Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Το λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας.. [Κεφ. IV]




Ο γερο-Αντόνιο σκότωσε ένα «λιοντάρι του βουνού» (που μοιάζει πολύ με το αμερικάνικο πούμα) με την παλιά του chimba (3).   Εγώ παλιά τον είχα κοροϊδέψει για το όπλο του.   "Αυτά τα όπλα τα χρησιμοποιούσαν όταν ο Hernan Cortes κατέλαβε το Μεξικό» του είπα. Αυτός αμύνθηκε: «Ναι, αλλά κοίτα τώρα σε ποιανού τα χέρια βρίσκεται».
Τώρα τραβά τα τελευταία κομμάτια κρέ­ας από το δέρμα για να το βυρσοδέψει. Μου δείχνει περή­φανος το δέρμα. Δεν έχει ούτε μια τρύπα. «Ακριβώς στο μάτι» μου κομπάζει. «Είναι ο μόνος τρόπος να μην έχει το δέρμα σημάδια κακομεταχείρισης» προσθέτει. «Και τι θα κάνεις με το δέρμα;» ρωτάω. Ο γερο-Αντόνιο δε μου απα­ντά, συνεχίζει να σκίζει σιωπηλά το δέρμα του λιονταριού με τη ματσέτα του. Κάθομαι στο πλάι του και, αφού γεμίσω την πίπα, κάνω να του στρίψω ένα τσιγάρο. Του το δίνω χωρίς να πω κουβέντα, αυτός το εξετάζει και το ανοίγει. «Σου λείπει πείρα» μου λέει καθώς το ξαναστρίβει.
Καθόμαστε να συμμετάσχουμε μαζί σ’ αυτή την τελετή του καπνίσματος. Ρουφηξιά τη ρουφηξιά, ο γερο-Αντόνιο ξετυλίγει την ιστορία:
«Το λιοντάρι είναι δυνατό, γιατί τα άλλα ζώα είναι αδύ­ναμα. Το λιοντάρι τρώει το κρέας των άλλων, γιατί τα άλ­λα το αφήνουν να τα φάει. Το λιοντάρι δε σκοτώνει με τα νύχια ή με τα δόντια. Το λιοντάρι σκοτώνει κοιτάζοντας. Στην αρχή πλησιάζει σιγά-σιγά... αθόρυβα, γιατί έχει σύν­νεφα στα πόδια που σκοτώνουν το θόρυβο. Κατόπιν πηδά και αναποδογυρίζει το θύμα, μια επίθεση που ποντάρει πε­ ρισσότερο στον αιφνιδιασμό απ’ ό,τι στη δύναμη. Κατόπιν στέκεται και το κοιτάζει. Κοιτάζει τον αιχμά­λωτό του. Έτσι... [ο γερο-Αντόνιο ζαρώνει τα φρύδια και με καρφώνει με τα μαύρα του μάτια]. Το καημένο το ζωάκι που θα πεθάνει, απομένει να κοιτάζει μονάχα, κοιτάζει το λιοντάρι που το κοιτάζει. Το ζωάκι δε βλέπει πια τον ίδιο του τον εαυτό, βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει την εικόνα του στη ματιά του λιονταριού, βλέπει ότι, στα μάτια του λιονταριού, είναι μικρό και αδύναμο. Το ζωάκι ούτε που το σκεφτόταν αν είναι μικρό ή αδύναμο, ήταν βλέ­πεις ένα ζωάκι, ούτε μεγάλο ούτε μικρό, ούτε δυνατό ούτε αδύναμο. Αλλά τώρα βλέπει αυτό που βλέπει το λιοντάρι, βλέπει το φόβο. Και βλέποντας ότι το βλέπουν, το ζωάκι πείθεται, από μόνο του, ότι είναι μικρό και αδύναμο. Και βλέποντας το φόβο του που βλέπει ότι το λιοντάρι το βλέπει, φοβάται. Κι έτσι το ζωάκι δε βλέπει τίποτα πια, παγώνουν τα κόκαλά του, έτσι όπως όταν μας πιάνει η βρο­χή στο βουνό, τη νύχτα, μέσα στο κρύο. Κι έτσι το ζωάκι πα­ραδίνεται έτσι απλά, αφήνεται και το λιοντάρι το καταβρο­χθίζει αλύπητα.
Έτσι σκοτώνει το λιοντάρι. Σκοτώνει κοιτά­ζοντας. Αλλά υπάρχει ένα ζωάκι που δεν κάνει έτσι, που όταν το σταματά το λιοντάρι, δε δίνει σημασία και συνεχίζει σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κι αν το λιοντάρι το αρπάξει, αυ­τό απαντά μ’ ένα γρατζούνισμα με τα χεράκια του που είναι μικρά αλλά πονάει το αίμα που βγάζουν. Κι αυτό το ζωάκι δεν αφήνεται στο λιοντάρι, γιατί δε βλέπει ότι το βλέπουν... είναι τυφλό. Τυφλοπόντικες τα λένε αυτά τα ζωάκια».
Φαίνεται πως ο γερο-Αντόνιο σταμάτησε να μιλά. Εγώ δοκιμάζω ένα «Ναι, αλλά...». Ο γερο-Αντόνιο δε μ’ αφήνει να συνεχίσω, συνεχίζει να διηγείται την ιστορία, καθώς στρίβει άλλο ένα τσιγάρο. Το κάνει αργά, γυρνώντας και κοιτάζοντάς με από καιρού εις καιρό για να δει αν τον προ­σέχω.
«Ο τυφλοπόντικας έμεινε τυφλός γιατί, αντί να βλέπει προς τα έξω, βάλθηκε να κοιτάζει την καρδιά, έμεινε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και κανείς δεν ξέρει γιατί του μπή­κε στο μυαλό του τυφλοπόντικα να κοιτάζει προς τα μέσα. Και βρίσκεται ο τυφλοπόντικας να κοιτάζει ανόητα την καρδιά κι έτσι, δε νοιάζεται για δυνατούς κι αδύναμους, για μεγάλους ή μικρούς, γιατί η καρδιά είναι η καρδιά και δε με­τριέται όπως μετριούνται τα πράγματα ή τα ζώα. Κι αυτό, το να κοιτάζει προς τα μέσα, μπορούσαν να το κάνουν μο­νάχα οι θεοί κι έτσι οι θεοί τον τιμώρησαν τον τυφλοπόντι­κα και δεν τον άφησαν πια να βλέπει προς τα έξω και επι­πλέον τον καταδίκασαν να ζει και να περπατά κάτω απ’ τη γη. Και γι’ αυτό ο τυφλοπόντικας ζει κάτω από τη γη, γιατί τον τιμώρησαν οι θεοί. Κι ο τυφλοπόντικας δε στενοχωρή­θηκε γιατί συνέχισε να κοιτάζει προς τα μέσα. Και γι’ αυτό ο τυφλοπόντικας δε φοβάται το λιοντάρι. Κι ούτε φοβάται το λιοντάρι ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτάζει την καρδιά.  Γιατί ο άνθρωπος που ξέρει να κοιτά την καρδιά δε βλέπει τη δύναμη του λιονταριού, βλέπει τη δύναμη της καρ­διάς του, κι έτσι κοιτάζει το λιοντάρι και το λιοντάρι τον βλέπει που το κοιτάζει ο άνθρωπος, και το λιοντάρι βλέπει πως στα μάτια του ανθρώπου είναι μόνο ένα λιοντάρι και το λιοντάρι βλέπει πως το βλέπουν και φοβάται και το βά­ζει στα πόδια».
«Κι εσείς κοιτάξατε την καρδιά σας για να σκοτώσετε αυτό το λιοντάρι;» διακόπτω. Αυτός απαντά: «Εγώ; Όχι, άνθρωπέ μου, εγώ κοίταξα το σκόπευτρο της καραμπίνας και το μάτι του λιονταριού κι έτσι απλά πυροβόλησα... για την καρδιά, ούτε που το θυμήθηκα...».
Εγώ ξύνω το κεφάλι μου όπως κάνουν, καθώς έμαθα, εδώ, όποτε δεν καταλα­βαίνουν κάτι. Ο γερο-Αντόνιο σηκώνεται αργά, παίρνει το δέρμα, το εξετάζει προσεκτικά. Μετά το τυλίγει και μου το παραδίδει: «Πάρ’ το» μου λέει. «Σ’ το χαρίζω για να μην ξεχάσεις πο­τέ ότι το λιοντάρι και το φόβο τούς σκοτώνεις αν ξέρεις πού να κοιτάξεις...». Ο γερο-Αντόνιο γυρνά και μπαίνει στην καλύβα του. Στη γλώσσα του γερο-Αντόνιο αυτό σημαίνει: «Τέλειωσα πια. Αντίο».
Εγώ έβαλα σε μια πλαστική σα­κούλα το δέρμα του λιονταριού κι έφυγα..



(3). chimba:  κυνηγετικό όπλο με φυτίλι 


προηγούμενο κεφάλαιο                                               επόμενο κεφάλαιο

Subcomandante Marcos   "Ιστορίες του γερο-Αντόνιο"  κεφ. ΙV

[εκδ. Ροές
μεταφρ. Γιώργος Καρατζάς ]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου