Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Το καλόμβι


Όταν ο Στέφανο Ρόι έκλεισε τα δώδεκα, ζήτησε από τον πατέρα του, που ήταν καπετάνιος κι είχε ένα όμορφο άρμενο, να τον πάρει μαζί του στη θάλασσα.
«Όταν μεγαλώσω» είπε «θα γίνω θαλασσινός όπως εσύ. Και θα κυβερνήσω καράβια ακόμα πιο μεγάλα και πιο όμορφα από το δικό σου».
«Ο Θεός να σ’ ευλογάει παιδί μου» απάντησε ο πατέρας. Το σκάφος έπρεπε να σαλπάρει την ίδια μέρα και ο πατέρας τον πήρε μαζί του.

Η λιακάδα ήταν υπέροχη κι η θάλασσα γαλήνια. Πρώτη φορά έμπαινε σε καράβι ο Στέφανος. Χαρούμενος τριγύριζε στην κουβέρτα και θαύμαζε τις πολύπλοκες μανούβρες με τα πανιά. Ρωτούσε τους ναυτικούς για το ένα και για το άλλο, και αυτοί του έδιναν εξηγήσεις χαμογελώντας.
Όταν έφτασε στην πρύμνη, το αγόρι στάθηκε σαστισμένο και κοίταξε κάτι, που κάθε τόσο έβγαινε στην επιφάνεια, σε απόσταση διακόσια ή τριακόσια μέτρα, στο αυλάκι του καραβιού.
Φυσούσε ένας θαυμάσιος ούριος άνεμος και το σκάφος πετούσε πάνω στο νερό. Ωστόσο εκείνο το πράγμα κρατούσε την ίδια απόσταση. Ο Στέφανος δεν καταλάβαινε τι ήταν εκείνο το πράγμα. Είχε όμως κάτι το ακαθόριστο που τον μάγευε.

Ο πατέρας δεν μπορούσε πια να δει τον Στέφανο και τον φώναξε δυνατά. Του κάκου. Τότε κατέβηκε στην κουπαστή και άρχιζε να τον ψάχνει.
«Στέφανε, τι κάνεις εκεί απολιθωμένος;» τον ρώτησε όταν επιτέλους τον είδε στην πρύμνη να ατενίζει τα κύματα.
«Μπαμπά, έλα να δεις».
Ο πατέρας πλησίασε και κοίταξε εκεί όπου έδειχνε το αγόρι, αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα.
«Είναι ένα σκούρο πράγμα που κάθε τόσο ξεπροβάλλει στο αυλάκι του καραβιού και μας παίρνει ξοπίσω» είπε.
«Είμαι σαράντα χρονών» είπε ο πατέρας «μα νομίζω πως βλέπω καλά ακόμα. Ωστόσο δεν βλέπω τίποτε».
Ο γιος του επέμενε. Πήρε λοιπόν τα κιάλια και κοίταξε προσεχτικά το αυλάκι στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο Στέφανος τον είδε να χλωμιάζει.
«Τι συμβαίνει; Γιατί είναι έτσι το πρόσωπό σου;»
«Αχ! καλύτερα να μην σε άκουγα» ξεφώνισε ο καπετάνιος. «Τώρα τρέμω για σένα. Αυτό που είδες να ξεπροβάλλει από το νερό και που μας παίρνει ξοπίσω, δεν είναι ένα πράγμα. Είναι το καλόμβι. Είναι το ψάρι που φοβούνται οι θαλασσινοί πάνω απ’ όλα, σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Είναι ένας τρομαχτικός και μυστηριώδης καρχαρίας, πιο πονηρός από τους ανθρώπους. Για λόγους που κανείς δεν θα τους μάθει ποτέ, διαλέγει το θύμα του και, όταν το διαλέξει, το παίρνει ξοπίσω για πολλά χρόνια, για ολόκληρη τη ζωή του, ώσπου να καταφέρει να το καταβροχθίσει. Και το παράξενο είναι πως κανείς δεν μπορεί να το διακρίνει, εξόν από το ίδιο το θύμα και τους συγγενείς του».
«Αυτά δεν είναι παραμύθια;»
«Όχι. Εγώ δεν το είχα δει ποτέ. Αλλά το αναγνώρισα αμέσως από τις περιγραφές που άκουσα τόσες φορές. Η μουσούδα του βίσονα, το στόμα που ανοιγοκλείνει συνέχεια, τα φοβερά δόντια. Στέφανε, δυστυχώς δεν χωράει αμφιβολία. Εσένα διάλεξε το καλόμβι και όσον καιρό θα ταξιδεύεις στις θάλασσες δεν θα σε αφήσει ήσυχο. Άκουσέ με: θα γυρίσομε αμέσως στη στεριά, θα κατέβεις από το καράβι και ποτέ δεν θα αφήσεις τη στεριά, για κανένα λόγο. Να μου το υποσχεθείς. Άλλωστε και στη στεριά μπορείς να κάνεις την τύχη σου».

Μόλις τα είπε αυτά, έκανε τα μπρος πίσω, γύρισε στο λιμάνι και, με την πρόφαση πως τον έπιασε ξαφνική αδιαθεσία, ξεμπάρκαρε το γιο του. Ύστερα ξανάφυγε μονάχος.

Βαθιά ταραγμένο το αγόρι έμεινε στην παραλία όσο να βουλιάξει κάτω από τον ορίζοντα και η τελευταία από τις κορφές των ξαρτιών. Πέρα από τον κόσμο που έκλεινε το λιμάνι, η θάλασσα ήταν εντελώς έρημη. Αλλά ο Στέφανος ακόνισε το βλέμμα του και κατάφερε να ξεχωρίσει μία μαύρη κουκίδα που κάθε τόσο ξεπρόβαλλε από το νερό: ήταν το «δικό» του καλόμβι, που περιπολούσε, περιμένοντάς τον με πείσμα.



Tomasz Alen Kopera


Από τότε έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καταπνίξουν την επιθυμία του αγοριού για τη θάλασσα.
Ο πατέρας του τον έστειλε σχολείο σε μια πόλη εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα.
Ο Στέφανος ξεχάστηκε στο νέο περιβάλλον και για λίγο καιρό λησμόνησε το θαλάσσιο τέρας. Το καλοκαίρι, όμως, γύρισε στο σπίτι του για διακοπές. Το πρώτο που έκανε, μόλις βρήκε καιρό, ήταν να τρέξει στην άκρη του μώλου για έναν έλεγχο, αν και στο βάθος, το θεωρούσε περιττό. Ακόμα και αν ήταν αληθινή η ιστορία που του διηγήθηκε ο πατέρας του, σίγουρα, μετά από τόσον καιρό, το καλόμβι θα είχε εγκαταλείψει την πολιορκία.

Ο Στέφανος στάθηκε εμβρόντητος. Η καρδιά του χτυπούσε. Σε διακόσια ή τριακόσια μέτρα από το μώλο, στην ανοιχτή θάλασσα, το ζοφερό ψάρι πηγαινοερχόταν αργά, και κάθε τόσο σήκωνε τη μουσούδα του έξω από το νερό και γύριζε προς τη στεριά, σα να κοίταζε με αγωνία αν ο Στέφανος θα ’ρχόταν επιτέλους.

Έτσι, για τον Στέφανο, η σκέψη πως εκείνο το εχθρικό πλάσμα τον περίμενε μέρα νύχτα, έγινε έμμονη ιδέα. Και στη μακρινή πόλη ξυπνούσε καμιά φορά ταραγμένος μέσα στη μέση της νύχτας. Ασφαλώς δεν κινδύνευε. Από το καλόμβι τον χώριζαν εκατοντάδες χιλιόμετρα. Και όμως ήξερε πως πέρα από τα βουνά, πέρα από τα δάση, πέρα από τις πεδιάδες, τον περίμενε ο καρχαρίας. Ακόμα κι αν πήγαινε στην πιο μακρινή ήπειρο, το καλόμβι θα παραμόνευε στην πιο κοντινή όχθη, με το αδυσώπητο πείσμα που δείχνουν τα όργανα του πεπρωμένου.


Ο Στέφανος ήταν σοβαρό και πρόθυμο αγόρι. Τέλειωσε καλά το σχολείο και, μόλις ανδρώθηκε, βρήκε μια τίμια και καλοπληρωμένη δουλειά σε ένα εμπορικό γραφείο της πόλης. Στο αναμεταξύ, ο πατέρας του πέθανε από αρρώστια, η χήρα πούλησε το υπέροχο άρμενο και ο γιος κληρονόμησε μια μικρή περιουσία. Η δουλεία, οι φιλίες, οι διασκεδάσεις, οι πρώτοι έρωτες: ο Στέφανος είχε πια διαμορφώσει τη ζωή του. Ωστόσο τον έτρωγε η σκέψη του καλομβιού σα θλιβερή και συνάμα γοητευτική ψευδαίσθηση· και όσο περνούσαν οι μέρες, αντί να ατονεί, φαινόταν να γίνεται πιο επίμονη.

Πολλές χάρες έχει η φιλόπονη, άνετη και ήσυχη ζωή, αλλά μεγαλύτερη γοητεία έχει η άβυσσος. Μόλις πάτησε τα είκοσι δύο, ο Στέφανος αποχαιρέτησε τους φίλους του, παραιτήθηκε από τη δουλειά του και γύρισε στον τόπο του. Στη μητέρα του είπε πως είχε αποφασίσει για καλά να ακολουθήσει το δρόμο του πατέρα του. Η γυναίκα δεν είχε ποτέ ακούσει από τον Στέφανο για το μυστηριώδη καρχαρία και χάρηκε με την απόφασή του. Στο βάθος της καρδιάς της, πάντα ένιωθε πως ο γιος της είχε προδώσει την οικογενειακή παράδοση την ώρα που εγκατέλειψε τη θάλασσα για να γίνει στεριανός.
Και ο Στέφανος άρχισε να ταξιδεύει.
Έδειξε πως είχε τις αρετές του θαλασσινού, πως άντεχε στην κούραση, πως ήταν ατρόμητος. Ταξίδευε, όλο ταξίδευε. Και πίσω από το σκάφος του, μέρα νύχτα, με καλοσύνη ή με τρικυμία, σερνόταν το καλόμβι. Ήξερε πως αυτή ήταν η κατάρα και η καταδίκη του, αλλά γι’ αυτό ίσως να μην έβρισκε τη δύναμη να σταματήσει. Και πάνω στο πλοίο κανένας δεν έβλεπε το τέρας, εκτός από αυτόν.
«Βλέπετε τίποτε εκεί πέρα;» ρωτούσε καμιά φορά, δείχνοντας το αυλάκι του καραβιού στους συντρόφους του.
«Όχι, δεν βλέπομε τίποτα. Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Μου φάνηκε...»
«Μήπως κατά τύχη είδες ένα καλόμβι;» έλεγαν γελώντας και χτυπούσαν ξύλο.
«Γιατί γελάτε; Γιατί χτυπάτε ξύλο;»
«Γιατί το καλόμβι είναι ζώο που δεν συγχωρεί. Και αν ποτέ αποφασίσει να πάρει ξοπίσω αυτό το καράβι, πα’ να πει πως κάποιος από μας είναι χαμένος».

Αλλά ο Στέφανος δεν τα παρατούσε. Η απειλή, που τον ακολουθούσε καταπόδι, φαινόταν να τονώνει τη θέλησή του, το πάθος του για τη θάλασσα, το θάρρος την ώρα του αγώνα και του κινδύνου.
Με τη μικρή περιουσία που του άφησε ο πατέρας του, μόλις ένιωσε πως έμαθε την τέχνη, βρήκε ένα συνεταίρο και μαζί αγόρασαν ένα μικρό ατμόπλοιο για να κάνουν μεταφορές. Αργότερα έγινε ιδιοκτήτης ολόκληρου του πλοίου. Μια σειρά από καλές δουλειές τού επέτρεψε να αποκτήσει ένα πραγματικό εμπορικό πλοίο και να ξεπερνάει όλο και πιο μεγάλους στόχους. Αλλά ούτε οι επιτυχίες, ούτε τα εκατομμύρια μπορούσαν να διώξουν από το πνεύμα του τη σκέψη που τον ενοχλούσε αδιάκοπα κι ούτε ένιωσε ποτέ τον πειρασμό να πουλήσει το πλοίο και να τραβηχτεί στη στεριά για να ασχοληθεί με άλλες δουλειές.
Τα ταξίδια, μόνο τα ταξίδια σκεφτόταν. Στο τέλος κάθε μεγάλου ταξιδιού, δεν πρόφταινε να βάλει το πόδι στη στεριά κι αμέσως τον κέντριζε η ανυπομονησία να ξαναφύγει. Ήξερε πως έξω τον περίμενε το καλόμβι, και πως το καλόμβι, ήταν συνώνυμο με την καταστροφή.
Τίποτα.

Μία ακατάσχετη παρόρμηση τον έσπρωχνε ασταμάτητα, από τον έναν ωκεανό στον άλλον.

Ώσπου μια μέρα, ξαφνικά, ο Στέφανος αντιλήφθηκε πως είχε γεράσει, πως ήταν πολύ γέρος. Κανένας γύρω του δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί επιτέλους δεν παρατούσε την καταραμένη θαλασσινή ζωή, αφού ήταν τόσο πλούσιος.

Τώρα ήταν γέροντας και πικραμένος που ξόδεψε ολάκερη τη ζωή του στην τρελή φυγή πάνω στις θάλασσες για να γλιτώσει από τον εχθρό. Αλλά γι’ αυτόν, μεγαλύτερος από τις χαρές της άνετης και ήσυχης ζωής ήταν πάντα ο πειρασμός της αβύσσου. Και ένα βράδυ, καθώς το θαυμάσιο πλοίο του ήταν αγκυροβολημένο στα ανοιχτά του λιμανιού όπου γεννήθηκε, ένιωσε πως είχε φτάσει η ώρα να πεθάνει. Φώναξε το δεύτερο καπετάνιο —του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη— και του ζήτησε να μη φέρει αντίρρηση σ’ αυτό που ήθελε να κάνει. Εκείνος του έδωσε το λόγο του.

Με αυτή τη διαβεβαίωση, ο Στέφανος αποκάλυψε στον υποπλοίαρχο, που τον άκουγε σαστισμένος, την ιστορία του καλομβιού που δεν έπαψε να τον κυνηγάει ανώφελα εδώ και σαράντα χρόνια σχεδόν.
«Με συνόδεψε από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη» είπε «πιο πιστά και από τον πιο ευγενικό φίλο. Τώρα πλησιάζει ο θάνατος. Και αυτό το ίδιο θα έχει γεράσει και κουραστεί φοβερά. Δεν μπορώ να το προδώσω».

Όταν τέλειωσε, αποχαιρέτησε, έβαλε να κατεβάσουν στη θάλασσα μία βαρκούλα και μπήκε μέσα, αφού πρώτα ζήτησε να του δώσουν ένα καμάκι.
«Τώρα πάω να το συναντήσω» δήλωσε. «Δεν είναι σωστό να το γελάσω. Αλλά θα πολεμήσω με τις τελευταίες δυνάμεις που μου απομένουν».

Έφυγε. Με κόπο τραβούσε τα κουπιά. Οι αξιωματικοί και οι ναύτες τον είδαν να απομακρύνεται πάνω στη γαλήνια θάλασσα, τυλιγμένος στις σκιές της νύχτας. Στον ουρανό ήταν ένα φεγγαρίσιο δρεπάνι.
Δεν χρειάστηκε να κοπιάσει πολύ. Η φοβερή μουσούδα του καλομβιού πρόβαλε ξαφνικά στο πλευρό της βάρκας.
«Να με, δικός σου επιτέλους!» είπε ο Στέφανος. «Τώρα θα λογαριαστούμε οι δυο μας».
Και συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις που του απόμεναν, σήκωσε το καμάκι για να το χτυπήσει.
«Ου!» μουκάνισε με ικετευτική φωνή το καλόμβι.
«Πόσο δρόμο έκανα για να σε βρω. Κι εγώ δεν αντέχω πια από την κούραση. Έφευγες. Έφευγες. Και ποτέ δεν κατάλαβες τίποτα».
«Γιατί;» ρώτησε ο Στέφανος, σαν να τον είχαν αγγίξει σε πληγή.
«Δεν σ’ ακολούθησα παντού για να σε καταβροχθίσω, όπως νόμιζες. Ο βασιλιάς της θάλασσας μου ανέθεσε να σου παραδώσω τούτο».
Και ο καρχαρίας έβγαλε τη γλώσσα του και πρόσφερε στο γέροντα μια μικρή σφαίρα που φωσφόριζε.





Tomasz Alen Kopera

Ο Στέφανος την πήρε στα δάχτυλά του.
Ήταν ένα πελώριο μαργαριτάρι. Αναγνώρισε το φημισμένο Μαργαριτάρι της Θάλασσας που χαρίζει σ’ όποιον το ’χει τύχη, δύναμη, αγάπη και ψυχική γαλήνη.
Αλλά τώρα πια ήταν πολύ αργά.

«Αλίμονο!» είπε, και κούνησε λυπημένα το κεφάλι του. «Πόσο έπεσα έξω! Κατάφερα να ρημάξω τη ζωή μου: και ρήμαξα και τη δική σου».
«Αντίο, φτωχέ» αποκρίθηκε το καλόμβι. Και βούτηξε για πάντα στα μαύρα νερά.

Δύο μήνες αργότερα σπρωγμένη από το κύμα, μία βαρκούλα άραξε σε ένα απόκρημνο σκόπελο.

Την είδαν κάτι ψαράδες και πήγαν κοντά από περιέργεια. Μέσα στη βαρκούλα, ακόμα καθισμένος, ήταν ένας λευκός σκελετός: και ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού του κρατούσε σφιχτά μια μικρή στρογγυλή πέτρα.

--

Το καλόμβι είναι ένα πελώριο ψάρι, που έχει φοβερή θωριά. Είναι πολύ σπάνιο ψάρι. Ανάλογα με τη θάλασσα και τους ανθρώπους που κατοικούν στις ακτές της, ονομάζεται καλομπέρ, κααλούμπρα, καλόγκα, κάλου-μπάλου, τσάλουγκ-γκρα. Είναι περίεργο πως οι φυσιοδίφες δεν το αναφέρουν. Μερικοί, μάλιστα, υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει.

Dino Buzzati
(μτφ Παύλος Θερειανός)





Ο ΝΤΙΝΟ ΜΠΟΥΤΖΑΤΙ γεννήθηκε στο Μπελούνο, μια μικρή πόλη της Βόρειας Ιταλίας, στις 16 Οκτωβρίου του 1906. Σπουδάζει νομικά στο Μιλάνο (η διπλωματική του εργασία είχε σαν θέμα τη «Νομική φύση της Συμφωνίας Κράτους και Βατικανού») και πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του αρχίζει τη δημοσιογραφική του καριέρα σε μια από τις μεγαλύτερες ιταλικές εφημερίδες, την ‘’Corriere della Serra’’.
Θα συνεχίσει να δουλεύει στην ίδια εφημερίδα ακόμα κι όταν θα καθιερωθεί σαν συγγραφέας, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει να ασχολείται και με τη ζωγραφική, κάνοντας συχνά ατομικές εκθέσεις της δουλειάς του.
Η πρώτη του εμφάνιση στο λογοτεχνικό πανόραμα της Ιταλίας θα γίνει το 1933 με ένα σύντομο μυθιστόρημα, το Barnabo delle montagne. 


Ο Μπουτζάτι πέθανε ένα βροχερό απόγευμα του 1972, στο Μιλάνο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου