Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Όταν δυο χέρια σμίγουν

Μίσος. Το μόνο που είχε νιώσει.
Το μόνο που μπορούσε να νιώσει. Το μόνο που ένιωθε κάθε στιγμή της ζωής του. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.
Μίσος. Στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά. Μίσος για όλους. Για τα ζευγαράκια που νομίζουν ότι ο κόσμος τους ανήκει. Για τους υπαλλήλους με το υπεροπτικό ύφος. Για τα παιδιά που χαλάνε τον κόσμο απ’ τη φασαρία. Για τους διπλανούς του στο λεωφορείο. Για τους μπροστινούς του στην ουρά του ταχυδρομείου. Για τους απέναντι. Για τους από πάνω. Για τους από κάτω.

Ό,τι παίρνεις δίνεις. Κι όταν το φαρμάκι που παίρνεις καθημερινά έχει δηλητηριάσει κάθε κομμάτι της ψυχής σου, αυτού που τέλος πάντων ονομάζουμε ψυχή, δεν σου περισσεύει καλοσύνη για κανέναν. Όσο του πριόνιζαν τα φτερά, όσο τον έσπρωχναν όλο και πιο χαμηλά να μη βλέπει
φως, τόσο μεγάλωνε το μίσος του. Ώσπου στο τέλος κάλυψε όλη την καρδιά του.
Τα βράδια σκέπαζε το κεφάλι με την κουβέρτα κι έκλαιγε σιωπηλά.
Κανείς δεν τον είχε δει να κλαίει. Αυτή ήταν η δική του μικρή νίκη. Ένα μικρό κομμάτι περηφάνιας. Ώσπου τα δάκρυα στέρεψαν. Όση αγανάκτηση, όση πίκρα, όσο μίσος κι αν ένιωθε, του ήταν αδύνατο πια να κλάψει. Περιέφερε το μίσος του στον κόσμο και προσπαθούσε να κρατηθεί όρθιος. Μόνος εναντίον όλων.

Alex Howitt


Εκείνη τη μέρα είχε τα γενέθλιά του. Έτσι, έκανε έναν μικρό απολογισμό. Το τηλέφωνο για ακόμη μια φορά δεν χτύπησε. Η μέρα που ήρθε στον κόσμο ήταν κάτι που κανείς δεν θυμόταν. Τουλάχιστον, ήταν ζωντανός.
Σωματικά, γιατί ψυχικά είχε πεθάνει χρόνια πριν. Προτιμούσε να μη θυμάται τι μεσολάβησε απ’ τα προηγούμενα γενέθλια. Ένας ακόμη χρόνος εξορίας απ’ τη ζωή. Θα ήταν καλύτερα λοιπόν να τριγύριζε για μερικές ώρες άσκοπα στους δρόμους της πόλης, για να μη θυμάται αυτά που τον έκαναν να μισεί.
Άνοιξε την πόρτα, βγήκε βιαστικά στον διάδρομο και την άφησε να κλείσει πίσω του. Είδε το κοριτσάκι του διπλανού διαμερίσματος να τον πλησιάζει με γρήγορα βήματα.
— Μοιάζετε με τον πατέρα μου, του είπε χαμογελώντας.
Την κοίταξε άγρια. Ε όχι να κοροϊδεύουν τη μοναξιά του και τα πιτσιρίκια.
— Αλήθεια, επέμεινε η μικρή σχεδόν απολογητικά.
— Δεν τον έχω δει ποτέ, απάντησε μετανιώνοντας για τον απότομο τρόπο του.
— Σκοτώθηκε στον πόλεμο. Στην πατρίδα μου γίνεται πόλεμος, του είπε σιγά, σαν να φοβόταν μην την ακούσουν.

Τον πήρε απ’ το χέρι. Ένιωσε πάλι την καρδιά του να χτυπάει, πάνω που είχε πιστέψει ότι δεν έχει πια καρδιά. Η ζωή του ξεκινούσε απ’ την αρχή. Το σημείο μηδέν. Ξεκίνησε ένα μακρύ ταξίδι στις αναμνήσεις του. Απαξίωση, χλευασμός, ειρωνεία, προσβολές. Κάθε φορά που  κάποιος πλησίαζε τα χέρια του προς το μέρος του, έκανε από ένστικτο ένα βήμα πίσω. Ήξερε ότι ο κόσμος είναι ζούγκλα κι ο άνθρωπος το μεγαλύτερο θηρίο. Γιατί οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει ήταν θηρία. Ό,τι καλό θυμόταν αμυδρά απ’ τη ζωή του –ένα χαμόγελο, ένα χάδι, μια τρυφερή κουβέντα– δεν τον αφορούσε. Είχε πείσει τον εαυτό του ότι αυτά τα πράγματα ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο, ξένο, μακρινό. Ο δικός του ήταν πολύ μικρός για να τα χωρέσει.
Τώρα, ένας άλλος άνθρωπος στεκόταν δίπλα του. Τον έπαιρνε απ’ το χέρι, για να του μάθει πράγματα που δεν είχε φανταστεί ότι υπάρχουν. Αληθινά, ανθρώπινα. Από ανθρώπους αληθινούς. Έμαθε ότι υπάρχουν κι αυτοί εκτός απ’ τα θηρία.
Μέσα σε μια στιγμή γνώρισε έννοιες που υπήρχαν γι’ αυτόν μόνο στα λεξικά, χωρίς αληθινό αντίκρισμα. Αλληλεγγύη, σεβασμός, αποδοχή. Ένιωσε ξαφνικά να ψηλώνει, μέχρι που έφτασε στο ύψος που του έπρεπε. Κατέκτησε τη θέση που του είχαν στερήσει. Άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους. Ίσος μεταξύ ίσων.
Από  εκεί ο κόσμος φαινόταν καλύτερος.

Ένα ποτάμι άρχισε να κυλάει απ’ την καρδιά του, ώσπου έφτασε στα μάτια του. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Δεν ήταν τα δάκρυα που ήξερε μέχρι τότε. Ήταν γιατί αισθανόταν κάτι πρωτόγνωρο που δεν μπορούσε να το εκφράσει με λόγια. Αυτό το ποτάμι
ήταν πολύ δυνατό. Μπορούσε να παρασύρει κάθε ασχήμια, κάθε μικρότητα.
Ό,τι κάνει τον άνθρωπο να γίνεται θηρίο.
Θυμήθηκε ότι στο σχολείο είχε μάθει ότι άνθρωπος σημαίνει «άνω θρώσκων». Αυτός δηλαδή που κοιτάει ψηλά, προς τον ουρανό.
Στην πόλη που ζούσε δύσκολα έβλεπε κανείς ουρανό.
Όμως το βράδυ θα έκανε μια προσπάθεια.
Ίσως έβλεπε τα ξεχασμένα του όνειρα να ζωντανεύουν ανάμεσα στ’ αστέρια.
Ίσως μετριάζοντας το μίσος του για τους άλλους, μάθαινε να αγαπάει τον εαυτό του.

Νίκος Σουβατζής
από τη συλλογή διηγημάτων "Αναχώρηση" 


2 σχόλια:

  1. Καλησπέρα, σας ευχαριστώ για τη δημοσίευση. Αν θέλετε επικοινωνήστε μαζί μου στο email parodos77@hushmail.com Θα ήθελα να σας ρωτήσω κάποια πράγματα.
    Φιλικά Νίκος Σουβατζής

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σας ευχαριστώ κι εγώ για το ανάγνωσμα .
      Καλές γιορτές να έχετε ..

      Διαγραφή