Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Νυχτερινή Συνάντηση

  Πριν πάρει την ανηφοριά για τους γαλάζιους λόφους, ο Τόμας Γκομέζ σταμάτησε για καύσιμα στο απόμακρο βενζινάδικο.
-"Σα πολλή μοναξιά έχεις εδώ, ε παππού;" έκανε ο Τόμας. Ο γέρος σκούπισε με το πανί του το παρμπρίζ του μικρού φορτηγού.
-"Δεν είναι κι άσκημα".
-"Πως σου φαίνεται ο 'Αρης, παππού";
-"Καλός είναι. Πάντοτε υπάρχει κάτι καινούριο να δεις. Όταν πρωτόρθα δω πέρσι το χα πάρει απόφαση να μη περιμένω τίποτα, να μη ζητώ τίποτα και να μη με ξαφνιάζει τίποτα. Πρέπει να ξεχάσουμε τη Γη και τη ζωή που ξέραμε κάποτε. Πρέπει να μας απασχολεί μόνον αυτό που χουμε δω και το πόσο διαφορετικό είναι. Και μόνο που παρατηρώ τον καιρό είναι μεγάλη διασκέδαση. Είναι ο αρειανός καιρός. Καφτός σα τη κόλαση τη μέρα, παγερός σα τον θάνατο, τη νύχτα. Είναι διασκέδαση να βλέπεις διαφορετικά λουλούδια, διαφορετική βροχή.Ήρθα στον 'Αρη για να περάσω τα γεράματά μου κι ήθελα να βρω ένα τόπο που το καθετί είναι διαφορετικό. Ένας γέρος έχει ανάγκη από διαφορετικά πράματα, ξέρεις. Οι νεαροί δε κάνουνε κέφι να κουβεντιάζουνε μαζί του και τους συνομήλικούς του τους βρίσκει φοβερά βαρετούς. Έτσι σκέφτηκα πως το καλύτερο που χα να κάνω ήταν να βρω ένα μέρος όσο πιο διαφορετικό γινόταν, όπου θ' αρκούσε ν' ανοίξω τα μάτια για να δω και κάτι ενδιαφέρον. Αγόρασα τούτο το βενζινάδικο. Αν αρχίσει να πέφτει πολλή δουλειά, θα τραβήξω για κανέναν άλλο πιο παλιό δρόμο, που δε θα χει τόση κίνηση, όπου θα μπορώ να βγάζω ίσα-ίσα, όσα χρειάζομαι για να ζω και θα μου μένει χρόνος για ν' απολαμβάνω τα διαφορετικά πράματα που υπάρχουν εδώ".
-"Ανακάλυψες τη φιλοσοφία της ζωής, παππού", χαμογέλασε ο Τόμας, με τα μελαχρινά του χέρια ακουμπισμένα στο τιμόνι. Ένιωθε ωραία. Δούλευε σε μιαν από τις νέες αποικίες, δέκα μέρες σερί και δυο σχόλη και τώρα πήγαινε σ' ένα γλέντι.
-"Τίποτε δε με ξαφνιάζει πια", συνέχισε ο γέρος, "απλά κοιτάζω. Απλά ρουφώ εμπειρίες. Αν δε μπορείς να δεχτείς τον 'Αρη έτσι όπως είναι, καλύτερα να γυρίσεις στη Γη. Το καθετί είναι τρελό δω πέρα, το χώμα, ο αγέρας, τα κανάλια, οι ιθαγενείς -δεν έχω δει κανέναν ακόμη αλλ' ακούω πως υπάρχουν- ως και τα ρολόγια. Ακόμη και το δικό μου ρολόι συμπεριφέρεται παράξενα. Ναι, ακόμη κι ο χρόνος είναι τρελός δω πέρα. Έρχονται στιγμές που νιώθω σα να μαι ολομόναχος, δίχως δεύτερη ψυχή σ' όλο τον πλανήτη. Θα βαζα και στοίχημα γι' αυτό. 'Αλλες φορές πάλι νιώθω σαν οχτάχρονο παιδί και μ' ανάλογο μπόι, ενώ το καθετί γύρω μου είναι ψηλότερο. Χριστέ μου, αυτός είναι τόπος για ένα γέρο! Μου χαρίζει ζωντάνια και με κρατά ευτυχισμένο. Ξέρεις σαν τι μοιάζει ο 'Αρης; Με κάτι που μου κάνανε δώρο κάποια Χριστούγεννα πριν εβδομήντα τόσα χρόνια. Δε ξέρω αν τα χεις δει ποτέ, λέγονταν καλειδοσκόπια. Είχανε χρωματιστά γυαλάκια, χάντρες και δε ξερωτί μες σ' ένα σωλήνα. Τα κρατούσες στον ήλιο, κοίταζες από την άλλη μεριά και το θέαμα σου κοβε την ανάσα. Δε μπορείς να φανταστείς τι σχέδια έβλεπες! Λοιπόν κάπως έτσι είναι ο 'Αρης. Απόλαυσέ τον. Μη ζητάς τίποτ' άλλο απ' αυτό που ναι. Χριστέ μου, το ξερες πως τούτος δω ο δρόμος φτιάχτηκε από τους Αρειανούς κι έχει ηλικία πάνω από δεκάξι αιώνες; Δες πόσο καλά κρατάει ακόμα! Ενάμιση δολάριο για τη βενζίνα, ευχαριστώ και καλή σου νύχτα".


Ο Τόμας πήρε πάλι τον αρχαίο δρόμο, γελώντας σιγανά. 

Ήτανε μακρύς δρόμος, που ξετυλιγόταν μες στο σκοτάδι και τους λόφους. Κρατούσε το τιμόνι και κατά καιρούς, άπλωνε το χέρι στο καλάθι με το κολατσιό και τσίμπαγε κάτι. Οδηγούσε σταθερά για καμμιάν ώρα τώρα, δίχως να δει κανένα φως. Μόνον ο δρόμος που τραβούσε μπρος, το βουητό της μηχανής του κι ο 'Αρης σιωπηλός ολόγυρα. 
Ο 'Αρης ήτανε πάντα σιωπηλός κόσμος, αλλά η αποψινή νύχτα ήτανε πιο ήσυχη από κάθε άλλη. 
Η έρημος κι οι άδειες κοίτες των θαλασσών έφευγαν αριστερά και δεξιά του, με τα βουνά ν' αχνοφαίνονται στο φόντο των άστρων.

Απόψε η μυρωδιά του Χρόνου πλανιότανε στον αγέρα. 

Ο Τόμας χαμογέλασε κι έπαιξε μ' αυτή τη φαντασία στο νου του. Ήτανε κι αυτή μια σκέψη. 
Ποια να ταν αλήθεια η μυρωδιά του Χρόνου; Μύριζε σκόνη, ρολόγια κι ανθρώπους. Κι αν αναρωτιόσουνα ποιος να ταν ο ήχος του Χρόνου, αυτός ήτανε σα νερό που κελάρυζε σε μια σκοτεινή σπηλιά και σαν απόμακρες φωνές και σα χώμα που πεφτε σ' άδεια καπάκια κουτιών και σα βροχή. Και για να το πάει ακόμα πιο πέρα, σαν τι να μοιαζε τάχατες ο Χρόνος; Ο Χρόνος έμοιαζε σα νιφάδες χιονιού που πέφτανε σιωπηλά σε σκοτεινό δωμάτιο ή σα βουβή ταινία σε παλιό κινηματογράφο ή σαν εκατό δισεκατομμύρια πρόσωπα να πέφτουν αργά σα μπαλόνια, κάτι προς το χάος και το τίποτα. 
Κι απόψε -ο Τόμας έβγαλε το χέρι από το παράθυρο να νιώσει τον άνεμο- μπορούσε σχεδόν ν' αγγίξει τον Χρόνο. Οδηγούσε το φορτηγό του μες από τους λόφους του Χρόνου... 
Ένιωσε ανατριχίλα στο σβέρκο κι ανακάθισε απότομα, κοιτάζοντας το δρόμο μπροστά.

Σταμάτησε το φορτηγό σε μια μικρή, νεκρή, αρειανή πόλη, έσβησε τη μηχανή κι άφησε τη σιγαλιά να τονε τυλίξει ολόγυρα. Κάθισε κει αγναντεύοντας, δίχως ν' ανασαίνει, πέρα τ' άσπρα κτίρια στο φεγγαρόφωτο. Ήταν ακατοίκητα από αιώνες. Τέλεια κι άψογα, ερειπωμένα ναι, αλλά τέλεια... 'Αναψε πάλι τη μηχανή κι έκανε κανα δυο χιλιόμετρα, μπορεί και παραπάνω, πριν σταματήσει ξανά. Εκεί βγήκε από τ' αμάξι, πήρε μαζί του το καλάθι με το φαγητό και τράβηξε σ' ένα μικρό ύψωμα απ' όπου μπορούσε ν' αγναντέψει τη σκονισμένη πόλη που άφησε πίσω του. 'Ανοιξε το θερμός και γέμισε τη κούπα με καφέ. Ένα νυχτοπούλι φτερούγισε πάνω από το κεφάλι του. Ο Τόμας ένιωθε πολύ ωραία εκεί, πολύ γαλήνια.


Θα χε περάσει κανά πεντάλεπτο, όταν ακούστηκε ένας ήχος. 

Πέρα στους λόφους, εκεί που στριβε ο αρχαίος δρόμος, το μάτι του πήρε μια κίνηση. Διέκρινε αμυδρό φως και μετά άκουσε κάτι σα μουρμουρητό. Γύρισε αργά με τη κούπα του καφέ στο χέρι κι είδε να προβάλλει από τους λόφους κάτι παράξενο. Ήτανε μια μηχανή που μοιαζε σμαραγδοπράσινο έντομο, σαν αλογάκι της Παναγίας, που ταξίδευε ντελικάτο στον κρύο αγέρα, δυσδιάκριτο, μ' αμέτρητα πράσινα πετράδια να τρεμοσβήνουνε σ' όλο του το κορμί, ενώ τα μάτια του λαμπύριζαν ίδια με κόκκινα πολυπρισματικά ρουμπίνια. Τα έξι πόδια της μηχανής ανεβοκατεβαίνανε στον αρχαίο δρόμο μ' έναν ήχο σα περαστικό πρωτοβρόχι κι από τη ράχη της μηχανής, ένας Αρειανός με μάτια από αναλυτό χρυσάφι, ατένιζε από ψηλά τον Τόμας σα να κοίταζε στα βάθη ενός πηγαδιού.
Ο Τόμας σήκωσε το χέρι και σκέφτηκε: "Καλησπέρα", αυτόματα, αλλά δε σάλεψε τα χείλη, γιατί τούτος ήταν Αρειανός. Αλλά ο Τόμας είχε ταξιδέψει στα γαλάζια ποτάμια της Γης, είχεν ανταμωθεί με ξένους στο δρόμο κι είχε φάει με ξένους ανθρώπους σε ξένα σπίτια, με μοναδικό του όπλο πάντα το χαμόγελο. Δε κρατούσε ντουφέκι, ούτε κι ένιωθε την ανάγκη για κάτι τέτοιο, τώρα, έστω κι αν η καρδιά του πετάρισε για λίγο. Τα χέρια του Αρειανού ήτανε κι αυτά άδεια. Για μια στιγμή μείνανε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στο δροσερόν αγέρα. Πρώτος αντέδρασε ο Τόμας.
-"Καλησπέρα!" είπε
-"Καλησπέρα!" είπε κι ο Αρειανός στη γλώσσα του. Δε κατάλαβαν ο ένας τον άλλο.
-"Είπες καλησπέρα;" ρωτήσανε κι οι δυο.
-"Τι είπες;" ρωτήσανε πάλι κι οι δυο, έκαστος σε διαφορετική γλώσσα. Σταθήκανε κι οι δυο τους συνοφρυωμένοι.
-"Πως σε λένε;" ρώτησεν ο Τόμας στ' αγγλικά.
-"Τι γυρεύεις εδώ;" ρώτησεν ο άλλος στ' αρειανά.
-"Που πηγαίνεις;" ρωτήσανε κι οι δυο σαστισμένα.
-"Με λένε Τόμας Γκομέζ".
-"Με λένε Μουέ Κα". Κανένας δε κατάλαβε, αλλά με τα λόγια χτυπήσανε το δάχτυλο στο στήθος τους και το μήνυμα έγινε σαφές. Ύστερα ο Αρειανός γέλασε:
-"Περίμενε!" Ο Τόμας ένιωσεν άγγιγμα στο κεφάλι αν και κανένα χέρι δε τον είχεν ακουμπήσει. "Ορίστε!" είπεν ο Αρειανός στ' αγγλικά. "Τώρα μπορούμε να συνεννοηθούμε"!
-"Έμαθες τόσο γρήγορα τη γλώσσα μου"!
-"Απλό πράγμα!" Κοιτάξανε για μια στιγμή, σιωπηλοί κι αμήχανοι κι οι δυο, τη κούπα με τον αχνιστό καφέ στο χέρι του Τόμας. "Κάτι διαφορετικό;" ρώτησεν ο Αρειανός, κοιτώντας μια τον Τόμας και μια τη κούπα, εννοώντας ίσως και τα δυο.
-"Να σου προσφέρω μια κούπα;" προθυμοποιήθηκε ο Τόμας.
-"Ευχαριστώ". Ο Αρειανός κατέβηκεν από τη μηχανή του. Ο Τόμας γέμισε ακόμα μια κούπα μ' αχνιστό καφέ και τη πρότεινε στον άλλο. Τα χέρια τους συναντηθήκανε και -σαν ομίχλη- περάσανε τονα μες από τ' άλλο.


-"Ιησούς Χριστός!" φώναξε ο Τόμας, αφήνοντας να του πέσει η κούπα.
-"Στ' όνομα των Θεών!" έκανε κι ο Αρειανός στη γλώσσα του. Παγωνιά και τρόμος τους είχε τυλίξει. Ο Αρειανός έσκυψε να πιάσει τη κούπα μα δε μπόρεσε να την αγγίξει.
-"Χριστέ μου!" ψέλλισε πάλι ο Τόμας. Ο Αρειανός πάσχισε πάλι και πάλι να πιάσει τη κούπα, μα στάθηκε αδύνατο. Τελικά σηκώθηκε, έμεινε για λίγο συλλογισμένος και μετά τράβηξε μαχαίρι από τη ζώνη. "Έι!" φώναξε αλαφιασμένος ο Τόμας.
-"Με παρεξήγησες. Έλα πιασ' το!" τονε παρότρυνεν ο Αρειανός και του το πέταξε. Ο Τόμας έκαμε χούφτα τις παλάμες μα το μαχαίρι πέρασε μες από τα χέρια του κι έπεσε στο χώμα. Έσκυψε να το σηκώσει μα δε μπόρεσε να το αγγίξει καν και σηκώθηκε πάλιν ανατριχιάζοντας.
-"Τ' άστρα!" είπε.
-"Τ' άστρα!" είπε κι ο Αρειανός, κοιτάζοντας με τη σειρά του τον Τόμας. Τ' άστρα φαίνονταν αστραφτερά και καθάρια πίσω από τη φιγούρα του Αρειανού, σα σπίθες ενσωματωμένες στη διάφανη φωσφορική μάζα μιας θαλάσσιας μέδουσας. Μπορούσες να δεις τ' άστρα να τρεμοφέγγουνε σα βιολετιά μάτια στο στομάχι και το στήθος του Αρειανού και να στραφταλίζουνε σα κοσμήματα στον καρπό του.
-"Μπορώ να δω από μέσα σου!" είπεν ο Τόμας
-"Κι εγώ το ίδιο!" αποκρίθηκεν ο Αρειανός, κάνοντας παραπίσω. Ο Τόμας ψαχούλεψε το κορμί του, ένιωσε τη ζεστασιά κι αναθάρρησε. Είμαι αληθινός, σκέφτηκε. Ο Αρειανός άγγιξε τη μύτη και τα χείλη του. Έχω σάρκα, είμαι ζωντανός, είπε σχεδόν από μέσα του. Ο Τόμας κοίταξε μ' ορθάνοιχτα μάτια τον ξένο:
-"Κι αν εγώ είμαι αληθινός, τότε συ πρέπει να 'σαι πεθαμένος".
-"Όχι, συ είσαι πεθαμένος!"
-"Είσαι φάντασμα"!
-"Είσαι οπτασία"! Στεκόντανε δείχνοντας ο ένας τον άλλο, με τ' άστρα να φέγγουνε μες από το κορμί τους σα στιλέτα, σα παγοκρύσταλλα και σα πυγολαμπίδες. Μετά, αρχίσαν να ψηλαφίζονται πάλι, ο καθένας βρίσκοντας τον εαυτό του γερό, ζεστό, ταραγμένο, σαστισμένο, τρομαγμένο κι ο άλλος παρέκει ήταν ο εξωπραγματικός, ένα φασματικό πρίσμα που λαμπύριζε με το φως των μακρινών κόσμων. Είμαι μεθυσμένος, σκέφτηκεν ο Τόμας. Δε θα πω λέξη σε κανέναν αύριο για τούτη την ιστορία, τίποτα, το παραμικρό. Στέκονταν εκεί στον αρχαίο δρόμο, σα μαρμαρωμένοι κι οι δυο.
-"Από που ήρθες;" ρώτησε τελικά ο Αρειανός.
-"Από τη Γη".
-"Που είναι αυτή";
-"Εκεί", ο Τόμας έδειξε τον ουρανό.
-"Πότε";
-"Φτάσαμε πριν ένα χρόνο και βάλε, δε το θυμάσαι";
-"Όχι".
-"Κι όλοι σας είχατε πεθάνει, εκτός από ελάχιστους. Είσαι σπάνιο είδος, δε το 'ξερες";
-"Δεν είναι αλήθεια".
-"Ναι, νεκροί, όλοι σας. Είδα τα κουφάρια σας. Μαυρισμένα μες σε δωμάτια, σε σπίτια, εντελώς άψυχα. Χιλιάδες τέτοια".
-"Είναι γελοίο αυτό που λες. Είμαστε ολοζώντανοι!"
-"Φίλε μου δεχτήκατε εισβολή, μόνο που δε το ξέρετε. Ελόγου σου θα πρέπει να ξέφυγες".
-"Δε ξέφυγα. Δεν υπήρχε τίποτα να του ξεφύγω. Τι θες να πεις; Πηγαίνω τώρα σε μια γιορτή, στο κανάλι, κοντά στα Όρη Ενιάλ. Εκεί ήμουνα και χτες το βράδυ. Δε βλέπεις τη πόλη κει κάτω;" ρώτησε δείχνοντας ο Αρειανός. Ο Τόμας κοίταξε κι είδε τα ερείπια.
-"Μπα, η πόλη που μου δείχνεις είναι νεκρή εδώ και χιλιάδες χρόνια". Ο Αρειανός γέλασε.
-"'Ακου νεκρή! Εκεί κοιμήθηκα χτες"!
-"Κι εγώ ήμουν εκεί τη περασμένη βδομάδα και τη προπερασμένη και μόλις πριν λίγο πέρασα μέσα της. Είναι σκέτα ερείπια. Δε βλέπεις τις γκρεμισμένες κολώνες";
-"Τις κολώνες; Τις βλέπω και πολύ καθαρά μάλιστα. Το φεγγαρόφωτο βοηθά. Οι κολώνες είναι ολόρθες".
-"Η σκόνη σκεπάζει τους δρόμους", είπεν ο Τόμας.
-"Οι δρόμοι είναι ολοκάθαροι"!
-"Τα κανάλια είναι κατάξερα κεί".
-"Τα κανάλια είναι γεμάτα μενεξελί κρασί".
-"Η πόλη είναι νεκρή".
-"Είναι ολοζώντανη!" επέμεινεν ο Αρειανός, γελώντας πιο πολύ τώρα. "Α κάνεις μεγάλο λάθος. Δε βλέπεις τα φώτα της γιορτής; Υπάρχουν όμορφες γόνδολες σα λεπτόκορμες κοπέλες κι όμορφες κοπέλες λεπτόκορμες σα γόνδολες, κοπελιές με το χρώμα της άμμου, κοπελιές με φλογερά λουλούδια στα χέρια. Τις βλέπω, μικροσκοπικές φιγούρες, να τρέχουνε στους δρόμους κει κάτω. Εκεί πηγαίνω τώρα, στη γιορτή. Θα κάνουμε βαρκάδες στα νερά όλη νύχτα, θα τραγουδήσουμε, θα πιούμε, θα κάνουμε έρωτα. 

Μα πως δε τα βλέπεις";

-"Φίλε, η πόλη που λες είναι πεθαμένη, σα σαύρα ξεραμένη από τον ήλιο. Ρώτησε όποιον θες από μας. Εγώ που λες πάω στη Πράσινη Πόλη απόψε. Είναι η νέα κοινότητα που στήσαμε κοντά στο δρόμο του Ιλλινόις. Τα χεις μπερδέψει τα πράματα. Φέραμε μαζί ένα εκατομμύριο κυβικά πόδια ξυλεία από το Όρεγκον και δυο ντουζίνες τόνους καλά ατσάλινα καρφιά και φτιάξαμε με δαύτα τα ομορφότερα χωριουδάκια που δες ποτέ. Απόψε θα καεί το πελεκούδι σ' ένα απ' αυτά. Δυο ρουκέτες φτάνουν από τη Γη με τις γυναίκες και τα κορίτσια μας. Θα χουμε χορούς κι ουίσκι-" Ο Αρειανός φάνηκε να ταράζεται τώρα.
-"Προς τα κει είπες";
-"Να κι οι ρουκέτες". ο Τόμας προχώρησε στο φρύδι του λόφου κι έδειξε πέρα χαμηλά. "Τις βλέπεις";
-"Όχι".
-"Μα πανάθεμά σε, κει είναι! Εκείνα τα μακρόστενα ασημένια πράματα".
-"Δε βλέπω τίποτα". Τώρα ήταν η σειρά του Τόμας να γελάσει.
-"Μα συ είσαι τελείως στραβός"!
-"Σου λέω πως βλέπω θαυμάσια. Εσύ πρέπει να σαι στραβός"!
-"Όμως βλέπεις τη καινούρια πόλη, έτσι δεν είναι";
-"Βλέπω μόνο τον ωκεανό με τα νερά σ' άμπωτη".
-"Τα νερά που λες έχουν εξατμιστεί εδώ και σαράντα αιώνες".
-"Έλα, τέρμα τ' αστεία. Το παρατράβηξες".
-"Είναι αλήθεια σου λέω". Ο Αρειανός σοβάρεψε απότομα.
-"Για πες μου πάλι, στ' αλήθεια δε βλέπεις τη πόλη όπως στη περιγράφω; Με τις κολώνες της κατάλευκες, τις ντελικάτες βάρκες της, τα φώτα της γιορτής -εγώ τα βλέπω ολοκάθαρα. Κι άκου! Δεν ακούς τη μουσική; Δεν είναι διόλου μακριά". Ο Τόμας αφουγκράστηκε και μετά κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
-"Δεν ακούω τίποτα".
-"Κι εγώ από την άλλη μεριά", είπεν ο Αρειανός, "δε μπορώ να δω όσα μου περιγράφεις. Τι να πει κανείς"; Και πάλι νιώσανε παγωνιά. Ήτανε σα να έρρεε πάγος στις φλέβες τους.
-"Λες να...";
-"Τι πράγμα";
-"Είπες ήρθατε από τον ουρανό";
-"Από τη Γη".
-"Το 'Γη' είναι ένα όνομα, ένα τίποτα", απάντησε ο Αρειανός, "αλλά ...καθώς ανέβαινα το πέρασμα πριν από καμιάν ώρα..." άγγιξε το σβέρκο του, "...ένιωσα..."
-"Μια παγωνιά μήπως";
-"Ακριβώς".
-"Και τώρα τι νιώθεις";
-"Πάλι μια παγωνιά. Κάτι περίεργο. Ήτανε σα κάτι ν' άλλαξε στο φως, στους λόφους, στο δρόμο", μουρμούρισε ο Αρειανός, "κάτι το παράξενο στο δρόμο και στο φως και για μια στιγμή ένιωσα σα να μουν ο τελευταίος ζωντανός στον κόσμο..."
-"Το ίδιο κι εγώ!" έκανε ο Τόμας κι ήταν σα να μιλούσε σε παλιόν αγαπημένο φίλο, που αντάλλασσε τα μυστικά της καρδιάς του, νιώθοντας να τονε ζεσταίνει η κουβέντα. Ο Αρειανός έκλεισε τα μάτια και μετά τ' άνοιξε πάλι.
-"Αυτό δε μπορεί να σημαίνει παρά ένα πράγμα. Πρέπει να 'χει να κάνει με τον Χρόνο. Είσαι μια εικόνα από το Παρελθόν!"
-"Όχι, συ είσαι από το Παρελθόν", είπεν ο Γήινος, έχοντας τον καιρό να συλλογιστεί καλύτερα.
-"Φαίνεσαι τόσο σίγουρος. Πως μπορείς ν' αποδείξεις ποιος είναι από το Παρελθόν και ποιος από το Μέλλον; Σε ποια χρονιά είμαστε";
-"Στο δυο χιλιάδες ένα"!
-"Και τι σημαίνει αυτό για μένα"; Ο Τόμας το συλλογίστηκε κι ανασήκωσε τους ώμους.
-"Τίποτα".
-"Είναι σα να σου λεγα πως είμαστε στο 4462835 Σ. Ε. Κ. Δε σημαίνει τίποτα ή και κάτι λιγότερο από το τίποτα. Που είναι το ρολόι για να μας δείξει πως είναι τ' άστρα";
-"Μα τα ερείπια το αποδεικνύουν! Μαρτυρούν ότι εγώ είμαι το Μέλλον, εγώ είμαι ο ζωντανός ενώ συ είσαι νεκρός"!
-"Το καθετί μέσα μου το αρνείται αυτό. Η καρδιά μου χτυπά, το στομάχι μου πεινά, το στόμα μου διψά. Όχι, όχι, κανείς μας δεν είναι νεκρός, ούτε ζωντανός. Κι όμως είμαστε πιο ζωντανοί από καθετί άλλο. Είμαστε κάπου ανάμεσα, θα ταν ίσως το πιο σωστό. Δυο περαστικοί ξένοι που ανταμώσανε μες στη νύχτα, αυτό είμαστε. 

Δυο περαστικοί ξένοι. 
Ερείπια είπες";

-"Ναι. Φοβάσαι";


-"Ποιος θέλει να δει το Μέλλον; Ποιος το βλέπει ποτέ; Ένας άνθρωπος μπορεί ν' αντιμετωπίσει το Παρελθόν, αλλά να σκεφτεί πως -οι κολώνες είναι γκρεμισμένες είπες; Κι οι θάλασσες άδειες, τα κανάλια ξερά, οι κοπελιές πεθαμένες και τα λουλούδια μαραμένα;" 

Ο Αρειανός έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, αλλά μετά κοίταξε μπροστά. 
"Μα είναι κει. Τα βλέπω. Δε μου φτάνει αυτό; Είναι κει τώρα και με περιμένουν, ό,τι κι αν λες εσύ". Και τον Τόμας τονε περίμεναν οι ρουκέτες, εκεί μακριά κι η πόλη κι οι γυναίκες από τη Γη.
-"Δε πρόκειται να συμφωνήσουμε ποτέ", μουρμούρισε
-"Ας συμφωνήσουμε να διαφωνήσουμε", είπεν ο Αρειανός. "Τι σημασία έχει ποιος είναι το Παρελθόν και ποιός είναι το Μέλλον, αν είμαστε κι οι δυο ζωντανοί; Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, αύριο ή και σε δέκα χιλιάδες χρόνια. Πώς ξέρεις αν εκείνοι οι ναοί κει κάτω δεν είναι ναοί του δικού σου πολιτισμού εκατό αιώνες από σήμερα, ερειπωμένοι και γκρεμισμένοι; Δε το ξέρεις. Τότε μη ρωτάς. Αλλά η νύχτα δε κρατά πολύ. Δες, οι σπίθες από τις φωτιές της γιορτής πετάνε κιόλας στον ουρανό, μαζί με τα πουλιά". Ο Τόμας άπλωσε το χέρι του. Ο Αρειανός έκαμε το ίδιο. Οι παλάμες τους δεν άγγιξαν, πέρασαν η μια μες στην άλλη.
-"Θ' ανταμωθούμε ξανά";
-"Ποιος ξέρει; Ίσως καμμιάν άλλη νύχτα".
-"Θα θελα να ρθω μαζί σου στη γιορτή".
-"Κι εγώ θα θελα να ρθω στη νέα πόλη σας, να δω τα σκάφη που λες, να δω κείνους τους ανθρώπους και ν' ακούσω τα όσα συνέβησαν".
-"Έχε γεια", είπεν ο Τόμας
-"Καλή σου νύχτα". 


Ο Αρειανός ξεμάκρυνε σιωπηλός με το πράσινο μεταλλικόν όχημά του και χάθηκε πέρα στους λόφους. Ο Τόμας γύρισε στο φορτηγό και ξεκίνησε το ίδιο σιωπηλός, προς την αντίθετη κατεύθυνση. 
Θεέ μου, τι όνειρο κι αυτό! αναστέναξε, με τα χέρια του στο τιμόνι, με τη σκέψη στις ρουκέτες, τις γυναίκες, το δυνατόν ουίσκι, τους χορούς της Βιρτζίνια και το γλέντι.
Τι παράξενο όραμα κι αυτό! σκεφτόταν ο Αρειανός τραβώντας γοργά το δρόμο του, με τη σκέψη στη γιορτή, τα κανάλια, τις βάρκες, τις γυναίκες με τα χρυσαφένια μάτια και τα τραγούδια.

Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Τα φεγγάρια είχανε δύσει, τ' άστρα λαμπυρίζανε στον άδειο δρόμο, όπου τώρα απλωνότανε σιγαλιά.  Δε σάλευε το παραμικρό κει, ούτε ήχος, ούτε αμάξι, ούτε πρόσωπο, ούτε τίποτα. 

Κι έτσι έμεινε για όλη την υπόλοιπη, δροσερή, σκοτεινή νύχτα...
_______________________________________________________


 Raymond Douglas Bradbery
"Nightly Meeting"

Μτφ : Γιώργος Μπαλάνος  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου