Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012





γαπητο φίλοι
σως τ γράμμα ατ ν μν διαβαστε ποτέ, π κανέναν, λλ στ᾿ λήθεια δ μ νοιάζει. σως μέχρι ν φτάσει στ χέρια σας νχω πει λότελα ξεχαστ π᾿ λους. λλά, οτε δ κι᾿ ατ τ τελευταο μ νοιάζει. ξάλλου, δν χω κα πολλ ν σς π, θέλω μόνο ν σς θυμίσω τι κάποτε πρξα.
Κάποτε πρξα κι᾿ μουν κα ζω κα θάνατος μαζί.
Κα ζω κα Χάρος μουν!

ζησα, τμολογ, μι ζω δηλητηριασμένη, γι᾿ ατ θαρρ ποφάσισα ν τν γκαταλείψω. κενο πο γι τος λλους τανε ζωή, γι μένα θάνατος ταν. Γεννιόμουνα κα πέθαινα κάθε μέρα, ρα κα στιγμή. Ζοσα μ τ θάνατο, ζοσα γι ν πεθάνω, μ τουλάχιστον δ ζοσα νεκρ πως ο γύρω μου, τ μικρ στεα νθρωπάκια πο λέγαν πς μ᾿ γάπησαν, κι᾿ ς μν μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ς μν τόλμησαν ποτ ν διαβάσουν τν ψυχ ποκρυβε περίσσιο φς κα σκοτάδι μέσα της. Κατ βάθος μ φοβόντουσαν κα δν ργοσαν ν τραπον ες τακτον φυγήν.
Δν ντεχαν ν μ κοιτον κατάμματα, μν τύχει κα τος κλέψω τν ψυχή τους.
γαπήθηκα, γαπήθηκα πολύ, μ μπορε ποτ κανες ν φαντασθ τι λυπόμουνα βαθει ταν καταλάβαινα τι μ᾿ γαποσαν; γώ, σως ν μν γάπησα ρκετά, χι σο πρεπε.
Τν δανικό μου ρωτα θαρρ τν ζησα στ φαντασία μου. ψυχή μου κα γάπη γεννήθηκαν τν δια μέρα. Ατ τ νιωθα μέσα μου, κι᾿ μως δν πίστευα τι θ πρχε μέρα πο θ μο ποδείκνυε τι γαποσα ληθινά. Δν ενε στ᾿ λήθεια τραγικό, μι μεγάλη ερωνεία, ν μιλον γι τν γάπη νθρωποι πο δν τν γνωρίζουν κα ν σιωπον ντελς κενοι πο νοιώθουν τν ψυχή τους ν πνίγεται στ πόνο της;

Πολλο
λέγαν τι ζοσα μεσ᾿ στ κεφάλι μου.
Κάτι πρεπε ν πον κι᾿ ατοί...
Πς λλως θ μ κατέτασσαν σ συγκεκριμένη κατηγορία νθρώπων;
νθρωποι, νθρωπάκια! ζω να τεράστιο ψέμα πο λλοι τ γαπνε κι᾿ λλοι - ο λίγοι - προσπαθον ν τ κάνουν ληθιν ζωή. σες, γαπητο γνωστοί μου φίλοι, πς ζετε; Ζετε; Μι φάρσα, ατ ταν δικιά μου ζωή. Κανες δν τν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρς ν τ θέλω, ζησα στ περίπου, κα σκηνοθέτησα τ θάνατό μου. Κι᾿ μως γαποσα τ ζωή, λλ πάντα ατ μοπαιρνε ,τι λλο γαποσα. Μο λειπε πάντα μι καρδι πο ν πον γι μένα. Κι ταν δύσκολο, δύσκολο πολ ν ζ μονάχη μου μέσ᾿ σνα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στ μικρά της ζως κα στ τίποτα. μουνα σν παράσιτο, σν μαρο ξωτικ πο χασε τ δρόμο κι᾿ ντ ν ταξιδέψει στν νειροκόσμο του, ξέπεσε σ τούτη δ τ γ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μ ρώτησε κρυφ ν εμαι χήρα σν φοροσα μαρα βαρειά. γέλασα. λήθεια ταν! ν μάντεψε τν ψυχή μου, καλ τν νόμασε χήρα...
Ε
νε πο θ παρακαλοσαν ν εχαν ζήσει στν ποχή μου. γώ, θθελα ν ζήσω σ κάποιαν λλην ποχή. ζησα νάμεσα σ μι γενει ττημένη. Κάποιοι πό μας κάναν τν πόνο στίχο, τν ργ τραγούδι, λλ κανες δν τόλμησε... - οτ᾿ π μς οτ᾿ π᾿ τος λλους - δν τόλμησε ν ν ξεφύγει π᾿ τ χαραγμένο μονοπάτι, δν τόλμησε ν πε ,τι στ᾿ λήθεια σκεφτότανε, δν τόλμησε ν κάνει ,τι στ᾿ λήθεια θελε ν κάνει. Ο περισσότεροι ταν - εμασταν - δειλο πο ᾿ψαχναν πλ ναύρουν τν ατοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωπο κι᾿ νάπηροι. λίγοι γέροι μ κακόβουλο φος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κα περφίαλοι... πόκληροί της ντίληψης...

Κι᾿ μως νάμεσα σ᾿ ατος ταν κα Κ., μόνος πο θ μποροσε ποτ ν μ καταλάβει, λλ οτε κα κενος τόλμησε... Μοπε μάλιστα, πς μ λυπόταν γιατί τν γαποσα... τι μουνα γι᾿ ατν μι παρηγοριά. Τχε ποχή, κανες δν ταν αυτός του! Γι᾿ ατ θαρρ κα ζησα τόσο μόνη, κι᾿ ς εχα πάντοτε κάποιους ν μ συντροφεύουν, δέλφια μου σένα πόνο πο δ θ μποροσαν ποτ ν συλλάβουν. καναν τ πάντα γι μέ, λλ γάπη τους ταν μι θυσία πο ποτ δν δέχτηκα μ εμένεια κι᾿ ο νησυχίες τους χειροπέδες γι μένα. “Πόσο ενε στεία ζω μ κα πόσο στειότεροι εμαστε μες πο τν νεχόμαστε τέτοια”, γραψα, θυμμαι, κάποτε στ μερολόγιό μου...
Μά,
π τότε χουν πει περάσει χρόνια. Πόσα, δν ξεύρω, φο χρόνος δν χει πει γι μ καμμία σημασία. Τώρα, εμαι κάπου λλο κα ζ - ν τούτη δ κατάσταση θεωρεται ζω - μέσ᾿ π᾿ τς ναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τ τετράδια το μυαλο κα κυττάζω πίσω. λα ζητάω τ χαμένα, τς μικρς στιγμές, τν γαπημένο... Γυρν τ βλέμμα κα τν κυττάζω πάντα τ δρόμο πο φήσαμε. Ενε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες κα φρίκη... ενε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος... κι᾿ μως - θε συγχώρεσέ με - θ τν περνα μ τν καρδι γεμάτη δάκρυα κα μεταμέλεια... Μ τν καρδι δεμένη μ τ σίδερα τς μαρτίας θ ξεκινοσα ν σ᾿ ερω μοναδικ κι᾿ ξέχαστή μου γάπη...
Δ θέλω τίποτε λλο, μόνο ν φτάσω, ν σταθ κοντά σου τόσο πο φτάνει γι ν δ... ν δ τ πρτο βλέμμα σου κενο πο μο ᾿ριχνες σν φτανα... τς μικρολες λες κενες ρυτίδες στ πρόσωπό σου... ν δ τ χέρια σου ν᾿ πλώνονται σ μένανε ν μ γκαλιάσουν... ν δ... ν νοιώσω τ φίλημά σου...
Ενε τόσο μεγάλος καϋμς κα εμεθα τόσο μικρο νας-νας μες ο νθρωποι πο τν ποτελομεν...

Τ
λόγια ατ σως νκούγονται σν παραλήρημα νς τοιμοθανάτου, μά, λοί, δν μπορ ν πεθάνω φο εμαι π χρόνια πει νεκρή. σο ζοσα, σο ζησα, μουνα παιδί. μουνα να παιδ μυαλο, μπορ ν τ παραδέχωμαι λλ κα ποι παιδ δν ενε μυαλο; να παιδ εμαι κόμη... να παιδ πο γράφει σ σς, τος γνωστούς του φίλους, γι ν τος πε: ν μείνετε πάντα παιδιά, κι᾿ ν ενε δυνατν μυαλα παιδιά. Ν ζήσετε τ ζωή σας μ τρέλλα, ν ζήσετε παράλογα, ν σκοτώσετε τ λογικ πονε φονις τς χαρς κα τς ζως, ν τολμήσετε ν κάνετε τ δύσκολα, τ μεγάλα, τ σημαντικά, ν᾿ κολουθήσετε τ δύσβατα μονοπάτια, ν᾿ φήσετε ν θρονιαστε στν καρδιά σας γι πάντα νοιξη κα τ χαμόγελο στ χείλη, ν᾿ γαπήσετε μ πάθος κα ν καετε π᾿ τ φλόγα τς γάπης σας, ν κάνετε τν πόνο, τ χαρά, τν κάθε σας στιγμ τραγούδι, κι᾿ ταν ρθ᾿ ρα στερν ν πεθάνετε χι π πλξι, λλ π ελικρίνεια πως φίλος τζίτζικας, πο τόσο ραία τ λεγε μ μες τ παίρναμε γι γκρίνια...

Τώρα, καθ
ς γράφω τς τελευταες γραμμές, κυττ πίσω κα ντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ζησα λεύθερη σο καμμι λλη γυναίκα τς ποχς μου, κανα πράγματα πο δν κανε καμμι λλη, κι᾿ γαπήθηκα σο λίγες. Καί, δν τ ξεχν, καθς τ βλέμμα μου σβηνε, κείνη τ μελαγχολικ αγούλα τ᾿ πρίλη, δν μουν πει μόνη. Νέοι πο μ᾿ γάπησαν ρθαν ν μ᾿ ποχαιρετήσουν κα φίλες γκαρδιακς στ προσκεφάλι μου να τελευταο τραγούδι ν μο χαρίσουν...

Α
τ εναι τ γράμμα μου στν κόσμο πο ποτ δν γραψε σ μένα, πως λέει κι᾿ καλή μου φίλη.

Μ
γάπη
Μαρίκα Πολυδούρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου