Κυριακή 17 Μαΐου 2015

14 Μαϊου 1905 - "Τα Όνειρα του Άινστάιν"

Υπάρχει ένας τόπος όπου ο χρόνος είναι ακίνητος. Οι στάλες της βροχής μένουν μετέωρες στον αέρα. Τα εκκρεμή των ρολογιών μαρμαρώνουν στη μέση της κίνησης τους. Οι σκύλοι υψώνουν τη μουσούδα τους σε βουβά ουρλιαχτά. Οι οδοιπόροι στέκουν σαν στήλες άλατος σε σκονισμένους δρόμους, με το ένα πόδι προτεταμένο λες και κρέμεται από σπάγκο. Μυρουδιές από χουρμάδες, μάνγκο, κορίανδρο και κύμινο γεμίζουν το χώρο.

Ένας ταξιδευτής που πλησιάζει σ' αυτόν τον τόπο κινείται ολοένα και πιο αργά. απ' όποια διεύθυνση κι αν έρχεται. Οι χτύποι της καρδιάς του λιγοστεύουν, η αναπνοή του επιβραδύνεται, η θερμοκρασία του πέφτει, οι σκέψεις του χάνονται, ώσπου φτάνει στο νεκρό σημείο και σταματά. Αυτό το σημείο αποτελεί το κέντρο του χρόνου. Από δω, ο χρόνος απλώνεται σε ομόκεντρους κύκλους. Στο κέντρο μένει ακίνητος, η ταχύτητά του αυξάνεται αργά σε μεγαλύτερες διαμέτρους.

Ποιος άραγε έρχεται για προσκύνημα στο κέντρο του χρόνου; Οι γονείς με τα παιδιά τους, και οι εραστές.

Έτσι λοιπόν, στον τόπο όπου παγώνει ο χρόνος, βλέπει κανείς γονείς γαντζωμένους πάνω στα παιδιά τους, σ' έναν κρυσταλλωμένο εναγκαλισμό που δεν θα χαλαρώσει ποτέ.
Η πανέμορφη κορούλα με τα γαλανά μάτια και τα ξανθά μαλλιά δεν θα πάψει ποτέ να χαμογελά με το τωρινό της χαμόγελο, δεν θα χάσει ποτέ την ροδαλή λάμψη απ' τα μάγουλά της, δεν θα ρυτιδιάσει ποτέ ούτε θα κουραστεί, δεν θα πληγωθεί ποτέ, δεν θα ξεχάσει ποτέ όσα της δίδαξαν οι γονείς της, δεν θα σκεφτεί ποτέ κρυφά από τους γονείς της, δεν θα γνωρίσει ποτέ το κακό, δεν θα φωνάξει ποτέ στους γονείς της ότι δεν τους αγαπά, δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το δωμάτιο της που έχει θέα στον ωκεανό, δεν θα πάψει ποτέ ν' αγγίζει τους γονείς της όπως τώρα.


Στον τόπο όπου παγώνει ο χρόνος, βλέπει κανείς εραστές να φιλιούνται στις σκιές των κτιρίων, σ' έναν κρυσταλλωμένο εναγκαλισμό που δεν θα χαλαρώσει ποτέ. 
Ο αγαπημένος δεν θα πάρει ποτέ τα χέρια του από εκεί όπου βρίσκονται τώρα, δεν θα επιστρέψει ποτέ το φυλαχτό των αναμνήσεων, δεν θα ταξιδέψει ποτέ μακριά από την αγαπημένη του, δεν θα ξεχάσει ποτέ να εκφράσει την αγάπη του, δεν θα ζηλέψει ποτέ, δεν θα ερωτευτεί ποτέ κάποια άλλη, δεν θα χάσει ποτέ το πάθος τούτης της χρονικής στιγμής.


Ας μην ξεχνάμε ότι αυτά τα μαρμαρωμένα αγάλματα φωτίζονται μόνο από το πιο αχνό κόκκινο φως επειδή στο κέντρο του χρόνου το φως ελαττώνεται σχεδόν ως το τίποτε , οι ταλαντώσεις του επιβραδύνονται ως την ηχώ που αντιλαλεί σε απέραντα φαράγγια, η έντασή του μειώνεται ως το ξέθωρο λαμπύρισμα μιας πυγολαμπίδας.

Όσοι δεν έφτασαν στο νεκρό σημείο κινούνται μεν αλλά με το ρυθμό των παγετώνων. Ένα χάιδεμα στα μαλλιά ίσως κρατήσει ένα χρόνο, ένα φιλί ίσως κρατήσει μια χιλιετία. Όσην ώρα διαρκεί ένα χαμόγελο, οι εποχές εναλλάσσονται στον έξω κόσμο. Όση ώρα διαρκεί ένα αγκάλιασμα, γέφυρες ορθώνονται. Όσην ώρα διαρκεί ένας αποχαιρετισμός, πολιτείες ολόκληρες αποσαθρώνονται και περνούν στη λήθη. 


Κι εκείνοι που επιστρέφουν στον έξω κόσμο... 
Τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα, λησμονούν το αιώνιο αγκάλιασμα των γονιών τους που γι αυτά δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα.  Τα παιδιά ενηλικιώνονται, φεύγουν μακριά από τους γονείς τους, ζουν στο δικό τους σπίτι, φτιάχνουν τη δική τους ζωή, υποφέρουν και πονούν , γερνάνε. Τα παιδιά κακίζουν τους γονείς τους που προσπάθησαν να τα κρατήσουν για πάντα, κακίζουν το χρόνο για τις ρυτίδες τους  και για τη βραχνή φωνή τους. Αυτά τα γερασμένα παιδιά θέλουν να σταματήσουν ξανά το χρόνο, όμως τούτη τη φορά σε μιαν άλλη εποχή. Θέλουν να κρυσταλλώσουν τα δικά τους παιδιά στο κέντρο του χρόνου.

Τα ζευγάρια που επιστρέφουν διαπιστώνουν πως όλοι τους οι φίλοι χάθηκαν από καιρό. Άλλωστε, έχουν περάσει ολόκληρες ζωές. Πορεύονται μέσα σ΄έναν κόσμο που δεν αναγνωρίζουν.  Οι εραστές που επιστρέφουν σφιχταγκαλιάζονται και πάλι στις σκιές των κτιρίων, αλλά τώρα πια ο εναγκαλισμός τους μοιάζει κενός και μοναχικός. Σύντομα ξεχνούν τις αιώνιες υποσχέσεις που γι αυτούς δεν κράτησαν παρά δευτερόλεπτα. Βλέπουν αντίζηλους παντού, ακόμη και σε άγνωστα πρόσωπα, ανταλλάσσουν πικρόχολα σχόλια, χάνουν το πάθος τους, απομακρύνονται, γερνούν και μένουν μόνοι σ΄έναν κόσμο που δεν τον γνωρίζουν. 

Μερικοί ισχυρίζονται πως είναι καλύτερα να μένει κανείς μακριά απ το κέντρο του χρόνου. Η ζωή είναι μια ακατάπαυστη θλίψη, όμως είναι υπέροχο να ζεις τη ζωή, και δίχως χρόνο ζωή δεν υπάρχει. 
Άλλοι όμως διαφωνούν. Προτιμούν μια αιώνια ικανοποίηση, ακόμη κι αν αυτή πρέπει να είναι ακίνητη και παγωμένη, σαν χρυσαλλίδα μέσα στο κουκούλι της .


Από "Τα Όνειρα του Άινστάιν" 
του  Alan Leightman
 ------




 Ο Άλαν Λάιτμαν γεννήθηκε στο Μέμφις του Τεννεσσί το 1948 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια από το οποίο έλαβε το 1974 το διδακτορικό του δίπλωμα στη φυσική. Ανάμεσα στα βιβλία του, που έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες, περιλαμβάνονται τα λογοτεχνικά έργα: "Τα όνειρα του Αϊνστάιν" (1993), "Ο καλός Μπενίτο" (1995), "Χορός για δύο" (1996), καθώς και σημαντικά επιστημονικά βιβλία. Το 1989 εξελέγη επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Εταιρείας Φυσικής και της Αμερικανικής Ένωσης για την προώθηση της Επιστήμης. Δίδαξε θεωρητική φυσική και τέχνη του γραπτού λόγου στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και στο Χάρβαρντ, ενώ κατέχει την έδρα ανθρωπιστικών σπουδών John E. Burchard στο ίδιο ίδρυμα.

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου