Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bradbury Ray. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Bradbury Ray. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

''Αντίο κι αποχαιρετισµός''


Μα φυσικά και θα 'φευγε. ∆εν υπήρξε τίποτ' άλλο να κάνει. Η ώρα περνούσε, το ρολόι έτρεχε ακράτητο, και είν' αλήθεια, ο δρόµος που θα 'παιρνε ήταν πολύ µακρύς. 
Η βαλίτσα του ήταν έτοιµη, τα παπούτσια του γυαλισµένα, τα µαλλιά του χτενισµένα. 
Είχε πλύνει προσεχτικά τ' αφτιά του, και το µόνο που του απόµενε ήταν να κατεβεί τις σκάλες, να βγει απ' την εξώπορτα και να πάρει το δρόµο κατά πάνω, προς στο µικρό σταθµό της πόλης, όπου το τραίνο θα σταµατούσε µόνο γι' αυτόν. 
Έπειτα, το Φόξ Χίλλ, αυτή η µικρή πολιτεία του Ιλλινόις, θα χανόταν βαθιά στο παρελθόν του. Και θα συνέχιζε αυτός, ίσως για την Αιόβα, ίσως για το Κάνσας, ίσως ακόµα και για την Καλιφόρνια. Έvα µικρό παιδί, δώδεκα µόλις χρόνων, µ' ένα πιστοποιητικό γεννήσεως στη βαλίτσα του για να δείχνει πως είχε γεννηθεί σαραντατρία χρόνια πριν.

«Γουίλλι!» φώναξε κάποια φωνή από κάτω, απ' τις σκάλες.
«Ναι!» απάντησε αυτός και σήκωσε τη βαλίτσα του. Μές στον καθρέφτη του γραφείου του είδε ένα πρόσωπο καµωµένο από µαγιάτικα σπερδούκλια κι από µήλα απριλιάτικα, κι απ' το ζεστό το γάλα κάποιου καλοκαιριάτικου πρωινού. Κι εκεί, σ' αυτό το πρόσωπο, βρισκόταν όπως πάντα το βλέµµα του αγγέλου και της αθλιότητας, που δε θα άλλαζε ποτέ, όσα χρόνια θα βάσταγε η ζωή του.

«Πέρασε η ώρα!» φώναζε η γυναίκα από κάτω.
«Είµαι έτοιµος!» και κατέβηκε τα σκαλιά, χαµογελώντας. Στο σαλόνι κάθονταν η Άννα και ο Στηβ µε πεντακάθαρα ρούχα.
«Να 'µαι λοιπόν!» φώναξε ο Γουίλλι στην πόρτα του σαλονιού.

Η Άννα κοίταζε σα να 'ταν έτοιµη να κλάψει: «Θεέ µου, δεν είναι δυνατό να µας εγκαταλείψεις Γουίλλι».
«Τα στόµατα του κόσµου...» είπε ήρεµα ο Γουίλλι, «άνοιξαν γι' άλλη µια φορά, 
Έζησα εδώ µαζί σας τρία χρόνια. Μα όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να µιλάνε, ξέρω πως είναι ώρα να φορέσω τα παπούτσια µου και ν' αγοράσω ένα εισιτήριο για το τραίνο».
«Είναι τόσο παράξενα όλα.. ∆εν καταλαβαίνω. Τόσο ξαφνικά!» είπε η Άννα: 
«Γουίλλι, θα µάς λείψεις πολύ».
«Θα σας γράφω κάθε Χριστούγεννα. Βοηθείστε µε! Εσείς να µη µου γράφετε καθόλου».
«Ήταν... ήταν µεγάλη χαρά και ικανοποίηση», είπε ο Στήβ, καθισµένος εκεί, µιλώντας µε δυσκολία: «Είναι κρίµα που έπρεπε να τελειώσει όλο αυτό. Είναι κρίµα που αναγκάστηκες να µας µιλήσεις για τον εαυτό σου. Κρίµα και πάλι κρίµα να µην µπορείς να µείνεις».

«Είστε οι πιο σπουδαίοι γονείς που είχα ποτέ», είπε ο Γουίλλι, τέσσερα πόδια ύψος, µε άτριχα µάγουλα και το φως του ήλιου στο πρόσωπο του.

Έπειτα απ' αυτό η Άννα άφησε το κλάµα της να ξεσπάσει. «Γουίλλι, Γουίλλι». 
Και κάθισε, κι έδειχνε πως ήθελε µ' όλη της την καρδιά να τον κρατήσει, µα που φοβόταν πια να το κάνει. Τον κοίταζε µε σπαραγµό και κατάπληξη, και τα χέρια της άδεια, µην ξέροντας πως να του φερθεί.

«∆εν είναι εύκολο να φύγω», είπε ο Γoυίλλι: «Θα συνηθίσετε. Θέλετε να µείνω. Αλλά δεν ωφελεί. Προσπάθησα να το κάνω µια φορά, όταν οι άνθρωποι είχαν αρχίσει πια να υποψιάζονται. «Ανήκουστο! Φοβερό!» λέγαν οι άνθρωποι: «Κι όλα αυτά τα χρόνια να παίζει µε τ' αθώα παιδιά µας», έλεγαν, «και µεις να µην το µυριστούµε! Φοβερό!» είπαν. 
Και τελικά αναγκάστηκα να φύγω από την πόλη κάποια νύχτα. ∆εν είναι εύκολο. Ξέρετε πολύ καλά πόσο σάς αγαπώ και τους δυό. Σάς ευχαριστώ για τα τρία υπέροχα χρόνια που µου χαρίσατε».
Προχώρησαν όλοι προς την εξώπορτα: «Γουίλλι, πού θα πας;»
«∆εν ξέρω. Όπου µε βγάλει η άκρη. Αρχίζω να ταξιδεύω κι όταν βρίσκω µια πόλη όµορφη και πράσινη, κατεβαίνω».
«Θα ξανάρθεις άραγε ποτέ;»
«Ναι», είπε σοβαρά µε την ψιλή του φωνούλα: 
«Σε είκοσι χρόνια πάνω κάτω, όταν αρχίσει να φαίνεται στο πρόσωπο µου. Όταν γίνει αυτό, θα κάνω µια µεγάλη µεγάλη βόλτα, και θα επισκεφτώ όλες τις µητέρες και τους πατέρες που πέρασαν απ' τη ζωή µου».

Στέκονταν τώρα στη δροσερή καλοκαιρινή βεράντα, ανήµποροι να προφέρουν τα τελευταία λόγια. Ο Στήβ κοίταζε επίµονα την κορυφή µιας λεύκας: «Με πόσους άλλους έµεινες ως τώρα Γουίλλι; Πόσοι σε υιοθέτησαν;»

Ο Γουίλλι υπολόγισε µέσα του, µε φανερή ευδιαθεσία: «Έµεινα θαρρώ σε πέντε πόλεις, κοντά σε πέντε αντρόγυνα, και πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που άρχισα την περιπλάνηση µου».
«Ώστε δεν µπορούµε να σε κρατήσουµε», είπε ο Στήβ: «Ας είναι. Τουλάχιστον είχα κοντά µου ένα για τριανταέξη µήνες. Είναι καλύτερο αυτό, παρά να µην είχα κανένα».
«Και τώρα...» είπε ο Γουίλλι και φίλησε γρήγορα την Άννα.
 Άρπαξε τη βαλίτσα του, και πήρε ν' ανεβαίνει τα δρόµο µέσα στο πράσινο µεσηµεριάτικο φώς, κάτω απ' τα δέντρα, ένα πολύ µικρό παιδί πραγµατικά, που δε γύρισε πίσω του να κοιτάξει, παρά έτρεχε µε βήµα σταθερό.

Έπαιζαν τα παιδιά στο διαµαντένιο πράσινο πάρκο τη στιγµή πού περνούσε ο Γουίλλι. Στάθηκε για λίγο στη σκιά της βελανιδιάς, και τα κοίταζε που πετούσαν ψηλά, µέσα στη χλιαρή καλοκαιρινή ατµόσφαιρα την κάτασπρη σαν από χιόνι µπάλα του µπαίηζ µπώλ, είδε και τη σκιά της µπάλας να πετάει πάνω από το γρασίδι σα µαύρο πουλί, είδε τα χέρια τους ν' ανοίγουν αδηφάγα σα στόµατα για ν' αρπάξουν κείνο το ευκίνητο κοµµάτι καλοκαιριού, που τώρα φάνταζε σαν πράξη σπουδαία να το πιάσεις στα χέρια σου. Οι φωνές των παιδιών χαλούσαν τον κόσµο. Η µπάλα κατέβηκε από ψηλά κι έπεσε πάνω στο γρασίδι, στον Γουίλλι κοντά.

Ξεπρόβαλλε τώρα κάτω απ' τις σκιές των δέντρων κουβαλώντας την µπάλα προς τα µπρος, και συλλογίστηκε τα τελευταία τρία χρόνια που πέρασε εδώ, και συλλογίστηκε τα πέντε πριν απ΄ αυτά, κι όλα τ' άλλα πιο πριν, ως τη χρονιά που ήταν πραγµατικά έντεκα χρονών, και δώδεκα και δεκατέσσερα, κι άκουγε τις φωνές να λένε:
 «Τι συµβαίνει κυρία µου µε τον Γουίλλι;» 
«Κυρία Β., δε µεγαλώνει λοιπόν ο Γουίλλι;«
 «Γουίλλι, βλέπω καπνίζεις πούρα τελευταίως!» 
Οι ήχοι αυτοί έσβηναν µες στο καλοκαιριάτικο φως και το χρώµα. Κι η φωνή της µητέρας του: «Ο Γουίλλι κλείνει σήµερα τα είκοσιένα!» Και χιλιάδες φωνές που έλεγαν: «Να ξανάρθεις γιέ µου. Όταν κλείσεις τα δεκαπέντε, να ξανάρθεις. Ίσως τότε να σου βρούµε και καµιά δουλειά».

Στήλωσε τα µάτια του στην µπάλα που κρατούσε µε τα τρεµάµενα χέρια του, σάµπως να 'ταν η ίδια η ζωή του, µια ατελεύτητη σφαίρα από χρόνια, που γύριζε κι όλο γύριζε κι ολο γύριζε, µα πάντα σχεδόν που οδηγούσε προς τα πίσω, στη µέρα που γιόρταζε τα δώδεκα χρόνια του. Άκουσε τα παιδιά που έρχονταν τρέχοντας προς το µέρος του. 
Ένιωσε ότι του έκρυβαν τον ήλιο, κι ότι µεγάλωσαν στο µεταξύ έτσι που τόνε κύκλωναν απ' όλες τις µεριές.

«Γουίλλι! Πού πας;» και κλωτσούσαν τη βαλίτσα του.

Πόσο ψηλοί του φάνηκαν µπρος στον ήλιο! Τους τελευταίους µήνες, φαίνεται πως ο ήλιος πέρασε ένα χέρι πάνω απ' τα κεφάλια τους, τους έγνεψε, κι ήτανε σα να χύθηκε στο πρόσωπο τους µέταλλο ζεστό. Ήταν χρυσές, ψιλόλιγνες καραµέλες, που τους τραβούσε ψηλά στον ουρανό µια πελώρια έλξη, παιδιά στα δεκατρία, στα δεκατέσσερα, που κοίταζαν από ψηλά τον Γουίλλι, χαµογελώντας, µα που ωστόσο είχαν αρχίσει να τον αγνοούν. Αυτό είχε αρχίσει τέσσερις µήνες πριν.

«∆ιαλέξτε τις πλευρές! Ποιος θέλει τον Γουίλλι;»
«Ά, ο Γουίλλι είναι µικρός. ∆εν παίζουµε µε νιάνιαρα».

Κι έτρεχαν µπρος του, τον άφηναν, τραβηγµένοι απ' το φεγγάρι κι απ' τον ήλιο κι από τις εποχές που άλλαζαν, φύλλα και άνεµος, κι αυτός να 'ναι δώδεκα χρονών, και να µην είναι πια ένας απ' αυτούς. Κι οι άλλες φωνές να ξαναρχίζουν πάνω στο παλιό, φοβερά οικείο, και παγερό ρεφραίν: 
«Στήβ, θα 'κανες καλά να του αρχίσεις βιταµίνες του παιδιού». 
«Άννα, είστε κοντοί λοιπόν στο σόι σας;» 

Κι η παγερή γροθιά να µαλάζει και πάλι την καρδιά σου, και να ξέρει ότι οι ρίζες θα 'πρεπε να ξαναβγούν στο φως έπειτ' από τόσα όµορφα χρόνια µε τους «ανθρώπους».

«Γουίλλι, πού πας;»

Ο Γουίλλι τίναξε το κεφάλι του. Βρέθηκε πάλι κυκλωµένος απ' τα πανύψηλα σαν πύργους παιδιά που συνωστίζονταν γύρω του ρίχνοντας θεόρατη τη σκιά τους, γίγαντες θαρρείς που έσκυβαν να πιουν νερό από κάποια δροσοπηγή.

«Φεύγω για λίγες µέρες... Πηγαίνω να δω ένα ξάδερφο µου...»

«Ά!» Υπήρχε κάποια µέρα, πριν ένα χρόνο, που θα τους ένοιαζε πραγµατικά πάρα πολύ. Μα τώρα, υπήρχε µόνο περιέργεια για τη βαλίτσα του, η γοητεία που ασκούσαν πάνω τους τραίνα και ταξίδια κι απόµακροι τόποι.

«Τι θα λέγατε για ένα διπλό στα γρήγορα;» είπε ο Γουίλλι.
Φάνηκαν αναποφάσιστοι για µια στιγµή, αλλά µετά, µιας και το καλούσε η περίσταση, δέχτηκαν. Τότε, ο Γουίλλι πετούσε τη σάκα του και ξανοιγόταν τρέχοντας στο γρασίδι. 
Η άσπρη µπάλα του µπέηζ µπώλ τιναζότανε στον ήλιο, ψηλά, πέρα απ' τις ηλιοκαµένες κι άσπρες φιγούρες τους, στο µακρινό λιβάδι, και ξανά ψηλά στον ήλιο, χυµώντας µπροστά, όµοια καθώς η ζωή που έρχεται και φεύγει µ' ένα απαρέκκλητο σχέδιο. 
Πότε εδώ, πότε εκεί! 
Ο κύριος και η κυρία Ρόµπερτ Χάνλον, Κρήκ Μπέντ, στα 1932, το πρώτο ζευγάρι, το πρώτο αντρόγυνο, η πρώτη χρονιά! 
Πότε εδώ, πότε εκεί! Χένρυ και Άλις Μπόλτς, Αιόβα, στα 1935! 
Κι η µπάλα του µπέηζ µπώλ να πετάει. Οι Σµίθ, οι Ήτονς, οι Ρόµπινσονς! 1939! 1945! Ο σύζυγος κι η σύζυγος, ο σύζυγος κι η σύζυγος, δίχως παιδιά, δίχως παιδιά, δίχως παιδιά! 
Ένα χτύπηµα σε τούτη την πόρτα, ένα χτύπηµα σε κείνη.
«Με συγχωρείτε. Τ' όνοµα µου είναι Γουίλλιαµ. ∆εν ξέρω αν...»
«Θές ένα σάντουιτς; Πέρασε µέσα, κάθισε. Από που έρχεσαι, παιδί µου;»
Το σάντουιτς, το ψηλό ποτήρι µε το κρύο γάλα, το χαµόγελο, η συγκατάνευση, η άνετη αβίαστη κουβέντα...
«Ταξίδευες παιδί µου; Από που το 'σκασες;»
«∆εν το 'σκασα από πουθενά».
«Μήπως είσαι ορφανό παιδί µου;»
Κι άλλο ποτήρι γάλα.

«Εµείς αγαπούσαµε πάντοτε τα παιδιά. Πάντοτε θέλαµε ένα παιδί. Μα δεν το καταφέραµε ποτέ. Ποτέ δε µάθαµε γιατί. Θα 'ταν από κείνα τα γνωστά... Τι να πεις! Βραδιάζει παιδί µου. ∆ε νοµίζεις πως θα 'πρεπε τώρα να γυρίσεις σπίτι;»
«∆εν έχω σπίτι».
«Ένα παιδί σαν εσένα; Αστειεύεσαι βέβαια. Η µητέρα σου θ' ανησυχεί».
«∆εν έχω σπίτι, ούτε γονείς στον κόσµο... ∆εν ξέρω αν... αν θα µπορούσα να κοιµηθώ εδώ απόψε».
«Τι να σου πω παιδί µου... δεν ξέρω... Ποτέ δε σκεφτήκαµε να...» έλεγε ο σύζυγος.
«Έχουµε κοτόπουλο γι' απόψε», έλεγε η σύζυγος: «Είµαστε τρεις. Μας φτάνει και µας περισσεύει...»


Και τα χρόνια να κυλούν, να πετούν και να φεύγουν, οι φωνές, τα πρόσωπα, κι οι άνθρωποι, κι η ίδια πάντα πρώτη συνοµιλία. 
Η φωνή της Έµιλυ Ρόµπινσον, καθιστή καθώς ήταν στην κουνιστή πολυθρόνα της, στο σκοτάδι της καλοκαιριάτικης νύχτας, την τελευταία εκείνη νύχτα που έµενε µαζί της, τη νύχτα που ανακάλυψε το µυστικό του, που του είπε:
«Κοιτάζω τα προσωπάκια των παιδιών και συλλογιέµαι. Κι ορισµένες φορές σκέφτοµαι, τι ντροπή, τι θλίψη να κοπούν κάποια µέρα όλ' αυτά τα λουλούδια, να σβήσουν κάποια στιγµή όλες αυτές οι ζωηρές φωτιές. Τι ντροπή όλ' αυτά τα παιδιά που βλέπεις στο σχολείο, που τα βλέπεις να τρέχουν στους δρόµους, τι ντροπή να πρέπει να ψηλώνουν και ν' ασκηµαίνουν, να γεµίζουν ρυτίδες και ν' ασπρίζουν ή να φαλακραίνουν και, τέλος, να µην αποµένει απ' αυτά τίποτ' άλλο από 'να σακί γεµάτο κόκαλα, µια ανάσα ασθµατική, και να πεθαίνουν και να θάβονται. Όταν τ' ακούω να γελούν, δεν µπορώ να πιστέψω ότι θ' ακολουθήσουν ποτέ τον ίδιο δρόµο µε µένα, ότι θα φτάσουν εδώ που είµαι εγώ. Κι ωστόσο, α υτ ό το δρόµο ακολουθούν! 
Θυµάµαι πάντα το ποίηµα του Γουέρντσγουερθ: 
«Οταν δια µιας είδα ένα πλήθος, Ένα πλήθος από χρυσούς άσφόδελους, Πλάι στη λίµνη, κάτω απ' τα δέντρα, Να φτερουγίζουν και να χορεύουν κάτω απ' τα δέντρα»

Να τι σκέφτοµαι για τα παιδιά, όσο σκληρά κι αν είναι καµιά φορά, όσο πρόστυχα όπως ξέρω πως µπορεί να 'ναι, µα που δε δείχνουν ακόµα την προστυχιά γύρω απ' τα µάτια τους, 
ή   µ έ σ α στα µάτια τους, που δεν τα 'χει ακόµα κυριέψει η κούραση. 
Είναι τόσο παράφορα για τα καθετί, τόσο ζωηρά! 
Αυτό είναι που δε βρίσκω στους ηλικιωµένους, η παραφορά, η ζωηράδα πού στέρεψε, η δροσιά που χάθηκε, κι απόµεινε η ζωή τους ένα ξεραµένο ρυάκι. Μ' αρέσει κάθε µέρα να κοιτάζω το σχολείο που σχολάει. Είναι σάµπως να πετάει κανείς έξω στο δρόµο ένα µπουκέτο λουλούδια. Τι νιώθεις άραγε Γουίλλι; Τι νιώθεις που θα µείνεις παιδί σ' όλη σου τη ζωή, για πάντα; Πού θα µοιάζεις µ' ασηµένιο φύλλο, µε δυόσµο; Είσαι άραγε ευτυχισµένος; Είσαι τόσο ευτυχισµένος όσο δείχνεις;»

Η µπάλα ήρθε σφυρίζοντας από το γαλάζιο ουρανό, χτύπησε το χέρι του σαν ένα µεγάλο κίτρινο έντοµο. Την έκλεισε στην αγκαλιά του σα να 'θελε να τη νανουρίσει, κι άκουσε τη µνήµη του να λέει:
«∆ούλεψα µ' ό,τι µπορούσα. Όταν πέθαναν οι δικοί µου, και ανακάλυψα πως δε θα µπορούσα πουθενά να βρω δουλειά σα µεγάλος, άρχισα να γυρνώ στα πανηγύρια. Ζητούσα δουλειά σε καρναβάλια, µα εκείνοι γελούσαν. "Παιδί µου", έλεγαν, "εσύ δεν είσαι νάνος. Ακόµα κι αν είσαι πάντως, µοιάζεις µε µικρό παιδί! Εµείς ζητάµε νάνους που να 'χουν το πρόσωπο του νάνου. Λυπάµαι, παιδί µου, λυπάµαι". 
Έτσι, έφυγα απ' το σπίτι και ξεκίνησα: τι ήµουν; Ήµουν ένα παιδί. Έµοιαζα µε παιδί, µιλούσα σαν παιδί. Μπορούσα λοιπόν να συνεχίσω να είµαι. Ήταν ανώφελο να το καταπολεµήσω. Ήταν ανώφελο να κλαίω και να χτυπιέµαι. Μα τι µπορούσα να κάνω; Ποια δουλειά να βρώ; Που θα µε δέχονταν; 
Κι όταν µια µέρα είδα κείνο τον άνθρωπο στο εστιατόριο να κοιτάζει τις φωτογραφίες που του 'δειχνε κάποιος άλλος τις φωτογραφίες των παιδιών του, "Μακάρι να 'χα κι εγώ παιδιά", είχε πει. "Μακάρι να 'χα παιδιά". Και κουνούσε διαρκώς το κεφάλι του. Εγώ καθόµουν λίγο πιο εκεί, τρώγοντας ένα λουκάνικο. Κι άξαφνα πάγωσα! Από κείνη ακριβώς τη στιγµή κατάλαβα τι θα 'ταν από δω και πέρα η ζωή µου. Επιτέλους, είχα βρει δουλειά. Υπήρχε δουλειά και για µένα. 

Θα έκανα ευτυχισµένους ανθρώπους µοναχικούς, ανθρώπους έρηµους.
 Θα µουνα διαρκώς απασχοληµένος. Θα το 'ριχνα στο παιχνίδι. Παιχνίδι διαρκώς, παιχνίδι για πάντα. Το 'ξερα. Έπρεπε πάντα να παίζω. Και πότε πότε να πηγαίνω σε θελήµατα. Μπορεί καµιά φορά να χρειαζόταν να κλαδέψω κανένα περιβόλι. ∆εν ήταν δύσκολη δουλειά. Κάθε άλλο. Όλο κι όλο που θα 'χα να κάνω, ήταν να γίνω κάποιας µητέρας γιος, η περηφάνια κάποιου πατέρα. Στράφηκα προς τον άνθρωπο που 'χε µιλήσει πιο πριν. «Συγνώµη», είπα. Και του χαµογέλασα...

«Μα Γουίλλι», του 'χε πει παλιά, πολύ παλιά, η κυρία Έµιλυ, «δεν ένιωσες ποτέ µονάχος;
∆ε λαχτάρησες ποτέ πράγµατα που λαχταρούν οι µεγάλοι;»
«Αυτό το καταπολέµησα µοναχός µου», είπε ο Γουίλλι. 
«Είµαι παιδί, ένα µικρό παιδί. Αυτό είπα στον εαυτό µου. Θα πρέπει να ζώ στον κόσµο που ζει κι ένα παιδί, θα πρέπει να διαβάζω παιδικά βιβλία, να παίζω παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά, ν' αποκοπώ απ' οτιδήποτε άλλο. ∆εν µπορώ να 'µαι και τα δυο. Άρχισα να 'µαι ένα µονάχα πράγµα: νέος! Παιδί! Κι έπαιξα µ' αυτό τον τρόπο. Ω, δεν ήταν εύκολο. Υπήρχαν φορές που...»

Μα δε συνέχισε. Βυθίστηκε στη σιωπή.

«Κι η οικογένεια που σε έπαιρνε κοντά της; ∆ε µάθαινε ποτέ;»
«Όχι. Αν τους το 'λεγα θα καταστρέφονταν όλα. Τους έλεγα πως είµαι ένας δραπέτης. Τους άφηνα να ελέγξουν κάθε επίσηµη πληροφορία, ν' απευθύνονται στην αστυνοµία. Έπειτα, µιας και δεν ήµουν καταχωρηµένος πουθενά, τους έβαζα την ιδέα να µε υιοθετήσουν. Κι αυτό ήταν το καλύτερο, αρκεί µονάχα να µην το µάντευαν ποτέ. Μα έπειτα, έπειτα από τρία, πέντε χρόνια, το µάντευαν. Όλο και κάποιος ταξιδιώτης θα περνούσε. Ταξιδιώτης η... κάποιος που θα µ' είχε δει στα καρναβάλια. Τέλειωναν όλα τότε. Έπρεπε πάντα να τελειώνουν».

«Αραγε είσαι ευτυχισµένος; Νιώθεις καµιά χαρά που έµεινες παιδί σαράντα τόσα χρόνια;»
«Αυτά έχει η ζωή. Έτσι δε λένε; Κι όταν κάνεις ευτυχισµένους άλλους ανθρώπους, τότε είσαι κι εσύ σχεδόν ευτυχισµένος. Αυτή τη δουλειά έπρεπε να κάνω και την κάνω. 
Πάντως, σε λίγα χρόνια, θα µπω στο δεύτερο στάδιο της παιδικής µου ηλικίας. Όλοι οι πυρετοί θα µε αφήσουν, κι όλα εκείνα που δεν κατόρθωσα να πραγµατοποιήσω. Τα πιο πολλά µου όνειρα... Ίσως τότε να µπορέσω να ξεκουραστώ και να παίξω το ρόλο ως το τέλος».

Έριξε την µπάλα για τελευταία φορά και βγήκε απ' την ονειροπόληση. 
Έπειτα έτρεξε να πάρει τη βαλίτσα του. Τόµ, Μπίλ, Τζαίηµυ, Μπόµπ, Σάµ... µουρµούριζαν τα χείλη του τα ονόµατα τους. Και κείνα στέκονταν αµήχανα και τον κοιτούσαν καθώς τους έσφιγγε τα χέρια,

«Τι είν' αυτά Γουίλλι; Στο κάτω κάτω δε φεύγεις για την Κίνα η το Τιµπουκτού. Έτσι δεν είναι;»
«Έτσι δεν είναι;» Ο Γουίλλι δε σάλευε.
«Άντε λοιπόν. Θα σε δούµε την άλλη βδοµάδα!»
«Αντίο...»


Και πήρε το δρόµο ακόµα µια φορά, κρατώντας τη βαλίτσα του στο χέρι, κοιτάζοντας τα δέντρα, κι έφευγε, αφήνοντας πίσω του εκείνα τα παιδιά κι εκείνο το δρόµο όπου είχε ζήσει, και καθώς έστριβε σε µια γωνιά άκουσε το τραίνο να σφυρίζει. 
Έτρεξε κατά κει.
Το τελευταίο πράγµα που είδε και άκουσε ήταν µια άσπρη µπάλα που τιναζόταν ψηλά, στο ύψος της στέγης, και ξαναγύριζε, πίσω µπρος, πίσω και µπρος, και δυο φωνές που χαλούσαν τον κόσµο καθώς η µπάλα τιναζόταν πότε ψηλά, πότε στα πλάγια, πότε µπροστά για να χυθεί στον ουρανό, κι ήταν σα δυό φωνές πουλιών που πετούσαν και χάνονταν στο µακρινό νότο.

Ξηµέρωνε. 
Η γεύση της οµίχλης, η µυρωδιά του κρύου σίδερου µε τη χαλύβδινη οσµή που γέµιζε το τραίνο, µια νύχτα ολόκληρη να ταξιδεύει και το κορµί του να τραντάζεται, και τα κόκαλα του να πονούν, κι η γεύση του ήλιου πέρα απ' τον ορίζοντα, τον ξύπνησαν, κι είδε από ψηλά τη θέα µιας µικροσκοπικής πολιτείας πού σηκωνόταν κείνη την ώρα απ' τον ύπνο. Φώτα που πλησίαζαν, φωνές ψιθυριστές που µιλούσαν, κι ένα κόκκινο σινιάλο που κουνιότανε πίσω µπρος, πίσω µπρος µέσα στην παγερή ατµόσφαιρα. Υπήρχε εκείνη η σιγή του ύπνου όπου οι ήχοι αποκτούν µια διαύγεια και αναδύονται γυµνοί, µοναχικοί και σκληροί. Ένας χαµάλης περνούσε εκεί κοντά, µια σκιά µες στις σκιές.
«Κύριε!» είπε ο Γουίλλι.
Ο χαµάλης κοντοστάθηκε.
«Ποια πόλη είν' αυτή;» ψιθύρισε το παιδί στο σκοτάδι.
«Η Βάλλεϋβιλ».
«Πόσους κατοίκους έχει;»
«∆έκα χιλιάδες. Γιατί ρωτάς; Εδώ θα κατεβείς;»
«Φαντάζει πράσινη...» είπε ο Γουίλλι και κοίταξε έξω την πόλη, στο κρύο πρωινό, ώρα πολλή: «Φαντάζει όµορφη και ήσυχη», είπε τέλος.
«Παιδί µου», είπε ο χαµάλης, «ξέρεις π ο υ   πάς;»
«Εδώ ερχόµουν...» είπε ο Γουίλλι, και σηκώθηκε ήσυχα µέσα στο ήρεµο και παγερό πρωινό που µύριζε σίδερο, µέσα στη σκοτεινιά του τραίνου, µ' ένα ανεπαίσθητο θρόισµα.
«Ελπίζω να ξέρεις τι σου γίνεται», είπε ο χαµάλης.
«Μάλιστα κύριε», είπε ο Γουίλλι: «Ξέρω τι µου γίνεται». 

Και κατέβηκε. Χώθηκε στη σκοτεινή πλευρά της αίθουσας, διέσχισε το διάδροµο και βγήκε στο παγερό ξηµέρωµα που ήταν τυλιγµένο σε µιαν αχλύ  από καπνό και ατµό. Πίσω του, ερχόταν ο χαµάλης κουβαλώντας τη βαλίτσα του. Στάθηκε. Κοίταξε πρώτα το χαµάλη, κι έπειτα το µαύρο, χαλύβδινο περίγραµµα του τραίνου στα λιγοστά άστρα που απόµεναν.
Το τραίνο έβγαλε ένα τεράστιο βρυχηθµό, σα θρήνο.
Οι χαµάληδες φώναζαν σ' όλο το µήκος της γραµµής, τα βαγόνια ξεκόλλησαν, κι ο δικός του χαµάλης έσκυβε και χαµογελούσε στο παιδί, σε κείνο το µικρό αγόρι, το µικρό αγόρι εκεί κάτω µε τη µεγάλη βαλίτσα, που του φώναζε ακριβώς τη στιγµή που ξανασφύριζε το τραίνο.
«Τι;» φώναζε ο χαµάλης, κι έκανε χωνί το χέρι του στο αφτί του.
«Θέλω να µου ευχηθείς καλή τύχη!» φώναζε ο Γουίλλι.
«Την καλύτερη παιδί µου», φώναζε κι ο χαµάλης σκύβοντας, κι όλο χαµογελώντας: «Την καλύτερη αγόρι µου!»
«Ευχαριστώ!» είπε ο Γουίλλι µες στον τεράστιο σαµατά  του τραίνου, µες στον ατµό και το θόρυβο.

Κοίταζε το τραίνο ως τη στιγµή που χάθηκε τελείως απ' τα µάτια του. ∆ε σάλεψε καθόλου όσην ώρα κυλούσε τα βαγόνια του για να βγει απ' το σταθµό. Στεκόταν ήσυχο, ένα µικρό δωδεκάχρονο παιδί, πάνω στην παλιά ξύλινη αποβάθρα, και µόνο έπειτα από τρία ολόκληρα λεπτά στράφηκε επιτέλους για ν' αντικρίσει τους άδειους δρόµους από κάτω.

Τότε, κι eνώ ξεπρόβαλλε ο ήλιος, άρχισε να περπατάει γρήγορα, προς την καινούργια πόλη, πολύ γρήγορα σα να 'θελε να ζεσταθεί.


Ρέι Μπράντμπερι 1920-2012




RAY BRADBURY
To ∆ του ∆ιαστήµατος
Τίτλος πρωτοτύπου: S is for Space
Μετάφραση από τα αγγλικά:  ΦΩΝΤΑΣ ΚΟΝ∆ΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΑντιΚοσµοι 

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Όλο Το Καλοκαίρι Σε Μια Μέρα




-"Έτοιμοι";
-"Έτοιμοι".
-"Τώρα";
-"Σύντομα".
-"Οι επιστήμονες είναι σίγουροι; Θα γίνει σήμερα, ε";
-"Κοίτα, κοίτα. Δες μόνος σου"!
Τα παιδιά πιέζονταν το 'να στ' άλλο, σαν τόσα τριαντάφυλλα, τόσα αγκάθια, ανακατωμένα, κοιτάζοντας προσεκτικά για τον κρυμμένο ήλιο. Έβρεχε. Έβρεχε για εφτά χρόνια. Χιλιάδες πάνω σε χιλιάδες οι μέρες, ενωμένες και γεμάτες απ' τη μιαν άκρη ως την άλλη με βροχή, με το τυμπάνισμα και τη ροή του νερού, το γλυκό κρυστάλλινο πέσιμο της μπόρας και το ξέσπασμα της καταιγίδας, της τόσο βαριάς, σα παλιρροϊκά κύματα που σκεπάζουν νησιά. Χίλια δάση είχαν συντριφτεί κάτω απ' τη βροχή και ξαναμεγάλωναν για να συντριφτούν πάλι. Αυτός ήταν ο δρόμος της ζωής στον πλανήτη Αφροδίτη κι αυτή ήταν η τάξη των παιδιών των πυραυλανθρώπων που είχαν έρθει σ' ένα τόπο βροχής για να στήσουν τον πολιτισμό και να ζήσουν ως το τέλος της ζωής τους.
-"Σταματάει,σταματάει"!
-"Ναι, ναι"!

H Μαργκό έστεκε στο πλάι αυτών των παιδιών που δεν μπορούσαν να θυμηθούν ποτέ έναν καιρό που δεν είχε βροχή και βροχή και βροχή. Ήταν όλα εννιάχρονα κι αν πριν εφτά χρόνια υπήρξε μέρα, που ο ήλιος βγήκε για μια ώρα κι έδειξε το πρόσωπό του στον κατάπληκτο κόσμο, δε μπορούσαν να την ανακαλέσουν στη μνήμη τους. Μερικές φορές τη νύχτα, τ' άκουγε ν' αναδεύονται στην ανάμνηση κι ήξερε πως ονειρεύονταν και θυμούνταν χρυσάφι ή ένα κίτρινο παστέλ ή ένα νόμισμα, αρκετά μεγάλο για ν' αγοράσουν τον κόσμο. Ήξερε πως νόμιζαν ότι θυμούνταν μια θέρμη σαν ένα κοκκίνισμα στο πρόσωπο, στο σώμα, σε χέρια και πόδια και στις τρεμάμενες παλάμες. Μα ύστερα πάντα ξυπνούσαν στο κεντητό τυμπάνισμα, τ' ατελείωτο πέσιμο περιδέραιων από καθαρές χάντρες, στις οροφές, το δρόμο, τους κήπους, τα δάση και τα όνειρά τους χάνονταν.
Όλη τη μέρα χθες, είχαν διαβάσει στην τάξη για τον ήλιο. Για το πως ήταν σαν λεμόνι και το πόσο ζεστός. Κι είχαν γράψει μικρές ιστορίες, εκθέσεις ή ποιήματα γι' αυτόν:

Ο ήλιος είν' ένα ανθούλι
π' ανθίζει για ένα λεπτούλι


Αυτό ήταν το ποίημα της Μαργκό, διαβασμένο με ήσυχη φωνή στην ακίνητη αίθουσα, ενώ έξω έπεφτε βροχή.
-"Ααα, δεν το 'γραψες εσύ αυτό", διαμαρτυρήθηκε ένα από τα αγόρια.
-"Το 'γραψα", είπε η Μαργκό, "εγώ το 'γραψα".
-"Γουίλιαμ!" είπε η δασκάλα. Αλλ' αυτό ήτανε χτες. Τώρα η βροχή και τα παιδιά ζουλιούνταν στα παχιά μεγάλα παράθυρα.
-"Πού είναι η δασκάλα";
-"Θα γυρίσει».
-"Καλά θα κάνει να βιαστεί, θα το χάσει"! 

Στράφηκαν μεταξύ τους, σαν πυρετώδικη ρόδα, όλο λόγια. Η Μαργκό στεκόταν μόνη. Ήταν ένα πολύ λεπτεπίλεπτο κορίτσι που κοίταζε σαν να 'χε χαθεί στη βροχή για χρόνια κι αυτή της ξεθώριασε το γαλάζιο των ματιών της, το κόκκινο από το στόμα και το κίτρινο από τα μαλλιά. Ήταν μια παλιά φωτογραφία βγαλμένη από άλμπουμ χλομιασμένη κι αν μιλούσε, η φωνή της θα 'ταν φάντασμα. Τώρα έστεκε χώρια, ατενίζοντας τη βροχή και τον ηχηρό υγρό κόσμο πέρα από το τεράστιο τζάμι.
-"Τι κοιτάς", είπε ο Γουίλιαμ. Η Μαργκό δεν απάντησε. 

"Να μιλάς άμα σου μιλάνε". 
Την έσπρωξε. 

Όμως αυτή δεν κινήθηκε, μάλλον, αφέθηκε να κινηθεί απ' αυτόν και τίποτα άλλο. 
 Απομακρύνθηκαν από κοντά της, δε θα τη κοίταζαν. Τους αισθάνθηκε να φεύγουν μα κι αυτό γινόταν, γιατί δε θα 'παιζε καθόλου μαζί τους στα τούνελ με τον ήχο της υπόγειας πόλης. 
Αν παίζανε κυνηγητό, ανοιγόκλεινε τα μάτια και δεν τ' ακολουθούσε. Όταν η τάξη έλεγε τραγούδια για την ευτυχία, τη ζωή και τα παιχνίδια, τα χείλια της ίσα που κινούνταν. Μόνον όταν τραγουδούσαν για τον ήλιο και το καλοκαίρι, τα χείλη της κινούνταν πραγματικά καθώς παρακολουθούσε τα μουσκεμένα παράθυρα.
Κι έπειτα βέβαια, το μεγαλύτερο απ' όλα τα εγκλήματα, ήταν πως είχε έρθει από τη Γη μόλις πέντε χρόνια πριν και θυμόταν πως ήταν ο ήλιος κι ο ουρανός, όταν ήταν τεσσάρων στο Οχάιο. Κι αυτά, είχανε ζήσει όλη τους τη ζωή στην Αφροδίτη, ήτανε μόνο δυο χρόνων όταν βγήκε τελευταία φορά ο ήλιος κι από τότε είχανε ξεχάσει και το χρώμα και τη ζέση και το πως πραγματικά ήταν. Όμως η Μαργκό θυμόταν.
-"Είναι σα δεκάρα", είπε κάποτε με μάτια κλειστά.
-"Όχι, δεν είναι!" φωνάξανε τα παιδιά.
-"Είναι σα φωτιά στη σόμπα", είπε.
-"Λες ψέματα, δε θυμάσαι!" φωνάξανε τα παιδιά.





Όμως θυμόταν κι έστεκε ήσυχα στο πλάι ολωνών και παρακολουθούσε τα ζωγραφισμένα παράθυρα. Και κάποτε, ένα μήνα πριν, αρνήθηκε να κάνει ντους στο σχολικό μπάνιο, είχε κλείσει σφιχτά τ' αυτιά της με τα χέρια πάνω απ' το κεφάλι της, ουρλιάζοντας πως το νερό δεν έπρεπε να την αγγίξει. Έτσι, μετά απ' αυτό θολά, θολά το αισθανόταν, ήταν διαφορετική κι ήξεραν τη διαφορά και την κρατούσαν μακριά.
Γινόταν κουβέντα πως ο πατέρας της κι η μητέρα της θα την έπαιρναν πίσω στη Γη τον επόμενο χρόνο, της φαινόταν ζωτικό να το κάνουν, αν και θα σήμαινε την απώλεια χιλιάδων δολαρίων για την οικογένειά της. Κι έτσι τα παιδιά τη μισούσαν για όλους αυτούς τους λόγους, με τις μικρές και μεγάλες συνέπειες. Μισούσαν το χιονόχλωμο πρόσωπο, τη σταθερή ησυχία της, τη λεπτότητα και το πιθανό της μέλλον.
-"Φύγε!" Το αγόρι της έδωσε άλλη μια σπρωξιά. "Τι περιμένεις";
Κι ύστερα, για πρώτη φορά, γύρισε και τον κοίταξε.
Κι ό,τι περίμενε, βρισκόταν μπροστά της.

"Λοιπόν, μη περιμένεις εδώ!" φώναξε τ' αγόρι άγρια.
"Δε θα δεις τίποτα"!
Τα χείλη της κουνήθηκαν.
"Τίποτα!" φώναξεν αυτός. "Όλα ήταν ένα αστείο, δεν ήταν;" .  Γύρισε στ' άλλα παιδιά.  "Τίποτα δε συμβαίνει σήμερα, έτσι δεν είναι;"
Όλα τον κοίταξαν κι ύστερα καταλαβαίνοντας, γέλασαν κι έδωσαν τα χέρια.

 -"Τίποτα, τίποτα"!

-"Ω, μα...», ψιθύρισε η Μαργκό με τα μάτια της αβοήθητα, "μα αυτή είναι η μέρα... οι επιστήμονες προβλέπουν... λένε... ξέρουν πως ο ήλιος..."
-"Όλα είν' αστείο!" είπε τ' αγόρι και τη γράπωσε σφιχτά. "Ει, όλοι, ας τη βάλουμε σε μια ντουλάπα πριν έρθει η δασκάλα"!
-"Μη" είπε η Μαργκό, πέφτοντας πίσω. Χυθήκανε πάνω της, τη πιάσανε και τη μετέφεραν, ενώ διαμαρτυρόταν κι ύστερα παρακαλούσε κι έπειτα έκλαιγε, πίσω σ' ένα τούνελ, ένα δωμάτιο, μια ντουλάπα, που χτύπησαν με δύναμη τη πόρτα και κλείδωσαν. Σταθήκανε και κοιτάξανε προς τη πόρτα και την είδαν να τραντάζεται απ' το χτύπημά της και το πέταγμα του κορμιού της πάνω. 'Ακουσαν τις πνιγμένες της κραυγές, έπειτα, χαμογελώντας, έστριψαν, βγήκαν έξω και πίσω στο τούνελ, ακριβώς τη στιγμή που έφτανε η δασκάλα.
-"Έτοιμοι, παιδιά;" Έριξε μια ματιά στο ρολόι της.
-"Ναι!" είπαν όλοι.
-"Είμαστ' όλοι εδώ";
-"Ναι"!




Η βροχή ελάττωσε ακόμη πιότερο. Συνωστίστηκαν στη τεράστια πόρτα. Η βροχή σταμάτησε. Ήταν όπως αν στη μέση ενός φιλμ για χιονοστιβάδα, ανεμοστρόβιλο, τυφώνα, ηφαιστειακή έκρηξη, πρώτο κάτι είχε πάει στραβά με τον ηχητικό εξοπλισμό σβήνοντας και τελικά κόβοντας όλο τον ήχο, όλα τα φυσήματα του αέρα, τις αντηχήσεις, τους κεραυνούς κι έπειτα, δεύτερο, αφαιρέθηκε το φιλμ από τη μηχανή προβολής για ν' αντικατασταθεί από σλάιντ ειρηνικού τροπικού, που δε κουνιόταν, ούτε τρεμούλιαζε. Το παγκόσμιο έδαφος, σε μια ακίνητη στάση. Η ησυχία ήταν τόσο απέραντη κι απίστευτη, που νόμιζες πως είχαν βουλώσει τ' αφτιά σου ή πως είχες χάσει την ακοή σου ολοκληρωτικά. Τα παιδιά βάλανε τα χέρια στ' αφτιά. Στέκονταν χωριστά. H πόρτα άνοιξε κι η μυρωδιά του ήρεμου, του αναμένοντος κόσμου, μπήκε μέσα τους.

O ήλιος ξεπρόβαλε.
Είχε το χρώμα του πυρωμένου χαλκού κι ήταν πολύ μεγάλος. Ο ουρανός γύρω ήτανε πυρωμένο γαλάζιο πλακάκι. Κι η ζούγκλα, καμένη από το ηλιόφως, όπως τα παιδιά, που ελευθερωμένα από τα ξόρκια τους, ξεχύθηκαν έξω στην άνοιξη.
-"Λοιπόν μη πάτε πολύ μακριά", φώναξε η δασκάλα πίσω τους, "το ξέρετε, έχετε μόνο δυο ώρες, δε θα θέλατε να πιαστείτε έξω!"
Αλλ' αυτά τρέχανε, γυρίζανε τα πρόσωπά τους ψηλά στον ουρανό, νιώθανε τον ήλιο στα μάγουλα σα ζεστό μέταλλο, βγάζανε τα μπουφάν τους και τον άφηναν να κάψει τα μπράτσα τους.
-"Ω, πολύ καλύτερα από τις λάμπες ηλίου, ε";
-"Πολύ, πολύ καλύτερα"!

Σταμάτησαν να τρέχουνε και σταθήκανε στη μεγάλη ζούγκλα που κάλυπτε την Αφροδίτη, που μεγάλωσε και ποτέ δε σταμάτησε να επεκτείνεται θυελλώδικα, ακόμη και καθώς τη παρακολουθούσες. Ήταν μια χταποδοφωλιά που έμπλεκε μεγάλα μπράτσα απ' αγκάθια όμοια με σάρκα, αιωρούμενα, που ανθίζουνε σ' αυτή τη σύντομη άνοιξη. Είχε το χρώμα του λάστιχου και της στάχτης αυτή η ζούγκλα, από τα πολλά ανήλιαγα χρόνια. Είχε το χρώμα απ' τις πέτρες, τ' άσπρα τυριά και τη μελάνη, είχε το χρώμα του φεγγαριού. Τα παιδιά απλώθηκαν έξω, γελώντας στο στρώμα της ζούγκλας και τ' ακούσανε να βογκά κάτω τους, ελαστικό και ζωντανό. Τρέξαν ανάμεσα στα δέντρα, παίξανε κρυφτό, κυνηγητό, μα πιο πολύ, κοιτάζανε με μισοσφάλιστα μάτια τον ήλιο, ώσπου δάκρυα κυλήσανε στα πρόσωπά τους, σηκώνανε τα χέρια ψηλά σ' αυτή τη κιτρινάδα και σ' αυτό το υπέροχο γαλάζωμα, αναπνέανε το φρέσκον αέρα, ακούγανε την ησυχία, που τα περιέκλειε σε μιαν ευλογημένη θάλασσα Ανηχότητας κι Ακινησίας. Κοιτάζανε τα πάντα και γεύονταν τα πάντα. Ύστερα, άγρια σα θηρία που το 'σκασαν απ' τις σπηλιές τους, τρέξανε σε ζωηρούς κύκλους. Τρέξανε για μιαν ώρα και δε σταματούσαν να τρέχουνε. Κι έπειτα; Καταμεσής εκεί που 'τρεχαν, ένα κορίτσι στρίγγλισε.
Όλοι σταματήσανε. Το κορίτσι, όρθιο στο ξέφωτο, είχε σηκωμένο το χέρι.
-"Ω, κοιτάξτε, κοιτάξτε!" είπε τρέμοντας.
Αργά, ήρθανε να δούνε την ανοιγμένη της παλάμη. Στο κέντρο της, σα βεντούζα και τεράστια, μια μοναδική σταγόνα βροχής. 'Αρχισε να κλαιει κοιτώντας την.
Γύρισαν ήρεμα τα μάτια στον ουρανό.
-"Ω, ω"! Μερικές κρύες σταγόνες πέσανε στις μύτες, τα μάγουλα και τα στόματά τους. Ο ήλιος χλόμιασε πίσω από το σήκωμα της αραιής ομίχλης. 'Ανεμος φύσηξεν ανάμεσά τους, ψυχρός. Γυρίσανε κι αρχίσανε να περπατούνε πίσω, προς το υπόγειο οίκημα, με τα χέρια κατεβασμένα, τα χαμόγελα χαμένα. Ο θόρυβος ενός κεραυνού τα τρόμαξε και σα φύλλα πριν από καινούριο τυφώνα, συρθήκανε το 'να πάνω στ' άλλο κι έτρεξαν. Αστραπή χτύπησε δέκα μίλια μακριά, πέντε μίλια μακριά, ένα μίλι, μισό μίλι. Ο ουρανός σκοτείνιασε μεσονυχτιάτικος με μια λάμψη. Στάθηκαν στο κατώφλι του υπόγειου για μια στιγμή, μέχρι που 'βρεχε δυνατά.
Ύστερα κλείσανε τη πόρτα κι ακούσανε το γιγάντιο ήχο της βροχής να πέφτει σε τόνους και χιονοστιβάδες, παντού και για πάντα.
-"Θα κάνει ακόμα εφτά χρόνια";
-"Ναι. Εφτά". Μετά ένα τους έκλαψε για λίγο.

-"Μαργκό"!
-"Τι";
-"Είναι ακόμα στη ντουλάπα που τη κλειδώσαμε".
-"Μαργκό"! Σταθήκανε, σα κάποιος να τα 'χε καρφώσει σα σωρό παλούκια στο πάτωμα. Αλληλοκοιταχτήκανε κι ύστερα κοιτάξανε μακριά. Κοιτάξανε τον κόσμο που τώρα έβρεχε κι έβρεχε κι έβρεχε, σταθερά. Τα πρόσωπά τους ήταν σοβαρά και χλωμά. Κοιτάζανε τα χέρια και τα πόδια τους, με τα μούτρα τους χάμω.
-"Μαργκό"! Ένα απ' τα κορίτσια είπε:
-"Λοιπόν..."; Κανείς δε κουνήθηκε.
-"Εμπρός", ψιθύρισε το κορίτσι.

Περπάτησαν αργά κάτω στο χωλ, με τον ήχο της βροχής να πέφτει. Περάσανε το κατώφλι με τον ήχο της καταιγίδας και της βροντής, αστραπή στα μάτια τους γαλάζια και τρομερή. Περπατήσαν αργά στη πόρτα της ντουλάπας και στάθηκαν δίπλα της. 

Πίσω από τη κλειστή πόρτα, μόνον ησυχία.
Ξεκλείδωσαν τη πόρτα κι αφήσανε τη Μαργκό να βγει.

___________________________________________________________

Raymond Douglas Bradbury"All Summer Ιn Α Day" (1954)
Μετάφραση: Γιάννης Ανδρέου



Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

''Η ευωδιά της Σαρσαπαρίλλα''

Τρεις μέρες τώρα, όλο το πρωί και το απόγευμα, ο κύριος Ουίλλιαμ Φιντς στεκόταν ήσυχα στη σκοτεινή και γεμάτη ρεύματα σοφίτα. Επί τρεις ολόκληρες μέρες στα τέλη του Νοέμβρη στεκόταν μόνος εκεί, νιώθοντας τις απαλές γκρίζες νιφάδες του Χρόνου να πέφτουν από τον απέραντο γκρίζο παγερό ουρανό, σιωπηλά, μαλακά, στρώνοντας τη στέγη και πασπαλίζοντας τις μαρκίζες. Στεκόταν εκεί, με τα μάτια κλειστά. Τις ατέλειωτες ανήλιαγες μέρες η σοφίτα κλυδωνίζονταν σε θάλασσες ανέμων, με τα κόκαλά της να τρίζουν και την αρχαία σκόνη να πέφτει από τα δοκάρια της, τα σκεβρωμένα σανίδια και τα κουφώματα. Ήταν σαν μια βροχή αναστεναγμών και πόνων ολόγυρά του, εκεί όπου στεκόταν μυρίζοντας τις ντελικάτες στεγνές ευωδιές και νιώθοντας τις συγκινήσεις των παλιών πραγμάτων. Α...α....

Στήνοντας αφτί από το κάτω πάτωμα, η Κόρα, η γυναίκα του, δεν τον άκουγε να βηματίζει, να κινείται ή να σαλεύει. Φανταζόταν μόνο ότι άκουγε την ανάσα του, να εισπνέει και να εκπνέει αργά, σαν ένα σκονισμένο φυσερό εκεί πάνω στη σοφίτα, ψηλή στο ανεμοδαρμένο σπίτι.
«Ανοησίες!» μουρμούρισε.
Όταν ο άντρας της κατέβηκε για φαγητό το απομεσήμερο της τρίτης μέρας, χαμογέλασε στους γυμνούς τοίχους, στα ξεφτισμένα πιάτα, στα γρατζουνισμένα ασημικά, ακόμη και στη γυναίκα του!
[πίνακας: Arunas Zilys]
«Τι καμώματα είναι αυτά;» ρώτησε εκείνη.
«Εχω κέφι, αυτό ειν’ όλο. Απίθανο κέφι!» γέλασε. Φαινόταν σχεδόν μεθυσμένος από χαρά. Ξεχείλιζε από μια ασυγκράτητη, ζεστή έξαψη που ήταν φανερό ότι δυσκολευόταν να κρύψει. Η γυναίκα του σούφρωσε τα φρύδια της.
«Τι είναι αυτή η μυρωδιά;»
«Μυρωδιά; Μυρωδιά; Τι μυρωδιά;» κούνησε το ψαρόμαλλο κεφάλι του πέρα δώθε.
«Μου θυμίζει σαρσαπαρίλλα». Η γυναίκα του οσμίστηκε τον αέρα καχύποπτα. «Ναι αυτό είναι!»
«Α, δεν μπορεί!»

Η ξέφρενη ευτυχία του χάθηκε απότομα σαν τα λόγια της να την είχαν κόψει με το μαχαίρι. Φαινόταν αποσβολωμένος, ανήσυχος, και ξαφνικά πολύ επιφυλακτικός.
«Που ήσουν σήμερα το πρωί;» τον ρώτησε.
«Ξέρεις ότι καθάριζα τη σοφίτα».
«Ονειροβατούσες με τις παλιατζούρες. Δεν άκουσα κανένα θόρυβο. Μπορεί και να μην ήσουν καν στη σοφίτα. Τι είναι πάλι αυτό;» του έδειξε με το χέρι.
«Για δες! Πως βρέθηκαν αυτά εδώ;» αναρωτήθηκε εκείνος σαν να μονολογούσε.
Κοίταξε τα δυό μαύρα μετάλλινα κλιπ ποδηλάτου που στερέωναν τα στενά μπατζάκια στους κοκαλιάρικους αστραγάλους του.

«Τα βρήκα στη σοφίτα», απάντησε στον εαυτό του. Θυμάσαι όταν βγαίναμε μαζί στο χαλικόστρωτο δρόμο τα πρωινά με το διπλό μας ποδήλατο, Κόρα, τότε που το καθετί είχε φρεσκάδα και νιότη;»
«Αν δεν τελειώσεις με τη σοφίτα σήμερα, θ’ ανέβω εγώ επάνω και θα τα πετάξω όλα έξω».
«Α, όχι!» Φώναξε ανήσυχα ο άντρας της. «Εχω το καθετί έτσι όπως το θέλω!»
Τον κοίταξε ψυχρά.


«Κόρα», της είπε ενώ έτρωγε το φαγητό του, νιώθοντας πιο χαλαρωμένος και ξαναβρίσκοντας κάτι από τον αρχικό του ενθουσιασμό, «ξέρεις τι είναι οι σοφίτες; Είναι χρονομηχανές με τις οποίες οι γεροξεκούτηδες σαν κι εμένα μπορούν να ταξιδέψουν σαράντα χρόνια πίσω, τότε που το καλοκαίρι κρατούσε όλη τη χρονιά και τα παιδιά έκαναν εφόδους στα καροτσάκια των παγωτατζήδων. Θυμάσαι την αίσθηση στη γλώσσα σου; Κρατούσες τον πάγο στο μαντήλι σου και ήταν σαν να πιπίλιζες τη γεύση του λινού και του χιονιού συνάμα».Η Κόρα έκανε μια νευρική κίνηση. Δεν είναι αδύνατο, συλλογιζόταν εκείνος μισοκλείνοντας τα μάτια του, προσπαθώντας να το δει και να το αναπλάσει. Σκέψου τι είναι μια σοφίτα! Η ίδια της η ατμόσφαιρα είναι χρόνος. Ανήκει σε άλλες μέρες, στις προνύμφες και τις χρυσαλλίδες μιας άλλης εποχής. Όλα τα συρτάρια του παλιού γραφείου είναι μικρά φέρετρα όπου χίλια χτες περιμένουν εκτεθειμένα για λαϊκό προσκύνημα. Α, η σοφίτα είναι ένας σκοτεινός, φιλικός τόπος, γεμάτος χρόνο. Και αν σταθείς στο κέντρο της, στητός και ντούρος, αν μισοκλείσεις τα μάτια σου, και αναπολήσεις... αναπολήσεις πολύ, και μυρίσεις το Παρελθόν... αν απλώσεις τα χέρια σου κι αγγίξεις τα Περασμένα, ε, τότε...



Κοντοστάθηκε, καταλαβαίνοντας ότι μερικές από αυτές τις σκέψεις του είχαν ξεφύγει και τις είχε πει μεγαλόφωνα. Η Κόρα έτρωγε νευρικά γοργά.

«Λοιπόν, δε θα ήταν ενδιαφέρον», τη ρώτησε κοιτάζοντας τη χωρίστρα στα μαλλιά της, «αν το Ταξίδι στο Χρόνο ήταν εφικτό; Και ποιο θα ήταν το καταλληλότερο, το πιο ιδανικό μέρος γι’ αυτό από μια σοφίτα σαν τη δική μας, ε;»

«Δεν ήταν πάντοτε καλοκαίρι τον παλιό καιρό», παρατήρησε εκείνη. «Απλώς φταίνε οι τρελές αναπολήσεις σου. Θυμάσαι μονάχα τα καλά και ξεχνάς τα άσχημα. Δεν ήταν πάντοτε καλοκαίρι τότε».
«Μιλώντας μεταφορικά, Κόρα, ναι ήταν».
«Δεν ήταν».
«Να τι θέλω να πω», της ψιθύρισε συνεπαρμένα, σκύβοντας μπροστά σαν να ήθελε να δει καλύτερα την εικόνα που ζωγράφιζε ο νους του στον άδειο τοίχο της τραπεζαρίας. «Αν οδηγούσες το μονόκυκλό σου προσεκτικά ανάμεσα στα χρόνια, ισορροπώντας με τα χέρια ανοιχτά, προσεκτικά, πολύ προσεκτικά, αν το οδηγούσες από χρόνο σε χρόνο, μένοντας μια βδομάδα στο 1909, μια μέρα στο 1900, ένα μήνα ή ένα δεκαπενθήμερο κάπου αλλού, στο 1905 ή το 1898, θα μπορούσες να ζεις στο καλοκαίρι για όλη σου τη ζωή».
«Μονόκυκλο;»
«Ξέρεις, ένα από εκείνα τα ψηλά, μονοθέσια ποδήλατα με μια ρόδα που χρησιμοποιούν με τόση δεξιοτεχνία οι ζογκλέρ στο τσίρκο. Ισορροπία, τέλεια ισορροπία είναι το μόνο που χρειάζεται για να μην πέσεις, να στροβιλίζεις τα λαμπερά μπαλάκια στον αέρα, όμορφα, ψηλά, ένα φως, μια λάμψη, ένα αστραποβόλημα, μια έκρηξη φαντασμαγορικών χρωμάτων, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, πράσινα, άσπρα, χρυσαφιά... Ολους να τους στριφογυρίζεις ψηλά στον αέρα, ολόγυρά σου, ταυτόχρονα, σχεδόν δίχως ν’ αγγίζουν τα χέρια σου, ιπτάμενος... κι εσύ, να χαμογελάς ανάμεσά τους. Ισορροπία, Κόρα, το παν είναι η ισορροπία».
«Ανοησίες», έκανε εκείνη. «Ανοησίες και πάλι ανοησίες!»
Ο άντρας της ανέβηκε τ’ ατέλειωτα κρύα σκαλοπάτια για τη σοφίτα, τουρτουρίζοντας.


[πίνακας Guy Rose του 1908 ]
Υπήρχαν νύχτες του χειμώνα που ξυπνούσε νιώθοντας τα κόκαλά του σαν πορσελάνη, με ψυχρές νότες ν’ αντηχούν στ’ αυτιά του, 
με παγοκρύσταλλα να διαπερνούν τα νεύρα του κάτω από ένα βάναυσο φως, σαν άσπρα παγερά πυροτεχνήματα που έσκαζαν κι έπεφταν σαν φλογερές χιονονιφάδες στη σιωπηλή χώρα του υποσυνειδήτου του.  

Ένιωθε παγωμένος, ανείπωτα παγωμένος, και θα χρειάζονταν καμιά εικοσαριά ατέλειωτα καλοκαίρια, με τους πράσινους πυρσούς και τους μπρούτζινους ήλιους τους για να τον ζεστάνουν και να τον λευτερώσουν λιώνοντας τη χειμωνιάτικη φυλακή του. Ηταν ολόκληρος ένα πελώριο ανούσιο κομμάτι εύθραυστου πάγου, ένας χιονάνθρωπος που άπλωνε να κοιμηθεί κάθε βράδυ, γεμάτος από το κομφετί των ονείρων, μέσα σε δίνες κρυστάλλων και ανεμοζάλης. Κι απ’ έξω βασίλευε ο αιώνιος χειμώνας, μια πελώρια μολυβένια πρέσα που κατέβαζε βαριά την άχρωμη πλάκα του ουρανού, λιώνοντας τους ανθρώπους σαν σταφύλια, αποστραγγίζοντας από μέσα τους το χρώμα, τη λογική, την ύπαρξη. Μονάχα τα παιδιά έμεναν ανέπαφα. Αυτά γλιστρούσαν με τα έλκηθρα και τα σκι τους στις αστραφτερές πλαγιές των λόφων που αντικαθρέφτιζαν τη βαριά σιδερένια πλάκα η οποία χαμήλωνε αδυσώπητα πάνω από την πόλη, με την κάθε μέρα και την κάθε ατέλειωτη νύχτα που περνούσε.
Ο κύριος Φιντς σήκωσε την πόρτα της καταπακτής της σοφίτας. Ομως εκεί, εκεί στη σοφίτα ήταν το κάτι άλλο! Η σκόνη του καλοκαιριού στοβιλιζόταν γύρω του. Ο αέρας της σοφίτας τρεμόπαιζε από τα λιοπύρια που είχαν ξεμείνει από άλλες εποχές. Αθόρυβα, ο κύριος Φιντς έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Και άρχισε να χαμογελά.
Στο πατάρι επικρατούσε σιγαλιά σαν τη γαλήνη πριν από καταιγίδα. Κατά διαστήματα η Κόρα Φιντς άκουγε τον άντρα της να σιγοψυθιρίζει, να μουρμουρίζει κάτι εκεί πάνω.

Στις πέντε το απόγευμα, τραγουδώντας το Νησί των Χρυσών Ονείρων, ο κύριος Φιντς πέταξε ένα ολοκαίνουργιο ψάθινο καπέλο στο κρεμαστάρι της πόρτας της κουζίνας. «Μπου!» έκανε κεφάτα.
«Κοιμόσουνα όλο το απόγευμα;» γρύλισε η γυναίκα του. «Σου φώναξα τέσσερις φορές και δεν πήρα καμία απάντηση.»
«Κοιμόμουν;» Το συλλογίστηκε, γέλασε, και μετά σκέπασε το στόμα με το χέρι του. «Μπορεί και να κοιμόμουν».
Ξαφνικά η γυναίκα του τον πρόσεξε. «Θεέ και Κύριε!» φώναξε. «Που τα βρήκες αυτά τα ρούχα;» Φορούσε ένα κόκκινο ριγέ σακάκι, με άσπρο ψηλό κολάρο και κρεμ παντελόνι. Η μυρωδιά από το ψαθάκι του ήταν σαν μια θημωνιά φρέσκου σανού που τη στριφογυρίζεις στον αέρα.
«Τα βρήκα σ’ ένα παλιό μπαούλο».
Η γυναίκα του οσμίστηκε τον αέρα. «Δε μου μυρίζουν ναφθαλίνη. Αυτά φαίνονται ολοκαίνουργια».
«Α, όχι!» βιάστηκε να τη διαβεβαιώσει εκείνος. Φαινόταν αμήχανος και νευρικός καθώς τα μάτια της περιεργάζονταν τη φορεσιά του.
«Τούτα δεν είναι αποκριάτικα ρούχα», του παρατήρησε η γυναίκα του.
«Ε, καλά! Δεν μπορεί να διασκεδάσει και λίγο ένας άνθρωπος;»
«Και σάμπως έκανες και τίποτε άλλο στη ζωή σου;» του πέταξε εκείνη, βροντώντας την πόρτα του φούρνου. «Ενώ εγώ έμενα στο σπίστι πλέκοντας, μάρτυράς μου ο Θεός, εσύ θα ήσουνα κάτω στο μαγαζί, κάνοντας τα γλυκά μάτια στις κυράτσες».
«Δε θα ήταν ωραία να κάναμε έναν κυριακάτικο περίπατο όπως παλιά, εσύ με το μεταξωτό παρασόλι σου και το μακρύ σου φόρεμα να θροϊζει απαλά, και μετά να καθίσουμε σ’ εκείνες τις σιδερένιες καρέκλες στο ζαχαροπλαστείο απολαμβάνοντας τον αέρα όπως μύριζε κάποτε; Γιατί άραγε τα ζαχαροπλαστεία δε μυρίζουν πια όπως παλιά; Και να παραγγείλουμε δύο αναψυκτικά σαρσαπαρίλλα για τους δυό μας, και ύστερα να πάμε με το Φορντάκι μας του 1910 στην Προβλήτα του Χάνναχαν για να τσιμπήσουμε κάτι και ν’ ακούσουμε την μπάντα του δήμου; Πως σου φαίνεται;»
«Το φαγητό είναι έτοιμο. Αντε βγάλε αυτά τα καρναβαλίστικα από πάνω σου».
«Αν μπορούσες να κάνεις μια ευχή και να ξαναβγείς μια βόλτα σ’ εκείνα τα δεεντρόφυτα δρομάκια που υπήρχαν πριν μας πνίξουν τ’ αυτοκίνητα, θα την έκανες;» επέμεινε εκείνος, κοιτάζοντας τη διαπεραστικά.
«Εκείνοι οι παλιοί δρόμοι ήταν όλο σκόνη. Γυρίζαμε σπίτι καταλερωμένοι σαν εξερευνητές της Αφρικής». Η γυναίκα του σήκωσε ένα βάζο από ζάχαρη και το κούνησε. «Σήμερα το πρωί είχα σαράντα δολάρια εδώ, και τώρα λείπουν! Μη μου πεις ότι πήγες κι αγόρασες αυτά τα ρούχα από κανένα μαγαζί γι’ αποκριάτικα. Είναι καινούργια, του κουτιού. Αποκλείεται να τα ξετρύπωσες από κανένα μπαούλο!»
«Ξέρεις...» άρχισε να της λέει εκείνος.
Η γυναίκα του τον έψελνε για καμιά ώρα, αλλά ο κύριος Φιντς δεν κατάφερνε να βρει το κουράγιο να πει τίποτα. Ο άνεμος του Νοέμβρη τράνταζε το σπίτι και, καθώς εκείνη μιλούσε, τα χιόνια του χειμώνα άρχισαν πάλι να πέφτουν από τον παγερό γκρίζο ουρανό. «Απάντησέ μου!» του φώναξε. «Τρελάθηκες και χαραμίζεις έτσι τα λεφτά μας αγοράζοντας ρούχα που δε φοριούνται πια;»
«Η σοφίτα...» άρχισε πάλι να της λέει εκείνος.
Η γυναίκα του τον παράτησε απότομα και πήγε να καθήσει στο σαλόνι.

Το χιόνι έπεφτε πυκνό τώρα. Ηταν ένα κρύο και σκοτεινό βράδυ του Νοέμβρη. Τον άκουσε να ανεβαίνει τη φορητή σκάλα, αργά, προς τη σοφίτα και να μπαίνει σ’ εκείνο το σκονισμένο χώρο των άλλων εποχών, στο μαύρο χώρο των θεατρικών φορεσιών και του Χρόνου, σ’ έναν κόσμο εντελώς αλλιώτικο από τον άλλο από κάτω.

Ο κύριος Φιντς έκλεισε την πόρτα πίσω του. Το αναμμένο κλεφτοφάναρό του ήταν αρκετή συντροφιά. Ναι, εδώ υπήρχε όλος ο Χρόνος αιχμαλωτισμένος σ’ ένα χάρτινο γιαπωνέζικο καθάριο νερό του μυαλού του, σε όμορφα λουλούδια και ανοιξιάτικες αύρες, σε πράγματα πιο μεγάλα από τη ζωή. Το κάθε συρτάρι του παλιού γραφείου, ανοίγοντας, μπορεί ν’ αποκάλυπτε μέσα του παλιές θειάδες και ξαδέρφια και γιαγιάδες σκεπασμένους όλους από τη σκόνη. Ναι, ο Χρόνος βρισκόταν εδώ. Μπορούσες να τον ακούσεις ν’ ανασαίνει, ένα ατμοσφαιρικό ρολόι αντί για μηχανικό.

Τώρα το σπίτι από κάτω ήταν τόσο μακρινό όσο κάποια χαμένη μέρα στο παρελθόν. Μισόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε στην κάθε γωνιά της σοφίτας. Κάτι σαν προσμονή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.

Εδώ, στον πρισματικό πολυέλαιο, κρύβονταν ουράνια τόξα και αυγές και μεσημέρια λαμπερά σαν νέα ποτάμια που κυλούσαν αδιάκοπα πίσω στο χρόνο. Το φως του φαναριού του έπεσε πάνω τους και τα ζωντάνεψε. Τα ουράνια τόξα ξεπήδησαν για να πλημμυρίσουν τις σκιές με χρώματα, χρώματα σαν φτερά πουλιών, σαν φράουλες και σαν μεστωμένα σταφύλια, χρώματα σαν φέτες λεμονιού και σαν τον ουρανό όταν διαλύονταν τα σύννεφα αφήνοντας να φανεί το γαλάζιο. Και η σκόνη του παταριού ήταν ένα αναμμένο θυμίαμα που μαζί του καιγόταν κι ο χρόνος, και το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κοιτάξεις στις φλόγες του.  Ήταν στ’ αλήθεια μια μεγάλη μηχανή του Χρόνου τούτη η σοφίτα, το ήξερε, το ένιωθε, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και αν άγγιζες κάποια κρυστάλλινα πρίσματα εδώ, κάποια πόμολα πόρτας εκεί, αν έξαινες τα κρόσσια από τα παλιά χαλιά, ανάδευες λίγο τη σκόνη, άνοιγες κλειδωνιές από σεντούκια και φύσαγες με το φυσερό του ακορντεόν μέχρι να σηκωθούν τα μάτια σου οι στάχτες από χίλιες αρχαίες φωτιές... αν, πράγματι, έπαιζες με το παλιό αυτό όργανο, με αυτή τη ζεστή μηχανή, αν άγγιζες τα πλήκτρα, τα κουμπιά και το κάθε του εξάρτημα, ε, τότε, τότε, τότε!...
Άπλωσε τα χέρια του να ενορχηστρώσει, να διευθύνει τη μουσική, ν’ αυτοσχεδιάσει φιοριτούρες. Υπήρχαν μελωδίες στο μυαλό του, στο κλειστό στόμα του... και άρχισε να παίζει τη μεγάλη μηχανή, το βροντερό σιωπηλό όργανο, μπάσο, τενόρο, σοπράνο, σιγά, δυνατά, ώσπου τελικά μια νότα τον συγκλόνισε τόσο που αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του!

Γύρω στις οκτώ εκείνο το βράδυ η γυναίκα του τον άκουσε να τη φωνάζει, «Κόρα!» Ανέβηκε πάνω να δει τι την ήθελε. Είδε το κεφάλι του να ξεπροβάλλει από την πόρτα της καταπακτής, με το πρόσωπο χαμογελαστό. Της κούνησε το καπέλο του.

«Αντίο Κόρα».
«Τι θες να πεις;» του φώναξε κείνη.
«Το συλλογίστηκα καλά τρεις μέρες τώρα, και σου λέω αντίο».
«Κατέβα από κει πάνω ηλίθιε!»
«Σήκωσα πεντακόσια δολάρια από την τράπεζα χθες. Το σκεφτόμουνα καιρό, ξέρεις. Και μετά, όταν συνέβη, καταλαβαίνεις... Κόρα...» Της άπλωσε με θέρμη το χέρι του. «Για τελευταία φορά, θέλεις να έρθεις μαζί μου;»
«Στη σοφίτα; Κατέβα από κείνη τη σκάλα Ουίλλιαμ! Αλλιώς θ’ ανέβω εγώ και θα σε βγάλω κουτρουβαλητό από αυτό το βρόμικο μέρος!»

«Πηγαίνω στην Προβλήτα του Χάνναχαν για ένα πιάτο μύδια», της απάντησε εκείνος. «Και θα ζητήσω από την μπάντα να παίξει τον Κόλπο στο φεγγαρόφωτο. Αχ; Έλα μαζί μου, Κόρα». 
Της έγνεψε απλώνοντας το χέρι του.


Εκείνη έμεινε ασάλευτη κοτάζοντας το καλοσυνάτο πρόσωπό του που την κοιτούσε ερωτηματικά. «Αντίο», της είπε τελικά.
Της κούνησε το χέρι τρυφερά, πολύ τρυφερά. Υστερα το πρόσωπό του χάθηκε. Το ψαθάκι του δεν φαινόταν πια.
«Ουίλλιαμ!» έσκουξε η γυναίκα του.
[πίνακας George Inness 1893]
Η σοφίτα παρέμεινε σκοτεινή και σιωπηλή. Ξεφωνίζοντας, η Κόρα έτρεξε να φέρει μια καρέκλα και ανέβηκε πάνω για να φτάσει ως την καταπακτή και να σκαρφαλώσει σ’ εκείνο το σκοτάδι που μύριζε κλεισούρα. Φώτισε μ’ ένα φανάρι ολόγυρα.

«Ουίλλιαμ! Ουίλλιαμ!».

Ο σκοτεινός χώρος ήταν άδειος. Ένας χειμωνιάτικος άνεμος τράνταζε το σπίτι.
Τότε πρόσεξε ότι το αντικρινό, δυτικό παράθυρο της σοφίτας ήταν μισάνοιχτο.
Πλησίασε σκοντάφτοντας. Δίστασε για μια στιγμή, κρατώντας την ανάσα της. Ύστερα το άνοιξε δισταχτικά. Η φορητή σκάλα ήταν στερεωμένη από την έξω μεριά, οδηγώντας κάτω στη στέγη της βεράντας.
Η Κόρα πισωπάτησε μακριά από το παράθυρο. Εξω από το ανοιχτό πλαίσιο οι μηλιές ήταν ανθισμένες σε κάποιο καλοκαιριάτικο δειλινό του Ιούλη. Αχνά, απόμακρα, άκουσε εκρήξεις από πυροτεχνήματα και βεγγαλικά. Στ’ αυτιά της έφταναν γέλια και μακρινές φωνές. Φωτοβολίδες έσκαζαν στο ζεστό αέρα, γλυκα, κόκκινες άσπρες και μπλέ, που μετά έσβηναν αργά.

Εκλεισε απότομα το παράθυρο και στάθηκε εκεί εμβρόντητη. «Ουίλλιαμ!» ψιθύρισε.
Το χειμωνιάτικο φως του Νοέμβρη περνούσε από το άνοιγμα της καταπακτής στο δάπεδο της σοφίτας πίσω της. Σκύβοντας από ψηλά είδε το χιόνι να ψιθυρίζει στα παγωμένα τζάμια κάτω, σ’ εκείνο το νοεμβριάτικο κόσμο όπου θα ξόδευε τα υπόλοιπα τριάντα χρόνια της ζωής της.
Δεν ξαναζύγωσε στο παράθυρο. Στάθηκε ασάλευτη εκεί, μόνη μέσα στη σκοτεινή σοφίτα, μυρίζοντας τη μοναδική μυρωδιά που δε φαινόταν να χάνεται. Πλανιόταν στην ατμόσφαιρα σαν φιλικό χαμόγελο, σαν στεναγμός ικανοποίησης για όνειρα που εκπληρώθηκαν, πήρε μια βαθιά, πολύ βαθιά ανάσα.
Ήταν η παλιά, η γνώριμη, η αξέχαστη ευωδιά της σαρσαπαρίλλα.


Ray Brandbery 
σε μετάφραση Γ. Μπαλάνου







Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Νυχτερινή Συνάντηση

  Πριν πάρει την ανηφοριά για τους γαλάζιους λόφους, ο Τόμας Γκομέζ σταμάτησε για καύσιμα στο απόμακρο βενζινάδικο.
-"Σα πολλή μοναξιά έχεις εδώ, ε παππού;" έκανε ο Τόμας. Ο γέρος σκούπισε με το πανί του το παρμπρίζ του μικρού φορτηγού.
-"Δεν είναι κι άσκημα".
-"Πως σου φαίνεται ο 'Αρης, παππού";
-"Καλός είναι. Πάντοτε υπάρχει κάτι καινούριο να δεις. Όταν πρωτόρθα δω πέρσι το χα πάρει απόφαση να μη περιμένω τίποτα, να μη ζητώ τίποτα και να μη με ξαφνιάζει τίποτα. Πρέπει να ξεχάσουμε τη Γη και τη ζωή που ξέραμε κάποτε. Πρέπει να μας απασχολεί μόνον αυτό που χουμε δω και το πόσο διαφορετικό είναι. Και μόνο που παρατηρώ τον καιρό είναι μεγάλη διασκέδαση. Είναι ο αρειανός καιρός. Καφτός σα τη κόλαση τη μέρα, παγερός σα τον θάνατο, τη νύχτα. Είναι διασκέδαση να βλέπεις διαφορετικά λουλούδια, διαφορετική βροχή.Ήρθα στον 'Αρη για να περάσω τα γεράματά μου κι ήθελα να βρω ένα τόπο που το καθετί είναι διαφορετικό. Ένας γέρος έχει ανάγκη από διαφορετικά πράματα, ξέρεις. Οι νεαροί δε κάνουνε κέφι να κουβεντιάζουνε μαζί του και τους συνομήλικούς του τους βρίσκει φοβερά βαρετούς. Έτσι σκέφτηκα πως το καλύτερο που χα να κάνω ήταν να βρω ένα μέρος όσο πιο διαφορετικό γινόταν, όπου θ' αρκούσε ν' ανοίξω τα μάτια για να δω και κάτι ενδιαφέρον. Αγόρασα τούτο το βενζινάδικο. Αν αρχίσει να πέφτει πολλή δουλειά, θα τραβήξω για κανέναν άλλο πιο παλιό δρόμο, που δε θα χει τόση κίνηση, όπου θα μπορώ να βγάζω ίσα-ίσα, όσα χρειάζομαι για να ζω και θα μου μένει χρόνος για ν' απολαμβάνω τα διαφορετικά πράματα που υπάρχουν εδώ".
-"Ανακάλυψες τη φιλοσοφία της ζωής, παππού", χαμογέλασε ο Τόμας, με τα μελαχρινά του χέρια ακουμπισμένα στο τιμόνι. Ένιωθε ωραία. Δούλευε σε μιαν από τις νέες αποικίες, δέκα μέρες σερί και δυο σχόλη και τώρα πήγαινε σ' ένα γλέντι.
-"Τίποτε δε με ξαφνιάζει πια", συνέχισε ο γέρος, "απλά κοιτάζω. Απλά ρουφώ εμπειρίες. Αν δε μπορείς να δεχτείς τον 'Αρη έτσι όπως είναι, καλύτερα να γυρίσεις στη Γη. Το καθετί είναι τρελό δω πέρα, το χώμα, ο αγέρας, τα κανάλια, οι ιθαγενείς -δεν έχω δει κανέναν ακόμη αλλ' ακούω πως υπάρχουν- ως και τα ρολόγια. Ακόμη και το δικό μου ρολόι συμπεριφέρεται παράξενα. Ναι, ακόμη κι ο χρόνος είναι τρελός δω πέρα. Έρχονται στιγμές που νιώθω σα να μαι ολομόναχος, δίχως δεύτερη ψυχή σ' όλο τον πλανήτη. Θα βαζα και στοίχημα γι' αυτό. 'Αλλες φορές πάλι νιώθω σαν οχτάχρονο παιδί και μ' ανάλογο μπόι, ενώ το καθετί γύρω μου είναι ψηλότερο. Χριστέ μου, αυτός είναι τόπος για ένα γέρο! Μου χαρίζει ζωντάνια και με κρατά ευτυχισμένο. Ξέρεις σαν τι μοιάζει ο 'Αρης; Με κάτι που μου κάνανε δώρο κάποια Χριστούγεννα πριν εβδομήντα τόσα χρόνια. Δε ξέρω αν τα χεις δει ποτέ, λέγονταν καλειδοσκόπια. Είχανε χρωματιστά γυαλάκια, χάντρες και δε ξερωτί μες σ' ένα σωλήνα. Τα κρατούσες στον ήλιο, κοίταζες από την άλλη μεριά και το θέαμα σου κοβε την ανάσα. Δε μπορείς να φανταστείς τι σχέδια έβλεπες! Λοιπόν κάπως έτσι είναι ο 'Αρης. Απόλαυσέ τον. Μη ζητάς τίποτ' άλλο απ' αυτό που ναι. Χριστέ μου, το ξερες πως τούτος δω ο δρόμος φτιάχτηκε από τους Αρειανούς κι έχει ηλικία πάνω από δεκάξι αιώνες; Δες πόσο καλά κρατάει ακόμα! Ενάμιση δολάριο για τη βενζίνα, ευχαριστώ και καλή σου νύχτα".


Ο Τόμας πήρε πάλι τον αρχαίο δρόμο, γελώντας σιγανά. 

Ήτανε μακρύς δρόμος, που ξετυλιγόταν μες στο σκοτάδι και τους λόφους. Κρατούσε το τιμόνι και κατά καιρούς, άπλωνε το χέρι στο καλάθι με το κολατσιό και τσίμπαγε κάτι. Οδηγούσε σταθερά για καμμιάν ώρα τώρα, δίχως να δει κανένα φως. Μόνον ο δρόμος που τραβούσε μπρος, το βουητό της μηχανής του κι ο 'Αρης σιωπηλός ολόγυρα. 
Ο 'Αρης ήτανε πάντα σιωπηλός κόσμος, αλλά η αποψινή νύχτα ήτανε πιο ήσυχη από κάθε άλλη. 
Η έρημος κι οι άδειες κοίτες των θαλασσών έφευγαν αριστερά και δεξιά του, με τα βουνά ν' αχνοφαίνονται στο φόντο των άστρων.

Απόψε η μυρωδιά του Χρόνου πλανιότανε στον αγέρα. 

Ο Τόμας χαμογέλασε κι έπαιξε μ' αυτή τη φαντασία στο νου του. Ήτανε κι αυτή μια σκέψη. 
Ποια να ταν αλήθεια η μυρωδιά του Χρόνου; Μύριζε σκόνη, ρολόγια κι ανθρώπους. Κι αν αναρωτιόσουνα ποιος να ταν ο ήχος του Χρόνου, αυτός ήτανε σα νερό που κελάρυζε σε μια σκοτεινή σπηλιά και σαν απόμακρες φωνές και σα χώμα που πεφτε σ' άδεια καπάκια κουτιών και σα βροχή. Και για να το πάει ακόμα πιο πέρα, σαν τι να μοιαζε τάχατες ο Χρόνος; Ο Χρόνος έμοιαζε σα νιφάδες χιονιού που πέφτανε σιωπηλά σε σκοτεινό δωμάτιο ή σα βουβή ταινία σε παλιό κινηματογράφο ή σαν εκατό δισεκατομμύρια πρόσωπα να πέφτουν αργά σα μπαλόνια, κάτι προς το χάος και το τίποτα. 
Κι απόψε -ο Τόμας έβγαλε το χέρι από το παράθυρο να νιώσει τον άνεμο- μπορούσε σχεδόν ν' αγγίξει τον Χρόνο. Οδηγούσε το φορτηγό του μες από τους λόφους του Χρόνου... 
Ένιωσε ανατριχίλα στο σβέρκο κι ανακάθισε απότομα, κοιτάζοντας το δρόμο μπροστά.

Σταμάτησε το φορτηγό σε μια μικρή, νεκρή, αρειανή πόλη, έσβησε τη μηχανή κι άφησε τη σιγαλιά να τονε τυλίξει ολόγυρα. Κάθισε κει αγναντεύοντας, δίχως ν' ανασαίνει, πέρα τ' άσπρα κτίρια στο φεγγαρόφωτο. Ήταν ακατοίκητα από αιώνες. Τέλεια κι άψογα, ερειπωμένα ναι, αλλά τέλεια... 'Αναψε πάλι τη μηχανή κι έκανε κανα δυο χιλιόμετρα, μπορεί και παραπάνω, πριν σταματήσει ξανά. Εκεί βγήκε από τ' αμάξι, πήρε μαζί του το καλάθι με το φαγητό και τράβηξε σ' ένα μικρό ύψωμα απ' όπου μπορούσε ν' αγναντέψει τη σκονισμένη πόλη που άφησε πίσω του. 'Ανοιξε το θερμός και γέμισε τη κούπα με καφέ. Ένα νυχτοπούλι φτερούγισε πάνω από το κεφάλι του. Ο Τόμας ένιωθε πολύ ωραία εκεί, πολύ γαλήνια.


Θα χε περάσει κανά πεντάλεπτο, όταν ακούστηκε ένας ήχος. 

Πέρα στους λόφους, εκεί που στριβε ο αρχαίος δρόμος, το μάτι του πήρε μια κίνηση. Διέκρινε αμυδρό φως και μετά άκουσε κάτι σα μουρμουρητό. Γύρισε αργά με τη κούπα του καφέ στο χέρι κι είδε να προβάλλει από τους λόφους κάτι παράξενο. Ήτανε μια μηχανή που μοιαζε σμαραγδοπράσινο έντομο, σαν αλογάκι της Παναγίας, που ταξίδευε ντελικάτο στον κρύο αγέρα, δυσδιάκριτο, μ' αμέτρητα πράσινα πετράδια να τρεμοσβήνουνε σ' όλο του το κορμί, ενώ τα μάτια του λαμπύριζαν ίδια με κόκκινα πολυπρισματικά ρουμπίνια. Τα έξι πόδια της μηχανής ανεβοκατεβαίνανε στον αρχαίο δρόμο μ' έναν ήχο σα περαστικό πρωτοβρόχι κι από τη ράχη της μηχανής, ένας Αρειανός με μάτια από αναλυτό χρυσάφι, ατένιζε από ψηλά τον Τόμας σα να κοίταζε στα βάθη ενός πηγαδιού.
Ο Τόμας σήκωσε το χέρι και σκέφτηκε: "Καλησπέρα", αυτόματα, αλλά δε σάλεψε τα χείλη, γιατί τούτος ήταν Αρειανός. Αλλά ο Τόμας είχε ταξιδέψει στα γαλάζια ποτάμια της Γης, είχεν ανταμωθεί με ξένους στο δρόμο κι είχε φάει με ξένους ανθρώπους σε ξένα σπίτια, με μοναδικό του όπλο πάντα το χαμόγελο. Δε κρατούσε ντουφέκι, ούτε κι ένιωθε την ανάγκη για κάτι τέτοιο, τώρα, έστω κι αν η καρδιά του πετάρισε για λίγο. Τα χέρια του Αρειανού ήτανε κι αυτά άδεια. Για μια στιγμή μείνανε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στο δροσερόν αγέρα. Πρώτος αντέδρασε ο Τόμας.
-"Καλησπέρα!" είπε
-"Καλησπέρα!" είπε κι ο Αρειανός στη γλώσσα του. Δε κατάλαβαν ο ένας τον άλλο.
-"Είπες καλησπέρα;" ρωτήσανε κι οι δυο.
-"Τι είπες;" ρωτήσανε πάλι κι οι δυο, έκαστος σε διαφορετική γλώσσα. Σταθήκανε κι οι δυο τους συνοφρυωμένοι.
-"Πως σε λένε;" ρώτησεν ο Τόμας στ' αγγλικά.
-"Τι γυρεύεις εδώ;" ρώτησεν ο άλλος στ' αρειανά.
-"Που πηγαίνεις;" ρωτήσανε κι οι δυο σαστισμένα.
-"Με λένε Τόμας Γκομέζ".
-"Με λένε Μουέ Κα". Κανένας δε κατάλαβε, αλλά με τα λόγια χτυπήσανε το δάχτυλο στο στήθος τους και το μήνυμα έγινε σαφές. Ύστερα ο Αρειανός γέλασε:
-"Περίμενε!" Ο Τόμας ένιωσεν άγγιγμα στο κεφάλι αν και κανένα χέρι δε τον είχεν ακουμπήσει. "Ορίστε!" είπεν ο Αρειανός στ' αγγλικά. "Τώρα μπορούμε να συνεννοηθούμε"!
-"Έμαθες τόσο γρήγορα τη γλώσσα μου"!
-"Απλό πράγμα!" Κοιτάξανε για μια στιγμή, σιωπηλοί κι αμήχανοι κι οι δυο, τη κούπα με τον αχνιστό καφέ στο χέρι του Τόμας. "Κάτι διαφορετικό;" ρώτησεν ο Αρειανός, κοιτώντας μια τον Τόμας και μια τη κούπα, εννοώντας ίσως και τα δυο.
-"Να σου προσφέρω μια κούπα;" προθυμοποιήθηκε ο Τόμας.
-"Ευχαριστώ". Ο Αρειανός κατέβηκεν από τη μηχανή του. Ο Τόμας γέμισε ακόμα μια κούπα μ' αχνιστό καφέ και τη πρότεινε στον άλλο. Τα χέρια τους συναντηθήκανε και -σαν ομίχλη- περάσανε τονα μες από τ' άλλο.


-"Ιησούς Χριστός!" φώναξε ο Τόμας, αφήνοντας να του πέσει η κούπα.
-"Στ' όνομα των Θεών!" έκανε κι ο Αρειανός στη γλώσσα του. Παγωνιά και τρόμος τους είχε τυλίξει. Ο Αρειανός έσκυψε να πιάσει τη κούπα μα δε μπόρεσε να την αγγίξει.
-"Χριστέ μου!" ψέλλισε πάλι ο Τόμας. Ο Αρειανός πάσχισε πάλι και πάλι να πιάσει τη κούπα, μα στάθηκε αδύνατο. Τελικά σηκώθηκε, έμεινε για λίγο συλλογισμένος και μετά τράβηξε μαχαίρι από τη ζώνη. "Έι!" φώναξε αλαφιασμένος ο Τόμας.
-"Με παρεξήγησες. Έλα πιασ' το!" τονε παρότρυνεν ο Αρειανός και του το πέταξε. Ο Τόμας έκαμε χούφτα τις παλάμες μα το μαχαίρι πέρασε μες από τα χέρια του κι έπεσε στο χώμα. Έσκυψε να το σηκώσει μα δε μπόρεσε να το αγγίξει καν και σηκώθηκε πάλιν ανατριχιάζοντας.
-"Τ' άστρα!" είπε.
-"Τ' άστρα!" είπε κι ο Αρειανός, κοιτάζοντας με τη σειρά του τον Τόμας. Τ' άστρα φαίνονταν αστραφτερά και καθάρια πίσω από τη φιγούρα του Αρειανού, σα σπίθες ενσωματωμένες στη διάφανη φωσφορική μάζα μιας θαλάσσιας μέδουσας. Μπορούσες να δεις τ' άστρα να τρεμοφέγγουνε σα βιολετιά μάτια στο στομάχι και το στήθος του Αρειανού και να στραφταλίζουνε σα κοσμήματα στον καρπό του.
-"Μπορώ να δω από μέσα σου!" είπεν ο Τόμας
-"Κι εγώ το ίδιο!" αποκρίθηκεν ο Αρειανός, κάνοντας παραπίσω. Ο Τόμας ψαχούλεψε το κορμί του, ένιωσε τη ζεστασιά κι αναθάρρησε. Είμαι αληθινός, σκέφτηκε. Ο Αρειανός άγγιξε τη μύτη και τα χείλη του. Έχω σάρκα, είμαι ζωντανός, είπε σχεδόν από μέσα του. Ο Τόμας κοίταξε μ' ορθάνοιχτα μάτια τον ξένο:
-"Κι αν εγώ είμαι αληθινός, τότε συ πρέπει να 'σαι πεθαμένος".
-"Όχι, συ είσαι πεθαμένος!"
-"Είσαι φάντασμα"!
-"Είσαι οπτασία"! Στεκόντανε δείχνοντας ο ένας τον άλλο, με τ' άστρα να φέγγουνε μες από το κορμί τους σα στιλέτα, σα παγοκρύσταλλα και σα πυγολαμπίδες. Μετά, αρχίσαν να ψηλαφίζονται πάλι, ο καθένας βρίσκοντας τον εαυτό του γερό, ζεστό, ταραγμένο, σαστισμένο, τρομαγμένο κι ο άλλος παρέκει ήταν ο εξωπραγματικός, ένα φασματικό πρίσμα που λαμπύριζε με το φως των μακρινών κόσμων. Είμαι μεθυσμένος, σκέφτηκεν ο Τόμας. Δε θα πω λέξη σε κανέναν αύριο για τούτη την ιστορία, τίποτα, το παραμικρό. Στέκονταν εκεί στον αρχαίο δρόμο, σα μαρμαρωμένοι κι οι δυο.
-"Από που ήρθες;" ρώτησε τελικά ο Αρειανός.
-"Από τη Γη".
-"Που είναι αυτή";
-"Εκεί", ο Τόμας έδειξε τον ουρανό.
-"Πότε";
-"Φτάσαμε πριν ένα χρόνο και βάλε, δε το θυμάσαι";
-"Όχι".
-"Κι όλοι σας είχατε πεθάνει, εκτός από ελάχιστους. Είσαι σπάνιο είδος, δε το 'ξερες";
-"Δεν είναι αλήθεια".
-"Ναι, νεκροί, όλοι σας. Είδα τα κουφάρια σας. Μαυρισμένα μες σε δωμάτια, σε σπίτια, εντελώς άψυχα. Χιλιάδες τέτοια".
-"Είναι γελοίο αυτό που λες. Είμαστε ολοζώντανοι!"
-"Φίλε μου δεχτήκατε εισβολή, μόνο που δε το ξέρετε. Ελόγου σου θα πρέπει να ξέφυγες".
-"Δε ξέφυγα. Δεν υπήρχε τίποτα να του ξεφύγω. Τι θες να πεις; Πηγαίνω τώρα σε μια γιορτή, στο κανάλι, κοντά στα Όρη Ενιάλ. Εκεί ήμουνα και χτες το βράδυ. Δε βλέπεις τη πόλη κει κάτω;" ρώτησε δείχνοντας ο Αρειανός. Ο Τόμας κοίταξε κι είδε τα ερείπια.
-"Μπα, η πόλη που μου δείχνεις είναι νεκρή εδώ και χιλιάδες χρόνια". Ο Αρειανός γέλασε.
-"'Ακου νεκρή! Εκεί κοιμήθηκα χτες"!
-"Κι εγώ ήμουν εκεί τη περασμένη βδομάδα και τη προπερασμένη και μόλις πριν λίγο πέρασα μέσα της. Είναι σκέτα ερείπια. Δε βλέπεις τις γκρεμισμένες κολώνες";
-"Τις κολώνες; Τις βλέπω και πολύ καθαρά μάλιστα. Το φεγγαρόφωτο βοηθά. Οι κολώνες είναι ολόρθες".
-"Η σκόνη σκεπάζει τους δρόμους", είπεν ο Τόμας.
-"Οι δρόμοι είναι ολοκάθαροι"!
-"Τα κανάλια είναι κατάξερα κεί".
-"Τα κανάλια είναι γεμάτα μενεξελί κρασί".
-"Η πόλη είναι νεκρή".
-"Είναι ολοζώντανη!" επέμεινεν ο Αρειανός, γελώντας πιο πολύ τώρα. "Α κάνεις μεγάλο λάθος. Δε βλέπεις τα φώτα της γιορτής; Υπάρχουν όμορφες γόνδολες σα λεπτόκορμες κοπέλες κι όμορφες κοπέλες λεπτόκορμες σα γόνδολες, κοπελιές με το χρώμα της άμμου, κοπελιές με φλογερά λουλούδια στα χέρια. Τις βλέπω, μικροσκοπικές φιγούρες, να τρέχουνε στους δρόμους κει κάτω. Εκεί πηγαίνω τώρα, στη γιορτή. Θα κάνουμε βαρκάδες στα νερά όλη νύχτα, θα τραγουδήσουμε, θα πιούμε, θα κάνουμε έρωτα. 

Μα πως δε τα βλέπεις";

-"Φίλε, η πόλη που λες είναι πεθαμένη, σα σαύρα ξεραμένη από τον ήλιο. Ρώτησε όποιον θες από μας. Εγώ που λες πάω στη Πράσινη Πόλη απόψε. Είναι η νέα κοινότητα που στήσαμε κοντά στο δρόμο του Ιλλινόις. Τα χεις μπερδέψει τα πράματα. Φέραμε μαζί ένα εκατομμύριο κυβικά πόδια ξυλεία από το Όρεγκον και δυο ντουζίνες τόνους καλά ατσάλινα καρφιά και φτιάξαμε με δαύτα τα ομορφότερα χωριουδάκια που δες ποτέ. Απόψε θα καεί το πελεκούδι σ' ένα απ' αυτά. Δυο ρουκέτες φτάνουν από τη Γη με τις γυναίκες και τα κορίτσια μας. Θα χουμε χορούς κι ουίσκι-" Ο Αρειανός φάνηκε να ταράζεται τώρα.
-"Προς τα κει είπες";
-"Να κι οι ρουκέτες". ο Τόμας προχώρησε στο φρύδι του λόφου κι έδειξε πέρα χαμηλά. "Τις βλέπεις";
-"Όχι".
-"Μα πανάθεμά σε, κει είναι! Εκείνα τα μακρόστενα ασημένια πράματα".
-"Δε βλέπω τίποτα". Τώρα ήταν η σειρά του Τόμας να γελάσει.
-"Μα συ είσαι τελείως στραβός"!
-"Σου λέω πως βλέπω θαυμάσια. Εσύ πρέπει να σαι στραβός"!
-"Όμως βλέπεις τη καινούρια πόλη, έτσι δεν είναι";
-"Βλέπω μόνο τον ωκεανό με τα νερά σ' άμπωτη".
-"Τα νερά που λες έχουν εξατμιστεί εδώ και σαράντα αιώνες".
-"Έλα, τέρμα τ' αστεία. Το παρατράβηξες".
-"Είναι αλήθεια σου λέω". Ο Αρειανός σοβάρεψε απότομα.
-"Για πες μου πάλι, στ' αλήθεια δε βλέπεις τη πόλη όπως στη περιγράφω; Με τις κολώνες της κατάλευκες, τις ντελικάτες βάρκες της, τα φώτα της γιορτής -εγώ τα βλέπω ολοκάθαρα. Κι άκου! Δεν ακούς τη μουσική; Δεν είναι διόλου μακριά". Ο Τόμας αφουγκράστηκε και μετά κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
-"Δεν ακούω τίποτα".
-"Κι εγώ από την άλλη μεριά", είπεν ο Αρειανός, "δε μπορώ να δω όσα μου περιγράφεις. Τι να πει κανείς"; Και πάλι νιώσανε παγωνιά. Ήτανε σα να έρρεε πάγος στις φλέβες τους.
-"Λες να...";
-"Τι πράγμα";
-"Είπες ήρθατε από τον ουρανό";
-"Από τη Γη".
-"Το 'Γη' είναι ένα όνομα, ένα τίποτα", απάντησε ο Αρειανός, "αλλά ...καθώς ανέβαινα το πέρασμα πριν από καμιάν ώρα..." άγγιξε το σβέρκο του, "...ένιωσα..."
-"Μια παγωνιά μήπως";
-"Ακριβώς".
-"Και τώρα τι νιώθεις";
-"Πάλι μια παγωνιά. Κάτι περίεργο. Ήτανε σα κάτι ν' άλλαξε στο φως, στους λόφους, στο δρόμο", μουρμούρισε ο Αρειανός, "κάτι το παράξενο στο δρόμο και στο φως και για μια στιγμή ένιωσα σα να μουν ο τελευταίος ζωντανός στον κόσμο..."
-"Το ίδιο κι εγώ!" έκανε ο Τόμας κι ήταν σα να μιλούσε σε παλιόν αγαπημένο φίλο, που αντάλλασσε τα μυστικά της καρδιάς του, νιώθοντας να τονε ζεσταίνει η κουβέντα. Ο Αρειανός έκλεισε τα μάτια και μετά τ' άνοιξε πάλι.
-"Αυτό δε μπορεί να σημαίνει παρά ένα πράγμα. Πρέπει να 'χει να κάνει με τον Χρόνο. Είσαι μια εικόνα από το Παρελθόν!"
-"Όχι, συ είσαι από το Παρελθόν", είπεν ο Γήινος, έχοντας τον καιρό να συλλογιστεί καλύτερα.
-"Φαίνεσαι τόσο σίγουρος. Πως μπορείς ν' αποδείξεις ποιος είναι από το Παρελθόν και ποιος από το Μέλλον; Σε ποια χρονιά είμαστε";
-"Στο δυο χιλιάδες ένα"!
-"Και τι σημαίνει αυτό για μένα"; Ο Τόμας το συλλογίστηκε κι ανασήκωσε τους ώμους.
-"Τίποτα".
-"Είναι σα να σου λεγα πως είμαστε στο 4462835 Σ. Ε. Κ. Δε σημαίνει τίποτα ή και κάτι λιγότερο από το τίποτα. Που είναι το ρολόι για να μας δείξει πως είναι τ' άστρα";
-"Μα τα ερείπια το αποδεικνύουν! Μαρτυρούν ότι εγώ είμαι το Μέλλον, εγώ είμαι ο ζωντανός ενώ συ είσαι νεκρός"!
-"Το καθετί μέσα μου το αρνείται αυτό. Η καρδιά μου χτυπά, το στομάχι μου πεινά, το στόμα μου διψά. Όχι, όχι, κανείς μας δεν είναι νεκρός, ούτε ζωντανός. Κι όμως είμαστε πιο ζωντανοί από καθετί άλλο. Είμαστε κάπου ανάμεσα, θα ταν ίσως το πιο σωστό. Δυο περαστικοί ξένοι που ανταμώσανε μες στη νύχτα, αυτό είμαστε. 

Δυο περαστικοί ξένοι. 
Ερείπια είπες";

-"Ναι. Φοβάσαι";


-"Ποιος θέλει να δει το Μέλλον; Ποιος το βλέπει ποτέ; Ένας άνθρωπος μπορεί ν' αντιμετωπίσει το Παρελθόν, αλλά να σκεφτεί πως -οι κολώνες είναι γκρεμισμένες είπες; Κι οι θάλασσες άδειες, τα κανάλια ξερά, οι κοπελιές πεθαμένες και τα λουλούδια μαραμένα;" 

Ο Αρειανός έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, αλλά μετά κοίταξε μπροστά. 
"Μα είναι κει. Τα βλέπω. Δε μου φτάνει αυτό; Είναι κει τώρα και με περιμένουν, ό,τι κι αν λες εσύ". Και τον Τόμας τονε περίμεναν οι ρουκέτες, εκεί μακριά κι η πόλη κι οι γυναίκες από τη Γη.
-"Δε πρόκειται να συμφωνήσουμε ποτέ", μουρμούρισε
-"Ας συμφωνήσουμε να διαφωνήσουμε", είπεν ο Αρειανός. "Τι σημασία έχει ποιος είναι το Παρελθόν και ποιός είναι το Μέλλον, αν είμαστε κι οι δυο ζωντανοί; Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, αύριο ή και σε δέκα χιλιάδες χρόνια. Πώς ξέρεις αν εκείνοι οι ναοί κει κάτω δεν είναι ναοί του δικού σου πολιτισμού εκατό αιώνες από σήμερα, ερειπωμένοι και γκρεμισμένοι; Δε το ξέρεις. Τότε μη ρωτάς. Αλλά η νύχτα δε κρατά πολύ. Δες, οι σπίθες από τις φωτιές της γιορτής πετάνε κιόλας στον ουρανό, μαζί με τα πουλιά". Ο Τόμας άπλωσε το χέρι του. Ο Αρειανός έκαμε το ίδιο. Οι παλάμες τους δεν άγγιξαν, πέρασαν η μια μες στην άλλη.
-"Θ' ανταμωθούμε ξανά";
-"Ποιος ξέρει; Ίσως καμμιάν άλλη νύχτα".
-"Θα θελα να ρθω μαζί σου στη γιορτή".
-"Κι εγώ θα θελα να ρθω στη νέα πόλη σας, να δω τα σκάφη που λες, να δω κείνους τους ανθρώπους και ν' ακούσω τα όσα συνέβησαν".
-"Έχε γεια", είπεν ο Τόμας
-"Καλή σου νύχτα". 


Ο Αρειανός ξεμάκρυνε σιωπηλός με το πράσινο μεταλλικόν όχημά του και χάθηκε πέρα στους λόφους. Ο Τόμας γύρισε στο φορτηγό και ξεκίνησε το ίδιο σιωπηλός, προς την αντίθετη κατεύθυνση. 
Θεέ μου, τι όνειρο κι αυτό! αναστέναξε, με τα χέρια του στο τιμόνι, με τη σκέψη στις ρουκέτες, τις γυναίκες, το δυνατόν ουίσκι, τους χορούς της Βιρτζίνια και το γλέντι.
Τι παράξενο όραμα κι αυτό! σκεφτόταν ο Αρειανός τραβώντας γοργά το δρόμο του, με τη σκέψη στη γιορτή, τα κανάλια, τις βάρκες, τις γυναίκες με τα χρυσαφένια μάτια και τα τραγούδια.

Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Τα φεγγάρια είχανε δύσει, τ' άστρα λαμπυρίζανε στον άδειο δρόμο, όπου τώρα απλωνότανε σιγαλιά.  Δε σάλευε το παραμικρό κει, ούτε ήχος, ούτε αμάξι, ούτε πρόσωπο, ούτε τίποτα. 

Κι έτσι έμεινε για όλη την υπόλοιπη, δροσερή, σκοτεινή νύχτα...
_______________________________________________________


 Raymond Douglas Bradbery
"Nightly Meeting"

Μτφ : Γιώργος Μπαλάνος