Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Τότε ποὺ ὁ Δομίνικος Παναγιωτόπουλος ἀποφάσισε νὰ ζωγραφίσει τὸ Θεό


ργύρης Χιόνης


Ο ζω­γρά­φος Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος, ­ν μι ζω­ ζω­γρά­φι­ζε νε­κρς φύ­σεις, λου­λού­δια σ βά­ζα κι λ­λα τέ­τοι­α, μι μέ­ρα, ­τσι, στ κα­λ κα­θού­με­να, ­πο­φά­σι­σε ν ζω­γρα­φί­σει τ Θε­ό. Κα σ ν μν ­φτα­νε α­τό, ­πο­φά­σι­σε ­πί­σης πς ­,τι ε­χε ζω­γρα­φί­σει μέ­χρι τό­τε ­ταν ­νά­ξιο λό­γου κι ­ξιο ν κα­ε. ­ρι­ξε λοι­πν στ φω­τι ­λες τς νε­κρς φύ­σεις κα τ λου­λού­δια σ βά­ζα κι ­λα τ’ λ­λα σχε­τι­κά, πο ε­χε φτιά­ξει, κα βάλ­θη­κε ν σκέ­φτε­ται πς ν ζω­γρα­φί­σει τ Θε­ό.
Δομ. Θεοτοκόπουλος
"Θέα από το Τολέντο" (λεπτ)
          

  Τ πρό­βλη­μα δν ­ταν δι­ό­λου ­πλό, για­τί Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος ­ταν κα­λς ζω­γρά­φος κα δν το πή­γαι­νε ν φτιά­ξει ­ναν ­σπρο­μάλ­λη γέ­ρο σν τν ϊ Βα­σί­λη κά­τι τέ­τοι­ο.
          
  ­με­νε λοι­πν σι­ω­πη­λός, μέ­ρες ­τέ­λει­ω­τες, μπρο­στ στν κά­τα­σ­πρη, λεί­α ­πι­φά­νεια το στο­κα­ρι­σμέ­νου μου­σα­μά του, μ μι μό­νο σκέ­ψη ν γυ­ρί­ζει μέ­σα στ μυα­λό του: «Πς ε­ναι Θε­ός;»
           

 Ο μέ­ρες ­γι­ναν μή­νας κι μή­νας μ­νες κι Δο­μί­νι­κος δν ­λε­γε ν κου­νή­σει ­π’ τ θέ­ση του, δν ­λε­γε ν βά­λει λ­λη σκέ­ψη στ μυα­λό του.
            Τ φαΐ πο το ‘­φερ­νε μι γρι γει­τό­νισ­σα ­με­νε σχε­δν ­νέγ­γι­χτο. Ο φί­λοι του, κα­φε­νό­βιοι καλ­λι­τέ­χνες, ­πως λ­λω­στε ­ταν κι ­διος κά­πο­τε, τν ­χα­σαν ­π’ τς πα­ρέ­ες τους. ­νας δε­σμός, πο πι­θα­νν ν ­δη­γο­σε στ γά­μο, δι­α­λύ­θη­κε. ­κό­μα κι γρι γει­τό­νισ­σα, πο τν φρόν­τι­ζε, στα­μά­τη­σε στ τέ­λος ν πη­γαι­νο­έρ­χε­ται, για­τί φο­βή­θη­κε πς το ‘­χε στρί­ψει καί, πο­τ δν ξέ­ρεις τί γί­νε­ται μ’ α­τος τος τρε­λος καλ­λι­τέ­χνες.
            Μι μέ­ρα, ­νας ζη­τιά­νος χτύ­πη­σε τν πόρ­τα του. Μν παίρ­νον­τας ­πάν­τη­ση κα βρί­σκον­τας ξε­κλεί­δω­τα, μπ­κε κι ε­δε τ Δο­μί­νι­κο ν κά­θε­ται, μ τν πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη πρς τν πόρ­τα, ­κί­νη­τος μπρο­στ στ κα­βα­λέ­το του.
            « Θε­ς ν σο δί­νει χρό­νια, πα­λι­κά­ρι μου», ε­πε ζη­τιά­νος, «δ­σε μου μι βο­ή­θεια».
            Στ ­κου­σμα τς λέ­ξης Θε­ός, Δο­μί­νι­κος βγ­κε ­π’ τν ­ε­ρό του λή­θαρ­γο κα στρά­φη­κε πρς τ γέ­ρο.
            «­χεις δε πο­τ τ Θε­ό;» ρώ­τη­σε.
            «Συ­νέ­χεια τν ­χω μ­πρός μου», ­πάν­τη­σε ζη­τιά­νος. «­κό­μα κα τού­τη τ στιγ­μ πού σου μι­λ τν βλέ­πω, για­τί Θε­ς ε­ναι τ πάν­τα».
            «Τ πάν­τα…», ­πα­νέ­λα­βε σν ­χ Δο­μί­νι­κος.
            «Ναί, τ πάν­τα», ξα­νά­πε ζη­τιά­νος. «Ε­ναι μα­χαί­ρι κα ρ­ν κα πυρ­κα­γι κα δά­σος κα ­ρη­μος κα πο­τα­μς κα σύν­νε­φο κα γ κα κό­κα­λα γυ­μν κα γυ­μν κορ­μί… Τ πάν­τα».
            «Ε­σαι ζη­τιά­νος σο­φός;» ρώ­τη­σε, γε­μά­τος θαυ­μα­σμό, Δο­μί­νι­κος.
            «Ε­μαι Θε­ός», ­πο­κρί­θη­κε ζη­τιά­νος.
            Δο­μί­νι­κος πε­τά­χτη­κε τό­τε ­π’ τ θέ­ση του κι ­πε­σε στ γό­να­τα ν προ­σκυ­νή­σει ­κε­νον πο τό­σον και­ρ ­ψα­χνε τ μορ­φή του.
            ζη­τιά­νος γέ­λα­σε κα­λο­συ­νά­τα. «Δν ε­πα Θε­ός», ε­πε, «ε­πα Θε­ός, ­πως Θε­ς ε­σαι κι ­σ κα ο μπο­γι­ς κα τ πι­νέ­λα σου…. Δέ σο ‘­πα ­τι τ πάν­τα ε­ναι Θε­ός; Σή­κω τώ­ρα κα δ­σε μου μι βο­ή­θεια, για­τί ­χω τρες μέ­ρες ν βά­λω Θε­ στ στό­μα μου».
            Δο­μί­νι­κος ­πά­κου­σε κι ζη­τιά­νος ­φυ­γε ε­χα­ρι­στη­μέ­νος.
            ­ταν ξα­νά­μει­νε μό­νος, Δο­μί­νι­κος ρ­χι­σε ν κλαί­ει. Δν ­κλαι­γε ­π ­πελ­πι­σί­α ο­τε ­π χα­ρά, δν κα­τα­λά­βαι­νε κν ­τι ­κλαι­γε. Τ δά­κρυ­α ­νά­βλυ­ζαν μό­να τους ­π’ τ μά­τια του.
            ­π τό­τε, Δο­μί­νι­κος ξα­νάρ­χι­σε νά ζω­γρα­φί­ζει νε­κρς φύ­σεις κα ζων­τα­νς κι ,τι λ­λο το ‘ρ­χό­τα­νε στ νο ν ζω­γρα­φί­σει κα πο­τ δν ξα­νά­κα­ψε τί­πο­τα, για­τί τ πάν­τα ­ταν τώ­ρα Θε­ός.


Αργύρης Χιόνης
από τις


Ιστορίες μις παλις ποχς (Αγόκερος, θήνα, 1981).





ΔομίνικοςΘεοτοκόπουλος
"Ο Άγιος Δομινικος προσευχόμενος"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου