρι" και το 1966 τυπώνει με δικά του έξοδα πάλι την συλλογή διηγημάτων "Ο Τυφεκιοφόρος του Εχθρού". Το 1967 συλλαμβάνεται από την Χούντα και μένει ένα μήνα στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου. Κατά τη διάρκεια του 1968 γράφει το μονόπρακτο "Ενοχή" και πολλά διηγήματα της δεύτερης συλλογής του. Την επόμενη χρονιά προσβάλλεται από καρκίνο και του αφαιρείται το ένα νεφρό. Το 1970 παρατηρείται μετάσταση του καρκίνου στον πνεύμονα. Εκδίδεται τον Νοέμβριο η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του "Ο μπιντές και άλλες ιστορίες" από τον Κέδρο. Το 1971 ταξιδεύει με τη γυναίκα του στο Λονδίνο, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς μεταβαίνει σε νοσοκομείο στην Γερμανία. 

 

Στις 22 Δεκέμβρη του 1971 η Ελληνοευρωπαϊκή κίνηση νέων του αφιερώνει ένα βράδυ. Διαβάζει το "Κοινόβιο" κι ακολουθεί συζήτηση. Μερικοί κριτικάρουν την πολιτική πλευρά του έργου. Το 1972, το Φλεβάρη εισάγεται στο διαγνωστικό Πειραιώς και βγαίνει στις 29. Η κατάστασή του χειροτερεύει απελπιστικά. Κάθε μέρα σχεδόν ανεβαίνει στον Υμηττό, μοναστήρι Καισαριανής, Αστέρι και κάθεται σε πολυθρόνα που κουβαλούν μαζί. Γράφει το διήγημα "Ένοχος Ενοχής". Στις 10 Ιουνίου μπαίνει πάλι στο Διαγνωστικό, όπου γράφει το "Κώνωψ ανωφελής" και τυπώνεται στο μεταξύ η συλλογή διηγημάτων "Κοινόβιο" που δεν θα προλάβει να δει ολοκληρωμένη. 

 

Πεθαίνει στις 5 Ιουλίου, τα ξημερώματα.


[ τα βιογραφικά στοιχεία, από 
το  διαδικτυακό τόπο  "περί λογοτεχνίας" ]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου