Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Το μαύρο, κρύβει το φως που θα λείψει απ΄τον κόσμο.. [ Κεφ. V ]



Μια νύχτα, μια βροχή, ένα κρύο. Δεκέμβρης του 1984. Ο γερο-Αντόνιο κοιτά το φως. Στην εστία η φωτιά μάταια πε­ριμένει το κρέας του ελαφιού «άσπρη ουρά» που βγήκαμε να ξετρυπώσουμε με τους φακούς μας, χωρίς όμως να κα­ταφέρουμε τίποτα.
Στην εστία χορεύουν τα χρώματα, μι­λούν. Ο γερο-Αντόνιο κοιτάζει τη φωτιά, ακούει.
Έρποντας, μόλις νικώντας τον ήχο των γρύλων και το τρίξιμο της φωτιάς, στα λόγια του γερο-Αντόνιο πλέκεται μια ιστορία από πολύ παλιά, όταν οι μεγάλοι ήταν πολύ με­γάλοι κι οι γέροι τού σήμερα περπάταγαν ακόμη με το αίμα να βράζει και η εστία σώπαινε, όπως συμβαίνει και τούτη τη νύχτα, αλλά ήταν δέκα, εκατό, χίλιες, ένα εκατομμύριο νύ­χτες πριν από αυτή, χωρίς ελάφι, με κρύο, με βροχή, χωρίς κανέναν να μας υπολογίζει: 


"Στην αρχή ήταν το νερό της νύχτας. Όλα ήταν νερό, όλα νύχτα ήταν. Περπάταγαν οι θεοί κι οι άνθρωποι σαν τρελοί σκοντάφτοντας και πέφτοντας σαν μεθυσμένοι γέ­ροι. Δεν υπήρχε φως για να δεις πού πηγαίνεις, δεν υπήρχε γη για να ξαπλώσεις την κούραση και την αγάπη..
Δεν υπήρχε γη, δεν υπήρχε φως, δεν ήταν όμορφος ο κόσμος..
Τότε οι θεοί, στη νύχτα, στο νερό, άρχισαν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο και νεύριασαν και άρχισαν να λένε βαριές κουβέντες και μεγάλος ήταν ο θυμός των θεών γιατί μεγάλοι ήταν οι θεοί.
Κι οι άντρες κι οι γυναίκες, όλο αυτιά, όλο tzots (4) , άντρες και γυναίκες νυχτερίδες, κρύφτηκαν από το θόρυβο των μεγάλων καβγάδων των θεών.
Κι έτσι οι θε­οί έμειναν μόνοι κι όταν πέρασε ο θυμός τους κατάλαβαν ότι μόνοι ήταν κι ήταν μεγάλη η λύπη τους που μόνοι ήταν και, λυπημένοι καθώς ήταν, βάλθηκαν να κλαίνε οι θεοί και πολύ ήταν το κλάμα τους, γιατί χωρίς τους άντρες και τις γυναίκες οι θεοί μόνοι ήταν.
Και δάκρυ το δάκρυ, κλάμα το κλάμα, προστέθηκε κι άλλο νερό στο νερό και δεν υπήρχε γιατριά μια και συνέχιζαν η νύχτα και το νερό να γεμίζουν με τόση νύχτα και νερό από το κλάμα των θεών.

» Και κρύωσαν οι θεοί, γιατί όταν είναι κανείς μόνος κρυώνει, πόσο μάλιστα αν όλα είναι νερό της νύχτας- και σκέφτηκαν οι θεοί να καταλήξουν σε μια καλή συμφωνία που να μην τους άφηνε μόνους, που θα ’κανε τους άντρες και τις γυναίκες νυχτερίδες να βγουν από τις σπηλιές, που θα ’φερνε το φως να φωτίσει τα βήματα και θα ’φερνε τη γη για να ξαπλώσουν πάνω της η κούραση και η αγάπη. Κι έτσι οι θεοί έβγαλαν απόφαση να κάτσουν να ονειρευτούν όλοι μαζί, κι αποφάσισε η καρδιά τους να ονειρευτούν το φως και τη γη.
Και βάλθηκαν να ονειρεύονται τη φωτιά κι άρπαζαν τη σιωπή που περπατούσε εκεί κοντά και ονειρεύ­τηκαν μια φωτιά και, στη μέση της σιωπής, του νερού-νύχτας που γέμιζε τα πάντα, ανάμεσα στους θεούς εμφανί­στηκε μια πληγή, ένα σκίσιμο στο νερό-νύχτα, μια λεξούλα τοσοδά μικρούλα, που χόρευε και μεγάλη γινόταν και μικρή και μεγάλωνε και χοντρή και λεπτή γινόταν και χόρευε στο κέντρο ανάμεσα στους θεούς που ήταν εφτά, γιατί τώρα φαινόταν ότι ήταν εφτά και κοιτάχτηκαν και μετρήθηκαν και φτάσαν τους εφτά γιατί εφτά ήταν οι θεοί οι πιο μεγά­λοι, οι πρώτοι.,
Και γρήγορα βάλθηκαν οι θεοί να φτιάξουν σπιτάκι στη λεξούλα αυτή που στη μέση χόρευε, και στη σιωπή χόρευε.
Και βάλθηκαν να φέρνουν κοντά της άλλες λεξούλες που βγήκαν από τα όνειρά τους.

Και “φωτιά” ονό­μασαν αυτές τις λεξούλες που χόρευαν, και πια όλες μαζί μιλήσαν κι άρχισε να μαζεύεται η γη και το φως γύρω από τη φωτιά, κι οι άντρες κι οι γυναίκες νυχτερίδες βγήκαν από τις σπηλιές και μαζεύτηκαν και κοιτάχτηκαν και αγγίχτηκαν και αγαπήθηκαν, και πια υπήρχε φως, και γη υπήρχε, και φαίνονταν τα βήματα και πια ξάπλωναν η αγάπη και η κού­ραση... στο φως... στη γη...
Και οι θεοί δεν τους είδαν γιατί πήγαν να κάνουν γενική συνέλευση και βρίσκονταν στην καλύβα τους και δεν έβγαιναν και κανείς δεν μπορούσε να μπει γιατί οι θεοί έκαναν συμφωνία.
Και στην καλύβα οι θε­οί συμφώνησαν να μη σβήσει η φωτιά γιατί πολύ ήταν το νερό-νύχτα και λιγοστό το φως κι η γη.
Και βγήκε η απόφαση να μεταφέρουν προς τα πάνω τη φωτιά, στον ουρανό, για να μην τη φτάσει το νερό-νύχτα. Κι έστειλαν μήνυμα στους άντρες και τις γυναίκες νυχτερί­δες να μπουν μέσα στις σπηλιές γιατί επρόκειτο να σηκώ­σουν τη φωτιά, μέχρι τον ουρανό είπαν.
Κι έναν κύκλο σχη­μάτισαν οι θεοί γύρω από τη φωτιά και βάλθηκαν να συζη­τάνε για το ποιος θα ’πρεπε να μεταφέρει τη φωτιά επάνω και να πεθάνει κάτω για να ζήσει επάνω- και δε συμφωνού­σαν οι θεοί γιατί δεν ήθελαν να πεθάνουν κάτω οι θεοί, και είπαν οι θεοί να πάει ο θεός ο πιο λευκός, γιατί ήταν ο πιο όμορφος κι έτσι η φωτιά θα ήταν όμορφη εκεί ψηλά, αλλά ο λευκός θεός ήταν δειλός και δεν ήθελε να πεθάνει για να ζή­σει, κι έτσι ο πιο μαύρος κι ο πιο άσχημος από τους θεούς, ο ik , είπε πως αυτός θα τη μετέφερε επάνω τη φωτιά και πή­γε να αρπάξει τη φωτιά και κάηκε με τη φωτιά και έγινε μαύρος και γκρι μετά και άσπρος και κίτρινος και πορτο­καλής μετά και κόκκινος έπειτα και φωτιά έγινε, και υψώ­θηκε μιλώντας μέχρι τον ουρανό και εκεί έμεινε στρογγυλός κι άλλες φορές είναι κίτρινος κι άλλες φορές πορτοκαλής, κόκκινος, γκρι, άσπρος και μαύρος, και «ήλιο» τον έβγαλαν οι θεοί και έφτασε περισσότερο φως, για να βλέπουν καλύ­τερα τα βήματα, και περισσότερη γη ήρθε και το νερό-νύχτα έκανε στην άκρη κι ήρθε το βουνό.

Κι ο λευκός θεός έμεινε τόσο λυπημένος που πολύ έκλαιγε κι από το πολύ το κλάμα δεν είδε το δρόμο του και σκόνταψε και έπεσε στη φωτιά και έτσι υψώθηκε κι αυτός στον ουρανό, αλλά πιο λυπημέ­νο ήταν το φως που έστελνε αυτός, γιατί πολύ έκλαιγε για τη δειλία του και μια πύρινη σφαίρα, λυπημένη, χλομή, με το χρώμα του λευκού θεού έμεινε στο πλάι του ήλιου και «σε­λήνη» την έβγαλαν οι θεοί αυτή τη λευκή σφαίρα.
Αλλά ο ήλιος κι η σελήνη εκεί πέρα στέκονταν και δεν προχωρού­σαν κι οι θεοί κοιτάχτηκαν με στεναχώρια και μεγάλη ήταν η ντροπή τους, και φύσηξαν όλοι τη φωτιά κι έτσι άρχισε να προχωρά ο ήλιος κι η σελήνη βάλθηκε να πηγαίνει ξωπίσω του, για να ζητήσει συγνώμη, λέει.

» Κι ήρθε η μέρα κι ήρθε η νύχτα κι οι άντρες κι οι γυναί­κες νυχτερίδες βγήκαν από τις σπηλιές κι έστησαν την καλύ­βα τους κοντά στη φωτιά κι ήταν πάντα με τους θεούς, μέρα νύχτα, γιατί τη μέρα ο ήλιος και τη νύχτα η σελήνη φωτίζουν.

» Αυτό που ακολούθησε μετά δεν ήταν συμφωνία των θεών, αυτοί είχαν πια πεθάνει... για να ζήσουν...» 


Ο γερο-Αντόνιο ξεχωρίζει με τα χέρια του ένα κάρβου­νο από την εστία. Το αφήνει στο πάτωμα. "Κοίτα"  μου λέ­ει. Από το κόκκινο, το κάρβουνο ακολουθεί την αντίστρο­φη πορεία από αυτή του μαύρου κυρίου της ιστορίας: πορ­τοκαλί, κίτρινο, άσπρο, γκρι, μαύρο. 
Ακόμα ζεστό, ο γερο- Αντόνιο το πιάνει με τα ροζιασμένα χέρια του και μου το δί­νει. Εγώ προσπαθώ να προσποιηθώ ότι δε με καίει, αλλά το αφήνω σχεδόν αμέσως. 
Ο γερο-Αντόνιο χαμογελά και βή­χει, το ξαναπαίρνει από το πάτωμα και το βρέχει σε μια μι­κρή λακούβα με νερό της βροχής, του νερού-νύχτα. Κρύο πια, μου το ξαναδίνει. 
"Πάρ’ το... Θυμήσου πως το πρόσωπο το καλυμμένο με μαύρο κρύβει το φως και τη ζεστασιά που θα λείψουν απ’ αυτό τον κόσμο "  μου λέει και μένει να με κοιτάζει. 
"Πάμε" προσθέτει καθώς ανασηκώνεται κι εγώ προσθέτω: 
«Αυτή τη νύχτα το “άσπρη ουρά” δε θα ’ρθει, στο μέρος της τρο­φής δεν έχει πατημασιές»

Εγώ κάνω να σβήσω τη φωτιά, ο γερο-Αντόνιο μου λέει με την τσάντα του ήδη στον ώμο και την chimba  στο χέρι 
 "Άσ’ την έτσι... Μ’ αυτό το κρύο μέχρι κι η νύχτα ευγνωμο­νεί για λίγη ζεστασιά...".



Φύγαμε κι οι δυο, σιωπηλά. Έβρεχε και, ναι, έκανε κρύο... Άλλη νύχτα, άλλη βροχή, άλλο κρύο. 17 Νοεμβρίου 1993. Δέκατη επέτειος από τη δημιουργία του Ε Ζ L Ν . Το Γενικό Επιτελείο των Ζαπατίστας μαζεύεται γύρω από τη φωτιά. Υπάρχουν τα γενικά πλάνα κι έχουν προχωρήσει λεπτομέρειες σε τακτικό επίπεδο. Το στράτευμα έχει πάει να κοιμηθεί, μονάχα οι αξιωματικοί με το βαθμό του Mayor (5) παραμένουν ξύπνιοι.  Είναι εκεί επίσης και ο γερο-Αντόνιο, ο μόνος που μπορεί να διαβεί απ’ όλα τα ζαπατιστικά μπλόκα και να μπει οπουδήποτε χωρίς κανείς να τολμά να του απαγορεύσει την είσοδο. 
Η επίσημη συγκέντρωση τελείωσε και τώρα, μεταξύ αστείων κι ανεκδότων, σχεδιάζονται πλά­να και όνειρα. Προκύπτει το θέμα των καλυμμένων προσώ­πων, κι αν θα είναι με μαντίλια, με μάσκες, με μάσκες σαν του Ζορό, ή με μάσκες αποκριάτικες. 
Γυρίζουν να με δουν. «Κουκούλες» τους λέω. 
«Και τι θα κάνουμε εμείς, οι γυναί­κες με μακρύ μαλλί;» ρωτά και διαμαρτύρεται η Άννα-Μαρία. 
«Να το κόψετε, το μαλλί σας» λέει ο Αλφρέδο. 
«Όχι, άνθρωπέ μου! Τι λες; Εγώ λέω πως μέχρι και φούστα πρέ­ πει να φοράνε» λέει ο Χοσουέ. «Φούστα να φορέσει η γιαγιά σου» απαντά η Άννα-Μαρία. 

Ο Μοϊσές κοιτά το ταβάνι σιωπηλά και διακόπτει τη συζήτηση μ’ ένα «και τι χρώμα να ’ναι οι κουκούλες;». «Καφέ... όπως το πηλήκιο» λέει ο Ρολάντο. Κάποιος άλ­λος λέει πράσινο. 
Ο γερο-Αντόνιο μου κάνει νόημα και χω­ρίζω από την ομάδα. 
«Έχεις το κάρβουνο εκείνης της νύ­χτας;» ρωτά. «Ναι, στο σακίδιο» απαντώ. «Πήγαινε φέρ’ το» μου λέ­ει και κατευθύνεται προς την ομάδα γύρω από τη φωτιά. 
Όταν επιστρέφω με το κάρβουνο όλοι βρίσκονται σιωπηλοί γύρω από την εστία και με τον γερο-Αντόνιο να έχει καρ­φώσει το βλέμμα του στη φωτιά, όπως εκείνη τη νύχτα του ελαφιού «άσπρη ουρά». 
«Να το» του λέω και βάζω το μαύ­ρο κάρβουνο στο χέρι του. 
Ο γερο-Αντόνιο με κοιτά με βλέμμα σταθερό και ρωτά: 
«Θυμάσαι;». 
Κάθομαι σιωπηλά. Ο γερο-Αντόνιο βάζει το κάρβουνο στη μέση της φωτιάς· γίνεται πρώτα γκρι, μετά άσπρο, κί­τρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, φωτιά. Το κάρβουνο είναι πια φωτιά και φως. 
Ο γερο-Αντόνιο με κοιτά άλλη μια φορά και χάνεται στην ομίχλη. 
Όλοι μένουμε να κοιτάζουμε το κάρ­βουνο, τη φωτιά, το φως. 
«Μαύρες» λέω. 
«Τι;» ρωτάει η Άννα-Μαρία. 
Εγώ επαναλαμβάνω χωρίς να σταματώ να κοιτώ τη φω­τιά: 
«Μαύρες, οι κουκούλες θα είναι χρώματος μαύρου...». 
Κανείς δε φέρνει αντίρρηση... 

Άλλη νύχτα, άλλη βροχή, άλλο κρύο. 30 Δεκεμβρίου του 1993. Τα τελευταία στρατεύματα αρχίζουν να πορεύονται για να πάρουν θέσεις. Ένα φορτηγό κολλάει στη λάσπη, οι συμπολεμιστές σπρώχνουν για να το βγάλουν. Ο γερο- Αντόνιο με πλησιάζει μ’ ένα σβησμένο τσιγάρο στο στόμα. Του τ’ ανάβω κι ανάβω την πίπα με την τρύπα προς τα κά­τω, τεχνική που εφεύρα εξαιτίας της βροχής. 
«Πότε;»» ρω­τά ο γερο-Αντόνιο. 
«Αύριο» απαντώ και προσθέτω «αν φτάσουμε στην ώρα...». 
«Κάνει κρύο...» λέει εκείνος και κλείνει το παλιό παλτό. 
«Χμμμ» απαντώ. 
Στρίβει κι άλλο ένα τσιγάρο καθώς μου λέει: 
«Χρειάζεται κάτι από φως και ζεστασιά αυτή η νύχτα». 
Του χαμογελώ καθώς του δείχνω τη μαύρη κουκούλα. Την παίρνει στα χέρια του, την εξετάζει, μου την ξαναδίνει. 
«Και το κάρβουνο;» ρωτά. 
«Έγινε φωτιά εκείνη τη νύχτα... δεν έμεινε τίποτα» του λέω λυπημένος

«Έτσι είναι» λέει ο γερο-Αντόνιο με τη φωνή σπασμένη. 
«Να πεθαίνεις για να ζεις» λέει και με αγκαλιάζει. 
Σκουπί­ζει τα μάτια με το μανίκι και μουρμουρίζει: «Βρέχει πολύ, μούσκεμα μέχρι τα μάτια έχω γίνει πια». 

Το φορτηγό ξε­κόλλησε και με φωνάζουν, γυρίζω να αποχαιρετίσω τον γερο-Αντόνιο. 
Δεν ήταν πια εκεί...


(4) tzots :  είδος νυχτερίδας 
(5) Μayor : Ταγματάρχης


Subcomandante Marcos   "Ιστορίες του γερο-Αντόνιο"  κεφ. V

[εκδ. Ροές
μεταφρ. Γιώργος Καρατζάς ]

εδώ το προηγούμενο κεφάλαιο                                       Εδώ το επόμενο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου