Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

''Το τελευταίο κατασκεύασμα''



Οι κινούμενες άμμοι απλώνονταν στο πρόσωπο της Γης και σε λίγο θα την σκέπαζαν όλη.
Για χιλιάδες χρόνια τώρα οι ωκεανοί ήταν στεγνοί και τα απόνερα της τελευταίας παλίρροιας είχαν χαθεί από τις ατέλειωτες ακτές. Η Γη ήταν γριά πια, το δέρμα της ήταν ξερό και ρυτιδωμένο από τη σκόνη που αγκάλιαζε τα πάντα. Σαν ζωντανό πλάσμα οι άμμοι πολλαπλασιάζονταν, γεννημένες σ' ερήμους όπου κάποτε αρμένιζαν καράβια.
Ο θάνατος της υγρασίας σήμαινε και το θάνατο του ανθρώπου. Ένα ανθρώπινο πλάσμα δεν είναι αδιάβροχο: τα ζωτικά του υγρά εξατμίζονται σαν το νερό από μια ασμάλτωτη πήλινη κανάτα.
Ένας-ένας στην αρχή, μετά η μια φυλή μετά την άλλη και το ένα έθνος μετά το άλλο, ο άνθρωπος εξαφανίστηκε το ίδιο μαγικά όσο είχε εμφανιστεί. Τα κόκαλά του έγιναν σκόνη από την τριβή των κόκκων και τα μεταλλικά του άλατα διαλύθηκαν στις άμμους.
Ωστόσο για πολύ καιρό κατάφερνε ν' αναβάλλει την οριστική του εξαφάνιση. 
Με το κάθε τεχνολογικό μέσο που είχε στη διάθεσή του, πολεμούσε τις ερήμους σ' έναν εξαρχής χαμένο πόλεμο που, ωστόσο, έκανε αιώνες να χαθεί.

Τώρα ο πόλεμος είχε σχεδόν τελειώσει. Τα παλιά λιβάδια, τα δάση, οι λόφοι, ακόμοι και οι εκτάσεις του παγου στους δύο πόλους – όλα είχαν σκεπαστεί από τις άμμους. Ολα τα έργα του ανθρώπου, οι πόλεις του, οι δρόμοι του και γέφυρές του, τα είχαν καταπιεί οι αμμόλοφοι. Το κάθε έντομο, πουλί και ζώο κοιμόταν κάτω από εκείνη την ύπουλη κίτρινη κουβέρτα. Μονάχα σε μια τελευταία κοιλάδα, σ' ένα τελευταίο σπίτι, επιζούσε μια τελευταία σπίθα ζωής.

Ο Τελευταίος Ανθρωπος της Γης βγήκε από την πόρτα του και στάθηκε ν' αγναντέψει το τοπίο. Η κοιλάδα του ήταν μικρή και ρηχή, εντελώς κλεισμένη από παντού μ' ένα γυάλινο θόλο. Υπήρχε κάτι καινούριο να δει τούτο το πρωινό: οι άμμοι είχαν φτάσει.
Σαν ζωντανό πλάσμα, πιο καστανόξανθο και πιο φοβερό κι από λιοντάρι, οι άμμοι έσπρωχναν και φούσκωναν πάνω στο γυαλί. Σηκώνονταν κι απλώνονταν γύρω από το αθέατο εμπόδιο. Μπορούσες να τις ακούσεις να ψιθυρίζουν πάνω στο γυαλί, πασχίζοντας να μπουν μέσα.
Και το γυαλί ράγισε. Σπάζοντας από την πίεση πίσω του, ένα μεγάλο κομμάτι του έπεσε προς τα μέσα. Αμέσως ένα μεγάλο μπράτσο κίτρινης άμμου χώθηκε στην κοιλάδα και άπλωσε τα δάχτυλά της γύρω από το σπίτι. Ακολούθησαν άλλα κι άλλα, ώσπου ένας μεγάλος χείμαρρος που ζύγωνε από τα νώρα έθαψε το πίσω μέρος του σπιτιού ως τη μαρκίζα της στέγης.

Δίχως να δείχνει καμιά ιδιαίτερη συγκίνηση, ο Τελευταίος Άνθρωπος της Γης παρακολουθούσε αυτή την εισβολή από τον μπροστινό κήπο του. Η θάλασσα της άμμου απλωνόταν στη χλόη μπροστά στα πόδια του, τόσο χρυσαφένια και απαλή, σχεδόν προκλητική. Φαινόταν άκακη. Ήταν αδύνατο να της αντισταθείς.
Ήταν τόσο λίγος ο χρόνος που απέμενε. Αλλά υπήρχε ένα τελευταίο πράγμα που μπορούσε να κάνει ο Τελευταίος Άνθρωπος της γης. Γυρίζοντας, έτρεξε στη βεράντα μέσα από τις άμμους που έφταναν ως τον αστράγαλό του και μπήκε βιαστικά στο σπίτι για να βρει ένα φτυαράκι κι έναν κουβά.
Μια στιγμή αργότερα ξαναβγήκε θριαμβευτικά. Ο Τελευταίος Άνθρωπος της γης ήταν μονάχα έξι χρονών. Άρχισε να χτίζει ένα κάστρο στην άμμο.



Brian Wilson Aldiss (1925- )*


[Ο Γιώργος Μπαλάνος
επιλέγει, προλογίζει & μεταφράζει στη συλλογή 
"Η Παρέλαση των Ηλιθίων"
Εκδόσεις Locus 7]





* (γνωστές του ΄ρήσεις΄ ) 

Όταν η παιδική ηλικία πεθαίνει, τα πτώματά της τα λέμε «ενήλικες».

Η τέχνη είναι ένα από τα λίγα πράγματα, μαζί με τον έρωτα και τη φιλία, που αξίζει να ενδιαφέρεται κανείς.

• Η επιστημονική φαντασία δεν γράφεται περισσότερο για τους επιστήμονες απ’ όσο οι ιστορίες φαντασμάτων γράφονται για τα φαντάσματα.


• Πολιτισμός είναι η απόσταση που έχει βάλει ο άνθρωπος ανάμεσα σ’ αυτόν και τα περιττώματά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου